ΕΥΑΓΟΡΑΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 204/2025, 13/8/2025
print
Τίτλος:
ΕΥΑΓΟΡΑΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 204/2025, 13/8/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 204/2025)

 

13 Αυγούστου 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΕΥΑΓΟΡΑΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ,

Εφεσείοντας,

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητη.

 

-------------------------------------------------------

 

Χρ. Χατζηλοΐζου, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Αντωνίου, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Ο εφεσείοντας παραπέμφθηκε, στις 15.07.2025, σε απευθείας δίκη στο Κακουργιοδικείο, το οποίο θα συνεδριάσει στην Πάφο στις 24.09.2025. Είναι αντιμέτωπος με κατηγορητήριο το οποίο περιλαμβάνει επτά (7) κατηγορίες, οι οποίες αφορούν στο αδίκημα της απόπειρας φόνου, μεταφοράς και χρήσης πυροβόλου όπλου, μεταφοράς, κατοχής και χρήσης εκρηκτικών υλών και κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α.

 

Το Δικαστήριο παραπομπής - στο εξής το πρωτόδικο Δικαστήριο - διέταξε την κράτηση του εφεσείοντα μέχρι τη δίκη του στο κακουργιοδικείο στις 24.09.2025, κατόπιν σχετικού αιτήματος της Αστυνομίας, λόγω κινδύνου φυγοδικίας, αφού πρώτα άκουσε και αξιολόγησε τις θέσεις των δύο πλευρών. Στην απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε λεπτομερώς τις θέσεις των δύο πλευρών, αναφέρθηκε σε σχετική επί του θέματος νομολογία και, αφού αξιολόγησε όλα τα στοιχεία που βρίσκονταν ενώπιον του, κατέληξε σε διαταγή κράτησης. Επειδή, μεταξύ άλλων, ηγέρθηκαν από πλευράς του εφεσείοντα ζητήματα που άπτονται της υγείας του, με εισήγηση ότι δεν θα ήταν ορθό να διαταχθεί η κράτηση του, το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά τη διαταγή κράτησης, ανέφερε, στο τέλος της απόφασης, πως «Αναμένεται ασφαλώς ότι οι αρμόδιες αρχές θα τηρήσουν στο έπακρο τις εκ του νόμου υποχρεώσεις τους για την παροχή της δέουσας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στον κατηγορούμενο».

 

Ο εφεσείοντας καταχώρισε την παρούσα έφεση και με τρεις (3) λόγους έφεσης προβάλλει τη θέση ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι λανθασμένη, καθ΄ ότι αυτό εξέτασε το ενδεχόμενο φυγοδικίας στη βάση της σοβαρότητας των αδικημάτων χωρίς να συνεκτιμήσει καθόλου, και/ή επαρκώς, τους ισχυρούς δεσμούς του με την Κύπρο, οι οποίοι καταδεικνύουν, σύμφωνα με τη θέση του, ότι υπό τις περιστάσεις είναι αδύνατο αυτός να φυγοδικήσει (πρώτος λόγος έφεσης), κατά την εξέταση της πιθανότητας μη προσέλευσης του εφεσείοντα στη δίκη, στο Κακουργιοδικείο, δεν λήφθηκε καθόλου υπόψη η κατάσταση της υγείας του, που από μόνη της είναι αποτρεπτικός λόγος για πιθανή φυγοδικία (δεύτερος λόγος έφεσης) και ότι λανθασμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεώρησε το γεγονός πως επειδή ο εφεσείοντας διατηρεί κτηνοτροφική επιχείρηση τότε ασκεί και το επάγγελμα του κτηνοτρόφου.

 

Ενώπιον μας ο συνήγορος του εφεσείοντα ανέπτυξε τις θέσεις και τα επιχειρήματα που, κατά την εισήγηση του, δικαιολογούν την απόλυση του εφεσείοντα υπό όρους, τους οποίους πρότεινε. Υπόβαθρο της επιχειρηματολογίας του αποτελούν τα προβλήματα υγείας του εφεσείοντα, ο οποίος είναι καρκινοπαθής. Αποδέχθηκε ενώπιον μας, ο συνήγορος του, ότι στις κεντρικές φυλακές όπου μεταφέρθηκε ο εφεσείοντας, μετά τις 15.07.2025, εξετάστηκε από τον ιατρό των φυλακών, όχι όμως από πνευμονολόγο, αφού δεν υπάρχει ιατρός με τέτοια ειδικότητα στις φυλακές, και, παρ’ ότι ζήτησε τέτοια εξέταση, ακόμη να μεταφερθεί για να εξετασθεί στο νοσοκομείο.

 

Από την πλευρά της εφεσίβλητης, ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα προώθησε τη θέση ότι, μέσα από την εκκαλούμενη απόφαση, διατυπώθηκαν πλήρως και αξιολογήθηκαν ορθά, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι δεσμοί του εφεσείοντα με την Κύπρο, πλην όμως, λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων που αυτός αντιμετωπίζει, δεν κρίθηκαν ικανοί για να οδηγήσουν στην επιλογή της απόλυσης του υπό όρους. Όσον αφορά στο θέμα της υγείας του εφεσείοντα, επίσης, λήφθηκε υπόψη και αξιολογήθηκε ως τέτοιο που δεν αποτελούσε κώλυμα στην κράτηση του, έγινε δε παραπομπή, προς υποστήριξη της θέσης της εφεσίβλητης, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση AYKOUT v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 47/2025, ημερομηνίας 24.03.2025. Τελική εισήγηση της εφεσίβλητης είναι πως η εκκαλούμενη απόφαση είναι ορθή και ως τέτοια θα πρέπει να επικυρωθεί.

 

Καθίσταται αντιληπτό ότι, λόγω του περιεχομένου τους, οι τρεις λόγοι έφεσης είναι μεταξύ τους συνυφασμένοι. Μάχονται κατά της ορθότητας της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, που έκρινε ως ορθότερη την επιλογή της κράτησης αντί της απόλυσης υπό όρους.  Για τον λόγο αυτό θα τους συνεξετάσουμε.

 

Αρχίζοντας από τον πρώτο λόγο έφεσης παρατηρούμε ότι το παράπονο του εφεσείοντα, ως προς το θέμα των δεσμών του με την Κύπρο, είναι ότι δεν συνεκτιμήθηκε το γεγονός πως είναι ηλικίας 55 ετών, με σύζυγο και τρία τέκνα, εκ των οποίων δύο φοιτούν σε πανεπιστήμιο και ένα σε σχολείο μέσης εκπαίδευσης, όλα στην Κύπρο, είναι δε εξαρτώμενα του. Οι αιτιάσεις που προβάλλονται προς υποστήριξη του δεύτερου λόγου έφεσης, οι οποίες σχετίζονται με το πρόβλημα υγείας του εφεσείοντα, αφορούν στο ότι αυτός είναι καρκινοπαθής, σε πολύ προχωρημένο στάδιο, με πολλαπλές παρενέργειες που δυσχεραίνουν την καθημερινή διαβίωση του, ως προκύπτει, κατά τη θέση του εφεσείοντα, από τα ιατρικά πιστοποιητικά, τεκμήρια 2 και 3, που η πλευρά του προσκόμισε στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Απαιτείται, επίσης, διαρκής, τακτική, ιατρική φροντίδα και παρακολούθηση, αλλά και κατάλληλη θεραπεία, κάτι που δεν είναι δυνατόν να του παρασχεθεί στις κεντρικές φυλακές όπου βρίσκεται, με αποτέλεσμα να απειλείται η ζωή του.

 

Κρίνουμε χρήσιμο, πριν τοποθετηθούμε επί των προαναφερόμενων λόγων έφεσης, να παραθέσουμε αυτούσια αποσπάσματα, από την εκκαλούμενη απόφαση, ούτως ώστε να διαφανεί η αντιμετώπιση των υπό συζήτηση ζητημάτων εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία έχουν ως ακολούθως:

 

«Στην προκειμένη περίπτωση, και με κάθε σεβασμό στο σοβαρό πρόβλημα υγείας του κατηγορούμενου που φαίνεται ότι αντιμετωπίζει, δεν προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία ότι είναι τέτοιας ιδιάζουσας μορφής και σοβαρότητας ή ότι η διαταγή κράτησης του θα προκαλούσε ταλαιπωρία ασυνήθιστου βαθμού ή θα επιδείνωνε την κατάσταση της υγείας του (βλ. κατ’ αναλογία Adli Yousef  El-Disi v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ.536 και Παντελής Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 37/13, ημερομηνίας 17/12/2013). Οι αναφορές της συνηγόρου υπεράσπισης για χειροτέρευση της υγείας του κατηγορούμενου και επίσπευσης του βιολογικού του τέλους έχουν παραμείνει στη σφαίρα της αοριστίας και γενικότητας και ουδόλως υποστηρίζονται από τα τεκμήρια 2 και 3. Είναι βέβαια καλά γνωστό ότι η επάρατη νόσος σε πολλές περιπτώσεις οδηγεί στο μοιραίο εξ’ ου και η σοβαρότητα με την οποία λαμβάνει υπόψη του το δεδομένο αυτό το Δικαστήριο. Δεν είναι όμως κάθε τέτοια περίπτωση που αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο και πολλοί συμπολίτες μας αντιμετωπίζουν τον καρκίνο εκτελώντας παράλληλα και την εργασία τους. Αναφέρθηκε άλλωστε ότι ο κατηγορούμενος είναι κτηνοτρόφος, εργασία την οποία δεν λέχθηκε ότι σταμάτησε να εκτελεί. Επιπρόσθετα, και χωρίς να παραγνωρίζω ότι στα ιατρικά έγγραφα γίνεται αναφορά σε μεταστατικό καρκίνο, σε κανένα από τα δυο ιατρικά πιστοποιητικά δεν γίνεται έστω κατά προσέγγιση αναφορά στο προσδόκιμο ζωής του κατηγορούμενου. Πέραν των πιο πάνω δεν έχει υπάρξει εισήγηση από την Υπεράσπιση ότι οι κεντρικές φυλακές δεν προτίθενται ή δεν διαθέτουν την ικανότητα όπως παρέχουν στον κατηγορούμενο την απαραίτητη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ή ότι τα προβλήματα υγείας του δεν μπορούν να τύχουν διαχείρισης με τις κατάλληλες οδηγίες από τις κεντρικές φυλακές. Μάλιστα ως η ίδια η συνήγορος υπεράσπισης δέχθηκε, οι αρχές των φυλακών μερίμνησαν για την μεταφορά του κατηγορούμενου, όντας υπόδικος στα πλαίσια διατάγματος προσωποκράτησης, σε ιατρικό κέντρο απ’ όπου και εξασφάλισε το τεκμήριο 3.

 

Σημειώνεται περαιτέρω πως οι Περί Φυλακών (Γενικοί) Κανονισμοί του 1997 (Κ.Δ.Π. 121/97) προβλέπουν με λεπτομέρειες τις διενεργούμενες εξετάσεις για τη διαπίστωση της σωματικής και ψυχικής υγείας κάθε κρατούμενου και κυρίως για τη διάγνωση ενδεχόμενης φυσικής ή ψυχικής ασθένειας με σκοπό την παροχή στον κρατούμενο της αναγκαίας ιατροφαρμακευτικής φροντίδας και τον καθορισμό του τρόπου μεταχείρισης του (Κανονισμός 19). Οι εξετάσεις αυτές συμπεριλαμβάνουν και την διερεύνηση του ιστορικού του για να διαπιστωθεί κατά πόσον υπάρχουν ειδικές ανάγκες και προβλήματα ούτως ώστε να δοθεί η αναγκαία ψυχολογική και ιατρική υποστήριξη (Κανονισμός 20).  Μάλιστα οι Κανονισμοί 62-85 αναφέρονται επίσης στην ιατρική περίθαλψη και περιλαμβάνουν μεταξύ  άλλων και πρόνοιες για εξέταση από ιατρό της επιλογής του κρατούμενου ή και παραπομπή του για θεραπεία σε Ιδιωτική Κλινική

 

Σχετικά με τα πιο πάνω είναι και τα όσα αναφέρθηκαν στην Κώστα ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 205/20, ημερ. 22.12.2021:

 

«Σύμφωνα με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου υφίσταται θετική υποχρέωση των κρατών να οργανώσουν το σωφρονιστικό τους σύστημα με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται στους κρατούμενους ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (μεταξύ άλλων Tsokas and others v. Greece, Αρ. Υποθ. 41513/12, 18.5.2014). Δεν έχει, όμως, αναγνωριστεί γενική υποχρέωση αποφυλάκισης, ακόμα και αν ο φυλακισμένος πάσχει από μια ιδιαίτερα δύσκολη πάθηση ως προς την αντιμετώπιση της. Παρά ταύτα, δεν αποκλείεται ότι σε «ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις, το Κράτος μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπο με καταστάσεις στις οποίες η ορθή απονομή της δικαιοσύνης απαιτεί τη λήψη μέτρων ανθρωπιστικής φύσης για τη θεραπεία του κρατούμενου ασθενούς. Συνεπώς, σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπου η κατάσταση της υγείας του ασθενούς είναι απολύτως ασυμβίβαστη με την κράτηση του, το Άρθρο 3 μπορεί να επιτάσσει την αποφυλάκιση του υπό ορισμένες προϋποθέσεις.» (βλ. Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ' άρθρο, 2η έκδοση ενημερωμένη και εμπλουτισμένη, Διεύθυνση έκδοσης Λίνος-Αλέξανδρος Σισιλιάνος, σελίδα 37 επ.), με αναφορά στις εξής υποθέσεις ΕΔΔΑ, Mouisel κ. Γαλλίας, ό.π., Űrfi çetinkaya κ. Τουρκίας, 23.7.2013, παρ.90, ΕΔΔΑ, Matencio κ. Γαλλίας, 15.1.2004, παρ. 76, Sakkopoulos κ. Ελλάδας, 15.1.2004, παρ.38, ΕΔΔΑ, Rojkov κ. Ρωσσίας, 19.7.2007, παρ. 104, Scoppola κ. Ιταλίας, 10.6.2008, παρ. 50, GϋlayÇetin κ. Τουρκίας, 5.3.2013, παρ.102, ΕΔΔΑ, Sawoniuk κ. Ηνωμένου Βασιλείου (απόφαση επί του παραδεκτού), 29.5.2001, Papon κ. Γαλλίας (απόφαση επί του παραδεκτού), 7.6.2001.

 

Παρομοίως, το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου δεν έχει αναγνωρίσει γενική υποχρέωση απελευθέρωσης κρατουμένου, με δεδομένη βέβαια την υποχρέωση του κράτους να μεριμνά ώστε να παρέχεται η αναγκαία ιατρική διάγνωση και φροντίδα.

 

Περαιτέρω στο σύγγραμμα Law of the European Convention on Human Rights, Harris, O Boyle and Warbrick, 5th edn, (2023), σελ. 272 αναφέρονται τα εξής:

 

The fact that imprisonment is not in the best interest of a prisoner's health is not of itself sufficient to require their release or transfer to an outside hospital to avoid liability under Article 3 where imprisonment is otherwise allowed by the Convention, for example following conviction or on remand (Article 5(1), (3)). In most cases, the Court has found that adequate medical assistance has been available in prison or made available by way of visits to an outside hospital for treatment. The detention over a lengthy period of an elderly person even with serious problems of health or infirmity will not be in breach of Article 3 if medical care can be provided. However, as stated in Wedler v Poland, should a prisoner's state of health become such that adequate medical or nursing assistance cannot be provided in detention, Article 3 requires that a person be released subject to conditions that the state reasonably imposes in the public interest».

 

Παραθέτω τα πιο πάνω διατηρώντας υπόψη μου ότι ως ανέφερε η κα Χατζηλοϊζου κατά τη δευτερολογία της, στην προκειμένη περίπτωση δεν υφίσταται εισήγηση για παραβίαση του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ σε περίπτωση που το Δικαστήριο διατάξει την κράτηση του κατηγορούμενου και ότι ο προαναφερόμενος λόγος υγείας εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο των προσωπικών του περιστάσεων που ούτως ή άλλως λαμβάνονται υπόψη για την εξέταση του αιτήματος κράτησης στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας.

 

Εξετάζοντας συνολικά τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου και την ισχύ των δεσμών που δημιουργούν με τη Δημοκρατία, δίδοντας έμφαση στην κατάσταση της υγείας του ως πιο πάνω προσδιόρισα, καταλήγω ότι συνολικά ιδωμένα δεν είναι δυνατόν να κλίνουν την πλάστιγγα υπέρ της απόλυσης του υπό όρους, ενόψει της σοβαρότητας των κατηγοριών ιδιαιτέρως της 1ης κατηγορίας. Δεν πρόκειται για στοιχεία αρκούντως ιδιάζοντα, ώστε να μπορεί να λεχθεί ότι καθιστούν απομακρυσμένη τη σκέψη  στον κατηγορούμενο να φυγοδικήσει σε βαθμό που ο σχετικός κίνδυνος να μπορεί να αντιμετωπιστεί με την επιβολή περιοριστικών όρων, έστω στο βαθμό που εισηγήθηκε η συνήγορος υπεράσπισης (βλ. κατ’ αναλογία Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 790 ημερ. 28.11.2008).»

 

Από τα προειρημένα αποσπάσματα, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εμπεριστατωμένη εξέταση και αξιολόγηση όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του.  Συνεκτίμησε ορθά τους δεσμούς του εφεσείοντα με την Κύπρο, πλην όμως, λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων που αυτός αντιμετωπίζει, αυτοί ορθά δεν κρίθηκαν ικανοί για να καταστήσουν αδύνατο τον κίνδυνο φυγοδικίας. Υπενθυμίζεται ότι η προβλεπόμενη ποινή για το αδίκημα της απόπειρας φόνου είναι ποινή φυλάκισης δια βίου. Σύμφωνα με τα νομολογηθέντα (βλέπε υπόθεση Falyoun v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 103/2022, ημερομηνίας 31.05.2022, ECLI:CY:AD:2022:B219) όσο πιο σοβαρό είναι το αδίκημα που αντιμετωπίζει κάποιος κατηγορούμενος τόσο πιο μεγάλο είναι το κίνητρο να φυγοδικήσει. Εφ’ όσον το αδίκημα της απόπειρας φόνου που αντιμετωπίζει ο εφεσείοντας, μεταξύ και άλλων σοβαρών αδικημάτων, τιμωρείται με την μεγαλύτερη προβλεπόμενη ποινή, ήτοι φυλάκιση δια βίου, οι πιθανότητες φυγοδικίας βρίσκονται στο απόγειο τους.  Συνεπώς, εκτός και αν συντρέχουν προϋποθέσεις που καθιστούν εξ αντικειμένου αδύνατη τη φυγοδικία, η διαταγή κράτησης είναι δικαιολογημένη.  Ως αναφέρθηκε στην υπόθεση Χαμντ v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 165/2021, ημερομηνίας 27.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:B485  «Η σημασία, βεβαίως, της ύπαρξης δεσμών με τη χώρα στην οποία διώκεται ένας Κατηγορούμενος έγκειται στο ότι μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά στο ενδεχόμενο διαφυγής του Κατηγορουμένου στο εξωτερικό για να μην εμφανιστεί στη δίκη. Οι δεσμοί αυτοί από μόνοι τους δεν επενεργούν, ωστόσο, ως ασπίδα για τον Κατηγορούμενο ώστε να υπερφαλαγγιστεί η σοβαρότητα του αδικήματος στο οποίο εμπλέκεται.».  Ορθά, κρίθηκε, θεωρούμε, ότι οι δεσμοί του εφεσείοντα δεν είναι ιδιάζοντες ή εξαιρετικά αποτρεπτικοί.  Δεν θεωρούμε, συνεπώς, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική ευχέρεια.

 

Όσον αφορά δε στο πρόβλημα υγείας του εφεσείοντα, συμφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η κατάσταση της υγείας του δεν είναι τέτοιας ιδιάζουσας μορφής και σοβαρότητας που η διαταγή κράτησης θα προκαλέσει ταλαιπωρία ασυνήθιστου βαθμού ή θα επιδεινώσει την κατάσταση της υγείας του, δεδομένης και της νομολογίας του ΕΔΑΔ ότι αναμένεται από τα κράτη όπως εξασφαλίζουν στους κρατούμενους τον σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια τους, περιλαμβανομένης της μεταφοράς τους είτε σε νοσοκομείο είτε ιδιωτική κλινική, αν το απαιτούν οι περιστάσεις. Όπως ήδη αναφέρεται στο σχετικό απόσπασμα, από την υπόθεση Κώστα ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, «Δεν έχει, όμως αναγνωριστεί γενική υποχρέωση αποφυλάκισης, ακόμα και αν ο φυλακισμένος πάσχει από μια ιδιαίτερα δύσκολη πάθηση ως προς την αντιμετώπιση της». Παράλληλα προκύπτει, μέσα από τα σχετικά νομολογηθέντα, ότι δεν υφίσταται κανόνας ο οποίος υπαγορεύει πως όταν κάποια θεραπεία δεν δύναται να παρασχεθεί εντός των φυλακών, τότε δεν διατάσσεται κράτηση, δεδομένου ότι υπάρχει η δυνατότητα να αντιμετωπιστεί οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας από τη Διεύθυνση των Κεντρικών Φυλακών κατ’ εφαρμογή των σχετικών Περί Φυλακών Κανονισμών.

 

Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι καμία μαρτυρία τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως απειλείται η ζωή του εφεσείοντα, αν παραμείνει στις κεντρικές φυλακές, αλλά ούτε και πως ο καρκίνος από τον οποίο πάσχει βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο.  Κάτι τέτοιο δεν υποστηρίζεται από τα ιατρικά πιστοποιητικά τα οποία αυτός προσκόμισε.

 

Τονίζεται, εξάλλου, πως, ως προς τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, δεν υπήρξε εισήγηση, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, για παραβίαση του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, το οποίο προνοεί περί της απαγόρευσης σε υποβολή βασανιστηρίων ή σε ποινές ή μεταχείριση απάνθρωπη ή εξευτελιστική στην περίπτωση που θα διατασσόταν η κράτηση του εφεσείοντα και, βέβαια, ούτε ενώπιον μας προωθήθηκε τέτοια εισήγηση. Έχουμε διεξέλθει το περιεχόμενο των ιατρικών πιστοποιητικών - Τεκμήρια 2 και 3 - που προσκόμισε ο εφεσείοντας και δεν θεωρούμε ότι υπαγορεύουν διαφορετικό συμπέρασμα από αυτό στο οποίο προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο. Σημειώνουμε, επίσης, πως η αναφορά του συνηγόρου του εφεσείοντα, κατά το στάδιο των αγορεύσεων, ότι ο εφεσείοντας ζήτησε να εξετασθεί από πνευμονολόγο, στο νοσοκομείο, αφού δεν υπάρχει τέτοια ειδικότητα στις φυλακές, παρ’ ότι δεν υποστηρίχθηκε από μαρτυρία ενώπιον μας, αναμένουμε ότι θα τύχει της ορθής αξιοποίησης από την πλευρά του εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα, ούτως ώστε ο εφεσείοντας να τύχει κάθε ιατρικής εξέτασης, προκειμένου να μην επιβαρυνθεί η κατάσταση της υγείας του η οποία να οφείλεται σε μη έγκαιρη αντιμετώπιση, από τις κεντρικές φυλακές.

 

Συνακόλουθα των πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 1 και 2 κρίνονται αβάσιμοι.

 

Όσον αφορά στον τρίτο λόγο έφεσης, ομοίως, κρίνουμε ότι είναι αβάσιμος και δεν είναι δυνατόν να οδηγήσει σε διαφοροποίηση της εκκαλούμενης απόφασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι «Αναφέρθηκε άλλωστε ότι ο κατηγορούμενος είναι κτηνοτρόφος, εργασία την οποία δεν λέχθηκε ότι σταμάτησε να εκτελεί». Ο συνήγορος του εφεσείοντα πρόβαλε τη θέση ότι τέτοιο συμπέρασμα είναι χωρίς υπόβαθρο, διότι άλλο, τρίτο, πρόσωπο που έδωσε κατάθεση ανέφερε πως ο εφεσείοντας διατηρεί μάντρα αλλά πηγαίνει προσωπικά μόνο μια ή δύο φορές την εβδομάδα. Δεν θεωρούμε ότι είναι δυνατόν να έχει τη σημασία που της αποδίδει ο συνήγορος του εφεσείοντα μια τέτοια κατάθεση, και ως ικανή να οδηγήσει σε διαφοροποίηση της εκκαλούμενης απόφασης, καθ΄ ότι, αφενός το Δικαστήριο δεν ανέφερε ότι ο εφεσείοντας μεταβαίνει καθημερινά στη μάντρα του, αφετέρου, η συνήγορος που εμφανίστηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο για τον εφεσείοντα ανέφερε, κατά την αγόρευση της, ως προκύπτει από τα πρακτικά, ότι ο εφεσείοντας «είναι κτηνοτρόφος και διατηρεί φάρμα αιγοπροβάτων …». Δεν διαπιστώνουμε να ανέφερε κάτι ουσιωδώς διαφορετικό το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Ενόψει όλων των προλεγόμενων και εφ΄ όσον ουδείς λόγος έφεσης κρίθηκε βάσιμος, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η πρωτόδικη, εκκαλούμενη, απόφαση επικυρώνεται.

 

 

                                                                               Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

                                                                               Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 

                                                                               Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο