ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΑΜΑΛΙΚΟΠΟΥΛΟΣ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 170/2022, 4/9/2025
print
Τίτλος:
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΑΜΑΛΙΚΟΠΟΥΛΟΣ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 170/2022, 4/9/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 170/2022)

 

4 Σεπτεμβρίου 2025

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΑΜΑΛΙΚΟΠΟΥΛΟΣ

Εφεσείων

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

Ο Εφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά

Ν. Κέκκος, για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων, ενόσω εξέτιε ήδη συντρέχουσες ποινές δια βίου φυλάκισης για πέντε κατηγορίες φόνου, βρέθηκε πρωτοδίκως ένοχος από το Κακουργοδικείο Λάρνακας σε 24 κατηγορίες, ήτοι σε (α) Δύο κατηγορίες συνωμοσίας για φόνο κατά παράβαση του Άρθρου 217 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (εφεξής «Π.Κ.») (Κατηγορίες 1 και 11), (β) Έξι κατηγορίες απόπειρας φόνου κατά παράβαση του Άρθρου 214(α) του Π.Κ. (Κατηγορίες 2, 6 και 12 έως 15), (γ) Δύο Κατηγορίες κατοχής πυροβόλου όπλου Κατηγορίας Β κατά παράβαση των Άρθρων 4 και 51 του περί Πυροβόλων και Μη Πυροβόλων Όπλων Νόμου, Ν.113(Ι)/04 (Κατηγορίες 8 και 18), (δ) Τρεις κατηγορίες Μεταφοράς Πυροβόλου Όπλου Κατηγορίας Β κατά παράβαση των ίδιων Άρθρων του Ν.113(Ι)/04 (Κατηγορίες  3, 7 και 17), (ε) Μία κατηγορία Μεταφοράς Πυροβόλου Όπλου Κατηγορίας Α κατά παράβαση των ίδιων Άρθρων του Ν.113(Ι)/04 (Κατηγορία 16), (στ) Τρεις κατηγορίες κατοχής πυρομαχικών Κατηγορίας Β κατά παράβαση των Άρθρων 6 και 51 του Ν.113(Ι)/04 (Κατηγορίες 4, 9 και 19) και (ζ) Τρεις κατηγορίες μεταφοράς εκρηκτικών υλών κατά παράβαση του Άρθρου 4 του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, Κεφ. 54 (Κατηγορίες 5, 10 και 20). Επιπλέον ο Εφεσείων κρίθηκε ένοχος σε τέσσερεις κατηγορίες που αφορούσαν σε συνωμοσία προς διάπραξη του κακουργήματος της εμπορίας ναρκωτικών και της παροχής συμβουλής σε άλλο να διαπράξει τα αδικήματα της κατοχής, κατοχής με σκοπό την προμήθεια και της προμήθειας 2 κιλών κάνναβης κατά παράβαση των προνοιών του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου, Ν.29/77 (Κατηγορίες 21 έως 24).

 

        Οι Κατηγορίες 1 έως 5 αφορούσαν σε απόπειρα θανάτωσης του Κ.Χ. άλλως Μαύρου (Μ.Κ.18) στις 25.11.2019 και οι Κατηγορίες 6 έως 10 στην απόπειρα θανάτωσης του ιδίου προσώπου στις 27.11.2019, οι δε Κατηγορίες 21 έως 24 αφορούσαν στο αντάλλαγμα (ναρκωτικά) για τη διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων. Οι Κατηγορίες 11 έως 20  αφορούσαν στην απόπειρα θανάτωσης του Κ.Κ. άλλως Κρητικού (που κατέληξαν σε απόπειρα φόνου των Σ.Σ., Μ.Μ., Κ.Φ. και Σ.Π.).

 

Έφεση κατά της καταδίκης

 

         Η καταδίκη του Εφεσείοντος στηρίχθηκε ουσιαστικά στην αποδοχή ως αξιόπιστης της μαρτυρίας του Μ.Κ.6, ήτοι της εκδοχής ότι ο Μ.Κ.6 διέπραξε τα αδικήματα κατόπιν οδηγιών, καθ’ υπόδειξη και σε συνέργεια με τον Εφεσείοντα, ο οποίος κρίθηκε ένοχος ως αυτουργός δυνάμει του Άρθρου 20 του Π.Κ.. Αυτήν ακριβώς την αξιολόγηση και αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Κ.6 χωρίς ενισχυτική μαρτυρία προσβάλλει ο Εφεσείων με τους Λόγους Έφεσης 1, 3 και 4. Με τον Λόγο Έφεσης 2 προσβάλλει την κρίση του Κακουργοδικείου ότι η μαρτυρία της Μ.Υ.2 δεν μπορούσε σε σημεία που αναφερόταν στον Μ.Κ.6 να γίνει δεκτή λόγω δικηγορικού απορρήτου.

 

        Σημειώνουμε την καλά εδραιωμένη στη νομολογία αρχή ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο γενόμενο από το πρωτόδικο Δικαστήριο έργο της αξιολόγησης (βλ. Αναστάση ν. Φυσέντζου, Πολ. Έφ. 354/2014, ημερ. 5.10.2023, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 705, Δ.Β.Γ.Κ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 3/22, ημερ. 29.2.2024). Παραθέτουμε απόσπασμα από την απόφαση Ιωάννου ν. Γενικός Εισαγγελέας, Πολ. Έφ. 26/2021, ημερ. 28.2.2024:

 

        «Θεωρούμε χρήσιμο να επαναλάβουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ’ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο. Κατά κανόνα, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην πρωτόδικη κρίση για την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν αυτά καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα υπό κρίση ευρήματα σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172 και Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ 300)».

 

        O M.K.6 είχε παραδεχθεί τη διάπραξη των ιδίων αδικημάτων για τα οποία κατηγορείτο ο Εφεσείων και του επιβλήθηκε διαδοχική συνολική ποινή 35 ετών. Ορθά, λοιπόν, το Κακουργοδικείο αντιμετώπισε τον Μ.Κ.6 ως συνεργό λόγω της συμμετοχής του στη διάπραξη των αδικημάτων.

 

        Όπως λέχθηκε και στην Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 173/22, ημερ. 13.6.2024 με παραπομπή στη Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628, θέμα αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας τίθεται μόνο εφόσον ο συνεργός κρίνεται κατά βάση αξιόπιστος. Στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 175/2016, ημερ. 23.11.2018 αναφέρθηκαν τα εξής:

 

        «Η ορθή λοιπόν αντιμετώπιση της μαρτυρίας συνεργού θα πρέπει να έχει έναυσμα την καθ’ αυτό αποτίμηση του αξιόπιστου ή μη της μαρτυρίας του. Εάν ο συνεργός κρίνεται κατά βάση ως αξιόπιστος μάρτυρας από το Δικαστήριο, …., τότε τυχόν στοιχεία της μαρτυρίας που τείνουν να ενισχύσουν το αξιόπιστο μπορούν να αναζητηθούν, χωρίς όμως να είναι αναγκαίο. Είναι λάθος, όμως, να κρίνεται το αξιόπιστο της μαρτυρίας ενός συνεργού είτε στη βάση ενισχυτικής μαρτυρίας είτε ως σφαιρική αντιμετώπιση του θέματος».

 

        Επισημαίνουμε ότι η αρχική αυτή αξιολόγηση της μαρτυρίας συνεργού γίνεται βάσει των ιδίων κριτηρίων που ισχύουν και για αξιολόγηση μαρτυρίας ατόμων μη συνεργών. Ακολούθως, μόνο εάν ο συνεργός κριθεί κατά βάση αξιόπιστος γεννάται, όπως λέχθηκε στην Δημητρίου (πιο πάνω), «…η ανάγκη αυτοπροειδοποίησης του Δικαστηρίου για τους πιθανούς κινδύνους οι οποίοι ελλοχεύουν σε περίπτωση που βασιστεί στη μαρτυρία του χωρίς ενίσχυση για σκοπούς καταδίκης. Αυτό είναι και το στάδιο κατά το οποίο το Δικαστήριο αυτοπροειδοποιούμενο προχωρεί στην τελική κρίση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας ενός συνεργού…».

 

        Μελέτη των Λόγων Έφεσης και του διαγράμματος οδηγεί στο ότι ο Εφεσείων αμφισβητεί και την αρχική αυτή αποδοχή της αξιοπιστίας του Μ.Κ.6 από το Κακουργοδικείο. Η θέση του φαίνεται να εδράζεται σε τρεις πυλώνες, ήτοι στην παροχή ανταλλαγμάτων στον Μ.Κ.6 ώστε να μαρτυρήσει εναντίον του Εφεσείοντος, στη μη τεκμηρίωση των ισχυρισμών του Μ.Κ.6 και στο ότι ο Μ.Κ.6 περιέπεσε σε αντιφάσεις.

 

        Θα πρέπει να επισημανθεί ότι το Κακουργοδικείο προέβη, όπως κατέγραψε, στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.6 «…ενιαία και υπό το φως του συνόλου της μαρτυρίας που βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου, μεταξύ της οποίας είναι και η μαρτυρία του κατηγορούμενου και των Μ.Υ.1 και 2 και δη υπό το πρίσμα των διαφόρων θέσεων, σεναρίων ή θεωριών που ο ίδιος ο κατηγορούμενος προέβαλε…και τα όσα ανέφερε …προκειμένου να πλήξει ή να δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς την αλήθεια των ισχυρισμών του Μ.Κ.6 ότι έδωσε σε αυτόν οδηγίες να επιφέρει τον θάνατο του Μ.Κ.18 και του Κ.Κ».

 

Παροχή ανταλλαγμάτων στον Μ.Κ.6

 

        Ο Μ.Κ.6 συνελήφθη στις 17.2.2020 και κατά την επίστηση της προσοχής του στον Νόμο απάντησε ότι δεν είχε να πει τίποτε. Ο Εφεσείων εισηγείται ότι το γεγονός πως ο Μ.Κ.6 αποφάσισε να δώσει κατάθεση τρεις μέρες μετά εμπλέκοντας τον Εφεσείοντα ως ηθικό αυτουργό, καταδεικνύει ότι υπήρξε συνδιαλλαγή. Αυτό, εισηγείται, αποδεικνύεται και από το ότι ο Μ.Κ.6, ενόσω βρισκόταν στα κρατητήρια στην Αγία Νάπα, συναντήθηκε με την δικηγόρο Μ.Υ.2 η οποία ακολούθως αποσύρθηκε από δικηγόρος του.   

 

        Στο σημείο αυτό κρίνεται χρήσιμη η εξέταση του Λόγου Έφεσης 2 με τον οποίο ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι το Κακουργοδικείο:

 

        «…λανθασμένα και αντινομικά δέκτηκε την ένσταση της κατηγορούσας αρχής και έκρινε ότι η μαρτυρία της μάρτυρας υπεράσπισης και πρώην δικηγόρου του Χρυσάνθου κας ….. Πιερούδη δεν μπορούσε σε σημεία που αναφερόταν στον Χρυσάνθου να γίνει δεκτή λόγω απόρρητου επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου πελάτη».

 

        Μελέτη των πρακτικών, όμως, δεν υποστηρίζει ακριβώς τα πιο πάνω. Ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής είχε απλώς επισημάνει ότι η μάρτυρας θα πρέπει να έχει υπόψη της τον κανόνα του δικηγορικού απορρήτου, επισήμανση για την οποία η Μ.Υ.2 τον ευχαρίστησε. Ακολούθως η ίδια, όταν ερωτήθηκε κατά πόσο αποσύρθηκε από τον χειρισμό της υπόθεσης του Μ.Κ.6 «λόγω διαφωνίας», επικαλέστηκε το επαγγελματικό απόρρητο ρωτώντας κατά πόσο ο Μ.Κ.6 το είχε απεμπολήσει ήδη δημόσια. Τότε ο συνήγορος του Εφεσείοντος ζήτησε άδεια από το Δικαστήριο για «άρση του απορρήτου» με την εισήγηση ότι ο Μ.Κ.6 είχε αποποιηθεί της προστασίας του προνομίου, με παραπομπή στο πιο κάτω απόσπασμα πρακτικών:

       

        «Ε.   Πριν την κατάθεση σου 28.2., Τεκμήριο 16, στις ειδήσεις του ΡΙΚ, αν δεν κάνω λάθος, είπε ότι η δικηγόρος αποσύρθηκε λόγω διαφωνίας, σωστά;

        Α.    Όχι, η δικηγόρος δεν αποσύρθηκε λόγω διαφωνίας.

        Ε.    Της είπες κάτι που διαφώνησε μαζί σου;

        Α.    Όχι, απλά η δικηγόρος μου είπε ότι αν σε περίπτωση βγω μάρτυρας κατηγορίας εναντίον του Μαμαλικόπουλου δεν μπορεί να με εκπροσωπήσει διότι είναι και για τον ίδιο δικηγόρος.

        Ε.    Της είπες ότι θα έβγαινες μάρτυρας κατηγορίας;

        Α.    Όχι, η ίδια μου είπε.

        Ε.    Σου υποβάλλω ότι αποφάσισες να βγεις μάρτυρας κατηγορίας με ανταλλάγματα και γι’ αυτό είπες όλα αυτά τα ψέματα για τον κατηγορούμενο.

        Α.    Όχι, δεν έχω πει ψέματα απέναντι στον κατηγορούμενο».

 

        Το Κακουργοδικείο κατέληξε ότι ο Μ.Κ.6 δεν είχε, εκ των πιο πάνω αναφορών, απεμπολήσει το δικαίωμα του. Είναι γεγονός ότι δεν υπάρχει περαιτέρω αιτιολογία στην κρίση αυτή του Κακουργοδικείου. Επισημαίνουμε, όμως, ότι θέση του Μ.Κ.6 ήταν πως ο λόγος απόσυρσης της δικηγόρου δεν ήταν κάποια διαφωνία και δεν υπήρξε κάποια αποποίηση του προνομίου ως προς τον  λόγο τέτοιας τυχόν διαφωνίας.

 

        Παρά ταύτα, εκείνο το οποίο παρατηρούμε είναι ότι η Μ.Υ.2 τελικώς απάντησε στην ερώτηση σε σχέση με την οποία είχε ζητηθεί η άδεια του Δικαστηρίου, λέγοντας ότι αποσύρθηκε για δύο λόγους, ήτοι τη διαφωνία στον χειρισμό της υπόθεσης καθώς και το ότι όταν ο Μ.Κ.6 έκανε την «τελική του επιλογή» (εννοώντας να καταθέσει ως  μάρτυρας κατηγορίας) δεν μπορούσε να τον εκπροσωπήσει ένεκα του ότι η ίδια ταυτόχρονα ενεργούσε και ως δικηγόρος του Εφεσείοντος.

 

        Δεν έχουμε, συνεπώς ικανοποιηθεί ότι ο Εφεσείων επηρεάστηκε με οποιονδήποτε τρόπο από το γεγονός ότι η Μ.Υ.2 δεν ανέφερε ακριβώς τον λόγο της διαφωνίας της με τον Μ.Κ.6. Το γεγονός ότι ο Μ.Κ.6 προχώρησε και έδωσε καταθέσεις κατονομάζοντας τον Εφεσείοντα ως ηθικό αυτουργό ήταν ενώπιον του Κακουργοδικείου, το οποίο στην απόφαση του κατέγραψε ότι προσεγγίζει τη μαρτυρία του Μ.Κ.6 με προσοχή, μεταξύ άλλων και επειδή ενδεχομένως αυτός να επιδίωκε να τύχει ευνοϊκότερης μεταχείρισης από την Κατηγορούσα Αρχή. Επιπλέον, όπως φαίνεται από το διάγραμμα του Εφεσείοντος, εκείνο στο οποίο προσδοκούσε ο Εφεσείων ήταν στην αποκάλυψη από μέρους της Μ.Υ.2 των τυχόν ανταλλαγμάτων που υποσχέθηκε η Αστυνομία στον Μ.Κ.6. Επί του ζητήματος, όμως, ουδεμία ερώτηση είχε τεθεί στην Μ.Υ.2.

 

        Κατ’ επέκταση ο Λόγος Έφεσης 2 δεν μπορεί να πετύχει.

 

        Με αυτά κατά νουν θα προχωρήσουμε στην εξέταση των λοιπών ζητημάτων που εγείρει ο Εφεσείων αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.6.

 

        Το Κακουργοδικείο παρατήρησε ότι δεν είχε τεθεί ενώπιον του οποιαδήποτε μαρτυρία από την οποία να φαίνεται ότι διεξήχθη μεταξύ Αστυνομίας και Μ.Κ.6 κάποια διαπραγμάτευση με σκοπό την εξασφάλιση από την Αστυνομία μαρτυρίας εναντίον του Εφεσείοντος και από την άλλη την αποκόμιση οφέλους από μέρους του Μ.Κ.6. Η κατάληξη αυτή βρίσκει έρεισμα στα ενώπιον μας πρακτικά και τεκμήρια.

 

        Ούτε και διαπιστώνεται κάποιο σφάλμα στην επισήμανση του Κακουργοδικείου ότι ο Μ.Κ.6 παραδέχτηκε τις εναντίον του κατηγορίες και του επιβλήθηκε συνολική (διαδοχική) ποινή 35 ετών. Η επιβολή της προαναφερθείσας ποινής δεικνύει ότι ο Μ.Κ.6 δεν είχε αποφύγει τις συνέπειες των πράξεων του.

 

        Ο Εφεσείων εισηγείται ότι το γεγονός πως ο Μ.Κ.6 έχει ενταχθεί στο σχέδιο προστασίας μαρτύρων δείχνει ότι υπήρξε η συνδιαλλαγή με την Αστυνομία από το στάδιο της κράτησης του. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε στο ότι η ένταξη του Μ.Κ.6 στο σχέδιο προστασίας μαρτύρων με βάση το Νόμο 95(Ι)/2001, συνιστά αθέμιτο αντάλλαγμα. Όπως τονίστηκε στη Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628:  

 

          «Ό,τι είναι μεμπτό και απαράδεκτο είναι η παροχή ενθάρρυνσης προς το μάρτυρα, με υποσχέσεις ή ανταλλάγματα που του δίνονται, να πει ο,τιδήποτε άλλο από την αλήθεια ή να παραποιήσει τη μαρτυρία του για την εξυπηρέτηση οποιουδήποτε αλλότριου σκοπού. Αποτελεί καθήκον κάθε ανθρώπου να έρχεται αρωγός στην απονομή της δικαιοσύνης.  Φόβοι μάρτυρα, για την ασφάλεια του ιδίου και της οικογένειάς του, μπορεί να τον καταστήσουν διστακτικό να εκπληρώσει αυτό το καθήκον. Εφόσον οι φόβοι του έχουν έρεισμα, η πολιτεία μπορεί να του παράσχει προστασία, η μορφή και το είδος της οποίας ποικίλλει, ανάλογα με τα αίτια του φόβου, υπό τον όρο πάντα, ότι ποτέ ο μάρτυρας δε θα ενθαρρυνθεί άμεσα ή έμμεσα να καταθέσει ο,τιδήποτε άλλο από την αλήθεια. Η αναζήτηση της αλήθειας, για τη διαλεύκανση του εγκλήματος, πρέπει να αποτελεί την αμετάβλητη συνισταμένη των ανακριτικών αρχών. Το εύλογο του φόβου του μάρτυρα κρίνεται υπό το φως των πραγματικών συνθηκών που επικρατούν στη χώρα ή σε συγκεκριμένη περιοχή».

(ιδία υπογράμμιση)

 

        Στην Παντούρης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 203/2022, ημερ. 10.12.2024 επισημαίνεται πως ούτε η ΕΣΔΑ απαγορεύει τη στοιχειοθέτηση ποινικής υπόθεσης βάσει της μαρτυρίας συνεργού, ακόμα και στις περιπτώσεις που έχει χορηγηθεί κάποιου είδους ασυλία ή αντάλλαγμα. Όπως λέχθηκε:

 

        «…αυτό που απαιτείται και ελέγχεται με βάση την ΕΣΔΑ, σε παρόμοιες περιπτώσεις, είναι κατά πόσον έχουν τηρηθεί κάποιες ουσιώδεις διαδικαστικές διασφαλίσεις για τη δικαιότητα της δίκης και για τις οποίες το ΕΔΑΔ παραπέμπει στην απόφαση του στην Habran and Dalem v. Belgium, (ανωτέρω), §113, 115, όπου: (α) Οι κατηγορούμενοι είχαν την ευκαιρία να αμφισβητήσουν την αξιοπιστία των συγκεκριμένων συνεργών στο πλαίσιο της αντιπαραθετικής διαδικασίας, (β) Το Δικαστήριο είχε επίγνωση ότι η μαρτυρία προερχόταν από άτομα με εγκληματικό παρελθόν τα οποία δυνατόν να εμπλέκονταν στα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι, και (γ) Οι ένορκοι ήταν σε θέση να αξιολογήσουν τους κινδύνους που εγκυμονούσε η περί ης ο λόγος μαρτυρία στη δικαιότητα της δίκης.

        …………

        Αυτό που έχει σημασία στη βάση των κριτηρίων που το ΕΔΑΔ θέτει, είναι να μην παραβιάζεται η αρχή της δίκαιης δίκης. Το ΕΔΑΔ δεν υιοθετεί τη θέση ότι η μαρτυρία συνεργού παραβιάζει εκ προοιμίου και πάντοτε την αρχή της δίκαιης δίκης. Εξ ου και στη Xenofontos, (ανωτέρω), αναφέρει ότι στην περίπτωση που αυτή δίδεται έναντι ασυλίας «ενδέχεται» («may») να καταστήσει τη δίκη άδικη επειδή εκ φύσεως τέτοια μαρτυρία είναι ευεπίφορη σε χειραγώγηση και πιθανόν να έχει δοθεί αποκλειστικά προς εξασφάλιση πλεονεκτημάτων ή για σκοπούς εκδίκησης. Αξίζει όμως εδώ, προκαταρκτικά, να σημειωθεί πως η ίδια η υπόθεση Xenofontos, (ανωτέρω), όπως και η πρόσφατη Souroullas, (ανωτέρω), ήταν περιπτώσεις στις οποίες δεν είχε καταδειχθεί η ύπαρξη συμφωνίας (deal) μεταξύ συνεργού και κατηγορούσας αρχής, οπότε έχουν τη σημασία τους για αυτή την κατηγορία υποθέσεων εν σχέσει με την αντιμετώπιση συνεργού, δηλαδή για τις υποθέσεις στις οποίες δεν έχει καταδειχθεί τέτοια συμφωνία αλλά διαπιστώνεται κάποιο ωφέλημα ή ευεργέτημα, χωρίς οποιαδήποτε συναλλαγή».

 

        Στην Σ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 202/2015, ημερ. 21.2.2019, ECLI:CY:AD:2019:B55 αποφασίστηκε ότι από το γεγονός ότι ένας μάρτυρας αποφυλακίζεται πρόωρα δεν εξυπακούεται ότι η μαρτυρία του ήταν μολυσμένη. Όπως λέχθηκε:

 

        «Οι λόγοι για τους οποίους ο Ζ. ευεργετήθηκε με προεδρική χάρη κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Γενικού Εισαγγελέα (Άρθρο 53.4 του Συντάγματος), δεν ελέγχονται δικαστικά (Ιωάννου, ανωτέρω). Το ουσιώδες όμως δεν είναι ότι επειδή έτυχε του ευεργετήματος αυτού, η μαρτυρία του Ζ. αποδείχθηκε εκ των υστέρων ότι όντως ήταν μολυσμένη. Το ουσιώδες είναι ότι ανεξάρτητα από το γεγονός αυτό, το Κακουργιοδικείο προσέγγισε τη μαρτυρία του ως μαρτυρία συνεργού η οποία κατά τεκμήριο ήταν μολυσμένη και καθοδηγούμενο από την ισχύουσα επί του θέματος νομολογία κατέληξε ότι θα μπορούσε να βασισθεί σ' αυτή για καταδίκη χωρίς ενίσχυση. Πρόκειται για δεδομένη δυνατότητα που είχε το Κακουργιοδικείο, αφού βεβαίως αυτοπροειδοποιήθηκε ως όφειλε για τους ελλοχεύοντες κινδύνους για καταδίκη χωρίς ενίσχυση (βλ. και πρόσφατη απόφαση Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 175/2016 ημερ. 23.11.2018). Ενόψει αυτού, μόνο στην περίπτωση που η μαρτυρία του Ζ. ήταν προϊόν αθέμιτης συναλλαγής θα υπήρχε, ενδεχομένως, δυνατότητα επέμβασης από το Εφετείο. Όμως το Κακουργιοδικείο, παρόλο που ξεψάχνισε την ενώπιον του μαρτυρία, δεν εντόπισε οτιδήποτε «ικανό να οδηγήσει σε συμπέρασμα ενθάρρυνσης από μέρους της Αστυνομίας προς τον μάρτυρα να πει οτιδήποτε άλλο εκτός από την αλήθεια που ο ίδιος γνώριζε. Τούτο είναι το κριτήριο ..».

 

        Όπως στην Παντούρης (πιο πάνω), δεν υπήρξε εν προκειμένω κάποια διαφορετική αρχική εκδοχή του Μ.Κ.6 την οποία να αλλάξει μετέπειτα, ώστε να μπορεί δυνητικά η αλλαγή στάσης να αποδοθεί σε υποσχέσεις για ανταλλάγματα. Αυτό επεσήμανε και το Κακουργοδικείο λέγοντας ότι κατά τη σύλληψη του ο Μ.Κ.6 απλώς δήλωσε ότι δεν είχε να πει οτιδήποτε, πράγμα που δεν βρίσκεται σε αντίθεση με τις καταθέσεις που έδωσε μετέπειτα.

 

Μη τεκμηρίωση ισχυρισμών του Μ.Κ.6

 

        Θέση του Εφεσείοντος αποτελεί ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.6 αναφορικά με τις τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχε ο Εφεσείων μαζί του και τον συντονισμό της διάπραξης των αδικημάτων από τον Εφεσείοντα, παρέμεινε διάτρητη ένεκα του μη εντοπισμού τηλεφωνικών συσκευών στο κελί του Εφεσείοντος. Ομοίως η μη ανεύρεση των όπλων στο φράγμα του Ασπρόκρεμμου καταδεικνύει, εισηγείται, την αναξιοπιστία του Μ.Κ.6.

 

        Το Κακουργοδικείο πραγματεύτηκε το ζήτημα της μη ανεύρεσης τηλεφωνικής συσκευής στο κελί του Εφεσείοντος καταλήγοντας ως εξής:

 

        «Πρώτα να επισημάνουμε ότι πράγματι στις έρευνες που έγιναν στο κελί του κατηγορούμενου δεν εντοπίστηκε κινητό τηλέφωνο ή οτιδήποτε άλλο μεμπτό. Το γεγονός αυτό όμως δεν αποκλείει ότι ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε ή δεν είχε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τηλέφωνο, που είτε είχε κάπου αλλού εκτός του κελιού του ή που είχε κάποιος άλλο στην κατοχή του, γεγονός που υποστηρίζεται από τη μαρτυρία του Μ.Κ.18 ο οποίος αναφέρει ότι συγκεκριμένο άτομο, του οποίου το όνομα ανέφερε, του τηλεφωνούσε από κινητό τηλέφωνο ενώ βρισκόταν αυτό το άτομο στις Κεντρικές Φυλακές και τον απειλούσε, όπως και ο ίδιος ο Μ.Κ.6 ανέφερε ότι όταν βρισκόταν στις Κεντρικές Φυλακές είχε τρία κινητά τηλέφωνα στη διάθεση του, παρόλο που όπως είπε γνώριζε για το σύστημα που είχε εγκατασταθεί στις φυλακές για να μην είναι δυνατή η τηλεφωνική επικοινωνία, αλλά τα κινητά τηλέφωνα λειτουργούσαν μια χαρά. Μάλιστα το γεγονός ότι ο Μ.Κ.6 ανέφερε ότι ουδέποτε είδε τον κατηγορούμενο να κατέχει ή να χρησιμοποιεί τηλέφωνο όταν ήταν μαζί στην ίδια πτέρυγα στις Κεντρικές Φυλακές, ενδυναμώνει την αλήθεια του ισχυρισμού του ότι ο κατηγορούμενος επικοινωνούσε μαζί του τηλεφωνικά από κινητό τηλέφωνο, αφού με πολλή ευκολία θα μπορούσε να πει, αν ήθελε να πει ψέματα για να τον εμπλέξει, ότι τον είδε να κρατά κινητό τηλέφωνο».

 

        Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στο πιο πάνω σκεπτικό του Κακουργοδικείου που να επιτρέπει την επέμβαση μας.

 

        Σε σχέση με τις ανεπιτυχείς έρευνες στο φράγμα Ασπρόκρεμμου ο Μ.Κ.16 είχε αναφέρει, και δεν αντεξετάστηκε επί τούτου, ότι στις 3.2.2020 που έγιναν οι έρευνες το φράγμα ήταν πλήρες και υπερχείλιζε  ενώ στις αρχές Δεκεμβρίου που πιθανόν να είχαν πεταχτεί τα πιστόλια, είχε πληρότητα περίπου 76.10μ. Η ορατότητα υποβρυχίως ήταν περιορισμένη και η μορφολογία του πάγκου του φράγματος μέχρι τον πυθμένα ιδιαίτερη, αφού ο πάγκος είναι επενδυμένος με βράχους, έχοντας κλίση περίπου 45⁰ και ανάμεσα τους υπάρχουν μεγάλες τρύπες. Αποτέλεσε θέση του ότι «…αν και δεν ανευρέθηκαν τα τεκμήρια που αναζητούνται δεν αποκλείτε (sic) η πιθανότητα να βρίσκονται εκεί» η δε πιθανότητα ανεύρεσης τους ήταν «μεταξύ 5%-10%».

 

        Εν όψει της πιο πάνω αναντίλεκτης μαρτυρίας, δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι η μη ανεύρεση των πιστολιών στον φράκτη θα έπρεπε να είχε οδηγήσει το Κακουργοδικείο σε κατάληξη ότι ο Μ.Κ.6 δεν έλεγε την αλήθεια πως τα είχε πετάξει εκεί.

 

Αντιφάσεις

 

        Ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι το ημερολόγιο ενεργείας Τεκμήριο 109 διαψεύδει τον Μ.Κ.6 ως προς τη θέση του ότι δεν έδωσε προφορική κατάθεση στην Αστυνομία. Ο Μ.Κ.6 σε σχετική ερώτηση υπέδειξε ότι στο ίδιο τεκμήριο καταγράφεται η απάντηση του στην Αστυνομία ότι τους τα έχει πει και παραδεχτεί όλα γραπτώς σε σχέση με τη δική του εμπλοκή, αλλά δεν προτίθετο να δώσει κάποια κατάθεση που να εμπλέκει τη σύζυγο του. Κατ’ επέκταση η σχετική εισήγηση περί αντίφασης δεν ευσταθεί.

 

        Όσον αφορά στο κατά πόσο ο Μ.Κ.6 γνώριζε ότι ο στόχος στην Αγία Νάπα ήταν ο Κ.Κ., δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του Εφεσείοντος ότι ο Μ.Κ.6 περιέπεσε σε αντιφάσεις. Στην κατάθεση του Τεκμήριο 87 ο Μ.Κ.6 ανέφερε ότι Εφεσείων του έστειλε «φωτογραφίες του επιχειρηματία» χωρίς όμως να τον κατονομάσει. Στην κατάθεση Τεκμήριο 89 ο Μ.Κ.6 ανέφερε ότι «εγώ εκατάλαβα ότι ήταν να σκοτώσουμε κάποιον. Εν μου είπεν ποττέ ποιος εν πουν ο στόχος» παρά το ότι δέχεται πως ο Εφεσείων τού είχε στείλει φωτογραφίες. Αντεξεταζόμενος ο Μ.Κ.6 επανέλαβε τη θέση ότι ο Εφεσείων τού είχε στείλει φωτογραφίες «του επιχειρηματία, του φίλου του με το μούσι και του φίλου του με τα γυαλιά μυωπίας».

 

        Αποτέλεσε θέση του Μ.Κ.6 ότι αρχικά στόχευσε σε ένα τραπέζι, μετά κατέβασε το όπλο επειδή δεν ήταν σίγουρος πως ο Κ.Κ. ήταν εκεί αλλά ο Εφεσείων τού είπε από το τηλέφωνο «βάρα και μην μπερδεύεσαι». Οι κινήσεις που περιγράφει ο Μ.Κ.6 ότι έκανε, συνάδουν με τα όσα απεικονίζονται στο βίντεο Τεκμήριο 94, πράγμα που επεσήμανε και το Κακουργοδικείο. Το Κακουργοδικείο κατέληξε ότι ο ισχυρισμός του Μ.Κ.6 ότι εκείνη την ώρα μιλούσε στο τηλέφωνο με τον Εφεσείοντα ο οποίος του είπε να πυροβολήσει τα θύματα επιβεβαιώνεται από το βίντεο όπου φαίνεται ότι ο Μ.Κ.6 στρέφει το πυροβόλο όπλο προς το τραπέζι που καθόταν προηγουμένως ο Κ.Κ., πάει να το κατεβάσει και κάνει 2 - 3 βήματα προς τα πίσω και στη συνέχεια στρέφει το όπλο προς το τραπέζι που κάθονταν τα θύματα και αρχίζει να πυροβολεί. Η κατάληξη αυτή κρίνεται εύλογη και δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε πεδίο για επέμβαση. Σημειώνουμε επιπλέον ότι με τον ίδιο τρόπο περιέγραψε τα γεγονότα και ο Μ.Κ.24.

 

        Ούτε μας βρίσκει σύμφωνους η θέση του Εφεσείοντος ότι το Κακουργοδικείο δεν έλαβε υπόψη το βεβαρημένο ποινικό μητρώο του Μ.Κ.6 και τη διάπραξη αδικημάτων από μέρους του χωρίς ενδοιασμό. Αντιθέτως γίνεται ειδική αναφορά σε αυτά στην πρωτόδικη Απόφαση.

 

        Αν και πρόκειται για πλεονασμό, κρίνουμε σκόπιμο να σημειωθεί ότι δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε το μεμπτό στην απόρριψη ως μη λογικών των ισχυρισμών του Εφεσείοντος περί ενεργειών της Αστυνομίας ώστε να ανακοπεί η μεταφορά του στην Ελλάδα για έκτιση του υπολοίπου της ποινής ή ότι την Αστυνομία επηρέασε προς τούτο ο Κ.Κ..

 

        Έπεται πως οι Λόγοι Έφεσης 1, 2 και 3 δεν ευσταθούν.

 

        Με τον Λόγο Έφεσης 4 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η καταδίκη του Εφεσείοντος στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας. Παρατηρούμε ότι στην πρωτόδικη Απόφαση το Κακουργοδικείο παρέθεσε αρχικά  Νομολογία που διέπει την αξιολόγηση μαρτυρίας συνεργού και ακολούθως κατέγραψε τα εξής:

 

        «Υπό το πιο πάνω πρίσμα εξετάσαμε τη μαρτυρία του Μ.Κ.6 με ιδιαίτερη προσοχή, επιμέλεια, επιφυλακτικότητα, καχυποψία, υπενθυμίζοντας συνεχώς στους εαυτούς μας ότι πρόκειται για ένα σπιλωμένο μάρτυρα, ο οποίος μάλιστα έχει βεβαρημένο ποινικό μητρώο, του οποίου η μαρτυρία μπορεί να επηρεάζεται από τη σχέση του με το έγκλημα και υπενθυμίζοντας και προειδοποιώντας εαυτούς συνεχώς κατά τη διαδικασία της αξιολόγησης του ότι ως συνεργός είχε ίδιον συμφέρον, ή να επιδίωκε να τύχει ευνοϊκότερης μεταχείρισης από την Κατηγορούσα Αρχή, βοηθώντας την να καταδικάσει τον κατηγορούμενο ως ηθικό αυτουργό στα αδικήματα».

 

        Παρόμοια αναφορά είχε εξεταστεί στην Δημητρίου (πιο πάνω) από την οποία παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα και επαναλαμβάνουμε για σκοπούς της παρούσης:

 

        «Δεν τίθενται ασφαλώς τέτοια ζητήματα σοβαρών σφαλμάτων στην παρούσα περίπτωση. Η πορεία που ακολούθησε το Κακουργοδικείο ήταν, μετά την παράθεση της σχετικής νομολογίας, να επισημάνει τα όσα θα είχε υπ' όψιν του κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας συνεργού και δη εν σχέσει με τους πιθανούς κινδύνους ως εξής:

 

               «Υπό το πιο πάνω πρίσμα εξετάσαμε τη μαρτυρία του Μ.Κ.3 με ιδιαίτερη προσοχή, επιμέλεια, επιφυλακτικότητα, καχυποψία, υπενθυμίζοντας συνεχώς τους εαυτούς μας ότι πρόκειται για ένα σπιλωμένο μάρτυρα του οποίου η μαρτυρία μπορεί να επηρεάζεται από τη σχέση του με το έγκλημα και υπενθυμίζοντας και προειδοποιώντας εαυτούς συνεχώς κατά την διαδικασία της αξιολόγησης του ότι ως συνεργός πιθανόν να επιθυμεί να απενεχοποιήσει τον εαυτό του, έστω και εάν είπε ότι θα παραδεχτεί τις ίδιες κατηγορίες που αντιμετωπίζει σε άλλο ξεχωριστό κατηγορητήριο ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ή να επιδιώκει να τύχει ευνοϊκότερης μεταχείρισης από την Κατηγορούσα Αρχή, βοηθώντας την να καταδικάσει τους άλλους συμμετέχοντας στα αδικήματα».

 

        Αυτό το οποίο θα μπορούσε να λεχθεί είναι μόνον πως η ακριβέστερη και καταλληλότερη θέση των πιο πάνω ήταν μετά την «καθ' αυτό αποτίμηση του αξιόπιστου ή μη της μαρτυρίας του συνεργού», ήτοι μετά την «αρχική» αξιολόγηση και πριν την «τελική» κρίση της αξιοπιστίας του συνεργού. Κατά τα άλλα είναι εμφανές ότι πρόκειται για μια επαρκέστατη και προσαρμοσμένη στα γεγονότα της υπόθεσης αυτοπροειδοποίηση για τους κινδύνους που υπήρχαν σε σχέση με την ποιότητα της μαρτυρίας του συνεργού. Εκ μέρους δε του Εφεσείοντος δεν εγείρεται οποιοδήποτε ζήτημα για το σημείο στο οποίο είχαν επισημανθεί οι κίνδυνοι από τη μαρτυρία του συνεργού και δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω».

 

        Ακολούθως το Κακουργοδικείο εξέτασε με περισσή λεπτομέρεια τη μαρτυρία του Μ.Κ.6 αλλά και τους ισχυρισμούς και θέσεις του Εφεσείοντος, απαντώντας σε όλα τα εγειρόμενα ζητήματα. Αφού κατέγραψε ότι ο Μ.Κ.6 δεν απέκλινε κατά την αντεξέταση του από τα όσα είχε αναφέρει στις καταθέσεις του, ανέφερε ότι οι απαντήσεις του ήσαν αυθόρμητες, άμεσες και πηγαίες χωρίς να αφήνουν οποιαδήποτε αμφιβολία ότι όσα έλεγε ήταν αληθή. Κατέληξε, αυτοπροειδοποιούμενο για τους κινδύνους αποδοχής της μαρτυρίας του Μ.Κ.6 χωρίς ενίσχυση ότι:

 

        «…η ποιότητα, η πειστικότητα και το ακλόνητο των βασικών του ισχυρισμών, επιτρέπουν στο Δικαστήριο με ασφάλεια να βασιστεί στη μαρτυρία του χωρίς ενίσχυση».

       

        Αυτό αποτελεί και την ουσία του πράγματος, το να αισθάνεται μετά την αυτοπροειδοποίηση ασφαλές το Δικαστήριο να βασιστεί στη μαρτυρία συνεργού χωρίς ενίσχυση (βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω), Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά., Ποιν. Έφ. 38/2019, ημερ. 20.1.2022, Αλεξάνδρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 152/2017, ημερ. 20.6.2022, ECLI:CY:AD:2022:D246).

 

        Όπως τονίστηκε στη Σ.Σ. κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 147/2016 κ.ά., ημερ. 20.11.2019:

 

          «…ο κανόνας πρακτικής δεν μπορεί να εφαρμόζεται μηχανιστικά.  Το ζητούμενο δεν είναι απλώς να αναζητηθεί, ως ζήτημα τυπικού κανόνα, ενισχυτική μαρτυρία.  Ούτε να δοθεί μια λεκτική προειδοποίηση, όσο δυνατή και αν είναι.   Το ζητούμενο είναι το δικαστήριο να αισθάνεται βέβαιο, επειδή έχει εντοπίσει και ενισχυτική μαρτυρία, ή να αισθάνεται εξίσου ασφαλές να καταδικάσει, έστω και χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.  Αυτά όμως πρέπει να εξετάζονται κατά συγκεκριμένο τρόπο και πρέπει να φαίνονται κατά τρόπο πειστικό μέσα στην απόφαση, ως το αποτέλεσμα ενός συμπαγούς και συγκεκριμένου σκεπτικού, εδραζομένου στα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου».

 

        Εν προκειμένω η εφαρμογή του κανόνα πρακτικής και η απόφαση του Κακουργοδικείου να καταδικάσει τον Εφεσείοντα στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας, φέρει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά στοιχεία.

 

        Καταλήγουμε συναφώς ότι το Κακουργοδικείο δεν έπραξε οτιδήποτε το μεμπτό στην απόφαση του να καταδικάσει τον Εφεσείοντα στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας.

 

Έφεση κατά της Ποινής

 

        Το Κακουργοδικείο επέβαλε στον Εφεσείοντα ποινές τις οποίες ομαδοποίησε σε σχέση με έκαστο περιστατικό που αφορά η υπό κρίση υπόθεση. Συγκεκριμένα:

 

        Α.    Για τα σχετιζόμενα με την απόπειρα φόνου στη Λάρνακα στις 25.11.2019 του Κ.Χ. αδικήματα (Κατηγορίες 1 έως 4) επιβλήθηκαν ποινές με ψηλότερη αυτή της 13χρονης φυλάκισης στην απόπειρα φόνου (Κατηγορία 2).

        Β.    Για τα σχετιζόμενα με την απόπειρα φόνου στη Λάρνακα στις 27.11.2019 του Κ.Χ. αδικήματα (Κατηγορίες 6, 7, 9, 21 και 24) επιβλήθηκαν ποινές με ψηλότερη αυτή της 17χρονης φυλάκισης στην απόπειρα φόνου (Κατηγορία 6).

        Γ.     Για τα σχετιζόμενα με την απόπειρα φόνου του Κ.Κ. στις 16.2.2020 στην Αγία Νάπα αδικήματα (Κατηγορίες 11 έως 17 και 19) επιβλήθηκαν ποινές με ψηλότερη αυτή της 23χρονης φυλάκισης στις απόπειρες φόνου (Κατηγορίες 12 έως 15).

 

        Στις Κατηγορίες 5, 8, 10, 18, 20, 22 και 23 δεν επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή.

 

        Το Κακουργοδικείο διέταξε όπως οι ποινές που επιβλήθηκαν σε σχέση με τα αδικήματα της ομάδας Γ πιο πάνω συντρέχουν μεταξύ τους. Για τις ποινές σε σχέση με τα αδικήματα των ομάδων Α και Β διέταξε όπως συντρέχουν μεταξύ τους αλλά να είναι διαδοχικές προς τις ποινές της ομάδας Γ, καταλήγοντας σε συνολική σωρευτική ποινή φυλάκισης 40 ετών. Επιπλέον διέταξε όπως οι επιβληθείσες στην υπό κρίση υπόθεση ποινές είναι διαδοχικές με τις ποινές ισόβιας φυλάκισης που ο Εφεσείων εκτίει.

 

        Ο Εφεσείων προσβάλλει τη διαταγή όπως οι επιβληθείσες ποινές είναι διαδοχικές αυτής που ήδη εκτίει (Λόγος Έφεσης 1) και ισχυρίζεται ότι η σωρευτική ποινή των 40 ετών  και η απόφαση όπως οι ποινές που επιβλήθηκαν στην παρούσα Έφεση είναι διαδοχικές προς την εκτιόμενη ισόβια φυλάκιση προσκρούουν στην αρχή της συνολικότητας της ποινής (Λόγοι Έφεσης 2 και 3), καθώς και ότι η ποινή που του επιβλήθηκε προσκρούει στην αρχή της ίσης μεταχείρισης παραβατών (Λόγος Έφεσης 4).

 

        Κρίνουμε χρήσιμη την εξέταση του τέταρτου Λόγου Έφεσης κατά της ποινής πρώτα. Θέση του Εφεσείοντος είναι ότι, εφόσον στον Μ.Κ.6 επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 35 ετών για τα ίδια αδικήματα, η επιβολή σε αυτόν συνολικής ποινής 40 ετών παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών που διασφαλίζει το Άρθρο 28 του Συντάγματος. Επισημαίνουμε ότι πρωτοδίκως ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα είχε εισηγηθεί όπως επιβληθεί σε αυτόν «σαφώς μειωμένη ποινή» σε σχέση με εκείνη που επιβλήθηκε στον Μ.Κ.6.

 

        Ο Εφεσείων, όμως, ήταν το πρόσωπο που οργάνωσε τα αδικήματα, έδωσε οδηγίες στον Μ.Κ.6 να τα εκτελέσει, παρέχοντας του και συγκεκριμένες πληροφορίες ως προς τα σκοπούμενα θύματα και τις κινήσεις τους αλλά και τον οπλισμό. Η οργάνωση των εγκλημάτων από μέρους του Εφεσείοντος είχε χρονική διάρκεια. Ούτε μπορεί να αγνοηθεί ότι αφορούσε σε δύο παντελώς ξεχωριστές περιπτώσεις όπου ο Εφεσείων έδωσε σαφείς οδηγίες στον Μ.Κ.6 για φόνευση ατόμων. Όπως το Κακουργοδικείο επισήμανε, ο Εφεσείων ευρισκόμενος στις Φυλακές διεύθυνε και κατεύθυνε τον Μ.Κ.6 δίδοντας του τις απαραίτητες  πληροφορίες και οπλισμό για να επιφέρει τον θάνατο του Μ.Κ.18 Κ.Χ. και του Κ.Κ.. Τυγχάνουν εφαρμογής και στην παρούσα τα πιο κάτω λεχθέντα στην Redjep ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 217 όσον αφορά στη διαβάθμιση του ρόλου δραστών:

 

        «Στην προκείμενη περίπτωση τα γεγονότα και οι συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων καταδείχνουν ότι ο εφεσείων ήταν το πρόσωπο που εκδήλωσε την επιθυμία να προμηθευτεί ναρκωτικά  και για το σκοπό αυτό επιστράτευσε άτομα προφανώς ευάλωτα, προερχόμενα από περιθωριακή και ασθενέστερη τάξη ανθρώπων. Ο σχεδιασμός της τέλεσης των αδικημάτων είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της υπόθεσης γεγονός το οποίο, εξουδετερώνει την εισήγηση ότι επρόκειτο για στιγμιαία απερισκεψία του εφεσείοντα. Το άλλο στοιχείο που χαρακτηρίζει την υπόθεση είναι η μεγάλη ποσότητα των ναρκωτικών και το μεγάλο ποσό που έχει πληρωθεί για την αγορά τους. Τα γεγονότα αποκαλύπτουν με κάθε βεβαιότητα ότι ο εφεσείων ήταν ο ιθύνων νους του εγκλήματος και συνεπώς θεωρούμε πως με βάση αυτή τη διαπίστωση δικαιολογείται απόλυτα η διαφοροποίηση στις ποινές που έχουν επιβληθεί στους ενόχους. Το Κακουργιοδικείο με προσοχή διαβάθμισε το ρόλο που διαδραμάτισαν ο εφεσείων και οι συγκατηγορούμενοί του και ανάλογη ήταν η τιμωρία». 

 

        Δικαιολογείτο, συνεπώς, η επιβολή υψηλότερης ποινής στον Εφεσείοντα από αυτή που είχε επιβληθεί στον Μ.Κ.6, δεδομένου του σημαντικού ρόλου που αυτός διαδραμάτισε στον σχεδιασμό και διάπραξη των αδικημάτων.

 

        Στρεφόμαστε στην αρχή της συνολικότητας της ποινής. Όπως αναφέρεται στην Ονησίλλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 556 αυτή επεκτείνεται πέραν της περίπτωσης επιβολής διαδοχικών ποινών από το ίδιο Δικαστήριο και καλύπτει περιπτώσεις όπου οι ποινές επιβάλλονται από διαφορετικό Δικαστήριο σε διαφορετικό χρόνο και σε διαφορετικές υποθέσεις, περιλαμβανομένης και της περίπτωσης στην οποία  ο τιμωρούμενος εκτίει ήδη άλλη ποινή.

 

        Σημειώνουμε ότι το Άρθρο 117(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 αναφέρει ότι ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε σε πρόσωπο που ήδη καταδικάστηκε σε φυλάκιση, αρχίζει να εκτίεται μετά τη λήξη της προηγούμενης ποινής, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά. Όπως, όμως, λέχθηκε στην Κουφού κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 396, για να εκδώσει τέτοια διαταγή το Δικαστήριο πρέπει να υπάρχουν ειδικές ή και εξαιρετικές συνθήκες. Εκείνο που πρέπει να ελέγχεται είναι το εάν, σε περίπτωση που τα αδικήματα τύγχανε να εξεταστούν ταυτόχρονα, το Δικαστήριο θα κατέληγε στην επιβολή της ίδιας συνολικής ποινής (βλ. R v. Watts (2000) 1 Cr. App. R (S) 460, Δημητρίου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 21).

 

        Επομένως, σε ό,τι αφορά στη διαταγή του Κακουργοδικείου όπως οι επιβληθείσες στην παρούσα ποινές είναι διαδοχικές με την ποινή που ήδη εκτίει ο Εφεσείων, δεν τίθεται ζήτημα διαδοχικών ποινών αλλά εφαρμογής των προνοιών του Άρθρου 117(2) του Κεφ. 155 (βλ. Θεοδοσίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 279/2018, ημερ. 28.7.2020, ECLI:CY:AD:2020:B271). Δεν έχουμε εντοπίσει οποιεσδήποτε ειδικές ή εξαιρετικές συνθήκες οι οποίες θα δικαιολογούσαν διαταγή του Κακουργοδικείου όπως μην τύχει εφαρμογής ο κανόνας του Άρθρου 117(2) του Κεφ. 155. Τόσο τα παλαιότερα αδικήματα για τα οποία εκτίει ποινή ο Εφεσείων (φόνος εκ προμελέτης πέντε ατόμων) όσο και τα αδικήματα της υπό εξέταση υπόθεσης είναι από τα σοβαρότερα δεδομένου ότι, όπως λέχθηκε και στην Ονησίλλου (πιο πάνω):

 

        «Η ανθρώπινη ζωή αποτελεί το ύψιστο αγαθό και η αφαίρεση της το μέγιστο έγκλημα».

 

        Ούτε και τίθεται ζήτημα να μπορούσαν να είχαν συνυπολογιστεί οι ποινές των δύο υποθέσεων, καθώς παρά την νομική ομοιότητα της φύσης των διαπραχθέντων αδικημάτων, από ουσιαστική άποψη αφορούσαν σε διαφορετικά θύματα και τελείως διαφορετικά χρονικά πλαίσια, σχεδιασμό και συνθήκες διάπραξης.

 

        Ο Εφεσείων επικαλείται την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Καυκαρή για ένταλμα της φύσης Habeas Corpus (Αρ. 3) (2004) 1 Α.Α.Δ. 1425 όπου λέχθηκε ότι φυλάκιση δια βίου σημαίνει φυλάκιση για το υπόλοιπο μέρος της ζωής του καταδικασθέντος, προς υποστήριξη του επιχειρήματος ότι, με δεδομένο ότι ήδη εκτίει ποινή δια βίου φυλάκισης, δεν υπάρχει χρονικό στάδιο στο οποίο να εκτίσει την επιβληθείσα στην παρούσα ποινή. Ενώπιον μας, όμως, δέχτηκε ότι στην περίπτωση του θα υπάρξει διαφοροποίηση εάν η παρούσα ποινή διαταχθεί όπως συντρέχει με αυτήν που εκτίει ήδη, είτε σε περίπτωση αιτήματος του όπως την εκτίσει στην Ελλάδα, είτε σε περίπτωση που του παρασχεθεί κάποια χάρη. Εξάλλου αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ενέμεινε στην προώθηση της συγκεκριμένης εισήγησης.

 

        Κατ’ επέκταση ο Λόγος Έφεσης 1 κατά της ποινής δεν ευσταθεί.

       

        Όσον αφορά στην επιβολή διαδοχικών ποινών για τα αδικήματα της υπό εκδίκαση υπόθεσης, επισημαίνουμε ότι το Δικαστήριο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια να επιβάλει συντρέχουσες ή διαδοχικές ποινές ή συνδυασμό τους. Όπως λέχθηκε στην Μούζου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 127/2020, ημερ. 18.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:B119:

 

        «Ορθή είναι η ποινή που αντανακλά την εγκληματική συμπεριφορά του καταδικασθέντα για την οποία δικάστηκε, προσαρμοσμένη στο βαθμό που είναι επιβεβλημένο και επιτρεπτό στο πρόσωπο του.  Η επιμέτρηση της ποινής που συνιστά έργο λεπτό και επίπονο, καθίσταται πολύπλοκο όταν η εγκληματική δραστηριότητα του καταδικασθέντα περιλαμβάνει διάφορα αδικήματα.  Περιοριζόμαστε στις περιπτώσεις φυλάκισης και στον καθορισμό του εύρους της. Στο πλαίσιο καθορισμού της αρμόζουσας ποινής, το Δικαστήριο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια να επιβάλει συντρέχουσες ή διαδοχικές ποινές ή συνδυασμό τους.  Η συνολική ποινή είναι αυτή που, κατά κύριο λόγο, ενδιαφέρει, τόσο τον καταδικασθέντα που θα την εκτίσει, όσο και την κοινωνία για σκοπούς παραδειγματισμού και γενικής αποτροπής. Η νομολογία έχει καθορίσει τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη κατά πόσο ποινές μπορούν να συντρέχουν ή ενδείκνυται να είναι διαδοχικές (Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 331, 333-4, Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123, 132-3, Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443, 446-8, Παπασυμεού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 523, 529-30 και Κέρκης ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 433, 439-40). Όταν τα αδικήματα διαπράττονται στα πλαίσια μιας εγκληματικής ενέργειας και συνδέονται μεταξύ τους θεματικά και χρονικά, είναι ενδεδειγμένο να τιμωρούνται με συντρέχουσες ποινές φυλάκισης (Γενικός Εισαγγελέας ν. Θωμά, Ποιν. Εφ. Αρ.132/2007 και 136/2007, ημερ.26.6.2019 και Magna Ecole v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ.108/2021, ημερ.15.2.2022, ECLI:CY:AD:2022:B62). Από την άλλη, σε διακριτές εγκληματικές συμπεριφορές μπορούν να επιβληθούν διαδοχικές ποινές.  Στο τέλος όμως, είναι η αίσθηση του δικαίου από το Δικαστήριο που θα διαμορφώσει το ορθό αποτέλεσμα.  Διαφορετικά, διαδοχικές ποινές, ορθές ιδωμένες μεμονωμένα, μπορεί να οδηγήσουν σε αδικαιολόγητα μεγάλες ποινές, ενώ από την άλλη συντρέχουσες ποινές να δώσουν την εσφαλμένη εντύπωση ότι ένα πιο σοβαρό έγκλημα επικαλύπτει άλλα λιγότερο σοβαρά, κατά τρόπο που αυτά να παραμένουν ουσιαστικά ατιμώρητα και να μπορούν να διαπράττονται χωρίς κόστος».

 

        Η παρούσα υπόθεση αφορά σε δύο σαφώς διακριτές περιπτώσεις. Η πρώτη αφορούσε στις προσπάθειες φόνευσης του Μ.Κ.18 τον Νοέμβριο του 2019 στη Λάρνακα και η δεύτερη στις προσπάθειες για φόνευση του Κ.Κ. τον Φεβρουάριο του 2020 στη Αγία Νάπα οι οποίες κατέληξαν στον τραυματισμό τεσσάρων προσώπων. Δεν υπήρχε οποιαδήποτε σύνδεση των δύο, πέραν της ανάμειξης του Εφεσείοντος ως ιθύνοντος νου και του Μ.Κ.6 ως του ατόμου που εκτέλεσε τις πράξεις.

 

        Στην Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 208/2015, ημερ. 12.6.2019, ECLI:CY:AD:2019:B229 επικυρώθηκε συνολική ποινή 20ετούς φυλάκισης για δύο απόπειρες φόνου.

 

        Στην Χατζηπαναγή ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 118 επικυρώθηκε ποινή φυλακίσεως 15 ετών για αδικήματα απόπειρας φόνου τεσσάρων προσώπων. Το Δικαστήριο εκεί ανέφερε ότι η χαμηλότερη ποινή δικαιολογείτο ένεκα της μειωμένης νοητικής κατάστασης του εκεί κατηγορούμενου.

 

        Είναι γεγονός ότι η συνολική ποινή των 40 ετών είναι ιδιαίτερα ψηλή. Όμως ταυτόχρονα η παρούσα είναι περίπτωση ατόμου που βρέθηκε ένοχο, μεταξύ άλλων σοβαρών αδικημάτων, για την απόπειρα φόνου πέντε ατόμων ενώ εκτίει ποινή για τον φόνο εκ προμελέτης άλλων πέντε ατόμων. Θεωρούμε ότι τυχόν διαταγή όπως οι ποινές για τα επίδικα αδικήματα συντρέχουν θα οδηγούσε σε υποτίμηση της ξεχωριστής αξίας της ζωής εκάστου των θυμάτων. Καταλήγουμε, συνεπώς, ότι η διαταγή του Κακουργοδικείου για διαδοχικές ποινές ήταν δικαιολογημένη στην υπό κρίση περίπτωση.

 

        Η Έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.

 

 

 

                                                                            Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                            Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                            Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο