
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 147/2022)
17 Σεπτεμβρίου, 2025
[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΠΟΛΥΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείων,
v.
1. VIOLETWIND SYSTEMS LTD,
2. ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΜΜΑ,
Εφεσιβλήτων.
‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑
Ν. Χατζηιωάννου για Α. Κ. Χατζηιωάννου & Σία, για τον Εφεσείοντα
Μ. Κιτρομηλίδης για Κιτρομηλίδης Δικηγόροι Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους 1 και 2
Εφεσίβλητος 2 παρών
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, κατόπιν ακρόασης, αθώωσε και απάλλαξε τους εφεσίβλητους, οι οποίοι αντιμετώπιζαν κατηγορίες για το αδίκημα της έκδοσης επιταγών άνευ αντικρίσματος κατά παράβαση των Άρθρων 305Α(1) και 20 του Ποινικού Κώδικα (Κεφ.154). Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η πλευρά του εφεσείοντα απέτυχε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ένα εκ των συστατικών στοιχείων του εν λόγω αδικήματος, ήτοι την έκδοση των επίδικων επιταγών από τους εφεσίβλητους, γεγονός το οποίο, όπως σημείωσε, κατέστησε, από μόνο του, μοιραία και την τύχη της υπόθεσης.
Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν τις κατηγορίες. Με την ολοκλήρωση της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας και αφού το Δικαστήριο εξέδωσε ενδιάμεση απόφαση για την απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης σύμφωνα με το Άρθρο 74 (1) (γ) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, ο εφεσίβλητος 2 επέλεξε το δικαίωμα της σιωπής, ενώ κλήθηκε να καταθέσει προς υπεράσπιση των εφεσίβλητων, ένας μόνο μάρτυρας, γραφολόγος, εφόσον, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχε εξ αρχής διαφανεί, μέσω της αντεξέτασης του Μ.Κ.1, ότι η αμφισβήτηση της υπογραφής των επίδικων επιταγών από τον εφεσίβλητο 2, θα αποτελούσε τη βασική υπερασπιστική γραμμή των εφεσίβλητων.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως απότοκο της, κατά τον εφεσείοντα, εσφαλμένης εφαρμογής του Άρθρου 305Α(3) του Ποινικού Κώδικα το οποίο προβλέπει:
«(3) Σε περίπτωση επιστροφής απλήρωτης επιταγής, το πιστωτικό ίδρυμα, επί του οποίου αυτή εκδόθηκε, οφείλει ενυπογράφως να σφραγίζει ή να σημειώνει σε αυτήν τον πραγματικό λόγο της μη πληρωμής της, δηλαδή αν η μη πληρωμή οφείλεται σε έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων, κλείσιμο λογαριασμού ή εντολή μη πληρωμής, καθώς και την ημερομηνία παρουσίασής της προς πληρωμή, και η σφράγιση, καθώς και ο λόγος επιστροφής που σημειώνεται από το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα επί της επιταγής, γίνεται αποδεκτή ως μαρτυρία ενώπιον δικαστηρίου:
Νοείται ότι η σφραγίδα και ή η σημείωση του πιστωτικού ιδρύματος, επί του οποίου εκδόθηκε η επιταγή δυνάμει του παρόντος εδαφίου, καθώς και η καταχώριση της ημερομηνίας εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή αποτελούν μαχητό τεκμήριο του αληθούς του περιεχομένου τους:»
Ουσιαστικά, στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης, στο διάγραμμα αγόρευσης και στην προφορική αγόρευση της ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα ενώπιον μας, προωθείται η θέση ότι το εν λόγω εδάφιο του Ποινικού Κώδικα δημιουργεί μαχητό τεκμήριο το οποίο εκτείνεται και στο ότι, εν προκειμένω, είναι ορθή και η υπογραφή του εντολέα εφεσίβλητου 2, ο οποίος είναι για τους σκοπούς το νόμου, ο εκδότης της επιταγής.
Προς υποστήριξη της θέσης της, η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα, παρέπεμψε το Εφετείο στην υπόθεση VBH (CYPRUS) LTD ν. WINDOORS UPVC SYSTEMS LTD κ.α., Ποινική Έφεση Αρ. 204/2014, ημερομηνίας 28/11/2017, στην οποία αναφέρθηκαν τα εξής:
«Θεμελιακό ζήτημα, όπως εξελίχθηκε η υπόθεση, αποτέλεσε εκείνο της πατρότητας των επιδίκων επιταγών. Στο τέλος της υπόθεσης για την κατηγορούσα αρχή το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η μαρτυρία που η κατηγορούσα αρχή παρουσίασε δεν στοιχειοθετούσε εκ πρώτης όψεως υπόθεση θεωρώντας ότι δεν υπήρχε καθόλου μαρτυρία που να συνδέει την έκδοση των επιταγών με τους εφεσίβλητους.
Γενικά ομιλούντες, μαρτυρία για αναγνώριση υπογραφής, αν δεν πιστοποιείται από το ίδιο το πρόσωπο που υπέγραψε, μπορεί να προέρχεται από πρόσωπο που ήταν παρόν και επιμαρτυρεί το γεγονός της υπογραφής, ή από πρόσωπο που είναι σε θέση να γνωρίζει την υπογραφή ή από συγκριτική διεργασία πραγματογνώμονα. Η γνησιότητα δε ενός εγγράφου μπορεί να προκύπτει και από περιστατική μαρτυρία (Phipson on Evidence, 18th Ed., 41-07).
Εν προκειμένω δεν ήταν ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ουδεμία μαρτυρία υπήρξε που να συνδέει τις επιταγές με τους εφεσίβλητους ή που να μπορούσε ενδεχομένως να στοιχειοθετήσει την πατρότητά τους.
Υπήρχε μαρτυρία από το διευθυντή της παραπονούμενης εταιρείας ότι αυτές είχαν εκδοθεί από την εφεσίβλητη έναντι υπολοίπου οφειλής που προέκυψε από παραγγελίες. Υπήρχε μαρτυρία από υπάλληλο της τράπεζας στην οποία η εφεσίβλητη 1 διατηρούσε τον επίδικο λογαριασμό ότι, σύμφωνα με επιστολή του εφεσίβλητου 2 προς την τράπεζα ημερομηνίας 6.5.2009, εξουσιοδοτημένος να υπογράφει επιταγές ήταν μόνο ο διευθυντής της, εφεσίβλητος 2. Ο ίδιος υπάλληλος αναγνώρισε την υπογραφή στις επιταγές-τεκμήρια ως συνάδουσες με το δείγμα υπογραφής του εφεσίβλητου 2 που τηρούσε η τράπεζα. Σημειώνουμε ότι δεν απαιτείται για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης να εξετάσουμε και πολύ περισσότερο ν’ αποφανθούμε κατά πόσο τέτοια μαρτυρία συνιστά αναγνώριση από πρόσωπο που είναι σε θέση να γνωρίζει την υπογραφή, ή κατά πόσο πρόκειται για σύγκριση που προϋποθέτει εμπειρογνωμοσύνη. Απλώς υποδεικνύουμε την υπάρχουσα μαρτυρία η οποία και θα έπρεπε, στο βαθμό που έγινε αποδεκτή, να εκτιμηθεί στο τέλος ως προς την αξία και την αποδεικτική της δύναμη, όπως θα είναι παρακάτω η απόφασή μας.
Υπήρχε επίσης μαρτυρία του υπαλλήλου της τράπεζας ότι η τράπεζα διαθέτει ειδική υπηρεσία που χειρίζεται και ελέγχει τις επιταγές και ότι από τη στιγμή που οι επιταγές επιστράφηκαν απλήρωτες με την ένδειξη «αποταθείτε στον εκδότη» εξυπακούεται ότι ελέγχθηκε η υπογραφή με βάση το δείγμα που τηρείται στην τράπεζα.
Το τελευταίο δεν αποτελούσε εικασία του μάρτυρα, αλλά θα μπορούσε να προκύπτει ως λογικό συμπέρασμα από το μαχητό τεκμήριο που έχει θεσπιστεί στο Άρθρο 305Α(3) του Ποινικού Κώδικα, ως προς την αλήθεια της νενομισμένης αναφοράς από το πιστωτικό ίδρυμα (σημείωσης ή σφραγίδας) του λόγου για τον οποίο δεν πληρώθηκε μια επιταγή (έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων, κλείσιμο λογαριασμού ή εντολή μη πληρωμής). Η ρύθμιση αυτή του Νόμου που επήλθε με τροποποίηση, έχει ως αποτέλεσμα την καθιέρωση μαχητού τεκμηρίου κανονικότητας ως προς τη εσωτερική διαδικασία μιας τράπεζας η οποία απολήγει, σε περίπτωση μη πληρωμής, στη συγκεκριμένη κάθε φορά αναφορά επί της επιταγής.
Εν προκειμένω, με το να επιστραφούν οι επιταγές (4 φορές η μία και από 2 φορές οι άλλες δύο) με την ένδειξη «αποταθείτε στον εκδότη», υποδηλώνεται ότι το πρόβλημα για την τράπεζα δεν ήταν μη η αναγνώριση του εκδότη (της υπογραφής του), αλλά η έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων.»
Δεν θεωρούμε ότι το πιο πάνω σκεπτικό του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ισοδυναμεί σε επέκταση του τεκμηρίου και ως προς την υπογραφή της επιταγής από το πρόσωπο που δικαιούτο να την υπογράψει, όπως εισηγείται η συνήγορος του εφεσείοντα.
Μια τέτοια ερμηνεία θα ερχόταν σε αντίθεση με τα πιο κάτω, λεχθέντα στην προγενέστερη υπόθεση ΙΩΑΝΝΟΥ ν. ΝΑΝΑΙΜΟ ΛΙΜΙΤΕΔ και Άλλου (2005) 2 ΑΑΔ 555:
«Απλώς το εδ. (3) διευκολύνει την απόδειξη ότι μια επιταγή δεν έχει τιμηθεί και τους λόγους γιατί δεν τιμήθηκε, χωρίς την ανάγκη να δοθεί προφορική μαρτυρία.»
Στην υπόθεση CORINA SNACKS LIMITED ν. ΟΡΦΑΝΙΔΗ, Ποινική Έφεση αρ. 212/2015, ημερομηνίας 29/5/2018, το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρθηκε στα λεχθέντα στην VBH, ως ακολούθως:
«Όπως αποφασίστηκε στη VBH (CYPRUS) LTD, ανωτέρω, με τη ρύθμιση αυτή του νόμου καθιερώθηκε μαχητό τεκμήριο κανονικότητας, ως προς την εσωτερική διαδικασία μιας τράπεζας η οποία απολήγει, (σε περίπτωση μη πληρωμής, μιας επιταγής), σε, εκ πρώτης όψεως, αποδοχή της αναφοράς επί της επιταγής.
…….
Τονίζουμε ότι αυτά δεν αναφέρονται ως καθοριστικά, από μόνα τους, για το ζήτημα της απόδειξης της υπογραφής, αλλά, όπως είχε υποδειχθεί στη VBH (CYPRUS) LTD, ανωτέρω, αποτελούν στοιχεία τα οποία μπορούν να ληφθούν υπόψιν, ανάλογα με τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης και να συνεκτιμηθούν μέσα στο σύνολο της μαρτυρίας, ως περιστατική μαρτυρία σε σχέση με την πατρότητα και τη γνησιότητα της επιταγής, ως εγγράφου.»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο).
Η δε θεώρηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση CORINA (ανωτέρω), ως προς τα λεχθέντα στην υπόθεση VBH (ανωτέρω), υιοθετήθηκε και στην πιο πρόσφατη υπόθεση OMILOS LAIKOU DISTRIBUTORS LTD v. ΚΑΖΑΜΙΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 179/2021, ημερομηνίας 15/2/2022, ECLI:CY:AD:2022:B63.
Όπως διαφαίνεται από το διαφορετικό αποτέλεσμα στις δύο πιο πάνω υποθέσεις, CORINA SNACKS και OMILOS LAIKOU DISTRIBUTORS LTD, σε κάθε υπόθεση, το Δικαστήριο, δύναται, ανάλογα με την ενώπιον του μαρτυρία, να καταλήξει, παρά την απουσία τόσο αυτόπτη μάρτυρα της υπογραφής των επίδικων επιταγών όσο και μαρτυρίας γραφολόγου, ότι η μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί ήταν αρκετή για να αποδειχτεί, πέραν από κάθε λογική αμφιβολία, ότι ο κατηγορούμενος είχε υπογράψει τις επίδικες επιταγές.
Στην μεν υπόθεση CORINA (ανωτέρω), είχε δοθεί μαρτυρία από δύο πρόσωπα που είχαν προβεί σε συγκρίσεις των επίδικων υπογραφών ο ένας εκ των οποίων, ήταν εξοικειωμένος με την υπογραφή του εφεσίβλητου από προηγούμενη αλληλογραφία και σύγκρινε τις επίδικες υπογραφές με υπογραφές σε επιστολές, που όμως δεν ήταν παρών όταν υπογράφτηκαν. Επίσης, σε κανένα στάδιο δεν ήταν η θέση της υπεράσπισης ότι οι επιταγές είχαν πλαστογραφηθεί, ούτε και ο εφεσίβλητος, που προέβηκε σε ανώμοτη δήλωση, άφησε ανοικτό τέτοιο ενδεχόμενο. Αντίθετα είχε αναφέρει ότι, αν έστω περνούσε από το μυαλό του ότι υπήρχε ακόμα και η ελάχιστη πιθανότητα να μην τιμηθεί κάποια επιταγή, ο ίδιος δεν θα υπέγραφε. Εν όψει, μεταξύ άλλων, των ανωτέρω στοιχείων, το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε ότι η υπογραφή των επιταγών από τον εφεσίβλητο αποδείχθηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Στη δε υπόθεση OMILOS LAIKOU DISTRIBUTORS, το πρόσωπο που προέβη στον όποιο έλεγχο, αν πράγματι είχε γίνει έλεγχος δεν παρουσιάστηκε ως μάρτυρας στη δίκη. Κατά την αντεξέταση του υπαλλήλου του λογιστηρίου της εφεσείουσας υποβλήθηκαν ερωτήσεις ώστε να επιβεβαιωθεί ότι ο μάρτυρας δεν ήταν παρών κατά την υπογραφή τους, ενώ κατά την αντεξέταση της υπαλλήλου της τράπεζας τέθηκε υπό αμφισβήτηση η κατάρτιση του όποιου υπαλλήλου της εκεί εμπλεκόμενης Σ.Π.Ε. που είχε ελέγξει την γνησιότητα της υπογραφής του εκδότη. Ο εκεί εφεσίβλητος τήρησε σιωπή χωρίς να έχει, έστω και εμμέσως παραδεχτεί οτιδήποτε. Εξ ου και το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε ως ακολούθως:
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο διατηρούσε αμφιβολίες και δεν διαμόρφωσε την απαραίτητη βεβαιότητα στη σκέψη του για την ενοχή του Εφεσίβλητου. Η εκτίμηση του ήταν δικαιολογημένη στη βάση της μαρτυρίας που είχε τεθεί ενώπιον του. Η κατάληξη του παραμένει άτρωτη. Επομένως, ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.»
Περαιτέρω σημειώνουμε ότι, στην υπόθεση SPIRITO CONCRETE LTD κ.α. v. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ, Ποινική Έφεση Αρ. 206/2020, ημερομηνίας 1/7/2021, ECLI:CY:AD:2021:B290 το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε ότι θα μπορούσε, να συνυπολογιστεί προς απόδειξη της έκδοσης της επιταγής από τον κατηγορούμενο, μεταξύ άλλων στοιχείων, και το ότι οι ενδείξεις, με βάση τις οποίες οι επίδικες επιταγές επιστρέφονταν απλήρωτες («ανεπαρκή υπόλοιπα»), ως προς την αλήθεια των οποίων το Άρθρο 305Α(3) του Ποινικού Κώδικα δημιουργεί μαχητό τεκμήριο για το λόγο που μια επιταγή δεν πληρώθηκε, υποδήλωναν ότι το πρόβλημα για την τράπεζα δεν ήταν η μη αναγνώριση της υπογραφής του εκδότη ή διαπίστωση πλαστής υπογραφής, αλλά η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων. Ταυτοχρόνως όμως, επισημάνθηκε ότι στην προκειμένη περίπτωση σε κανένα στάδιο δεν ήταν η θέση της Υπεράσπισης ότι οι επίδικες επιταγές είχαν πλαστογραφηθεί και δεν έφεραν την υπογραφή του εφεσείοντα 2.
Εν κατακλείδι, είμαστε της άποψης ότι, όπως προκύπτει από την πιο πάνω μεταγενέστερη της VBH (ανωτέρω), νομολογία, το Άρθρο 305Α(3) του Ποινικού Κώδικα δεν δημιουργεί μαχητό τεκμήριο ως προς το ζήτημα της υπογραφής της επιταγής. Άλλωστε, αν τέτοια ήταν η πρόθεση του νομοθέτη, θα το έπραττε με ρητή αναφορά. Αυτό που προκύπτει από το σκεπτικό της VBH (ανωτέρω), όπως εφαρμόστηκε μετέπειτα από το Ανώτατο Δικαστήριο, στις πιο πάνω αποφάσεις, είναι ότι, ανάλογα με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης, είναι επιτρεπτό να συνυπολογιστεί, ως μέρος της περιστατικής μαρτυρίας, αναφορικά με την πατρότητα και γνησιότητα της επιταγής, και το ότι η εμπλεκόμενη τράπεζα δεν απέρριψε την επίδικη επιταγή λόγω της μη αναγνώρισης της υπογραφής του εκδότη, δεδομένου ότι η υπογραφή δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση.
Τονίζουμε ότι το ζήτημα της έκδοσης της επιταγής από τον κατηγορούμενο, αποτελεί ένα εκ των συστατικών στοιχείων του αδικήματος που προβλέπεται στο Άρθρο 305(Α) του Ποινικού Κώδικα και το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους του κατηγόρου να το αποδείξει στον απαιτούμενο βαθμό. Στην υπόθεση ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ ν. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, (2000) 2 ΑΑΔ 62, λέχθηκαν τα εξής σχετικά:
«Για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής απαιτείται, εκτός άλλων, και απόδειξη ότι ο κατηγορούμενος ήταν ο εκδότης τέτοιας επιταγής. Κατά το άρθρο 3 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, η συναλλαγματική υπογράφεται "από το πρόσωπο που τη δίδει" ενώ σύμφωνα με το άρθρο 73 του ίδιου νόμου η επιταγή είναι συναλλαγματική.»
Πιο πρόσφατα, το Εφετείο, επεσήμανε τη σχέση μεταξύ των δύο πιο πάνω νομοθετημάτων στην υπόθεση Ε.Ν.Α. ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΛΙΜΙΤΕΔ κ.α. v. Π. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΛΙΜΙΤΕΔ, Ποινική Έφεση Αρ.: 134/2022, ημερομηνίας 14/5/2025, στην οποία λέχθηκαν τα εξής:
«Στην υπόθεση L.C.A. Domiki Ltd v. R.K.A. Kikkos Developers Ltd κ.ά. (Αρ.1) (2015) 2 Α.Α.Δ. 18, αποφασίστηκε ότι ο ορισμός της επιταγής στο ερμηνευτικό Άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, δεν μπορεί να αποκλίνει από την έννοια της επιταγής στο Κεφ. 262 (βλ. και Πελεκάνος v. Βαγιανός & Προμαχώνας Λτδ κ.ά., Ποιν. Έφ. 192/21, ημερ. 31.10.2023).»
Εν όψει όλων των πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα, θεωρώντας ότι οι λόγοι έφεσης 2 μέχρι και 5, είναι συναφείς, τους ανέπτυξε στο διάγραμμα αγόρευσής της μαζί και ως εκ τούτου θα εξεταστούν μαζί.
Κατ’ αρχάς, σημειώνουμε ότι στο πλαίσιο των πιο πάνω λόγων έφεσης, προωθούνται θέσεις οι οποίες σχετίζονται με τη θέση του εφεσείοντα που ήδη απορρίφθηκε κατά την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης, και ως εκ τούτου, η εξέταση τους κρίνεται ατελέσφορη και δεν θα μας απασχολήσει.
Απομένει να εξεταστεί η θέση του εφεσείοντα ότι υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου περιστατική μαρτυρία, η οποία εσφαλμένα δεν λήφθηκε υπόψη προς απόδειξη του συστατικού στοιχείου της έκδοσης της επιταγής από τον εφεσίβλητο 2.
Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο του εφεσείοντα στο ότι, σύμφωνα πάντα με την ίδια, δεν αμφισβητήθηκε από τους εφεσίβλητους, η ορθότητα του τεχνικού ελέγχου που έγινε από τις εμπλεκόμενες τράπεζες και περιελάβανε και εξέταση της γνησιότητας της υπογραφής επί των επίδικων επιταγών.
Εξετάσαμε τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας, υπαλλήλων των δύο εμπλεκομένων τραπεζών και θεωρούμε ότι η πιο κάτω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναφορικά με αυτή, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και εντός του επιτρεπτού πλαισίου. Εξήγησε, συναφώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«Από την άλλη, δεν προσφέρθηκαν επαρκή και ικανοποιητικά στοιχεία σε σχέση με την ποιότητα και αξιοπιστία του ελέγχου αυτού, αν πράγματι είχε γίνει έλεγχος, αφού η μαρτυρία των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 περιορίστηκε ουσιαστικά σε παράθεση της διαδικασίας που κατά κανόνα ακολουθείται από την εργοδότρια τους όταν παρουσιάζεται μία επιταγή για πληρωμή, χωρίς οι ίδιοι να είχαν οποιαδήποτε εμπλοκή στον προαναφερόμενο «τεχνικό έλεγχο» και χωρίς να παρουσιαστεί ως μάρτυρας στη δίκη το πρόσωπο που προέβηκε στον όποιο έλεγχο της υπογραφής των επίδικων Επιταγών κατά τον χρόνο που παρουσιάστηκαν για πληρωμή. Ούτε δόθηκε οποιαδήποτε πληροφόρηση για το πρόσωπο αυτό καθώς και για το αν αυτός έχει οποιαδήποτε κατάρτιση στον έλεγχο της γνησιότητας υπογραφών, με την ως άνω αυτούσια περικοπή από την μαρτυρία του Μ.Κ.2 να υποδεικνύει (τουλάχιστον για τις επίδικες Επιταγές της AstroBank) το εντελώς αντίθετο. Περαιτέρω, ουδεμία πληροφόρηση επίσης δόθηκε ως προς τη διαδικασία και το επίπεδο βεβαιότητας του όποιου ελέγχου μπορεί να έγινε από πλευράς Τράπεζας στην υπογραφή των επίδικων Επιταγών…».
Περαιτέρω, θεωρούμε σημαντικό να επισημάνουμε ότι, κατά την αντεξέταση των εν λόγω μαρτύρων, αναδείχθηκε το ότι οι ίδιοι δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν την υπογραφή επί των επίδικων επιταγών και το ότι ουδέποτε διενήργησαν οποιοδήποτε σχετικό έλεγχο. Η δε έλλειψη πληροφόρησης ως προς τη διαδικασία ελέγχου των υπογραφών στο πλαίσιο του τεχνικού ελέγχου που διενήργησαν εν προκειμένω οι εμπλεκόμενες τράπεζες, προκύπτει από την κυρίως εξέταση των εν λόγω μαρτύρων. Δεν θεωρούμε ότι για να ληφθεί υπόψη η έλλειψη αυτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, θα έπρεπε να αποτελέσει και αντικείμενο της αντεξέτασης.
Δεύτερο παράπονο του εφεσείοντα αποτελεί το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συνυπολόγισε το ότι οι επίδικες επιταγές αποτελούσαν μέρος μεγαλύτερου αριθμού επιταγών εκδομένων από τον εφεσίβλητο 2, οι οποίες παραδόθηκαν στον εφεσείοντα προς εξόφληση τιμήματος για αγορά φθαρτών από αυτόν, και οι οποίες τιμήθηκαν χωρίς οι εφεσίβλητοι να θέσουν θέμα πλαστογραφίας της υπογραφής επί αυτών. Η συνήγορος θεωρεί ότι έπρεπε να δοθεί βαρύτητα στο ότι θέμα πλαστογραφίας τέθηκε από τους εφεσίβλητους μόνο για τις επιταγές που δεν τιμήθηκαν λόγω έλλειψης κεφαλαίων.
Η συνήγορος υποστηρίζει επίσης, ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη ότι δεν προσκομίσθηκε μαρτυρία από τους εφεσίβλητους που να δεικνύει ότι προέβησαν σε καταγγελία στην αστυνομία για την επικαλούμενη από αυτούς πλαστογραφία. Το ίδιο εισηγείται και για το ότι ο εφεσίβλητος 2 υπέγραφε με δύο διαφορετικούς τρόπους, και, ως εκ τούτου, θα ήταν απίθανο για κάποιο πρόσωπο να μπορούσε να πλαστογραφήσει και τους δύο αυτούς τρόπους υπογραφής.
Υιοθετώντας τα πιο κάτω λεχθέντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτουμε, με κάθε σεβασμό, την εισήγηση της συνηγόρου του εφεσείοντα.
«Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, στους Κατηγορούμενους αποδίδεται η διάπραξη του αδικήματος του άρθρου 305 (Α) (1) του Κεφ. 154, για την στοιχειοθέτηση του οποίου η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος να αποδείξει, σωρευτικά, όλα τα συστατικά του στοιχεία πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην Λοΐζου ν. Αστυνομίας (ανωτέρω):
«Η απόδειξη της κατηγορίας και κάθε στοιχείου που τη συνιστά, βαρύνει εξ ολοκλήρου την Κατηγορούσα Αρχή. Δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες κι' αν είναι. Κενά αναφορικά με την ύπαρξη των πρωτογενών γεγονότων που συνιστούν και αποδεικνύουν το αδίκημα αφήνουν την κατηγορία ατεκμηρίωτη και έκθετη σε απόρριψη.»
Συνακόλουθα, οι λόγοι έφεσης 2-5 δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α. (αν υπάρχει) προς όφελος των εφεσιβλήτων και εις βάρος του εφεσείοντα.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ- ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο