
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 182/2022)
4 Σεπτεμβρίου 2025
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ
Εφεσείων
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
-------------------------------------------------------
Ρ. Πεκρή (κα) για Νικολέττα Χαραλαμπίδου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα
Σ. Παπουή (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Με τους τρεις εναπομείναντες λόγους έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει την απόφαση του E.Δ. Λευκωσίας με την οποία τον έκρινε ένοχο στο αδίκημα της συμμετοχής σε μαζική εκδήλωση διαμαρτυρίας σε δημόσιο χώρο στις 31.5.20 κατά παράβαση των Άρθρων 6, 6Α και 7 του περί Λοιμοκαθάρσεως (Καθορισμός Μέτρων, Παρεμπόδιση της Εξάπλωσης του Κορωνοϊού Covid‑19) Διατάγματος (Αρ. 24) Κ.Δ.Π. 219/20 (εφεξής «το Διάταγμα»).
Για να αποδείξει την υπόθεσή της η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε τρία μέλη της Αστυνομικής Δύναμης (Μ.Κ.1, Μ.Κ.2, Μ.Κ.3), έναν ανώτερο διοικητικό λειτουργό του Υπουργείου Υγείας (Μ.Κ.4), και τον δρα Τσιούτη (Μ.Κ.5), καθηγητή επιδημιολογίας και μέλος της συσταθείσας τότε Συμβουλευτικής Επιστημονικής Επιτροπής («ΣΕΕ») ενώ μετά την κλήση του σε απολογία, ο Εφεσείων κατέθεσε ο ίδιος ενόρκως, χωρίς να καλέσει μάρτυρες.
Ο Εφεσείων εν τέλει είχε παραδεχθεί τη συμμετοχή του σε μαζική διαδήλωση, η οποία συνιστούσε πορεία διαμαρτυρίας. Αυτή άρχισε από την Πλατεία Ελευθερίας, διήλθε, μεταξύ άλλων, από το Υπουργείο Εσωτερικών και κατέληξε ξανά στην Πλατεία Ελευθερίας. Σκοπός της ήταν η έκφραση διαφωνίας προς τη μεταναστευτική πολιτική της Κυβέρνησης και πιο συγκεκριμένα σε σχέση με τον εγκλεισμό αλλοδαπών, αιτητών ασύλου, στο Κέντρο Υποδοχής Πουρνάρα. Αυτό το οποίο αμφισβήτησε πρωτοδίκως ο Εφεσείων ήταν τη συνταγματικότητα του Διατάγματος και ιδιαίτερα του Άρθρου 2.7 αυτού, το οποίο έχει ως εξής:
«2.7. Απαγορεύονται οι μαζικές ή οποιεσδήποτε άλλες εκδηλώσεις, συγκεντρώσεις, παρελάσεις, συναυλίες σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους, υπαίθρια πανηγύρια, καθώς και η διεξαγωγή ποδοσφαιρικών και άλλων αθλητικών αγώνων».
Λόγοι Έφεσης
Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι η πρωτόδικη Δικαστής απέτυχε να ερμηνεύσει ορθώς το επίδικο Διάταγμα και τις συνέπειές του, τόσο στο δικαίωμα του συνέρχεσθαι όσο και στην ελευθερία έκφρασης, με αποτέλεσμα να αποτύχει να προβεί σε δικαστικό έλεγχο της ποιότητας του νόμου κατά τα πρότυπα της νομολογίας του ΕΔΑΔ.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι η πρωτόδικη Δικαστής δεν εφήρμοσε ορθώς τους κανόνες του βάρους απόδειξης ως προς την αναγκαιότητα και αναλογικότητα του μέτρου της απαγόρευσης των ειρηνικών συναθροίσεων και κατ' επέκτασιν της ελευθερίας έκφρασης, το οποίο βάρος ανήκε στην Κατηγορούσα Αρχή, η οποία δεν το απέσεισε.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προωθείται η θέση ότι η πρωτόδικη Δικαστής δεν προέβη στον ορθό έλεγχο της συνταγματικότητας του Διατάγματος και της συμβατότητάς του με την ΕΣΔΑ ως προς την αναγκαιότητα και αναλογικότητα της απαγόρευσης του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και της ελευθερίας έκφρασης, καταλήγοντας σε εσφαλμένο συμπέρασμα περί συνταγματικότητας και συμβατότητας με την ΕΣΔΑ.
Τα γεγονότα τα οποία περιβάλλουν την έκδοση του επίμαχου διατάγματος καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση, μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας που είχε ενώπιόν του το πρωτόδικο Δικαστήριο. Τα ουσιωδέστερα εξ αυτών συνιστούν παράλληλα και δικαστική γνώση, ως τα είχε καταγράψει και το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Βαρνακίδης v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 67/22, ημερ. 4.3.24, με αναφορά στην απόφαση του ΕΔΑΔ Communauté Genevoise D’ Action Syndicale (CGAS) v. Ελβετίας, Αρ. Αίτ. 21881/20, ημερ. 22.11.23).
Βασικά, εν σχέσει με επιδημία περιστατικών πνευμονίας στην Κίνα κατά τον Δεκέμβριο του 2019, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ.) ανακοίνωσε στις 9.1.20 ότι είχε εντοπιστεί νέος κορωνοϊός. Στις 30.1.20 ο Π.Ο.Υ. διακήρυξε ότι η ασθένεια συνιστούσε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τη δημόσια υγεία διεθνώς ενώ στις 11.3.20 κήρυξε τον νέο αυτό κορωνοϊό (covid‑19) ως πανδημία. Την ίδια μέρα, 11.3.20, ο Υπουργός Υγείας της Δημοκρατίας είχε εκδώσει το πρώτο Διάταγμα (Κ.Δ.Π. 90/2020) προς παρεμπόδιση της εξάπλωσης του κορωνοϊού, δια του οποίου, μεταξύ άλλων, ακύρωσε τις μαζικές εκδηλώσεις, συγκεντρώσεις, παρελάσεις και συναυλίες σε δημόσιους χώρους, μέχρι και τις 31.3.20.
Το συγκεκριμένο λεκτικό της επίμαχης εδώ απαγόρευσης εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο Διάταγμα ημερ. 30.4.20 (Κ.Δ.Π. 183/20). Ίσχυσε μέχρι τις 26.8.20, οπότε και επήλθε κάποια χαλάρωση αφού πλέον εξαιρούντο οι περιπτώσεις που καθορίζονταν σε κατευθυντήριες οδηγίες του Υπουργού Υγείας (Κ.Δ.Π. 399/20) αλλά επανήλθε αργότερα και πάντως, με επουσιώδεις διαφοροποιήσεις, είναι το ίδιο με την απαγόρευση η οποία εντοπίζεται στο Διάταγμα ημερ. 31.3.21 (Κ.Δ.Π. 142/21), στο οποίο αφορούσε η υπόθεση Βαρνακίδης (ανωτέρω). Η εν λόγω υπόθεση βέβαια εκδόθηκε μετά την καταχώριση των διαγραμμάτων αγόρευσης στην παρούσα αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία πως είναι άμεσα σχετική και κυρίως καθοδηγητική σε σχέση με την παρούσα. Εξ ου και την επικαλέστηκε στο στάδιο των αγορεύσεων η πλευρά του Εφεσείοντος. Αφορούσε περίπτωση στην οποία ο εφεσείων είχε κατηγορηθεί για συμμετοχή σε μαζική εκδήλωση διαμαρτυρίας και εξ αφορμής τούτου εξετάστηκαν παρόμοια ζητήματα με τα εγειρόμενα στην παρούσα. Σταχυολογούμε κατωτέρω τις κυριότερες αρχές που προκύπτουν από την υπόθεση Βαρνακίδης (ανωτέρω).
Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι ειρηνικώς είναι θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα και προστατεύεται από το Άρθρο 21 του Συντάγματος, το Άρθρο 11 της ΕΣΔΑ, καθώς και από το Άρθρο 12 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. Μέσω αυτού δύναται να ασκείται και η προστατευόμενη από το Άρθρο 19 του Συντάγματος και το Άρθρο 10 της ΕΣΔΑ ελευθερία έκφρασης, η οποία συνιστά τον πυρήνα του δημοκρατικού πολιτεύματος. Τόσον το δικαίωμα του συνέρχεσθαι όσον και η ελευθερία έκφρασης δύνανται βάσει του Συντάγματος να τύχουν περιορισμού, υπό τους ίδιους όρους, περιλαμβανομένων και λόγων δημόσιας υγείας.
Οι περιορισμοί πρέπει να προβλέπονται από τον Νόμο και να αποτελούν αναγκαία μέτρα σε μια δημοκρατική κοινωνία για την προστασία ιδιαίτερα σημαντικών κοινωνικών αγαθών, όπως είναι η δημόσια υγεία. Όπως τονίζεται, στην πιο πάνω απόφαση, «οι διατάξεις οι οποίες εισάγουν εξαιρέσεις και παρεκκλίσεις από τις θεμελιακές ελευθερίες του ανθρώπου πρέπει να ερμηνεύονται στενά». Δεδομένη παραμένει πάντοτε η θετική υποχρέωση για προστασία της ζωής και της υγείας, οι οποίες ιεραρχούνται πρώτες στην κλίμακα των δικαιωμάτων και ελευθεριών, που κατοχυρώνονται ως ανθρώπινα δικαιώματα (βλ. C‑128/22 Nordic Info BV (Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως), ημερ. 5.12.23). Απαραίτητη προϋπόθεση είναι πάντοτε η αναγκαία εξισορρόπηση. Όπως τονίζεται στη Βαρνακίδης, (ανωτέρω):
«Τελική επιδίωξη είναι η ορθή εξισορρόπηση της ανάγκης για προστασία της δημόσιας υγείας αφενός, με παράλληλη, αφετέρου, εύλογη διασφάλιση της ελευθερίας του συνέρχεσθαι ειρηνικώς και της ελευθερίας έκφρασης. Η εξισορρόπηση αυτή επέρχεται μόνο όταν τα μέτρα που επιβάλλονται κρίνονται ως απαραίτητα σε μια δημοκρατική κοινωνία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού με βάση την αρχή της αναλογικότητας.»
Ειδικότερα, σε σχέση με την αρχή της αναλογικότητας, αναφέρθηκαν στην Nordic (ανωτέρω) τα ακόλουθα:
«77. Η απαίτηση αναλογικότητας επιβάλλει συγκεκριμένα να εξακριβώνεται αν μέτρα όπως τα επίμαχα στην κύρια δίκη, πρώτον, είναι κατάλληλα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού γενικού συμφέροντος, εν προκειμένω της προστασίας της δημόσιας υγείας, δεύτερον, αν περιορίζονται στο απολύτως αναγκαίο, υπό την έννοια ότι ο σκοπός αυτός δεν θα μπορούσε ευλόγως να επιτευχθεί κατά τρόπον εξίσου αποτελεσματικό με άλλα μέσα τα οποία να θίγουν λιγότερο τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που κατοχυρώνονται υπέρ των θιγόμενων προσώπων, και, τρίτον, ότι δεν είναι δυσανάλογα προς τον εν λόγω σκοπό, εκτίμηση η οποία απαιτεί ιδίως να γίνεται στάθμιση μεταξύ της σημασίας του σκοπού και της σοβαρότητας της επεμβάσεως στα εν λόγω δικαιώματα και ελευθερίες».
(έμφαση δοθείσα)
Ούτε στη Βαρνακίδης (ανωτέρω) ούτε και στην παρούσα αμφισβητήθηκε ότι το επίμαχο στην κάθε υπόθεση Διάταγμα εκδόθηκε με σκοπό την αντιμετώπιση μιας σοβαρής απειλής για τη δημόσια υγεία. Όπως είχε τονιστεί στη Nordic (ανωτέρω), μια πανδημία τέτοιας έκτασης, ήτοι μια μεταδοτική ασθένεια ικανή να προκαλέσει τον θάνατο σε διάφορες ομάδες του πληθυσμού ή και να επιφέρει κορεσμό στα εθνικά συστήματα υγείας, μπορεί να θίξει ένα θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας. Το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο στη Βαρνακίδης (ανωτέρω) χαρακτήρισε την προσπάθεια για την αντιμετώπιση της πανδημίας ως συνεχή, εξελικτική, πολυεπίπεδη και ως καθολική εκστρατεία εναντίον της επικίνδυνης μολυσματικής νόσου, προσθέτοντας ότι το ερώτημα αφορούσε στο κατά πόσον το μέτρο της απόλυτης απαγόρευσης μαζικών εκδηλώσεων ήταν ανάλογο με τον επιδιωκόμενο σκοπό ή θα μπορούσε να επιτευχθεί με ολιγότερο περιοριστικά μέτρα. Με άλλα λόγια, δεν ετίθετο ζήτημα ως προς την αναμφισβήτητη καταλληλότητα των μέτρων για διασφάλιση του επιδιωκόμενου σκοπού δημόσιας υγείας αλλά τονίστηκε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις τυγχάνει εξέτασης και το κατά πόσον λαμβάνονται μέτρα κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό [Nordic, (ανωτέρω), §84]. Η συνέπεια στη λήψη μέτρων απαιτεί όπως επιβάλλονται παρόμοιοι περιορισμοί σε παρόμοιες καταστάσεις.
Το Ανώτατο Δικαστήριο στη Βαρνακίδης (ανωτέρω), εξετάζοντας το κατά πόσον είχε τηρηθεί η υποχρέωση για συνέπεια στη λήψη μέτρων, ως έκφανση της αρχής της αναλογικότητας, κατέληξε ότι εκ του περιεχομένου του Διατάγματος προέκυπτε ότι διάφορα άλλα μέτρα επέτρεπαν συγκεντρώσεις ατόμων, έστω και με περιορισμούς. Κρίθηκε ότι αυτό κατεδείκνυε την ασυνέπεια εν σχέσει με την αντιμετώπιση των μαζικών συγκεντρώσεων για τις οποίες επεβλήθη απόλυτη απαγόρευση η οποία ποινικοποιήθηκε ενώ και για αυτές θα μπορούσαν να είχαν επιβληθεί ολιγότερο επαχθή μέτρα. Αξίζει να παραθέσουμε αυτούσιο το σχετικό σκεπτικό δια του οποίου το Ανώτατο Δικαστήριο στη Βαρνακίδης (ανωτέρω) κατέληξε εν τέλει ότι είχε παραβιαστεί η αρχή της αναλογικότητας. Έχει ως εξής:
«Στο Διάταγμα η απαγόρευση των εκδηλώσεων, μαζικών και άλλων, συγκεντρώσεων, διαδηλώσεων [.] και παρεμφερών εκδηλώσεων τόσο σε ιδιωτικούς, όσο και σε δημόσιους χώρους ήταν απόλυτη με επαπειλή ποινικής ευθύνης, ενώ «μια ειρηνική διαδήλωση δεν πρέπει, κατ' αρχήν, να υπόκειται στην απειλή ποινικής κύρωσης» (Kudrevicius and Others v. Λιθουανίας [GC], Aρ. 37553/05, 15.10.2015, παρ. 146).
Αντίθετα, σειρά μέτρων επέτρεπαν δραστηριότητες συγκέντρωσης προσώπων ακόμα και σε κλειστούς χώρους, υπό όρους, ήτοι «τηρουμένων των κατευθυντήριων οδηγιών του Υπουργείου Υγείας».
Τούτο, όχι μόνο σε σχέση με την άσκηση μιας άλλης συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας, ήτοι της ελευθερίας εκάστου για εκδήλωση της θρησκείας του (Άρθρο 18.4 του Συντάγματος), αλλά και σε σχέση με δραστηριότητες που ουδεμία σχέση έχουν με την άσκηση ατομικών δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών του ανθρώπου, αλλά φθάνουν μέχρι και τη δερματοστιξία.
Προς κατάδειξη της έλλειψης συνέπειας καταγράφουμε ορισμένες από τις δραστηριότητες αυτές:
«(η) Επιτρέπεται η παρουσία πιστών κατά τον εκκλησιασμό ή/και άλλων μορφών θρησκευτικής λατρείας, νοουμένου ότι δεν υπερβαίνουν τα 50 πρόσωπα ταυτόχρονα και τηρουμένου του μέτρου του ενός προσώπου ανά 3 τ.μ. κατ' ελάχιστον, καθώς και τηρουμένων των κατευθυντήριων οδηγιών του Υπουργείου Υγείας:
[…]
(ωε) Επιτρέπεται η λειτουργία των γυμναστηρίων, σχολών χορού, καθώς και σχολών άλλων αθλημάτων, υπό τις προϋποθέσεις των προνοιών της παραγράφου (ωφ) και τηρουμένων των κατευθυντήριων οδηγιών του Υπουργείου Υγείας και του Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού,
(ωη) Επιτρέπεται η λειτουργία κομμωτηρίων, κουρείων, κέντρων αισθητικής και κέντρων δερματοστιξίας, τηρουμένων των κατευθυντήριων οδηγιών του Υπουργείου Υγείας,
(ωι) Επιτρέπεται η λειτουργία των υπαίθριων και κλειστών θεάτρων, αμφιθεάτρων, κινηματογράφων και αιθουσών θεαμάτων με μέγιστο αριθμό τους 50 θεατές και τηρουμένων των κατευθυντήριων οδηγιών του Υπουργείου Υγείας, .».
Δεν εξηγήθηκε γιατί οι δραστηριότητες αυτές επιτράπηκαν με περιορισμούς, ενώ η άσκηση μιας θεμελιώδους ελευθερίας απαγορεύθηκε απόλυτα και προβλέφθηκαν ποινές σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Τούτο απαιτούσε ειδική αιτιολόγηση (Kudrevicius, ibid).
Αυτά τα ζητήματα δεν τίθενται για να υποδείξουμε ότι θα έπρεπε οι εν λόγω ή οποιεσδήποτε άλλες δραστηριότητες να απαγορευθούν. Αυτό δεν είναι έργο του δικαστηρίου. Ούτε θα πρέπει να εκληφθεί ως κριτική για τις σχετικές επιλογές της διοίκησης. Ο δικός μας ρόλος είναι να καταδείξουμε την έλλειψη συνεπούς αντιμετώπισης η οποία κορυφώνεται χαρακτηριστικά στην περίπτωση των κέντρων δερματοστιξίας. Ποια συνέπεια υπάρχει μεταξύ της ολιγότερο επαχθούς μεταχείρισης της δερματοστιξίας, με την απόλυτη απαγόρευση της θεμελιώδους ελευθερίας του συνέρχεσθαι ειρηνικώς και της δι' αυτής ασκούμενης ελευθερίας έκφρασης; Ερώτημα που έμεινε αναπάντητο, όπως και σειρά άλλων ερωτημάτων.
Θα μπορούσε να οριστεί μέγιστος αριθμός συγκεντρωμένων ατόμων; Θα μπορούσαν να καθοριστούν αποστάσεις μεταξύ τους; Θα μπορούσε να επιβληθεί απαγόρευση εάν η Αστυνομία είχε καλό λόγο να πιστεύει ότι δεν θα ήταν σε θέση να ελέγξει την κατάσταση; Θα μπορούσαν να ληφθούν οποιαδήποτε άλλα μέτρα αντί της απόλυτης απαγόρευσης; Αυτά είναι ερωτήματα στα οποία θα έπρεπε να δοθούν από την κατηγορούσα αρχή εύλογα πειστικές απαντήσεις, εφόσον η δεύτερη υποχρέωση που θέτει η αρχή της αναλογικότητας αφορά στο απολύτως αναγκαίο των μέτρων. Δεν εναπόκειτο στην υπεράσπιση να προσκομίσει μαρτυρία περί του αντιθέτου όπως θεώρησε το πρωτόδικο δικαστήριο. Τότε θα μπορούσε να εξακριβωθεί εάν τα μέτρα περιορίστηκαν στον απολύτως αναγκαίο βαθμό ή αν τυχόν υπήρχαν άλλα μέτρα που θα έθιγαν λιγότερο τα κατοχυρωμένα δικαιώματα, κατά τρόπο εξίσου αποτελεσματικό (Nordic, παρ. 87). Εφόσον αυτό δεν έγινε, παραβιάστηκε και από αυτής της άποψης η αρχή της αναλογικότητας».
Ανάλογες δραστηριότητες είχαν επιτραπεί και στην περίπτωση του επίμαχου εδώ Διατάγματος (Κ.Δ.Π. 219/20). Δεν θα εστιάσουμε στην ομαδική άθληση σε ανοικτούς χώρους μέχρι 10 ατόμων ή στις οικιακές συναθροίσεις μέχρι 10 ατόμων (Άρθρα 2.4 και 2.5). Είναι όμως αναγκαίο να παραθέσουμε τις πρόνοιες για κάποιες άλλες επιτραπείσες δραστηριότητες, που έχουν ως εξής:
«2.8 Επιτρέπεται από τις 06.00 π.μ. της 23ης Μαΐου 2020, ο εκκλησιασμός και άλλες μορφές θρησκευτικής λατρείας, σε εκκλησίες, τεμένη και άλλους θρησκευτικούς χώρους και οι θρησκευτικές τελετές, όπως γάμοι, βαφτίσεις και κηδείες, νοουμένου ότι τηρούνται οι κατευθυντήριες οδηγίες του Υπουργείου Υγείας.
2.10 Επιτρέπεται η λειτουργία κομμωτηρίων, κουρείων, κέντρων αισθητικής και κέντρων δερματοστιξίας, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες του Υπουργείου Υγείας.
2.11 Επιτρέπεται η λειτουργία υπηρεσιών εστίασης που συμπεριλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις πιο κάτω επιχειρήσεις, υπό τους όρους που καθορίζονται κατωτέρω και τηρουμένων των κατευθυντήριων οδηγιών του Υπουργείου Υγείας:
(α) εστιατόρια,
(β) ξενοδοχεία και τουριστικά καταλύματα,
(γ) ταβέρνες,
(δ) καφετέριες,
(ε) πιτσαρίες,
(στ) μπυραρίες, σνακ‑μπαρ και μπαρ,
(ζ) καφενεία, και
(η) κυλικεία ή/και χώρους εστίασης αθλητικών ομίλων, πολιτιστικών ομίλων, σωματείων και συλλόγων.
Οι υπηρεσίες προς το κοινό στις ανωτέρω επιχειρήσεις παρέχονται υπό τους ακόλουθους όρους:
[…]
2.12 Όλες οι επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου, των οποίων η λειτουργία δεν έχει ανασταλεί πρέπει να τηρούν μέτρα ασφαλείας και υγείας, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες που έχουν εκδοθεί από τα Υπουργεία Υγείας και Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
2.16 Επιτρέπεται από τις 06.00 π.μ. της 23ης Μαΐου 2020, η πρόσβαση σε παραλίες, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες του Υπουργείου Υγείας».
(έμφαση δοθείσα)
Στην παρούσα περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε (ορθώς) ότι το επίδικο Διάταγμα περιόριζε τα δικαιώματα του Εφεσείοντος, ήτοι του συνέρχεσθαι ειρηνικώς και της ελεύθερης έκφρασης. Κατά την κρίσιμη εξέταση όμως της αναγκαιότητας και αναλογικότητας των περιορισμών υιοθέτησε τη θέση του Μ.Κ.5 ότι «οι μαζικές συναθροίσεις ήταν εκ των τελευταίων μέτρων που έπρεπε να αρθούν λόγω του ότι εάν αυτές επιτρέπονταν, τότε δεν θα δικαιολογούνταν, άλλα λιγότερα περιοριστικά, απαγορευτικά μέτρα όπως περιορισμός στους εκκλησιασμούς, στην ατομική ή και ομαδική άθληση, στη λειτουργία των καταστημάτων και της οικονομίας γενικότερα, στις συναθροίσεις συγκεκριμένου αριθμού ατόμων σε οικίες, στον περιορισμό των εργαζομένων για φυσική πρόσβαση στους χώρους εργασίας τους κλπ».
Ο πιο πάνω συλλογισμός βέβαια ήταν εσφαλμένος, καθότι το ερώτημα έπρεπε να τεθεί αντιστρόφως. Δεδομένου ότι οι υπόλοιπες δραστηριότητες, τις οποίες ανέφερε ο Μ.Κ.5, είχαν επιτραπεί, υποκείμενες σε όρους ή κατευθυντήριες οδηγίες, το ερώτημα ήταν για ποιο λόγο δεν θα μπορούσαν να τύχουν ανάλογου χειρισμού και οι μαζικές συγκεντρώσεις. Δηλαδή να υπαχθούν και αυτές σε όρους και οδηγίες αντί να απαγορευθούν απολύτως.
Τα πιο πάνω σε συνδυασμό με το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφήρμοσε και στον έλεγχο της αναγκαιότητας και αναλογικότητας τη γενική αρχή ελέγχου συνταγματικότητας, κρίνοντας πως «ο κατηγορούμενος, δεν κατάφερε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας πως η απαγόρευση των μαζικών συναθροίσεων σε δημόσιο χώρο που προνοείτο από το επίδικο Διάταγμα ήταν αντισυνταγματική». Στην πραγματικότητα όμως, όπως αναφέρεται και στο σύγγραμμα «Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)», Μ. Μαργαρίτης 2019, σ. 371: «Μια επέμβαση θα θεωρηθεί ως «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία» για ένα «νόμιμο σκοπό», αν ανταποκρίνεται σε μια «πιεστική κοινωνική ανάγκη» και ιδιαίτερα εάν είναι αναλογική προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό και εάν οι αιτιολογίες που προβάλλουν οι εθνικές αρχές είναι «σχετικές και επαρκείς» (Navalnyy και Yashin κατά Ρωσίας, 4.12.14· Gülcü κατά Τουρκίας, 19.1.16), για την εθνική ασφάλεια, την δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της τάξεως και πρόληψη του εγκλήματος, την προστασία της υγείας και της ηθικής, ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων».
Συνάγεται λοιπόν πως το σχετικό βάρος αναφορικά με την κατάδειξη αναλογικότητας ανήκε στην Κατηγορούσα Αρχή. Όπως έχει καταδείξει και η υπόθεση Βαρνακίδης (ανωτέρω) δεν εναπόκειτο στην Υπεράσπιση να προσκομίσει μαρτυρία ή να πείσει περί του αντιθέτου. Κρίνουμε πως και σε αυτή την περίπτωση ήταν προφανής, αφενός η έλλειψη συνεπούς αντιμετώπισης και αφετέρου η μη παροχή επαρκών και πειστικών εξηγήσεων ότι τα μέτρα περιορίστηκαν στον απολύτως αναγκαίο βαθμό, μη υπαρχόντων άλλων ηπιότερων μέτρων. Συνεπεία τούτου υπήρξε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, η οποία προδιαγράφει την τύχη της παρούσας έφεσης.
Στη βάση των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει. Η καταδίκη και η επιβληθείσα ποινή ακυρώνονται.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο