ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
19 Σεπτεμβρίου 2025
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
(Ποινική Έφεση Αρ.: 151/2023)
V. B.
Εφεσείοντας
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
(Ποινική Έφεση Αρ.: 152/2023)
V. P.
Εφεσείοντας
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
(Ποινική Έφεση Αρ.: 156/2023)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ
Εφεσείων
v.
V. B.
Εφεσίβλητος
__________________________
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον δικαστή Μ. Πική.
Ρ. Βραχίμης, για τον Εφεσείοντα στις 151/2023 και 152/2023 και για τον Εφεσίβλητο στην 156/2023
Χ. Κυθραιώτου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη στις 151/2023 και 152/2023 και για τον Εφεσείοντα στην 156/2023
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Δ.: Στις 28.6.2023,το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, κατόπιν μακράς ακροαματικής διαδικασίας, καταδίκασε τους Εφεσείοντες στις Εφέσεις 151/2023 και 152/2023 (στο εξής ο Εφεσείοντας στην 151/2023 θα καλείται ως «ο Εφεσείοντας 1» και ο Εφεσείοντας στην 152/2023 ως «ο Εφεσείοντας 2»). Ο Εφεσείοντας 1 κρίθηκε ένοχος στις ακόλουθες κατηγορίες: (1) Σεξουαλική Εκμετάλλευση Παιδιού κατά παράβαση των Άρθρων 11 και 12 του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2014, Ν. 60(Ι)/2014, (κατηγορία 2), (2) Μαστροπεία κατά παράβαση του Άρθρου 157(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (κατηγορία 6), (3) Απειλή κατά παράβαση του Άρθρου 91Α του Κεφ. 154 (κατηγορία 9), (4) Κοινή επίθεση κατά παράβαση του Άρθρου 242 του Κεφ. 154 (κατηγορία 10), (5) Παρακράτηση Προσωπικών εγγράφων κατά παράβαση του Άρθρου 16 του Ν.60(Ι)/2014 (κατηγορία 11), (6) Σεξουαλική Εκμετάλλευση Ενήλικου κατά παράβαση του Άρθρου 9(ε) του Ν.60(Ι)/2014, (κατηγορία 14), (7) Οικονομική βία κατά παράβαση των Άρθρων 5(δ) και 8 του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και περί Συναφών Θεμάτων Νόμος του 2021 (Ν. 115(I)/2021) (κατηγορία 15). Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 6 ετών (κατηγορία 2), 1 έτους (κατηγορία 6), 4 μηνών (κατηγορία 9), 2 μηνών (κατηγορία 10), 1 έτους (κατηγορία 11), 5 ετών (κατηγορία 14), και 1 έτους (κατηγορία 15).
Με την ίδια απόφαση κρίθηκε ένοχος ο Εφεσείων 2 στις κατηγορίες (1) Είσπραξης Υπηρεσιών Θύματος κατά παράβαση του Άρθρου 17 Α του Ν.60(Ι)/2014 (κατηγορία 7), και (2) Βιασμού κατά παράβαση του Άρθρου 144 του Κεφ. 154 (κατηγορία 8). Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2,5 ετών (κατηγορία 7) και 3 ετών (κατηγορία 8).
Οι Εφεσείοντες 1 και 2 ήταν οι κατηγορούμενοι 1 και 3 αντίστοιχα στην πρωτόδικη διαδικασία.
Οι Εφεσείοντες προσβάλλουν την καταδίκη τους με έξι λόγους έφεσης, οι οποίοι είναι εν πολλοίς ταυτόσημοι, με εξαίρεση (i) του δεύτερου λόγου έφεσης, ο οποίος για τον Εφεσείοντα 1 αφορά τη μη απόδειξη των συστατικών στοιχείων της δεύτερης κατηγορίας, ενώ για τον Εφεσείοντα 2, ότι εσφαλμένα κρίθηκε αναξιόπιστος, και (ii) του τέταρτου λόγου έφεσης, με τον οποίο ο Εφεσείων 1 αμφισβητεί την ορθότητα της καταδίκης του για το αδίκημα της άσκησης οικονομικής βίας, ενώ ο Εφεσείων 2 υποστηρίζει ότι υπήρξε αντιφατικότητα των εκδοχών της κατηγορούσας αρχής. Με τους υπόλοιπους τέσσερεις λόγους έφεσης προσβάλλονται εν συντομία τα εξής: (α) το εύρημα αξιοπιστίας της παραπονούμενης (πρώτος λόγος), (β) η κατ’ ισχυρισμό πλημμελής διερεύνηση της υπόθεσης με αποτέλεσμα την παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης (τρίτος λόγος), (γ) η κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη διαπίστωση γεγονότων και εξαγωγή εσφαλμένων συμπερασμάτων (πέμπτος λόγος), και (δ) η κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη καταδίκη, καθώς η προσαχθείσα μαρτυρία δεν αποδεικνύει τα αδικήματα πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (έκτος λόγος)."
Πέραν της καταδίκης και οι δυο Εφεσείοντες καταχώρισαν εφέσεις κατά της ποινής. Ο Εφεσείων 1 με τον λόγο έφεσης 7 υποστηρίζει ότι η ποινή που επιβλήθηκε στις κατηγορίες 2 και 14 είναι έκδηλα υπερβολική. Ο Εφεσείων 2 με τον λόγο έφεσης 7 προβάλλει ως εσφαλμένη την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Κακουργιοδικείου για μη αναστολή των ποινών φυλάκισης, ενώ με τον λόγο έφεσης 8 προσβάλλει την ποινή στην κατηγορία 7 ως έκδηλα υπερβολική. Με ξεχωριστή έφεση του Γενικού Εισαγγελέα προσβάλλονται ως έκδηλα ανεπαρκείς οι επιβληθείσες ποινές στις κατηγορίες 2 και 14. Σημειωτέον ότι δεν καταχωρήθηκε έφεση κατά της 3ετούς ποινής φυλάκισης του Εφεσείοντος 2 για το αδίκημα του βιασμού στην κατηγορία 8.
Για σκοπούς ορθής αντίληψης των λόγων έφεσης, οι οποίοι εξετάζονται στη συνέχεια, θεωρούμε χρήσιμο να αναφερθούμε στα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, ως προκύπτουν μέσα από τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου.
Τα ουσιώδη γεγονότα
Στις 3.9.2021, ο Εφεσείων 1 μετέβη με το αυτοκίνητο του στην κατοικία της 17χρονης, τότε, παραπονούμενης, η οποία διέμενε με τη μητέρα της, σε χωριό της Επαρχίας Λάρνακας. Τον συνόδευαν ο ΜΚ5 και τρίτο πρόσωπο. Σκοπός της επίσκεψης ήταν ο Εφεσείων 1 να γνωρίσει («πλασαριστεί») την παραπονούμενη όπως ο ίδιος το ζήτησε. Ο ΜΚ5 γνώριζε και είχε σεξουαλικές επαφές με την παραπονούμενη. Πριν το συγκεκριμένο βράδυ, ο Εφεσείων 1, είχε δει βίντεο της παραπονούμενης στο οποίο αυνανιζόταν, το οποίο η ίδια είχε στείλει στο τρίτο πρόσωπο.
Της μετάβασης στην κατοικία της παραπονούμενης, προηγήθηκε τηλεφώνημα του ΜΚ5 προς την παραπονούμενη ότι θα πήγαινε να τη συναντήσει. Στο παράθυρο της παραπονούμενης εμφανίστηκε πρώτα ο ΜΚ5 και της είπε ότι θα της φέρει κάποιον, εκείνη του είπε να μην τον φέρει και ότι είναι μαζί του που ήθελε να συναντηθεί, πλην όμως ο ΜΚ5 απομακρύνθηκε και στη συνέχεια εμφανίστηκε στο παράθυρο της ο Εφεσείων 1. Μετά από κάποια προκαταρκτική συζήτηση γνωριμίας ο Εφεσείων 1 συνευρέθηκε με την παραπονούμενη. Της απέκρυψε την πραγματική του ηλικία (34 ετών) και την οικογενειακή του κατάσταση (παντρεμένος με 3 παιδιά), λέγοντας της ότι ήταν 29 ετών, και χώρισε με τη φίλη του η οποία τον απάτησε, πράγμα το οποίο τον πλήγωσε συναισθηματικά. Στο δωμάτιο της παραπονούμενης υπήρχαν έτοιμες βαλίτσες. Μετά τη συνεύρεση ο Εφεσείων 1 ρώτησε την παραπονούμενη για τις βαλίτσες, οπόταν αυτή του εξήγησε «ότι κατά το τελευταίο διάστημα δεν είχε καλές σχέσεις με τη μητέρα της, ότι είχαν συχνά τσακωμούς, δεν ήταν καλά μεταξύ τους και για να μη τη διώξει πρώτη, ήθελε να φύγει από το σπίτι της». Μάλιστα της είχε δηλώσει ότι αν έκανε κάτι θα την έστελνε Ρουμανία. Μετά που του εξήγησε την κατάσταση της, ο Εφεσείων 1 της «είπε ότι του άρεσε και θα την βοηθούσε» και «της πρότεινε να έλθει μαζί του στη Λευκωσία, να είναι ερωμένη του και εκείνος θα κανόνιζε το ενοίκιο της, το σχολείο της, θα της έβρισκε εργασία και θα την στήριζε οικονομικά μέχρι να έπαιρνε κάποιο μισθό». Η παραπονούμενη του είπε ότι ήθελε λίγο χρόνο για να το σκεφτεί.
Η ίδια συζήτηση συνεχίστηκε στις τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχαν τις επόμενες μέρες. Στο μεταξύ η παραπονούμενη έμαθε από δική της έρευνα στο Facebook ότι ο Κατηγορούμενος 1 είχε σύζυγο και παιδιά, το οποίο επιβεβαίωσε σε επικοινωνία που είχε με τον ΜΚ5, πλην όμως το αποδέχθηκε στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Ο Εφεσείων 1 της είχε πει πως την αγαπά, ότι δεν είχε σεξουαλικές επαφές με τη σύζυγο του και ήθελε την ίδια ως ερωμένη στη Λευκωσία. Υπήρξαν τουλάχιστον τέσσερεις επισκέψεις του Εφεσείοντα 1 στην κατοικία της παραπονούμενης από την πρώτη γνωριμία τους μέχρι τις 9.9.2021 που την μετέφερε στη Λευκωσία. Τούτο συνέβη μετά που τσακώθηκε ξανά με τη μητέρα της, η οποία της είπε ότι αν φύγει δεν θα την δεκτεί πίσω και να μην της ξανατηλεφωνήσει. Κατά τον χρόνο εκείνο ο Εφεσείων 1 γνώριζε ότι η παραπονούμενη ήταν δεκαεπτά χρόνων και είχε ακόμη μια τάξη για να τελειώσει το Λύκειο.
Όταν μετέβη στη Λευκωσία η παραπονούμενη είχε περί τα €350 στην πιστωτική της κάρτα (οικονομίες από την καλοκαιρινή της εργασία) τα οποία κατά το πλείστον ξόδεψε το πρώτο δεκαήμερο, πληρώνοντας, μεταξύ άλλων, είτε ποτά στις κοινές εξόδους της με τον Εφεσείοντα 1, είτε βενζίνη για το αυτοκίνητο του. Από την αρχή ο Εφεσείων 1 προσπάθησε ανεπιτυχώς να εκπορνεύσει την παραπονούμενη, προτείνοντας της να προβαίνουν σε από κοινού σεξουαλικές πράξεις στο διαδίκτυο, είτε να προβαίνει μόνη της σε σεξουαλικές πράξεις σε κάμερα στο διαδίκτυο και να την βλέπουν, εισπράττοντας χρήματα, λέγοντας της ότι θα του κάνει πολλά λεφτά και θα αλλάξει μάλιστα και το αυτοκίνητο του. Το οποίο επανέλαβε σε φίλους και γνωστούς. Από της αφίξεως της στη Λευκωσία, μέχρι την εκπόρνευσή τής (2.10.2019), η παραπονούμενη άλλαξε διάφορους τόπους προσωρινής διαμονής στους οποίους την πήρε ο Εφεσείων 1, μέχρι να της εξεύρει ενοικιαζόμενο διαμέρισμα. Πρώτα την πήρε στο σπίτι φίλου του (ΜΥ.7) στην Αγροκηπιά, μετά στον αδελφό του στα Λύμπια (11.9.2021) (και οι δυο την προσέγγισαν ερωτικά και γι’ αυτό ζήτησε να φύγει) και ακολούθως σε σπίτι στην περιοχή Λήδρας (12.9.2021). Εκεί διέμενε φίλος του με τη σύζυγο του Β. η οποία ανάφερε στην παραπονούμενη ότι ήταν πόρνη και φυλακίστηκε στο παρελθόν για πορνεία. H B. η οποία κυκλοφορούσε γυμνή στο σπίτι πρότεινε στην παραπονούμενη να γίνει πόρνη, αν ήθελε να κερδίσει εύκολα χρήματα, και να λαμβάνει η ίδια μερίδιο, πράγμα το οποίο η παραπονούμενη αρνήθηκε. Ακολούθως ο Εφεσείων 1 την πήρε ξανά να διαμείνει προσωρινά με τον ΜΥ7 (16.9.2021) (ο οποίος αυτή τη φορά δεν την προσέγγισε ερωτικά). Μετά τις 19.9.2021, η παραπονούμενη εξηύρε εργασία στο Mall of Cyprus στα Λατσιά, και ζήτησε από τον Εφεσείοντα 1 να της βρει πλησιέστερο χώρο διαμονής. Στις 23.9.2021, της βρήκε ενοικιαζόμενο διαμέρισμα ενός υπνοδωματίου στην Έγκωμη, το οποίο όμως είχε πολλές βασικές ελλείψεις. Κατά τον χρόνο εκείνο η παραπονούμενη είχε ήδη ενηλικιωθεί.
Το ενοίκιο είχε συμφωνηθεί στα €180 και ο Εφεσείων 1 ανέφερε στην παραπονούμενη ότι θα το κατέβαλλε ο ίδιος μέχρις ότου πληρωθεί από την εργασία της, οπόταν θα του το επέστρεφε. Στην πραγματικότητα ο Εφεσείων 1 δεν κατέβαλε κανένα ποσό ενοικίου καθότι δεν διέθετε χρήματα. Επειδή πλέον η παραπονούμενη περιήλθε σε δεινή οικονομική κατάσταση, στερούμενη τα αναγκαία προς το ζην, αναγκάστηκε να πωλήσει τον σταυρό της έναντι ποσού €118. Ο Εφεσείων 1 διευθέτησε με τον προηγούμενο ένοικο του διαμερίσματος να πάρει την παραπονούμενη να το καθαρίσει. Εκεί αυτός της είπε πως άκουσε από τον Εφεσείοντα 1 ότι ήθελε να αρχίσει την πορνεία και έψαχνε για πελάτες, πράγμα το οποίο ενόχλησε την παραπονούμενη η οποία διαμαρτυρήθηκε έντονα στον Εφεσείοντα 1. Υπήρξε και, κατ’ ισχυρισμό, σεξουαλική παρενόχληση από το εν λόγω άτομο για την οποία καταχωρίστηκε ξεχωριστή ποινική υπόθεση.
Μετά τις 23.9.2021 η παραπονούμενη παρουσίασε προβλήματα υγείας λόγω κολπικής μόλυνσης, αιματουρίας και πυρετού. Λόγω έντονων πόνων που της δημιουργούσε αυτή η κατάσταση, στις 30.9.2021, ζητούσε επίμονα από τον Εφεσείοντα 1 να την πάρει σε γιατρό. Ο Εφεσείων 1 της έλεγε πως ίδιος δεν είχε χρόνο ούτε λεφτά να πληρώσει σε γιατρούς και της πρότεινε εφόσον χρειαζόταν χρήματα να κάνει σεξ με ένα πελάτη που είναι διατεθειμένος να τους δώσει €50 και πως η ίδια θα χρειαζόταν και άλλα λεφτά «αν ήθελε να είναι εντάξει». Της έλεγε ότι μόνο με την πορνεία μπορεί να εξασφαλίσει μια φυσιολογική ζωή. Οι συζητήσεις για σεξ με πελάτες επί πληρωμή άρχισαν περίπου 2-3 μέρες πριν την πάρει στο διαμέρισμα στην Έγκωμη. Σημειωτέον ότι καθόν χρόνο η παραπονούμενη βρισκόταν στη Λευκωσία δεν είχε καμία επικοινωνία με τη μητέρα της, η οποία δεν την ήθελε και δεν της απαντούσε το τηλέφωνο. Την 1.10.2021, η παραπονούμενη είχε σύντομη συνάντηση στο Mall of Cyprus, όπου εργαζόταν, με τη φίλη της, ΜΚ8, η οποία την βρήκε πολύ πιο αδύνατη, πολύ ταλαιπωρημένη και χλωμή.
Στις 2.10.2021 ο Εφεσείων 2 έλαβε τον αριθμό τηλεφώνου της παραπονούμενης από τον ΜΚ4. Του τον είχε δώσει προηγουμένως ο Εφεσείων 1, ως αριθμό τηλεφώνου κοπέλας η οποία εκπορνευόταν. Το ίδιο βράδυ ο Εφεσείων 1, ο οποίος βρισκόταν σε πάρτι με την παραπονούμενη, συνέχιζε τις παροτρύνσεις του προς την ίδια για να κάνει σεξ επ’ αμοιβή με ένα ρουμάνο πελάτη επειδή είχε ανάγκη από χρήματα, ενώ ο ίδιος δεν μπορούσε οικονομικά να τη βοηθήσει. Ένεκα της δεινής οικονομικής κατάστασης στην οποία περιήλθε, στερούμενη τα αναγκαία προς το ζην, η παραπονούμενη λύγισε και απεδέχθη να εκπορνευθεί. Έχοντας υπόψη όσα της έλεγε ο Εφεσείων 1 προηγουμένως για σεξ με κάποιον ρουμάνο επ’ αμοιβή, η παραπονούμενη γνώριζε ότι αυτό θα ήταν κολπικό και στοματικό σεξ διάρκειας μισής ώρας, έναντι ποσού €50. Στη συνέχεια, ο Εφεσείων 2 πήρε την παραπονούμενη τηλέφωνο, την ρώτησε αν είναι διαθέσιμη και συνεννοήθηκαν να συναντηθούν κάτω από το διαμέρισμα της. Η παραπονούμενη αποχώρησε από το πάρτι με τον Εφεσείοντα 1, ο οποίος την οδήγησε στο διαμέρισμά της όπου, στον χώρο στάθμευσης, την ανέμενε ο Εφεσείων 2. Η παραπονούμενη ζήτησε από τον Εφεσείοντα 2 να της αγοράσει προφυλακτικά, επειδή είχε ιδιαίτερη ανησυχία για θέματα ασθενειών, ενώ η ίδια κατευθύνθηκε στο διαμέρισμα για να ετοιμαστεί. Οι δύο Εφεσείοντες πήγαν σε περίπτερο, όπου αγόρασαν προφυλακτικά καθώς και το ποτό που η παραπονούμενη είχε ζητήσει από τον Εφεσείοντα 1 για να μπορέσει να κάνει σεξ με τον Εφεσείοντα 2. Ενόσω περίμεναν την παραπονούμενη να ετοιμαστεί, ο Εφεσείων 2 ρωτήθηκε από τον Εφεσείοντα 1 αν γνωρίζει και άλλα άτομα για να επισκεφτούν την παραπονούμενη, επειδή, όπως του είπε, έψαχνε και άλλους πελάτες. Μετά από λίγο επέστρεψαν στο διαμέρισμα της παραπονούμενης μαζί με τα προφυλακτικά και το ποτό, οπότε ο Εφεσείων 1 αποχώρησε αφήνοντάς τους μόνους.
Στο διαμέρισμα, ο Εφεσείοντας 2 συζήτησε με την παραπονούμενη τις θλιβερές περιστάσεις που την οδήγησαν στην πορνεία, ότι δηλαδή έφυγε από τη Λάρνακα επειδή τσακώθηκε με τη μητέρα της και ότι αναγκάστηκε για πρώτη φορά να εκδοθεί διότι είχε ανάγκη από χρήματα. Του είπε επίσης ότι βρισκόταν σε σχέση με τον Εφεσείοντα 1. Μετά από κάποιες προκαταρτικές ερωτικές περιπτύξεις η παραπονούμενη έφερε το κουτί με τα προφυλακτικά. Ξεκίνησε να του κάνει στοματικό έρωτα και στη συνέχεια δοκίμασε δυο φορές ανεπιτυχώς να του φορέσει στο πέος το προφυλακτικό, αλλά δεν του έμπαινε επειδή του ήταν μικρό. Το τι επακολούθησε περιγράφεται πολύ παραστατικά στο ακόλουθο απόσπασμα, από την κατάθεση της παραπονούμενης έγγραφο «Δ» (σελ. 4-6), που αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασής της, το οποίο παρατίθεται αυτούσιο στην εκκαλούμενη απόφαση, σελ. 102-103:
«Αυτός τότε ξεκίνησε να μου λέει στα Ρουμάνικα «Μα τωρά θα με αφήσεις έτσι;» και εγώ επέμενα ότι δεν θα έκανα κανονικό σεξ μαζί του, δηλαδή δεν θα έβαζε το πέος του μέσα στο αιδοίο μου. Σε κάποια φάση, σταμάτησα να του κάνω στοματικό σεξ, και αυτός με ξάπλωσε ανάσκελα πάνω στο κρεβάτι, δηλαδή έβλεπα προς το ταβάνι, και ξεκίνησε να μου βάζει δάχτυλα στο αιδοίο μου. Νομίζω πρέπει να μου έβαλε τρία δάχτυλα. Εγώ δεν είπα κάτι ούτε αρνήθηκα γιατί ήθελα τα λεφτά αλλά του το έκανα ξεκάθαρο ότι δεν θα κάναμε κανονικό σεξ γιατί δεν του έμπαιναν τα προφυλακτικά. Όπως ήμουν ανάσκελα, ο άνδρας αυτός ξάπλωσε πάνω μου κρατώντας με κάτω με το βάρος του σώματος του και ένοιωσα ότι ήταν σε στύση γιατί ένοιωθα το πέος του πάνω στην κοιλιά μου σκληρό, τότε κατάλαβα ότι ήθελε να μπει μέσα μου και έκλεισα με δύναμη τα πόδια μου, αλλά αυτός μου τα άνοιγε με δύναμη. Του ζήτησα να σταματήσει, όμως αυτός μου έλεγε «δεν θα κάνω κάτι» αλλά ήταν ολοφάνερο το τι προσπαθούσε να κάνει, προσπαθούσε να μπει μέσα μου, δηλαδή να βάλει το πέος του στο αιδοίο μου παρά την θέληση μου. Συνέχισα να προσπαθώ να κλείσω τα πόδια μου και να τον απωθήσω να φύγει από πάνω μου, με όλη την δύναμη που είχα εκείνη την στιγμή, γιατί έτσι δεν θα κατάφερνε να μπει μέσα μου, αλλά δεν τα κατάφερα. Αυτός μου άνοιξε τα πόδια μου με τα χέρια του με την βία και την δύναμη που έβαλε και έβαλε το πέος του μέσα στο αιδοίο μου. Από το πρώτο λεπτό που έβαλε το πέος του μέσα στο αιδοίο μου, ξεκίνησα να νοιώθω έντονο πόνο. Εγώ του έλεγα συνέχεια να σταματήσει χωρίς να με ακούει. Ξεκίνησε να μπαινοβγαίνει το πέος του μέσα στο αιδοίο μου και αφού κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να τον απωθήσω από πάνω μου και δεν σταματούσε που του έλεγα, σταμάτησα να αντιστέκομαι και περίμενα πότε ήταν να τελειώσει για να φύγει από πάνω μου. Το μόνο που συνέχιζα να κάνω ήταν να κλαίω από τον πόνο πού ένιωθα μέσα στο αιδοίο μου. Αυτό πρέπει να διήρκησε περίπου 15 λεπτά και τότε ο πελάτης Ρουμάνος μου ζήτησε να γυρίσω στα τέσσερα. Εγώ, επειδή πλέον ένιωθα παραδομένη, δηλαδή δεν μπορούσα με τίποτα να ξεφύγω από την κατάσταση που βρέθηκα, γύρισα στα τέσσερα, δηλαδή ήμουνα γονατιστή με τα χέρια μου ακουμπισμένα μπροστά στο κρεβάτι. Αυτός, ήρθε από πίσω μου και έβαλε το πέος του στο αιδοίο μου και ξεκίνησε ξανά να μπαινοβγαίνει μέσα μου. Εγώ πονούσα ακόμη περισσότερο και βογκούσα, δηλαδή φώναζα πολύ δυνατά. ..... Σε κάποια φάση ξεκίνησε να κτυπά το τηλέφωνο μου και είπα του πελάτη Ρουμάνο (sic) να σταματήσει αλλά αυτός δεν σταματούσε. Ύστερα από λίγο, ξεκίνησε να κτυπά η πόρτα του διαμερίσματος μου, και εγώ κατάλαβα ότι αυτός που κτυπούσε ήταν ο VίοreΙ και τότε μόνο o πελάτης Ρουμάνος έβγαλε το πέος του από μέσα από το αιδοίο μου, ντύθηκε και άφησε 50 ευρώ στο κομοδίνο και έφυγε. Δεν τελείωσε, δηλαδή δεν έχυσε, και αυτό μου το είπε όταν έφευγε. Αφού άνοιξε την πόρτα και έφυγε, μπήκε μέσα o Viorel».
(ιδία υπογράμμιση και έμφαση)
Η παραπονούμενη ανέφερε στον Εφεσείοντα 1 ότι αυτός που της έφερε την βίασε με το ζόρι. Του εξήγησε τι έγινε αλλά αυτός δεν έκανε τίποτα, αντ’ αυτού, της φώναζε γιατί έκανε κάτι τέτοιο και πως αυτό ήταν απλά ένα τεστ για να δει αν θα έκανε κάτι. Αργότερα το ίδιο βράδυ πήρε €30-40 από το πορτοφόλι της και έφυγε. Στις 4.10.2021 ο Εφεσείων 1 βρήκε την παραπονούμενη στο διαμέρισμα του πρώην κατηγορούμενου 2, ο οποίος διέμενε με τη μητέρα του στην ίδια πολυκατοικία. Τις προηγούμενες μέρες ο κατηγορούμενος 2 είχε συμπαρασταθεί στην παραπονούμενη, με φαγητό και μικροποσά (10 ευρώ) τα οποία τις έδινε, και από την 1.10.2021, της είχε εκφράσει την αγάπη του. Ο Εφεσείων 1 αντιλήφθηκε ότι η παραπονούμενη και ο πρώην κατηγορούμενος 2 είχαν σεξουαλική επαφή και θύμωσε πάρα πολύ.
Ακολούθως, ο Εφεσείων 1 πήρε την παραπονούμενη στις πρώτες βοήθειες και έμεινε μαζί της μέχρι να τελειώσει τις ιατρικές της εξετάσεις, όπου διαπιστώθηκε ουρολοίμωξη και της χορηγήθηκαν αναλγητικά και αντιβίωση. Ενώ περίμεναν να την δει γιατρός της έλεγε ότι την αγαπά και να μην ξαναπάει με άλλον για χρήματα γιατί ο ίδιος ζηλεύει. Αντιλαμβανόμενος ότι αυτή έστελνε μηνύματα στον πρώην κατηγορούμενο 2 την έπιασε από τον λαιμό βίαια και την ρωτούσε για ποιο λόγο έκανε σεξ μαζί του. Στην πορεία έφτασε στις πρώτες βοήθειες και ο πρώην κατηγορούμενος 2, οπόταν οι δυο άντρες τσακώθηκαν μεταξύ τους. Ο Εφεσείων 1 απείλησε ότι θα σκοτώσει και τους δυο, αφαίρεσε από την παραπονούμενη τα κλειδιά του διαμερίσματος της και έφυγε. Το βράδυ η παραπονούμενη έμεινε στο διαμέρισμα του πρώην κατηγορούμενου 2.
Την επομένη ημέρα (5.10.2021) κατέφθασε στο εν λόγω διαμέρισμα ο Εφεσείων 1, χτυπώντας την πόρτα επίμονα. Όταν η παραπονούμενη του άνοιξε, την άρπαξε με δύναμη και την έβαλε στο αυτοκίνητο του, εμποδίζοντας την να πάει στην εργασία της. Της είπε πως είτε θα μείνει αποκλειστικά μαζί του ή θα την στείλει πίσω στη μάνα της. Της έπιασε το πορτοφόλι, το τηλέφωνο, την ταυτότητα, τις κάρτες λεωφορείου και την πήρε να μείνει με τον αδελφό του στα Λύμπια. Δεν της επέτρεπε να πάει πουθενά. Στη συνέχεια κατόπιν εκκλήσεων της παραπονούμενης να την φύγει από εκεί, επειδή της «κολλούσε» έντονα ο αδελφός του, την πήρε σε σπίτι στον Άγιο Δομέτιο, όπου διέμεινε μέχρι τις 16.10.2021. Μετά πάροδο μερικών ημερών ο Εφεσείων 1 επέστρεψε στην παραπονούμενη τα προσωπικά αντικείμενα τα οποία της είχε αφαιρέσει.
Στις 15.10.2021 λόγω της πολύ άσχημης ψυχολογικής κατάστασης στην οποία περιήλθε, η παραπονούμενη έκανε απόπειρα αυτοκτονίας, παίρνοντας πολλά χάπια. Στις 16.10.2021 ήρθε στη Λευκωσία η φίλη της (ΜΚ8) η οποία είχε ενημερωθεί από την παραπονούμενη για την απόπειρα αυτοκτονίας. Τη βρήκε ακόμη πιο αδύνατη και ταλαιπωρημένη από την προηγούμενη φορά που την είδε, οπότε αντελήφθη ότι ήταν επικίνδυνο να παραμείνει άλλο στη Λευκωσία. Επειδή δεν είχαν μεταφορικό μέσο για να επιστρέψουν στη Λάρνακα, η παραπονούμενη τηλεφώνησε στον Εφεσείοντα 1 και τον απείλησε ότι αν δεν τις πάρει στη Λάρνακα θα τα πει όλα στη γυναίκα του. Αυτός επειδή φοβήθηκε τις πήρε. Ακολούθως, η παραπονούμενη ενημέρωσε τη μητέρα της και τη σύμβουλο του σχολείου της (ΜΚ13), στο οποίο επέστρεψε μετά πάροδο μερικών ημερών, για αυτά που της είχαν συμβεί.
Στις 29.10.2021 η παραπονούμενη μετέβη με τη μητέρα της στη Ρουμανία για μικρό χρονικά διάστημα προκειμένου να ηρεμήσει, όπου διαπίστωσε ότι ήταν έγκυος. Ακολούθησε ενημέρωση της Αστυνομίας και λήψη καταθέσεων από το Σχολείο. Στο μεταξύ η παραπονούμενη διατηρούσε επικοινωνία με τον πρώην κατηγορούμενο 2, καθότι πίστευε ότι το παιδί ήταν δικό του. Στις 7.11.2021 επέστρεψε στην Κύπρο όπου διέμεινε για 2-3 μέρες στο σπίτι της ΜΚ.8. Ακολούθως την παρέλαβε κοινωνική λειτουργός και ακολούθησε φιλοξενία της στο ΣΠΑΒΟ (Σύνδεσμος για την Πρόληψη και την Αντιμετώπιση της Βίας στην Οικογένεια). Σε γυναικολογική εξέταση στην οποία υπεβλήθη στην Κύπρο, στις 11.11.2021, πληροφορήθηκε ότι ήταν έγκυος 7 βδομάδων. Βάσει τούτου αντελήφθη πως το παιδί το οποίο εγκυμονούσε ήταν του Εφεσείοντος 1. Μετά την επάνοδο της παραπονούμενης στην Κύπρο ακολούθησε η λήψη καταθέσεων της από την Αστυνομία (Έγγραφα «Γ», «Δ», «Ε») και η εν γένει διερεύνηση της υπόθεσης.
Μετά την καταγγελία στην Αστυνομία η παραπονούμενη υπεβλήθη σε ψυχολογική αξιολόγηση όπου διαπιστώθηκε ότι έπασχε από οριακή διαταραχή προσωπικότητας.
(Ι) Η αξιολόγηση της μαρτυρίας.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης και στις δυο εφέσεις προσβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα αξιοπιστίας της παραπονούμενης στο οποίο στηρίχτηκε η καταδίκη των Εφεσειόντων. Προβάλλεται επίσης ότι εσφαλμένα η μαρτυρία της παραπονούμενης αποτέλεσε τη βάση καταδίκης των Εφεσειόντων χωρίς ενισχυτική μαρτυρία. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης του Εφεσείοντος 2 προσβάλλεται η απόρριψη της μαρτυρίας του ως αναξιόπιστης.
Στα διαγράμματα αγόρευσης αναπτύσσονται εκτενώς οι λόγοι αναξιοπιστίας της παραπονούμενης, οι οποίοι κατά το πλείστον αποτελούν επανάληψη των όσων προβλήθηκαν πρωτοδίκως στις τελικές αγορεύσεις. Κεντρική θέση των Εφεσειόντων, όπως εκφράστηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο τους, είναι ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης δεν θα μπορούσε να γίνει πιστευτή από κανένα λογικό δικαστήριο καθώς βρίθει αντιφάσεων, αντινομιών, και υπερβολών, στοιχεία τα οποία επιμαρτυρούν ότι είναι ψευδής και κατασκευασμένη. Εισηγούνται ότι απώτερος σκοπός της παραπονούμενης ήταν η καταδίκη τους, προς εξυπηρέτηση ιδίου συμφέροντος, τουτέστιν, η φιλοξενία της ιδίας μετά του ανήλικου τέκνου της, ως ατόμου το οποίο χρήζει προστασίας, σε σπίτι του ΣΠΑΒΟ. Μεγάλη έμφαση δίνεται στο ότι η παραπονούμενη διαγνώστηκε από την ΜΚ10 με οριακή διαταραχή προσωπικότητας, γεγονός που επέβαλλε την εξέταση της μαρτυρίας της με ιδιαίτερη επιφυλακτικότητα. Τονίζεται επίσης ότι η παραπονούμενη ήταν άτομο σεξουαλικά απελευθερωμένο, γεγονός που διευκόλυνε την επιλογή της να στραφεί στην πορνεία. Επιπρόσθετα, τονίζεται ότι τον Αύγουστο του 2021 η παραπονούμενη είχε κάνει ταυτόχρονα σεξ με δύο άτομα, γεγονός που η ίδια ανέφερε στην κατάθεσή της (έγγραφο «Γ»), εξηγώντας ότι αυτό συνέβη σε μια περίοδο που δεν βρισκόταν σε καλή ψυχολογική κατάσταση.
Στον αντίποδα βρίσκεται η επιχειρηματολογία της ευπαιδεύτου συνηγόρου για την Εφεσίβλητη η οποία, στο λεπτομερές διάγραμμα αγόρευσης της, υπεραμύνθηκε της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης.
Οι αρχές βάσει των οποίων επιτρέπεται η επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου συνοψίζονται στο κάτωθι απόσπασμα από την υπόθεση Δ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 57/20 ημερ. 6.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:B432:
«Οι αρχές που διέπουν τη δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση των μαρτύρων από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, έχουν αποκρυσταλλωθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το έργο του Εφετείου δεν είναι να επαναξιολογήσει τους μάρτυρες στη βάση της δικής του εμπειρία’ και πρωτογενώς να επιτελέσει το έργο αυτό εξ' αρχής, υπό το πρίσμα των προβαλλόμενων λαθών ή σημείων που προτείνονται (Λ.Λ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 27/2017, ημερ. 21/11/2017). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και, συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο Πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στο πλαίσιο της ενώπιον του ζωντανής διαδικασίας, την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων έχοντας ένεκα τούτου το ευεργέτημα της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες και της εντύπωσης που απεκόμισε για τον κάθε μάρτυρα που κατέθεσε ενώπιον του. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου θα πρέπει, επομένως, να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το πιο πάνω πλεονέκτημα που το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου’συγκρούονται με την κοινή λογική και είναι εξ' αντικειμένου ανυπόστατα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του Δικαστηρίου (xxx Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 45/2014, ημερ. 5/10/2016). Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο Πρωτόδικο Δικαστήριο να κάνει τα ευρήματα τα οποία έκανε, σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Γ. Ι. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 44/2019, ημερ. 18/9/2020). Μόνο όπου παρατηρείται ρήγμα λόγω αντιφάσεων ή κενών ή ουσιωδών λαθών είναι επιτρεπτή η επέμβαση του Εφετείου. Πρέπει δε οι αντιφάσεις να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλ. να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα, ή να φανερώνουν τη διάθεση του να ψευστεί (Κ. Κ. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 294 και Α. Π. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 192/2016, ημερ. 26/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:B395).
Εναπόκειται δε στο διάδικο που αμφισβητεί τα ευρήματα του Δικαστηρίου, που σχετίζονται με την αξιοπιστία, να πείσει το Δικαστήριο ότι αυτά είναι εσφαλμένα (Mylonas and others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papasavva and another (1966) 1 C.L.R. 261, 262 και IMAM v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208)».
Έχουμε εξετάσει με τη μέγιστη προσοχή τις θέσεις και επιχειρηματολογία των Εφεσειόντων κατά του ευρήματος αξιοπιστίας της παραπονούμενης, τις οποίες δεν θεωρούμε σκόπιμο να επαναλάβουμε. Διεξήλθαμε επίσης τα πρακτικά της δίκης και το μαρτυρικό υλικό που κατατέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Με κάθε σεβασμό δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα το οποίο να δικαιολογεί την επέμβαση μας βάσει των καθιερωμένων αρχών της νομολογίας. Το Κακουργιοδικείο, στις σελίδες 29 – 121 της απόφασης, προβαίνει σε εξονυχιστική ανάλυση και αξιολόγηση όλης της ενώπιον του μαρτυρίας, την οποία χωρίζει κατά ενότητες βάσει της πλοκής των γεγονότων, αντιπαραβάλλοντας τις εκατέρωθεν εκδοχές με ορθολογιστική προσέγγιση και κριτική σκέψη. Όλη η βασική επιχειρηματολογία των Εφεσειόντων η οποία τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου και επαναλήφθηκε κατ’ ουσίαν ενώπιον μας, απαντάται στην εκκαλούμενη απόφαση με πλήρη επάρκεια και πειστικότητα. Η κρίση του Κακουργιοδικείου για την αξιοπιστία της παραπονούμενης, περιέχεται, εν πολλοίς, στο κάτωθι απόσπασμα σελ. 51-52:
«Σε σχέση με την Παραπονούμενη θα πρέπει να πούμε ευθύς εξαρχής πως διαπιστώσαμε ιδίοις όμμασι (και ιδίοις ωσί) το παρορμητικό του χαρακτήρα της και σε αρκετές περιπτώσεις τον έντονο θυμό της. Τα στοιχεία όμως αυτά σε όλη την τριήμερη μαρτυρία της, συνόδευαν πάντοτε σαφείς, αμεσότατες και τεκμηριωμένες απαντήσεις. Μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι (ενίοτε και χωρίς να ήταν απαραίτητο) δεν άφησε τίποτε αναπάντητο και ασχολίαστο. Είναι αλήθεια πως θα μπορούσε κάποιος να εκπλαγεί από το ύφος, τον τόνο και τον θυμό με τα οποία απαντούσε. Όμως πολύ σύντομα θα διαπίστωνε όπως και εμείς πως αυτή ακριβώς ήταν η 19χρονη (πλέον) που κατέθετε σε μία σοβαρή υπόθεση στην οποία έτυχε να πρωταγωνιστήσει ακριβώς επειδή ήταν αυτή που ήταν. Ταλαιπωρημένη παιδιόθεν από ατυχείς σχέσεις γονέων, στερούμενη την πατρική ή και άλλη ανάλογη στοργή, αλλάζοντας τακτικά διαμονή, σχολείο και φίλους, κατέληξε μια οργισμένη 18χρονη κοπέλα, η οποία αντέδρασε απέναντι στη μητέρα της και στο όποιο περιβάλλον της, θέλοντας να κάμει η ίδια τα δικά της λάθη. Το ζήτημα είναι ότι οδεύοντας δεν συνάντησε μόνο τις δικές της συμπεριφορές και τα δικά της σφάλματα. Ισχυρίστηκε ότι βρέθηκε αντιμέτωπη με μεμπτές συμπεριφορές διαφόρων και δη των Κατηγορούμενων στις πέντε εβδομάδες περίπου που μεσολαβούν από την ημέρα κατά την οποία μπήκε στο όχημα του Κατηγορούμενου 1 για να τη φέρει στη Λευκωσία (9.9.21) μέχρι την ημέρα που ξαναμπήκε για να την επιστρέψει στη Λάρνακα (16.10.21). Το δε ερώτημα για εμάς ήταν κατά πόσον απέδωσε με ειλικρίνεια και τη δική της συμπεριφορά και τις συμπεριφορές των άλλων, ήτοι το σύνολο των γεγονότων που βίωσε όπως τα βίωσε. Η απάντηση μας είναι απερίφραστα καταφατική, ως θα διαφανεί στην πορεία κατά την εκτύλιξη των γεγονότων αυτών, όπου θα υποδειχθούν και τα επιμέρους χαρακτηριστικά της μαρτυρίας της. Αρκεί επί του παρόντος να σημειώσουμε πως ήταν συγκεκριμένη, πειστική και άμεση στις απαντήσεις, χωρίς οποιαδήποτε διάθεση υπεκφυγής ή παραπλάνησης. Ήταν αναμενόμενο πως θα υπήρχαν και σημεία ή λεπτομέρειες τις οποίες δεν θα ενθυμείτο. Μας είχε εντυπωσιάσει το ότι δεν άφησε τίποτα να καταλογιστεί εις βάρος κάποιου, για το οποίο η ίδια δεν ένιωθε τη βεβαιότητα που απαιτεί το καθήκον προς την αλήθεια των πραγμάτων δηλώνοντας το οποτεδήποτε είχε την παραμικρή αμφιβολία ή όταν δεν ενθυμείτο με βεβαιότητα. Μικροαντιφάσεις ή άλλες επουσιώδεις αδυναμίες επίσης υπήρξαν, πλην όμως σε καμμία περίπτωση τέτοιες οι οποίες θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ισχυρή και άριστη μας εντύπωση για την ειλικρίνεια και φιλαλήθειά της».
Το ότι η παραπονούμενη διαγνώστηκε ως άτομο με οριακή διαταραχή προσωπικότητας αξιολογήθηκε δεόντως από το Κακουργιοδικείο σε σχέση με όλες τις εκφάνσεις της συμπεριφοράς της που άπτονται των γεγονότων της υπόθεσης, χωρίς τούτο να επιδρά αρνητικά στην αξιοπιστία της. Ειδικότερα, συμφώνως της μαρτυρίας της κλινικής ψυχολόγου ΜΚ10, η οποία έγινε δεκτή ως αξιόπιστη, η παραπονούμενη παρουσίαζε οκτώ από τα δέκα διαγνωστικά κριτήρια οριακής διαταραχής προσωπικότητας του DSM-5 (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders – 5th edition), τα οποία εξήγησε συναρτώντας τα με την εν γένει συμπεριφορά της.
Σε ό,τι αφορά την απόρριψη της μαρτυρίας του Εφεσείοντος 2, ως αναξιόπιστης, δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα του Κακουργιοδικείου. Στην απόφαση εξηγούνται εναργώς και με λεπτομέρεια οι λόγοι για τους οποίους η μαρτυρία του εκρίθη αναξιόπιστη (σελ. 55, 97 – 102). Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα από τη σελ. 55:
«Ο Κατηγορούμενος 3 πρέπει να πούμε ότι δεν άφησε καλή εντύπωση. Και τούτο διότι παρά το ότι φαινομενικά παρουσίασε μια λεπτομερή αφήγηση των γεγονότων, εντούτοις η ουσιαστική εξέταση της μαρτυρίας του αποκαλύπτει πως στην πραγματικότητα σε αρκετές περιπτώσεις και επί ουσιωδών ζητημάτων, όπως ήταν για παράδειγμα το ζήτημα του εάν είχε αντιληφθεί τον ρόλο του Κατηγορούμενου 1 ή το τί είχε συζητήσει μαζί του αναφορικά με το ζήτημα της εξεύρεσης νέων πελατών, οι θέσεις του εναλλάσσοντο από το ένα άκρο στο άλλο. Σε τέτοιο βαθμό και με τέτοια ευκολία που ευλόγως κλόνισε τη γενικότερη αντίληψη μας ως προς τη φιλαλήθεια του. Δεν διστάζουμε δε να πούμε πως η εντύπωση που έδιδε αυτή η χωρίς πολλή σκέψη εναλλαγή των θέσεων του, ήταν πως δεν είχε ενδοιασμό στο να αναπροσαρμόζει τα γεγονότα και τις καταστάσεις κατά πως εξυπηρετούσε τον ίδιο αλλά ούτε και αντίληψη της υποχρέωσης του να αναφέρει την αλήθεια στο Δικαστήριο»
(ΙΙ) Η απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας
Η καταδίκη των Εφεσειόντων σε όλες τις κατηγορίες, πλην της μαστροπείας, στηρίχτηκε στη μαρτυρία της παραπονούμενης χωρίς ενίσχυση. Είναι η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου τους ότι η απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας καθιστά την καταδίκη ακροσφαλή λόγω των εγγενών αδυναμιών που παρουσιάζει η μαρτυρία της παραπονούμενης. Με βάση το Άρθρο 14(1) του περί της Πρόληψης και Καταπολέμησης της Εμπορίας και Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2014 (Ν.60(Ι)/2014), δεν απαιτείται ενισχυτική μαρτυρία για σκοπούς απόδειξης των αδικημάτων που προβλέπονται στον Νόμο. Στην υπόθεση Σ.Σ. κ.ά. ν Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 147/16, ημερ. 20.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:B477 αποφασίστηκε ότι ο κανόνας πρακτικής που επιβάλλει την αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας σε σεξουαλικής φύσης αδικήματα και αυτοπροειδοποίησης του Δικαστηρίου για τους κινδύνους που ελλοχεύει η καταδίκη στην απουσία ενίσχυσης, εξακολουθεί να υφίσταται για σεξουαλικής φύσης αδικήματα τα οποία στηρίζονται στον Ποινικό Κώδικα, Κεφ. 154, και για μάρτυρες ή συνεργούς που έχουν δικό τους συμφέρον να εξυπηρετήσουν. Με το Άρθρο 29 του περί της Πρόληψης και Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας Ν.115(Ι)/2021, (τεθέντος σε ισχύ την 13.5.2021) καταργήθηκε ο κανόνας πρακτικής για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας για τα αδικήματα κατά γυναίκας, στα οποία, με βάση τον Πίνακα του Άρθρου 5(α) του ιδίου Νόμου, περιλαμβάνεται το αδίκημα του βιασμού. Πρόσφατα, στην υπόθεση Κ.Ι. ν Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 145/2022, ημερ. 31.7.2025, αποφασίστηκε ότι εφόσον πρόκειται για θέμα αποδεικτικού δικαίου η κατάργηση του κανόνα πρακτικής έχει αναδρομική ισχύ (βλ. Κλείτου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 113).
Σημειωτέον ότι η μαστροπεία δεν περιλαμβάνεται στα αδικήματα βίας κατά γυναίκας που αναφέρονται στον εν λόγω Πίνακα και επομένως εξακολουθεί να ισχύει ο κανόνας πρακτικής για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας.
Στην εκκαλούμενη απόφαση το Κακουργιοδικείο ακολουθώντας την απόφαση στην Σ.Σ. ν Δημοκρατίας (ανωτέρω) εφάρμοσε τον κανόνα πρακτικής για το αδίκημα του βιασμού, το οποίο όμως δεν ήταν αναγκαίο, καθότι ο εν λόγω κανόνας καταργήθηκε με το Άρθρο 29 του Ν.115(Ι)/2021. Η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας και αυτοπροειδοποίηση για τον κίνδυνο καταδίκης στην απουσία της, επαφίετο στη διακριτική εξουσία του Κακουργιοδικείου βάσει των αρχών της Makanjuola [1995] 3 All ER 730, σελ. 733, οι οποίες υιοθετήθηκαν στην Ε.Α. ν Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 231/2018, ημερ. 19.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:B473 (ανωτέρω) (βλ. και Δ.Σ.Δ. ν Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 271/2022, ημερ. 20.12.2023). Το ότι το Κακουργιοδικείο εφάρμοσε εκ του περισσού τον κανόνα πρακτικής δεν επηρεάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ασφάλεια της καταδίκης. Τουναντίον για να στηριχτεί στη μαρτυρία της παραπονούμενης χωρίς ενίσχυση και να καταδικάσει τον Εφεσείοντα 2 στο αδίκημα του βιασμού, ξεπέρασε τον σκόπελο της αυτοπροειδοποίησης, η οποία, ενδεχομένως, να μην ήταν αναγκαία, βάσει των αρχών της Makanjuola (ανωτέρω), εν όψει των συμπερασμάτων του για την αξιοπιστία της παραπονούμενης. Εκείνο το οποίο έχει σημασία είναι η ασφάλεια την οποία δικαιολογημένα αισθάνθηκε το Κακουργιοδικείο για καταδίκη στο αδίκημα του βιασμού, στηριζόμενο εξ ολοκλήρου στη μαρτυρία της παραπονούμενης κατόπιν ενδελεχούς εξέτασης της, στρέφοντας την προσοχή του σε πτυχές της μαρτυρίας οι οποίες θα μπορούσαν να επιδράσουν αρνητικά στην αξιοπιστία της (βλ. R v. Udaykamaur Joshi [2012] NICA 56, παρ.36, per Lord Morgan CJ, Rook and Ward on Sexual Offences, 6th edn., παρ.19.115, σελ. 1092). Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα από την απόφαση, σελ. 118:
«Κατ' αρχάς στρέψαμε την προσοχή μας στο κατά πόσον η Παραπονούμενη είχε ή έχει οποιαδήποτε κίνητρα να εξυπηρετήσει εάν προέβαλλε και προωθούσε μια ανυπόστατη καταγγελία για βιασμό. Εν προκειμένω ο κίνδυνος θα ήταν να είχε κάμει δεύτερες σκέψεις η Παραπονούμενη και να προσπαθούσε πάση θυσία να εξαλείψει από το ιστορικό της ότι είχε αποδεχθεί οποτεδήποτε να εκδοθεί εκ' αμοιβή. Διεφάνη όμως πως δεν τίθεται τέτοιο θέμα αφού εξακολουθεί να δηλώνει ότι είχε αποδεχθεί κάτι τέτοιο, ότι θα το έκανε ούτως ή άλλως εάν δεν προέκυπτε το θέμα με τα προφυλακτικά, ενώ για το θέμα της αμοιβής δέχεται πως ήταν καθοριστικό ακόμα και για την παραμονή της εκεί και τη συνέχεια. Με άλλα λόγια δεν έχει κάτι να ωφεληθεί από μια τέτοια ψευδή καταγγελία.
Εξετάσαμε επίσης το κατά πόσον υπάρχουν προηγούμενες αντιφατικές δηλώσεις ή συμπεριφορές οι οποίες να επηρεάζουν την αξιοπιστία της και να καθιστούν ριψοκίνδυνη τη στήριξη μας σε αυτή τη μαρτυρία. Δεν εντοπίσαμε τέτοιες δηλώσεις σε σχέση με το επίμαχο περιστατικό».
Τα προηγηθέντα αναμφίβολα συνδέονται και με τον χρόνο καταγγελίας από την Παραπονούμενη Να υπενθυμίσουμε ότι, ως έχει αναφερθεί στην υπόθεση Ε.Α. ν. Δημοκρατία (ανωτέρω), η παραδοσιακή αντίληψη ότι το θύμα σεξουαλικής επίθεσης αναμένεται να προβεί σε παράπονο με την πρώτη ευκαιρία επίσης θεωρείται πλέον ως απηρχαιωμένη. Αυτό διαπιστώνεται σε σειρά αποφάσεων σχετικών με σεξουαλικά αδικήματα, ως συνάγεται από την υπόθεση Brierley v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ.476 η οποία παρότι παραπέμπει σε άλλη υπόθεση που αφορούσε ανήλικα πρόσωπα, εντούτοις θέτει γενικότερες αρχές»
Μετά από αναφορά στις αρχές τις οποίες έθεσε η πιο πάνω νομολογία, το Κακουργιοδικείο ευλόγως καταλήγει ότι η καθυστέρηση στην υποβολή καταγγελίας δεν επενεργεί αρνητικά στην αξιοπιστία της παραπονούμενης, λέγοντας τα εξής, σελ. 120:
«….η Παραπονούμενη προερχόμενη από ένα προβληματικό οικογενειακό περιβάλλον και με οικονομικές δυσκολίες, δέχθηκε να ακολουθήσει κάποιον για τον οποίο έτρεφε αισθήματα και στην πορεία ενεπλάκη σε μια κατάσταση από την οποία δυσκολεύτηκε να ξεφύγει, πράγμα το οποίο έπραξε μόνον όταν εμφανίστηκε η φίλη της (ΜΚ6) ενώ η καταγγελία της δρομολογήθηκε όταν με την εμπλοκή των αρμόδιων υπηρεσιών συνειδητοποίησε και ταυτοποίησε κάποιες συμπεριφορές τις οποίες είχε βιώσει. Τονίζουμε δε πως οι σχετικές δηλώσεις της προς τη φίλη της τη Μ.Κ.6 (οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν) αν και δεν εξετάστηκαν και δεν έγιναν δέκτες ως πρώτο παράπονο δύναται να ληφθούν υπόψιν για τη συνέπεια της Παραπονούμενης προς απάντηση κάθε υποβολής περί κατασκευασμένης καταγγελίας (Ε.Α. v. Δημοκρατία, ανωτέρω, Archbold 2000, παράγραφος 8-103 επ)».
Σε ό,τι δε αφορά το αδίκημα της μαστροπείας, για την απόδειξη του οποίου απαιτείται ενισχυτική μαρτυρία συμφώνως του Άρθρου 157 του Π.Κ. (βλ. Βασιλείου ν Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 399), εν προκειμένω ορθώς διαπιστώθηκε ότι υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία προερχόμενη από τα ψέματα του Εφεσείοντος 1 στην κατάθεση του (Τεκμήριο 15) στην Αστυνομία, όπου αρνήθηκε (α) ότι είχε μιλήσει με τον ΜΚ4 για θέματα εκπόρνευσης της παραπονούμενης, και (β) ότι μίλησε με τον Εφεσείοντα 2 με τον οποίο έκανε σεξ επ’ αμοιβή η παραπονούμενη. Το ψέμα και στις δυο περιπτώσεις αφορούσε ουσιώδες ζήτημα, ήταν ηθελημένο, και είχε ως κίνητρο την επίγνωση της ενοχής και τον φόβο προς την αλήθεια (βλ. Μιχαηλίδης ν Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 172, Κωνσταντίνου ν Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 260, Το Δίκαιο της Απόδειξης, 2η έκδοση, των Τ. Ηλιάδη και Ν.Γ. Σάντη, σελ. 505 – 509). Περιπλέον, ενίσχυση αποτελούσε και η μαρτυρία του ΜΚ4 ότι συνεννοήθηκε με τον Εφεσείοντα 1 από τον οποίο έλαβε τον αριθμό τηλεφώνου της παραπονούμενης, ως κοπέλας που εκπορνεύεται, και ακολούθως τον διαβίβασε στον Εφεσείοντα 2, ο οποίος προχώρησε στα περαιτέρω.
Υπό το φως των ανωτέρω οι υπό εξέταση λόγοι έφεσης απορρίπτονται ως ανεδαφικοί.
(ΙΙΙ) H σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιού
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο Εφεσείων 1 αμφισβητεί την ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης για το αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού κατά παράβαση των Άρθρων 2, 11 και 12 του Ν.60(Ι)/2014. Συμφώνως των λεπτομερειών αδικήματος, στις 9.9.2021, ο Εφεσείων 1 εμπορεύτηκε την παραπονούμενη, δηλαδή τη μετέφερε από τη Λάρνακα στη Λευκωσία με σκοπό τη σεξουαλική της εκμετάλλευση. Είναι η θέση του συνηγόρου του ότι, με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης, η μεταφορά της παραπονούμενης στη Λευκωσία δεν έγινε με σκοπό την εμπορία της, και δη για να τη στρατολογήσει στην πορνεία, επειδή: (α) την πρώτη φορά που την γνώρισε δεν είχε τις βαλίτσες έτοιμες και δεν συζήτησαν τα προβλήματα με τη μητέρα της, τα οποία κατ’ ισχυρισμό έλαβαν χώρα την επομένη ημέρα που συναντήθηκε με τον Εφεσείοντα 1, (β) είχε τις βαλίτσες της έτοιμες για να φύγει από το σπίτι και βρήκε προς τούτο καλή ευκαιρία με τον Εφεσείοντα 1, ο οποίος είχε αυτοκίνητο και θα την έπαιρνε μαζί του, (γ) ο Εφεσείων 1 προθυμοποιήθηκε να τη βοηθήσει να συνεχίσει το σχολείο στη Λευκωσία, και (δ) η παραπονούμενη κατάφερε να εξεύρει μόνη της εργασία.
Με κάθε σεβασμό οι πιο πάνω θέσεις δεν ανταποκρίνονται στα ευρήματα του Κακουργιοδικείου. Ειδικότερα, η παραπονούμενη είχε τις βαλίτσες έτοιμες στο δωμάτιο της την πρώτη φορά που γνώρισε τον Εφεσείοντα 1, πράγμα για το οποίο την ρώτησε, οπόταν του εξήγησε την έντονη αντιπαράθεση την οποία είχε με τη μητέρα της και την επιθυμία της να φύγει από το σπίτι. Το ίδιο βράδυ ο Εφεσείων 1 της πρότεινε να τη μεταφέρει στη Λευκωσία όπου διέμενε, να είναι η ερωμένη του και εκείνος θα κανόνιζε το ενοίκιο της, το σχολείο της και θα την στήριζε οικονομικά μέχρι να έπαιρνε κάποιο μισθό. Στηριζόμενη σε αυτή την υπόσχεση η παραπονούμενη έφυγε από το σπίτι της μετά πάροδο μερικών ημερών, όταν τσακώθηκε ξανά με τη μητέρα της, οπόταν ο Εφεσείοντας 1 την μετέφερε στη Λευκωσία. Εκείνο το οποίο έχει σημασία δεν είναι αν με τον Εφεσείοντα 1 η ίδια βρήκε ευκαιρία να φύγει από το σπίτι, αλλά κατά πόσο κατά τον χρόνο μεταφοράς της στη Λευκωσία, ο Εφεσείοντας 1 είχε σκοπό να την εκμεταλλευτεί σεξουαλικά.
Σε ό,τι αφορά τη μεταγραφή της σε σχολείο, σύμφωνα με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, μετά τη μεταφορά της στη Λευκωσία ο Εφεσείων 1 δεν συμφωνούσε πλέον με την επιλογή της να συνεχίσει τη φοίτηση της σε σχολείο. Καίτοι στην πορεία η παραπονούμενη βρήκε εργασία και ενοικίασε διαμέρισμα, περιήλθε στο μεταξύ σε δεινή οικονομική κατάσταση στερούμενη τα αναγκαία προς το ζην, και έχοντας ανάγκη ιατρικής φροντίδας. Αυτή την κατάσταση ο Εφεσείων 1 εκμεταλλεύτηκε πλήρως, εξωθώντας την στην πορνεία. Το Κακουργιοδικείο ορθώς σταχυολογεί την όλη στάση και συμπεριφορά του Εφεσείοντος 1 από την μεταφορά της παραπονούμενης στη Λευκωσία μέχρι την εκπόρνευσή της σε διάστημα τριών περίπου βδομάδων, καταλήγοντας στο ασφαλές συμπέρασμα ότι εξ αρχής υπήρχε από μέρους του σκοπός για σεξουαλική της εκμετάλλευση. Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα της απόφασης, σελ. 127-128:
«Στην παρούσα περίπτωση είναι γεγονός ότι δεν έχουμε άμεση μαρτυρία για τη νοητική διεργασία στο μυαλό του Κατηγορούμενου 1 προ και κατά τη μεταφορά. Έχουμε όμως την αξιόπιστη μαρτυρία της Παραπονούμενης ότι αυτός από την άφιξή της στη Λευκωσία και μετά:
· Άρχισε να λέει ότι η Παραπονούμενη είναι καλή στο σεξ
· Άρχισε να λέει σε φίλους ότι η Παραπονούμενη θα του «βγάλει» αυτοκίνητο, εννοώντας με το σεξ επ' αμοιβή
· Άρχισε να λέει συνέχεια στην Παραπονούμενη ότι η μόνη επιλογή της για να κερδίσει χρήματα και να έχει μια φυσιολογική ζωή είναι να εκπορνευθεί
· Σταδιακά συνέβαλε στο να φτάσει η Παραπονούμενη σε απελπιστική οικονομική κατάσταση μη έχοντας χρήματα ούτε για τα αναγκαία προς το ζην
· Έδωσε το τηλέφωνο της εν γνώσει του ότι θα έφτανε σε πρόσωπο που επιζητούσε αγοραίο σεξ
· Ανέφερε ποσό που θα ήταν η αμοιβή
· Συνέδραμε στο να εκπορνευθεί η Παραπονούμενη δίδοντας οδηγίες διεύθυνσης, συνοδεύοντας τον πελάτη για αγορά προφυλακτικών και δείχνοντας του το διαμέρισμα της Παραπονούμενης
· Παρέμεινε στον χώρο και επενέβη ακριβώς στη λήξη της συμφωνηθείσας ώρας
· Εισέπραξε μέρος της αμοιβής
Συνυπολογίζοντας και τα πιο πάνω θα πρέπει να κρίνουμε κατά πόσον η πρόθεση εξώθησης ή παρότρυνσης ή κατεύθυνσης του συγκεκριμένου προσώπου στην πορνεία ήταν υπαρκτή εξαρχής δηλαδή από το στάδιο της μεταφοράς του παιδιού στη Λευκωσία. Κατά τη γνώμη μας, ασφαλώς είναι θέμα κοινής λογικής πως η πρόθεση προϋπήρχε και δεν διαμορφώθηκε κατά την άφιξη ή λίγες μέρες μετά. Είμαστε πεπεισμένοι πως γνωρίζοντας κάποια πράγματα για το ιστορικό της Παραπονούμενης από φίλους του (Cosmin, Άλεξ), έχοντας κάμει ο ίδιος εύκολα σεξ μαζί της και αντιλαμβανόμενος ότι ήταν καλή σε αυτό, αμέσως στο μυαλό του υπήρξαν αυτές οι διεργασίες και έθεσε σκοπόν τον οποίο ούτως ή άλλως και πέτυχε σε περίπου 20 μέρες από τη μεταφορά στη Λευκωσία».
Το Κακουργιοδικείο προβαίνει σε εκτενή ανάλυση των συστατικών στοιχείων του αδικήματος της εμπορίας παιδιού με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση ή εκπόρνευση που προνοείται στο Άρθρο 11 του Ν. 60(Ι)/2014 (εφεξής «Νόμος»). Επισημαίνει δε ορθώς ότι για να συντελεστεί το αδίκημα αρκεί να καταδειχθεί η ύπαρξη του σκοπού σεξουαλικής εκμετάλλευσης, χωρίς να απαιτείται η πραγμάτωσή του, ζήτημα το οποίο αναλύουμε στη συνέχεια. Οι πρόνοιες του Άρθρου 11 θα πρέπει να διαβαστούν σε συνάρτηση με εκείνες του Άρθρου 12 το οποίο αναφέρει:
«Η καθʼ οιονδήποτε τρόπο συναίνεση του παιδιού θύματος των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 7, 8, 10 και 11, δεν αποτελεί υπεράσπιση ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν έχει χρησιμοποιηθεί απειλή ή βία ή άλλη μορφή εξαναγκασμού, απαγωγή, δόλος, εξαπάτηση, κατάχρηση εξουσίας ή εκμετάλλευσης της ευάλωτης θέσης του παιδιού θύματος ή η παροχή ή λήψη πληρωμών ή ωφελημάτων για εξασφάλιση της συγκατάθεσης του παιδιού θύματος».
(ιδία έμφαση)
Ο ορισμός της «εμπορίας προσώπων» περιέχεται στο Άρθρο 2 του Νόμου, το οποίο προνοεί τα εξής:
«εμπορία προσώπων» σημαίνει τη στρατολόγηση, πρόσληψη, μεταφορά, διακίνηση, υπόθαλψη ή παραλαβή ή στέγαση ή υποδοχή προσώπων, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής ή μεταβίβασης του ελέγχου ή/και της εξουσίας επί των προσώπων αυτών, μέσω απειλών ή χρήσης βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού, απαγωγής, δόλου, εξαπάτησης, παραπλάνησης, κατάχρησης εξουσίας ή ευάλωτης θέσης ή προσφοράς ή παροχής ή λήψης πληρωμών ή ωφελημάτων ή απολαβών για εξασφάλιση της συγκατάθεσης προσώπου κατέχοντος εξουσίας επί ενός άλλου, με σκοπό την εκμετάλλευση αυτού∙ ο όρος «εμπορεύομαι πρόσωπο» τυγχάνει αντίστοιχης ερμηνείας»
Ως προς τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της εμπορίας προσώπων, προκύπτει σαφώς από τα αποφασισθέντα στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ismail κ.ά. (2016) 2 ΑΑΔ 891, ότι ακολουθείται η κάτωθι νομική ανάλυση που περιέχεται στην παράγραφο 2.2 του United Nations Office on Drugs and Crime, «Issue Paper: Abuse of a position of vulnerability and other «means» within the definition of trafficking in persons» - New York 2013». Η εν λόγω ανάλυση αφορά την ποινικοποίηση της εμπορίας προσώπων, ως ορίζεται στο Άρθρο 3(α) του UN Protocol to Prevent, Suppress and Punish Trafficking in Persons 2000, γνωστού και ως «Palermo Protocol»:
«As noted previously, Article 3 of the Trafficking in Persons Protocol sets out a definition of trafficking that comprises three separate elements: an action; a means by which that action occurs or is made possible; and a purpose to the action, which is specified as exploitation. States parties must then use this definition to criminalize trafficking in persons in their domestic law. The first component of the definition, the “action” element, is one part (and in the case of trafficking in children, the only part) of the definition that will constitute the actus reus of trafficking. This element can be fulfilled by a variety of activities including but not limited to the undefined practices of recruitment, transportation, transfer, harbouring or receipt of persons. The final element of the definition, “for the purpose of exploitation” introduces a mens rea requirement into the definition. Trafficking will occur if the implicated individual or entity intended that the action (which in the case of trafficking in adults must have occurred or been made possible through one of the stipulated means) would lead to exploitation.23 Trafficking is thereby a crime of specific or special intent (dolus specialis).24
The second part of the actus reus of trafficking, the means element (threat or use of force or other forms of coercion, abduction, fraud, deception, abuse of power or of a position of vulnerability, and the giving or receiving of payments or benefits to achieve consent of a person having control over another person) is relevant only to trafficking in adults. This aspect of the definition confirms the position already reflected in earlier treaties on the subject that individuals can end up in a situation of exploitation through indirect methods such as deception and fraud as well as by physical force. Beyond a clarification of abuse of a position of vulnerability, discussed below, none of the stipulated “means” is defined and there appears to be significant overlap between some of them».
(ιδία έμφαση)
Ταυτόσημος με τον ορισμό της εμπορίας προσώπων στο Άρθρο 3(α) του Palermo Protocol, είναι ο ορισμός που περιέχεται στο Άρθρο 4(α) της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη Δράση ενάντια στην Εμπορία Ανθρώπων του 2005 (εφεξής «Σύμβαση»), η οποία ενσωματώθηκε στο ημεδαπό δίκαιο με τον Κυρωτικό Νόμο 38(ΙΙΙ)/2007, και αναφέρεται στο Προοίμιο του Νόμου (βλ. παρ. 73 Επεξηγηματικής Έκθεσης της Σύμβασης). Ωσαύτως, τα Άρθρα 4(β) έως (δ) της Σύμβασης είναι ταυτόσημα με τα Άρθρα 3(β) έως (δ), του Palermo Protocol.
Η παράγραφος 74 της Επεξηγηματικής Έκθεσης διασαφηνίζει ότι ο ορισμός της εμπορίας προσώπων, με βάση το Άρθρο 4(α) της Σύμβασης, αποτελείται από συνδυασμό τριών βασικών συστατικών στοιχείων, τουτέστιν, την πράξη της εμπορίας προσώπων και τα μέσα που χρησιμοποιούνται προς επίτευξή της - μαζί συναποτελούν το actus reus - και τον σκοπό εκμετάλλευσης (mens rea), με εξαίρεση την εμπορία παιδιών [Άρθρο 4(γ)] στην οποία δεν απαιτείται η συνύπαρξη των μέσων που διαλαμβάνει το Άρθρο 4(α) της Σύμβασης. Η παράγραφος 76 της Επεξηγηματικής Έκθεσης αναφέρει:
«76. For there to be trafficking in human beings ingredients from each of the three categories (action, means, purpose) must be present together. There is, however, an exception regarding children: under Article 4(c) recruitment, transportation, transfer, harbouring or receipt of a child for the purpose of exploitation is to be regarded as trafficking in human beings even if it does not involve any of the means listed in Article 4(a). Under Article 4(d) the word “child” means any person under 18 years of age.»
Η εν λόγω εξαίρεση είναι ανάλογη με αυτήν που προνοείται στο Άρθρο 12(1) του Νόμου. Επομένως, για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της εμπορίας παιδιού, βάσει του Νόμου, χρειάζεται η συνύπαρξη της πράξης εμπορίας (actus reus) και του σκοπού σεξουαλικής εκμετάλλευσης (mens rea). Δεν απαιτείται η πραγμάτωση του σκοπού εκμετάλλευσης για την ύπαρξη εμπορίας προσώπων. Αυτό είναι σημαντικό για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της εμπορίας παιδιού με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση για το οποίο καταδικάστηκε ο Εφεσείων 1, καθότι, κατά τον χρόνο πραγμάτωσης του σκοπού σεξουαλικής εκμετάλλευσης, η παραπονούμενη είχε ήδη ενηλικιωθεί. Σχετική είναι η κάτωθι αναφορά στην Επεξηγηματική Έκθεση:
«87. Under the definition, it is not necessary that someone has been exploited for there to be trafficking in human beings. It is enough that they have been subjected to one of the actions referred to in the definition and by one of the means specified “for the purpose of” exploitation. Trafficking in human beings is consequently present before the victim’s actual exploitation».
(ιδία υπογράμμιση)
Με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος συνίσταται στη μεταφορά της παραπονούμενης στη Λευκωσία. Ότι η έννοια της «μεταφοράς» περιλαμβάνει, εκτός από διασυνοριακή, και εντός των συνόρων εμπορία προσώπων, διασαφηνίζεται στην παράγραφο 80 της Επεξηγηματικής Έκθεσης, με παραπομπή στο Άρθρο 2 της Σύμβασης, το οποίο προνοεί ότι: “This Convention shall apply to all forms of trafficking in human beings, whether national or transnational, whether or not connected with organized crime” (βλ. και παρ. 61 Επεξηγηματικής Έκθεσης). Ανάλογα ευρύ είναι το πεδίο εφαρμογής του Νόμου 60(Ι)/2014, ως προκύπτει σαφώς από τις πρόνοιες του Άρθρου 5, εδάφια (α) έως (γ). Το εδάφιο (γ) προνοεί περί αδικημάτων εμπορίας προσώπων τα οποία δεν είναι διεθνικά στη φύση τους.
Ο ορισμός της σεξουαλικής εκμετάλλευσης που περιέχεται στο Άρθρο 2 του Νόμου, περιλαμβάνει: «(β) την εισαγωγή ή εξώθηση ή παρότρυνση ή στρατολόγηση ή οργάνωση ή κατεύθυνση προσώπου στην πορνεία ….». Η δε «σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιού έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο της σεξουαλικής εκμετάλλευσης και περιλαμβάνει την παιδική πορνογραφία, παιδική πορνεία, σεξουαλική δραστηριότητα με παιδί όταν προσφέρονται χρήματα ή άλλου είδους αμοιβές ή παροχές ως πληρωμή προκειμένου το παιδί να συμμετάσχει σε σεξουαλικές δραστηριότητες ή ανεξάρτητα αν προσφέρονται χρήματα ή άλλου είδους αμοιβές ή παροχές ως πληρωμή».
Εν κατακλείδι, η προαναφερθείσα νομική ανάλυση των συστατικών στοιχείων του αδικήματος της εμπορίας παιδιού με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση, η οποία εν πολλοίς περιλαμβάνεται στην εκκαλούμενη απόφαση, υπαγόμενη στα γεγονότα της υπόθεσης, οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα ότι ορθώς ο Εφεσείων 1 κατεδικάσθη για το εν λόγω αδίκημα. Συνακόλουθα ο υπό εξέταση λόγος κρίνεται ανεδαφικός.
(IV) Η διερεύνηση της υπόθεσης
Με τον τρίτο λόγο έφεσης οι Εφεσείοντες εισηγούνται ότι υπήρξε πλημμελής διερεύνηση της υπόθεσης από την Αστυνομία, επηρεάζοντας το δικαίωμα δίκαιης δίκης, «δεδομένου ότι ορθή διερεύνηση θα απεκάλυπτε ότι ουσιαστικές πτυχές της μαρτυρίας της παραπονούμενης ήταν ψευδείς».
Συμφώνως της νομολογίας το δικαίωμα δίκαιης δίκης περιλαμβάνει το ανακριτικό στάδιο της ποινικής διαδικασίας. Το θέμα αυτό αποτέλεσε αντικείμενο εκτενούς ανάλυσης στην υπόθεση Α.Ν.Κ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 136/22, ημερ. 1.8.2025, όπου γίνεται ανασκόπηση των αρχών της νομολογίας. Τονίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι: «το ανακριτικό στάδιο είναι σημαντικό για την εξέλιξη της ποινικής διαδικασίας καθότι η μαρτυρία η οποία συλλέγεται καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το πλαίσιο εξέτασης των υπό κατηγορία αδικημάτων κατά τη δίκη». Παραβίαση των διαδικαστικών διασφαλίσεων, που εγγυάται το Άρθρο 6.3 της ΕΣΔΑ και αντίστοιχα Άρθρα 12.5 και 30.3 του Συντάγματος, στο ανακριτικό στάδιο, δύναται να επηρεάσει δυσμενώς το δικαίωμα δίκαιης δίκης. Είναι παγίως νομολογημένο ότι ο επηρεασμός του δικαιώματος δίκαιης δίκης δεν κρίνεται κατά τρόπο αφηρημένο αλλά συγκεκριμένα με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης. Ωσαύτως, δεν εξετάζεται μεμονωμένα ή αποσπασματικά αλλά επί του συνόλου της ποινικής διαδικασίας. Η Υπεράσπιση έχει το βάρος στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων να καταδείξει την ύπαρξη δυσμενούς επηρεασμού.
Η παράλειψη των αστυνομικών αρχών να συλλέξουν, διατηρήσουν ή διαφυλάξουν σχετική με την υπόθεση μαρτυρία δύναται επίσης να επηρεάσει δυσμενώς το δικαίωμα δίκαιης δίκης. Η καθοδηγητική επί το θέματος αυθεντία είναι η υπόθεση R. (Ebrahim) v. Feltham Magistrates' Court [2001] 1 Cr. App. R. 427, παρ. 27, στην οποία επισημαίνεται ότι δεν επηρεάζει δυσμενώς τη δίκαιη δίκη κάθε λάθος ή σφάλμα στο ανακριτικό στάδιο. Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα:
“27. It must be remembered that it is a commonplace in criminal trials for a defendant to rely on "holes" in the prosecution case, for example, a failure to take fingerprints or a failure to submit evidential material to forensic examination. If, in such a case, there is sufficient credible evidence, apart from the missing evidence, which, if believed, would justify a safe conviction, then a trial should proceed, leaving the defendant to seek to persuade the jury or magistrates not to convict because evidence which might otherwise have been available was not before the court through no fault of his. Often the absence of a video film or fingerprints or DNA material is likely to hamper the prosecution as much as the defence"”.
(ιδία υπογράμμιση)
Μεταγενέστερα, στην υπόθεση R. v. RD [2013] EWCA Crim. 1592, διευκρινίστηκε ότι:
«15. In considering the question of prejudice to the defence, it seems to us that it is necessary to distinguish between mere speculation about what missing documents or witnesses might show, and missing evidence which represents a significant and demonstrable chance of amounting to decisive or strongly supportive evidence emerging on a specific issue in the case ….. The court will then need to go on to consider the importance of the missing evidence in the context of the case as a whole and the issues before the jury»
(βλ. και PR v. R [2019] EWCA Crim. 1225, παρ. 65, Γ.Π.Β. ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 5/2020, ημερομηνίας 30.07.2021, Δ.Σ.Δ. ν Αστυνομίας (ανωτέρω)].
Έχουμε μελετήσει τις κατ’ ισχυρισμό παραλείψεις των αστυνομικών αρχών κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης και συμφωνούμε με την κρίση του Κακουργιοδικείου ότι δεν έχει καταδειχθεί δυσμενής επηρεασμός της υπεράσπισης, πέραν του ότι για ορισμένα ζητήματα δεν υπήρξε καν αμφισβήτηση κατά τη δίκη. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα, σελ. 159 – 161:
«Σε σχέση με τη μη λήψη κατάθεσης από τη B… ο M.Κ.7 ανάφερε τις προσπάθειες του να την εντοπίσει, οι οποίες παρέμειναν χωρίς αποτέλεσμα. Εξ άλλου όπως και ο ίδιος επεσήμανε το υλικό που υπήρχε εναντίον της ήταν ανεπαρκές για δίωξη, κάτι που δεικνύει ότι εκτίμησε τη σχετική πιθανότητα. Εν πάση περιπτώσει, ο Κατηγορούμενος 1 ουδέποτε αρνήθηκε ρητώς ότι πήρε την Παραπονούμενη να μείνει στης [ ] ή ότι η τελευταία προσπάθησε να πείσει την πρώτη να εκπορνευθεί.
Όσον αφορά στο βίντεο, Τεκμήριο 9, σημειώνεται ότι το βίντεο αυτό κατατέθηκε στο Δικαστήριο και το περιεχόμενό του επιβεβαιώνει αυτό που δεν ήταν ποτέ αμφισβητούμενο μεταξύ των μερών. Ότι δηλαδή η Παραπονούμενη βιντεογράφησε τον εαυτό της να αυνανίζεται, σε χρόνο προ των επιδίκων θεμάτων, κάτι που άλλωστε παραδέχθηκε ευθαρσώς και η ίδια στην ένορκη μαρτυρία της.
Αναφορικά δε με την απουσία διερεύνησης των τραπεζικών λογαριασμών της Παραπονούμενης, σημειώνουμε ότι ουδείς εκ των τριών Κατηγορούμενων προώθησε ζήτημα ότι η Παραπονούμενη ήταν κάτοχος χρημάτων πέραν των όσων η ίδια ανέφερε, πέραν δηλαδή των €350. Μάλιστα οι Κατηγορούμενοι της απέδωσαν πως είχε λιγότερα χρήματα από αυτά. Ο Κατηγορούμενος 1 είπε ότι είχε €200 όταν ήρθε στη Λευκωσία και ο Κατηγορούμενος 2 ότι είχε περίπου €300.
..…………………………………………………………………………………………
Όσον αφορά στο ότι οι ανακριτές δεν παρέλαβαν το κινητό τηλέφωνο της Παραπονούμενης για περαιτέρω εξετάσεις, η Μ.Κ.9 σημείωσε πως οι Κατηγορούμενοι δεν υπέδειξαν κάποιο μήνυμα ή οτιδήποτε άλλο στο τηλέφωνο της Παραπονούμενης που αν τύγχανε διερεύνησης δυνατόν να διαμόρφωνε διαφορετικά την πορεία της υπόθεσης. Ούτε όμως και οι ίδιοι υπέδειξαν κάτι τέτοιο μέσα από τα δικά τους τηλέφωνα τα οποία είναι αποδεκτό ότι χρησιμοποιούσαν για τις μεταξύ τους επικοινωνίες.
Το ότι δεν λήφθηκε κατάθεση από την Α.Σ., φίλη της Παραπονούμενης, δεν θεωρούμε ότι επηρέασε τη διερεύνηση με οποιοδήποτε τρόπο, αφού βάσει του συνόλου της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν μας, αυτή είχε ανάμειξη μόνο σε παρεμφερή των επίδικων ζητήματα που ανέκυψαν πριν τις 9.9.21, χρόνο έναρξης των γεγονότων του ενώπιον μας κατηγορητηρίου».
Επιπρόσθετα, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι υπήρξαν κατ’ ισχυρισμό οι κάτωθι αναφερόμενες παραλείψεις στο ανακριτικό στάδιο.
Πρώτον, δεν εξετάστηκε το τηλέφωνο της παραπονούμενης. Τυχόν εξέταση του από την Αστυνομία θα δείκνυε εάν για κάποιες μέρες σταμάτησε να χρησιμοποιείται ο τηλεφωνικός της αριθμός και «ως εκ τούτου δεν είχε άλλη επιλογή παρά να υποκύψει στην πορνεία». Παρατηρούμε ότι κατά τη δίκη οι ανακριτές δεν αντεξετάστηκαν για τέτοια παράλειψη, ούτε προβλήθηκε τέτοια θέση από την παραπονούμενη ή άλλο μάρτυρα στο ανακριτικό στάδιο ώστε να χρήζει διερεύνησης. Ως προς το πότε, ως θέμα αρχής, δικαιολογείται η εξέταση τηλεφωνικών ή άλλων ηλεκτρονικών συσκευών μάρτυρα, και δη παραπονούμενης σε σεξουαλικής φύσεως υπόθεση, ιδιαίτερα διαφωτιστική είναι η απόφαση του Αγγλικού Εφετείου στην υπόθεση Batler-James & Another v R [2020] EWCA Crim 790, όπου, μετά από ανασκόπηση των σχετικών αρχών της νομολογίας, κατέληξε στα ακόλουθα συμπεράσματα:
"77 In conclusion on the first issue, and answering the question: when does it become necessary to attempt to review a witness's digitally-stored communications and when is it necessary to disclose digital communications to which the investigators have access?", we stress that regardless of the medium in which the information is held, a 'reasonable line of enquiry' will depend on the facts of, and the issues in, the individual case, including any potential defence. There is no presumption that a complainant's mobile telephone or other devices should be inspected, retained or downloaded, any more than there is a presumption that investigators will attempt to look through material held in hard copy. There must be a properly identifiable foundation for the inquiry, not mere conjecture or speculation. Furthermore, as developed below, if there is a reasonable line of enquiry, the investigators should consider whether there are ways of readily accessing the information that do not involve looking at or taking possession of the complainant's mobile telephone or other digital device. Disclosure should only occur when the material might reasonably be considered capable of undermining the prosecution's case or assisting the case for the accused”
(ιδία υπογράμμιση)
Εν προκειμένω, πέραν του ότι δεν προέκυψε οτιδήποτε στο ανακριτικό στάδιο το οποίο να δικαιολογεί την εξέταση του κινητού τηλεφώνου της παραπονούμενης, δεν προκύπτει καν από τη μαρτυρία ότι ο τηλεφωνικός της αριθμός σταμάτησε να χρησιμοποιείται πριν ή κατά τον χρόνο που εκπορνεύθηκε. Αντιθέτως, η τηλεφωνική της συσκευή χρησιμοποιήθηκε γι’ αυτό τον σκοπό, δεδομένου ότι έλαβε τηλεφώνημα από τον Εφεσείοντα 2 το επίδικο βράδυ (2.10.2021).
Δεύτερον, το ότι δεν λήφθηκε κατάθεση από κανένα από τα άτομα που εργοδότησαν την παραπονούμενη για να φανεί τι πραγματικά συνέβη και αυτή σταμάτησε από την εργασία της στο Mall of Cyprus «και αντί αυτού να χρεώνεται στον Εφεσείοντα το σενάριο ότι η παραπονούμενη δεν είχε άλλη επιλογή από το να κάνει σεξ για 50 ευρώ με τον κατηγορούμενο για να σωθεί». Διερωτάται δε, ο συνήγορος του εφεσείοντα 1, «γιατί δεν λήφθηκε κατάθεση από την Brand manager που η παραπονούμενη δεν πρόλαβε να την συναντήσει για πάνω από μια ώρα επειδή την πήρε ο Εφεσείων στον γιατρό».
Από τα πρακτικά της δίκης διαπιστώνουμε ότι οι ανακριτές της υπόθεσης δεν αντεξετάστηκαν για τέτοια παράλειψη, ούτε η παραπονούμενη κατά τη μαρτυρία της αμφισβητήθηκε ως προς τον λόγο που σταμάτησε να εργάζεται στο Mall of Cyprus. Περαιτέρω, με κάθε σεβασμό, η εκπόρνευση της δεν έχει καμία λογική συνάφεια με τη διακοπή της εργασίας της, η οποία συνέβη μεταγενέστερα. Ούτε το γεγονός ότι εργαζόταν λειτούργησε καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποτρεπτικά στην εκπόρνευσή της, καθότι θα πληρωνόταν στο τέλος του μήνα, ενώ στο μεταξύ στερείτο τα αναγκαία προς το ζην.
Τρίτον, προβάλλεται ως παράλειψη το ότι δεν κατέθεσε ο επί καθήκοντι ιατρός ο οποίος εξέτασε την παραπονούμενη στις 4.10.2021, όταν ο Εφεσείων 1 την πήρε στις πρώτες βοήθειες για να αναφέρει κατά πόσο έπασχε από αιματουρία. Από τα πρακτικά της δίκης προκύπτει ότι λήφθηκε κατάθεση από τον εν λόγω γιατρό με όλες τις σχετικές αναλύσεις και εξετάσεις που έγιναν στο Γενικό Νοσοκομείο, έγγραφα τα οποία κατατέθηκαν ως τεκμήριο 4 (για περιορισμένο σκοπό). Επομένως, υπήρξε σχετική αστυνομική διερεύνηση. Περαιτέρω, η κατηγορούσα αρχή πριν το κλείσιμο της υπόθεσης δήλωσε ότι ήταν πρόθυμη να καλέσει οποιοδήποτε μάρτυρα κατηγορίας ο οποίος δεν κατάθεσε για να αντεξεταστεί από τους συνηγόρους υπεράσπισης των κατηγορουμένων (σελ. 547-548 πρακτικών). Ο ιατρός Σ. Σάββα ήταν ο μάρτυρας υπ’ αριθμό 11 επί του κατηγορητηρίου. Οι συνήγοροι υπεράσπισης δήλωσαν ότι δεν επιθυμούσαν να κληθεί οποιοσδήποτε άλλος μάρτυρας (πλην της Μ.17, Αστυφύλακας 4875). Δεν μπορεί επομένως βάσιμα να εγερθεί ζήτημα για μη κλήση του εν λόγω γιατρού για αντεξέταση. Πρόσθετα, υπογραμμίζεται ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης για αιματουρία και εξέταση από ιατρό των πρώτων βοηθειών δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση.
Υπό το φως των ανωτέρω ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός.
(V) Οικονομική βία
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της καταδίκης του Εφεσείοντος 1 για το αδίκημα της οικονομικής βίας (Κατηγορία 15), επειδή, κατ’ ισχυρισμό, δεν μπορούν να συγκεραστούν οι λεπτομέρειες της εν λόγω κατηγορίας με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών 2 (εμπορεία παιδιού με σκοπό τη σεξουαλική του εκμετάλλευση) και 6 (μαστροπεία). Εισηγείται, ο συνήγορος ότι είναι αντιφατικό ο Εφεσείων 1 να κατηγορείται για αδίκημα βίας στην οικογένεια ως σύντροφος της παραπονούμενης και από την άλλη να κατηγορείται ότι δεν ήταν σύντροφος της αλλά τη στρατολόγησε, μεταφέροντας την στη Λευκωσία, με σκοπό τη σεξουαλική της εκμετάλλευση, ενεργώντας ως μαστροπός. Θέτει δε το ερώτημα, εάν ο Εφεσείων 1 στέρησε την παραπονούμενη από τα αναγκαία προς το ζην οικονομικά μέσα γιατί τότε να μην συμπεράνουμε ότι οι οποιεσδήποτε πράξεις του για να βοηθήσει την παραπονούμενη (τουτέστιν η βοήθεια για την εξεύρεση εργασίας, η εξεύρεση τόπου διαμονής, και η συμβουλή προς την ίδια να εγγραφεί σε σχολείο) να μην ερμηνευτούν ως στοιχεία τα οποία αντιστρατεύονται την ύπαρξη εμπορίας;
Με κάθε σεβασμό δεν συμφωνούμε με την εν λόγω εισήγηση η οποία βρίσκεται σε διάσταση με τα ευρήματα του Κακουργοδικείου. Κατ’ αρχάς σύμφωνα με τη μαρτυρία της παραπονούμενης, μετά τη μεταφορά της στη Λευκωσία, ο Εφεσείων 1 δεν συμφωνούσε πλέον με την επιλογή της να συνεχίσει τη φοίτηση της σε σχολείο. Ούτε συνέβαλε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην εξεύρεση εργασίας. Της βρήκε διαμέρισμα με ενοίκιο €180 το οποίο αρχικά της είπε ότι θα το κατέβαλλε ο ίδιος μέχρι να πληρωνόταν η παραπονούμενη από την εργασία της, οπότε θα του τα έδιδε. Στην πραγματικότητα όμως, ως ο ίδιος παραδέχτηκε, δεν κατέβαλε κανένα ποσό για το ενοίκιο καθότι δεν διέθετε χρήματα. Ανέφερε δε στον προηγούμενο ένοικο του διαμερίσματος, τον οποίο η παραπονούμενη συνάντησε όταν πήγε να καθαρίσει, ότι η τελευταία ήθελε να εκπορνευτεί και έψαχνε πελατεία. Κατά τον χρόνο εκείνο η παραπονούμενη είχε ήδη περιέλθει σε δεινή οικονομική κατάσταση, η οποία χειροτέρευε μέρα με τη μέρα, και εκδήλωσε πρόβλημα υγείας για το οποίο χρειαζόταν να επισκεφθεί γιατρό. Ο Εφεσείων 1 εκμεταλλεύτηκε την ευάλωτη θέση στην οποία βρισκόταν η παραπονούμενη για να την παροτρύνει και εξωθήσει στην πορνεία στις μέρες που ακολούθησαν, αναλαμβάνοντας, μάλιστα, και ρόλο μαστροπού.
Το Κακουργιοδικείο προέβη σε ενδελεχή ανάλυση των συστατικών στοιχείων του αδικήματος της οικονομικής βίας, με βάση το Άρθρο 8 του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και Ενδοοικογενειακής Βίας και περί Συναφών Θεμάτων Νόμος του 2021 (Ν.115(Ι)/2021) και υπαγωγή τους στα γεγονότα της υπόθεσης. Το Άρθρο 8 του Νόμου προνοεί τα ακόλουθα:
«Σύζυγος ή σύντροφος γυναίκας οικονομικά εξαρτώμενης από αυτόν, ο οποίος της αποστερεί τα αναγκαία προς το ζην οικονομικά μέσα περιλαμβανομένης της διατροφής, της ιατρικής περίθαλψης, του ιματισμού και της στέγης, με σκοπό να της προκαλέσει σωματική ή/και ψυχολογική βλάβη ή/και με σκοπό να την εξαναγκάσει να προβεί σε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη ή/και απερίσκεπτα, αδιαφορώντας εάν θα της προκαλέσει σωματική ή ψυχολογική βλάβη, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δυο αυτές ποινές»
(ιδία έμφαση)
Επομένως, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ως ορθώς καταγράφονται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου (σελ. 138), είναι τα ακόλουθα:
1. «Σύντροφος γυναίκας,
2. οικονομικά εξαρτώμενης από αυτόν,
3. να της αποστερεί τα αναγκαία προς το ζην οικονομικά μέσα,
4. με σκοπό να την εξαναγκάσει να προβεί σε οποιαδήποτε πράξη,
5. αδιαφορώντας εάν θα της προκαλέσει σωματική ή ψυχολογική βλάβη.
Το κατά πόσο πράγματι υπήρξε πρόκληση σωματικής ή ψυχολογικής βλάβης στη γυναίκα είναι αδιάφορη. Σημασία για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα έχει ο κατηγορούμενος να αδιαφορεί μπροστά στην ύπαρξη τέτοιας πιθανότητας.»
Στο ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Νόμου περιέχεται ο ορισμός της «βλάβης», ο οποίος περιλαμβάνει «σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική ή οικονομική βλάβη».
Σύμφωνα με λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη (1998), σελ. 1734, η λέξη «σύντροφος» σημαίνει, μεταξύ άλλων, «3. αυτός με τον οποίο συνάπτει κανείς σεξουαλικές σχέσεις». Με βάση ευρήματα του Κακουργιοδικείου ο Εφεσείων 1 ήταν ερωτικός σύντροφος της παραπονούμενης από τις 3.9.2021 μέχρι τις 3.10.2021, τουλάχιστον, που εκείνη συνευρέθηκε με τον Εφεσείοντα 2. Καθόν χρόνο ήταν ερωτικός του σύντροφος η παραπονούμενη ήταν οικονομικά εξαρτώμενη από τον ίδιο και της αποστέρησε τα αναγκαία προς το ζην μέσα με σκοπό να την εξαναγκάσει στην πορνεία. Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα από την απόφαση, σελ. 139:
«Έχουμε την άποψη πως υπό τις περιστάσεις που τη μετέφερε, ήτοι μια ανήλικη στην οποία υποσχέθηκε διαμονή, εργασία και οικονομική στήριξη μέχρι να αποκτήσει δικό της εισόδημα ήταν οικονομικά εξαρτώμενη σύντροφός του. Ο Κατηγορούμενος 1 δεν πλήρωσε ποτέ πριν τις 2.10.21 οποιοδήποτε ποσό για ενοίκιο, παρότι της είχε πει πως θα το αναλάμβανε. Αντί τούτου έβρισκε διάφορους χώρους διαμονής δωρεάν. Το κυριότερο είναι πως δεν μπορεί να μην αντιλήφθηκε ότι από τα μέσα περίπου Σεπτεμβρίου και μετά περιήλθε σε κατάσταση ένδειας η οποία δεν της επέτρεπε ούτε να τραφεί κανονικά και ως άνθρωπος. Παρότι πώλησε και τον σταυρό της και πάλι μετά τις 23.9.21 τα πράγματα ήταν άσχημα οικονομικά παρά τη στήριξη που είχε από τον Κατηγορούμενο 2. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που όταν την είδε η Μ.Κ.8 την 1.10.21 τη βρήκε αδύνατη και ταλαιπωρημένη. Όμως όπως έχουμε ήδη πει, ο Κατηγορούμενος 1 είχε τον σκοπό του, ο οποίος παρέμενε σταθερός. Οι οικονομικές δυσκολίες και οι στερήσεις των αναγκαίων μέσων προς το ζην θα υποχρέωναν την Παραπονούμενη να υποκύψει στις συνεχείς παροτρύνσεις του για την εκπόρνευση που ήταν ο τελικός σκοπός. Δεν χρειάζεται να αναλύσουμε ειδικά την αδιαφορία του για το αν όλη αυτή η συμπεριφορά θα προκαλούσε οποιαδήποτε βλάβη σωματική ή ψυχολογική στην Παραπονούμενη. Η αδιαφορία αυτή αποδεικνύεται απλούστατα από την απουσία οποιασδήποτε δράσης προς την αντίθετη κατεύθυνση από τον ίδιο μέχρι και τον επίμαχο χρόνο (στις 2.10.21)».
(ιδία υπογράμμιση)
Με κάθε σεβασμό, η προαναφερθείσα θέση του συνηγόρου του Εφεσείοντος 1, περί αντιφατικότητας των λεπτομερειών διάπραξης του αδικήματος της οικονομικής βίας αφενός, και των αδικημάτων της εμπορίας παιδιού με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση (κατηγορία 2) και της μαστροπείας αφετέρου, στερείται νομικού και πραγματικού ερείσματος. Σαφώς προκύπτει από τα γεγονότα ότι ο Εφεσείων 1 ήταν σύντροφος της παραπονούμενης και κατά τον χρόνο μεταφοράς της στη Λευκωσία, που είναι ο ουσιώδης χρόνος διάπραξης του αδικήματος της δεύτερης κατηγορίας. Τούτο όμως δεν βρίσκεται σε αντινομία με την στοιχειοθέτηση του αδικήματος της εμπορίας παιδιού, το οποίο αναλύεται στον δεύτερο λόγο έφεσης. Αντιθέτως, η σύναψη ερωτικής σχέσης με την παραπονούμενη ήταν το δέλεαρ και τρόπος δράσης (modus operanti) του Εφεσείοντος 1 για να τη μεταφέρει στη Λευκωσία με σκοπό να την εκμεταλλευτεί σεξουαλικά. Στη συνέχεια, ενώ εξακολουθούσε να είναι σύντροφος της παραπονούμενης, όταν αυτή περιήλθε σε κατάσταση οικονομικής ένδειας, εκμεταλλεύτηκε την ευάλωτη θέση στην οποία βρισκόταν για να την εξωθήσει στην πορνεία (κατηγορία 14), ενεργώντας ως μαστροπός της. Σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό περί στρατολόγησης της παραπονούμενης, το Κακουργιοδικείο διασαφηνίζει στην απόφαση ότι πληρείται το στοιχείο της στέγασης αλλά όχι της στρατολόγησης (σελ. 133).
(VI) Άλλη κατ’ ισχυρισμό αντίφαση
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ο Εφεσείων 2 ισχυρίζεται ότι υπήρχε αντίφαση στην εκδοχή της κατηγορούσας αρχής καθότι αφενός μεν προβλήθηκε ότι γνώριζε τον ρόλο του Εφεσείοντος 1 ως μαστροπού, αφετέρου δε ότι προχώρησε χωρίς ενδοιασμό να βιάσει την παραπονούμενη. Είναι η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου ότι «Ένα πρόσωπο το οποίο γνωρίζει πως λαμβάνει υπηρεσίες ιερόδουλης η οποία ελέγχεται από μαστροπό δεν θα επιχειρούσε να βιάσει την ιερόδουλη γνωρίζοντας ότι αυτό θα αντιμετωπίσει το μένος ή τη δυσφορία του μαστροπού. Κάτι τέτοιο αντίκειται στην κοινή λογική και εμπειρία».
Με κάθε σεβασμό δεν συμφωνούμε με την εν λόγω θέση, η οποία δεν αφορά θέμα αντιφατικών εκδοχών αλλά αξιολόγησης της μαρτυρίας. Έχουμε ήδη αποφανθεί ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος επέμβασης επί του ευρήματος αναξιοπιστίας του Εφεσείοντος 2. Θεωρούμε όμως χρήσιμο για σκοπούς πληρότητας να παραθέσουμε αυτούσια την καθόλα ορθή κρίση του Κακουργιοδικείου επί του προκειμένου, στη σελ. 104:
«Προβάλλει βέβαια ο συνήγορος του Κατηγορούμενου 3 ως λόγο για να πείσει για την αξιοπιστία του ιδίως επί του ζητήματος του βιασμού, ότι ενώ είχε πολλές σεξουαλικές επαφές με ιερόδουλες, ουδέποτε αντιμετώπισε οποιαδήποτε καταγγελία. Με όλο τον σεβασμό τούτο δεν θεωρούμε ότι μεταβάλλει καθ' οιονδήποτε τρόπο τα πράγματα ούτε και μπορεί αφ' εαυτού να καταστήσει την Παραπονούμενη εκ προοιμίου αναξιόπιστη. Εξάλλου δεν πρέπει να διαλανθάνει την προσοχή κάποιου ότι εδώ αυτό το οποίο του καταλογίζει ουσιαστικά η Παραπονούμενη είναι πως ενώ είχε πράγματι συμφωνήσει να έχει μαζί του μεταξύ άλλων και κολπικό σεξ επί πληρωμή στη συνέχεια και λόγω του προβλήματος που προέκυψε με τα προφυλακτικά και του φόβου της ίδιας για μολυσματικές ασθένειες, η ίδια απέσυρε ρητώς τη συναίνεση της για κολπικό σεξ. Και πως παρά ταύτα ο ίδιος, προφανώς μη θεωρώντας πως αυτό ήταν ουσιαστικός λόγος, γεγονός που συνάδει και με το ότι ο ίδιος κατά κόρον προέβαινε σε τέτοιες απροφύλακτες επαφές, επέμεινε στην ολοκλήρωση της πράξης παρά τη δική της θέση.
Τα πιο πάνω βέβαια απαντούν και στο ζήτημα που επίσης έθεσε ο κ. Βραχίμης ότι τη βίασε χωρίς να φοβηθεί τον μαστροπό της, αφού στο μυαλό του ιδίου η Παραπονούμενη ήταν διατεθειμένη να έχει σεξουαλική επαφή μαζί του έναντι αμοιβής εν γνώσει και του Κατηγορούμενου 1, μη θεωρώντας σοβαρό λόγο και συνεπώς αδιαφορώντας για την αλλαγή της στάσης της που αφορούσε την απουσία προφύλαξης. Εξ ου και η αρχική αντίδραση του «Μα τωρά θα με αφήσεις έτσι;» (Έγγραφο Δ, σ.7) που υποδηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν θεωρούσε την απουσία προφύλαξης ως σοβαρό λόγο για να μην υπάρξει κολπική επαφή …»
Υπό το φως των ανωτέρω ο τέταρτος λόγος έφεσης και στις δυο εφέσεις κρίνεται ανεδαφικός.
(VII) H εξαγωγή συμπερασμάτων και διαπιστώσεις γεγονότων.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα έκρινε τους Εφεσείοντες ένοχους, αποφασίζοντας ότι τα γεγονότα είχαν ως τα ευρήματα του και η εναντίον τους υπόθεση αποδείχθηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Στο πλαίσιο αυτό προσβάλλεται η ορθότητα αξιολόγησης της μαρτυρίας χωρίς να προστίθεται οτιδήποτε πέραν των όσων εξετάστηκαν στο πλαίσιο του πρώτου λόγου έφεσης, τον οποίο ήδη κρίναμε ανεδαφικό. Αρκούμεθα επομένως στο να επαναλάβουμε την προρρηθείσα κρίση μας απορρίπτοντας τον υπό αναφορά λόγο έφεσης.
Αναφορικά με τα κατ΄ισχυρισμό εσφαλμένα συμπεράσματα του Κακουργιοδικείου για τον Εφεσείοντα 1, προβάλλεται η θέση ότι δεν λήφθηκε υπόψη η βοήθεια την οποία πρόσφερε στην παραπονούμενη. Κατά τη θέση, για να ήταν επιτρεπτό να γίνει πιστευτή η παραπονούμενη ότι περιήλθε σε καθεστώς εμπορίας και σεξουαλικής εκμετάλλευσης, το Κακουργιοδικείο, «έπρεπε να συμφιλιώσει το ότι κατ’ ισχυρισμό ο Εφεσείων στέρησε την παραπονούμενη από τα αναγκαία προ το ζην οικονομικά μέσα αφενός και αφ’ ετέρου ο Εφεσείων έκανε διάφορες πράξεις που βοηθούσαν την παραπονούμενη να επιβιώσει στην απόφαση που η ίδια πήρε να εγκαταλείψει την οικία της μητέρας». Προς υποστήριξη της εν λόγω θέσης γίνεται αναφορά στους τρεις τόπους προσωρινής διαμονής τους οποίους της εξηύρε ο Εφεσείων 1, προτού καταλήξει στο ενοικιαζόμενο διαμέρισμα το οποίο της διευθέτησε για να είναι κοντά στην εργασία της. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο ότι η άσκηση της πορνείας από την παραπονούμενη δεν ήταν η μόνη υπαρκτή επιλογή, υπό τις περιστάσεις, καθότι η φίλη της, ΜΚ8 η οποία εκρίθη αξιόπιστη, ανέφερε στη μαρτυρία της ότι καθόν χρόνο η παραπονούμενη βρισκόταν στη Λευκωσία, και είχαν μεταξύ τους επικοινωνία, της πρότεινε να διαμείνει στο σπίτι της αν ήθελε να επιστρέψει στη Λάρνακα, όπως και τελικά έγινε. Επίσης, όταν η παραπονούμενη απείλησε τον Εφεσείοντα 1 ότι θα τα πει όλα στη γυναίκα του, αυτός τη μετέφερε μαζί με την ΜΚ8 πίσω στη Λάρνακα, πράγμα κατ’ ισχυρισμό ασυμβίβαστο με τη θέση ότι την εμπορευόταν.
Με κάθε σεβασμό διαφωνούμε με τις εν λόγω τοποθετήσεις, οι οποίες βρίσκονται σε πλήρη διάσταση με τα ευρήματα και συμπεράσματα του Κακουργιοδικείου για την ενοχή του Εφεσείοντος 1, καθώς αυτά αποδεικνύουν ότι από τη μεταφορά της παραπονούμενης στη Λευκωσία ο Εφεσείων 1 είχε σκοπό να την εκμεταλλευτεί σεξουαλικά. Προς επίτευξη του παράνομου σκοπού του, κατά το διάστημα που αυτή διέμενε στη Λευκωσία, χρησιμοποίησε οικονομική βία για να κάμψει τις αντιστάσεις της και να την εξαναγκάσει στην πορνεία. Στην ορθότητα της καταδίκης επί των σχετικών κατηγοριών (2 και 15) έχουμε ήδη αναφερθεί στο πλαίσιο εξέτασης των προηγούμενων λόγων έφεσης. Η δε διαμονή της παραπονούμενης σε διάφορα μέρη μέχρι την εκπόρνευση της, δεδομένου του σκοπού σεξουαλικής της εκμετάλλευσης, συνιστά «στέγαση» και επομένως πράξη «εμπορίας προσώπου», ως αυτή ορίζεται στο Άρθρο 2 του Ν. 60(Ι)/2014. Ως αναφέρεται στην εκκαλούμενη απόφαση με παραπομπή στο Εγχειρίδιο του Ολλανδού Εισηγητή (Rapporteur) με τίτλο “Trafficking in Human Beings 2009-2012. An analysis”, στην παρ. 25, παρ. 2.3.1., τα στοιχεία της στρατολόγησης, μεταφοράς, διακίνησης και στέγασης, «εμπεριέχουν ολόκληρη τη σειρά ενεργειών η οποία οδηγεί ή δυνατό να οδηγήσει στην σκοπούμενη εμπορία και πως τέτοιες ενέργειες πρέπει να ερμηνεύονται ευρέως σύμφωνα με τη συνήθη τους έννοια».
Εν προκειμένω, ο Εφεσείων 1 καταδικάστηκε για εμπορία προσώπου με σκοπό την σεξουαλική του εκμετάλλευση μέσω «κατάχρησης ευάλωτης θέσης», η οποία, συμφώνως του Άρθρου 2 του Ν.60(Ι)/2014: «σημαίνει κατάσταση στην οποία το θύμα δεν έχει άλλη πραγματική ή παραδεκτή επιλογή από το να υποστεί ή να υποκύψει στη συγκεκριμένη κατάχρηση». Για την ερμηνεία της ευαλωτότητας (vulnerability) του θύματος, στην απόφαση γίνεται εκτενής αναφορά στη νομική ανάλυση που περιέχεται στην Αγραφιώτης ν Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 60/22/ ημερ. 23.11.2022, την οποία δεν κρίνουμε χρήσιμο να επαναλάβουμε. Αρκεί να πούμε ότι η ευάλωτη θέση του θύματος αφορούσε την ψυχολογική, συναισθηματική και οικονομική του δυσπραγία. Το κατά πόσο το θύμα δεν είχε άλλη πραγματική ή παραδεκτή επιλογή, εξετάζεται πρωτοδίκως μέσα από προσεκτική αξιολόγηση του συνόλου των περιστάσεων που οδήγησαν στη σεξουαλική του εκμετάλλευση. Το Κακουργιοδικείο ορθώς καταλήγει ότι η παραπονούμενη ευλόγως πίστευε ότι δεν είχε άλλη παραδεκτή ή πραγματική επιλογή από το να ενδώσει στην εκπόρνευση.
Το προφίλ της παραπονούμενης και η από μέρους του Εφεσείοντος 1 κατάχρηση της ευαλοτώτητάς της, με σκοπό να την εκμεταλλευτεί σεξουαλικά, περιγράφονται πολύ παραστατικά στην ακόλουθη περικοπή από την απόφαση του Κακουργιοδικείου, σελ. 136-137:
«Από τα ευρήματα μας προκύπτει ευκρινώς το προφίλ της Παραπονούμενης. Είναι πρόσωπο που προέρχεται από διαλυμένη οικογένεια με τραυματισμένα παιδικά χρόνια ένεκα της βίας που ασκούσε ο αλκοολικός πατέρας της προς τη μητέρα της η οποία ήταν η αιτία να φύγουν από την Κρήτη και να εγκατασταθούν στην Ρουμανία από όπου και πάλι αναγκάζεται να φύγει και να αλλάξει περιβάλλον αφότου νέα προσπάθεια επανασύνδεσης των γονέων της κατέρρευσε και η οικονομική ανάγκη τις οδηγεί να εγκατασταθούν στην Κύπρο. Στερείται την πατρική στοργή αφού ο πατέρας της δημιουργεί νέα οικογένεια και γενικά με την εγκατάσταση τους στην Κύπρο την οποία δεν ενέκρινε, χάνεται η επικοινωνία μεταξύ τους και αρχίζει να έχει κρίσεις πανικού. Στην Κύπρο μετά από τις αρχικές δυσκολίες καταφέρνει να προσαρμοστεί και να δημιουργήσει δεσμό αλλά ο θάνατος του «πατριού» της στου οποίου το διαμέρισμα διέμεναν, κλονίζει εκ νέου τη ζωή της αφού οδηγεί στη φυγή τους από το εν λόγω διαμέρισμα και μετεγκατάσταση στο Δασάκι Άχνας εν μέσω άσχημων αντιδράσεων της Παραπονούμενης, η οποία δεν ήθελε να στερηθεί τους φίλους της στη Λεμεσό. Νευρίαζε, φώναζε, έκλαιε, αρνείτο να δει συγγενείς του πατέρα της στην περιοχή (γιαγιά, θεία) και έγινε καταθλιπτική, αρνούμενηπαράλληλα κάθε έλεγχο από τη μητέρα της και απαιτώντας να την αφήσει να κάνει τα δικά της λάθη για να μάθει. Κατ' αυτή την αρχική περίοδο στο Δασάκι, σημειώθηκε και η πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας της Παραπονούμενης. Η πολύχρονη σχέση που διατηρούσε με αγόρι από τη Λεμεσό τερματίστηκε στις αρχές του καλοκαιριού του 2021 εξαιτίας της απόστασης οπόταν η Παραπονούμενη είχε ξανά κρίσεις πανικού και για δεύτερη φορά επιχείρησε να αυτοκτονήσει στις 28.6.21, με αποτέλεσμα να νοσηλευτεί για δύο μέρες στο Γ.Ν. Λάρνακας, όπου διαγνώστηκε με κατάθλιψη χωρίς ωστόσο να λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή ή να τυγχάνει ψυχολογικής υποστήριξης. Και όλα αυτά σε μια περίοδο όπου η μητέρα της εργάζεται αρκετές ώρες σε βάρδιες, η ίδια αισθάνεται μοναξιά ο πατέρας είναι σταθερά απών και η σχέση της με τη μητέρα της γίνεται προοδευτικά όλο και πιο συγκρουσιακή και ευμετάβλητη χωρίς να υπάρχει μεταξύ τους η αναγκαία επικοινωνία με την τελευταία να απειλεί να την διώξει από το σπίτι. Όπως δε επίσης προκύπτει η ίδια έπασχε από Οριακή Διαταραχή Προσωπικότητας χωρίς να το γνωρίζει. Δίνει κάποιες ελπίδες στη νέα της σχέση με τον Μ.Κ.5 η οποία όμως διαλύεται πολύ γρήγορα. Όταν πλέον την γνωρίζει ο Κατηγορούμενος 1 διαπιστώνει πολύ εύκολα την προβληματική σχέση που είχε με τη μητέρα της, την απουσία επικοινωνίας μαζί της και έχοντας δει και ρωτήσει για τις έτοιμες βαλίτσες που είδε διαπιστώνει την επιρρεπή ψυχολογική κατάσταση στην οποία είχε βρεθεί, ψάχνοντας κυριολεκτικά να πιαστεί από κάπου, ούσα και η ίδια οικονομικά αδύναμη να υποστηρίξει τον εαυτό της σε περίπτωση φυγής. Και τότε της δίνει ο ίδιος τη δίοδο για να την πείσει να εγκαταλείψει την οικία της και να τον ακολουθήσει. Όταν δε το κάνει και την μεταφέρει στη Λευκωσία συμβάλλει σταδιακά στο να φτάσει η Παραπονούμενη σε απελπιστική οικονομική κατάσταση μη έχοντας χρήματα ούτε για τα αναγκαία προς το ζην αλλά ούτε και για την αναγκαία ιατρική φροντίδα.
Υπό το φως των ανωτέρω, δεν έχουμε αμφιβολία ότι ο Κατηγορούμενος 1 καταχράστηκε την ευάλωτη θέση της Παραπονούμενης, με σκοπό να την εκμεταλλευθεί σεξουαλικά με τον τρόπο που περιγράφηκε στην Κατηγορία 2. Έχουμε, δηλαδή, πειστεί πέραν λογικής αμφιβολίας ότι η Παραπονούμενη, βάσει της συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου 1, δεν είχε άλλη πραγματική ή παραδεκτή επιλογή από το να εκπορνευτεί. Και εν προκειμένω ο σκοπός του Κατηγορούμενου επετεύχθη. Δηλαδή η Παραπονούμενη πράγματι εκπορνεύθηκε».
(ιδία υπογράμμιση)
(VIII) Η μη συναίνεση της παραπονούμενης στην κολπική συνουσία
Στρεφόμενοι στον Εφεσείοντα 2, τα όσα ο συνήγορος προβάλλει με τον πέμπτο λόγο έφεσης, αμφισβητούν κατ’ ουσίαν την ύπαρξη βιασμού, ζήτημα το οποίο άπτεται της αξιολόγησης μαρτυρίας που ήδη εξετάστηκε στο πλαίσιο του πρώτου και δευτέρου λόγου έφεσης, χωρίς να διαπιστώνεται βάσιμος λόγος επέμβασης στην κρίση του Κακουργιοδικείου. Υποστηρίζεται η θέση ότι δεν αποδείχθηκε η πεποίθηση του Εφεσείοντα 2 για τη μη συναίνεση της παραπονούμενης, δίνοντας έμφαση στη φράση του «Μα τώρα θα με αφήσεις έτσι;» (μετά την πεολειχία), γεγονός που υποδηλώνει, κατ’ ισχυρισμό, ότι ο Εφεσείων 2, δεν θεωρούσε την απουσία προφύλαξης ως σοβαρό λόγο για να μην υπάρξει κολπική επαφή. Και πως υπήρχε επομένως γνήσια πίστη από τον ίδιο για συγκατάθεση της παραπονούμενης, η οποία εξαλείφει την ύπαρξη ένοχης διάνοιας για βιασμό (βλ. Morgan v. DPP (1976) A.C. 182).
Διαφωνούμε πλήρως με τις πιο πάνω θέσεις. Εν προκειμένω, υπήρξε ξεκάθαρη μαρτυρία για την έλλειψη συναίνεσης της παραπονούμενης σε κολπική επαφή χωρίς προφυλακτικό, την οποία κατέστησε σαφή στον Εφεσείοντα 2. Συμφώνως της νομολογίας, η συναίνεση στη σεξουαλική επαφή μπορεί να δοθεί υπό όρους, ήτοι ότι ο άντρας θα αποσυρθεί από τον κόλπο της γυναίκας προτού εκσπερματώσει [βλ. Assange v. Swedish Judicial Authority [2011] EWHC 2849 (Admin)], ή ότι δεν θα υπάρξει συνουσία χωρίς προφυλακτικό (βλ. Archbold 2021, par. 20-30).
Στην παρούσα υπόθεση, όχι μόνο η παραπονούμενη κατέστησε σαφές ότι δεν συγκατατίθετο σε συνουσία χωρίς προφυλακτικό αλλά προέβαλε και σωματική αντίσταση κλείνοντας με δύναμη τα πόδια, την οποία o Εφεσείων 2 έκαμψε με την βία πετυχαίνοντας εισδοχή του πέους του στον κόλπο της. Συνέχισε δε να συνουσιάζεται μαζί της παρά τις εκκλήσεις της να σταματήσει. Το ότι (α) μετά από ένα ορισμένο σημείο έπαψε να αντιστέκεται στη συνουσία, καθότι αντελήφθη ότι δεν μπορούσε να τον απωθήσει από πάνω της, και (β) ότι στη συνέχεια υπάκουσε γυρίζοντας στα τέσσερα καθότι ένιωθε πλέον παραδομένη, μη μπορώντας να ξεφύγει από την κατάσταση στην οποία βρέθηκε, δεν συνιστά συγκατάθεση, ούτε θα μπορούσε ευλόγως να εκληφθεί ως τέτοια από τον Εφεσείοντα 2, ως πολύ ορθά υποδεικνύεται στην πρωτόδικη απόφαση με παραπομπή στις υποθέσεις R v. Olugboja (1981) EWCA Crim 2, και Bejandi v. Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 935.
Υπό το φως των ανωτέρω ο πέμπτος λόγος έφεσης και στις δυο εφέσεις απορρίπτεται ως ανεδαφικός.
Ο έκτος λόγος έφεσης και στις δυο εφέσεις είναι κατ΄ουσίαν ταυτόσημος με τον πέμπτο, χωρίς όμως να συνοδεύεται από ειδική αιτιολογία. Αναφέρεται γενικά ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε σε εύρημα ενοχής για τις κατηγορίες τις οποίες έκαστος αντιμετώπιζε, ενώ η προσαχθείσα μαρτυρία δεν αποδεικνύει τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων πέραν λογικής αμφιβολίας. Ένεκα της ταυτοσημίας του λεκτικού του με τον προηγούμενο λόγο, αρκούμεθα να πούμε ότι με το ίδιο σκεπτικό και ο έκτος λόγος έφεσης απορρίπτεται ως ανεδαφικός.
(ΙΧ) Οι Εφέσεις κατά των Ποινών
Πρώτα θα εξετάσουμε τις εφέσεις κατά των ποινών στις κατηγορίες 2 και 14, για τις οποίες ο μεν Εφεσείων 1 προβάλλει ότι είναι έκδηλα υπερβολικές, ενώ ο Γενικός Εισαγγελέας ότι είναι έκδηλα ανεπαρκείς. Ακολούθως θα εξετάσουμε την έφεση του Εφεσείοντος 2 κατά της ποινής στην κατηγορία 7.
Οι αρχές οι οποίες καθορίζουν τη δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου σε ποινή, η οποία επιβλήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, συγκεφαλαιώνονται στο κάτωθι απόσπασμα από την υπόθεση Κυπρίζογλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 53/17 κ.ά., ημερ. 15.12.2017:
«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 Α.Α.Δ. 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013 ημερ. 16.5.2014 και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015».
Ο Εφεσείων 1 ισχυρίζεται ότι το Κακουργιοδικείο έδωσε υπέρμετρη σημασία στην εγγενή σοβαρότητα του αδικήματος και την ανάγκη για αποτροπή, επιτρέποντας εσφαλμένα να μειωθεί στο ελάχιστο η σημασία των μετριαστικών παραγόντων και η εξατομίκευση της ποινής. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στο ότι η σεξουαλική εκμετάλλευση (εκπόρνευση) της παραπονούμενης έγινε μόνο μια φορά, ότι Εφεσείων δεν ασκούσε κατ’ επάγγελμα σχετική δραστηριότητα, και δεν ήταν μέλος εγκληματικής οργάνωσης.
Από την άλλη, ο Γενικός Εισαγγελέας ισχυρίζεται ότι η ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής, εν όψει της εγγενούς σοβαρότητας των αδικημάτων της εμπορίας παιδιού και εμπορίας ενηλίκου προσώπου με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση για τα οποία καταδικάστηκε ο Εφεσείων 1. Για το πρώτο αδίκημα, η μέγιστη ποινή φυλάκισης είναι δια βίου ενώ για το δεύτερο 25 έτη. Εισηγείται ότι ενώ λεκτικά το Κακουργιοδικείο αναγνωρίζει τη σοβαρότητα και τη μεγάλη κοινωνική απαξία των εν λόγω αδικημάτων καθώς και την ανάγκη για αποτροπή, η επιβληθείσα ποινή, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, είναι έκδηλα ανεπαρκής.
Ο Νόμος 60(Ι)/2014, θεσπίστηκε για σκοπούς εναρμόνισης με την Οδηγία 2011/36/ΕΕ (εφεξής «Οδηγία») και την καλύτερη εφαρμογή αριθμού σημαντικών Διεθνών Συμβάσεων και Πρωτοκόλλων που αναφέρονται στο Προοίμιο, τα οποία αποσκοπούν, μεταξύ άλλων, στην Πρόληψη, Καταστολή και Τιμωρία της Εμπορίας Προσώπων, ιδιαίτερα Γυναικών και Παιδιών. Εν σχέσει με τον καταργηθέντα Νόμο 87(Ι)/2007, υπάρχει σημαντική αύξηση των ποινών, τουτέστιν η μέγιστη ποινή για την εμπορία ανηλίκου προσώπου αυξήθηκε από 20 έτη σε ισόβια φυλάκιση, και η μέγιστη ποινή για σεξουαλική εκμετάλλευση όπως και για εμπορία ενηλίκου προσώπου αυξήθηκε από 10 σε 25 έτη φυλάκιση. Η αυστηροποίηση του ποινικού πλαισίου αποσκοπεί αναμφίβολα στην αποτροπή και αυστηρή τιμωρία των δραστών, δεικνύοντας την περαιτέρω ευαισθητοποίηση της κοινωνίας στην καταπολέμηση των ειδεχθών αυτών αδικημάτων, τα οποία καταρρακώνουν και εξευτελίζουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και υπόσταση [βλ. Αγραφιώτης ν Δημοκρατίας (ανωτέρω)]. Στην υπόθεση Rantsev v. Cyprus and Russia, Application No 25965/2004, ημερ. 10.5.2010, το ΕΔΑΔ υπογράμμισε ότι η εμπορία ανθρώπων, ως σύγχρονη μορφή δουλείας και καταναγκαστικής εργασίας, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 4 της ΕΣΔΑ, συνιστώντας μια σοβαρή μορφή εξευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Στο Προοίμιο της Οδηγίας, στην παράγραφο 12 αναφέρεται: «Η αυστηρότητα των κυρώσεων στην παρούσα οδηγία αντικατοπτρίζει την όλο και μεγαλύτερη ανησυχία στα κράτη μέλη σχετικά με την ανάπτυξη του φαινομένου της εμπορίας ανθρώπων. Για τον λόγο αυτό η παρούσα οδηγία χρησιμοποιεί ως βάση τα επίπεδα 3 και 4 στα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 24ης-25ης Απριλίου 2002 όσον αφορά την προσέγγιση των ποινών. Όταν το αδίκημα διαπράττεται υπό ορισμένες περιστάσεις, για παράδειγμα σε βάρος ιδιαίτερα ευάλωτου θύματος, η ποινή θα πρέπει να είναι αυστηρότερη. Στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, μεταξύ των ιδιαίτερα ευάλωτων προσώπων θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται τουλάχιστον όλα τα παιδιά». Η ιδιαίτερη ανάγκη προστασίας των παιδιών τονίζεται περαιτέρω στην παράγραφο 8 του Προοιμίου: «Τα παιδιά είναι πιο ευάλωτα από τους ενηλίκους και συνεπώς κινδυνεύουν περισσότερο να πέσουν θύματα εμπορίας ανθρώπων. Η παρούσα οδηγία πρέπει να εφαρμόζεται με γνώμονα το ύψιστο συμφέρον του παιδιού σύμφωνα με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1989 για τα δικαιώματα του παιδιού». (βλ. Evia v. Γενικού Εισαγγελέα, Ποιν. Εφ. 174.2019, ημερ. 21.4.2021).
Αξιοσημείωτη είναι επίσης η διεύρυνση στο Άρθρο 2 (Ν.60(Ι)/2014) του ορισμού της εκμετάλλευσης ευάλωτων προσώπων, χωρίς να απαιτείται πλέον η ύπαρξη φυσικής βίας ή απειλής, ενώ για πρώτη φορά ποινικοποιείται η ζήτηση σεξουαλικών υπηρεσιών από θύμα εμπορίας, έστω και αν ο πελάτης δεν γνώριζε ότι το πρόσωπο ήταν θύμα, με μέγιστη προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης τα 10 έτη. Το δεύτερο θα μας απασχολήσει στη συνέχεια κατά την εξέταση της ποινής του Εφεσείοντος 2.
Το Κακουργιοδικείο, κατά την επιμέτρηση της ποινής, αναφέρεται στους σκοπούς θέσπισης Οδηγίας με παραπομπή σε αποσπάσματα από τις υποθέσεις Αγραφιώτης και Evia (ανωτέρω), και την έκθεση της Europol (Φεβρουάριος 2016) για την εμπορία προσώπων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (situation report - Trafficking in Human Beings in the EU), όπου στην παράγραφο 32 «δίδεται μια χαρακτηριστική περιγραφή της φύσης τέτοιων αδικημάτων»: “Trafficking in human beings is one of the most detrimental crimes against persons, as it harms human dignity and the physical and psychological integrity of victims, which are indispensable rights protected by the Charter of Fundamental Rights of the European Union”.
Αναφέρεται επίσης, το Κακουργιοδικείο, και λαμβάνει υπόψη τις επιβληθείσες ποινές στις υποθέσεις Evia v. Γενικού Εισαγγελέα (ανωτέρω) - η μόνη εφετειακή υπόθεση επιβολής ποινής σε υπόθεση εμπορίας παιδιού - και Γενικός Εισαγγελέας κ.ά. ν Ismail (2016) 2 ΑΑΔ 891, αφορώσα εμπορία ενηλίκων προσώπων, έχοντας ταυτόχρονα κατά νου την πάγια αρχή της νομολογίας ότι η επιβολή ποινών δεν δημιουργεί δικαστικό προηγούμενο, καθότι έκαστη υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων της και τις προσωπικές συνθήκες του παραβάτη. Δύναται όμως να παρέχει κάποια ένδειξη ως προς το μέτρο της τιμωρίας για συγκεκριμένα αδικήματα (βλ. Χαραλάμπους ν Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 1, Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 123).
Στην Evia (ανωτέρω) επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έξι ετών σε αλλοδαπή η οποία έναντι αμοιβής και με σκοπό να αποκτήσει παρανόμως τέκνο ο Α., ο οποίος είχε σύντροφο του ιδίου φύλου με τον οποίο συνήψε γάμο στο εξωτερικό, γράφτηκε ψευδώς στο πιστοποιητικό γέννησης ως μητέρα νεογνού το οποίο έφερε από τις Φιλιππίνες, αφού προηγουμένως κατεβλήθη χρηματικό ποσό στην πραγματική μητέρα του παιδιού, η οποία ήθελε να δώσει το παιδί για υιοθεσία στον Α. Ενεργώντας βάσει σχεδίου η εφεσείουσα εμφανίστηκε στην Κύπρο με τον Α., ως γονείς του παιδιού και στη συνέχεια ο Α., υπέβαλε αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο για να λάβει την αποκλειστική γονική μέριμνα. Στην επιμέτρηση της ποινής λήφθηκε υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο της εφεσείουσας, ο δευτερεύων ρόλος της στην εκτέλεση του εγκληματικού σχεδίου, καθώς και η άμεση παραδοχή και προσωπικές της περιστάσεις.
Απορρίπτοντας την έφεση κατά της ποινής το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε: «ότι η επιβληθείσα ποινή δεν μπορεί με κανένα τρόπο να θεωρηθεί ως υπερβολική, ούτε και ως αυστηρή». Όπως ορθά επισημαίνει η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Γενικό Εισαγγελέα, εν προκειμένω υπάρχουν, συγκριτικά, τρεις ειδοποιές διαφορές: (α) Αύξηση της μέγιστης προβλεπόμενης ποινής από 20 έτη σε ισόβια φυλάκιση. Είναι παγίως νομολογημένο ότι το μέγιστο ύψος της δια νόμου προβλεπόμενης ποινής είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για επιμέτρηση της ποινής (βλ. Λεβέντης ν Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632), (β) Ο πρωταγωνιστικός ρόλος του Εφεσείοντος 1, (γ) Η ποινή επιβλήθηκε κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας με συνεπακόλουθο την αναβίωση των τραυματικών γεγονότων της εμπορίας και σεξουαλικής εκμετάλλευσης του θύματος, πράγμα που αποστερεί τον δράστη από τη μείωση της ποινής σε περίπτωση παραδοχής, ως ένδειξη έμπρακτης μεταμέλειας [βλ. Λευκαρίτης κ.ά. ν Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 1165, Αγραφιώτης ν Δημοκρατίας (ανωτέρω), Δ.Σ.Δ. ν Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 271/22, ημερ. 20.12.2023].
Στην Ismail (ανωτέρω) το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση του Γενικού Εισαγγελέα για αύξηση της ποινής των τριών χρόνων άμεσης φυλάκισης που επιβλήθηκε κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας για αδικήματα εμπορίας ενηλίκων προσώπων με σκοπό τη σεξουαλική τους εκμετάλλευση. Οι εφεσείοντες οι οποίοι στρατολόγησαν τις παραπονούμενες από το εξωτερικό, εκμεταλλευόμενοι την ευάλωτη τους θέση, τις εξανάγκαζαν να εκπορνεύονται σε καμπαρέ όπου εργάζονταν, κατακρατώντας τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα. Στην επιμέτρηση της ποινής λήφθηκε υπόψη η πάροδος έξι ετών από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή ποινής και η εν γένει καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης, για την οποία μερικώς ευθύνονταν οι εφεσείοντες. Αναφέρεται στην απόφαση ότι με την καθυστέρηση ατονεί ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής, ενώ ο κατηγορούμενος βρίσκεται σε κατάσταση αγωνίας για τη διάγνωση της ποινικής του ευθύνης. Τονίζεται ότι οι ποινές στην εν λόγω υπόθεση επιβλήθηκαν βάσει του Νόμου 87(Ι)/2007, ο οποίος προνοούσε συγκριτικά χαμηλότερες ποινές, ως ορθώς επισημαίνεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου.
Τέλος, στην Αγραφιώτης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε 8ετή ποινή φυλάκισης κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, επιβληθείσα για το αδίκημα της εμπορίας ενηλίκου προσώπου για σκοπούς σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Με βάση τα γεγονότα ο εφεσείων εκμεταλλεύτηκε την οικονομική δυσπραγία της παραπονούμενης και, αφού διευθέτησε τη μεταφορά της στην Κύπρο για να εργαστεί ως πόρνη, απαιτούσε να του καταβάλλει εβδομαδιαίο ποσό (€200) από την άσκηση της πορνείας, το οποίο διήρκησε για πέντε μήνες και διεκόπη με παρέμβαση της Αστυνομίας. Πρόσθετα, απαιτούσε από την παραπονούμενη χρήματα για το ενοίκιο του διαμερίσματος και τα έξοδα διατροφής του. Όταν δεν του κατέβαλλε έγκαιρα το εβδομαδιαίο ποσό ή διαμαρτυρόταν για τα χρήματα που του έδιδε, αυτός την εξευτέλιζε βρίζοντας και φωνασκώντας. Σχολιάζοντας την επιβληθείσα τριετή ποινή φυλάκισης στην Ismail (ανωτέρω) υπογραμμίστηκε ότι το μέγιστο ύψος της ποινής για το αδίκημα της εμπορίας ενηλίκου προσώπου βάσει του Ν.87(Ι)/2007, ήταν σαφώς μικρότερο, ενώ ελήφθη υπόψη και ο παράγοντας καθυστέρηση.
Στην παρούσα υπόθεση κατά την επιμέτρηση της ποινής το Κακουργιοδικείο αποδίδει στον Εφεσείοντα 1 το ελαφρυντικό ότι απουσιάζουν οι επιβαρυντικές περιστάσεις που προβλέπονται στο Άρθρο 13 του Ν. 60(Ι)/2014, αναφέροντας ότι (α) η εμπορία ανηλίκου προσώπου διεπράχθη σε εθνικό επίπεδο ενώ ως επί το πλείστον η εμπορία είναι έγκλημα διεθνικό, και (β) το αδίκημα δεν διεπράχθη στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, το οποίο ελήφθη σοβαρά υπόψη. Με κάθε σεβασμό, διαφωνούμε με την εν λόγω προσέγγιση. Η απουσία των επιβαρυντικών περιστάσεων που προβλέπει ο Νόμος, δεν επενεργεί ως ελαφρυντικό στοιχείο στην επιμέτρηση της ποινής. Οι επιβαρυντικές περιστάσεις προστίθενται στην εγγενή απαξία του αδικήματος, καθιστώντας τις συνθήκες τέλεσης σοβαρότερες, δικαιολογώντας την επιβολή αυστηρότερης ποινής. Στην Αγραφιώτης (ανωτέρω) επιδοκιμάστηκε η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου ότι η απουσία των επιβαρυντικών περιστάσεων που διαλαμβάνει το Άρθρο 13 «…δεν μειώνει την σοβαρότητα της υπόθεσης, ο βαθμός της οποίας προκύπτει από την ως άνω αναφερόμενη συμπεριφορά και τις ενέργειες του κατηγορούμενου έναντι της παραπονούμενης».
Δεύτερον, το ότι η εμπορία ανηλίκου προσώπου με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση τελέστηκε σε εθνικό επίπεδο δεν μειώνει αφ’ εαυτού τη σοβαρότητα του εγκλήματος, η οποία εξαρτάται από τις συνθήκες της διάπραξής του.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα υποστηρίζει ότι η αναφορά του Κακουργιοδικείου σε απουσία επιβαρυντικών παραγόντων για το αδίκημα της εμπορίας ενηλίκου προσώπου με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση, αποτελεί σφάλμα αρχής, εν όψει της καταδίκης του για το αδίκημα της οικονομικής βίας. Αποτελεί εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι ο Εφεσείων 1 αποστέρησε από την παραπονούμενη τα αναγκαία προς το ζην οικονομικά μέσα με σκοπό να την εξαναγκάσει στην πορνεία. Συμφώνως του Άρθρου 13 του Νόμου αποτελεί επιβαρυντική περίσταση εάν «(γ) κατά τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος χρησιμοποιήθηκε βία ή προκλήθηκε σοβαρή βλάβη στο θύμα». Ο συνήγορος του Εφεσείοντος 1 αντιτείνει ότι η «οικονομική βία» δεν εμπίπτει στον ορισμό της «βίας» ως αυτή καθορίζεται στο Άρθρο 2 του Νόμου, τουτέστιν «οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη ή συμπεριφορά με την οποία προκαλείται σωματική, σεξουαλική ή ψυχική βλάβη στο θύμα». Σε αντιδιαστολή με το Άρθρο 2 του Ν.115(Ι)/2021, όπου οικονομική βία περιλαμβάνεται στον ορισμό της «βίας», και εξειδικεύεται περαιτέρω στο Άρθρο 8, με το οποίο θεσπίζεται ως αυτοτελές αδίκημα.
Είμαστε της γνώμης ότι η αναφορά σε «οποιαδήποτε πράξη» ή «συμπεριφορά» στον ορισμό της βίας, μπορεί βάσιμα να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει την οικονομική βία, όταν αυτή χρησιμοποιείται ως μέσο εξαναγκασμού του θύματος εμπορίας σε σεξουαλική εκμετάλλευση, νοουμένου ότι προκαλείται στο θύμα σωματική, σεξουαλική ή ψυχική βλάβη. Υπάρχει ειδοποιός διαφορά με τον ορισμό της οικονομικής βίας στο Άρθρο 8 του Ν.115(Ι)/2021, το οποίο αναφέρεται μόνο σε ύπαρξη αδιαφορίας από μέρους του συζύγου ή συντρόφου της γυναίκας για την πρόκληση σωματικής ή ψυχολογικής βλάβης. Επομένως, η καταδίκη του Εφεσείοντος 1 για το αδίκημα της οικονομικής βίας, δεν εξυπακούει αυτόματα τη χρήση βίας εν τη εννοία του Άρθρου 13(γ) του Νόμου.
Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώθηκε από το Κακουργιοδικείο η πρόκληση σωματικής, σεξουαλικής ή ψυχικής βλάβης ως αποτέλεσμα της οικονομικής βίας. Στο πλαίσιο εξέτασης του αδικήματος της οικονομικής βίας κάτω από το Άρθρο 8 του Ν.115(Ι)/2021, διαπιστώνεται (σελ. 139) ότι υπήρξε αδιαφορία από τον Εφεσείοντα 1 για την πιθανότητα πρόκλησης σωματικής, σεξουαλικής ή ψυχικής βλάβης στο θύμα, κρίνοντας αχρείαστη την εξέταση του κατά πόσον η συμπεριφορά αυτή θα προκαλούσε «οποιαδήποτε βλάβη σωματική ή ψυχολογική στην παραπονούμενη». Στην απουσία ευρήματος για την πρόκληση τέτοιας μορφής βλάβης, δεν στοιχειοθετείται η χρήση βίας εν τη εννοία του Νόμου. Επομένως ορθώς δεν ελήφθη υπόψη ως επιβαρυντικός παράγοντας.
Στρεφόμενοι στις προσωπικές περιστάσεις οι οποίες λήφθηκαν υπόψη στο πλαίσιο εξατομίκευσης της ποινής, ο Εφεσείων 1 κατά τον χρόνο επιβολής της ποινής ήταν 36 ετών και πατέρας τριών ανήλικων παιδιών τα οποία εξαρτώνται οικονομικά από τον ίδιο. Από τον Απρίλιο του 2022 (ένεκα της κράτησης του ως υπόδικου) η οικογένεια λαμβάνει στήριξη από το Γραφείο Ευημερίας. Με βάση τη νομολογία οι επιπτώσεις της ποινής φυλάκισης στην οικογένεια του κατηγορούμενου συγκαταλέγονται μεταξύ των ελαφρυντικών που λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο εξατομίκευσης της ποινής, χωρίς όμως να συνιστούν αποφασιστικής σημασίας παράγοντα (βλ. Domotov v. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 328), ιδιαιτέρως, σε αδικήματα για τα οποία υπάρχει αυξημένη ανάγκη για αποτροπή χάριν προστασίας του κοινωνικού συνόλου.
Ως προς την ανάγκη επιβολής αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών σε αδικήματα εμπορίας ανηλίκων προσώπων και της μειωμένης σημασίας των προσωπικών περιστάσεων, οι οποίες δεν πρέπει να εξουδετερώνουν τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της ποινής, ισχύουν κατ’ αναλογία οι αρχές οι οποίες εφαρμόζονται για αδικήματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκων βάσει του Ν.91(Ι)/2014, για τα οποία επίσης προβλέπεται ποινή δια βίου φυλάκισης (βλ. Άρθρο 6 εδ. (4) (α)-(γ), εδ. (7)] (βλ. Λευκαρίτης ν Αστυνομίας (ανωτέρω), Γ.Α. ν Δημοκρατίας, Ποιν,. Εφ. 178/17, ημερ. 24.10.2018, Δ.Σ.Δ. ν Αστυνομίας (ανωτέρω), Δ.Β.Γ.Κ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 3/2022, ημερ. 29.2.2024). Το ίδιο ισχύει και για αδικήματα εμπορίας και σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενηλίκων προσώπων [βλ. Αγραφιώτης ν Δημοκρατίας (ανωτέρω)].
Υπό το φως των ανωτέρω κρίνουμε ότι οι επιβληθείσες ποινές, στον Εφεσείοντα 1, για τα αδικήματα των κατηγοριών 2 και 14 είναι έκδηλα ανεπαρκείς. Οι επιβληθείσες ποινές ακυρώνονται και αντικαθίστανται με ποινές φυλάκισης 8 ετών στην κατηγορία 2, και 7 ετών στην κατηγορία 14. Οι ποινές να συντρέχουν.
Στρεφόμενοι στα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε ο Εφεσείων 2, με τον έβδομο λόγο έφεσης προσβάλλει τη μη αναστολή της ποινής φυλάκισης για τις ποινές οι οποίες του επιβλήθηκαν. Το Κακουργιοδικείο εφαρμόζοντας τις αρχές της νομολογίας ως καθορίστηκαν, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Ιωσήφ ν Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930, Αργυρίδης κ.ά. ν Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 449, επανεκτιμώντας τους επιβαρυντικούς και ελαφρυντικούς παράγοντες, τη φύση των αδικημάτων και περιστάσεις κάτω από τις οποίες διαπράχθηκαν, έκρινε ότι δεν δικαιολογείτο η άσκηση της διακριτικής του εξουσίας υπέρ της αναστολής των ποινών φυλάκισης, καθότι τούτο δεν θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων και δεν θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας. Τυχόν αναστολή των ποινών φυλάκισης θα έδινε λανθασμένα μηνύματα στον καταδικασθέντα και στην κοινωνία για τα σοβαρά αδικήματα που διέπραξε, για τα οποία οι προσωπικές περιστάσεις είναι περιορισμένης σημασίας, καθότι προέχει η ανάγκη προστασίας του κοινωνικού συνόλου. Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Κακουργιοδικείου το οποίο θα δικαιολογούσε την επέμβαση μας. Αντίθετα, κρίνουμε την κρίση του καθόλα ορθή και πλήρως ευθυγραμμισμένη με τις αρχές της νομολογίας. Η αναστολή των ποινών φυλάκισης θα εξουδετέρωνε τον αυστηρό και αποτρεπτικό χαρακτήρα της ποινής.
Με τον όγδοο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως έκδηλα υπερβολική η επιβληθείσα ποινή των 2,5 ετών στην κατηγορία 7 για το αδίκημα της είσπραξης υπηρεσιών θύματος εμπορίας κατά παράβαση του Άρθρου 17Α του Ν.60(Ι)/2014. Προβάλλεται η θέση ότι συμφώνως του εν λόγω άρθρου ο Εφεσείων 2 (πελάτης) θα έπρεπε να γνωρίζει ότι το πρόσωπο από το οποίο είσπραξε ή χρησιμοποίησε υπηρεσίες σεξουαλικής φύσεως ήταν θύμα εμπορίας. Με κάθε σεβασμό η εν λόγω θέση είναι νομικά εσφαλμένη. Πρόκειται για αδίκημα αυστηρής ευθύνης. Με βάση το Άρθρο 19(α) του Νόμου δεν αποτελεί υπεράσπιση: «Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν γνώριζε ή ότι το πρόσωπο από το οποίο ζήτησε ή είσπραξε ή χρησιμοποίησε υπηρεσίες σεξουαλικής φύσεως, ήταν το πρόσωπο το οποίο υπέστη τη διαδικασία της εμπορίας ή/και εκμετάλλευσης». Υποστηρίζεται επίσης ότι δεν αντιλήφθηκε τον ρόλο του Εφεσείοντος 1 ως προαγωγού της παραπονούμενης, θέση η οποία βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου (σελ. 97 – 100) και επομένως στερείται ερείσματος.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Γενικό Εισαγγελέα επισημαίνει πως παρά την απουσία γνώσης ότι η παραπονούμενη ήταν θύμα εμπορίας, στη συζήτηση η οποία προηγήθηκε της παροχής σεξουαλικών υπηρεσιών, ο Εφεσείων 2 πληροφορήθηκε από την ίδια (α) ότι έφυγε από τη Λάρνακα διότι τσακώθηκε με τη μητέρα της, (β) ήταν η πρώτη φορά που εκδιδόταν, (γ) είχε σχέση με τον Εφεσείοντα 1, (δ) αναγκάστηκε να εκδοθεί λόγω οικονομικής ανάγκης. Ήταν δε εμφανές ότι επρόκειτο για άτομο νεαρής ηλικίας.
Φρονούμε ότι η πιο πάνω πληροφόρηση κατέστησε τον Εφεσείοντα 2 γνώστη της ευάλωτης θέσης στην οποία βρισκόταν η παραπονούμενη.
Η συνειδητή επιλογή του να κάνει χρήση των σεξουαλικών της υπηρεσιών έναντι χρηματικής αμοιβής αυξάνει τον βαθμό ηθικής απαξίας της εγκληματικής του συμπεριφοράς. Επιπρόσθετα, η ανωτέρω πληροφόρηση και η ύπαρξη μαστροπού, με τον οποίο η παραπονούμενη διατηρούσε σχέση παρά την εμφανώς μεγάλη ηλικιακή τους διαφορά, υποδηλώνουν ότι υπήρχαν εμφανή σημάδια ότι ήταν θύμα εμπορίας, τα οποία ο Εφεσείων 2 επέλεξε να αγνοήσει. Τα ως άνω καταδεικνύουν υψηλότερο βαθμό υπαιτιότητας, καταδεικνύοντας σκόπιμη αδιαφορία για τις περιστάσεις του θύματος.
Υπό το φως των ανωτέρω κρίνουμε ότι η επιβληθείσα ποινή των 2,5 ετών, δεν είναι έκδηλα υπερβολική.
Συνακόλουθα όλων των προλεχθέντων, οι εφέσεις 151/2023 και 152/2023 απορρίπτονται. Η έφεση 156/2023 επιτυγχάνει μερικώς, ως εκ τούτου, επιβάλλονται στον Εφεσείοντα 1 ποινή φυλάκισης οκτώ (8) ετών στην κατηγορία 2, εις αντικατάσταση της επιβληθείσας πρωτοδίκως, και ποινή φυλάκισης επτά (7) ετών στην κατηγορία 14, εις αντικατάσταση της επιβληθείσας πρωτοδίκως. Οι ποινές φυλάκισης θα συντρέχουν.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο