ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ.: 133/20, 30/9/2025
print
Τίτλος:
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ.: 133/20, 30/9/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 133/2025)

 

30 Σεπτεμβρίου 2025

 

[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

 

v.

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,

Εφεσίβλητου.

________________________________

 

Σ. Μιχαήλ (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα.

Π. Σταύρου, για τον Εφεσίβλητο.

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας έκρινε τον εφεσίβλητο ένοχο κατόπιν παραδοχής του, για το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, κατά παράβαση των Άρθρων 210, 211 και 213 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154 και των Άρθρων 19 και 20 Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72 («ο Νόμος»), καθώς και για το αδίκημα της εγκατάλειψης τόπου ατυχήματος, χωρίς παροχή βοήθειας, κατά παράβαση του Άρθρου 235 Α (Ι) (3) του Κεφ. 154 και του Άρθρου 20 Α του Νόμου.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται το ύψος των συντρεχουσών ποινών φυλάκισης δέκα μηνών για έκαστο αδίκημα, ως έκδηλα ανεπαρκές. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόφαση τριετούς αναστολής των εν λόγω ποινών.

 

Το ατύχημα έλαβε χώρα περί τις 5 το πρωί στις 03.09.2022, ενώ ήταν σκοτάδι και ενώ το θύμα του ατυχήματος, άντρας ηλικίας 25 ετών από τη Ρουμανία, τέως κάτοικος Στροβόλου, επέβαινε σε ποδήλατο επί της λεωφόρου Λεμεσού, προς Πλατύ Αγλαντζιάς, καθ’ οδόν προς την εργασία του. Ήταν ηλικίας 25 ετών. Περισσότερες λεπτομέρειες αναφορικά με τις περιστάσεις του ατυχήματος, θα παρατεθούν κατά την εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης εφόσον χρήζουν, εκεί, λεπτομερούς ανάλυσης.

 

Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στη φύση και σοβαρότητα των διαπραχθέντων αδικημάτων, το ύψος των προβλεπόμενων στον νόμο ποινών, στα επιβαρυντικά για τον εφεσίβλητο γεγονότα της υπόθεσης, στην έξαρση που παρατηρείται σε αδικήματα αυτής της φύσης, και στην ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Αντιθέτως, ως υποστηρίζει ο εφεσείων, το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε υπέρμετρα μεγάλη βαρύτητα στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου και σε άλλους μετριαστικούς παράγοντες.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε, ως προς το ύψος της ποινής φυλάκισης που επέβαλε, σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που θεώρησε ότι παρείχαν χρήσιμη καθοδήγηση προς την κατεύθυνση εντοπισμού ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών λόγων, αλλά και του γενικότερου πλαισίου της ποινής, με ρητή αναφορά στα σχετικώς λεχθέντα στην υπόθεση ΜΑΥΡΟΛΟΥΚΑ ΣΤΕΛΙΟΣ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, (2015) 2 ΑΑΔ 30.

 

Συγκεκριμένα, έλαβε υπόψη τις περιστάσεις και επιβληθείσες ποινές έξι, τριών και δεκαπέντε μηνών που επιβλήθηκαν αντιστοίχως, στις υποθέσεις ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ν. ΚΟΥΚΚΙΔΗΣ, (2013) 2 Α.Α.Δ. 191, ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ν. ΜΟΔΕΣΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Ποινική Έφεση 217/2016, ημερομηνίας 11/5/2017, ECLI:CY:AD:2017:B168, και ΣΑΒΒΑ ΣΤΕΛΙΟΣ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, (2000) 2 ΑΑΔ 115.

 

Μας προβληματίζει η βαρύτητα που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου καθώς και στις περιστάσεις της διάπραξης των αδικημάτων. Ενδεχομένως, προσμετρώντας τις, να επιλέγαμε υψηλότερες ποινές. Όπως, όμως, καταδεικνύεται από την πιο πάνω νομολογία, στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η επιλογή του, ως προς το ύψος των ποινών φυλάκισης, κινείται εντός του εύρους της επιείκειας.

 

Ως προς την προαναφερθείσα αποτίμηση των ελαφρυντικών παραγόντων, από πλευράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου, για την οποία παραπονείται ο εφεσείων παραπέμπουμε στην ΠΑΥΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 68/2024, 71/2024, ημερομηνίας 16/7/2025:

 

«Η αποτίμηση των ελαφρυντικών παραγόντων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Πεδίο για επέμβαση του Εφετείου παρέχεται μόνον όπου διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα αυτή τη διακριτική ευχέρεια ή υπερέβη τα ακραία όρια της εξουσίας του (Γενικός Εισαγγελέας v. Σατανά κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 257). Το Εφετείο δεν υποκαθιστά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν επιτρέπεται να εμφιλοχωρήσει η υποκειμενική του κρίση (Δημοκρατία v. Γ.Ν., Ποιν. Έφ. 197/2016, ημερ. 16.1.18, ECLI:CY:AD:2018:B24, ECLI:CY:AD:2018:B24). Για αυτό, παρότι με κάποιο δισταγμό, κρίνουμε ορθότερο όπως μη επέμβουμε στο ύψος της ποινής. Η έφεση του Γενικού Εισαγγελέως υπόκειται σε απόρριψη

 

Ανάλογες αναφορές γίνονται στην ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ v. ΑΓΝΗΣ ΙΑΚΩΒΙΔΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ.: 188/2022, ημερομηνίας 17/6/2025 και στην ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ν. ΑΝΑΣΤΑΣΗ, Ποινική Έφεση Αρ. 114/2019, ημερομηνίας 15.7.2020.

 

Έχουμε την άποψη ότι η επιβληθείσα ποινή, αν και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επιεικής, και ιδιαιτέρως όσον αφορά το αδίκημα της εγκατάλειψης της σκηνής, θα μπορούσε να λεχθεί ότι πλησιάζει το όριο της έκδηλα ανεπαρκούς ποινής, στη βάση των περιστάσεων της υπό κρίσης υπόθεσης κρίνουμε ότι δεν εκφεύγει των επιτρεπτών ορίων. Άλλωστε, υπενθυμίζουμε ότι κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της δεδομένων, χωρίς να είναι ορθό να γίνεται ακριβής καθορισμός ποινής ανά αδίκημα. Συνεπώς, κρίνουμε ορθότερο όπως μη παρέμβουμε στο ύψος της ποινής σε καμία εκ των δύο κατηγοριών.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Κατά την εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης, με τον οποίο προσβάλλεται η αναστολή των πιο πάνω συντρεχουσών ποινών φυλάκισης, χρήζει εξέτασης, κατά προτεραιότητα, η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσίβλητου ότι αυτός, δεν πρέπει να εξεταστεί από το Εφετείο. Ο συνήγορος παραπέμπει προς υποστήριξη της θέσης του, στα πιο κάτω λεχθέντα στην υπόθεση ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ. 168/2016, ημερομηνίας 19/4/2018 :

 

«Η απόφαση για αναστολή της ποινής ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στην απουσία δε οποιουδήποτε λάθους αρχής δεν δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου.»

 

Στη συνέχεια, ο συνήγορος του εφεσίβλητου, προωθεί το επιχείρημα ότι ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν αναφέρεται σε λάθος αρχής από πλευράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου και γι’ αυτό δεν πρέπει να εξεταστεί. Είναι θεωρούμε, χρήσιμο στο σημείο αυτό, να παραθέσουμε, αυτούσιο, τον δεύτερο λόγο έφεσης:

 

«Το πρωτόδικο Δικαστήριο, άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του εξουσία αναφορικά με την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, γιατί η εν λόγω αναστολή δεν δικαιολογείτο από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του Εφεσίβλητου.»

 

Σημειώνουμε επίσης, πως, με την αιτιολογία του δεύτερου λόγου έφεσης, δίδεται έμφαση σε παράγοντες που, κατά τον εφεσείοντα, λανθασμένα δόθηκε, ή δεν δόθηκε, βαρύτητα από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Παρατηρούμε, εν πρώτοις, με κάθε σεβασμό, πως ο συνήγορος του εφεσιβλήτου παραβλέπει ότι στην υπόθεση ΚΥΡΙΑΚΟΥ (ανωτέρω), την οποία ο ίδιος επικαλέστηκε, αμέσως μετά το πιο πάνω αναφερόμενο απόσπασμα, το Ανώτατο Δικαστήριο, ανέπτυξε το σκεπτικό του, ως ακολούθως:

 

«Έχοντας κατά νου τις ανωτέρω παρατηρήσεις και εκτιμήσεις σε συνάρτηση με την οδική συμπεριφορά του εφεσίβλητου και τις νομολογιακές αρχές θεωρούμε ότι το σύνολο των περιστάσεων δεν δικαιολογούσε την αναστολή της ποινής.  

Οι προσωπικές συνθήκες του εφεσίβλητου δεν μπορούν να υπερφαλαγγίσουν την ανάγκη για άμεση εκτέλεση της (Γενικός Εισαγγελέας ν. Χαραλαμπίδη (2009) 2 Α.Α.Δ. 537, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουκκίδης (2013) 2 Α.Α.Δ. 191: η απερίσκεπτη συμπεριφορά του εφεσίβλητου που είχε ως συνέπεια την απώλεια μιας ανθρώπινης ζωής και τον τραυματισμό άλλων προσώπων, η εγγενής σοβαρότητα της παράνομης πράξης, όπως ορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής και η ανάγκη για αποτροπή, επικυριαρχούν

 

Καθίσταται προφανές από τα πιο πάνω, ότι η στάθμιση των διαφόρων παραγόντων που δύνανται να ληφθούν υπόψη αναφορικά με την αναστολή της ποινής, δυνατόν να περιλαμβάνει λάθος αρχής και σαφώς σε τέτοια περίπτωση, η πρωτόδικη απόφαση ελέγχεται από το Εφετείο.

 

Η δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου, σε περιπτώσεις ως η παρούσα, προκύπτει ακόμη πιο ξεκάθαρα, από το σκεπτικό, καθώς και την κατάληξη του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ν. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΟΥΚΚΙΔΗ, (2013) 2 ΑΑΔ 191, με την οποία ανετράπη πρωτόδικη απόφαση για αναστολή της ποινής φυλάκισης. Λέχθηκαν τα εξής:

 

«Παρατηρούμε όμως ότι στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χαραλαμπίδη (2009) 2 Α.Α.Δ. 537, που έχει κάποια κοινά στοιχεία με την παρούσα, το Εφετείο, επιτρέποντας την έφεση, διέταξε όπως η ανασταλείσα ποινή φυλάκισης 12 μηνών, που είχε επιβληθεί, έχει άμεση ισχύ. 

Αναφορικά με το ζήτημα της αναστολής της εξάμηνης ποινής φυλάκισης παρατηρήσαμε ήδη ότι η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής ήταν λακωνική. Αναφέρθηκε στο λευκό μητρώο του εφεσίβλητου και στα σημάδια έμπρακτης μεταμέλειας που έδειξε, προφανώς με την άμεση παραδοχή του και τη βοήθεια που παρείχε στο θύμα. Στην Χαραλαμπίδη (ανωτέρω) το Εφετείο έκρινε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε λανθασμένα υπέρμετρη  βαρύτητα στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου παραγνωρίζοντας ουσιαστικά τα τραγικά περιστατικά της υπόθεσης.  Οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου, όμως, είχαν ήδη ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της αρμόζουσας ποινής και εντασσόμενες στο σύνολο των περιστάσεων δεν μπορούσαν να θεωρηθούν αρκετές για να δικαιολογηθεί ταυτόχρονα και η αναστολή της επιβληθείσας ποινής

 

(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο).

 

Επομένως, εν όψει των πιο πάνω, η θέση του συνηγόρου του εφεσίβλητου πως ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν πρέπει να εξεταστεί από το Εφετείο, κρίνεται ανεδαφική και δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

 

Τόσο στην αιτιολογία του δεύτερου λόγου έφεσης, όσο και στο διάγραμμα του εφεσείοντα, υποστηρίζεται ότι, εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στη σοβαρότητα των αδικημάτων και των περιστάσεων αυτών και στην ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε σχέση με αυτά.

 

Στρεφόμενοι, πρώτα, στο ζήτημα της ανάγκης επιβολής αποτρεπτικών ποινών, επισημαίνουμε ότι ο συνήγορος του εφεσίβλητου κατά την προφορική του αγόρευση ενώπιόν μας, αντέκρουσε τη σχετική θέση του εφεσείοντα, υποστηρίζοντας ότι η απόφαση για αναστολή της φυλάκισης δεν επηρεάζει την αποτρεπτική αξία της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης.  

 

Με κάθε σεβασμό, τονίζουμε ότι η θέση του αυτή, δεν ευσταθεί εφόσον αντιστρατεύεται πάγια νομολογία. Επιπλέον των όσων αναφέρονται για τη συσχέτιση της ανάγκης αποτροπής με το ζήτημα της αναστολής της ποινής στο πιο πάνω απόσπασμα από την υπόθεση ΚΥΡΙΑΚΟΥ (ανωτέρω), παραπέμπουμε στην υπόθεση ΚΟΥΚΚΙΔΗ  (ανωτέρω), στην οποία λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

 

«Η εγγενής σοβαρότητα των αδικημάτων και οι συνέπειες που προέκυψαν, καθώς και η ανάγκη για αποτροπή, καθιστούν αναπόφευκτη την άμεση εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής», παρατήρησε το Εφετείο. Τα ίδια ακριβώς θεωρούμε ότι ισχύουν και στην παρούσα υπόθεση. Η εγγενής σοβαρότητα του αδικήματος, η αλόγιστη, επικίνδυνη και σχεδόν απερίσκεπτη συμπεριφορά του εφεσίβλητου, και οι τραγικές συνέπειες της, υπό τις περιστάσεις, επέβαλλαν τη μείωση της σημασίας των μετριαστικών παραγόντων και περιστάσεων του εφεσίβλητου, σε σχέση με την ανάγκη επιβολής ποινής που να προστατεύει επαρκώς το κοινωνικό σύνολο και να είναι αποτρεπτική. Σχετικές με το ζήτημα της αναστολής της ποινής φυλάκισης είναι και οι αποφάσεις Ηλιάδη ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 412 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161

 

(Η  υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο).  

 

Τα πιο πάνω νομολογηθέντα, υιοθετήθηκαν σε σειρά πρόσφατων αποφάσεων του Εφετείου. Στην υπόθεση ΟΡΕΣΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 50/24, ημερομηνίας 2/8/2024,  λέχθηκαν τα εξής:


«Έχοντας συνεκτιμήσει τα όσα τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντος, καταλήγουμε πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως δεν μπορούσαν να αποτελέσουν επαρκείς λόγους για να δικαιολογηθεί η αναστολή της ποινής φυλακίσεως, ενώ τυχόν αναστολή της
 «θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα, θα υπονόμευε τον σκοπό της αποτελεσματικής εφαρμογής του Νόμου και την αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικής ποινής σε τέτοιας φύσεως αδικήματα»

 

(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο).

 

Παρομοίως,  στην υπόθεση INA YASAR v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 229/2024, ημερομηνίας 8/11/2024, λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

 

«Τυχόν αναστολή της ποινής φυλάκισης δεν θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος εξασθενώντας σε μεγάλο βαθμό το στοιχείο της αποτροπής [βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουκκίδη (ανωτέρω), Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 9/21, ημερ. 29.7.2021, Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (ανωτέρω)]

 

Περαιτέρω, στην υπόθεση ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΜΑΡΙΝΟΥ ΤΑΚΚΑ, Ποινική Έφεση Αρ.: 160/2022, 26/6/2025, υιοθετήθηκε το εξής απόσπασμα από την υπόθεση Soliman ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 234/23, ημερομηνίας  27.6.2024:

 

«Καταληκτικά, επαναλαμβάνουμε το λεχθέν στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 9/21, ημερ. 29.7.21 ότι: «[Τ]ην αποτροπή δημιουργεί η επίπτωση που είχε η συναφής καταδίκη, με έμφαση στο άμεσο αποτέλεσμα και εφόσον η ποινή φυλάκισης ανασταλεί, το στοιχείο της αποτροπής εξασθενεί σε μεγάλο βαθμό».

 

(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο).

 

Στην ακόμη πιο πρόσφατη υπόθεση ΠΑΥΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 68/2024, 71/2024, ημερομηνίας 16/7/2025, ενώ τονίστηκαν τα πιο πάνω τα οποία λέχθηκαν στην υπόθεση Νεοφύτου (ανωτέρω), το Εφετείο, κατέληξε ότι τα όποια ενώπιόν του ελαφρυντικά στοιχεία δεν ήταν αρκετά για να δικαιολογούσαν την αναστολή, αφού ένας τέτοιος χειρισμός, δεν θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς της ποινής. Έλαβε δε υπόψη, τα πιο κάτω λεχθέντα στην υπόθεση ΝΙΚΟΛΑΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, (2015) 2(Α) Α.Α.Δ. 103:

 

«Αυτό που είναι σημαντικό σε τέτοιες περιπτώσεις είναι κατά πόσο σε περίπτωση που ανασταλεί η ποινή, θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους σκοπούς της τιμωρίας. Στην προκείμενη περίπτωση, η σοβαρότητα των αδικημάτων και των περιστάσεων διάπραξής τους είναι τέτοια που, όπως ορθά υπεδείχθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα ελαφρυντικά στοιχεία που τέθηκαν δεν είναι αρκετά ώστε να δικαιολογούν την αναστολή της επιβληθείσας ποινής

 

(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο).

 

Στην παρούσα υπόθεση, προβληματιστήκαμε από το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συνυπολόγισε πως, σύμφωνα με τη νομολογία, αναφορικά με το αδίκημα της εγκατάλειψης του τόπου του ατυχήματος, επιβάλλεται η επιβολή αυστηρής ποινής. Κατά την άποψή μας,  ως εκ τούτου, έπεται πως η αναστολή δεν αποτελεί, σε σχέση με το εν λόγω αδίκημα, συνήθη επιλογή.

 

Δεν μπορούμε παρά να συμμεριστούμε και να τονίσουμε τα όσα λέχθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. MANRAJ SINGH SIDHU, Ποινική Έφεση Αρ. 152/2022, ημερομηνίας 1/12/2022, ασχέτως του ότι το εκεί υπό κρίση ζήτημα, δεν αφορούσε το ζήτημα της αναστολής. Θεωρούμε τα πιο κάτω λεχθέντα, άκρως σχετικά με τα δεδομένα της παρούσης:

 

«Η εγκατάλειψη θύματος και η μη παροχή βοήθειας σε αυτό, συνιστά μια άκρως αντικοινωνική και εγωιστική συμπεριφορά. Αποκαλύπτει έλλειψη σεβασμού προς τον πλησίον. Η έγκαιρη παροχή βοήθειας μπορεί να σώσει ανθρώπινες ζωές. Τέτοιες συμπεριφορές θα πρέπει κατά κανόνα να αντιμετωπίζονται με την επιβολή αυστηρών ποινών.» 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, η άμεση εκτέλεση των ποινών φυλάκισης δεν θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας. Επ’ αυτού αντί να αντλήσει καθοδήγηση από τις αποφάσεις στις οποίες αναφερθήκαμε ανωτέρω, οι οποίες αφορούν το ζήτημα της αναστολής, εφάρμοσε κατ’ αναλογία, τα λεχθέντα στην υπόθεση Γ. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ν. ΑΒΡΑΑΜΙΔΗ, (1993) 2 ΑΑΔ 355, η οποία αφορούσε το κατά πόσον, εν όψει της παρόδου αρκετού χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος και της επιβολής ποινής, θα έπρεπε να είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης αντί προστίμου. Λέχθηκαν τα εξής:

 

«Έχει νομολογηθεί ότι η πάροδος αρκετού χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος είναι στοιχείο ουσιώδες που λαμβάνεται υπόψη στην επιβολή της ποινής, ειδικά αναφορικά με το είδος της ποινής, δηλαδή αν θα επιβληθεί ποινή φυλάκισης. Εκτός στις περιπτώσεις που θεωρείται απόλυτα αναγκαίο, είναι ανεπιθύμητη η επιβολή ποινής φυλάκισης μετά από περέλευση μακρού χρόνου από την ημέρα της διάπραξης του αδικήματος - (βλ., μεταξύ άλλων, Γενικός Εισαγγελέας ν. Νεοφύτου (1991) 2 Α.Α.Δ. 5, σελ. 10 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Τέλλα (1991) 2 Α.Α.Δ. 71, σελ. 77).

Η πάροδος μακρού χρόνου από το χρόνο της διάπραξης του αδικήματος μειώνει ουσιαστικά την αποτρεπτικότητα της ποινής και δεν ασκεί αναμορφωτικό ρόλο για τον κατηγορούμενο. Περαιτέρω οι προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορουμένου στο διάστημα αυτό μπορεί να αλλάξουν ριζικά, όπως συνέβη στην παρούσα περίπτωση. Ο εικοσάχρονος εθνοφρουρός του Φεβρουαρίου του 1989 είναι σήμερα επιστήμονας, υποψήφιος για εργοδότηση στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου. Κρίνουμε ότι στην παρούσα περίπτωση η επιβολή ποινής φυλάκισης αντενδείκνυται, γιατί πέντε σχεδόν χρόνια μετά τη διάπραξη του αδικήματος δεν θα εξυπηρετήσει κανένα χρήσιμο σκοπό.»

 

Προκύπτει αβίαστα, ότι η εν λόγω υπόθεση κρίθηκε επί των δικών της ιδιαίτερων περιστάσεων, οι οποίες, μακράν απέχουν από τις περιστάσεις της παρούσας.

 

Παράλληλα όμως, αυτό που προκύπτει από την εν λόγω υπόθεση, και τυγχάνει, κατά την άποψή μας, κατ’ αναλογίαν εφαρμογής στο ζήτημα της αναστολής της ποινής, είναι ότι σε αυτή -το τονίζουμε- υπήρξε ριζική αλλαγή στις συνθήκες του κατηγορουμένου. Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε και ως προς την εκτίμησή του αναφορικά με την επίδραση του παράγοντα χρόνου, στις προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου. Σαφώς υπήρξε εσφαλμένη εκτίμηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφορικά με τη διαφοροποίηση στις συνθήκες της ζωής του εφεσίβλητου. Η μόνη διαφοροποίηση των προσωπικών συνθηκών του εφεσιβλήτου, η οποία υποδείχθηκε πρωτοδίκως, είναι ότι είχε τύχει επαγγελματικής ανέλιξης στον οίκο λογιστών όπου εργοδοτείτο, όντας κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος και μέλος του Ινστιτούτου Ορκωτών Λογιστών της Αγγλίας και Ουαλίας, από τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων μέχρι και τον χρόνο επιβολής της ποινής. Αναφέρθηκε, συναφώς, ότι εν τω μεταξύ, ανέλαβε καθήκοντα «manager». Δεν θεωρούμε ότι η επαγγελματική αυτή ανέλιξη, η οποία έλαβε χώρα από την ημερομηνία του ατυχήματος, την 03.09.2022, μέχρι και την επιβολή της ποινής, την 30.4.2025, μπορεί να αναχθεί σε ριζική μεταβολή των προσωπικών συνθηκών του εφεσίβλητου.

 

Επιπλέον της μη αποτίμησης της αναγκαιότητας για την επιβολή αποτρεπτικής ποινής σε σχέση με το αδίκημα της εγκατάλειψης του τόπου ατυχήματος, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε, παντελώς, ότι κανένας μετριαστικός παράγοντας σε σχέση με τις συνθήκες διάπραξης του συγκεκριμένου αδικήματος, δεν παρατέθηκε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ουσιαστικά, εξίσωσε το εν λόγω αδίκημα με το αδίκημα της πρώτης κατηγορίας, ήτοι της πρόκλησης του θανάτου του θύματος, σε σχέση με το οποίο έλαβε υπόψη τις συνθήκες της διάπραξής του. Έλαβε δηλαδή υπόψη, τον τρόπο που ενήργησε το θύμα, ήτοι, το ότι φορούσε μαύρα ρούχα, το ποδήλατό του δεν έφερε φώτα ή αντανακλαστικά, δεν φορούσε κράνος και δεν έκανε χρήση του παρακείμενου ποδηλατοδρόμου.

 

Πλην όμως, θεωρούμε, ότι ο τρόπος που ενήργησε το θύμα, σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να προσμετρήσει ως μετριαστικός παράγοντας σε σχέση με το αδίκημα της εγκατάλειψης του τόπου ατυχήματος. Αντιθέτως μάλιστα, θεωρούμε ότι τα πιο κάτω, τα οποία επεσήμανε το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο, συνιστούν περιστάσεις διάπραξης του εν λόγω αδικήματος, που κάθε άλλο παρά μετριαστικές είναι. Ενώ αποτελεί δεδομένο ότι ο εφεσίβλητος αντελήφθηκε πλήρως τη σύγκρουση του με το θύμα, αυτός, εγκαταλείποντας τη σκηνή του δυστυχήματος κατευθύνθηκε προς την οικία του, που βρίσκεται πλησίον της σκηνής. Πέραν των δώδεκα ωρών μετά το δυστύχημα, περί τις 5.30 το απόγευμα, παρουσιάστηκε μαζί με τον δικηγόρο του, σε αστυνομικό σταθμό και δήλωσε ότι ήταν ο εμπλεκόμενος οδηγός. Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε, αλλά δεν έλαβε υπόψη σε σχέση με την απόφασή του να αναστείλει την ποινή, το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος είχε πανικοβληθεί, δεν αναιρεί την επιδεικνυόμενη αδιαφορία του, για τις συνέπειες της παράνομης συμπεριφοράς του και προς τον συνάνθρωπό του. Έστω υπό το κράτος των συναισθημάτων τα οποία προέβαλε, ο εφεσίβλητος επέλεξε να εγκαταλείψει τη σκηνή του δυστυχήματος, αφήνοντας το θύμα αβοήθητο.

 

Όλα τα πιο πάνω στοιχεία δεικνύουν ότι οι περιστάσεις του αδικήματος της εγκατάλειψης του τόπου ατυχήματος, ήταν ιδιαίτερα επιβαρυντικές για τον εφεσίβλητο και παράλληλα εξασθενίζουν επίσης τη βαρύτητα που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην παράδοσή του στην αστυνομία, εφόσον δεν μπορεί παρά να κατανοούσε την ύπαρξη ενοχοποιητικών στοιχείων εναντίον του.

 

Όπως προαναφέραμε, οι περιστάσεις της διάπραξης του εν λόγω αδικήματος, οι πράξεις και ή συμπεριφορά του εφεσίβλητου, δεν λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο πλαίσιο της εξέτασης του αιτήματος για αναστολή της ποινής. Συνεπώς, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τις αρχές της νομολογίας, εφόσον δεν έλαβε υπόψη την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και τις  περιστάσεις της διάπραξής του, τις οποίες παραθέσαμε ανωτέρω. Ως εκ τούτου εσφαλμένα κατέληξε ότι η αναστολή της ποινής αντικατόπτριζε τους πιο πάνω παράγοντες, εφαρμόζοντας εσφαλμένα τα νομολογηθέντα στην υπόθεση ΝΙΚΟΛΑΟΥ (ανωτέρω).

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω κρίνουμε ότι υπήρξε σφάλμα αρχής στην πρωτόδικη κρίση αναφορικά με την αναστολή της ποινής. Ουσιωδώς, κρίνουμε ότι η εγγενής σοβαρότητα του αδικήματος της εγκατάλειψης του θύματος καθώς και η ανάγκη επιβολής ποινής που να προστατεύει επαρκώς το κοινωνικό σύνολο και να είναι αποτρεπτική, καθώς και οι περιστάσεις διάπραξής του, επέβαλλαν τη μείωση της σημασίας των όποιων μετριαστικών παραγόντων και περιστάσεων του εφεσίβλητου. Επιπλέον το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε λανθασμένα, βαρύτητα στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου, χωρίς να τις αποτιμήσει στο ορθό πλαίσιο, ως απαιτείται από τη νομολογία.

 

Συνακόλουθα, ο δεύτερος λόγος έφεσης επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται με την έκδοση διαταγής όπως η έκτιση της συντρέχουσας ποινής φυλάκισης δέκα μηνών, που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο, είναι άμεση και όχι με αναστολή.

 

 

 


                                           Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

           

              

                                             ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ- ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ

 

 

                  Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο