ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 120/2022)
29 Σεπτεμβρίου 2025
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ
Εφεσείων
v.
ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΥΛΙΔΗ
Εφεσιβλήτου
------------------------------------------------
Β. Ι. Χατζηχάννας, για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσείοντα.
Καμμιά Εμφάνιση για Εφεσίβλητο
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η εταιρεία Elianthos Holdings Ltd και ο Εφεσίβλητος διευθυντής της, πρωτοδίκως Κατηγορούμενοι 1 και 2 αντίστοιχα, αντιμετώπισαν στο Ε.Δ. Λευκωσίας σειρά κατηγοριών για κατ’ ισχυρισμόν αδικήματα κατά παράβαση άρθρων του περί Αποβλήτων Ν.185(Ι)/11. Κατηγορούντο, η μεν εταιρεία ως η αυτουργός για: (α) Διαχείριση αποβλήτων ελαστικών κατά τρόπο που θέτει σε κίνδυνο την ανθρώπινη ζωή (Κατηγορία 1) και για (β) Παράβαση των όρων της άδειας διαχείρισης αποβλήτων για επεξεργασία ελαστικών (Κατηγορίες 3, 5, 7, 9, 11, 13 και 15) και ο Εφεσίβλητος ως συνεργός, για αντίστοιχα αδικήματα (Κατηγορίες 2, 4, 6, 8, 10, 12, 14 και 16).
Εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής μαρτυρία στην υπόθεση έδωσαν η κα Π. Τσέντα, επιθεωρήτρια στο Τμήμα Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας (Μ.Κ.1), ο κ. Π. Χάρπας, υγειονομικός λειτουργός του Δήμου Ιδαλίου (Μ.Κ.2), ο Υπ/μος Σ. Σιακίδης, της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και η κα Χ. Νησιώτου, λειτουργός περιβάλλοντος στο Τμήμα Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας (Μ.Κ.4). Από πλευράς κατηγορουμένων, μετά την κλήση τους σε απολογία, κατέθεσε ενόρκως ο Εφεσίβλητος και δεν κλήθηκε άλλος μάρτυρας.
Αξιολογώντας τη μαρτυρία ο πρωτόδικος Δικαστής, κατ’ αρχάς επεσήμανε ως μη αμφισβητηθέντα: (α) Το ότι το Υπουργείο Γεωργίας στις 30.1.14 είχε παραχωρήσει στην εταιρεία την Άδεια Διαχείρισης Αποβλήτων υπ’ αρ. 129/13 (εφεξής «η άδεια») και (β) Το ότι ο Εφεσίβλητος είναι διευθυντής της εταιρείας.
Περαιτέρω, εν σχέσει με τη Μ.Κ.1, ανέφερε πως αυτή είχε άμεση εμπλοκή, ένεκα της οποίας ήταν σε καλή θέση να θυμάται όσα διαπίστωσε αλλά η μαρτυρία της μπορούσε να είναι επιβοηθητική μόνο για την περίοδο από την πρώτη επιθεώρηση που διενήργησε στις εταιρικές εγκαταστάσεις, ήτοι από τις 12.6.15 μέχρι την καταχώριση της υπόθεσης, στις 29.6.16. Παράλληλα επειδή η Μ.Κ.1 είχε παραδεχθεί πως κατά τις επιθεωρήσεις δεν γινόταν ακριβής καταμέτρηση των ελαστικών, ο πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι ο ισχυρισμός της πως οι ποσότητες των ελαστικών υπερέβαιναν αυτές για τις οποίες εκδόθηκε η άδεια, «στερείται θετικότητας» και ότι «δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός για να αποδείξει με ακρίβεια» τις εν λόγω ποσότητες. Ο δε ισχυρισμός της ότι ο Εφεσίβλητος, στην παρουσία της, παραδέχθηκε πως οι ποσότητες υπερέβαιναν αυτές για τις οποίες εκδόθηκε η άδεια, «στερείται ακρίβειας και δεν μπορεί να αποδείξει ότι υπήρξε παράβαση των ποσοτήτων». Ούτε και ο ισχυρισμός της Μ.Κ.1 ότι η εταιρεία διεξήγε τις εργασίες της εκτός των ορίων της εγκατάστασης της έγινε δεκτός. Κρίθηκε πως και αυτός «στερείται θετικότητας» αφού η Μ.Κ.1 δεν έδωσε σαφή μαρτυρία για τα όρια της εν λόγω εγκατάστασης (και δη για τα όρια του τεμαχίου 793).
Ο Μ.Κ.2 δεν έγινε αποδεκτός διότι η μαρτυρία του αφορούσε σε χρονική περίοδο άλλη από την επίδικη ενώ και η μαρτυρία του Μ.Κ.3 δεν μπορούσε να είναι επιβοηθητική διότι κλήθηκε για να αποδείξει τις Κατηγορίες 1 και 2 οι οποίες στηρίζονται στο Άρθρο 10 του Ν.185(Ι)/11, η παράβαση του οποίου δεν αποτελούσε ποινικό αδίκημα κατά τον επίδικο χρόνο. Σε σχέση με τη Μ.Κ.4 και τους δικούς της ισχυρισμούς ότι η ποσότητα των ελαστικών υπερέβαινε τις ποσότητες για τις οποίες εκδόθηκε η άδεια, ο πρωτόδικος Δικαστής έκρινε επίσης πως «στερούνται θετικότητας» αφού αντεξεταζόμενη είπε ότι δεν γνώριζε την ακριβή ποσότητα στις 31.10.14 και ότι η μόνη καταγραφή ποσοτήτων έγινε περίπου δύο έτη μετά την καταχώριση του κατηγορητηρίου.
Ο Εφεσίβλητος δεν είχε αντεξεταστεί και η μαρτυρία του έγινε αποδεκτή πλην της θέσης του ότι οι ετήσιες εκθέσεις «παραδίδονταν και ή αποστέλλονταν στον Υπουργό».
Με βάση την αξιολόγηση στην οποία προέβη, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι σύμφωνα με τους όρους της άδειας: (α) Οι εγκαταστάσεις της εταιρείας θα ήταν στο τεμάχιο 793 στο Δάλι, (β) Τα απόβλητα για τα οποία εκδόθηκε η άδεια ήταν ελαστικά στο τέλος του κύκλου της ζωής τους ενώ η διεργασία που θα γινόταν θα ήταν η προσωρινή αποθήκευση, ο τεμαχισμός και η κοκκοποίηση των ελαστικών, (γ) Η επεξεργασία θα γινόταν μόνο στις ως άνω εγκαταστάσεις, (δ) Ο χώρος προσωρινής αποθήκευσης θα είχε δυναμικότητα 60 τόνων, (ε) Η εγκατάσταση δεν έπρεπε να υπερβαίνει τη δυναμικότητα αυτή, (στ) Οι δραστηριότητες δεν έπρεπε να επεκτείνονται πέραν των ορίων της εγκατάστασης, (ζ) Ο χώρος έπρεπε να διαθέτει περίφραξη, (η) Στον χώρο έπρεπε να υπάρχει ζυγιστικό μηχάνημα, (θ) Η φύλαξη των ελαστικών έπρεπε να γίνεται σε σχήμα κόλουρης πυραμίδας, (ι) Έπρεπε να τηρείται χρονολογικό μητρώο των αποβλήτων, (ια) Πληροφορίες σχετικά με τις εργασίες κάθε έτους έπρεπε να διαβιβάζονται στον Διευθυντή Τμήματος Περιβάλλοντος.
Ο πρωτόδικος Δικαστής, στη βάση των ευρημάτων του, έκρινε ότι είχαν αποδειχθεί οι Κατηγορίες 9, 10, 13, 14, 15 και 16, αλλά όχι οι Κατηγορίες 1 έως 8 και 11, 12, στις οποίες αθώωσε τους Κατηγορούμενους με το εξής σκεπτικό:
«Επειδή το άρθρο 49 του επίδικου Νόμου 185(Ι)/2011 ως ίσχυε στις 29.6.2016 κατά την καταχώρηση της παρούσας υπόθεσης δεν προνοούσε ότι η παράβαση των προνοιών του άρθρου 10 ήταν ποινικά κολάσιμη, κρίνω ότι τυγχάνει εφαρμογής η θεμελιώδης αρχή του ποινικού δικαίου η οποία στα λατινικά αποδίδεται με τη φράση «nullum crimen sine lege» και συνεπώς η 1η κατηγορούμενη αθωώνεται στην 1η κατηγορία και ο 2ος κατηγορούμενος στη 2η κατηγορία αφού αυτές αφορούν σε συμπεριφορά η οποία κατά τον επίδικο χρόνο δεν αποτελούσε ποινικό αδίκημα.
Σε σχέση με τις κατηγορίες 3 και 4 κρίνω ότι δεν έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι κατά τον χρόνο που αναφέρεται σε αυτές οι ποσότητες ελαστικών υπερέβαιναν αυτές για τις οποίες είχε παραχωρηθεί σχετική άδεια στην 1η κατηγορούμενη ούτε ότι τα ελαστικά που υπήρχαν επί τόπου ήταν τοποθετημένα στο τεμάχιο 793. Κρίνω επίσης ότι λόγω του μεγάλου χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε από τον επίδικο χρόνο μέχρι και τον Οκτώβριο του 2018 που ολοκληρώθηκε η μεταφορά των επίδικων ελαστικών και για πρώτη φορά καταμετρήθηκε με ακρίβεια η ποσότητά τους είναι επισφαλές να κριθεί ότι η ίδια ποσότητα βρισκόταν στον επίδικο χώρο και κατά τον επίδικο χρόνο.
Σε σχέση με τις κατηγορίες 5 και 6 ομοίως κρίνω ότι δεν έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι κατά τον χρόνο που αναφέρεται σε αυτές η 1η κατηγορούμενη είχε παραβεί τον όρο της άδειας που της παραχωρήθηκε σύμφωνα με τον οποίο απαγορευόταν οι δραστηριότητές της να επεκταθούν πέραν των ορίων του τεμαχίου [793] αφού ουδέποτε αυτά τα όρια αποδείχθηκαν ούτε και συσχετίσθηκαν με οποιαδήποτε από τις πολλές φωτογραφίες που κατατέθηκαν ως τεκμήρια.
Σε σχέση με τις κατηγορίες 7 και 8 ομοίως κρίνω ότι δεν έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι κατά τον χρόνο που αναφέρεται σε αυτές η 1η κατηγορούμενη είχε παραβεί τον όρο της άδειας που της παραχωρήθηκε ήτοι να εγκαταστήσει περίφραξη επειδή ουδέποτε αυτά τα όρια αποδείχθηκαν ούτε και συσχετίσθηκαν με οποιαδήποτε από τις πολλές φωτογραφίες που κατατέθηκαν ως τεκμήρια.
……………………………………………………………………………………….
Σε σχέση με τις κατηγορίες 11 και 12 κρίνω ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι οι ποσότητες ελαστικών που φαίνονται στις φωτογραφίες που επισυνάφθηκαν στις επιθεωρήσεις που κατατέθηκαν ως τεκμήρια και οι οποίες πράγματι δείχνουν ότι τα ελαστικά δεν ήταν τοποθετημένα σε σχήμα κόλουρης πυραμίδας τοποθετήθηκαν στον χώρο της επίδικης εγκατάστασης της 1ης κατηγορούμενης. Συνακόλουθα οι κατηγορούμενοι αθωώνονται σε αυτές».
(έμφαση δοθείσα)
Με την έφεση του, ως αρχικώς είχε καταχωριστεί, ο Γενικός Εισαγγελέας με πέντε λόγους έφεσης προσέβαλε την αθώωση και των δύο κατηγορουμένων στις Κατηγορίες 3 έως 8 και 11, 12 ενώ με τον έκτο λόγο προσέβαλε και τις χρηματικές ποινές ύψους €2.000 σε κάθε μια από τις Κατηγορίες 9, 10, 13, 14, 15 και 16 ως έκδηλα ανεπαρκείς. Στην πορεία απέσυρε την έφεση εναντίον της εταιρείας, λόγω της διαγραφής της από το μητρώο εταιρειών. Συνεπώς η έφεση προωθήθηκε στη βάση των ίδιων λόγων έφεσης μόνο για τον Εφεσίβλητο διευθυντή και δη για την αθώωση του στις Κατηγορίες 4, 6, 8 και 12.
Λόγοι Έφεσης κατά Αθώωσης
Με τους πέντε λόγους έφεσης κατά της αθώωσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο: (1) Αγνόησε ότι υπήρξε απόδειξη όσον αφορά τις ποσότητες ελαστικών, (2) Αγνόησε ότι η άδεια διαχείρισης δεν προβλέπει απόδειξη των ποσοτήτων με ακρίβεια, (3) Απέκλεισε πλημμελώς την απόδειξη ότι η εταιρεία διεξήγαγε τις εργασίες της εκτός ορίων της εγκατάστασής της, (4) Αγνόησε ότι υπήρχε απόδειξη για τη μη ύπαρξη περίφραξης, (5) Αγνόησε την απόδειξη ότι τα ελαστικά δεν ήταν τοποθετημένα σε σχήμα κόλουρης πυραμίδας.
Παρότι δεν έχει εγερθεί από οποιονδήποτε κάποιο σχετικό ζήτημα, εντούτοις έχοντας υπ’ όψιν ότι το Άρθρο 137 της Ποινικής Δικονομίας είναι δικαιοδοτικό, θα πρέπει να πούμε ότι σε σχέση με αθωωτικές αποφάσεις, όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151 είναι πρόδηλο από το κείμενο του Άρθρου 137(1)(α) της Ποινικής Δικονομίας, κρινόμενο στην ολότητά του, ότι το δικαίωμα υποβολής έφεσης από τον Γενικό Εισαγγελέα, περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Είχαμε την ευκαιρία να αναφερθούμε εκτεταμένα στο θέμα στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Παπανικόλα, Ποιν. Έφ. 214/21, ημερ. 20.12.23 και πιο μετά στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριακίδη κ.ά., Ποιν. Έφ. 256/22, ημερ. 27.2.25, με αναφορά σε παλαιότερη καθοδηγητική νομολογία. Αρκούμαστε εδώ στην παράθεση από την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου κ.ά. (2010) 2 Α.Α.Δ. 94, του ακόλουθου αποσπάσματος:
«Κατά την εξέταση του θέματος, για να αντλήσουμε τα βασικά από τη νομολογία μας, θα πρέπει να διαγιγνώσκεται και να αποκλείεται η συγκαλυμμένη επιδίωξη της αμφισβήτησης και του παραμερισμού της αξιολόγησης της μαρτυρίας που, βεβαίως, βρίσκεται εκτός της εμβέλειας του άρθρου. Το οποίο, στην ουσία, εισάγει τη δυνατότητα έφεσης επί θεμάτων που ουσιαστικά ενέχουν νομικό σημείο, ώστε η διαπίστωση γεγονότος στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή θέματος σχετικού προς αυτή να αποκλείεται. …………………………………………………… .
Προσεγγίζουμε εδώ τον όρο «νομικό σημείο», όπως ακριβώς τον βρίσκουμε στη νομολογία μας κατά την αναφορά στο Άρθρο 137(1)(α), έχοντας υπόψη και τα εν γένει νομολογηθέντα ως προς το τι μπορεί να περιλαμβάνει αυτός ο όρος. Δεν υπάρχει εξαντλητικός ορισμός αλλά είναι στοιχειώδες πως δεν περιλαμβάνει τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου επί των γεγονότων, εκτός αν, όπως εξηγήθηκε, αυτές προκύπτουν από λανθασμένη καθοδήγηση ως προς το νόμο. Έπεται πως η απόφανση προϋποθέτει δοσμένη κατάσταση πραγμάτων αλλά δεν προϋποθέτει πάντοτε και κάποια ιδιαίτερη νομοθετική διάταξη με ζητούμενο το κατά πόσο αυτά τα γεγονότα καλύπτονται ή όχι από αυτή. Είναι ευρύτερη η έννοια του όρου και περιλαμβάνει, όπως ρητά αναγνωρίστηκε σε σειρά υποθέσεων, την εξαγωγή συμπερασμάτων που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που προσάχθηκε ή ακόμα και άποψη πάνω στα πρωτογενή γεγονότα που δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί αλλά και, ειδικότερα, εκτίμηση περί της αποτυχίας απόσεισης του βάρους απόδειξης στη βάση των διαπιστωνόμενων γεγονότων. ……………………………………………….………………..….… .
Μαζί με αυτά, κατά την πιο πάνω νομολογία, δικαστική ενέργεια χωρίς μαρτυρία αλλά και λανθασμένη αποδοχή ή απόρριψη αποδεικτικού υλικού. Περιπτώσεις που συσχετίζονται και με το Άρθρο 137(1)(α) (ι) και (ιι). Κατά την (ι) είναι δυνατή η άσκηση έφεσης για το ότι δεν υπήρξε απόδειξη, εννοείται μαρτυρία (evidence), βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικά γεγονότα ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής. Και κατά την (ιι) για το ότι απόδειξη (evidence) πλημμελώς έγινε δεκτή ή αποκλείστηκε. Όπως εξηγήσαμε, όχι ως το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της ως αναξιόπιστης αφού προηγουμένως έγινε δεκτή ως μαρτυρία. Αλλά ως το αποτέλεσμα κρίσης πως ήταν ή δεν ήταν αποδεκτή ως μαρτυρία κατά το δίκαιο της απόδειξης. Όρος που πρέπει να θεωρηθεί ότι εκτείνεται σε κάθε αρχή δικαίου που καθορίζει την αποδοχή της προσαγωγής ορισμένης μαρτυρίας ή τον αποκλεισμό της. Ενώ, σε σχέση με την (ιιι), στην (ιν) δεν αναφερόμαστε γιατί δεν έχουμε εδώ κάτω από οποιαδήποτε εκδοχή αντικανονικότητα διαδικασίας, για το ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων».
(έμφαση δοθείσα)
Στη βάση των πιο πάνω κρίνουμε ότι η έφεση καλύπτεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 137(1)(α) της Ποινικής Δικονομίας.
Συνεργός
Δεδομένου ότι (μετά τη διαγραφή της εταιρείας) η έφεση προωθείται πλέον μόνο εναντίον του διευθυντή της εταιρείας, στον οποίο αποδίδεται συνέργεια με βάση τις διατάξεις του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικος, οφείλουμε να διευκρινίσουμε πως ούτε αυτό συνιστά κώλυμα στην προώθησή της. Αυτό, επειδή κάποιος συνεργός δύναται να καταδικαστεί ακόμα και εάν δεν έχει προσαχθεί σε δίκη ή δεν έχει καταδικαστεί ο αυτουργός. Νοουμένου βέβαια πάντοτε ότι αποδεικνύονται η διάπραξη του αδικήματος, η συμμετοχή του συνεργού και η απαραίτητη ένοχη διάνοια του (mens rea). Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Card, Cross & Jones “Criminal Law”, 20η έκδοση, §17.9, σ. 731:
“In order that D may be convicted as an accomplice, it is not necessary that the perpetrator should have been brought to trial or convicted, or even that the perpetrator’s identity should be known, but it is necessary for the prosecution to prove:
· That D aided, abetted, counselled or procured the commission of the principal offence;
· That the principal offence was in fact committed; and
· That D had the mens rea required for liability as an accomplice”.
Λόγοι Έφεσης αρ. 1 και 2 - Ποσότητες Ελαστικών
Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης σχετίζονται με τις Κατηγορίες 3 και 4. Με αυτές αποδίδετο ότι κατά ή περί τις 3.10.14 οι κατηγορούμενοι είχαν παραβιάσει την άδεια καθότι η ποσότητα ελαστικών τα οποία αποθηκεύονταν υπερέβαινε τη μέγιστη επιτρεπτή δυνατότητα αποθήκευσης για απόβλητα ελαστικά.
Ο Εφεσείων εισηγείται κατά πρώτον ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε τις σχετικές έγχρωμες φωτογραφίες που είχαν προσκομίσει οι Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 στις οποίες φαίνονται, κατά την εισήγηση, οι υπερβολικές ποσότητες. Δεν συμφωνούμε με τη θέση ότι βλέποντας τις συγκεκριμένες φωτογραφίες το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει εύρημα ως προς το κατά πόσον τα (πολυάριθμα όντως) αυτά ελαστικά υπερέβαιναν τους 60 τόνους ή όχι. Οι φωτογραφίες αποτελούσαν πραγματική μαρτυρία (real evidence) και ασφαλώς μπορούσε να εξαγάγει ευρήματα από αυτές ως προς το τι έβλεπε και το τι υπήρχε στον χώρο (βλ. «Η Απόδειξη», Γ. Κακογιάννη, σ. 20, Έπαρχος Λεμεσού ν. Γιωργαλλά (2003) 2 Α.Α.Δ. 298, «Το Δίκαιο της Απόδειξης», Τ. Ηλιάδης & Ν. Γ. Σάντης, 2014, σ. 332 επ.). Πλην όμως, ως θέμα κοινής λογικής υπό τις περιστάσεις της παρούσας και χωρίς άλλη αποδεκτή μαρτυρία δεν ήταν δυνατόν το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει σε εύρημα ή συμπέρασμα, ως προς το βάρος των ελαστικών που απεικονίζοντο.
Κατά δεύτερον, ο Εφεσείων προβάλλει πως το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε την παραδοχή του Εφεσίβλητου ότι οι ποσότητες των ελαστικών υπερέβαιναν αυτές τις οποίες προνοούσε ως μέγιστο όριο η άδεια διαχείρισης. Ο Εφεσείων αναφέρεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
«Δεν μου διαφεύγει ο ισχυρισμός της ότι ο 2ος κατηγορούμενος στην παρουσία της παραδέχθηκε ότι οι ποσότητες ελαστικών που είχαν συσσωρευθεί στην εγκατάσταση της 1ης κατηγορούμενης υπερέβαιναν τις ποσότητες για τις οποίες είχε παραχωρηθεί η επίδικη άδεια διαχείρισης αποβλήτων. Κρίνω όμως ότι ο εν λόγω ισχυρισμός, ακόμα και να τον αποδεχθώ ως ανταποκρινόμενο στην αλήθεια στερείται ακρίβειας και δεν μπορεί να αποδείξει ότι υπήρξε παράβαση των ποσοτήτων για τις οποίες παραχωρήθηκε η σχετική άδεια».
Διαπιστώνουμε από τα πρακτικά ότι η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Η Μ.Κ.1 δεν είχε αναφερθεί σε παραδοχή του ίδιου του Εφεσίβλητου. Είχε πει επί λέξει ότι «… ο φορέας εκμετάλλευσης της εταιρείας είχε παραδεχθεί το ότι είχε ξεπεράσει τη δυναμικότητα της μονάδας» (Πρακτικά, σ. 28 επ. και σ. 37). Με άλλα λόγια η Μ.Κ.1 δεν είχε διευκρινίσει ποιος είχε προβεί στη δήλωση την οποία επικαλείτο και ποια η σχέση του με την εταιρεία ή τον Εφεσίβλητο. Υπ’ αυτή την έννοια λοιπόν κατ’ αρχάς δεν θα μπορούσε να αποδοθεί στον Εφεσίβλητο η παραδοχή.
Όμως, ακόμα και αν τα πράγματα είχαν όπως τα κατέγραψε το πρωτόδικο Δικαστήριο και πάλι θα εντοπίζετο περαιτέρω πρόβλημα. Είναι πρόδηλο από τον τρόπο που αξιολόγησε τη φερόμενη δήλωση πως ο πρωτόδικος Δικαστής δεν απεδέχθη ότι ο ισχυρισμός της Μ.Κ.1 ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Είναι σαφές ότι στο πλαίσιο της γενικότερης αξιολόγησης της Μ.Κ.1, ο πρωτόδικος Δικαστής διατηρούσε αμφιβολίες και πάντως δεν απεδέχθη ότι υπήρξε παραδοχή από τον Εφεσίβλητο.
Το ίδιο θέμα, ήτοι της υπέρβασης των προβλεπόμενων μέγιστων ποσοτήτων, επαναφέρεται και με τον δεύτερο λόγο έφεσης αλλά εν μέρει με διαφορετική επιχειρηματολογία. Ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι η άδεια διαχείρισης «δεν προβλέπει απόδειξη με ακρίβεια» για τις ποσότητες των ελαστικών. Να σημειώσουμε εξαρχής πως το ζήτημα απόδειξης ενός ισχυρισμού και εν τέλει κάποιας κατηγορίας είναι ζήτημα νομικών αρχών και όχι θέμα το οποίο τυγχάνει χειρισμού ή ρύθμισης στους όρους κάποιας άδειας ενός διοικητικού οργάνου.
Σε κάθε περίπτωση, αντιλαμβανόμαστε ότι το επιχείρημα εδράζεται στον ειδικό όρο 1.4 του Μέρους II της άδειας, ο οποίος προνοεί πως η εγκατάσταση δεν πρέπει να υπερβαίνει την επιτρεπτή δυναμικότητα της, ήτοι τους 60 τόνους, όπως ρητώς προβλέπεται στο Μέρος Ι της άδειας.
Ασφαλώς συμφωνούμε ότι το ζήτημα δεν ήταν να αποδειχθεί με «ακρίβεια» η ποσότητα των αποθηκευμένων ελαστικών. Επ’ αυτού διαπιστώνεται ότι έσφαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αυτό που έπρεπε να αποδειχθεί ήταν η παράβαση του ως άνω όρου και δη ότι τα αποθηκευμένα ελαστικά περί τις 3.10.14 και εντεύθεν υπερέβαιναν τη μέγιστη επιτρεπτή δυνατότητα για απόβλητα αποθηκευμένα ελαστικά, ήτοι απαιτείτο απλώς να αποδειχθεί ότι αυτά υπερέβαιναν τους 60 τόνους.
Ο Εφεσείων εξακολουθεί βέβαια να επικαλείται ότι ως προς αυτό το ζήτημα υπήρξε παραδοχή του Εφεσίβλητου, η οποία σε συνδυασμό με τη μαρτυρία των λειτουργών και με τις φωτογραφίες, μπορούσε να αποδείξει την υπέρβαση της μέγιστης ποσότητας και άρα την παράβαση της άδειας. Έχουμε όμως ασχοληθεί με τα δύο αυτά θέματα στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης και δεν κρίνουμε ότι απαιτείται να προσθέσουμε οτιδήποτε.
Οι λόγοι έφεσης αρ. 1 και 2 υπόκεινται σε απόρριψη.
Λόγος Έφεσης αρ. 3 - Εργασίες εκτός Ορίων
Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων προβάλλει ότι οι φωτογραφίες και τα έντυπα επιθεωρήσεων ομιλούσαν αφ’ εαυτών και κατεδείκνυαν ότι «οι Κατηγορούμενοι διεξήγαγαν εργασίες εκτός των ορίων της εγκατάστασής τους» (Κατηγορίες 5 και 6).
Θα πρέπει να σημειώσουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υπ’ όψιν του και εξέτασε το μαρτυρικό υλικό στο οποίο παραπέμπει ο Εφεσείων. Η απλή καταγραφή στην Έκθεση Επιθεώρησης ημερ. 15.4.16, ότι «οι εργασίες διαχείρισης αποβλήτων έχουν επεκταθεί εκτός των ορίων της εγκατάστασης», ορθώς κρίθηκε ότι δεν μπορούσε από μόνη της να αποδείξει το ζητούμενο. Το κενό το οποίο εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν πως ούτε στα έντυπα επιθεωρήσεων ούτε στις φωτογραφίες «σημειώθηκαν τα ακριβή όρια της εγκατάστασης». Περαιτέρω ούτε η Μ.Κ.1 «με τη μαρτυρία της στο Δικαστήριο διευκρίνισε τα όρια του τεμαχίου 793». Ο ακριβής προσδιορισμός των ορίων ενώπιον του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ήταν αναγκαίος για την τεκμηρίωση του ισχυρισμού ο οποίος είχε συμπεριληφθεί στις εκθέσεις επιθεωρήσεων. Δεν εντοπίζουμε σφάλμα στον πρωτόδικο συλλογισμό. Χωρίς τον πιο πάνω προσδιορισμό δεν θα μπορούσε το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμα το οποίο εισηγείται ο Εφεσείων.
Ο τρίτος λόγος έφεσης υπόκειται σε απόρριψη.
Λόγος Έφεσης αρ. 4 - Περίφραξη
Με το ίδιο ως άνω σκεπτικό το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και τις κατηγορίες οι οποίες αφορούσαν τον ισχυρισμό για μη εγκατάσταση περίφραξης τέτοιας η οποία να απαγορεύει την είσοδο στους μη έχοντας εργασία (Κατηγορίες 7 και 8).
Ο Εφεσείων έχει δίκαιο σε σχέση με αυτό τον λόγο έφεσης. Προβάλλει ορθώς ότι η περίφραξη εκ των πραγμάτων είναι κάτι που όταν υπάρχει είναι οφθαλμοφανές. Στις επανειλημμένες επιθεωρήσεις οι λειτουργοί δεν είχαν εντοπίσει οποιαδήποτε περίφραξη. Το δε γεγονός ότι δεν υπήρχε περίφραξη επιβεβαιώνετο από τις φωτογραφίες που είχαν παρουσιαστεί.
Κρίνουμε πως συνιστούσε σφάλμα η διασύνδεση και αυτού του θέματος με τα «ακριβή όρια» του τεμαχίου. Όποια και να ήταν τα ακριβή όρια του τεμαχίου, γεγονός παρέμενε πως, στα πλαίσια των δραστηριοτήτων για τις οποίες η εταιρεία έλαβε την άδεια, τα ελαστικά ήταν αποθηκευμένα σε χώρο χωρίς περίφραξη σε αντίθεση με ό,τι προέβλεπε και απαιτούσε η χορηγηθείσα άδεια. Πέραν της προφορικής μαρτυρίας, η παράλειψη αυτή επιβεβαιώνετο και από τις παρουσιασθείσες φωτογραφίες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δεχθεί την απουσία περίφραξης. Ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν συμφώνησε πως στοιχειοθετείτο το σχετικό αδίκημα ήταν το ότι εξέλαβε πως ήταν απαραίτητο να είχαν καταδειχθεί τα ακριβή όρια του τεμαχίου. Αντίληψη βέβαια η οποία ήταν εσφαλμένη, ως έχουμε εξηγήσει. Κρίνουμε πως η Κατηγορία 8 είχε στοιχειοθετηθεί στον απαιτούμενο βαθμό.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.
Λόγος Έφεσης αρ. 5 - Κόλουρη Πυραμίδα
Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά την παράλειψη φύλαξης των ελαστικών σε σωρούς οι οποίοι θα είχαν σχήμα κόλουρης πυραμίδας (Κατηγορίες 11 και 12). Έχουμε ήδη παραθέσει το απόσπασμα από το οποίο διαπιστώνεται ότι ο πρωτόδικος Δικαστής είχε δεχθεί ότι «τα ελαστικά δεν ήταν τοποθετημένα σε σχήμα κόλουρης πυραμίδας» (ορθογώνιας βάσης, με διαστάσεις 3μ. ύψος, 12μ. μήκος και 10μ. πλάτος). Κατ’ ανάλογο τρόπο όμως δεν προχώρησε ούτε εδώ σε καταδίκη, θεωρώντας ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι «τοποθετήθηκαν στον χώρο της επίδικης εγκατάστασης». Κρίνουμε πως πρόκειται και πάλι για εσφαλμένη αντιμετώπιση. Δεν υπήρχε οποιαδήποτε αμφιβολία πως όλα αυτά τα ελαστικά για τα οποία είχε προσφερθεί αποδεκτή μαρτυρία και τα οποία απεικονίζοντο στις φωτογραφίες είχαν φυλαχθεί από την εταιρεία στη βάση της επίδικης άδειας διαχείρισης. Άλλωστε, ήταν στη βάση αυτής της άδειας, καθώς και της αποδειχθείσας φύλαξης των συγκεκριμένων ελαστικών, που το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε καταλήξει ότι στοιχειοθετήθηκαν άλλες κατηγορίες, που αφορούσαν τη μη ύπαρξη ζυγιστικού μηχανήματος, τη μη τήρηση μητρώου και τη μη αποστολή εκθέσεων στην αρμόδια αρχή (Κατηγορίες 9, 10, 13, 14, 15, 16).
Εξ όσων αντιλαμβανόμαστε ο πρωτόδικος Δικαστής διασυνέδεσε και αυτό το θέμα με τη μη κατάδειξη με ακρίβεια των ορίων του τεμαχίου 793. Πλην όμως, η μη κατάδειξη του στοιχείου αυτού δεν αναιρούσε σε καμμιά περίπτωση το γεγονός της συσσώρευσης και φύλαξης όλων αυτών των ελαστικών στα πλαίσια της συγκεκριμένης δραστηριότητας κατ’ επίκληση της επίδικης άδειας διαχείρισης. Συνεπώς μπορούσε και θα έπρεπε να οδηγηθεί σε συμπέρασμα ότι είχε στοιχειοθετηθεί και η Κατηγορία 12.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.
Έφεση Κατά της Ποινής
Λόγος Έφεσης αρ. 6
Τα αδικήματα για τα οποία είχε κριθεί ένοχος ο Εφεσίβλητος τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι 3 έτη ή με πρόστιμο μέχρι €500.000. Η προβλεπόμενη ποινή είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για την επιμέτρηση της αρμόζουσας ποινής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι οι κατηγορίες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως τυπικές, καθώς και ότι δεν προκλήθηκε οποιαδήποτε βλάβη στο περιβάλλον. Συνεκτιμώντας το λευκό μητρώο, καθώς και το ότι είχαν εκδοθεί εξώδικα πρόστιμα ύψους €500 για κάθε παράβαση, ο πρωτόδικος Δικαστής επέβαλε πρόστιμο ύψους €2.000 σε κάθε μια από τις τρεις κατηγορίες που αφορούσαν τον Εφεσίβλητο.
Εν πρώτοις υπενθυμίζουμε ότι το ύψος του εξώδικου προστίμου δεν μπορεί να διαδραματίσει οποιονδήποτε ρόλο και δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν κατά την επιμέτρηση της ποινής (Kopsinis v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 77/2022, ημερ. 30.1.25). Υπ’ αυτή την έννοια ήταν τουλάχιστον αδόκιμη η πρωτόδικη αναφορά και η διασύνδεση με το προηγηθέν εξώδικο πρόστιμο.
Ανεξαρτήτως όμως των πιο πάνω, ως θέμα γενικής αρχής, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η αυστηρή τιμωρία και αντιμετώπιση εγκλημάτων τα οποία καταστρέφουν ή επιβαρύνουν το φυσικό περιβάλλον, αποτελεί ύψιστο καθήκον των Δικαστηρίων (Ιωακείμ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 144/21, ημερ. 26.7.22, ECLI:CY:AD:2022:B333). Όπως επιβεβαιώνεται από τη νομολογία μας, το φυσικό περιβάλλον είναι άρρηκτα συνυφασμένο με το δικαίωμα στη ζωή (Δημοκρατία ν. Κοινότητα Πυργών (1996) 3 Α.Α.Δ. 503). Το Ανώτατο Δικαστήριο, παραθέτοντας τις πιο πάνω αρχές, υπέδειξε στην υπόθεση Παψανάκης κ.ά. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 117/21 κ.ά., ημερ. 19.1.23 πως η ανάγκη για προστασία του φυσικού περιβάλλοντος ορθώς έχει καθοδηγήσει τον Νομοθέτη ούτως ώστε με τον Ν.185(Ι)/11 να προβλέψει ιδιαίτερα αυστηρές ποινές. Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε μια κατηγορία για εναπόθεση μεταλλικών αποβλήτων χωρίς άδεια στις εγκαταστάσεις των εφεσειόντων για λίγες μέρες μέχρι τη μεταφορά τους σε αδειοδοτημένες εγκαταστάσεις.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εκεί είχε επιβάλει πρόστιμο €12.000 στην εταιρεία και €12.000 στον διευθυντή της. Το Ανώτατο Δικαστήριο, αναγνωρίζοντας ότι μια από τετραετίας προηγούμενη καταδίκη βάσει του ίδιου Νόμου (σε €300 πρόστιμο) δεν ήταν σοβαρή παραβίαση, καθόρισε το αρμόζον συνολικό πρόστιμο σε €15.000, το οποίο κατένειμε σε €10.000 στην εταιρεία και €5.000 στον διευθυντή της, λέγοντας τα εξής:
«Εν πάση περιπτώσει το πρώτο δεδομένο είναι ότι δεν επηρεάστηκε το φυσικό περιβάλλον. Δεύτερον, υπήρξε συμμόρφωση και παραδοχή. Περαιτέρω, ουδεμία αναφορά έγινε στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα, από τις οποίες θα περιοριστούμε, χάριν προστασίας προσωπικών δεδομένων, να αναφέρουμε πως είναι οικογενειάρχης 58 ετών.
Τέλος, σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, όπου προκύπτει ότι ο εφεσείων, ιδρυτής της εφεσείουσας εταιρείας, είναι το πρόσωπο που θα υποστεί την οικονομική επιβάρυνση από την επιβολή ποινής στην εταιρεία του, η νομολογία υποδεικνύει ότι σε περιπτώσεις μικρών, προσωπικών εταιρειών, όπως προκύπτει ότι ήταν εν προκειμένω η εφεσείουσα, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο κίνδυνος επιβολής, στην πραγματικότητα, διπλής τιμωρίας. Από την άλλη είναι σημαντικό δια της επιβολής προστίμου στο φυσικό πρόσωπο να μην διαγράφεται η προσωπική του ευθύνη και να μετατίθεται στο νομικό πρόσωπο. Η ορθή προσέγγιση είναι σε πρώτο στάδιο να καθορίζεται η χρηματική ποινή που αρμόζει και ακολούθως αυτή να κατανέμεται μεταξύ της εταιρείας και του διευθυντή (Rollco Screw and Rivet Co. Ltd [1999] 2 Cr.App.R.(S) 455)».
Σε σχέση με την παρούσα κατ’ αρχάς πρέπει να πούμε ότι εν αντιθέσει με την Παψανάκης (ανωτέρω), ο Εφεσίβλητος δεν είχε προς όφελος του την έκπτωση λόγω παραδοχής ή το ελαφρυντικό της συμμόρφωσης ενώ βαρύνετο με περισσότερες από μια παραβάσεις, οι οποίες μάλιστα είχαν και διάρκεια. Επιπλέον, δεν συμφωνούμε ότι οι διαπιστωθείσες παραβάσεις ήταν τυπικές. Αυτό, διότι και οι τρεις, ήτοι η μη ύπαρξη ζυγιστικού μηχανήματος, η μη τήρηση μητρώου και η μη δέουσα ενημέρωση της Αρμόδιας Αρχής, ως θέμα κοινής λογικής διασυνδέονται αιτιωδώς με την ανεξέλεγκτη συσσώρευση και διαχείριση των ελαστικών. Από το όλο πνεύμα του Νόμου είναι σαφές πως στόχος του είναι ακριβώς το αντίθετο. Οι σημειωθείσες παραλείψεις, στις οποίες συμμετείχε ο Εφεσίβλητος, επέτρεπαν την ανέλεγκτη διαχείριση αποβλήτων με απρόβλεπτες δυσμενείς επιπτώσεις και στο περιβάλλον.
Υπό την πιο πάνω έννοια θα μπορούσε να λεχθεί πως όντως οι επιβληθείσες ποινές είναι επιεικείς, έχοντας υπ’ όψιν τη μέγιστη προβλεπόμενη ποινή. Από την άλλη πλευρά όμως δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι στον Εφεσίβλητο επιβλήθηκαν ακριβώς οι ίδιες ποινές με τις ποινές που επιβλήθηκαν στην εταιρεία του. Η μη λήψη υπ’ όψιν του κινδύνου διπλής τιμωρίας σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, ένεκα διαγραφής της εταιρείας του, σήμερα είναι ο μόνος ο οποίος ευρίσκεται αντιμέτωπος με ποινή σε ακόμα δύο κατηγορίες, κρίνουμε πως συνιστά επαρκή λόγο μη επέμβασης μας στις επιβληθείσες ποινές.
Ο έκτος λόγος υπόκειται σε απόρριψη.
Στη βάση των πιο πάνω η έφεση κατά της καταδίκης επιτυγχάνει εν μέρει και δη οι λόγοι έφεσης αρ. 1, 2 και 3 απορρίπτονται ενώ οι λόγοι έφεσης αρ. 4 και 5 επιτυγχάνουν. Απορρίπτεται επίσης ο λόγος έφεσης αρ. 6 κατά της ποινής.
Κατά συνέπειαν, η αθωωτική απόφαση στις Κατηγορίες 4 και 6 επικυρώνεται ενώ η αθωωτική απόφαση στις Κατηγορίες 8 και 12 αντικαθίσταται με καταδικαστική για τον Εφεσίβλητο.
Η έφεση κατά της επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής στις κατηγορίες 10, 14 και 16 απορρίπτεται.
Σε σχέση με την περαιτέρω πορεία λαμβάνοντας υπ΄ όψιν ότι η έφεση είχε επιδοθεί προσωπικώς στον Εφεσίβλητο, ο οποίος ήταν παρών στις 10.6.25 κατά τον ορισμό της υπόθεσης για ακρόαση, κρίνουμε ότι ο Εφεσίβλητος έχει εκουσίως και ανεπιφύλακτα παραιτηθεί από το δικαίωμα παράστασης στη διαδικασία (βλ. Ρ. Σ. ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου, Πειθ. Έφ. 4/22, ημερ 29.9.25). Συνεκτιμώντας και την ποινή η οποία ενδέχεται να επιβληθεί στις δύο κατηγορίες για τις οποίες βρέθηκε ένοχος κατ΄ έφεσιν, κρίνουμε ότι δεν απαιτείται και ούτε εξυπηρετεί σε οτιδήποτε η αναβολή σε άλλο στάδιο για σκοπούς επιβολής ποινής.
Συνεκτιμώντας αφενός την προβλεπόμενη ποινή και αφετέρου το λευκό μητρώο, τις περιστάσεις της υπόθεσης και όσα έχουμε προαναφέρει για την ιδιότητα του Εφεσίβλητου, κρίνουμε ως αρμόζουσες και επιβάλλουμε στον Εφεσίβλητο στις κατηγορίες 8 και 12 ποινή προστίμου €2.000 στην κάθε κατηγορία.
Επιδικάζονται επίσης εις βάρος του και υπέρ της Κατηγορούσας Αρχής το ήμισυ των εξόδων της έφεσης ως θα υπολογιστούν.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο