
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης Αρ. 2/25)
5 Σεπτεμβρίου, 2025
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΤΟΥΜΑΖΗ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ ]
ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΙΜΠΛΑΛΕΞΗΣ
Εφεσείοντας
και
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητος
-----------------------------
Αντρέας Ευτυχίου, Μαρία Μικελλίδου και Γεωργία Χαραλάμπους, για τον εφεσείοντα.
Ηράκλεια Ζησίμου για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, εφεσίβλητο.
Εφεσείοντας, παρών.
-----------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας απορρίπτοντας τις ενστάσεις του εφεσείοντα, διέταξε την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εναντίον του, (ΕΕΣ) και την παράδοσή του στις αρχές της Ελλάδας, στη βάση του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004 (N. 133(I)/2004) (ο «Νόμος»). Ο Νόμος θεσπίστηκε για σκοπούς εναρμόνισης με τη σχετική απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης («απόφαση-πλαίσιο»). Το ΕΕΣ εκδόθηκε για τη σύλληψη και παράδοση του εφεσείοντα στην Ελλάδα με σκοπό την εκτέλεση έξι συνολικά ποινών, στερητικών της ελευθερίας του εφεσείοντα, κυμαινόμενων μεταξύ οκτώ ετών και δεκαπέντε μηνών, οι οποίες έχουν επιβληθεί σε αντίστοιχες αποφάσεις ελληνικών Δικαστηρίων. Ο εφεσείοντας δεν εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως σε καμία εκ των υποθέσεων που οδήγησαν στην έκδοση των ανωτέρω δικαστικών αποφάσεων. Ως εκ τούτου, τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 14(2) του Νόμου, δυνάμει του οποίου προβλέπεται ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης του ΕΕΣ, δύναται να αρνηθεί την εκτέλεσή του, εκτός αν πληρείται έστω μία εκ των οριζόμενων στο άρθρο 14(2)(α)-(δ) προϋποθέσεων.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο εφεσείοντας παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 21 του Νόμου, τη λήψη περαιτέρω πληροφοριών ως προς το κατά πόσον υπήρξε η αναφερομένη στο ΕΕΣ εξουσιοδότηση του εφεσείοντα προς τον δικηγόρο που τον εκπροσώπησε στη δίκη της υπόθεσης 243/24, εν όψει του περιεχομένου της γραπτής δήλωσής του στην οποία αρνήθηκε ότι διόρισε τον εν λόγω δικηγόρο και ότι έδωσε πληρεξούσιο.
Εν πρώτοις, σημειώνουμε ότι το άρθρο 21(2) του Νόμου προβλέπει τα κατωτέρω:
«(2) Αν η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος κρίνει ότι οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος δεν αρκούν, ώστε να της επιτρέψουν να αποφασίσει για την παράδοση, ζητεί, μέσω της Κεντρικής Αρχής, την κατεπείγουσα προσκόμιση των απαραίτητων συμπληρωματικών στοιχείων, ιδίως σε σχέση με τα άρθρα 4 και 13 έως 15 του παρόντος Νόμου και μπορεί να τάξει προθεσμία για την παραλαβή τους, λαμβάνοντας υπόψη την υποχρέωση τήρησης των προθεσμιών που ορίζονται στο άρθρο 23 του παρόντος Νόμου».
Είναι σαφές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο διέθετε διακριτική ευχέρεια ως προς το κατά πόσον, οι πληροφορίες που διαβιβάστηκαν αρκούσαν ή όχι ώστε να του επιτρέψουν να αποφασίσει για την εκτέλεση του εντάλματος. Δεν υπέχει υποχρέωση δυνάμει του εν λόγω άρθρου και μόνον επιτακτικά, να ζητήσει την προσκόμιση πληροφοριών.
Τονίζουμε συναφώς τα όσα αναφέρονται στη γραπτή δήλωση του εφεσείοντα αναφορικά με την έλλειψη εξουσιοδότησης δικηγόρου, αποτέλεσαν αντικείμενο της αντεξέτασής του, και το πρωτόδικο Δικαστήριο με επαρκή αιτιολόγηση, κατέληξε ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα είναι επισφαλής σε ουσιώδη σημεία της, σε σημείο που δεν θα μπορούσε να στηριχτεί σε αυτή για εξαγωγή οποιωνδήποτε ευρημάτων. Εν όψει τούτου, θεωρούμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ζήτησε περαιτέρω στοιχεία ως προς το ζήτημα αυτό, εφόσον είναι ξεκάθαρο κατά την άποψή μας, ότι έχοντας απορρίψει τη μαρτυρία του εφεσείοντα, ορθά θεώρησε ότι δεν υπήρχε θέμα για περαιτέρω διερεύνηση.
Σημειώνουμε ότι στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι στην εν λόγω υπόθεση υπήρξε, κατ’ ισχυρισμό του εφεσείοντα, παραβίαση του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Η θέση αυτή δεν καλύπτεται από τον πρώτο λόγο έφεσης και δεν θα τύχει εξέτασης. Υπενθυμίζουμε συναφώς, τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΑΥΡΕΑ κ.α., Ποινικές Εφέσεις Αρ. 13/2022, 14/2022, 15/2022, 16/2022, 17/2022 & 18/2022, ημερ.25/2/2025:
«Οι λόγοι έφεσης επί του εφετηρίου χωρίζονται σε δύο τμήματα, τον «λόγο έφεσης» και την «αιτιολογία». Στον «λόγο έφεσης», με περιεκτικό, συνοπτικό και στοχευμένο τρόπο προσδιορίζεται επακριβώς ο λόγος για τον οποίο ο εφεσείων παραπονιέται. Με τον τρόπο αυτό, το Εφετείο δύναται με ευκολία να εντοπίσει και να κατανοήσει το παράπονο του εφεσείοντος και με ανάλογη στόχευση, να το εξετάσει και να δώσει απάντηση. Στην «αιτιολογία» σε απόλυτη και περιοριστική συνάφεια με τον «λόγο έφεσης», χωρίς αχρείαστους πλατειασμούς, παρατίθενται οι λεπτομέρειες του «λόγου έφεσης». Ως προδιαγράφει και ο υπότιτλος, δίνεται η αιτιολογία του λόγου έφεσης με παραπομπή σε σχετικά γεγονότα, σε επίμαχες αναφορές στην εκκαλούμενη απόφαση, αλλά και σε βοηθητική νομολογία όπου χρειάζεται. Δεν επιτρέπεται στην «αιτιολογία» η έγερση, επέκταση ή ανάπτυξη θεμάτων που δεν καλύπτονται από τον «λόγο έφεσης», ο οποίος αποτελεί το μόνο και μοναδικό υπόβαθρό προς εξέταση. Όπου γίνεται τούτο, οι αναφορές αγνοούνται από το Εφετείο. Στην Alkis H. Hadjikyriacos (Frou Biscuits) Public Ltd v. Ευσταθιάδης Πολ. Έφεση 322/2013, ημερ.16.7.2019, αναφέρονται σχετικά τα ακόλουθα:
«Όπως είναι νομολογημένο, ένα θέμα που δεν αποτελεί αυτοτελή λόγο έφεσης, όπως στο προκείμενο, αλλά παρείσφρησε ως μέρος της αιτιολογίας του λόγου έφεσης, δεν εξετάζεται. (Βλ. Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238). Περαιτέρω, οι λόγοι έφεσης αποτελούν το περιοριστικό πλαίσιο της έφεσης. Δεν επιτρέπεται παρέκκλιση από αυτό. Οτιδήποτε προβάλλεται ως λόγος έφεσης δεν εξετάζεται, και είναι απαραίτητο όπως με την αιτιολογία προσδιορίζονται τα συστατικά στοιχεία του λόγου έφεσης που καθιστούν μια απόφαση τρωτή. (Βλ. Προκοπίου v. Ryan κ.ά. (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1982).»
Στην απόφαση Θεοχάρους v. Εκδόσεις «Αρκτίνος Λτδ» κ.α. Πολ. Έφεση 285/2014, ημερ.27.2.2024 λέχθηκαν τα εξής πολύ σημαντικά:
«Παρεμβάλλουμε, ότι ο κατά τα άλλα εναργής λόγος έφεσης 3, φαίνεται να διευρύνεται, σε τέτοια μεγάλη έκταση στη συνοδευτική αιτιολογία στο εφετήριο, που κατ' ελάχιστον, να προξενεί σύγχυση και τέτοιο πλατειασμό ώστε να αναιρεί - και αυτό όχι ως ζήτημα τύπου ή φορμαλισμού αλλά ουσίας - το καθήκον για συγκεκριμενοποίηση του όποιου λόγου έφεσης ταυτόχρονα με τη συνοδό και άμεσα σχετική αιτιολογία του, η οποία πρέπει να συγκροτεί, ακριβώς, εκείνο που ο λόγος έφεσης αποδίδει και όχι να περικλείει συγκεκαλυμμένα πρόσθετους λόγους έφεσης (Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας Tricor Limited, Π.Ε. 28/23, ημ. 6.7.23, ECLI:CY:AD:2023:D98, [Ολομέλεια])».
Εν όψει όλων των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη επειδή δεν είχαν δοθεί «νομικές εγγυήσεις» αναφορικά με την πιο πάνω αναφερόμενη υπόθεση 243/24, «ως απαιτείται από το άρθρο 5 της απόφασης-πλαισίου». Η συγκεκριμένη εισήγηση στερείται νομικού ερείσματος, επειδή η σχετική παράγραφος 1 του άρθρου 5 της απόφασης-πλαισίου, η οποία προέβλεπε για εγγυήσεις αναφορικά με την εκ νέου εκδίκαση αποφάσεων που εκδόθηκαν ερήμην, καταργήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/1999 ΔΕΥ του Συμβουλίου από τις 28/3/2011.
Δεν μας διαφεύγει ότι προς υποστήριξη των θέσεων του, ο εφεσείοντας μας παρέπεμψε στις αποφάσεις ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ, Πολ. Έφεση αρ. 317/2020, ημερ.7/2/2021, ECLI:CY:AD:2021:A77 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Προϊος, Πολ. Έφεση 230/2019, ημερ.3.3.2020, με τις οποίες επικυρώθηκαν πρωτόδικες αποφάσεις απορριπτικές του αιτήματος εκτέλεσης ΕΕΣ εκζητούμενων οι οποίοι είχαν δικαστεί ερήμην. Στις εν λόγω αποφάσεις είχαν ζητηθεί εγγυήσεις παρά την κατάργηση της παραγράφου 1 του Άρθρου 5 της απόφασης-πλαισίου.
Είμαστε της άποψης ότι οι πιο πάνω αποφάσεις διαφοροποιούνται από την παρούσα επί των γεγονότων τους, επειδή σε αυτές, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τις θέσεις των εκεί εκζητούμενων όσον αφορά τη μη πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 14(2) του Νόμου. Περαιτέρω έκρινε ότι οι δοθείσες εγγυήσεις ήταν ανεπαρκείς. Αντιθέτως, στην παρούσα υπόθεση, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν μπορούσε να προβεί σε ευρήματα στηριζόμενο στη μαρτυρία του εφεσείοντα και επιπλέον, έκρινε ότι οι δοθείσες εγγυήσεις κάλυπταν την προϋπόθεση του άρθρου 14(2)(δ) του Νόμου. Επομένως, τα λεχθέντα στις εν λόγω αποφάσεις δεν τυγχάνουν εφαρμογής στα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης.
Εν όψει των πιο πάνω, ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εφεσείοντας παραπονείται ότι η απόφαση είναι εσφαλμένη επειδή το Δικαστήριο όφειλε να αναβάλει την ακρόαση εν όψει του ότι εκκρεμούσαν εναντίον του εφεσείοντα δύο ποινικές υποθέσεις ενώπιον των κυπριακών Δικαστηρίων για άλλα αδικήματα τα οποία, κατ’ ισχυρισμό, διέπραξε στην Κύπρο. Ο παρών λόγος έφεσης δεν παραπέμπει σε οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια ή νομολογιακή αρχή. Κρίνουμε ότι στερείται ερείσματος και απορρίπτεται.
Με τον τέταρτο, όγδοο και δέκατο λόγο έφεσης ο εφεσείοντας παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι υπήρξε, κατά τον ισχυρισμό του, μεγάλη καθυστέρηση μεταξύ της διάπραξης των αδικημάτων για τα οποία καταδικάστηκε και της έκδοσης των σχετικών αποφάσεων των ελληνικών δικαστηρίων. Εν όψει τούτου, υποστηρίζει ότι οι εν λόγω αποφάσεις/ποινές των ελληνικών Δικαστηρίων δεν πληρούν τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης. Επικαλείται, επίσης, ως λόγο μη εκτέλεσης του ΕΕΣ τον χρόνο που παρήλθε μεταξύ της έκδοσης των καταδικαστικών ελληνικών αποφάσεων και της εκτέλεσης του ΕΕΣ. Υποστηρίζει ότι λόγω της παρέλευσης των μεγάλων αυτών χρονικών διαστημάτων, η όποια έφεση εναντίον των εν λόγω αποφάσεων στην οποία δύναται να προβεί στην Ελλάδα, δεν θα πληροί τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης. Κατά την προφορική της αγόρευση, η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα προσέγγισε το ζήτημα της επικαλούμενης καθυστέρησης, ως έκφανση της αρχής της κατάχρησης της διαδικασίας.
Επ’ αυτού θεωρούμε ότι τυγχάνουν εφαρμογής τα πιο κάτω λεχθέντα στην απόφαση Spiriev Leonid-Ivanov ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2014) 1 Α.Α.Δ. 937:
«Παραπονείται ο Εφεσείων με τον τέταρτο λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως δεν μπορεί να ελέγξει κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας, που, κατ' ισχυρισμό, έλαβε χώρα από τις ιταλικές αρχές. Συγκεκριμένα, είχε εισηγηθεί πρωτόδικα ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα ότι οι ιταλικές αρχές δεν επιθυμούν την έκδοση και παράδοση του εκζητούμενου προς δίωξή του για τα υπό αναφορά αδικήματα, αλλά προκειμένου να λάβουν από αυτόν μαρτυρία σε σχέση με τη διερεύνηση των εν λόγω αδικημάτων.
Ορθά απεφάνθη το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το εξεταζόμενο ζήτημα εκφεύγει των πλαισίων και του σκοπού της όλης διαδικασίας, όπως ο Νόμος προβλέπει και έχει νομολογιακά οριοθετηθεί. Το υπό αναφορά θέμα αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της χώρας η οποία επιδιώκει την έκδοση, οι δικαστικές αρχές της οποίας είναι και οι μόνες αρμόδιες για την εξέτασή του στη βάση των ουσιαστικών και δικονομικών ιταλικών κανόνων δικαίου.
Κατ' ακολουθία, και ο τέταρτος λόγος έφεσης, ως ανυπόστατος, απορρίπτεται.»
Προκύπτει από την απόφαση Spiriev (ανωτέρω), ότι εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε ενώπιον του στοιχεία που να δεικνύουν ότι υπήρξε κατάχρηση της διαδικασίας, δεν δικαιολογείται, κατά κανόνα, η εξέταση της κρίσης αυτής. Η πιο πάνω προσέγγιση της κυπριακής νομολογίας είναι συμβατή με τα λεχθέντα από το ΔΕΕ στην απόφαση Popławski, C-579 της 29ης Ιουνίου 2017 στην παράγραφο 19:
«Συναφώς, από το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 προκύπτει, κατ’ αρχάς, ότι η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο θεσπίζει την αρχή σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ΕΕΣ βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως και σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της αποφάσεως-πλαισίου. Πλην εξαιρετικών περιστάσεων, οι δικαστικές αρχές εκτελέσεως δεν μπορούν, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, να αρνηθούν την εκτέλεση τέτοιου εντάλματος παρά μόνον στις εξαντλητικώς απαριθμούμενες περιπτώσεις μη εκτελέσεως που προβλέπει η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο και η εκτέλεση του ΕΕΣ μπορεί να εξαρτάται μόνον από μία εκ των περιοριστικώς προβλεπομένων στην εν λόγω απόφαση-πλαίσιο προϋποθέσεων (βλ., συναφώς, απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru, C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψεις 80 και 82 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, ενώ η εκτέλεση του ΕΕΣ αποτελεί τον κανόνα, η άρνηση εκτελέσεως γίνεται αντιληπτή ως εξαίρεση η οποία πρέπει να ερμηνεύεται στενά.»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Εν πάση περιπτώσει, στο πλαίσιο της περιορισμένης εμβέλειας εξέτασης του θέματος από το κυπριακό Δικαστήριο, ως τα νομολογηθέντα στην απόφαση Spiriev (ανωτέρω), κρίνουμε ότι οι αιτιάσεις του εφεσείοντα περί πιθανής απώλειας τεκμηρίων και μαρτύρων έγιναν γενικώς και αορίστως, χωρίς καμία εξειδίκευση ως προς το ποια είναι αυτή η μαρτυρία και τι αντίκτυπο θα μπορούσε να έχει ώστε να παραβιάζεται το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη. Εν ολίγοις, δεν έχει τεθεί το υπόβαθρο ώστε να εξεταστεί η αιτίαση περί κατάχρησης της διαδικασίας, η οποία εμπίπτει κατ’ εξοχήν στην αρμοδιότητα των δικαστηρίων της χώρας που εξέδωσε το ΕΕΣ να εξετάσουν σε βάθος.
Σε σχέση με το ζήτημα της καθυστέρησης οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του εφεσείοντα, υποστήριξαν ότι στην απόφαση Spiriev, ανωτέρω, νομολογήθηκε ότι από την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος θα μπορούσε η εκτέλεση ΕΕΣ να καταστεί «άδικη και καταπιεστική». Δεν θεωρούμε ότι στην απόφαση Spiriev, ανωτέρω, τέθηκε τέτοια αρχή δικαίου. Έγινε μεν αναφορά στην αγγλική απόφαση Pomiechowski v The District Court In Legnica, 59-220 Poland [2012] EWHC 3161, αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο δεν προέβη σε εφαρμογή των εκεί λεχθέντων, εν όψει του ότι έκρινε ότι δεν είχε ενώπιον του σχετικό πραγματικό υπόβαθρο.
Μελέτη της απόφασης Pomiechowski, ανωτέρω, δεικνύει ότι το συγκεκριμένο κριτήριο αποτελεί αυτοτελή λόγο άρνησης της εκτέλεσης, δυνάμει του αγγλικού Extradition Act 2003. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από την απόφαση.
«The principles governing 'delay' as a bar to extradition in relation to Part 1 territories are well established. Section 11(1)(c) and 14 of the 2003 Act provide that 'passage of time' is a bar to extradition
" …if (and only if) it appears that it would be unjust and oppressive to extradite him by reason of the passage of time since he is alleged to have –
(a) committed the extradition offence (where he is accused of its commission), or
(b) became unlawfully at large (where he is alleged to have been convicted of it)."»
Επισημαίνουμε ότι ούτε στον Νόμο, ούτε στην απόφαση-πλαίσιο, απαντάται ανάλογη πρόνοια. Επομένως, το ζήτημα της επικαλούμενης καθυστέρησης δεν μπορεί να εξεταστεί με αναφορά στην απόφαση Pomiechowski, ανωτέρω.
Περαιτέρω, σημειώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε την υπεράσπιση του εφεσείοντα αναφορικά με την παραβίαση του δικαιώματος του για δίκαιη δικη, με αναφορά στην υπόθεση EDUARD VOVK v. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΡΧΗ-ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Έφεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης Αρ. 6/24, 17/1/2025 και στην εκεί περιγραφή του ελέγχου της εν λόγω αιτιάσης σε δύο στάδια, δια του γενικού και ειδικού ελέγχου, όπως παρατίθεται σε σχετική νομολογία του ΔΕΕ. Σημείωσε δε ότι εφόσον δεν παρουσιάστηκαν οποιαδήποτε στοιχεία στο Δικαστήριο για να μπορεί να προχωρήσει σε γενικό έλεγχο, η συγκεκριμένη υπεράσπιση δεν μπορούσε να πετύχει.
Υπενθυμίζουμε, ότι στην υπόθεση VOVK, ανωτέρω, σημειώθηκε πως όταν τίθενται αιτιάσεις για παραβίαση του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, σε περιπτώσεις ως η παρούσα, λαμβάνονται υπόψη και οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ AFFAIRE PIROZZI c. BELGIQUE, Requête no. 21055/11, ημερ.17/4/2018, και CASE OF AVOTIŅŠ v. LATVIA Application no. 17502/07, ημερ.23/05/2016. Παρατέθηκε δε και το πιο κάτω απόσπασμα από την τελευταία:
«Στο πνεύμα αυτό, όταν τα δικαστήρια ενός Κράτους που είναι ταυτόχρονα και Συμβαλλόμενο Μέρος της Σύμβασης και κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλούνται να εφαρμόσουν ένα μηχανισμό αμοιβαίας αναγνώρισης που καθιερώνει το δίκαιο της ΕΕ, πρέπει να εφαρμόζουν πλήρως αυτό το μηχανισμό όταν η προστασία των δικαιωμάτων της Σύμβασης δεν μπορεί να θεωρείται προφανώς ανεπαρκής. Όμως, σε περίπτωση που εγερθεί ενώπιόν τους σοβαρό και τεκμηριωμένο παράπονο ότι η προστασία ενός δικαιώματος της Σύμβασης υπήρξε καταφανώς ανεπαρκής και ότι η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να θεραπευθεί από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορούν να αποφύγουν την εξέταση αυτού του παραπόνου για το λόγο και μόνο ότι εφαρμόζουν το δίκαιο της ΕΕ.»
Εν πάση περιπτώσει, όπως προαναφέραμε, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε ενώπιον του κανένα απτό στοιχείο περί παραβίασης του δικαιώματος του εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη, οπότε θεωρούμε ότι ούτε οι αρχές που προκύπτουν από την εν λόγω νομολογία του ΕΔΔΑ, τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση.
Οι τέταρτος, όγδοος και δέκατος λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Με τους πέμπτο και έβδομο λόγους έφεσης, ο εφεσείοντας παραπονείται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τα όσα αναφέρονται στο ΕΕΣ σε σχέση με την απόφαση στην υπόθεση 243/2019, ήτοι ότι γνώριζε για την προγραμματισμένη δίκη και είχε δώσει εντολή σε δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει, σε αντίθεση με τα όσα υποστήριξε ενώπιόν του ο εφεσείοντας. Θα πρέπει να τονισθεί ότι δυνάμει του άρθρου 14(2(β) του Νόμου, το Δικαστήριο δεν δύναται να αρνηθεί την εκτέλεση ΕΕΣ, εφόσον σε αυτό αναφέρονται τα στοιχεία που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι τα όσα περιλαμβάνονταν στο ΕΕΣ πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 14. Υπενθυμίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία του εφεσείοντα, κατέληξε ότι δεν μπορούσε να στηριχτεί σε αυτή για να καταλήξει σε ευρήματα.
Με την αιτιολογία του πέμπτου λόγου έφεσης εισάγεται ανεπίτρεπτα διακριτός λόγος έφεσης, ήτοι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν ζήτησε συμπληρωματικά στοιχεία και εγγυήσεις. Η εισήγηση αυτή δεν καλύπτεται από τον λόγο έφεσης και ως αναφέραμε ανωτέρω, με βάση τα λεχθέντα στην απόφαση ΜΑΥΡΕΑ, ανωτέρω, δεν χρήζει εξέτασης.
Επομένως, οι πέμπτος και ο έβδομος λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Με τον έκτο λόγο έφεσης ο εφεσείοντας παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν ρώτησε τον εφεσείοντα όσον αφορά το δικαίωμα του και τον κανόνα της ειδικότητας σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο άρθρο 36 του Νόμου. Με κάθε σεβασμό, επισημαίνουμε ότι καμία πρόνοια του εν λόγου άρθρου δεν τυγχάνει εφαρμογής στα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης.
Περαιτέρω, στην αιτιολογία του έκτου λόγου έφεσης, προστέθηκαν διακριτές εισηγήσεις, περί παράβασης του άρθρου 14 του Νόμου και του δικαιώματος του εφεσείοντα για δίκαιη δίκη, οι οποίες δεν θα μας απασχολήσουν, (βλ. ΜΑΥΡΕΑ, ανωτέρω).
Συνεπώς, ο έκτος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.
Ο ένατος λόγος έφεσης στρέφεται κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας του εφεσείοντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Είναι γνωστές οι αρχές επέμβασης του Εφετείου στο έργο της αξιολόγησης. Είμαστε της άποψης ότι δεν συντρέχει λόγος επέμβασής μας.
Περαιτέρω, στην αιτιολογία προστίθενται διακριτές εισηγήσεις που δεν καλύπτονται από τον ένατο λόγο έφεσης. Πέραν του ότι με βάση τα λεχθέντα στην ΜΑΥΡΕΑ, ανωτέρω, δεν θα τύχουν σχολιασμού, σημειώνουμε ότι άπτονται των εισηγήσεων του εφεσείοντα ως προς το ζήτημα της επικαλούμενης καθυστέρησης ως περιγράφεται στον τέταρτο, όγδοο και δέκατο λόγο έφεσης, ανωτέρω, και έχουν ήδη εξεταστεί και απορριφθεί.
Έπεται πως ο ένατος λογος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον εντέκατο λόγο έφεσης ο εφεσείοντας παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας κατά πόσον υπήρχαν στοιχεία που να καταδεικνύουν συστημική ή γενικευμένη πλημμέλεια στο δικαστικό σύστημα της Ελλάδας, έλαβε υπόψη μόνο τις αποφάσεις που του παρέθεσε ο εφεσείοντας και όχι πιο πρόσφατες. Επισημαίνουμε ότι στο στάδιο της έφεσης, ο εφεσείοντας δεν επικαλέστηκε τις αποφάσεις τις οποίες παραπονείται ότι δεν έλαβε υπόψη το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον δωδέκατο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό του εφεσείοντα για παραβίαση του δικαιώματος του στην ιδιοκτησία, εφόσον σε περίπτωση εκτέλεσης του ΕΕΣ ο εφεσείοντας θα απωλέσει περιουσιακά στοιχεία και θα υποστεί μεγάλη οικονομική καταστροφή. Παραπονείται, επίσης, ότι δεν έλαβε υπόψη ότι το ανήλικο τέκνο του εξαρτάται από αυτόν.
Είμαστε της άποψης ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα δεν δημιουργούν τέτοια εικόνα ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του άρθρου 29(3) του Νόμου, οι οποίες προβλέπουν για αναστολή παράδοσης εκζητούμενου σε περίπτωση ύπαρξης σοβαρών ανθρωπιστικών λόγων.
Ως εκ των ανωτέρω και ο δωδέκατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται στην ολότητά της και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται με μία διασαφήνιση αναφορικά με την κατάληξή της για αναβολή της παράδοσης του εφεσείοντα, δυνάμει του άρθρου 30(1) του Νόμου, ώστε να εκδικαστούν δύο ποινικές υποθέσεις οι οποίες εκκρεμούν εναντίον του στην Κύπρο.
Το άρθρο 30(1) του Νόμου αντιστοιχεί στο άρθρο 24 παράγραφος 1 της απόφασης-πλαισίου, το οποίο έχει τύχει ερμηνείας από το ΔΕΕ στην υπόθεση C-492/22, της 8ης Δεκεμβρίου 2022.
Στην εν λόγω απόφαση διευκρινίστηκαν εν πρώτοις τα εξής, στη σκέψη 73:
«Κατά συνέπεια, οι προθεσμίες που προβλέπονται στο άρθρο 23, παράγραφος 5, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση της αναβολής της παραδόσεως περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 24 της αποφάσεως-πλαισίου και, ως εκ τούτου, βάσει του άρθρου 12 η δικαστική αρχή εκτελέσεως μπορεί να αποφασίσει τη συνέχιση της κρατήσεως του προσώπου εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως.
Έπειτα, στη σκέψη 82 αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά με την ενώπιόν μας υπόθεση:
«Επιπλέον, όταν η δικαστική αρχή εκτελέσεως αποφασίζει να αναβάλει την παράδοση, δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, η αρχή αυτή μπορεί να αποφασίσει τη συνέχιση της κρατήσεως του εκζητουμένου ή καταδικασθέντος, σύμφωνα με το άρθρο 6 του Χάρτη, μόνον εφόσον η διαδικασία παραδόσεως διεξήχθη με επαρκή επιμέλεια και, ως εκ τούτου, η διάρκεια της κρατήσεως δεν είναι υπερβολική. Προκειμένου να διασφαλισθεί ότι ούτως έχουν τα πράγματα, η εν λόγω αρχή πρέπει να ελέγξει in concreto την επίμαχη κατάσταση, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas, C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 43».
Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω λεχθέντα, εξετάσαμε κατά πόσον η απόφαση για κράτηση του εφεσείοντα είναι σύμφωνη με το Άρθρο 6 του Χάρτη. Λαμβάνουμε υπόψη τη φύση των κυπριακών ποινικών υποθέσεων εναντίον του εφεσείοντα και την ενδεχόμενη καθυστέρηση στην έκδοση δικαστικών αποφάσεων σε αυτές. Σημειώνουμε ότι η μία υπόθεση με αριθμό 809/20, είναι ορισμένη για γεγονότα και ποινή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 21/10/2025 και αφορά 4 κατηγορίες για έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα κατά παράβαση του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154. Η δεύτερη υπόθεση με αριθμό 14336/24, είναι ορισμένη στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας για ακρόαση στις 15/11/2025 και αφορά τέσσερεις κατηγορίες για παράλειψη πληρωμής εισφορών και πρόσθετου τέλους κατά παράβαση του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου και του περί Γενικού Συστήματος Υγείας Νόμου. Λαμβάνουμε υπόψη ότι τα εγειρόμενα στις εν λόγω υποθέσεις πραγματικά και νομικά ζητήματα δεν είναι πολύπλοκα, και κρίνουμε ότι η αποπεράτωση των εν λόγων υποθέσεων και η ενδεχόμενη επιβολή ποινής φυλάκισης, αλλά και η έκτιση τέτοιας ποινής στην Κύπρο, δεν αναμένεται να ξεπεράσει την ποινή φυλάκισης οκτώ ετών, η οποία είναι η μεγαλύτερη για την οποία ζητείται η εκτέλεση του ΕΕΣ. Λαμβάνουμε, επίσης, υπόψη ότι δυνάμει του άρθρου 26 της απόφασης-πλαισίου, προβλέπεται η αφαίρεση της περιόδου κράτησης του εφεσείοντα στην Κύπρο από τη συνολική διάρκεια της επιβληθείσας στην Ελλαδα ποινής του.
Κρίνουμε ότι εν όψει των δεδομένων της υπόθεσης, η κράτηση του εφεσείοντα μέχρι την αποπεράτωση όχι μόνο συνάδει με το Άρθρο 6 του Χάρτη, αλλά υπό τις περιστάσεις είναι επιβεβλημένη, (βλ. σκέψεις 73 μέχρι και 75 της απόφασης C -492/22, ανωτέρω).
Εν όψει των πιο πάνω η απόφαση για κράτηση του εφεσείοντα επικυρώνεται με την εξής διασαφήνιση:
Διατάσσεται η κράτηση του εφεσείοντα για περίοδο μέχρι δέκα ημερών μετά την τελευταία χρονικά έκδοση απόφασης ή άλλως πώς αποπεράτωση των δύο πιο πάνω υποθέσεων με σκοπό την παράδοσή του στις ελληνικές αρχές. Διευκρινίζεται ότι σε περίπτωση που ο εφεσείοντας καταδικαστεί σε φυλάκιση σε οποιαδήποτε από τις εν λόγω υποθέσεις, η κράτηση του δια της παρούσης παρατείνεται για περαιτέρω περίοδο δέκα ημερών από την ημέρα αποφυλάκισής του με σκοπό την παράδοσή του στις ελληνικές αρχές.
Δίδονται οδηγίες στον Πρωτοκολλητή όπως κοινοποιήσει αμελλητί την παρούσα απόφαση στη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος, μέσω της κεντρικής αρχής της Δημοκρατίας.
Καμιά διαταγή για έξοδα.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο