
ΕΦΕΤΕΙΟ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 166/2018)
5 Σεπτεμβρίου 2025
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΚΥΡ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ
Εφεσείουσα/Ενάγουσα
ΚΑΙ
1. «Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ» ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
2. ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
3. ΑΓΓΕΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Εφεσίβλητοι/Εναγομένοι
Α. Λουκαρή μαζί με Ζ. Ηρακλέους για Δρ. Κ. Χρυσοστομίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Γ. Τριλλίδης μαζί με Μ. Πέτρου για Πολάκης Σαρρής & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
-------------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Στ. Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.
-------------------------------
A Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Στις 4/2/2008 καταναλωτής προσήλθε στα γραφεία των Υπηρεσιών Δημοσίας Υγείας στην Πάφο προσκομίζοντας ψωμί στο οποίο υπήρχε παρουσία ξένου σώματος, ισχυριζόμενος ότι είναι περιττώματα ποντικού. Έγινε σχετική έρευνα από τις αρμόδιες αρχές (Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας Επαρχιακού Γραφείου Πάφου) και στάληκε το δείγμα για ανάλυση στη Λευκωσία. Οι αρχές επίσης επισκέφθηκαν την ίδια μέρα το αρτοποιείο από το οποίο αγοράστηκε το ψωμί όπου και πληροφορήθηκαν ότι το αρτοποιείο προμηθεύεται το αλεύρι που χρησιμοποιά για την παρασκευή αρτοποιημάτων από την εφεσείουσα. Στις 5/2/2008 οι αρμόδιες αρχές επισκέφτηκαν τις εγκαταστάσεις της εφεσείουσας για διενέργεια επίσημου ελέγχου όπου διαπίστωσαν (α) ότι στον ίδιο χώρο παρασκευάζονται τόσο αλεύρι όσο και ζωοτροφές που διατηρούνται στις ίδιες αποθήκες, (β) διάφορες υγειονομικές παραβάσεις και ελλείψεις και (γ) την ύπαρξη περιττωμάτων ποντικών στο χώρο όπου παραγόταν το αλεύρι. Έτσι, στις 5/2/2008 εκδόθηκε διάταγμα αναστολής για 4 μέρες του αλευρόμυλου της εφεσείουσας ώστε να ληφθούν διορθωτικά μέτρα. Το διάταγμα αναστολής ανανεώθηκε για άλλες 4 μέρες στις 11/2/2008 το οποίο ακολούθως ήρθη στις 14/2/2008 κατόπιν διενέργειας νέου ελέγχου, μετά που διαπιστώθηκε ότι η εφεσείουσα είχε προβεί στις υποδειχθείσες υγειονομικές βελτιώσεις. Σύμφωνα με την έκθεση εξέτασης του Γενικού Χημείου του Κράτους ημερομηνίας 12/2/2008, στο δείγμα διαπιστώθηκε η ύπαρξη ημιαπανθρακωμένων οργανικών συσσωμάτων αμυλώδους σύστασης, τα οποία δεν αποτελούν κανονικό στοιχείο του ψωμιού.
Οι αρμόδιες αρχές είχαν εκδώσει δημόσια ανακοίνωση δίδοντας στη δημοσιότητα την επωνυμία της εφεσείουσας με την επεξήγηση ότι εκδόθηκε διάταγμα αναστολής της λειτουργίας της διότι σε αυτήν «επικρατούν σοβαρές υγειονομικές ελλείψεις, παραλείψεις και συνθήκες που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία». Ο εφεσίβλητος 3 που είναι δημοσιογράφος δημοσίευσε στην εφεσίβλητη 1 άρθρο στις 6/2/2008 με τίτλο «Περιττώματα ποντικών σε ψωμί». Το σχετικό δημοσίευμα έχει ως εξής:
«Διάταγμα για αναστολή λειτουργίας αλευρόμυλου στην Πάφο εξέδωσαν χθες οι Υγειονομικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας μετά τον εντοπισμό περιττωμάτων ποντικών σε αρτοποιητικό είδος. Οι λειτουργοί των Υγειονομικών Υπηρεσιών κατέληξαν στον αλευρόμυλο μετά από παράπονο καταναλωτή ότι εντόπισε περιττώματα ποντικού σε ψωμί που αγόρασε από αρτοποιείο στην Πάφο. Στα πλαίσια διερεύνησης του παραπόνου, οι επιθεωρητές ανακάλυψαν ότι ο συγκεκριμένος φούρνος που παρήγαγε το ψωμί προμηθευόταν το αλεύρι που χρησιμοποιούσε στη ζύμη από μη εγκεκριμένο αλευρόμυλο.
Σε χθεσινή ανακοίνωση των Υγειονομικών Υπηρεσιών αναφέρεται ότι ο αλευρόμυλος ανήκει στην επιχείρηση Κυριάκος Καραγιάννης & Υιοί Λτδ, που διατηρεί τα υποστατικά του στη Λεωφόρο Ευαγόρα Παλληκαρίδη 16 στην Πάφο.
Ο λόγος που ώθησε τις αρμόδιες υπηρεσίες στη λήψη αυτής της απόφασης ήταν επειδή στις 5 Φεβρουαρίου 2008 διαπιστώθηκε ότι σε αυτό επικρατούν σοβαρές υγειονομικές ελλείψεις, παραλείψεις και συνθήκες που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία.
ΑΓΓΕΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ»
Η εφεσίβλητη 2 δημοσίευσε επίσης στην εφεσίβλητη 1 στις 7/2/2008 δημοσίευμα με τίτλο «Τα περιττώματα και το νιτρικό οξύ» με το ακόλουθο περιεχόμενο:
«Σε ψωμί που αγοράστηκε από αρτοποιείο της Πάφου βρέθηκαν περιττώματα ποντικών. Μετά από διερεύνηση του θέματος διαπιστώθηκε πως το αλεύρι, όπου ήταν μέσα τα περιττώματα, αγοραζόταν από συγκεκριμένο αλευρόμυλο και ο αλευρόμυλος έκλεισε, με απόφαση των Αρχών. Ο αλευρόμυλος ανήκει στην επιχείρηση Κυριάκος Καραγιάννης & Υιοί Λτδ και βρίσκεται στη Λεωφόρο Ευαγόρα Παλληκαρίδη 16 στην Πάφο, σύμφωνα με ανακοίνωση των Υγειονομικών Υπηρεσιών.
Ένα παιδί κόντεψε να πεθάνει πίνοντας πορτοκαλάδα με νιτιρικό οξύ σε ξενοδοχείο. Και αν καταφέρει να ξεπεράσει τον κίνδυνο, θα έχει προβλήματα σε όλη του τη ζωή. Φυσικά, ατύχημα ήτανε. Σε κανένα ξενοδοχείο, κανένας άνθρωπος, λογικά, δεν επιθυμεί να σκοτώσει ή να καταστρέψει ένα παιδί. Κάποιοι όμως αμέλησαν να υπάρχουν επαρκή μέτρα ασφάλειας στο συγκεκριμένο ξενοδοχείο, τοποθετώντας επικίνδυνα υγρά δίπλα από πόσιμα, χωρίς διακριτικά στοιχεία. Όπως προφανώς και στον αλευρόμυλο αμέλησαν ή αδιαφόρησαν να υπάρχουν τα ανάλογα μέτρα υγιεινής. Ούτε στη μία περίπτωση, ούτε στην άλλη υπάρχει πρόθεση. Είναι αμέλεια, αδιαφορία, απερισκεψία... Στη μία περίπτωση, ο αλευρόμυλος τιμωρείται κλείνοντας ώστε να φροντίσει να πάρει τα απαραίτητα μέτρα και ταυτόχρονα το όνομα του δίνεται στη δημοσιότητα. Στη δεύτερη περίπτωση, το ξενοδοχείο προστατεύεται. Γιατί δεν φταίει, γιατί ήταν αμέλεια ενός υπαλλήλου... Όπως αμέλεια και ανθρώπινα είναι οι αιτίες τις πλείστες φορές για σοβαρά ατυχήματα. Αμέλεια ήτανε πιθανόν και που προκλήθηκε σαλμονέλα μετά από γεύμα σε ξενοδοχείο, αμέλεια και που επάθαν γαστρεντερίτιδα πελάτες ψησταριάς. Όμως τα ονόματα τους δόθηκαν στη δημοσιότητα. Και πλήρωσαν το τίμημα, αλλά ταυτόχρονα φρόντισαν να γίνουν πιο προσεκτικοί, να υπάρχουν μέτρα, να τηρούν πιο αυστηρά μέτρα ασφάλειας, να μεταδώσουν στους υπαλλήλους τους τα επίπεδα υγιεινής και ποιότητας που ήθελαν να έχουν οι επιχειρήσεις τους. Και να ξανά κερδίσουν την εμπιστοσύνη του κόσμου. Δεν είναι από περιέργεια που θέλουν οι πολίτες να γνωστοποιούνται ονόματα επιχειρήσεων σε τέτοιες περιπτώσεις. Είναι για να φοβούνται αν μη τι άλλο τη δημοσιότητα οι ίδιες οι επιχειρήσεις και να είναι διπλά προσεκτικές. Και να νιώθουν οι πολίτες πως προστατεύονται.
Της Χρυστάλλας Χατζηδημητρίου»
Με την αγωγή της η ενάγουσα αξίωνε από τους εναγόμενους γενικές αποζημιώσεις και/ή ειδικές αποζημιώσεις για λίβελο και/ή συκοφαντία και/ή γραπτή δυσφήμηση και/ή επιζήμια ψευδολογία και/ή κακόβουλη δημοσίευση ψευδούς δήλωσης σε βάρος της σε σχέση με τα δύο προαναφερόμενα άρθρα, παραδειγματικές αποζημιώσεις, διηνεκές διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να απαγορεύει στους εφεσίβλητους να επαναλάβουν και/ή να δημοσιεύσουν δυσφημιστικά δημοσιεύματα και/ή λιβελογραφήματα σε βάρος της, πλέον τόκους και έξοδα.
Σύμφωνα με το δικόγραφο της ενάγουσας τα δημοσιεύματα που αναφέρονται πιο πάνω, γραμμένα με χαρακτηριστικούς και έντονους τίτλους στις εκδόσεις της εφημερίδας «Ο Φιλελεύθερος», περιέχουν αναφορές σε αυτήν οι οποίες είναι παραπλανητικές, ψευδείς και κακόβουλες. Ειδικότερα, σε αντίθεση με αυτά που αναφέρονται στα δύο άρθρα και σύμφωνα με την έκθεση εξέτασης του Γενικού Χημείου του Κράτους, δεν διαφάνηκε οποιαδήποτε ομοιότητα με περιττώματα ποντικού σε προϊόντα της ενάγουσας. Επίσης, οι εργασίες του αλευρόμυλου είχαν ανασταλεί από τις αρμόδιες αρχές για διεκπεραίωση διαφόρων εργασιών που υποδείχθηκαν από αυτές, και όχι λόγω της ύπαρξης περιττωμάτων ποντικού σε ψωμί για την παρασκευή του οποίου χρησιμοποιήθηκε αλεύρι από τον συγκεκριμένο αλευρόμυλο.
Ισχυρίστηκε ακόμα η ενάγουσα ότι πέραν του γεγονότος ότι τα δημοσιεύματα ήταν εξ ολόκληρου ψευδή, συνιστούσαν από μόνα τους λίβελο και/ή συκοφαντία και/ή συκοφαντική δυσφήμηση και/ή κακόβουλη δημοσίευση και/ή επιζήμια ψευδολογία και ότι αυτά γράφτηκαν και/ή εκτυπώθηκαν και/ή δημοσιεύθηκαν με σκοπό να πληγεί η υπόσταση της ενάγουσας, η καλή της φήμη, το όνομα της και η επαγγελματική δραστηριότητα της, και ότι συνεπεία της δημοσίευσης των εν λόγω άρθρων, για την περίοδο 6.2.2008 μέχρι 31.12.2009, υπέστη €87.083,28 ζημιά και/ή απώλεια κέρδους, την οποία και απαιτούσε από τους εναγόμενους.
Προέβαλε επίσης τη θέση ότι ζήτησε από τους εναγόμενους να άρουν τη δημοσίευση των επίδικων δημοσιευμάτων και να προβούν στη δημοσίευση σχετικής απολογίας στην εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος», κάτι που οι εναγόμενοι αρνήθηκαν, με αποτέλεσμα να την εκθέσουν σε περαιτέρω ζημιά και απώλεια κέρδους.
Με την Υπεράσπιση τους οι εναγόμενοι παραδέχθηκαν τη δημοσίευση των δύο άρθρων στην εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος» στις 6.2.2008 και 7.2.2008, αλλά αρνήθηκαν την κακοβουλία και/ή ότι λιβελογράφησαν και/ή ότι το περιεχόμενο των άρθρων ήταν ψευδές και/ή κακόβουλο και/ή κακόπιστο και/ή δόλιο και/ή δυσφημιστικό προς την ενάγουσα.
Ανάφεραν επίσης στην Υπεράσπιση τους ότι οι εργασίες του αλευρόμυλου είχαν ανασταλεί συνεπεία σοβαρών υγειονομικών ελλείψεων και/ή παραλείψεων που διαπιστώθηκαν στο συγκεκριμένο υποστατικό και/ή συνεπεία υπάρξεως κινδύνων για τη δημόσια υγεία και ότι η εξέταση του Κρατικού Χημείου, την οποία επικαλείται η ενάγουσα, είχε διενεργηθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της δημοσίευσης των επίδικων δημοσιευμάτων.
Ήταν η θέση τους ότι, τα δημοσιεύματα δεν ήταν δυσφημιστικά και ότι, αντίθετα, οι ισχυρισμοί που περιέχονταν σε αυτά ήταν αληθείς. Πέραν της πιο πάνω υπεράσπισης, προέβαλαν τη θέση ότι σε περίπτωση που ήθελε αποφασιστεί ότι τα επίδικα δημοσιεύματα ή οποιοδήποτε εξ αυτών ήταν δυσφημιστικά για την ενάγουσα, αυτά συνιστούσαν εύλογο ή έντιμο σχόλιο επί θέματος δημόσιου συμφέροντος, το οποίο έγινε καλόπιστα και αρνήθηκαν τις αξιώσεις της ενάγουσας και τις θεραπείες που ζητούσε ως νόμο και ουσία αβάσιμες.
Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της υπόθεσης, κατά την ακροαματική διαδικασία της αγωγής δόθηκε μαρτυρία από δύο μάρτυρες εκ μέρους της εφεσείουσας, και συγκεκριμένα τον διευθυντή της Γ. Κ. (Μ.Ε.1) και τον εγκεκριμένο ορκωτό λογιστή Μ. X. (Μ.Ε.2). Εκ μέρους των εφεσίβλητων δόθηκε μαρτυρία από τον Διευθυντή Σύνταξης της ιστοσελίδας «philenews.com» Τ. Γ. (Μ.Υ.1), τη Λειτουργό των Ιατρικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας Α. Π. Τ. (Μ.Υ.2), τον εφεσίβλητο 3 και τον Λειτουργό του Κρατικού Χημείου X. Γ. (Μ.Υ.4).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή λόγω της επιτυχίας απόδειξης της υπεράσπισης της αλήθειας. Επιδίκασε επίσης τα έξοδα της διαδικασίας υπέρ των εναγόμενων και εναντίον της ενάγουσας.
Η απόφαση προφανώς δεν άφησε ικανοποιημένη την ενάγουσα, η οποία καταχώρισε Ειδοποίηση Έφεσης εγείροντας 12 λόγους έφεσης.
Προτού αναφερθούμε στους λόγους έφεσης, κρίνουμε ορθό να αναφέρουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση του διαπίστωσε ότι τα επίδικα δημοσιεύματα «είναι αναμφίβολα δυσφημιστικά για την ενάγουσα». Εξέτασε ακολούθως κατά πόσο μπορούν να επιτύχουν οι υπερασπίσεις της αλήθειας του περιεχόμενου τους, του έντιμου σχολίου επί θέματος δημόσιου συμφέροντος και του υπό επιφύλαξη προνομίου, τα οποία οι εναγόμενοι επικαλούνταν στην Υπεράσπιση τους.
Κατέληξε ότι και για τα δύο δημοσιεύματα η υπεράσπιση της αλήθειας επιτυγχάνει, καθ' ότι έχει αποδειχθεί ότι κατά τον επίδικο χρόνο της δημοσίευσης στο υποστατικό της ενάγουσας παρασκευαζόταν αλεύρι προοριζόμενο προς ανθρώπινη κατανάλωση, χωρίς η ενάγουσα να είναι εγγεγραμμένη στα μητρώα του Διευθυντή Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας και ότι στους χώρους παρασκευής του άλευρου, το οποίο προοριζόταν για ανθρώπινη κατανάλωση, υπήρχαν ίχνη τρωκτικών, ήτοι περιττώματα. Θεώρησε ότι «το κεντρί», η ουσία του δυσφημιστικού δημοσιεύματος ήταν ακριβώς η ύπαρξη περιττωμάτων τρωκτικών σε χώρο όπου παρασκευαζόταν αλεύρι, το οποίο θα χρησιμοποιείτο για την κατασκευή αρτοσκευασμάτων, προφανώς και ψωμιού, ως επίσης αποδείχθηκε η έκδοση διατάγματος αναστολής λειτουργίας του υποστατικού. Θεώρησε την αναφορά στο δεύτερο δημοσίευμα για ύπαρξη περιττωμάτων στο ψωμί, όπως και τον τίτλο του πρώτου δημοσιεύματος, ως υπερβολή η οποία είναι στα πλαίσια του επιτρεπτού.
Σε ό,τι αφορά την υπεράσπιση του έντιμου σχολίου, θεώρησε ότι αυτή δεν μπορεί να επιτύχει επειδή τα εν λόγω δημοσιεύματα δεν συνιστούν σχόλιο αλλά παράθεση γεγονότων. Απέρριψε επίσης την υπεράσπιση του προνομίου του άρθρου 12 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148, εφόσον απαραίτητο στοιχείο επιτυχίας της εν λόγω υπεράσπισης είναι ο δημοσιεύσας του διαφημιστικού κειμένου, να έχει αναζητήσει το υποκείμενο του δημοσιεύματος για να λάβει και τις δικές του θέσεις, κάτι που δεν έγινε στην παρούσα περίπτωση. Θεώρησε ακόμα ότι το αστικό αδίκημα της επιζήμιας ψευδολογίας δεν είχε αποδειχθεί, αφού δεν είχε καταδειχθεί το στοιχείο της πρόθεσης ή της κακής πίστης. Κατέληξε τελικά ότι δεν είχαν αποδειχθεί ειδικές ζημιές και αν ήθελε κριθεί ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί της απόδειξης της αλήθειας του περιεχόμενου των δημοσιευμάτων είναι λανθασμένη, θα επιδίκαζε στην ενάγουσα μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις ύψους €200.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αναφέρεται σε αναιτιολόγητη απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και/ή ότι αυτή δεν φέρει τη δέουσα αιτιολογία όπως προβλέπεται από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 και να αναφέρει ότι αυτή γίνεται δεκτή μόνο καθ' ην έκταση αυτή δεν έχει αμφισβητηθεί από την πλευρά της Υπεράσπισης, ενώ οι λόγοι έφεσης 3 και 4 πραγματεύονται την απόρριψη της έκθεσης του εμπειρογνώμονα Μ.Ε.2 και τη θέση ότι το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε ως εμπειρογνώμονας, χωρίς να προσκομιστεί μαρτυρία εμπειρογνώμονα από πλευράς των εφεσίβλητων που να αντικρούει τη μαρτυρία του Μ.Ε.2 και λανθασμένα απέκλεισε την εν λόγω μαρτυρία. Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι επιτυγχάνει η υπεράσπιση της αλήθειας, ενώ ο έκτος λόγος έφεσης επιδιώκει ανατροπή του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι στην ουσία των επίδικων κειμένων δεν υπάρχει μεγάλη απόκλιση από το περιεχόμενο της ανακοίνωσης του αρμόδιου Υπουργείου. Αντικείμενο του έβδομου λόγου έφεσης είναι η λανθασμένη, κατά την εφεσείουσα, διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε εύρημα ή κατάληξη περί κακοπιστίας και/ή κακοβουλίας, ενώ με τον όγδοο λόγο έφεσης αμφισβητείται ως εσφαλμένη η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν έχει αποδειχθεί το αδίκημα της επιζήμιας ψευδολογίας ως αυτό αναφέρεται στο άρθρο 25 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148. Ο ένατος λόγος έφεσης επιδιώκει ανατροπή της διαπίστωσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μη προσέλευση της συντάκτριας του δεύτερου επίδικου δημοσιεύματος δεν έχει οποιοδήποτε αντίκτυπο και στο συμπέρασμα του ότι κανένα εύρημα και/ή συμπέρασμα μπορεί να εξαχθεί από το γεγονός αυτό και μόνο. Ο δέκατος λόγος έφεσης πραγματεύεται το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για μη αποστολή επιστολής ημερομηνίας 1.12.2008 που κατά τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων ότι είχε αποσταλεί με φαξ και με αυτήν καλούσαν τους εφεσίβλητους να προβούν σε γραπτή απολογία και άμεση αφαίρεση των επίδικων άρθρων από την ιστοσελίδα τους και ο εντέκατος λόγος έφεσης προσβάλλει το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για απόρριψη της αγωγής με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας. Τέλος, αντικείμενο του δωδεκάτου λόγου έφεσης είναι το λανθασμένο, κατά την εφεσείουσα, συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι θα δικαιούτο μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις ύψους €200, ενόψει του ότι δεν είχε αποδείξει ειδική ζημιά, σε περίπτωση που το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι επιτυγχάνει η υπεράσπιση της αλήθειας, κριθεί λανθασμένο.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι επαρκώς ή δεόντως αιτιολογημένη ως προνοεί το άρθρο 30.2 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και δεν πληροί τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που πρέπει να φέρει μια δικαστική απόφαση, όπως αυτά επεξηγήθηκαν στην Ανδρονίκου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486. Όπως χαρακτηριστικά έχει λεχθεί στην υπό αναφορά απόφαση, «εκείνο που χρειάζεται σε μια δικαστική απόφαση, για να έχει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ορθής αιτιολόγησης, είναι ο προσδιορισμός, με ορθό τρόπο, των επίδικων θεμάτων, η σύνοψη της ουσιώδους μαρτυρίας, η καθαρή καταγραφή ευρημάτων και η σύνδεση της απόφασης με τα επίδικα θέματα, νομικά και πραγματικά.».
Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι η πρωτόδικη δικαστική απόφαση περιέχει ημιτελείς, μη ολοκληρωμένες και ασαφείς φράσεις με αποτέλεσμα να στερείται δέουσας αιτιολογίας. Με αναφορά σε συγκεκριμένες σελίδες και αποσπάσματα της πρωτόδικης απόφασης, αναφέρει παραδείγματα ημιτελών και γενικών φράσεων που μπορούν, κατά την εισήγηση της, να τύχουν διάφορων ερμηνειών και αιτιολογίας η οποία έρχεται σε αντίθεση με προηγούμενη αιτιολογία, συμπεράσματα και ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Όπως ορθά υποδεικνύουν οι συνήγοροι των εφεσίβλητων η πρωτόδικη απόφαση όντως θα μπορούσε να τύχει καλύτερης γλωσσικής επιμέλειας. Υπάρχουν στο κείμενο της πρωτόδικης απόφασης ασυνταξίες, τυπογραφικά λάθη, παραδρομές αλλά και φράσεις που είναι ημιτελείς. Όμως η πρωτόδικη απόφαση πρέπει να ιδωθεί στο σύνολο της και να μην απομονώνονται αποσπάσματα αυτής επιλεκτικά. Η πρωτόδικη απόφαση καταλαμβάνει 54 σελίδες. Υπάρχουν υπότιτλοι σε αυτήν που καθορίζουν τα ζητήματα που εξετάζει το Δικαστήριο όπως για παράδειγμα «επίδικα δημοσιεύματα» «δικογραφημένοι ισχυρισμοί», παράθεση της μαρτυρίας στις σελίδες 10-27, αξιολόγηση της μαρτυρίας για κάθε μάρτυρα ξεχωριστά με παραπομπές στη νομολογία αλλά και στη μαρτυρία. Καταγράφονται ακολούθως τα ευρήματα του Δικαστηρίου, παρατίθεται η νομική πτυχή και τέλος, τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα οποία υπάρχει διαπίστωση ότι τα δύο επίδικα κείμενα είναι δυσφημιστικά για την εφεσείουσα. Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο προχωρεί να εξετάσει κατά πόσο μπορούν να επιτύχουν η υπεράσπιση της αλήθειας, του εντίμου σχολίου επί θέματος δημοσίου συμφέροντος και υπό επιφύλαξη του προνομίου τα οποία οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι επικαλούνταν στην Υπεράσπιση τους. Κατόπιν εξετάζει κάθε μία από αυτές της υπερασπίσεις με αναφορά στη νομολογία που τις επεξηγεί και εφαρμόζοντάς τις στα κείμενα των δημοσιευμάτων καταλήγει ότι η Υπεράσπιση της αλήθειας επιτυγχάνει, η Υπεράσπιση του εντίμου σχολίου δεν επιτυγχάνει όπως ούτε και η Υπεράσπιση του προνομίου με βάση το άρθρο 21 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148. Ακολούθως και τελικά το Δικαστήριο εξετάζει το κατά πόσο έχει καταδειχθεί το αδίκημα της επιζήμιας ψευδολογίας και με παράθεση της σχετικής νομολογίας απαντά στο ερώτημα αρνητικά αναφέροντας ότι δεν έχει καταδειχθεί το στοιχείο της πρόθεσης ή κακής πίστης. Σημειώνεται τέλος ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει οποιαδήποτε ζημιά εξαιτίας της δημοσίευσης εξού και αναφέρει ότι αν η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί της απόδειξης του περιεχομένου των δημοσιευμάτων είναι λανθασμένη, θα επιδίκαζε στην εφεσείουσα μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις ύψους €200. Καταλήγει δε ξεκάθαρα ότι η αγωγή απορρίπτεται ένεκα της επιτυχίας απόδειξης της υπεράσπισης της αλήθειας, προσθέτοντας ότι ακολουθώντας τον κανόνα για τα έξοδα, αυτά επιδικάζονται υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον της εφεσείουσας ως υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Έχουμε τη θέση ότι η απόφαση πληρεί τα κριτήρια και έχει τα βασικά γνωρίσματα που πρέπει να φέρει μια δικαστική απόφαση και ότι ο αναγνώστης της απόφασης μπορεί να κατανοήσει τους λόγους που απορρίφθηκε η αγωγή λόγω της επιτυχίας της απόδειξης υπεράσπισης της αλήθειας.
Επομένως, ο πρώτος λόγος έφεσης στερείται ερείσματος και απορρίπτεται.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΕ1 από το πρωτόδικο Δικαστήριο και τη διαπίστωση του ότι «η μαρτυρία του ΜΕ1 γίνεται δεκτή μόνο καθ’ ην έκταση αυτή δεν έχει αμφισβητηθεί από την πλευρά της Υπεράσπισης» θέση η οποία προωθείται από την εφεσείουσα ως εσφαλμένη και ότι δεν δικαιολογείται από τα πρακτικά της διαδικασίας και την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία.
Υπενθυμίζουμε στο σημείο αυτό την πάγια νομολογία αναφορικά με το θέμα αξιολόγησης μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο όπως την έχουμε αναφέρει στην απόφαση μας AUTOMIND ENTERPRISES LIMITED v. ΚΥΘΡΟΜΑΚ (ΑΣΦΑΛΤΙΝΚ) ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 366/2018, ημερ.31.1.2024:
«Επαναλαμβάνουμε τον νομολογιακό κανόνα ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας, η οποία αξιολόγηση αποτελεί τη συνισταμένη της κρίσης του Δικαστηρίου επί της ζώσας ενώπιόν του παρουσιασθείσας μαρτυρίας.
Όπως έχει λεχθεί στις υποθέσεις Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:
«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. (Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).»
Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει σε 8 σελίδες της απόφασης του, τόσο την κυρίως εξέταση του ΜΕ1 (η οποία ήταν κατ’ ουσία η γραπτή του δήλωση που κατατέθηκε και σημειώθηκε ως Έγγραφο Α), προσθέτοντας τα όσα προφορικά ο εν λόγω μάρτυρας είπε κατά την κυρίως εξέταση του, όσο και την μαρτυρία του κατά την αντεξέταση του. Η αξιολόγηση του εκτείνεται σε 3 σελίδες της απόφασης του και διαπιστώνει ίχνη υπερβολής τα οποία θεωρεί ως φυσική αντίδραση στην πεποίθηση του ότι η επιχείρηση του είχε αδικηθεί από τα επίδικα δημοσιεύματα. Διαπιστώνει αντιφάσεις με συγκεκριμένα τεκμήρια που έχουν κατατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και αναφέρει ότι η γενικότερη εντύπωση που άφησε ο μάρτυρας είναι ότι προσπαθούσε να ερμηνεύσει τα γεγονότα αλλά και τα τεκμήρια που κατέθεσε κατά τρόπο που να ήταν πιο σύμφορος προς την κατεύθυνση απόδειξης της υπόθεσης του. Αναφέρθηκε επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο στην επίκληση του ΜΕ1 κενών στην μνήμη του όταν αντεξεταζόταν και του υποδεικνύονταν αντιφάσεις στη μαρτυρία του με παραδείγματα. Κατέληξε τελικά το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η γενική εικόνα που ο ΜΕ1 που προσπάθησε να δημιουργήσει σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης είναι ότι οι όποιες υγειονομικές παραλείψεις σημειώθηκαν ήταν ήσσονος σημασίας και δεν αφορούσαν το τμήμα παρασκευής αλεύρου αλλά το τμήμα ζωοτροφών τα οποία όμως, όπως επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν αντίθετα με το μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του.
Η κατάληξη του ότι η μαρτυρία του εν λόγω προσώπου γίνεται δεκτή μόνο καθ’ ην έκταση αυτή δεν έχει αμφισβητηθεί από την πλευρά της υπεράσπισης δεν παρατίθεται έτσι χωρίς αιτιολογία όπως αναφέρουν οι συνήγοροι της εφεσείουσας αλλά επεξηγείται πλήρως η εν λόγω θέση του στις σελίδες 31 και 32 της απόφασης του.
Ενόψει των ανωτέρω και ο δεύτερος λόγος είναι καταδικασμένος σε αποτυχία και απορρίπτεται.
Οι τρίτος και τέταρτος λόγοι έφεσης θα εξεταστούν μαζί. Με αυτούς η εφεσείουσα διαμαρτύρεται για την απόρριψη της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα Μ. X. (Μ.Ε.2), o οποίος κλήθηκε ως μάρτυρας από την εφεσείουσα για να αποδείξει τις ειδικές ζημιές, δηλαδή την απώλεια κέρδους λόγω της πτώσης στη μείωση των πωλήσεων άλευρου που υπέστη.
Η εφεσείουσα καταλογίζει στο πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένες διαπιστώσεις που δεν προκύπτουν από τα πρακτικά της διαδικασίας αναφορικά με την αξιολόγηση του εν λόγω μάρτυρα. Επίσης παραπονείται για το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του Μ.Ε.2, χωρίς να έχει προσκομιστεί μαρτυρία εμπειρογνώμονα από πλευράς εφεσίβλητων που να αντικρούει τους υπολογισμούς και τα πορίσματα του Μ.Ε.2, ενεργώντας το ίδιο ως εμπειρογνώμονας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει τη μαρτυρία του Μ.Ε.2 στις σελίδες 32-34 της απόφασης του και προβαίνει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του. Σημειώνοντας ότι η εμπειρογνωμοσύνη του δεν είχε αμφισβητηθεί και καταγράφοντας τις νομικές αρχές που η νομολογία έχει καταδείξει ότι εφαρμόζονται κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων από το Δικαστήριο, αναφέρει με αρκετή ευκρίνεια τους λόγους για τους όποιους την απέρριψε. Σημειώνει συγκεκριμένα λανθασμένες καταχωρήσεις στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης του εν λόγω μάρτυρα, τις οποίες ο ίδιος παραδέχτηκε κατά τη μαρτυρία του, οι οποίες κατά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι τέτοιας εμβέλειας που δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν με τον τρόπο που τις χρησιμοποίησε. Συγκεκριμένα, η μαρτυρία του Μ.Ε.2 αναφέρθηκε σε απώλεια κέρδους σε σχέση με όλους τους τύπους άλευρου που πουλούν οι εφεσείοντες, ενώ η θέση που προωθήθηκε με την αγωγή τους ήταν μόνο αναφορικά με το αλεύρι ολικής άλεσης.
Επίσης ο Μ.Ε.2 έλαβε υπόψη του τα στοιχεία πωλήσεων μόνο μιας χρονιάς και συγκεκριμένα της προηγούμενης των επίδικων δημοσιεύσεων, γεγονός που, ορθά κατά την κρίση μας, οδήγησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο να αναφέρει ότι δεν μπορεί να απεικονίσει την πραγματική κατάσταση των συναλλαγών της εφεσείουσας. Η επιχείρηση λειτουργούσε για δεκαετίες και μπορούσαν να ληφθούν και να καταγραφούν ενδεικτικά πωλήσεις της εταιρείας για το συγκεκριμένο προϊόν για κάποια χρόνια συνεχόμενα. Αυθαίρετη ήταν επίσης η μείωση του ποσού της τιμής του άλευρου σε 10% και μάλιστα χαρακτηριστική ήταν η εξής θέση του:
«Η μέση τιμή πώλησης το 2008 ήταν 0,73 το κιλό και το 2009 0,68 το κιλό. Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω τη μέση τιμή των δύο, που είναι αποδεκτό. Κάνοντας αυτό για αποζημίωση του πελάτη μου, η αποζημίωση του πελάτη μου θα ήταν περισσότερη. Ξανά τονίζω ότι όταν γίνονται υπολογισμοί υπάρχει πιθανότητα περιθωρίου λάθους. Για να διαφυλάξω πρώτα από όλα τη φήμη και την υπόληψη του γραφείου μου και για να είμαι πιο ακριβοδίκαιος και προς τις δύο πλευρές, μείωσα την τιμή πώλησης κατά 10%.»
Επίσης ο εν λόγω μάρτυρας παραδέχτηκε τόσο κατά την κυρίως εξέταση όσο και κατά την αντεξέταση του ότι η έκθεση του περιείχε λάθη, δεν έλαβε υπόψη του την κίνηση της αγοράς αλευριού το 2009 και όταν λάμβανε υπόψη του τις πωλήσεις του Φεβρουαρίου του 2008 δεν έλαβε υπόψη του ότι ο αλευρόμυλος της εφεσείουσας είχε παραμείνει κλειστός για κάποιες μέρες συνεπεία της έκδοσης του διατάγματος αναστολής εργασιών από τις Υγειονομικές Υπηρεσίες. Υπήρξαν επίσης αναφορές τόσο από τον εν λόγω μάρτυρα, αλλά και από τον Μ.Ε.1, ότι η εφεσείουσα είχε αύξηση του κύκλου εργασιών της το 2008 σε σχέση με το 2007, αλλά και το 2009 σε σχέση με το 2008. Δεν καταδείχθηκε ζημιά. Επίσης, δεν παρουσιάστηκε οποιοδήποτε στοιχείο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που να δείχνει ακύρωση παραγγελιών ή συμφωνιών με πελάτες της εφεσείουσας, παρά το ότι υπήρχε εκ πλευράς της τέτοιος ισχυρισμός.
Επίσης φαίνεται από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν προσκομίστηκε από πλευράς εφεσείουσας κανένα στοιχείο που να δείχνει διασύνδεση μεταξύ των επίδικων δημοσιευμάτων και της όποιας απώλειας εισοδημάτων από πλευράς εφεσείουσας.
Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μετέτρεψε τον εαυτό του σε εμπειρογνώμονα, όπως ισχυρίζονται οι συνήγοροι της εφεσείουσας, αντίθετα, αξιολόγησε σύμφωνα με τις ορθές αρχές της νομολογίας τη μαρτυρία του εν λόγω εμπειρογνώμονα και ορθά κατέληξε να την απορρίψει. Η θέση τους ότι επειδή δεν υπήρχε αντικρουστική μαρτυρία εμπειρογνώμονα από πλευράς των εφεσίβλητων, το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να προσεγγίσει τη μαρτυρία του Μ.Ε.2 διαφορετικά και να την κάνει αποδεκτή, δεν έχει έρεισμα. Tο βάρος απόδειξης των ισχυρισμών της για απώλεια εσόδων, πωλήσεων, κερδών, το είχε η εφεσείουσα καθ' όλα τα χρονικά διαστήματα της πρωτόδικης διαδικασίας και δεν υπήρχε η υποχρέωση εκ πλευράς εφεσίβλητων να προσκομίσουν οι ίδιοι αντικρουστική μαρτυρία εμπειρογνώμονα.
Επομένως οι λόγοι έφεσης 3 και 4 είναι καταδικασμένοι σε απόρριψη και συνεπώς απορρίπτονται.
Οι λόγοι έφεσης 5 και 6 πραγματεύονται τη θέση της εφεσείουσας ότι η υπεράσπιση της αλήθειας δεν έπρεπε να είχε επιτύχει και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε σφάλμα κάνοντας τη δεκτή, ισχυριζόμενοι ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στην ουσία των κειμένων των επίδικων δημοσιευμάτων δεν υπάρχει μεγάλη απόκλιση από το περιεχόμενο της σχετικής ανακοίνωσης του αρμόδιου κυβερνητικού τμήματος, είναι λανθασμένο και/ή δεν προκύπτει από τη μαρτυρία που κατατέθηκε ενώπιον του.
Όσον αφορά την υπεράσπιση της αλήθειας, σύμφωνα με τη νομολογία το αληθές των ισχυρισμών κρίνεται υπό το πρίσμα των πληροφοριών που υπήρχαν κατά τη στιγμή της δημοσίευσης και όχι αυτών που προκύπτουν αργότερα. Σχετική είναι η απόφαση Times Newspapers Ltd v. United Kingdom (App. Nos 23676/03, 3002/03 EMLR14, απόφαση ημερομηνίας 11.10.05).
Χρήσιμη παραπομπή γίνεται επίσης στην απόφαση του House of Lords, Grobbelaar v. News Group Newspapers Ltd and Another [2002] 4 All E.R. 732, όπου τονίστηκε ότι είναι καλά καθιερωμένη αρχή ότι για να πετύχει η υπεράσπιση της αλήθειας ο εναγόμενος δεν χρειάζεται να αποδείξει την αλήθεια ενός εκάστου επιβλαβούς ισχυρισμού στον οποίο είχε προβεί. Είναι αρκετό εάν αποδείξει «το κεντρί» (sting) στον ισχυρισμό του και οι ένορκοι θα πρέπει να διακριβώσουν ποιο είναι το κεντρικό σημείο (sting) του δημοσιεύματος.
Στην υπόθεση Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου v. Χαράλαμπου Καψού (2009) 1 Α.Α.Δ. 1175, στη σελίδα 1197 λέχθηκαν τα ακολούθα:
«Η ενημέρωση του κοινού στην οποία προέβηκαν, υπήρξε όντως σε κάποια σημεία της ανακριβής, ενώ σε άλλα σημεία το βάσιμο των πληροφοριών τους δεν έχει αποδειχθεί. Όμως ο κεντρικός άξονας, η ουσία και τα πιο σημαντικά μέρη των επίδικων δημοσιευμάτων αποδείχθηκαν ως αληθή και δικαιολογημένα, ενώ δεν μπορούμε να διακρίνουμε οποιανδήποτε άμεση ή έμμεση κακοβουλία των εφεσειόντων ή στόχευση επιφοράς βλάβης στην υπόληψη του εφεσίβλητου.»
Σχετική επίσης είναι η υπόθεση Εκδόσεις Αρκτίνος v. Δώρου Γεωργιάδη (2011) 1 Α.Α.Δ. 407, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Κατά την εξέταση της ουσιαστικής αλήθειας, είναι βασικό να απομονωθεί ο αναγκαίος πυρήνας του λίβελου και όχι να αποσπαστεί η προσοχή από ανακρίβειες σε σχέση με περιθωριακές λεπτομέρειες ‑ έστω και ουσιαστικές. Οι δημοσιογράφοι «πρέπει να δικαιούνται κάποιο βαθμό υπερβολής ακόμα και σε σχέση με ισχυρισμούς γεγονότων... »».
Από τα γεγονότα της υπόθεσης όπως παρατίθεται στην εκκαλούμενη απόφαση προκύπτει αναμφίβολα ότι:
- Εκδόθηκε διάταγμα αναστολής της λειτουργίας της εφεσείουσας από τις Υγειονομικές Υπηρεσίες, το οποίο δημοσιεύτηκε στις 5.2.2008.
- Ο αλευρόμυλος της εφεσείουσας ήταν μη εγκεκριμένος
- Στον αλευρόμυλο υπήρχαν σοβαρές υγειονομικές παραλείψεις, ελλείψεις και συνθήκες που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία.
- Εντοπίστηκαν επίσης από την υγειονομική επιθεωρήτρια περιττώματα ποντικών.
- Το διάταγμα αναστολής λειτουργίας του αλευρόμυλου ανανεώθηκε για δεύτερη φορά στις 11.2.2008 για ακόμη 4 μέρες για να ολοκληρωθούν όλες οι υγειονομικές βελτιώσεις που έπρεπε, οι οποίες και ολοκληρώθηκαν τελικά με επιτυχία στις 14.2.2008, όπου μετά από την επίσκεψη των αρμόδιων υπηρεσιών και τη διαπίστωση ότι η εταιρεία είχε λάβει όλα τα μέτρα εξυγίανσης, έγινε άρση του διατάγματος αναστολής.
Εκείνο που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα είναι η θέση που παρουσιάζεται στο δημοσίευμα ημερομηνίας 7.2.2008 (Τεκμήριο 6):
«Σε ψωμί που αγοράστηκε από αρτοποιείο της Πάφου βρέθηκαν περιττώματα ποντικών. Μετά από διερεύνηση του θέματος διαπιστώθηκε πως το αλεύρι, που ήταν μέσα τα περιττώματα, αγοραζόταν από συγκεκριμένο αλευρόμυλο και ο αλευρόμυλος έκλεισε με απόφαση των αρχών... »
(Δική μας υπογράμμιση)
Στο άλλο δημοσίευμα, ημερομηνίας 6.7.2008 (Τεκμήριο 5), υπάρχει αναφορά σε εντοπισμό από καταναλωτή περιττωμάτων ποντικού σε ψωμί που αγοράστηκε από αρτοποιείο στην Πάφο και ότι στο πλαίσιο διερεύνησης παραπόνου οι επιθεωρητές ανακάλυψαν ότι ο συγκεκριμένος φούρνος που παρήγαγε το ψωμί προμηθευόταν το αλεύρι που χρησιμοποιούσε στη ζύμη από μη εγκεκριμένο αλευρόμυλο. Δεν υπάρχει αναφορά συγκεκριμένη για εντοπισμό περιττωμάτων ποντικού στο αλεύρι που παρήγαγε η εφεσείουσα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ως ακολούθως στη σελίδα 50 της απόφασης του:
«Θεωρώ ότι σαφώς διαφαίνεται ότι το κεντρί, η ουσία του δυσφημιστικού δημοσιεύματος είναι ακριβώς η ύπαρξη περιττωμάτων τρωκτικών σε χώρο όπου παρασκευαζόταν αλεύρι, το οποίο θα χρησιμοποιείτο για την κατασκευή αρτοσκευασμάτων, προφανώς και ψωμιού. Το θέμα της έκδοσης διατάγματος αναστολής λειτουργίας του υποστατικού, έχει πέρα για πέρα αποδειχθεί. Η αναφορά στο δεύτερο δημοσίευμα στην ύπαρξη περιττωμάτων στο ψωμί, όπως και ο τίτλος του πρώτου δημοσιεύματος, θεωρώ ότι μπορεί να θεωρηθεί ως υπερβολή η οποία είναι στα πλαίσια του επιτρεπτού.»
Ενόψει των όσων υποδείξαμε ανωτέρω, θεωρούμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην πιο πάνω θέση, ότι δηλαδή επιτυγχάνει η υπεράσπιση της αλήθειας, και έτσι οι λόγοι έφεσης 5 και 6 απορρίπτονται.
Αναφέρουμε παρενθετικά ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί κακή πίστη η στάση των εφεσιβλήτων να μην επανέλθουν στο θέμα και να δημοσιεύσουν την έκθεση του Γενικού Χημείου του κράτους (Τεκμήριο 11 στην πρωτόδικη διαδικασία), η οποία επιβεβαίωσε ότι στο ψωμί δεν υπήρχαν περιττώματα και σημειώνουμε ότι η έκθεση αυτή περιήλθε στη γνώση των εφεσίβλητων στις 11.3.2008, ένα μήνα περίπου μετά τη δημοσίευση των επίδικων δημοσιευμάτων. Παραπέμπουμε σχετικά στην απόφαση Flood v. Times Newspapers Ltd [2012] UKSC 11.
Σύμφωνα με τη νομολογία, δεν υπήρχε υποχρέωση επικοινωνίας με την εφεσείουσα πριν να δημοσιεύσουν τα επίδικα δημοσιεύματα. Τα δύο δημοσιεύματα προέκυψαν μετά που δόθηκε στη δημοσιότητα από τις αρμόδιες αρχές η σχετική ανακοίνωση για την αναστολή λειτουργίας του αλευρόμυλου, (Τεκμήριο 27 στην πρωτόδικη διαδικασία). Η επικοινωνία με την εφεσείουσα δεν ήταν αναγκαία.
Κλείνοντας, ένα σχόλιο αναφορικά με τον ένατο λόγο έφεσης. Το γεγονός ότι η εφεσίβλητη 2 δεν προσήλθε στο Δικαστήριο για να δώσει μαρτυρία, δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι αυτό είναι κάτι το μεμπτό. Το βάρος απόδειξης κακής πίστης βρίσκεται στους ώμους ενός ενάγοντα και η απόφαση του κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό είναι έργο του Δικαστηρίου. Στην απόφαση Νίκος Κουτσού v. Γιάγκος Μικελλίδης και άλλοι (2007) 1 Α.Α.Δ. 1256, το Ανώτατο Δικαστήριο έχει αναφέρει ότι,
«Δεδομένου ότι ο κριτής του κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό είναι πάντοτε το Δικαστήριο, τότε η παροχή ή όχι μαρτυρίας από το πρόσωπο το οποίο προβαίνει σε αυτό, ουδόλως επηρεάζει το ουσιαστικό θέμα, κριτήριο για το οποίο ήταν το πώς θα μπορούσε και πώς θα έπρεπε να αντιλαμβάνετο τα δημοσιεύματα ο αντικειμενικός αναγνώστης τοποθετημένος στο σύνολο των περιστάσεων που τα περιβάλλει».
Τέλος, έχοντας καταλήξει ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η υπεράσπιση της αλήθειας έχει αποδειχθεί, είναι ορθή και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την επιδίκαση των εξόδων, κατ' εφαρμογή του πάγιου κανόνα της νομολογίας ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα, θεωρούμε ότι είναι αχρείαστη η εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης.
Η έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον της εφεσείουσας τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των €3.000 πλέον ΦΠΑ.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο