ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 183/2022)
30 Σεπτεμβρίου 2025
[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
TECHNOTENT C.G. GEORGATSOS LTD,
Εφεσειόντων,
v.
NEFELI PREMIER ART EVENT LIMITED,
Εφεσίβλητης.
_____________________
Α. Πιττάτζης μαζί με Ε. Τσολάκκη (κα), για τους Εφεσείοντες.
Π. Παπαπέτρου (κα) μαζί με Σ. Ηλιάδου (κα) για Χατζηαναστασίου, Ιωαννίδη Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Το αδίκημα της πρόκλησης μη εξόφλησης επιταγής χωρίς εύλογη αιτία κατά παράβαση των Άρθρων 305 Α(2) και 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154 απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στα πλαίσια της υπόθεσης αρ. 1144/2018. Ειδικότερα, κάθε ένας από τους εφεσείοντες αντιμετώπισε 4 κατηγορίες, η κατηγορούμενη 1 εφεσείουσα 1 ως η εκδότρια των επιταγών, ο δε κατηγορούμενος 2 εφεσείοντας 2 ως συνεργός δυνάμει του Άρθρου 20 του Κεφ.154.
Όπως προκύπτει από το κείμενο της εκκαλούμενης απόφασης η κατηγορούμενη 1 διατηρεί κατάστημα στο Παραλίμνι και ασχολείται με την κατασκευή, εγκατάσταση και τοποθέτηση τεντών και/ή τεντοστεγάστρων. Ο κατηγορούμενος 2, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, ήταν διευθυντής της κατηγορουμένης 1. Η παραπονούμενη διατηρούσε χώρο δεξιώσεων στη Λάρνακα. Στα πλαίσια συμφωνίας της παραπονούμενης με την κατηγορούμενη 1, η τελευταία κατασκεύασε και προμήθευσε την παραπονούμενη με μια εξειδικευμένη τέντα για το συμφωνηθέν ποσό των €35.000. Προέκυψαν διαφωνίες μεταξύ τους και η παραπονούμενη καταχώρησε εναντίον της κατηγορουμένης 1 αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση και έγινε συμφωνία επί Δικαστηρίω με δηλώσεις των μερών.
Κατά την πρωτόδικη ακροαματική διαδικασία δόθηκε μαρτυρία από τρεις μάρτυρες, μία μάρτυρας εκ πλευράς παραπονούμενων, ο κατηγορούμενος 2 - μετά που οι κατηγορούμενοι 1 και 2 κλήθηκαν σε απολογία σύμφωνα με το Άρθρο 74 (1)(γ) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 - επέλεξε να δώσει ένορκη μαρτυρία και προς υπεράσπιση των κατηγορουμένων 1 και 2 κλήθηκε ακόμα ένας μάρτυρας. Κατατέθηκαν, επίσης, παραδεκτά γεγονότα τα οποία εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9.
Όπως σημειώνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση του, η στοιχειοθέτηση των συστατικών στοιχείων του αδικήματος που αντιμετώπισαν οι κατηγορούμενοι δεν αποτέλεσε αντικείμενο διαφωνίας κατά την ακροαματική διαδικασία. Η έκδοση των επίδικων επιταγών από την κατηγορούμενη 1 προέκυψε ευθέως από τα παραδεκτά γεγονότα τα οποία μετά την έγκριση τους έγιναν ευρήματα του Δικαστηρίου και δεν αμφισβητήθηκε η πρόκληση της μη εξόφλησης των επιταγών με πράξη της κατηγορούμενης 1. Αντίθετα, αποτέλεσε κοινό έδαφος μεταξύ των διαδίκων ότι οι επιταγές δεν τιμήθηκαν όταν παρουσιάστηκαν στην τράπεζα για πληρωμή μετά την ημερομηνία που η κάθε μία από αυτές κατέστη πληρωτέα, λόγω του ότι προηγήθηκε η ανάκληση της πληρωμής τους από την κατηγορούμενη 1 και παραμένουν μέχρι σήμερα απλήρωτες. Το συνολικό ποσό που αφορούν οι 4 επίδικες επιταγές ανέρχεται σε €9.700.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά που έκρινε ότι οι παραπονούμενοι είχαν αποδείξει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του Άρθρου 305Α(2) του Κεφ. 154 πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας με αποδεκτή μαρτυρία, ανέφερε ότι μετατέθηκε στους ώμους των κατηγορουμένων το βάρος απόδειξης, στον απαιτούμενο βαθμό, της ύπαρξης εύλογης αιτίας για την ανάκληση της πληρωμής των επιταγών. Επαναλαμβάνοντας τη νομολογία επί του θέματος (ΤTOZIOS MANAGEMENT LTD v. KYΡΙΑΚΟΥ (2016), 2 Α.Α.Δ. 277, ΔΑΜΙΑΝΟΥ ν. ΚΑΝΑΡΗ, Ποιν. Έφεση 6/18 ημερομηνίας 31/10/2018 και ΝΙΚΟΣ ΓΛΥΚΥΣ G.N.S. TELEMAN LTD v. ΛΑΡΤΙΔΗ, Ποιν. Έφεση 85/19 ημερομηνίας 30/6/2021), προχώρησε και εξέτασε αν, υπό τις περιστάσεις η κατηγορούμενη 1, εκδότρια των επιταγών, απέσεισε το βάρος που είχε να αποδείξει επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ότι υπήρχε εύλογη αιτία της ανάκλησης των επίδικων επιταγών κατά τρόπο ώστε να απαλλάσσεται από την ποινική ευθύνη που το Άρθρο 305Α(2) του ΚΕΦ. 154 εναποθέτει, και, στην περίπτωση που απέτυχε να το πράξει, αν ο κατηγορούμενος 2 είναι νομικά υπεύθυνος, ως συνεργός της κατηγορούμενης 1, στη διάπραξη του αδικήματος, ως οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν παρουσιάστηκε καμία αξιόπιστη μαρτυρία σε σχέση με την ύπαρξη εύλογης αιτίας στην ανάκληση των επιταγών, έχοντας απορρίψει τη μαρτυρία του κατηγορούμενου 2 ως αναξιόπιστη και αποφάσισε ότι η ενέργεια της κατηγορουμένης 1 να προκαλέσει τη μη εξόφληση των επιταγών δεν ήταν ειλικρινής, ούτε υπαγορεύθηκε από εύλογη αιτία. Συναφώς, κατέληξε, ότι η κατηγορούμενη 1 απέτυχε να αποδείξει την ύπαρξη «εύλογης αιτίας» για την πρόκληση της μη πληρωμής των επιταγών και έτσι την έκρινε ένοχη στις κατηγορίες 1, 3, 5 και 7 που αντιμετώπιζε.
Αναφορικά με τον κατηγορούμενο 2, με αναφορά στη νομολογία για νομική ευθύνη συνεργού (ΣΑΒΒΑΣ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ & ΥΙΟΣ ΛΤΔ ν. ΧΡ. ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ 102/2014 ΚΑΙ 115/2014, ημερομηνίας 23/10/2015, VRONTIS BUILDERS LTD v. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΛΕΟΠΑ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ, ΠΟΙΝ. ΕΦΕΣΕΙΣ 294/2014 και 298/2014 ημερομηνίας 17/6/2016, IΩΑΝΝΙΔΗΣ ν. GASTOP BOUTIQUE LTD, Ποινική Έφεση 161/2014 ημερομηνίας 30/6/2017, ECLI:CY:AD:2017:B235 και ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ν. ΤΖΙΩΡΤΖΗΣ, Ποιν. Έφεση 253/2018, ημερομηνίας 1/6/2020), ECLI:CY:AD:2020:B173, στις οποίες τονίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι η καταδίκη συνεργού προϋποθέτει πρόθεση παροχής βοήθειας στον αυτουργό με γνώση όλων των αναγκαίων στοιχείων που συνιστούν το αδίκημα, κατέληξε ότι ο κατηγορούμενος 2, που ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης και ανάκλησης των επίδικων επιταγών, ο διευθυντής της κατηγορουμένης 1, ο οποίος υπέγραψε και παρέδωσε στην παραπονούμενη εφεσίβλητη τις επίδικες επιταγές, παρείχε συνδρομή στην κατηγορουμένη 1 μέσω των οδηγιών που δόθηκαν στην τράπεζα οι οποίες επέφεραν την ανάκληση της πληρωμής τους και έτσι έκρινε ότι ο κατηγορούμενος 2 ήταν ένοχος σε σχέση με τις κατηγορίες 2, 4, 6 και 8, ως συνεργός της κατηγορουμένης 1 στη διάπραξη του αδικήματος του Άρθρου 305Α(2) του Κεφ. 154.
Προχώρησε δε και επέβαλε στην κατηγορουμένη 1 χρηματικό πρόστιμο ύψους €500 σε έκαστη των κατηγοριών 1, 3, 5 και 7, ενώ στον κατηγορούμενο 2 επέβαλε χρηματικό πρόστιμο ύψους €350 σε έκαστη των κατηγοριών 2, 4, 6 και 8.
Οι εφεσείοντες επιδιώκουν την ανατροπή τόσο της απόφασης της καταδίκης, προβάλλοντας 4 λόγους έφεσης, όσο και της ποινής, προωθώντας 2 λόγους έφεσης.
Α. Έφεση εναντίον καταδίκης:
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η απόφαση του Δικαστηρίου και τα ευρήματα του είναι εσφαλμένα αφού συγκρούονται και είναι αντίθετα με τα παραδεκτά γεγονότα τα οποία κατατέθηκαν στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας, (πρώτος λόγος έφεσης), ότι το Δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς τον νόμο και ερμήνευσε λανθασμένα το εύλογο της ανάκλησης των επιταγών από την ενώπιόν του διαθέσιμη μαρτυρία, (δεύτερος λόγος έφεσης), ενώ οι λόγοι έφεσης 3 και 4 στρέφονται εναντίον της αξιολόγησης της μαρτυρίας της διευθύντριας των παραπονουμένων και του κατηγορούμενου 2 αντίστοιχα, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι ήταν ανεπαρκής και λανθασμένη και συγκρούεται με τα παραδεκτά γεγονότα και οδήγησε το Δικαστήριο σε λανθασμένα ευρήματα και συμπεράσματα.
Ξεκινούμε εξετάζοντας τον δεύτερο λόγο έφεσης.
Στην σχετικά πρόσφατη απόφαση του Εφετείου PRE NEURO-SPINE SPECIALITS LTD v. ΕΥΑΓΟΡΟΥ ΧΧΧ, Ποινική Έφεση Αρ. 154/2021, ημερομηνίας 19/1/2024 έχουν αναφερθεί τα ακόλουθα:
«Οι αρχές οι οποίες διέπουν την υπεράσπιση της εύλογης αιτίας ανάκλησης επιταγής εξηγήθηκαν, μεταξύ άλλων, στην Nikiforos Technologies Ltd v. Χρήστου (Αρ. 1) (2014) 2 Α.Α.Δ. 287, όπου λέχθηκαν τα εξής υπό του Ναθαναήλ Δ., όπως ήταν τότε:
«Εύλογη αιτία.. αποτελεί κατά τη νομολογία, η παρουσίαση γεγονότων και δεδομένων που δικαιολογούν την ανάκληση και που παρατίθενται γραπτώς στο πιστωτικό ίδρυμα επί του οποίου εκδόθηκε η επιταγή. Στην υπόθεση N.C. Diamonds Co Ltd v. Γεωργίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 763, το Εφετείο αναφέρθηκε στη δημιουργία δυνάμει του Άρθρου 305Α(2) της έγκυρης υπεράσπισης του ανακλητού της επιταγής για εύλογη αιτία, η οποία πρέπει να βασίζεται στην ειλικρινή πίστη ότι ο κατηγορούμενος είχε το δικαίωμα να ανακαλέσει την πληρωμή και ότι η πεποίθηση αυτή ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογη, δηλαδή, καλή τη πίστει, («bona fide» ή «just cause»), (Osgood v. Nelson [1872] L.R. 5 H.L. 636 και R. v. Hall 7 Q.B.D. 575). Η ποινική ευθύνη του εκδότη επιταγής καθορίζεται, όπως λέχθηκε, στο αυστηρό πλαίσιο που θέτει το εδάφιο (2), χωρίς επέκταση σε άλλες έννομες σχέσεις που ενδεχόμενα να διατάρασσαν την προσφερόμενη υπεράσπιση, (δέστε σχετικά και την Philippa Estates Ltd v. Ρούσου (2006) 2 Α.Α.Δ. 142)».»
Επίσης, στην Ποινική Έφεση Αρ. 66/2022, CNP ASFALISTIKI LTD v. 1. P.A.S. INSURANCE AGENTS & CONSULTANTS LTD, 2. ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ημερομηνίας 22/1/2025, το Εφετείο συνοψίζοντας τη νομική πτυχή που διέπει το θέμα ανάφερε τα ακόλουθα:
«Όσον αφορά τη νομική πτυχή του θέματος θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι τα εδ.(1) και (2) του Άρθρου 305Α δημιουργούν δύο ξεχωριστά αδικήματα [N.C. Diamonds Co. Ltd v. Γεωργίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 763, Νίκος Γλυκύς G.N.S. TelemaN Ltd, (ανωτέρω)]. Το αδίκημα του εδ.(2) αφορά την περίπτωση κατά την οποία η εξόφληση επιταγής ματαιώνεται ένεκα πράξης μεταγενέστερης της έκδοσης της επιταγής (Eurofreight Logistics Ltd v. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 29). Σε σχέση με τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του Άρθρου 305Α(2), συνάγεται από το λεκτικό του ότι για να κριθεί ένοχος κάποιος κατηγορούμενος θα πρέπει να αποδειχθεί: (1) Η έκδοση της επιταγής και (2) Η πρόκληση της μη εξόφλησής της από τον εκδότη της με οποιαδήποτε πράξη του πριν ή κατά την ημερομηνία που αυτή κατέστη πληρωτέα (βλ. Δαμιανού ν. Κανάρη, Ποιν. Έφ. 6/18, ημερ. 31.10.18). Ο χρόνος τέλεσης της ποινικά επιλήψιμης πράξης, δηλαδή ο χρόνος κατά τον οποίο προκαλείται με οποιαδήποτε πράξη η μη εξόφληση της επιταγής ενδέχεται να είναι προγενέστερος ή μεταγενέστερος της ημερομηνίας πληρωμής της επιταγής (Philippa Estates Ltd v. Ρούσου (2006) 2 Α.Α.Δ. 142).»
Όπως είχε λεχθεί στην υπόθεση N.C. Diamonds Co. Ltd, (ανωτέρω), το Άρθρο 305Α(2) προσφέρει έγκυρη υπεράσπιση, ουσιαστικά καθιερώνοντας την αρχή του ανακλητού της επιταγής για εύλογη αιτία. Η σχετική επιφύλαξη στο εδ.(2), φαίνεται να περιορίζει την επίκληση της υπεράσπισης της εύλογης αιτίας στις περιπτώσεις εντολής μη πληρωμής (stop payment order), της γνωστής ανάκλησης επιταγής, αφού προνοεί πως «επίκληση της υπεράσπισης» αυτής δυνατόν να γίνει εφόσον ο κατηγορούμενος εκδότης «παρέθεσε γραπτώς στο πιστωτικό ίδρυμα» τον λόγο για τον οποίο «δόθηκε εντολή μη πληρωμής της».
Όπως εξηγείται στην Ttozios Management Ltd κ.ά. v. Κυριάκου (2016) 2 (Α) Α.Α.Δ. 277, εφόσον αποδειχθούν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, τότε το βάρος απόδειξης μετατίθεται επί των ώμων του κατηγορούμενου να αποδείξει (επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων) την ύπαρξη εύλογης αιτίας για την ανάκληση της επιταγής.
Είναι γεγονός ότι η πλειονότητα ποινικών υποθέσεων στη βάση του εδ.(2) αφορά ανάκληση από τον εκδότη επιταγής. Αυτονόητο είναι πως σε τέτοια περίπτωση ισχύει το αναφερθέν στην υπόθεση Ttozios Management Ltd (ανωτέρω), ότι η εύλογη αιτία συναρτάται άμεσα και αποκλειστικά με τον λόγο της ανάκλησης τον οποίο δήλωσε γραπτώς ο εκδότης κατά την ανάκληση, βάσει της επιφύλαξης του εδ.(2). Σχετική είναι και η υπόθεση Χατζηαργυρού v. Pamporides LLC, Ποιν. Έφ. 300/18, ημερ. 17.4.19, ECLI:CY:AD:2019:B147, ECLI:CY:AD:2019:B147.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε στην απόφαση του ότι υπόβαθρο για την έκδοση επιταγών και ουσιαστική παράμετρος για την μετέπειτα ανάκληση της πληρωμής τους αποτέλεσε, κατά την υπεράσπιση η διευθέτηση που επήλθε στο πλαίσιο της αγωγής 703/2017 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας με την εκ συμφώνου απόφαση που εκδόθηκε σε αυτή στις 15/12/2017 και τη συμφωνία επί Δικαστηρίω που έγινε με δηλώσεις των μερών. Όπως προκύπτει από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι επιταγές εκδόθηκαν έναντι του εξ αποφάσεως χρέους στην αγωγή και η εκδοχή της υπεράσπισης ήταν ότι η πληρωμή τους ανακλήθηκε επειδή δεν παραλήφθηκαν από την κατηγορουμένη 1 οι 14 κουρτίνες, ως η διευθέτηση που συμφωνήθηκε στo πλαίσιο της αγωγής. Η εκ συμφώνου απόφαση είχε εκδοθεί υπέρ της παραπονούμενης και εναντίον της κατηγορουμένης 1 για το ποσό των €24.200 με αναστολή εκτέλεσης μέχρι 1/1/2018 και προνοούσε επίσης ότι, εάν μέχρι τότε καταβαλλόταν στην παραπονούμενη το ποσό των €2.500, τότε η εκτέλεση της θα αναστελλόταν μέχρι 1/2/2018 και ακολούθως θα συνέχιζε να αναστέλλεται από μήνα σε μήνα, αφού καταβαλλόταν στην παραπονούμενη το ποσό των €2.500 μέχρι εξόφλησης. Σε περίπτωση δε παράλειψης πληρωμής οποιασδήποτε δόσης ή μέρους αυτής, τότε ολόκληρο το ποσό θα καθίστατο αμέσως πληρωτέο και απαιτητό. Στο πρακτικό του Δικαστηρίου σημειώθηκαν επίσης οι ακόλουθες δηλώσεις των διαδίκων που έγιναν από κοινού ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης:
«[…]
Α. Στην ενάγουσα καταβλήθηκε σήμερα 15/12/2017 το ποσό των €7.000 έναντι του εξ αποφάσεως χρέους, και
Β. Οι διάδικοι έχουν συμφωνήσει όπως η εναγόμενη παραλάβει από τα υποστατικά της ενάγουσας μέχρι 23/12/2017 διάφορα αντικείμενα μεταξύ των οποίων 14 linings (5X5) και η ενάγουσα δεν θα προβάλει οποιοδήποτε πρόσκομμα στην παραλαβή των εν λόγω αντικειμένων.
Με την πιο πάνω διευθέτηση όλες οι διαφορές των διαδίκων επιλύονται.»
Σύμφωνα με τη μαρτυρία που δόθηκε στην πρωτόδικη διαδικασία, προς συμμόρφωση με την εκ συμφώνου απόφαση και προς εξόφληση του χρέους, η κατηγορούμενη 1, δια του κατηγορούμενου 2, εξέδωσε προς την παραπονούμενη, στις 15/12/2017, συνολικά 7 μεταχρονολογημένες επιταγές, μεταξύ των οποίων και τις επίδικες, καταβάλλοντας επίσης την ίδια μέρα το ποσό των €7.000 σε μετρητά. Οι πρώτες δύο από τις εν λόγω επιταγές, συνολικού ύψους €5.000, εξαργυρώθηκαν, ενώ οι επίδικες 4 επιταγές, όταν κατατέθηκαν στην τράπεζα από την παραπονούμενη για εξαργύρωση μετά την ημερομηνία πληρωμής τους, δεν τιμήθηκαν και επιστράφηκαν απλήρωτες λόγω του ότι η πληρωμή τους ανακλήθηκε από την κατηγορούμενη 1 με τη συνδρομή του κατηγορούμενου 2, σύμφωνα με τη μαρτυρία που δόθηκε εκ πλευράς παραπονούμενης, χωρίς εύλογη αιτία, με την πρόφαση ότι δεν τους παραδόθηκαν τα 14 linings (κουρτίνες). Ήταν η θέση της παραπονούμενης ότι οι κατηγορούμενοι 1 και 2, μονομερώς και εντελώς αυθαίρετα, ανακάλεσαν την πληρωμή των επίδικων επιταγών, θεωρώντας εσφαλμένα, ότι η αξία των linings αντιστοιχεί στο συνολικό ύψος του ποσού των επιταγών (€9.700), ενώ αυτή είναι πολύ χαμηλή, παραβιάζοντας την μεταξύ τους συμφωνία και παραγνωρίζοντας ότι οι επιταγές εκδόθηκαν έναντι και προς εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους στην αγωγή και όχι ως αντάλλαγμα για την παράδοση των linings.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε ορθά το θέμα καταλήγοντας ότι:
«Πουθενά όμως στην Απόφαση (Τεκμήριο 3) ή στην συμφωνία επί Δικαστηρίω (Τεκμήριο 4) δεν προνοείται ότι η μη παράδοση των αντικειμένων στους Κατηγορούμενους επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο το ύψος του εξ αποφάσεως χρέους και, κατά συνέπεια, την πληρωμή των Επιταγών, ούτε προνοείται ότι η πληρωμή τους τελούσε υπό την προϋπόθεση της παραλαβής των αντικειμένων που αναφέρονται στο Τεκμήριο 4. Και ασφαλώς κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε υπό τις περιστάσεις να ισχύσει ή να θεωρείται «αυτονόητο» ή «λεπτομέρεια», όπως ισχυρίστηκε ο Κατηγορούμενος 2, αφού, με δεδομένο το λόγο για τον οποίο οι Επιταγές εκδόθηκαν (που δεν ήταν άλλος από την πληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους στην Αγωγή), η αποδοχή μίας τέτοιας θέσης θα σήμαινε ότι η ικανοποίηση του εξ αποφάσεως χρέους θα τελούσε υπό την αίρεση της απροσδιόριστης, κατά τα λοιπά, αξίας των αντικειμένων που συμφωνήθηκαν απλώς να παραδοθούν στην Κατηγορούμενη 1 σε καθορισμένο χρόνο (μέχρι τις 23/12/2017), χωρίς την ύπαρξη οποιασδήποτε μεταξύ των μερών συμφωνίας τόσο σε σχέση με την αξία τους όσο και σε σχέση με το κατά πόσο (και μέχρι ποιου βαθμού) θα επηρεαζόταν αναλόγως το ύψος του εν λόγω χρέους από την μη παράδοση των εν λόγω αντικειμένων. Συναφώς, η ύπαρξη οποιασδήποτε απαίτησης της Κατηγορούμενης 1 συνεπεία της ισχυριζόμενης παράβασης της συμφωνίας επί Δικαστηρίω ως εκ της μη παράδοσης των linings αποτελεί ζήτημα που, εν προκειμένω, διακρίνεται από εκείνο της πληρωμής του εξ αποφάσεως χρέους στην Αγωγή (έναντι του οποίου εκδόθηκαν οι Επιταγές) και, έτσι, το ζήτημα αυτό δεν μπορούσε εύλογα και δίκαια να αποτελέσει, άνευ ετέρου, υπόβαθρο για την ανάκληση της πληρωμής των Επιταγών αλλά, ενδεχομένως, τη βάση για ανεξάρτητη αιτία αγωγής. Επομένως, η πεποίθηση που εκφράστηκε κατά τη δίκη από πλευράς Κατηγορούμενου 2 ότι δικαιωματικά ανακάλεσαν την πληρωμή των Επιταγών δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν εύλογη, δηλαδή, καλή τη πίστει, αλλά ότι έγινε αυθαίρετα, αφού, με βάση το περιεχόμενο της Απόφασης και τη συμφωνία επί Δικαστηρίω, τέτοιο υπόβαθρο εν προκειμένω δεν υπήρχε ενώ, πρόδηλα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δημιουργήθηκε με την εκ των υστέρων αλληλογραφία που ακολούθησε μεταξύ των δικηγόρων των διαδίκων, έστω και αν η πλευρά της Κατηγορούμενης 1 προειδοποιούσε με αυτήν ότι θα προχωρούσε στην ανάκληση της πληρωμής των Επιταγών, εφόσον ουδεμία συμφωνία υπήρξε μεταγενέστερα αναφορικά με το ζήτημα της πληρωμής τους σε συσχετισμό με την μη παράδοση των linings, περιλαμβανομένης της αξίας τους.
Ενδεικτικό επίσης της υστεροβουλίας και κακοπιστίας των Κατηγορουμένων είναι ότι ενέπλεξαν το ζήτημα της μη παράδοσης των linings, συνδέοντας το με το εξ αποφάσεως χρέος και αναδεικνύοντας το έτσι ως λόγο για την μη πληρωμή των Επιταγών, στις 09/03/2018 (βλ. Τεκμήριο 9), τρεις δηλαδή σχεδόν μήνες μετά την έκδοση της Απόφασης και κάποιες ημέρες πριν την πληρωμή της πρώτης χρονικά επίδικης Επιταγής (31/03/2018), παρόλο που έναντι του εξ αποφάσεως χρέους στην Αγωγή προηγήθηκε αρχικά (στις 15/12/2017) η καταβολή σε μετρητά του ποσού των €7.000 και, ακολούθως, η πληρωμή δύο εκ των επτά μεταχρονολογημένων επιταγών που συνολικά (μαζί με τις επίδικες) δόθηκαν έναντι του εξ αποφάσεως χρέους, χωρίς εν τω μεταξύ να είχαν ως τότε παραδοθεί τα linings στην Κατηγορούμενη 1 ή να είχε συμφωνηθεί οτιδήποτε άλλο ως προς την αξία τους σε συσχετισμό με το ύψος του εξ αποφάσεως χρέους. Ο Κατηγορούμενος 2 δεν εξήγησε γιατί το ζήτημα που εκ των υστέρων προβλήθηκε ως λόγος ανάκλησης των επίδικων Επιταγών δεν ηγέρθη κατά το χρόνο πληρωμής των δύο πρώτων μεταχρονολογημένων επιταγών, ώστε να ανακαλούνταν και αυτές για τον ίδιο λόγο που ανακλήθηκαν οι επίδικες, εφόσον όλες τους δόθηκαν έναντι του εξ αποφάσεως χρέους στην Αγωγή και όταν μάλιστα, όπως είπε, δεν είχε ήδη από τότε εντοπίσει τα linings, κατά την επίσκεψη του στα υποστατικά της Παραπονούμενης στις 22 και 23 Δεκεμβρίου του 2017 όπου είπε ότι είχαν παραληφθεί τα υπόλοιπα αντικείμενα που αναφέρονται στο Τεκμήριο 4. Ούτε εξήγησε για ποιο λόγο, ενώ ζήτησε και εξασφάλισε από πλευράς Παραπονούμενης την βεβαίωση (Τεκμήριο 14), δεν ζήτησε να καταγραφεί στη ρηθείσα βεβαίωση και ο λόγος που τα linings δεν παραλήφθηκαν τότε, αν όντως αυτά δεν είχαν εντοπιστεί εκεί και πίστευε ειλικρινά πως κάτι τέτοιο ήταν ζήτημα τέτοιας σοβαρότητας που δικαιολογούσε την ανάκληση της πληρωμής των Επιταγών.»
Ορθά, κατά την άποψη μας, με βάση τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι κατηγορούμενοι προχώρησαν στην ανάκληση των επιταγών, όχι γιατί πίστευαν ειλικρινά ότι είχαν δικαίωμα υπό τις περιστάσεις να το πράξουν αλλά για να αποφύγουν την πληρωμή τους, προφασιζόμενοι την ύπαρξη εύλογης αιτίας με αναφορά στη μη παράδοση των linings που ουδεμία σχέση είχε με τον λόγο για τον οποίο οι επιταγές εκδόθηκαν. Κατά συνέπεια, ορθά κατέληξε ότι δεν αποδείχθηκε από τους κατηγορούμενους στον απαιτούμενο βαθμό η ύπαρξη εύλογης αιτίας για την ανάκληση της πληρωμής των επιταγών.
Επομένως, ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο πρώτος λόγος έφεσης επίσης δεν έχει έρεισμα. Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε ευρήματα που είναι αντίθετα με τα παραδεκτά γεγονότα, με κύρια αναφορά στο Τεκμήριο 9 που είναι δέσμη αλληλογραφίας μεταξύ των δικηγόρων των διαδίκων που κατατέθηκε ως παραδεκτό γεγονός για την αλήθεια του περιεχομένου τους. Το Τεκμήριο 9 αποτελείται από 12 διαφορετικές επιστολές που έχουν κατατεθεί και σημειωθεί ως Τεκμήρια 9Α-9Μ.
Η θέση του συνηγόρου των εφεσειόντων, ότι η εφεσίβλητη αποδέχθηκε ότι η αξία των linings αντιστοιχεί στο ύψος των €750 έκαστο και ότι αποδέχθηκε να συμψηφιστεί το ποσό των επιταγών με την ισχυριζόμενη αξία των linings δεν ευσταθεί. Πουθενά, στα εν λόγω τεκμήρια, δεν φαίνεται να είχε συμφωνηθεί ότι το ποσό των linings είναι €750 έκαστο ούτε και είναι παραδεκτό ότι μπορούσαν να ανακληθούν οι επιταγές υπό τη μορφή συμψηφισμού για τον λόγο μη παραλαβής των linings. Πέραν τούτου, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων αντεξέτασε τη μάρτυρα της εφεσίβλητης, σε σχέση με την αξία των linings και το πού αυτά βρίσκονται, γεγονός που δεν θα έπραττε αν όντως η αξία τους ήταν παραδεκτή.
Επομένως, και ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι καταδικασμένος σε αποτυχία και απορρίπτεται.
Οι λόγοι έφεσης 3 και 4 άπτονται της αξιολόγησης της μαρτυρίας της εφεσίβλητης για την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ήταν αξιόπιστη και την αποδέχτηκε, και του εφεσείοντα 2 τον οποίο έκρινε αναξιόπιστο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στις σελίδες 13 μέχρι 19 της απόφασης του, ασχολείται με το θέμα αξιολόγησης της μαρτυρίας. Ειδικά, σε σχέση με τη μαρτυρία του κατηγορούμενου 2, οι σελίδες 14-19 της απόφασης του αναλώνονται στον εντοπισμό των αντιφάσεων, ασαφειών και ασταθών απαντήσεων που έδωσε σε σχέση και με τα τεκμήρια που είχαν κατατεθεί, αιτιολογώντας τη θέση του με ακρίβεια. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατευθύνθηκε ορθά από τις αρχές της νομολογίας, αναφορικά με την αξιολόγηση μαρτύρων, και κατέληξε ορθά στα συμπεράσματα του.
Υπενθυμίζουμε στο σημείο αυτό την πάγια αρχή της νομολογίας ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην αξιολόγηση ενός μάρτυρα, που αποτελεί έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Α.Ν.Κ. Κ.Α. ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Κ.Α., Ποινική Έφεση Αρ. 136/2022, 140/22, ημερομηνίας 1/8/2025 συνοψίστηκαν οι αρχές που διέπουν το θέμα αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και την επέμβαση του Εφετείου στα συμπέρασμα του. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:
«Πότε χωρεί επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου
Με τους λόγους έφεσης οι οποίοι εξετάζονται στη συνέχεια προσβάλλονται τα ευρήματα αξιοπιστίας του Κακουργοδικείου. Οι αρχές βάσει των οποίων δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου συγκεφαλαιώνονται στο ακόλουθο απόσπασμα από την Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 705:
«Είναι πάγια η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι κατ' εξοχήν έργο του Πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο στη ζωντανή ατμόσφαιρα του Δικαστηρίου παρακολούθησε τους μάρτυρες και συνεπώς είναι σε καλύτερη θέση να σταθμίσει και να κρίνει την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει και πράττει αυτό μόνο στις περιπτώσεις όπου τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή όταν τα συμπεράσματα του είναι εξ αντικειμένου παράλογα ή αυθαίρετα (βλ. Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, Πισιάρας κ.ά. ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 817, R.K.B. Leathergoods Ltd v. Αγγελίδη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1071, Zevkas Bros (Fig Tree Bay) Restaurant Ltd v. Αναστασίου κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 822).
Το Εφετείο δύναται βέβαια πάντοτε να επέμβει όπου η αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή συγκρούονται με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία ή ακόμη και όπου τα ευρήματα παρουσιάζονται προβληματικά υπό το φως λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων, (Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ., 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705). Χρειάζονται πάντως ιδιαίτερα πειστικοί λόγοι προς αναίρεση των ευρημάτων αξιοπιστίας, (Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 816, 822 και Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 409), με το Εφετείο να επεμβαίνει όταν οι αντιφάσεις ή οι αδυναμίες στη μαρτυρία είναι τόσο σημαντικές ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αποδοχή της μαρτυρίας ως αξιόπιστης ήταν λανθασμένη, (Γεωργίου Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, Constantinides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 337 και Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220) (βλ. Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 161)».
Πρόσθετα, επέμβαση του Εφετείου χωρεί σε περίπτωση ουσιωδών αντιφάσεων στη μαρτυρία οι οποίες δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Όπως λέχθηκε στην Vrontis Builders Ltd κ.ά. ν. Μ&Η Steel Constructions Ltd (2016) 2 A.A.Δ. 322:
«Αναφορικά με τις αντιφάσεις, παρέχεται πεδίο επέμβασης του Εφετείου μόνο όπου αυτές είναι τέτοιες που δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλαδή να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή να φανερώνουν τη διάθεσή του να ψευσθεί. Πρέπει να είναι τέτοιας φύσης και περιεχομένου που να μολύνουν τη μαρτυρία στο βαθμό που να καθίσταται επικίνδυνη η αποδοχή της από το Δικαστήριο (βλ. Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98, Ανθία ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1999) 2 Α.Α.Δ. 558, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 449, Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390, Στρατής ν. Πεντέλης-Εταιρείας Μωσαϊκών Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1708, Ηλία κ.ά. ν. Σταυρινίδη (2000) 1 Α.Α.Δ. 874)».
(βλ. και Σολωμού Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 300, 320-1, Αθανάση ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 867, Α.Ν. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 147/2021, ημερ. 16.3.2022, Δημοκρατία ν. Κουρουζίδη κ.ά., Ποιν. Έφ. 19/20 κ.ά., ημερ. 20.7.2022, Α.Π. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 192, ημερ. 26.9.2019, Σ.Α.Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 71/2020, ημερ. 28.1.2021, P.G.M.S. (Private Grammar & Modern Schools) Ltd v. Ζουβάνη, Ποιν. Έφ. 151/21 κ.ά., ημερ. 12.9.2023, Δ.Β.Γ.Κ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 3/2022, ημερ. 29.2.2024).»
Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας της ΜΚ1 και του κατηγορούμενου 2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά, εφαρμόζοντας τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές, τις προσάρμοσε στα ενώπιον του δεδομένα και κατέληξε σε πλήρη και τεκμηριωμένη αξιολόγηση.
Συνεπώς, ως αβάσιμοι απορρίπτονται και οι λόγοι έφεσης 3 και 4.
Επομένως, με την απόρριψη και των τεσσάρων λόγων έφεσης που προωθήθηκαν από τους εφεσείοντες εναντίον της καταδικαστικής απόφασης, η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.
Β. Έφεση εναντίον της ποινής:
Με τους λόγους έφεσης 5 και 6 οι εφεσείοντες εφεσιβάλλουν την ποινή που τους έχει επιβληθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Ειδικότερα, με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε ξεχωριστές ποινές σε κάθε κατηγορία αφού ο πυρήνας των γεγονότων και η ανάκληση των επιταγών έγινε από την ίδια πράξη ενώ αντικείμενο του έκτου λόγου έφεσης είναι ο ισχυρισμός ότι η ποινή ήταν έκδηλα υπερβολική (συνολικό πρόστιμο €3.300 και ειδικότερα €2.000 στην κατηγορούμενη 1 και €1.400 στον κατηγορούμενο 2) και ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη του την αξία των κουρτίνων και τη ζημιά που υπέστησαν οι κατηγορούμενοι με τη μη επιστροφή τους.
Λόγω συνάφειας, οι δύο αυτοί λόγοι θα εξεταστούν μαζί.
Πρέπει να αναφερθεί στο σημείο αυτό ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων, στο διάγραμμα αγόρευσης του, αναφέρεται εντελώς επιδερμικά στο θέμα.
Είναι η θέση μας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατεύθυνε σωστά τον εαυτό του σε σχέση με τις αρχές της επιβολής ποινής. Αναφέρθηκε τόσο στο ανώτατο όριο ποινής που προβλέπεται στον νόμο όσο και στο γεγονός ότι αδικήματα αυτής της φύσης πλήττουν καίρια την ασφάλεια και την εμπιστοσύνη των συναλλαγών, η προστασία των οποίων είναι πρωταρχικής σημασίας για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς. Έλαβε επίσης υπόψη του ότι το αδίκημα, στο οποίο κρίθηκαν ένοχοι οι κατηγορούμενοι, βρίσκεται σε ανησυχητική έξαρση και δικαιολογείται η επιβολή αυστηρών ποινών προς αποτροπή. Ανέφερε σχετικά τις υποθέσεις ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ & ΥΙΟΣ ΛΤΔ ν. ΧΡΙΣΤΟΥ ΟΡΦΑΝΙΔΗ Κ.Α., Ποινικές Εφέσεις 102/14 και 115/14, ημερομηνίας 25/2/2016, ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ν. ΦΛΩΡΕΝΤΙΝΟΥ, Ποινική Έφεση 34/19, ημερομηνίας 8/7/2020, ΝΙΚΟΣ ΓΛΥΚΥΣ G.N.S. TELEMAN LTD v. ΛΑΡΤΙΔΗ, Ποινική Έφεση 85/19, ημερομηνίας 11/11/2021.
Περαιτέρω, έλαβε υπόψη του την υποχρέωση εξατομίκευσης της ποινής και τη λήψη όλων των ελαφρυντικών στοιχείων που είχαν αναφερθεί, λευκό ποινικό μητρώο, όπως επίσης και τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του κατηγορουμένου 2 ως αυτές προέκυψαν από τα όσα είχαν αναφερθεί από τον συνήγορο υπεράσπισης του. Έλαβε, επίσης, υπόψη του τον χρόνο που μεσολάβησε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την ημερομηνία επιβολής ποινής που ήταν σχεδόν 4 χρόνια αλλά και έλαβε ιδιαίτερα υπόψη του ότι, μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης, οι κατηγορούμενοι αποζημίωσαν πλήρως την παραπονούμενη με την πλήρη εξόφληση του ποσού που αφορούν οι επίδικες επιταγές, δείχνοντας έτσι την έμπρακτη μεταμέλεια τους όπως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά στις υποθέσεις ΦΛΩΡΕΝΤΙΝΟΥ και ΜΕΝΕΞΗ (ανωτέρω). Συνεκτίμησε, επίσης, τη συχνότητα διάπραξης των αδικημάτων και την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών και κατέληξε στις επιβληθείσες ποινές.
Διαπιστώνουμε μια δίκαιη και ορθή αντιμετώπιση των κατηγορουμένων, με αναφορά σε νομολογία που οριοθετεί ορθά το πλαίσιο στο οποίο κινήθηκε η ποινή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του όλους του ελαφρυντικούς παράγοντες που υπήρχαν στην υπόθεση και ορθά κατέληξε τόσο στη φύση, στο είδος και στο ύψος της ποινής με αναφορά στις ορθές νομικές αρχές. Δεν εντοπίζουμε λάθος στην επιβληθείσα ποινή. Όλοι οι σχετικοί παράγοντες συνεκτιμήθηκαν ορθά από το πρωτόδικο Δικαστήριο και ορθή κρίνεται και η κατάληξη του.
Ως προς την εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι λανθασμένα δεν λήφθηκε υπόψη η ζημιά των εφεσειόντων λόγω της μη επιστροφής των κουρτίνων (linings), επισημαίνουμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν την συνυπολόγισε εφόσον είχε ήδη απορρίψει τη σχετική μαρτυρία των εφεσειόντων.
Συνεπώς, και οι λόγοι έφεσης 5 και 6 απορρίπτονται.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2.400 πλέον Φ.Π.Α. υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο