
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 210/2025)
13 Αυγούστου, 2025
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΕΛΕΝΟΣ ΙΟΡΔΑΝΟΥΣ,
Εφεσείοντας,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητη.
____________________
Β. Ακάμας για Βίκτωρ Φ. Ακάμας Δ.Ε.Π.Ε, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Κωνσταντίνου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Ο εφεσείοντας, ως κατηγορούμενος 1, μαζί με ακόμη ένα πρόσωπο, κατηγορούμενο 2, αντιμετωπίζει κατηγορητήριο με δεκατέσσερις (14) κατηγορίες αναφορικά με αδικήματα συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια, αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, προμήθειας ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, συμμετοχής και αποδοχής διάπραξης εγκλημάτων εγκληματικής οργάνωσης και παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία. Σημειώνεται πως δεν αφορούν και οι δεκατέσσερις κατηγορίες τον δεύτερο κατηγορούμενο.
Στις 30.7.2025 διατάχθηκε η κράτηση του εφεσείοντα, από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, - στο εξής το πρωτόδικο Δικαστήριο -, μέχρι τις 25.09.2025 οπότε η υπόθεση ορίστηκε προκειμένου αυτός να απαντήσει στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει. Η κράτηση του εφεσείοντα οφείλεται στην αποδοχή σχετικού αιτήματος της κατηγορούσας αρχής, παρά την ένσταση που προβλήθηκε εκ μέρους του συνηγόρου του εφεσείοντα.
Ο λόγος για τον οποίο διατάχθηκε η κράτηση του εφεσείοντα αφορά στον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων. Οι άλλοι δύο προταθέντες λόγοι, κίνδυνος φυγοδικίας και κίνδυνος διάπραξης νέων αδικημάτων, δεν κρίθηκαν βάσιμοι από το πρωτόδικο Δικαστήριο και απορρίφθηκαν. Πραγματικό υπόβαθρο το οποίο τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων αποτέλεσε η μαρτυρία που η κατηγορούσα αρχή έθεσε, κατά την ακρόαση του αιτήματος της, και δη ότι ο εφεσείοντας μεταξύ της 21.02.2025 και 07.07.2025 απείλησε τον Αχχχχχ Πχχχχχχχχχχχχ να αλλάξει την κατάθεση που είχε δώσει αναφορικά με συγκεκριμένη ποινική υπόθεση, η οποία ήταν ορισμένη ενώπιον Δικαστηρίου. Η κατηγορία 11 επί του κατηγορητηρίου της παρούσας υπόθεσης, εναντίον του εφεσείοντα, για παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία, είναι σχετική. Επίσης, ότι την 17.07.2025 απείλησε γυναίκα αστυφύλακα, η οποία ήταν ανακρίτρια της παρούσας υπόθεσης, στην οποία ο εφεσείοντας ήταν ύποπτος, ότι «αν τον μπλέξει στην υπόθεση θα έχει πρόβλημα» εξ ου και η κατηγορία 14 εναντίον του στην παρούσα υπόθεση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρέθεσε τις θέσεις των δύο πλευρών και παρέπεμψε σε σχετική επί του θέματος νομολογία (βλ. υποθέσεις Κ.Κ. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 114/2023, ημερομηνίας 22.06.2023, ECLI:CY:AD:2023:B223, Ζορπάς v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 103/2024, ημερομηνίας 03.06.2024, Chamount v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 178/2024, ημερομηνίας 10.09.2024 και Αντωνίου v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 244/2024, ημερομηνίας 23.12.2024), οδηγήθηκε στην κατάληξη της κράτησης του εφεσείοντα, κρίνοντας ως ακολούθως:
«Σύμφωνα με το μαρτυρικό υλικό, ο Αχχχχχ Πχχχχχχχχχχχχ ανέφερε ότι δέχτηκε απειλές από τον Κατηγορούμενο 1 με σκοπό να τον εξαναγκάσουν να αλλάξει την κατάθεσή του. Αυτό έγινε με διάφορους τρόπους και σε διαφορετικές περιπτώσεις, όπως αναλυτικά καταγράφεται στην κατάθεσή του ημερ. 7/7/2025 (βλ. Κ. 130Α)». Παρατηρείται δε, ότι πράγματι ο εν λόγω μάρτυρας έδωσε νέα κατάθεση στις 25/7/2025, με την οποία ανακάλεσε τα όσα ανέφερε προηγουμένως (βλ. Κ. 130). Έδωσε και ένορκη δήλωση, την οποία κατέθεσε ο συνήγορος υπεράσπισης ενώπιον του Δικαστηρίου (Έγγραφο Γ΄), με την οποία αναφέρει ότι δεν υιοθετεί τα όσα ανέφερε εναντίον του Κατηγορούμενου 1 και πως δεν προτίθεται να δώσει μαρτυρία εναντίον του. Όπως έχει ήδη προαναφερθεί, με τη μαρτυρία της η Αστυφύλακας Σχχχχχ Μχχχχχχ (Κ. 7), ισχυρίστηκε ότι στις 17/7/20255 έχει δεχτεί και η ίδια απειλή μέσω τηλεφώνου από τον Κατηγορούμενο 1, τον οποίο αναγνώρισε αφού είχε μιλήσει ξανά προηγουμένως μαζί του στα πλαίσια διερεύνησης υπόθεσης εναντίον του. Προκύπτει δε, ότι η απειλή της Σχχχχχ Μχχχχχχχ, επήλθε μια ημέρα αφότου ο Κατηγορούμενος 1 είχε ανακόψει το όχημα στο οποίο επέβαιναν οι Αχχχχχ Πχχχχχχχχχχχχ και Αχχχχχχ Χχχχχχχχχχχ, και αποσπάσει τον αριθμό κινητού τηλεφώνου της Σχχχχχ Μχχχχχχχ από το κινητό του Πχχχχχχχχχχχχ. Μάλιστα, ο Κατηγορούμενος 1 φέρεται να τους είχε αναφέρει ότι θα της τηλεφωνούσε, χρησιμοποιώντας άλλη κάρτα τηλεφώνου και θα την κανόνιζε. Αυτά, σύμφωνα με την ίδια κατάθεση της Σχχχχχ Μχχχχχχχ, τα ανέφερε μέσω τηλεφώνου σε συνάδελφό της στις 16/7/2025 ο Αχχχχχ Πχχχχχχχχχχχχ. Υπενθυμίζεται πως, όπως αναφέρεται ανωτέρω, η αναγνώριση προσώπου μέσω της φωνής του δεν αποκλείεται από τη νομολογία (βλ. Faraq Ahmet Ali Asem ανωτέρω).
Χωρίς οποιανδήποτε κατάληξη σε τελικά συμπεράσματα, και έχοντας λάβει υπόψη τις θέσεις που προβλήθηκαν από την πλευρά της υπεράσπισης, κρίνοντας το μαρτυρικό υλικό αντικειμενικά, μετά από σφαιρική προσέγγιση των παραμέτρων και στοιχείων της υπόθεσης και εκτίμηση της συνολικής αντικειμενικής εικόνας που αναδύεται από αυτά, καταλήγω ότι ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων είναι υπαρκτός σε περίπτωση που ο Κατηγορούμενος 1 αφεθεί ελεύθερος.»
Με δύο λόγους έφεσης ο εφεσείοντας επιδιώκει την ανατροπή της πιο πάνω, εκκαλούμενης πλέον, απόφασης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης θεωρεί ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα και με ανεπαρκή αιτιολογία διέταξε την κράτηση του, ως αποτέλεσμα λανθασμένης εκτίμησης του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον του σε σχέση με τις κατηγορίες 11 και 14, που αφορούν στο αδίκημα της παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται η θέση ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα και με ανεπαρκή αιτιολογία διέταξε την κράτηση του εφεσείοντα, ως αποτέλεσμα λανθασμένης εφαρμογής των αρχών της σχετικής νομολογίας και πλημμελούς αξιολόγησης των ενώπιον του δεδομένων.
Τόσο ο συνήγορος του εφεσείοντα όσο και η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα που εμφανίζεται για την εφεσίβλητη, κατά το στάδιο της ακρόασης ενώπιον μας, ανέπτυξαν με ενάργεια και επάρκεια τις θέσεις και τα επιχειρήματα τους. Τα διατηρούμε κατά νου και θα τα αξιολογήσουμε στη συνέχεια, η δε επανάληψη τους δεν θα προσέφερε όφελος σ’ αυτό το στάδιο.
Έχουμε διεξέλθει με κάθε δυνατή προσοχή καθετί που προώθησαν ενώπιον μας οι δύο πλευρές. Ό,τι είναι χρήσιμο να επισημάνουμε είναι πως οι αιτιάσεις του εφεσείοντα, αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, επικεντρώνονται στο ότι σε κανένα σημείο ο Πχχχχχχχχχχχχ αναφέρει πως ο εφεσείοντας τον πήρε τηλέφωνο και τον απείλησε ή τον επηρέασε με οποιονδήποτε τρόπο, αλλά ούτε και πως ο εφεσείοντας τον απείλησε κατ’ ιδίαν, καθώς, επίσης, υποδεικνύονται ενέργειες, που η Αστυνομία, ως είναι ο ισχυρισμός, δεν προέβη προκειμένου να διασταυρώσει κατά πόσο αληθεύουν οι διάφοροι ισχυρισμοί περί παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία, αλλά και παραλείψεις που υπήρξαν, εκ μέρους της Αστυνομίας, οι οποίες, κατά τον εφεσείοντα, αποδυνάμωσαν τη θέση της.
Οι δύο λόγοι έφεσης είναι μεταξύ τους συναφείς, ως εκ τούτου θα τους συνεξετάσουμε.
Έχουμε προστρέξει στο σχετικό μαρτυρικό υλικό, στο οποίο στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά και στο περιεχόμενο των αιτιάσεων και επιχειρημάτων που η πλευρά του εφεσείοντα προώθησε ενώπιον μας. Δεν συμμεριζόμαστε τη θέση του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον του. Ξεκάθαρα στην πρώτη κατάθεση ο Πχχχχχχχχχχχχ εμπλέκει τον εφεσείοντα σε απειλές σε βάρος του προκειμένου να αλλάξει το περιεχόμενο της κατάθεσης του. Το αποτέλεσμα αυτό επήλθε, αντικειμενικά ιδωμένων των προηγηθεισών απειλών. Δεν ήταν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου να καταλήξει με βεβαιότητα ότι η τελευταία κατάθεση του Πχχχχχχχχχχχχ ήταν στη βάση των όσων αυτός δήλωσε ως αιτία που αποσυνέδεσε τον εφεσείοντα από την αρχική εμπλοκή στην οποία τον ενέπλεκε. Το περιεχόμενο και των δύο καταθέσεων αναμένεται να αποτελέσει αντικείμενο αξιολόγησης κατά τη δίκη, τηρουμένων των διαδικασιών ακρόασης με εξέταση, αντεξέταση και τυχόν επανεξέταση, σε συνυφασμό με όλη την υπόλοιπη μαρτυρία που θα προσαχθεί. Ταυτόχρονα, οφείλουμε να σημειώσουμε πως το μαρτυρικό υλικό στο οποίο στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν τέτοιας ποιότητας που να δικαιολογούσε συμπέρασμα ότι δεν θα ήταν ικανό, κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις, να κριθεί αξιόπιστο. Συνεπώς, εφ’ όσον επρόκειτο για περιεχόμενο κατάθεσης, που εκ πρώτης όψεως, και πάντοτε αντικειμενικά ιδωμένο, παρείχε τα χαρακτηριστικά κατάθεσης που μπορούσε να γίνει αποδεκτή, ως αξιόπιστη, έστω μέρος αυτής, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά την συνυπολόγισε και την αξιολόγησε, προς την απόδειξη υπαρκτού κινδύνου για επηρεασμό μαρτύρων. Η αναίρεση κατάθεσης μάρτυρος αποτελεί στοιχείο το οποίο, σύμφωνα με τη νομολογία, αφ’ εαυτού καταδεικνύει την ύπαρξη κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων (βλ. Φανιέρος v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 472).
Επιπρόσθετα, και ανεξάρτητα, υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου και η κατάθεση της γυναίκας αστυφύλακος η οποία αναγνώρισε, ως αναφέρει, τη φωνή του εφεσείοντα που την απείλησε. Αναγνώρισε τη φωνή του λόγω προηγούμενης τηλεφωνικής συνομιλίας που είχαν. Δεν ήταν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ενδιατρίψει περαιτέρω επί του θέματος της αναγνώρισης της φωνής του εφεσείοντα. Αυτό είναι έργο του εκδικάσαντος, την ουσία της υπόθεσης, Δικαστηρίου κατά τη δίκη.
Περαιτέρω, τα όποια κενά στις έρευνες ή στη διερεύνηση εκ μέρους της Αστυνομίας, επίσης, θεωρούμε ότι δεν θα μπορούσαν να αξιολογηθούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, σ’ αυτό το πρόωρο στάδιο, ως στοιχεία που δημιουργούσαν ασάφεια στην καταγγελία του Πχχχχχχχχχχχχ ή της γυναίκας αστυφύλακος. Ως προς το θέμα αυτό, ο συνήγορος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης προσομοιάζουν με τα γεγονότα της υπόθεσης Γ.Φ. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 265/2022, ημερομηνίας 21.12.2022, ECLI:CY:AD:2022:B491, την οποία επικαλέστηκε, καλώντας το Εφετείο να διατάξει την απόλυση του εφεσείοντα. Έχουμε διεξέλθει την εν λόγω αυθεντία, πλην όμως δεν συμφωνούμε με την εισήγηση. Στην εν λόγω υπόθεση όντως κρίθηκε ότι η καταγγελία της παραπονούμενης για απειλή της προκειμένου να αλλάξει την κατάθεση της, (σε υπόθεση σεξουαλικών αδικημάτων), από ανώνυμο πρόσωπο μέσω τηλεφώνου, ήταν ασαφής και έχρηζε διερεύνησης, καθ’ ότι το τηλεφώνημα προερχόταν από άγνωστη κοπέλα, η οποία της ανέφερε πως ήταν η κοπέλα του (εκεί) εφεσείοντα, και της είπε πως αν δεν απέσυρε την καταγγελία εναντίον του θα τα έλεγαν «με άλλο τρόπο». Η παραπονούμενη είχε δηλώσει στην Αστυνομία ότι δεν γνώριζε κάποια κοπέλα με το όνομα που της συστήθηκε η κοπέλα που της τηλεφώνησε. Ούτε κατάφερε να εντοπίσει τέτοιο όνομα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά ούτε και γνώριζε αν ο εκεί εφεσείοντας είχε κοπέλα με το συγκεκριμένο όνομα. Το Ανώτατο Δικαστήριο (υπό την εφετειακή του αρμοδιότητα) έκρινε ότι, υπό τα δεδομένα που η Αστυνομία είχε ενώπιον της όφειλε να ενεργήσει, εντός του χρόνου των 15 ημερών που είχε διαρρεύσει μέχρι την υποβολή αιτήματος κράτησης του εκεί εφεσείοντα, προς διερεύνηση της καταγγελίας της παραπονούμενης, προκειμένου να εντοπισθεί το άγνωστο πρόσωπο, καθώς και αν αυτό συνδεόταν με οποιοδήποτε τρόπο με τον εφεσείοντα. Το γεγονός της μη διερεύνησης κρίθηκε πως αποτελούσε κενό στη μαρτυρία, οπότε θεωρήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εκτίμησε ορθά τη μαρτυρία και κατέληξε, λανθασμένα, υπό περιστάσεις πλήρους ασάφειας της καταγγελίας της παραπονούμενης, στην κράτηση.
Στην παρούσα, ωστόσο, υπόθεση, παρ’ ότι η Αστυνομία θα ήταν ορθό να διερευνούσε περαιτέρω τα λεγόμενα της γυναίκας αστυφύλακος, η οποία αναφέρθηκε σε τρίτα πρόσωπα που κατονόμασε, ως έχοντα γνώση για τις απειλές εναντίον της, δεν κρίνουμε ότι ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τέθηκαν γεγονότα τα οποία αντανακλούσαν σε ασαφή καταγγελία, αναφορικά με την προσπάθεια επηρεασμού της. Η ίδια τοποθέτηση μας ισχύει και για την περίπτωση του Πχχχχχχχχχχχχ. Ακόμη και να λαμβάνονταν καταθέσεις από τα αναφερόμενα τρίτα πρόσωπα και αυτά να διέψευδαν τον Πχχχχχχχχχχχχ ή τη γυναίκα αστυφύλακα, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε, στο στάδιο που αποφάσιζε την κράτηση του εφεσείοντα, να μην παραγνωρίσει το πολύ σαφές περιεχόμενο των δύο καταθέσεων (Πχχχχχχχχχχχχ και γυναίκας αστυφύλακoς).
Είναι δε καθοριστικά σημαντικό ότι στην περίπτωση του Πχχχχχχχχχχχχ, αυτός ανέτρεψε το περιεχόμενο της κατάθεσης του στην πορεία, ενώ στην περίπτωση της γυναίκας αστυφύλακος αυτή μετακινήθηκε από ανακρίτρια της υπόθεσης. Εισηγήθηκε ο συνήγορος του εφεσείοντα ότι μέσα από τα μηνύματα, που η αστυφύλακας απέστειλε στον αριθμό τηλεφώνου που δέχθηκε το απειλητικό τηλεφώνημα, δεν αποδεικνύεται ότι αυτή φοβήθηκε από το τηλεφώνημα, στο οποίο, εν πάση περιπτώσει, δεν της δηλώθηκε από το πρόσωπο που της τηλεφώνησε ότι ήταν ο εφεσείοντας. Έχουμε αξιολογήσει τις θέσεις και τα σχετικά επιχειρήματα που προωθήθηκαν ενώπιον μας. Δεν θεωρούμε ότι αυτά έχουν, υπό τις δεδομένες περιστάσεις και στοιχεία του μαρτυρικού υλικού που βρίσκονται ενώπιον μας, τη δυναμική που τους αποδίδει η πλευρά του εφεσείοντα. Το ότι η αστυφύλακας απέστειλε μήνυμα στον αριθμό τηλεφώνου το οποίο χρησιμοποιήθηκε για να απειληθεί, εκφράζοντας στον εφεσείοντα τη θέση ότι δεν φοβάται τις απειλές του, δεν θεωρούμε ότι αλλάζει τις όποιες πιθανότητες να ενεργήσει ο εφεσείοντας προς επηρεασμό μαρτύρων, ούτε και τους δικαιολογημένους φόβους της Αστυνομίας για τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του μαρτυρικό υλικό για παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία προερχόμενο από καταθέσεις με πολύ συγκεκριμένο περιεχόμενο, με λεπτομέρειες τέτοιες αναφορικά με το πρόσωπο του εφεσείοντα, που όφειλε να μην τις αγνοήσει. Υπήρξε αφήγηση ξεχωριστών συμβάντων, περιλαμβανομένων ξυλοδαρμού του Πχχχχχχχχχχχ και ενός φίλου του από τον εφεσείοντα και άλλο πρόσωπο, καθώς επίσης, και εμπρησμού ενός οχήματος που ανήκει σε γειτόνισσα του Πχχχχχχχχχχχχ, το οποίο ήταν σταθμευμένο πλησίον της οικίας του, και το οποίο είναι ακριβώς ίδιας μάρκας με το όχημα που αυτός χρησιμοποιούσε, μετά που του το παραχώρησε η αδελφή του, συνδέοντας, στην κατάθεση του, τον εν λόγω εμπρησμό με τον εφεσείοντα.
Περαιτέρω, σημειώνουμε πως, έστω ότι η μαρτυρία Πχχχχχχχχχχχ δεν κάνει λόγο για απευθείας απειλή εναντίον του από τον εφεσείοντα, οι έμμεσες απειλές, μέσω άλλου προσώπου, και οι αναφορές στο πρόσωπο του ήταν τέτοιες που ορθά κρίθηκαν, σε συνυφασμό με την ανάκληση της αρχικής του κατάθεσης, ότι αποτελούσαν υπαρκτό κίνδυνο για επηρεασμό μαρτύρων, σε περίπτωση που δεν διατασσόταν η κράτηση του εφεσείοντα. Άλλωστε, στην κατάθεση του ο Πχχχχχχχχχχχ αναφέρθηκε και σε περιστατικό όπου ο εφεσείοντας τηλεφώνησε σε άλλο πρόσωπο και το απειλούσε εκφράζοντας απειλές και για τον Πχχχχχχχχχχχχ, τις οποίες ο τελευταίος, ενώ βρίσκονταν σε αυτοκίνητο με το άλλο πρόσωπο άκουσε, καθ’ ότι το τηλέφωνο ήταν σε ανοικτή ακρόαση.
Φρονούμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο στάθμισε προσεκτικά όλα τα ενώπιον του στοιχεία και καθοδηγήθηκε από τις ορθές αρχές της νομολογίας. Δεν παραγνώρισε δε οποιοδήποτε ουσιαστικό παράγοντα. Αναφέρθηκε σε όλα τα ουσιώδη στοιχεία της υπόθεσης και νομιμοποιείτο να καταλήξει στην κράτηση του εφεσείοντα.
Υπό τα πιο πάνω δεδομένα, κρίνουμε ορθή την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο με ορθή αξιολόγηση κατέληξε και σε ορθό συμπέρασμα. Κρίνουμε, ως εκ τούτου, αβάσιμους και τους δύο λόγους έφεσης.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η εκκαλούμενη απόφαση επικυρώνεται.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο