CHRISANMARI ENTERPRISES LTD v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟYΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α., Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 174/2019, 10/9/2025
print
Τίτλος:
CHRISANMARI ENTERPRISES LTD v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟYΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α., Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 174/2019, 10/9/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ

 

                         (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου  Αρ. 174/2019)

 

10 Σεπτεμβρίου, 2025

 

     [ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ Π., ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

  CHRISANMARI ENTERPRISES LTD

 

                                                                                                           Εφεσείoυσα,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

                      1. ΥΠΟYΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

                      2. Δ/ΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

 

                                                                                                          Εφεσίβλητης.

--------------------

Π. Λεωνίδου & Κ. Λεωνίδου, για Π. Α. ΛΕΩΝΙΔΟΥ & Σία, για Εφεσείουσα.

Τ. Ιακωβίδου (κα) & Σ. Χαραλάμπους (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.

--------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: Με επιστολή του ημερ. 8.7.2015, το Τμήμα Τελωνείων διαβίβασε στην Εφεσείουσα τα εξής:

 

«Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Τελωνειακής Οφειλής και Άλλης Τελωνειακής Οφειλής Αρ. 508/15

Επιθυμώ να σας πληροφορήσω ότι οφείλετε στην Κυπριακή Δημοκρατία εισαγωγικό δασμό, δασμό αντιντάμπινγκ και φόρο προστιθέμενης αξίας συνολικού ποσού €71.895,00 (εβδομήντα μία χιλιάδες οκτακόσια ενενήντα πέντε ευρώ) καθώς και χρηματική επιβάρυνση €7.189,00 (επτά χιλιάδες εκατόν ογδόντα εννέα ευρώ) πλέον νόμιμο τόκο σύμφωνα με το άρθρο 52 του Περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου με αρ. 94(Ι) του 2004, τον περί Ενιαίου Δημόσιου Επιτοκίου Υπερημερίας Νόμο αρ. 167 του 2006 και τις ΚΔΠ458/2009, ΚΔΠ521/2010, ΚΔΠ 531/2011, ΚΔΠ543/2012, ΚΔΠ459/2013 και της ΚΔΠ586/2014.

 

Η οφειλή σας πηγάζει από τα γεγονότα και τη νομοθεσία όπως εκτίθενται πιο κάτω:

Σύμφωνα με μαρτυρία που έχει στην κατοχή του το Τμήμα Τελωνείων, τα ποδήλατα που έχετε εισαγάγει και θέσει σε ελεύθερη κυκλοφορία με τις διασαφήσεις τελωνισμού 2009601639712, 2009601754014, 2010601914108 και 2011602176498 ημερομηνίας 23/06/2009, 16/11/2009, 15/06/2010 και 31/05/2011 αντίστοιχα, έχουν χώρα καταγωγής την Κίνα και όχι τη Σρι Λάνκα όπως έχουν δηλωθεί στις πιο πάνω διασαφήσεις, κατά παράβαση του άρθρου 92 του Περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου Αρ. 94(Ι) του 2004.  Αποτέλεσμα της πιο πάνω δήλωσης, ήταν να μην καταβληθεί ορθά ο εισαγωγικός δασμός 14% ή 3.5% και ο φόρος προστιθέμενης αξίας 15% και παράλληλα να αποφευχθεί η καταβολή δασμού αντιντάμπινγκ.  Σύμφωνα με τις δασμολογικές κατατάξεις του κοινού δασμολογίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, του TARIC, τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1095/2005 και το άρθρο 36 του Περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου Αρ. 94(Ι) του 2004, τα συγκεκριμένα εμπορεύματα εμπίπτουν στον κωδικό Taric 8712003000 με τον οποίο επιβάλλεται δασμός αντιντάμπινγκ με συντελεστή προς 48.5%.  Επιπρόσθετα επιβάλλεται φόρος προστιθέμενης αξίας με βάση τα άρθρα 15 και 17 του Περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου 95(Ι) του 2000, όπως έχει τροποποιηθεί.

 

Ο οφειλόμενος εισαγωγικός δασμός, ο αντισταθμιστικός δασμός, ο φόρος προστιθέμενης αξίας και η χρηματική επιβάρυνση υπολογίστηκαν, με βάση τα άρθρα 36, 37, 38, 41, 43, 44 του Τελωνειακού Κώδικα Νόμου Αρ. 94(Ι) του 2004 και του άρθρου 20 του κανονισμού (ΕΟΚ) αρ. 2913/92 του Συμβουλίου καθώς και τα άρθρα 5, 13, 15 και 17 του Περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου 95(Ι) του 2000, όπως έχει τροποποιηθεί και παρατίθενται στον πιο κάτω πίνακα:

 

Α/Α

ΔΙΑΣΑΦΗΣΗ

ΗΜΕΡ.

ΤΕΛ.

ΑΞΙΑΣ

ΕΙΣ.ΔΑΣ.

14 ή

3.5%

ΔΑΣ.ΑΝΤ.

48,5%

ΦΠΑ

15%

ΟΦΟΛ.

ΠΟΣΟ

ΧΡ. ΕΠ.

10%

ΣΥΝ.

1

2009601639712

23-06-09

27799

3892

13483

2606

19981

1998

21979

2

2009601754014

16-11-09

25464

3565

12350

2387

18302

1830

20132

3

2010601914108

15-06-10

23338

3267

11319

2188

16774

1677

18451

4

2011602176498

31-05-11

28157

985

13656

2197

16838

1684

18522

 

ΓΕΝΙΚΟ

ΣΥΝΟΛΟ

 

 

 

 

 

 

 

79084

 

Η βεβαίωση αυτή βασίζεται στα άρθρα 48 και 52 του Περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου Αρ. 94(Ι) του 2004 και στα άρθρα 5(4) και 13 του Περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου 95(Ι) του 2000, όπως έχει τροποποιηθεί.

 

Με βάση τα πιο πάνω άρθρα καθώς και το άρθρο 53 του Περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου Αρ. 94(Ι) του 2004, καλείστε όπως καταβάλετε τα πιο πάνω ποσά στο Τελωνείο Λευκωσίας εντός δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία λήψης της επιστολής αυτής.

Σε περίπτωση που δεν καταβάλετε τα πιο πάνω ποσά εντός της καθορισμένης προθεσμίας, σας πληροφορώ ότι η πρόθεσή μου είναι η λήψη όλων των νομίμων προς την είσπραξη μέτρων, συμπεριλαμβανομένου του μέτρου δήμευσης αγαθών τριπλάσιας αξίας του οφειλομένου ποσού που βρίσκονται υπό την κατοχή ή τη φύλαξή σας, ή οποιουδήποτε αντιπρόσωπου σας ή άλλου προσώπου το οποίου [sic] ενεργεί για λογαριασμό σας όπως ορίζεται στο άρθρο 111 του Περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου αρ. 94(Ι) του 2004.

Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω τελωνειακά αδικήματα που έχετε διαπράξει, σας πληροφορώ ότι η άρνηση και μόνο της καταβολής της ως άνω οφειλής σας ή η από αμέλεια παράλειψη συμμόρφωσή σας, συνιστά σωρευτικά με τα ανωτέρω αδικήματα, ξεχωριστό ποινικό αδίκημα, δυνάμει του άρθρου 94 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου 94(Ι) του 2004 και του άρθρου 5 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου αρ. 91(Ι) του 2004.

Περαιτέρω, επιθυμώ να σας πληροφορήσω ότι ασκώντας την εξουσία που μου παρέχεται από το άρθρο 88 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου αρ. 94(Ι) του 2004 για συμβιβασμό αδικημάτων, θα ήμουν διατεθειμένη να αποδεχτώ εξώδικο συμβιβασμό των αδικημάτων που έχετε διαπράξει, με την καταβολή χρηματικής πληρωμής ύψους €7000, εντός δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της επιστολής αυτής.

Παράλληλα, επιθυμώ να σας πληροφορήσω ότι η παρούσα βεβαίωση δυνατόν να συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, την οποία, αν επιθυμείτε, μπορείτε ενδεχομένως να προσβάλετε στο Ανώτατο Δικαστήριο εντός εβδομήντα πέντε (75) ημερών από την ημερομηνία της λήψης της επιστολής αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 146 του Συντάγματος.

Σημειώνεται ότι σε περίπτωση που καταχωρήσετε αίτηση ακύρωσης (προσφυγή), αυτή δεν αναστέλλει την υποχρέωσή σας για την καταβολή των οφειλομένων ποσών.  Ως εκ τούτου στην περίπτωση που θα αποφασίσετε να προσβάλετε την παρούσα εκ των υστέρων βεβαίωση τελωνειακής οφειλή [sic] και άλλης τελωνειακής οφειλής, παραλείποντας να καταβάλετε την οφειλή, τότε θα ληφθούν άμεσα αστικά και ποινικά μέτρα εναντίον σας.».

 

Ο λόγος έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν η αντίληψη του Τμήματος Τελωνείων ότι η Εφεσείουσα εισήγαγε κατά την περίοδο 2009-2011 ποδήλατα που είχαν χώρα καταγωγής την Κίνα και όχι την Σρι Λάνκα την οποία η Εφεσείουσα δήλωσε ως χώρα καταγωγής στις σχετικές διασαφήσεις τις οποίες υπέβαλε στο Τμήμα Τελωνείων για σκοπούς εκτελωνισμού, με αποτέλεσμα να μην καταβληθεί εισαγωγικός δασμός  και ο φόρος προστιθέμενης αξίας στο ύψος που έπρεπε και παράλληλα να αποφευχθεί η καταβολή δασμού αντιντάμπινγκ.

Η αντίληψη του Τμήματος Τελωνείων διαμορφώθηκε στο πλαίσιο εκ των υστέρων τελωνειακού ελέγχου διενεργούμενου από το Τμήμα Τελωνείων στη βάση πληροφόρησης την οποία είχε από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (εφεξής «η OLAF»-Οffice Europeén De Lutte Antifraud) της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Συγκεκριμένα, η OLAF απέστειλε στο Τμήμα Τελωνείων έκθεσή της ημερ. 3.12.2014 με την οποία συμπέραινε (ως αναφέρει η καλυπτική επιστολή ημερ. 15.12.2014 της OLAF προς το Τμήμα Τελωνείων) ότι «Τhe investigation has demonstrated that nearly all of the bicycles imported from two Sri Lankan companies ([…] and […]) originated in the People’s Republic of China and were therefore liable to the payment of customs and anti-dumping duties (Eρυθρό 146 διοικητικού φακέλου).

 

Μία από τις  ονομαζόμενες εταιρείες στο άνω απόσπασμα είναι η εταιρεία (εφεξής «ο προμηθευτής») από την οποία η Εφεσείουσα προμηθεύτηκε τα επίδικα ποδήλατα για τα οποία το Τμήμα Τελωνείων εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. 

 

Και προ της τελικής της έκθεσης, η OLAF ενημέρωνε το Τμήμα Τελωνείων για τις συναφείς έρευνες που διενεργούσε, υποψιαζόμενη παράβαση των κανόνων αντιντάμπινγκ της  Ευρωπαϊκής Ένωσης με το να εισάγονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση ποδήλατα που είχαν ως δηλωθείσα χώρα καταγωγής τη Σρι Λάνκα, ενώ στην πραγματικότητα είχαν ως χώρα καταγωγής την Κίνα, για να αποφευχθεί έτσι τεχνηέντως η επιβολή σε αυτά των υψηλών αντισταθμιστικών δασμών τους οποίους η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθόρισε σε σχέση με την εισαγωγή ποδηλάτων προέλευσης Κίνας.  

 

Ενδοϋπηρεσιακό σημείωμα ημερ. 28.6.2011 (Ερυθρά 44-45 του διοικητικού φακέλου) καταδεικνύει ότι (μεταξύ άλλων) η Εφεσείουσα τετράκις εισήγαγε ποδήλατα από 1.1.2008 και εντεύθεν με δηλωθείσα χώρα καταγωγής τη Σρι Λάνκα, χωρίς όμως να εντοπίζονται πληροφορίες στο σύστημα «ConTraffic» (το οποίο δεικνύει τη διαδρομή των εμπορευματοκιβωτίων) αναφορικά με το κατά πόσο τα εμπορεύματα είναι κινέζικης προέλευσης.

 

Βάσει του σημειώματος, αποφασίστηκε στις 19.7.2011 πλήρης διερεύνηση των εν λόγω εισαγωγών (Ερυθρό 46 του διοικητικού φακέλου).  Συνεπώς, το Τμήμα Τελωνείων ζήτησε -με ειδοποίηση ημερ. 10.1.2012- από την Εφεσείουσα την προσκόμιση των τεσσάρων διασαφήσεων εισαγωγής, με όλα τα συνοδευτικά τους έγγραφα (Ερυθρό 49 του διοικητικού φακέλου), για τις οποίες διασαφήσεις εκδόθηκε τελικώς η προσβαλλόμενη απόφαση. 

 

Από την τελωνειακή έρευνα διεφάνη ότι για κάποιες διασαφήσεις τα προτιμολόγια εκδόθηκαν από κινέζικη εταιρεία ενώ το τιμολόγιο από τον προμηθευτή, σε όλες δε τις περιπτώσεις δικαιούχες του εκ της Εφεσείουσας διενεργούμενου εμβάσματος πληρωμής ήταν εταιρείες στην Κίνα ή στο Χόνγκ Κόνγκ.  Εντούτοις, επί του αναφερόμενου ταύτα ενδοϋπηρεσιακού σημειώματος ημερ. 13.3.2012 προς τον Προϊστάμενο Τομέα Μετελέγχου (Ερυθρά 56-54 του διοικητικού φακέλου) παρατίθεται χειρόγραφη εισήγηση η οποία και υιοθετείται χειρόγραφα από Προϊστάμενο:

«Με βάση τα πιο πάνω ευρήματα δεν μπορούμεν, σαν Τομέας αυτόβουλα να κρίνουμε ως άκυρα τα σχετικά πιστοποιητικά προέλευσης FORM A και να προχωρήσουμε σε άμεση ετοιμασία εκ των υστέρων βεβαίωσης.  Συμφωνώ όπως τα ευρήματα αυτά τεθούν ενώπιον και της OLAF μέσω του Τομέα Διερευνήσεων, με σκοπό να δοθούν οδηγίες για απόρριψη των πιο πάνω πιστοποιητικών προέλευσης στη βάση δικών τους ευρημάτων, ή και οδηγίες για ανάλογο χειρισμό που πιθανόν κρίνεται σκόπιμος.».

 

 

 

Μετά την έκδοση της έκθεσης της OLAF και ενόψει του ότι παρήλθε η τριετία (που ενεργοποιεί την προβλεπόμενη παραγραφή στο Άρθρο  221(3) του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92[1]), το Τμήμα Τελωνείων αποφάσισε όπως υποβάλει (μεταξύ άλλων) την Εφεσείουσα σε περαιτέρω έρευνα, ώστε να εντοπιστούν στοιχεία που να επιτρέπουν την επέκταση της χρονικής περιόδου ανάκτησης βάσει του Άρθρου 221(4) του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 (σχετικό είναι ενδοϋπηρεσιακό σημείωμα ημερ. 10.3.2015 - Ερυθρό 148 του διοικητικού φακέλου) εξ ου και το Τμήμα Τελωνείων (με επιστολή του ημερ. 12.3.2015) ενέτειλε το Τελωνείο Λεμεσού να προβεί σε έρευνα για τις τέσσερις επίδικες διασαφήσεις, δηλώνοντας τα εξής: «η OLAF διαβίβασε πληροφορίες που έλαβε από τις Αρμόδιες Αρχές της Σρι Λάνκα, ότι για κινέζικα ποδήλατα που εισήχθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση από τη Σρι Λάνκα έχει αποφευχθεί η καταβολή εισαγωγικών και αντισταθμιστικών δασμών.  Ανάμεσα στις εισαγωγές αυτές εντοπίστηκαν και τέσσερις εισαγωγές ποδηλάτων της εταιρείας CHRISANMARI ENTERPISES LIMITED […] που ήταν κινέζικης προέλευσης και είχαν δηλωθεί ως προέλευσης Σρι Λάνκας.» (Ερυθρό 172 του διοικητικού φακέλου).

 

Στο πλαίσιο της διεξαχθείσας έρευνας, η Εφεσείουσα παρέδωσε ηλεκτρονική αλληλογραφία την οποία φέρεται να αντάλλαξε κατά τον Μάϊο του 2015 με τον προμηθευτή ο οποίος τη διαβεβαίωσε ότι τα ποδήλατα κατασκευάστηκαν στο εργοστάσιό του στη Σρι Λάνκα.

 

Επίσης, το Τελωνείο Λεμεσού έλαβε καταθέσεις από τον γραμματέα και τον ιδιοκτήτη της Εφεσείουσας, ενημερώνοντάς τους, αφενός, ότι διερευνάται υπόθεση αναληθούς δήλωσης και δόλιας αποφυγής δασμού που αφορά τις τέσσερις διασαφηνίσεις και, αφετέρου, ότι υπάρχει μαρτυρία που δημιουργεί εύλογη υποψία ότι αυτοί ενέχονται.

 

Αμφότεροι οι λειτουργοί της Εφεσείουσας αρνήθηκαν οποιαδήποτε εμπλοκή.   Δήλωσαν ότι, πριν αρχίσουν να αγοράζουν ποδήλατα από τον προμηθευτή, είχαν λάβει τη διαβεβαίωσή του ότι η κατασκευή γίνεται εξ ολοκλήρου στη Σρι Λάνκα παρότι υπεύθυνος του εργοστασίου ήταν κινέζικη εταιρεία (στο ίδιο συμπέρασμα έτεινε και ο εκτελωνιστής της Εφεσείουσας), εξ ου και δεν προβληματίστηκαν για το γεγονός ότι τα εμβάσματα που διενεργούσε η Εφεσείουσα ήταν προς τράπεζες της Κίνας ή του Χόνγκ-Κόνγκ.  Τα αγορασθέντα ποδήλατα ήταν πολύ καλύτερα και ακριβότερα από τα κινέζικα που η Εφεσείουσα εμπορευόταν παλαιότερα και συνοδεύονταν από πιστοποιητικό καταγωγής Σρι Λάνκα (Ερυθρά 180-174 του διοικητικού φακέλου).

 

Ενδοϋπηρεσιακό σημείωμα ημερ. 4.6.2015 αναλύει τις καταθέσεις, αναφέροντας ότι δεν φαίνεται να προκύπτουν νέα στοιχεία εξ ου και αποφασίστηκε να σταλούν για έλεγχο αυθεντικότητας τα υποβληθέντα πιστοποιητικά καταγωγής (Ερυθρό 181 του διοικητικού φακέλου).

 

Ο κατατεθείς στο πρωτόδικο Δικαστήριο διοικητικός φάκελος συνεχίζει και τελειώνει -εντός ουσιώδους χρόνου- με την παράθεση των διασαφηνίσεων και των σχετικών με αυτές προτιμολογίων, τιμολογίων και εντολών πληρωμής, που ακολουθούνται από την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Διά της Προσφυγής Αρ. 1255/2015 την οποία καταχώρησε η Εφεσείουσα αιτήθηκε «Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της Καθ’ης η Αίτηση, ημερομηνίας 08/07/2015 της οποίας έλαβε γνώση ο  Αιτητής την 11/09/2015 και με την οποία πληροφορήθηκε ο Αιτητής ότι οφείλει στην Κυπριακή Δημοκρατία εισαγωγικό δασμό, δασμό αντιντάμπινγκ και φόρο προστιθέμενης αξίας συνολικό [sic] ποσού €71.895,00 καθώς και χρηματική επιβάρυνση €7.189,00 πλέον νόμιμο τόκο, είναι άκυρη, παράνομη και στερείται κάθε έννομου αποτελέσματος. [….]».

 

To πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή διά της εφεσιβαλλόμενης απόφασής του ημερ. 20.8.2019 η οποία διέπεται από το εξής σκεπτικό:

 

Καταρχάς, οι τελωνειακές αρχές δύνανται να διενεργούν εκ των υστέρων ελέγχους προς επαλήθευση της αληθούς καταγωγής εισαγόμενων εμπορευμάτων και να επιβάλουν εκ των υστέρων τους δασμούς που έπρεπε εξαρχής να εισπραχθούν αλλά δεν εισπράχθηκαν λόγω ανακριβών δηλώσεων.  Σε τέτοια περίπτωση, ο Διευθυντής Τμήματος Τελωνείων (εφεξής «ο Διευθυντής») ενεργεί ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του ως προβλέπει το Άρθρο 48(1) και (2) των περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμων (εφεξής «ο Νόμος 94(Ι) του 2004»).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση της Εφεσείουσας πως το Τμήμα Τελωνείων εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση σε παράβαση του Άρθρου 220(2)(β) του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 που απαγορεύει την έκδοση εκ των υστέρων βεβαίωσης από τις τελωνειακές αρχές όταν το νομίμως οφειλόμενο ποσό δεν βεβαιώθηκε από λάθος των ίδιων των τελωνειακών αρχών το οποίο λογικά δεν μπορούσε να αποκαλυφθεί από τον οφειλέτη, εφόσον ο τελευταίος ενέργησε με καλή πίστη και τήρησε όλες τις διατάξεις που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία όσον αφορά την τελωνειακή διασαφήνιση.

 

Εν προκειμένω, οι εκ των τελωνειακών αρχών αποδοχή των εκ της Εφεσείουσας υποβαλλόμενων πιστοποιητικών καταγωγής δεν συνιστούσε σφάλμα το οποίο συνιστά μια εκ των τριών σωρευτικών προϋποθέσεων προς ενεργοποίηση του άνωθεν Άρθρου 220(2)(β) υπέρ της Εφεσείουσας, ούτε και δημιούργησε υπέρ της ευνοϊκή κατάσταση η οποία δεν μπορούσε να ανατραπεί προηγουμένως λόγω των Αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου και της χρηστής διοίκησης.

 

Κατά την πρωτόδικη κρίση, εμφιλοχώρησε απάτη σε σχέση με τη χώρα καταγωγής των εισαγόμενων ποδηλάτων που ήταν δύσκολο να ανιχνευθεί, οπότε δεν μπορούσε να χρεωθεί σφάλμα στο Τμήμα Τελωνείων επειδή αρχικά αποδέχθηκε τις σχετικές διασαφήσεις στη βάση της αναγραφόμενης καταγωγής.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε πως η Εφεσείουσα -ενόψει της πείρας της στον τομέα των εισαγωγών και της γνώσης της πως τα κεντρικά γραφεία της εταιρείας εξαγωγής βρίσκονταν στην Κίνα, όπως επίσης και οι  τράπεζες διά των οποίων η Εφεσείουσα διενεργούσε τις σχετικές πληρωμές- όφειλε να επιδείξει δέουσα επιμέλεια διερευνώντας εξ ιδίων το θέμα της καταγωγής των ποδηλάτων πριν τον εκ των υστέρων έλεγχο του Τμήματος Τελωνείων που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. 

 

Ακόμα όμως και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η  Εφεσείουσα κατέβαλε πάσα επιμέλεια όσον αφορά τη διαπίστωση της χώρας καταγωγής των εμπορευμάτων, το γεγονός παρέμενε ότι δεν εμφιλοχώρησε λάθος του ιδίου του Τμήματος Τελωνείων που να του απαγόρευε -στη βάση του Άρθρου 220(2)(β) του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92- την έκδοση της (προσβαλλόμενης) εκ των υστέρων βεβαίωσης τελωνειακής οφειλής.

 

Ως εκ τούτου, κρίθηκε πρωτόδικα αδιάφορο το γεγονός ότι η Εφεσείουσα δεν είχε οποιαδήποτε γνώση, εμπλοκή ή συμμετοχή (άμεση ή έμμεση) ως προς την παρατυπία και/ή την αναληθή δήλωση σε σχέση με τη χώρα καταγωγής των ποδηλάτων, που οδήγησε στην εκ του Τμήματος Τελωνείων αρχική αποδέσμευση των σχετικών διασαφήσεων.

 

Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την προσβαλλόμενη απόφαση επαρκώς αιτιολογημένη, ιδίως ενόψει εγγράφων εντός του διοικητικού φακέλου που, αφενός, συμπλήρωναν την αιτιολογία της (όπως η έκθεση της OLAF και οι διασαφήσεις εισαγωγής των ποδηλάτων στη Δημοκρατία) και, αφετέρου, δεικνύουν επαρκή έρευνα απαλλαγμένη από πλάνη (νομική ή πραγματική).

 

Κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, το Τμήμα Τελωνείων νόμιμα, στη βάση του Άρθρου 48 του Νόμου 94(Ι) του 2004, εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και δη εντός εύλογου χρόνου (λαμβάνοντας υπόψη το δυσχερές και χρονοβόρο της έρευνας που οδήγησε το Τμήμα Τελωνείων να αναθεωρήσει την αρχική του στάση) και εντός των ακραίων ορίων της διοικητικής ευχέρειας ώστε να μην υφίσταται περιθώριο δικαστικής παρέμβασης.

 

Η πρωτόδικη απόφαση εφεσιβλήθηκε διά της παρούσας Έφεσης την οποία το Εφετείο αρχικά αποδέχθηκε δια της απόφασής του ημερ. 31.10.2024 με το σκεπτικό ότι το Άρθρο 221(3) του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 κατά κανόνα δεν επέτρεπε γνωστοποίηση τελωνειακής οφειλής μετά το πέρας τριετίας από την ημερομηνία γένεσης της τελωνειακής οφειλής, το δε πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει την εκ του άνωθεν Άρθρου 221(3) παραγραφή ως θέμα δημόσιας τάξης παρότι δεν δικογραφήθηκε δεόντως στην πρωτόδικη αίτηση ακύρωσης.

 

Με αυτό το σκεπτικό, το Εφετείο αποδέχθηκε τον πρώτο λόγο έφεσης (άνευ χρείας εξέτασης των λοιπών) εντέλλοντας το πρωτόδικο Δικαστήριο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το θέμα της παραγραφής και επιδικάζοντας κατ’ έφεση έξοδα κατά της επιτυχούσας Εφεσείουσας ενόψει της όψιμης έγερσης του θέματος της παραγραφής.

 

Με την απόφασή του ημερ. 29.5.2025 επί της Αίτησης Αρ. 1/2025 του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας αναφορικά με την απόφαση του Εφετείου στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 174/2019 CHRISANMARI ENTERPRISES LTD ν. Δημοκρατίας, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ακύρωσε στο σύνολό της την προρρηθείσα απόφαση του Εφετείου, καλώντας το να προχωρήσει στην εξέταση των ενώπιόν του εκκρεμούντων λόγων έφεσης.

 

Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο εστίασε στον (εκ του Εφετείου αποδεχόμενο) πρώτο λόγο έφεσης ο οποίος έγειρε ζήτημα παραγραφής -βάσει του Άρθρου 221(3) του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92- των επιβληθεισών στην Εφεσείουσα τελωνειακών οφειλών.

 

Κατά την κρίση του, η προβλεπόμενη στο άνωθεν Άρθρο 221(3) παραγραφή -με δεδομένο ότι δεν δικογραφήθηκε και δεν συζητήθηκε πρωτόδικα ως διαπίστωσε και το Εφετείο- δεν συνιστούσε θέμα δημόσιας τάξης το οποίο εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε επιπρόσθετα ότι η τριετής παραγραφή που προβλέπεται στην παράγραφο (3) του Άρθρου 221 του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 δεν εφαρμόζεται κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (4) του ίδιου Άρθρου όταν η τελωνειακή οφειλή έχει γεννηθεί από πράξη η οποία -κατά τη στιγμή της διάπραξής της- εδιώκετο ως ποινικό αδίκημα, σημειώνοντας ότι στην επίδικη υπόθεση προέκυπτε κατ’ ισχυρισμό διάπραξη ποινικού αδικήματος (αυτού της αναληθούς δήλωσης κατά την υποβολή των διασαφήσεων)[2] κατά τρόπο που η υπόθεση δυνατό να εξέπιπτε της τριετούς παραγραφής και να υπαγόταν στο όριο των δώδεκα ετών κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 39(2) του Νόμου 94(Ι) του 2004 ως είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Ενόψει της (δεσμευτικής για το Εφετείο) άνωθεν κρίσης του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ο πρώτος λόγος έφεσης έχει ουσιαστικά κριθεί από το ίδιο το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ως απορριφθείς, διότι αυτός ο λόγος έφεσης αιτιάται το Τμήμα Τελωνείων για πλάνη περί το νόμο γενικά (και το πρωτόδικο Δικαστήριο επειδή εσφαλμένα δεν τη διέγνωσε), με την αιτιολογία του να στοιχειοθετεί αυτή την πλάνη μέσω της επίκλησης της παραγραφής που απορρέει από το Άρθρο 221(3) και (4) του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 την οποία παραγραφή το πρωτόδικο Δικαστήριο (κατ’ ισχυρισμόν) έπρεπε να εξετάσει αυτεπάγγελτα ως θέμα δημόσιας τάξης.

 

Συνεπώς, όχι μόνο δεν θα μας απασχολήσει -κατά την επανεκδίκαση της έφεσης- ο πρώτος λόγος έφεσης αλλά και το ζήτημα της παραγραφής ιδωμένο από οποιαδήποτε οπτική γωνία (π.χ. ως λόγος ακύρωσης/έφεσης που προβάλλει ότι το Τμήμα Τελωνείων εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση σε χρόνο πού ήταν αναρμόδιο), στην έκταση που εγείρεται στους λοιπούς λόγους έφεσης τους οποίους θα εξετάσουμε.

 

Κατά τον δεύτερο λόγο έφεσης, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διέγνωσε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη.  Εν συνεχεία, η Εφεσείουσα αιτιολογεί τον λόγο έφεσης με το να επικαλεστεί πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα.

 

Αυτό, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση προσάπτει στην Εφεσείουσα την κατ’ ισχυρισμόν παράβαση του ποινικού αδικήματος το οποίο προβλέπεται στο Άρθρο 92 του Νόμου 94(Ι) του 2004 και το οποίο στοιχειοθετείται (μεταξύ άλλων) από την πρόθεση εξαπάτησης των τελωνειακών αρχών ή/και την εσκεμμένη παραπληροφόρηση της, χωρίς ο διοικητικός φάκελος να εμπεριέχει μαρτυρία που να οδηγεί σε αυτή την διοικητική διαπίστωση.

 

Ως προς τούτο, θεωρούμε ότι το αναιτιολόγητο της προσβαλλόμενης απόφασης συσχετίζεται -ως λόγος ακύρωσης- με την παράθεση ή μη των νομικών και πραγματικών λόγων στους οποίους βασίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 157/2020 Αρμαμέντο ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, απόφαση Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερ. 4.6.2025) και είναι εννοιολογικά διακριτό από την εμφιλοχώρηση σφάλματος σε αυτή την αιτιολογία που συνιστά άλλο λόγο ακύρωσης, ήτοι την πλάνη περί τον νόμο ή/και τα πράγματα.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης επικαλείται μόνο την επάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και η επικαλούμενη (στο αιτιολογικό του) πλάνη περί τον νόμο ή/και τα πράγματα είναι εκτός της εμβέλειας του λόγου έφεσης οπότε και παρέλκει η εξέτασή της, στο πλαίσιο αυτού του λόγου έφεσης, αφού αποκλείεται δικονομικά η διά της αιτιολογίας δημιουργία νέου λόγου έφεσης (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 7/2017 Νικολάου ν. Δημοκρατίας, απόφαση Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερ. 29.9.2023).

 

Ενόψει, λοιπόν, του περιεχομένου της προσβαλλόμενης απόφασης, ως παρατίθεται ανωτέρω, κρίνουμε ότι αυτή είναι επαρκώς αιτιολογημένη, διότι παραθέτει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους για τους οποίους η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε, θέμα διακριτό από το πεπλανημένο ή όχι αυτής της αιτιολογίας.

 

Η έτερη αιτίαση της Εφεσείουσας στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου έφεσης αφορά το Άρθρο 48 του Νόμου 94(Ι) του 2004, το οποίο τυγχάνει επίκλησης στην προσβαλλόμενη απόφαση ως εξής:

«Η βεβαίωση αυτή στηρίζεται στα άρθρα 48 και 52 του Περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου Αρ. 94(Ι) του 2004 και στα άρθρα 5(4) και 13 του Περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου 95(Ι) του 2000, όπως έχει τροποποιηθεί.».

 

 

Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι το ως άνω Άρθρο 48 επιτρέπει στον Διευθυντή να εκδώσει εκ των υστέρων βεβαίωση τελωνειακής οφειλής (όπως την επίδικη) σε διαζευκτικές περιπτώσεις, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης προσβάλλεται από την Εφεσείουσα ως ελαττωματική διότι δεν επεξηγεί ποια διαζευκτική περίπτωση ήταν εν προκειμένω εφαρμοστέα κατά τη διοικητική αντίληψη.

 

Κρίνουμε την άνω αιτίαση αβάσιμη, για τους εξής λόγους:

Η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει σαφώς το εκ της Διοίκησης διαπιστούμενο γεγονός που στοιχειοθετούσε την κατά την κρίση της παρανομία, ήτοι ότι οι εκ της Εφεσείουσας υποβαλλόμενες διασαφήσεις καθόριζαν ως χώρα καταγωγής των εισαγόμενων ποδηλάτων τη Σρι Λάνκα, ενώ η χώρα καταγωγής ήταν στην πραγματικότητα η Κίνα.

 

Παρότι ιδανικά η προσβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε να είναι πιο ευκρινής, παρατηρούμε ότι η άνωθεν διαπίστωση ευλόγως εμπίπτει σε τουλάχιστον μια από τις διαζευκτικές περιπτώσεις στις οποίες ο Διευθυντής δύναται να εκδώσει εκ των υστέρων βεβαίωση τελωνειακής οφειλής, και αυτό αρκεί για να μην αρθεί δικαστικώς το μαχητό τεκμήριο νομιμότητας που καλύπτει την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Συγκεκριμένα, το Άρθρο 48(1) του Νόμου 94(Ι) του 2004 επιτρέπει στον Διευθυντή να προβεί σε τέτοια έκδοση όταν (μεταξύ άλλων) κρίνει ότι η υποβαλλόμενη διασάφηση περιέχει σφάλματα.  Το να παραθέτει η διασάφηση άλλη χώρα καταγωγής από αυτήν την οποία ο Διευθυντής ευλόγως κρίνει ως την πραγματική χώρα καταγωγής ευλόγως συνιστά τέτοιο σφάλμα.

 

Και πάλι, η εξεταζόμενη αιτίαση της Εφεσείουσας αφορά την επάρκεια της αιτιολογίας και όχι το πεπλανημένο ή μη της διοικητικής κρίσης.

 

Είναι, συναφώς, ενδεικτικό το εδάφιο (4) του ως άνω Άρθρου 92 το οποίο (σε αντίθεση με το εδάφιο (1) του ίδιου Άρθρου το οποίο θεσμοθετεί αδίκημα στοιχειοθετούμενο και από ένοχη σκέψη/υποκειμενική υπόσταση) θεσμοθετεί αδίκημα αυστηρής ευθύνης, το οποίο διαπράττεται με την υποβολή και μόνο αναληθούς δήλωσης σε ουσιώδες στοιχείο.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν ανεπαρκούς έρευνας αλλά και νομικής και πραγματικής πλάνης.  Συγκεκριμένα, η έκθεση της OLAF και τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου δεν στοιχειοθετούν την εμπλοκή της Εφεσείουσας στη μη ορθή αναφορά της χώρας καταγωγής που της καταλόγισε το Τμήμα Τελωνείων.

 

Επίσης, κατά τον τέταρτο λόγο έφεσης, υφίσταται πλάνη περί τα πράγματα ιδίως για την επίδικη διασάφηση του 2011, αφού η έκθεση της OLAF αφορούσε τις εισαγωγές ποδηλάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση από τη Σρι Λάνκα κατά την περίοδο 2008-2010.  Λόγω της συνάφειάς τους, αμφότεροι οι άνω λόγοι έφεσης θα εξεταστούν από κοινού.

 

Εξαρχής, κρίνουμε αβάσιμο τον τέταρτο λόγο έφεσης, για τους εξής λόγους:

 

Η επίμαχη διασάφηση ήταν ημερ. 31.5.2011 ως δηλώνει η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ η έκθεση της OLAF βασίζεται σε έρευνα η οποία άρχισε την 1.2.2011 (σελ. 6 έκθεσης) και η οποία συμπεριελάμβανε επί τόπου επισκέψεις των εγκαταστάσεων (μεταξύ άλλων) του προμηθευτή οι οποίες έλαβαν χώρα τον Μάιο και Οκτώβριο του 2011.

 

Έπεται ότι δεν ευσταθεί η θέση της Εφεσείουσας πως η έκθεση της OLAF δεν αφορούσε χρονικά τις εισαγωγές του 2011 ώστε να υποτεθεί ότι η επίμαχη διασάφηση του 2011 δεν συμπίπτει χρονικά με τα διαλαμβανόμενα στην έκθεση.

 

Όσον αφορά τον τρίτο λόγο έφεσης:

Η έκθεση της OLAF μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ως στέρεη βάση για να υποτεθεί ότι ο προμηθευτής ενεπλέκετο, κατά τον χρόνο που έγιναν οι επίδικες διασαφήσεις, σε αναληθή δήλωση της χώρας καταγωγής εισαγόμενων ποδηλάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε να αποφευχθεί η υπαγωγή τους στους αντιντάμπιγνκ δασμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

 

Εντούτοις, πρέπει να επισημανθούν τα εξής:

 

Πρώτον, αυτό το συμπέρασμα δεν είναι απόλυτο, αφού -ως προαναφέρθηκε- η καλυπτική επιστολή με την οποία η OLAF κοινοποίησε την έκθεσή της στο Τμήμα Τελωνείων δηλώνει ότι αυτή η διαπίστωση ισχύει για «σχεδόν όλα» («nearly all») τα ποδήλατα που εισήχθηκαν (μεταξύ άλλων) από τον προμηθευτή.

 

 Δεύτερον, η έκθεση της OLAF δεν αναφέρει ή εμπλέκει την Εφεσείουσα στην παράβαση της ενωσιακής νομοθεσίας, ούτε και το Τμήμα Τελωνείων βάσισε την προσβαλλόμενη απόφαση στην αντίληψη ότι η OLAF εμπλέκει την Εφεσείουσα σε τέτοια παράβαση.

 

Τέταρτον, ενώ τα προπαρασκευαστικά έγγραφα του διοικητικού φακέλου[3] δεικνύουν ότι το Τμήμα Τελωνείων αρχικά θεωρούσε ότι τα ενώπιόν του στοιχεία δεν επαρκούσαν για να εκδοθεί εκ των υστέρων βεβαίωση τελωνειακής οφειλής στη βάση διαπίστωσης ότι η χώρα εισαγωγής των εισαγόμενων ποδηλάτων ήταν η Κίνα και όχι η (δηλωθείσα) Σρι Λάνκα, ξαφνικά μετέβαλε άνευ ετέρου τη στάση του εκδίδοντας την εκ των υστέρων βεβαίωση (ήτοι, την προσβαλλόμενη απόφαση) στη βάση των ίδιων στοιχείων, χωρίς να υπάρχει οτιδήποτε στον διοικητικό φάκελο που να εξηγεί ή δικαιολογεί αυτή τη μεταβολή.

 

Είναι ενδεικτικό ότι το Ερυθρό 181 (που είναι το τελευταίο προπαρασκευαστικό έγγραφο πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης) εμμέσως πλην σαφώς δεικνύει ότι τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου δεν επαρκούσαν -κατά την προκαταρκτική κρίση του Τμήματος Τελωνείων- προς νόμιμη έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού αποφασίστηκε η διενέργεια περαιτέρω ελέγχου, ήτοι ελέγχου της αυθεντικότητας των πιστοποιητικών καταγωγής των εισαγόμενων ποδηλάτων, χωρίς όμως ο διοικητικός φάκελος να δεικνύει ότι αυτός ο έλεγχος όντως διενεργήθηκε.

 

Και, σύμφωνα με το προγενέστερο Ερυθρό 54 του διοικητικού φακέλου, το ότι η Εφεσείουσα πλήρωσε για τα εισαγόμενα ποδήλατα κινέζικες εταιρείες δεν επαρκούσε για να θεωρηθεί ότι χώρα καταγωγής ήταν η Κίνα, ώστε να εκδοθεί νόμιμα εκ των υστέρων βεβαίωση τελωνειακής οφειλής. 

 

Αυτές οι προκαταρκτικές κρίσεις του Τμήματος Τελωνείων καταδεικνύουν (στην απουσία άλλου στοιχείου στον διοικητικό φάκελο που να τις ανασκευάζει) ότι αυθαίρετα το Τμήμα Τελωνείων ενημέρωσε τους δύο λειτουργούς της Εφεσείουσας (των οποίων την κατάθεση εξασφάλισε) πως υπάρχει μαρτυρία που δημιουργεί εύλογη υποψία ότι ενέχονται σε υπόθεση αναληθούς δήλωσης και δόλιας αποφυγής δασμού.

 

Ακόμα και αν αυτή η αντιφατικότητα θεωρείτο ανεκτή στο χρονικό σημείο που λήφθηκαν οι καταθέσεις (ενόψει του ότι η τελωνειακή έρευνα ήταν ακόμα υπό εξέλιξη), δεν είναι νόμιμη η ρητή δήλωση στο σώμα της προσβαλλόμενης απόφασης (η οποία συνιστά το απαύγασμα της διεξαχθείσας έρευνας) πως το Τμήμα Τελωνείων διαθέτει μαρτυρία κατά την οποία τα εισαγόμενα ποδήλατα είχαν χώρα καταγωγής την Κίνα αντί τη (δηλωθείσα) Σρι Λάνκα. 

 

Όχι μόνο ο διοικητικός φάκελος δεν παραθέτει οτιδήποτε που να στοιχειοθετεί μαρτυρία που να τεκμηριώνει όντως αυτή τη διαπίστωση, αλλά -ως προαναφέρθηκε- αυτή η αντίληψη συγκρούεται με την περί αντιθέτου προκαταρκτική κρίση των λειτουργών του Τμήματος Τελωνείων, χωρίς ο διοικητικός φάκελος να παραθέτει άλλο στοιχείο το οποίο να δικαιολογεί ή εξηγεί αυτή την στροφή στη διοικητική κρίση.

Παρά ταύτα, το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλόγισε στην Εφεσείουσα υποχρέωση να διερευνήσει η ίδια τη χώρα καταγωγής των εισαγόμενων ποδηλάτων, με το σκεπτικό ότι ήταν έμπειρη στον τομέα των εισαγωγών και γνώριζε -λόγω των προρρηθέντων εμβασμάτων πληρωμής- ότι τα κεντρικά γραφεία του προμηθευτή ήταν στην Κίνα  ή/και το Χογκ-Κογκ, και όχι στη Σρι Λάνκα.

 

Με όλο το σεβασμό, αυτή η διάσταση μεταξύ της διοικητικής και της δικαστικής κρίσης δεικνύει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στον έλεγχο νομιμότητας ο οποίος οριοθετεί εν προκειμένω τη δικαιοδοσία του, τουναντίον προέβηκε σε έλεγχο ουσίας στο πλαίσιο του οποίου υποκατέστησε τη διοικητική κρίση με τη δική του, ώστε να αιτιολογήσει επαρκώς την προσβαλλόμενη απόφαση και έτσι να τη νομιμοποιήσει.

 

Σε απόκλιση από το πρωτόδικο σκεπτικό, κρίνουμε ότι η αντιπαραβολή της προσβαλλόμενης απόφασης με το λοιπό περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου στοιχειοθετεί πιθανολόγηση ουσιώδους πλάνης κατά την εν προκειμένω εφαρμογή του Άρθρου 48 του Νόμου 94(Ι) του 2004 από το Τμήμα Τελωνείων, που συνιστά βάσιμο λόγο ακύρωσης και οδηγεί την έφεση σε επιτυχή έκβαση.

Γνωρίζουμε, βέβαια, τη νομολογία κατά την οποία ο Διευθυντής δύναται να εκδώσει εκ των υστέρων βεβαίωση τελωνειακής οφειλής βάσει του Άρθρου 48 του Νόμου 94(Ι) του 2004 χωρίς να απαιτείται να αποδείξει ηθελημένη παράβαση της τελωνειακής νομοθεσίας από πλευράς του εισαγωγέα και χωρίς να παραβαίνονται οι Αρχές της καλής πίστης και της αιτιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου προς τη Διοίκηση εκτός αν πληρούνται οι τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις του Άρθρου 220(2)(β) του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 112/2016 Δημοκρατία ν. Ι.Κ. PRINT DIRECT, απόφαση Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερ. 16.1.2024).

 

Πλην όμως, οι Αρχές της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης είναι νομικές αρχές διακριτές από τη νομική αρχή του διοικητικού δικαίου που απαιτεί την απουσία πλάνης (ως δεικνύει η αντιπαραβολή του Άρθρου 46 με τα Άρθρα 50 και 51 των περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμων – ο Νόμος 158(Ι) του 1999 ως τροποποιήθηκε), οπότε η μη παράβαση των πρώτων αρχών δεν αναιρεί την εν προκειμένω παράβαση της τελευταίας.

 

Με τις προρρηθείσες δύο Αρχές σχετίζεται ο πέμπτος λόγος έφεσης, κατά τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τον προβληθέντα λόγο ακύρωσης περί παράβασης της Αρχής της Χρηστής Διοίκησης.

 

Ο άνω λόγος έφεσης είναι εκ προοιμίου απορριπτέος διότι -ως δεικνύει η αιτιολογία αυτού- βασίζεται στον χρόνο που μεσολάβησε μεταξύ των επίδικων εισαγωγών και της ημερομηνίας έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, θέμα όμως -το οποίο ως έχει αναφερθεί ήδη- δεν μπορεί να εγείρεται σε βάρος της Εφεσίβλητης ενόψει των κριθέντων από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της Αίτησης Αρ. 1/2025 ανωτέρω.

 

Βάσει της ως άνω κρίσης του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, είναι  καταδικασθείς σε αποτυχία και ο έκτος λόγος έφεσης κατά τον οποίο εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποστέρησε από την Εφεσείουσα τη δυνατότητα να επικαλεστεί την Αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στη βάση του Άρθρου 220(2)(β) του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92.

 

Τέλος, με τον έβδομο λόγο έφεσης, η Εφεσείουσα αιτιάται το πρωτόδικο Δικαστήριο επειδή της καταλόγισε την υποχρέωση να είχε διερευνήσει περαιτέρω η ίδια το καθεστώς του προμηθευτή και την πραγματική χώρα καταγωγής των εισαγόμενων ποδηλάτων.

 

Η άνωθεν πρωτόδικη κρίση αιτιολογεί την πρωτόδικη κατάληξη περί μη παράβασης της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στη βάση του Άρθρου 220(2)(β) του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 την οποία, ως προαναφέρθηκε, η  Εφεσείουσα δεν δύναται να την επικαλείται ενόψει της απόφασης του Ανωτάτου Συνταγματικού  Δικαστηρίου ημερ. 29.5.2025 επί της Αίτησης Αρ. 1/2025 ανωτέρω.   Συνεπώς, ο έβδομος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:

Η έφεση επιτυγχάνει (για το λόγο που προαναφέρθηκε) και παραμερίζεται η εφεσιβαλλόμενη απόφαση ημερ. 20.8.2019 (περιλαμβανομένης της διαταγής για έξοδα) επί της Προσφυγής Αρ. 1255/2015.  Ακυρώνεται ως παράνομη η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση.

 

Επιδικάζεται το ποσό των 3000 ευρώ (επιπλέον Φ.Π.Α.) ως κατ΄έφεση έξοδα, υπέρ της Εφεσείουσας και κατά της Εφεσίβλητης.  Επίσης, τα πρωτόδικα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της Εφεσείουσας και κατά της Εφεσίβλητης, ως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή του πρωτόδικου Δικαστηρίου και εγκριθούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

 

                                                        Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π. 

                                                                                   

                                                          Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                          Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 

 

 



[1] Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου της 12ης Οκτωβρίου 1992 περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού Κώδικα (Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 302, 19.10.1992, σελ.1) ως τροποποιήθηκε.

 

 

 

 

 

 

 

[2] Η αναληθής δήλωση ποινικοποιείται ως αδίκημα αυστηρής έκδοσης διά του Άρθρου 92(4) του Νόμου 94(Ι) του 2004.

 

 

[3] Σχετικά είναι τα Ερυθρά 54 και 181 του διοικητικού φακέλου τα οποία προαναφέρθηκαν.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο