
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 208/2022)
4 Σεπτεμβρίου 2025
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΑΜΙΑΝΟΥ
Εφεσείων
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
-------------------------------------------------------
Χ. Χατζηλοΐζου, για Χρίστος Χατζηλοΐζου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα
Α. Αντωνίου, για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Με έξι λόγους έφεσης ο Εφεσείων, πρωτοδίκως κατηγορούμενος 2, προσβάλλει την απόφαση του Κακουργοδικείου Λάρνακας, με την οποία τον έκρινε ένοχο στα αδικήματα της κατοχής και της κατοχής επί σκοπώ προμήθειας κάνναβης βάρους 2 κιλών και 894,4 γραμμαρίων (Κατηγορίες 1 και 2). Με ένα λόγο έφεσης προσβάλλει και την 7ετή φυλάκιση, με την οποία τιμωρήθηκε για το δεύτερο εκ των πιο πάνω αδικημάτων (Κατηγορία 2).
Για τον τότε Κατηγορούμενο 1 η υπόθεση είχε διακοπεί και επανακαταχωριστεί ως ξεχωριστή υπόθεση, στο πλαίσιο της οποίας καταδικάστηκε κατόπιν ακρόασης. Ενόσω εξέτιε τη φυλάκιση 5 ετών που τού είχε επιβληθεί, τον εν λόγω πρώην Κατηγορούμενο 1 συμπεριέλαβε (ως Μ.Κ.1) η Κατηγορούσα Αρχή στους επτά μάρτυρες κατηγορίας, τους οποίους κάλεσε για να αποδείξει την κρινόμενη εδώ υπόθεση της εναντίον του Εφεσείοντος. Οι υπόλοιποι έξι μάρτυρες ήταν όλοι αστυφύλακες, οι οποίοι είχαν λάβει μέρος είτε στην επιχείρηση παρακολούθησης και ανακοπής του οχήματος του Μ.Κ.1, εντός του οποίου εντοπίστηκε η κάνναβη είτε στη διερεύνηση που ακολούθησε. Ο Μ.Κ.6 ήταν ένας εκ των αστυφυλάκων που έλαβαν μέρος στην επιχείρηση, η οποία κατέληξε στην ανακοπή του οχήματος και κατέθεσε ότι είχε δει τον Εφεσείοντα να κατεβαίνει από το όχημα του Μ.Κ.1 λίγο πριν την ανακοπή. Από πλευράς Υπεράσπισης, μετά την κλήση του σε απολογία, ο Εφεσείων κατέθεσε ενόρκως και δεν κάλεσε μάρτυρες. Προέβαλε ότι δεν γνώριζε τον Μ.Κ.1, ότι δεν ήταν ο ίδιος που κατέβηκε από το αυτοκίνητο του Μ.Κ.1 κατά τον επίδικο χρόνο και ότι δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με την παρούσα υπόθεση.
Όπως κατέστη ήδη αντιληπτό, το πλείστο μέρος των γεγονότων δεν έτυχε αμφισβήτησης. Μεταξύ αυτών ήταν τα γεγονότα που αφορούν τη διακίνηση του Μ.Κ.1 μέχρι και την ανακοπή του από την Αστυνομία, την ανεύρεση στον χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου του της προαναφερθείσας ποσότητας κάνναβης, τη μεταφορά του Μ.Κ.1 στην Υ.ΚΑ.Ν. και όλες τις υπόλοιπες ενέργειες στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης τόσο εν σχέσει με τον Μ.Κ.1 όσο και αναφορικά με τον Εφεσείοντα.
Κατά την αξιολόγηση, το Κακουργοδικείο, καθηκόντως κατέταξε τον Μ.Κ.1 στους συνεργούς μάρτυρες (Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628) και αφού αυτοπροειδοποιήθηκε, κατέληξε πως η μαρτυρία του ήταν τέτοια που μπορούσε να στηριχθεί σε αυτή για καταδίκη, χωρίς αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας.
Κατά τη μαρτυρία του ο Μ.Κ.1 υιοθέτησε τη θεληματική του κατάθεση ημερ. 27.8.20, Έγγραφο Β. Σε αυτή ο Μ.Κ.1 βασικά αναφέρει ότι στις 30.5.20 είχε πάει στο Τραχώνι για να αγοράσει ένα γραμμάριο κοκαΐνη από ένα φίλο του. Αφού ο Μ.Κ.1 το έλαβε και μόλις ξεκίνησε να φύγει, είδε τον Εφεσείοντα πεζό, ο οποίος του έγνεψε να σταματήσει. Τότε ο Μ.Κ.1 σκέφτηκε ότι ίσως ήταν ο Εφεσείων που είχε φέρει το γραμμάριο στον φίλο του και ο Εφεσείων τον περίμενε εκεί, όπου και τού έδωσε ένα χαρτί με τον αριθμό του τηλεφώνου του και τού είπε να τού τηλεφωνήσει την επομένη για να τον βοηθήσει σε μια «δουλειά».
Σύμφωνα με τον Μ.Κ.1, στις 31.5.20, μετά από τηλεφωνική τους επικοινωνία, ο ίδιος μετέβη ξανά στο Τραχώνι όπου παρέλαβε τον Εφεσείοντα από σημείο απέναντι από το φαρμακείο στον κύριο δρόμο Τραχωνίου. Ο Εφεσείων μπήκε στο αυτοκίνητο του Μ.Κ.1 και τού είπε να κατευθυνθεί προς το χωριό Ζανατζιά. Ο Μ.Κ.1 τον ρώτησε για το δικό του αυτοκίνητο και ο Εφεσείων τού είπε ότι ήταν χαλασμένο. Ο Εφεσείων τού είπε επίσης πως θα παραλάμβανε τρία κιλά κάνναβη τα οποία είχαν μείνει απούλητα, από την τελευταία παρτίδα που έφερε, λόγω του ότι ήταν κακής ποιότητας. Αφού παρέλαβαν τα τρία κιλά, ξεκίνησαν για να τα μεταφέρουν στη Χοιροκοιτία, όπου ο Εφεσείων διατηρούσε αποθήκη. Όμως, κοντά στο σταυροδρόμι Ερήμης-Τραχωνίου, ο Εφεσείων ζήτησε από τον Μ.Κ.1 να τον αφήσει εκεί, επικαλούμενος μια επείγουσα δουλειά που είχε και τού έδωσε οδηγίες να μεταφέρει την κάνναβη στη Χοιροκοιτία σε ανοικτό οικόπεδο που βρίσκεται αριστερά από το πρατήριο καυσίμων όπου θα υπήρχε σταθμευμένο ένα ημιφορτηγό μέσα στο οικόπεδο και να την τοποθετήσει πίσω από τον αριστερό τροχό του ημιφορτηγού. Εκεί θα εύρισκε πέντε γραμμάρια κοκαΐνης. Στη διαδρομή ο Μ.Κ.1 σταμάτησε στην άκρη του δρόμου, άνοιξε τον χώρο αποσκευών επειδή το χόρτο μύριζε πολύ και ψέκασε με κολόνια το σακούλι για να μην μυρίζει.
Όπως συνεχίζει στην κατάθεση του ο Μ.Κ.1, καθ’ οδόν προς την Χοιροκοιτία, τον πλεύρισε περιπολικό και τού υπέδειξε να σταματήσει στη δεξιά πλευρά του δρόμου, όπως και έγινε. Κατέβηκε από το όχημα και περίμενε τον αστυνομικό να έρθει κοντά του. Καθώς τον περίμενε, περικυκλώθηκε από αστυνομικά οχήματα της Υ.ΚΑ.Ν. και μετά από έρευνα ανευρέθηκε η κάνναβη και συνελήφθη για το αυτόφωρο αδίκημα της μεταφοράς ναρκωτικών.
Ενοχοποιητική μαρτυρία για τον Εφεσείοντα είχε δώσει και ο Μ.Κ.6 που, ως αναφέραμε ήδη, είχε λάβει μέρος στην παρακολούθηση. Ειδικότερα, ο Μ.Κ.6 ανέφερε πως κατόπιν πληροφορίας ότι ο Εφεσείων αποθήκευσε ποσότητα ναρκωτικών στην περιοχή Σούνι-Ζανατζιά για λογαριασμό του Μ.Σ. που την εισήγαγε στην Κύπρο, και ότι ο Εφεσείων θα τα προμήθευε σε τρίτα πρόσωπα, στις 31.5.20 και περί τις 18:45, ο ίδιος (ο Μ.Κ.6) ευρίσκετο στο Τραχώνι προς εντοπισμό του. Εκείνη την ώρα ο Μ.Κ.6 είδε τον γνωστό στην Υ.ΚΑ.Ν., τον Μ.Κ.1 να κατευθύνεται με το όχημα του προς το Τραχώνι και τότε ενημέρωσε τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας. Ο Μ.Κ.6 έχασε οπτική επαφή με το όχημα και μετά από 5-10 λεπτά ενημερώθηκε μέσω ασυρμάτου πως το όχημα εντοπίστηκε παρά την έξοδο Τραχωνίου-Κολοσσίου και πως σε αυτό επέβαιναν δύο άτομα. Ο Μ.Κ.6 παρέμεινε στην περιοχή Ερήμης-Καντού προς εντοπισμό του. Μετά από επτά λεπτά ενημερώθηκε μέσω ασυρμάτου ότι το όχημα κατευθύνετο προς την αντίθετη κατεύθυνση, ήτοι από Ζανατζιά προς Καντού και Ερήμη και τέθηκε υπό παρακολούθηση. Κάποια στιγμή ο Μ.Κ.6 ενημερώθηκε ότι ο Μ.Κ.1 σταμάτησε και άνοιξε τον χώρο αποσκευών του οχήματος του, ότι περιεργάστηκε ένα πράσινο σακούλι και ότι ακολούθως επιβιβάστηκε και συνέχισε την πορεία του προς Ερήμη. Ο Μ.Κ.6 μπήκε μπροστά από το όχημα και παρά την έξοδο Κολοσσίου ο Μ.Κ.1 σταμάτησε στην αριστερή πλευρά του δρόμου δίπλα στις πινακίδες. Ο Μ.Κ.6 έκανε επαναστροφή και είδε τον συνοδηγό να κατεβαίνει. Αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για τον Εφεσείοντα ο οποίος κατευθυνόταν πεζός προς την έξοδο για Κολόσσι χωρίς να κρατά οτιδήποτε ενώ ο Μ.Κ.1 συνέχισε προς τον αυτοκινητόδρομο Λεμεσού-Πάφου. Αφού κινήθηκαν τα οχήματα, στις 19:40 πριν την έξοδο της Χοιροκοιτίας ανέκοψαν το όχημα του Μ.Κ.1, οπότε ακολούθησε η έρευνα και η περισυλλογή τεκμηρίων, συμπεριλαμβανομένου ενός κινητού τηλεφώνου του Μ.Κ.1.
Στα πλαίσια της κυρίως εξέτασης του ο Μ.Κ.6 αναγνώρισε σε καταγραφή από κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης (usb) τη σκηνή κατά την οποία ο Εφεσείων εξήλθε από το όχημα του Μ.Κ.1. Ανέφερε δε, πως ο ίδιος βρισκόταν σε απόσταση ενός με δύο μέτρων από εκείνο το σημείο. Το Κακουργοδικείο, αυτοπροειδοποιούμενο για τους κινδύνους από αποδοχή αναγνωριστικής μαρτυρίας (R. v. Turnbull a.o. (1976) 3 All E.R. 549) έκρινε πως η ποιότητα της αναγνώρισης ήταν ικανοποιητική σε βαθμό που υπήρχε ασφάλεια να στηριχθεί σε αυτή, χωρίς υποστηρικτική μαρτυρία.
Για τον Εφεσείοντα δεν υπήρξε θετική εντύπωση. Κρίθηκε πως η μαρτυρία του περιείχε ασάφειες και αντιφάσεις. Οι βασικές του θέσεις ότι δεν γνώριζε τον Μ.Κ.1 (ή τον Μ.Σ.), ότι στις 31.5.20, μεταξύ των ωρών 17:00 και 20:00, ευρίσκετο με την κοπέλα του, στο σπίτι της μητέρας του και ότι δεν ήταν το άτομο που απεικονίζεται στο usb να εξέρχεται από το αυτοκίνητο του Μ.Κ.1, δεν έγιναν δεκτές. Ούτε και εντοπίστηκε κίνητρο του Μ.Κ.1, ο οποίος είχε ήδη καταδικαστεί για τα ίδια αδικήματα, να ενοχοποιήσει τον Εφεσείοντα, πέραν του ότι ο τελευταίος ήταν ο ιθύνων νους της συγκεκριμένης δράσης.
Στη βάση των ευρημάτων του το Κακουργοδικείο κατέληξε ότι ο Εφεσείων εμπλέκετο στα αδικήματα. Αυτό, αφού απέρριψε πρώτα την εισήγηση ότι το γεγονός πως οι εξετάσεις εν σχέσει με τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα δεν κατέδειξαν κάποια επικοινωνία μεταξύ του Μ.Κ.1 και του Εφεσείοντος, ήταν δυνατό να καταρρίψει την εκδοχή του Μ.Κ.1 για την εμπλοκή του (Εφεσείοντος).
Λόγοι Έφεσης αρ. 1, 2, 3 και 6 - Αξιολόγηση του Μ.Κ.1
Οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3 και 6 αφορούν την αξιολόγηση του Μ.Κ.1 και την αποδοχή της μαρτυρίας του. Έχει τονιστεί πρόσφατα στην Πισσαρίδης κ.ά. v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 67/2023 κ.ά., ημερ. 29.5.25 ότι το ζήτημα της αξιολόγησης μαρτυρίας ανήκει κατ' εξοχήν στο εκάστοτε πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν: (α) Η αξιολόγηση ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του, (β) Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα σχετικά με ένα ουσιώδες θέμα της διαδικασίας, (γ) Τα ευρήματα δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτά ή κρίνονται εσφαλμένα, ερχόμενα σε σύγκρουση με άλλη μαρτυρία, (δ) Τα συμπεράσματά του κρίνονται στο σύνολο της υπόθεσης παράλογα, ήτοι είναι συμπεράσματα στα οποία δεν θα ήταν δυνατό να καταλήξει ένα λογικό Δικαστήριο, (ε) Τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη ή είναι αντιφατικά μεταξύ τους ή η ίδια η αξιολόγηση έρχεται σε ευθεία αντίθεση με παραδεκτά γεγονότα ή άλλα τεκμήρια κατατεθέντα ή απέχει από τη λογική των πραγμάτων στα περιστατικά της υπόθεσης, ήτοι όταν δημιουργείται ρήγμα στην αξιολόγηση και στα ευρήματα, (στ) Οι τυχόν αντιφάσεις στη μαρτυρία αντικειμενικά κρινόμενες είναι ουσιαστικής μορφής, δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία μάρτυρος και φανερώνουν διάθεση του να αποκρύψει την αλήθεια.
Γενικά, το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην πρωτόδικη ετυμηγορία εκτός εάν πειστεί ότι υπάρχουν καλοί λόγοι οι οποίοι του δίνουν το δικαίωμα να το πράξει (Kolarski v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 205). Σε τέτοια περίπτωση έχει το δικαίωμα να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα από αποδεδειγμένα γεγονότα και να προβεί στις δικές του διαπιστώσεις, καταλήγοντας σε διαφορετική κρίση ως προς τα πραγματικά γεγονότα, με θεμέλιο όμως την πρωτόδικη κρίση ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων. Μια τέτοια εξουσία επέμβασης, στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα, ασκείται με μεγάλη προσοχή (Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 816, Ισιδώρου ν. G.M. Christofi Enterprises Ltd κ.ά. (1998) 2 Α.Α.Δ. 204).
Λόγοι Έφεσης αρ. 1 και 6 - Αντιφατική Κατάθεση
Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων προβάλλει ότι το Κακουργοδικείο εσφαλμένα αξιολόγησε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του Μ.Κ.1 και τούτο διότι: (α) Κατά την αρχική ανάκριση του δεν ανέφερε οτιδήποτε ως προς την ανεύρεση των ναρκωτικών αλλά αντιθέτως απάντησε «Δεν ξέρω τι είναι», (β) Κατά τη σύλληψη του και επίστηση της προσοχής του πάλι ανέφερε ότι δεν γνωρίζει πώς βρέθηκαν τα ναρκωτικά στο αυτοκίνητο του λέγοντας «Υποψιάζομαι ότι τα έβαλε η Αστυνομία» και (γ) Κατά την ανακριτική κατάθεση του στις 2.6.20 και πάλι δεν έδωσε εξήγηση για το πώς βρέθηκαν τα ναρκωτικά στο αυτοκίνητο που οδηγούσε.
Είναι γεγονός ότι ο Μ.Κ.1 ενέπλεξε για πρώτη φορά τον Εφεσείοντα στην υπόθεση με τα όσα κατέγραψε στην επιστολή του προς την Αστυνομία ημερ. 27.8.20. Πρόκειται για το έγγραφο το οποίο στην πρωτόδικη απόφαση αναφέρεται ως «θεληματική κατάθεση» του Μ.Κ.1 (Έγγραφο Β). Κατά την πιο πάνω ημερομηνία ο Μ.Κ.1 ευρίσκετο υπό κράτηση ως Κατηγορούμενος 1 στα πλαίσια της παρούσας αρχικής υπόθεσης (3727/20), η οποία τότε αφορούσε και τους δύο κατηγορούμενους. Το Επαρχιακό Δικαστήριο, το οποίο στις 4.6.20 τους είχε παραπέμψει για απευθείας δίκη στις 9.7.20 ενώπιον Κακουργοδικείου είχε θέσει όρους για την εμφάνιση του Εφεσείοντος. Κατά την πρώτη εμφάνιση στο Κακουργοδικείο, ο Μ.Κ.1 είχε παραδεχθεί τις κατηγορίες και εν σχέσει με τον ίδιο η επόμενη δικάσιμος 31.8.20 αφορούσε την έκθεση γεγονότων και επιβολή ποινής. Μεσολάβησε όμως η προαναφερθείσα κατάθεση του ημερ. 27.8.20, οπότε κατόπιν αιτήματος της Κατηγορούσας Αρχής για επαναπρογραμματισμό εν όψει διαδικαστικών ζητημάτων, το Κακουργοδικείο όρισε την υπόθεση στις 28.9.20, καθώς και σε άλλες ενδιάμεσες ημερομηνίες μέχρι και τις 19.10.20, οπότε αυτή ανεστάλη για τον Μ.Κ.1 και επανακαταχωρίστηκε ξεχωριστή υπόθεση (7480/20). Στην οποία, αμφισβήτησε όχι τη δράση του αλλά την εργαστηριακή εξέταση της κάνναβης και η οποία υπόθεση οδήγησε στην καταδίκη του μετά από ακρόαση και στην τιμωρία του με φυλάκιση 5 ετών, πριν την ένορκη μαρτυρία του στην παρούσα.
Εν πρώτοις να σημειώσουμε ότι στην περιεχόμενη στο εφετήριο αιτιολογία, ως την παραθέσαμε πιο πάνω, δεν εντοπίζουμε να προβάλλεται κάποιος λόγος για τον οποίο ο Εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη την αξιολόγηση. Πέραν δηλαδή της απλής παράθεσης σε τέσσερεις υποπαραγράφους του πιο πάνω ιστορικού των δηλώσεων του Μ.Κ.1, δεν περιέχεται κάποια αιτιολογία, η οποία θα έτεινε έστω να στηρίξει τον λόγο έφεσης. Έτσι, αυστηρώς ομιλούντες, ο πρώτος λόγος έφεσης υπόκειται σε απόρριψη, αφού είναι γνωστή η αρχή ότι λόγος έφεσης χωρίς αιτιολογία δεν εξετάζεται (Ανδρέου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 152, Ahmed v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 301/24, ημερ. 25.6.25).
Παρά ταύτα όμως και ανεξαρτήτως του πιο πάνω δικονομικού ζητήματος, θα πρέπει να σημειώσουμε πως συμφωνούμε ότι ο Μ.Κ.1 από την ανακοπή του στις 31.5.20 έως και τις 27.8.20 είχε προβάλει μια διαφορετική θέση, ήτοι ότι δεν γνώριζε για τα μεταφερόμενα ναρκωτικά και τον κάτοχο τους. Πλην όμως δεν ισχύει σε καμμιά περίπτωση άκαμπτος κανόνας ότι μαρτυρία, η οποία αντιφάσκει ή αντιτίθεται με προηγούμενη δήλωση ή κατάθεση, θεωρείται εκ προοιμίου ως αναξιόπιστη. Όπως σαφώς τέθηκε στη Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) 2 Α.Α.Δ. 628:
«Το Δικαστήριο είναι ο κριτής της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Προηγούμενες αντιφατικές καταθέσεις, καθώς και οι προεκτάσεις τους συνιστούν γεγονότα που προσμετρούν στην κρίση της αξιοπιστίας του μάρτυρα. Δεν εξουδετερώνουν, όμως, τη μαρτυρία του, ως το αντικείμενο αξιολόγησης (από το δικαστήριο) παραδεκτής, κατά το δίκαιο της αποδείξεως, μαρτυρίας. Το ακόλουθο απόσπασμα από τη Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), αντανακλά τη σωστή προσέγγιση:- (σελ. 197)
«Η αρμοδιότητα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως του κριτή της αξιοπιστίας των μαρτύρων, δε μπορεί να συμβιβαστεί με οποιαδήποτε αρχή η οποία περιορίζει εκ προοιμίου την ευχέρειά του να αξιολογήσει κατά τον τρόπο που το ίδιο το Δικαστήριο κρίνει επιβεβλημένο τη μαρτυρία κάθε μάρτυρα που καταθέτει ενώπιόν του. Τούτο θα ήταν δυνατό μόνο αν ίσχυε αποδεικτικός κανόνας αποκλεισμού της μαρτυρίας των μαρτύρων οι οποίοι έχουν προβεί σε αντιφατικές καταθέσεις».
Οι μεταγενέστερες υποθέσεις Χαρίτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 225 και Γρηγόρης Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 221, αφορούσαν παρόμοιες περιπτώσεις, στις οποίες δηλαδή έγινε δεκτή η δεύτερη κατάθεση μάρτυρος, την οποία και είχε υιοθετήσει κατά την ένορκη μαρτυρία του, ενοχοποιώντας τον κατηγορούμενο για πρώτη φορά σε αντίθεση με παλαιότερη κατάθεση του. Στη Χαρίτου (ανωτέρω) λέχθηκαν σχετικά τα εξής:
«Δεν υπάρχει νομικός κανόνας ότι αν κάποιο πρόσωπο δώσει κατάθεση στις ανακριτικές αρχές με την οποία δεν ενοχοποιεί τον κατηγορούμενο και μετέπειτα δώσει δεύτερη ή τρίτη κατάθεση με την οποία τον ενοχοποιεί, αυτή δεν μπορεί ποτέ να γίνει αποδεκτή. Όλα εξαρτώνται από τα γεγονότα της κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης. Νοουμένου ότι το δικαστήριο ικανοποιείται από τους λόγους που δίνει ο μάρτυρας γιατί να μην πει από την αρχή την αλήθεια, είναι επιτρεπτό για το δικαστήριο να δεχθεί τη μαρτυρία εκείνη που συνάδει με τη νέα ενοχοποιητική για τον κατηγορούμενο κατάθεση όπως αυτή υποστηρίζεται ενόρκως από το μάρτυρα».
Η γενική λοιπόν αρχή είναι ότι ένα πρωτόδικο Δικαστήριο έχει πάντοτε τη διακριτική ευχέρεια να πιστέψει ένα μάρτυρα παρά το γεγονός ότι ο ίδιος έχει προβεί σε αντιφατικές καταθέσεις. Σε τέτοια περίπτωση η διακριτική ευχέρεια ασκείται με προσοχή και οπωσδήποτε απαιτείται πειστική αιτιολογία του συμπεράσματος (Λεωνίδας Χρυσάνθου ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 740, Tekinder Pal κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551, Πισσάς ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 229/2016, ημερ 14.3.18, ECLI:CY:AD:2018:B114, Aburamadan κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 148/2021 κ.ά., ημερ. 10.11.22). Συνεπώς, η αποδοχή της μεταγενέστερης κατάθεσης του Μ.Κ.1 σε καμμιά περίπτωση δεν θα συνιστούσε αφ’ εαυτής και άνευ τινός ετέρου λόγο για ακύρωση της καταδικαστικής απόφασης.
Παρά την απουσία της δέουσας αιτιολογίας στο εφετήριο, εντούτοις ελέγξαμε και το διάγραμμα του Εφεσείοντος με στόχευση τον τυχόν εντοπισμό εκεί κάποιας επιχειρηματολογίας. Εντοπίσαμε μόνο δυο επιχειρήματα τα οποία δυνητικά θα μπορούσαν να συνιστούν την αιτιολογία του πρώτου λόγου. Το πρώτο αφορά την εισήγηση ότι η εκδοχή του Μ.Κ.1 «στερείται κάθε λογικής» και το δεύτερο την εισήγηση ότι ο Μ.Κ.1 επιμελώς στη μαρτυρία του απέφευγε να απαντήσει, αναφέροντας «δεν θυμάμαι».
Εν σχέσει με το πρώτο επιχείρημα προβάλλεται ότι δεν είναι λογικό ο Μ.Κ.1 να λέει ότι από τις αρχές του 2019 έως και τις 30.5.20 δεν είχε επικοινωνήσει με τον Εφεσείοντα, ότι καμμιά φιλική σχέση δεν είχαν αλλά βρέθηκαν τυχαία στις 30.5.20, ο Εφεσείων τότε τού είπε να τηλεφωνήσει την επόμενη μέρα για μια δουλειά και ο Μ.Κ.1 χωρίς να ρωτήσει για ποια δουλειά τον ήθελε, να πήρε τηλέφωνο στις 31.5.20 και μετά να πήγε στο Τραχώνι. Το επιχείρημα βασικά καταλήγει στην εισήγηση ότι δεν είναι δυνατόν ο Εφεσείων να εμπιστεύτηκε τον Μ.Κ.1 για τη μεταφορά σχεδόν τριών κιλών κάνναβης χωρίς να έχει οποιαδήποτε φιλία ή ιδιαίτερη σχέση μαζί του και να τού είπε να τα μεταφέρει και τοποθετήσει σε ένα τροχό άγνωστου ημιφορτηγού για το οποίο δεν τού έδωσε τα στοιχεία και ούτε τού το περιέγραψε.
Κατ’ αρχάς, η πραγματική εικόνα της σχέσης μεταξύ Εφεσείοντος και Μ.Κ.1 δεν αποτυπώνεται ακριβοδίκαια στην πιο πάνω περιγραφή. Αποτέλεσε εύρημα, το οποίο δεν αμφισβητείται, πως οι δύο είχαν γνωριστεί περί τις αρχές του 2019 όταν ο Μ.Κ.1 επισκέπτετο κινέζικο εστιατόριο ενός φίλου του, ο οποίος φίλος τον κερνούσε φαγητό στον εξωτερικό χώρο και κατά τον ίδιο χρόνο ο Εφεσείων ήταν θαμώνας σε γειτονικό μπαρ. Είχαν συναντηθεί τρεις με τέσσερεις φορές εκεί. Σε μια από αυτές ο Εφεσείων ζήτησε από τον Μ.Κ.1 να τού εξασφαλίσει λίγη κοκαΐνη. Ο Μ.Κ.1 κατείχε τότε ένα γραμμάριο κοκαΐνης και έκαναν μαζί χρήση. Ο Εφεσείων προσφέρθηκε να τον πληρώσει και ο Μ.Κ.1 αρνήθηκε να πάρει χρήματα. Όλα αυτά δεν αμφισβητήθηκαν ούτε πρωτοδίκως ούτε στο πλαίσιο της έφεσης και, αν μη τι άλλο, καταδεικνύουν ότι η σχέση τους είχε υπερβεί τα όρια μιας τυπικής ή στιγμιαίας γνωριμίας, δεδομένου ότι έφτασε μέχρι την από κοινού χρήση σκληρού και απαγορευμένου ναρκωτικού. Πράξη η οποία ενέχει στοιχεία αφενός εμπιστοσύνης του ενός προς τον άλλο και αφετέρου συνεργασίας στην παράνομη πράξη τους.
Το κυριότερο όμως είναι πως το ως άνω επιχείρημα παραγνωρίζει ένα άλλο ουσιωδέστερο στοιχείο. Αυτό έγκειται στο ότι ο Μ.Κ.1 περιγράφοντας τα γεγονότα της υπόθεσης δεν αναφερόταν τώρα σε κάποιον ο οποίος τού ζήτησε λίγη κοκαΐνη για προσωπική χρήση. Τα όσα απέδιδε ο Μ.Κ.1 αφορούσαν πρόσωπο το οποίο είχε πρωτογενή σχέση με σημαντική ποσότητα ναρκωτικών, τα οποία λίγο αργότερα βρέθηκαν στο αυτοκίνητο του Μ.Κ.1. Αυτό το πρόσωπο δηλαδή είχε υπό τον έλεγχο του σχεδόν τρία κιλά κάνναβης, γνώριζε που ευρίσκοντο, είχε διευθετήσει τη διάθεση τους σε άλλον και γνώριζε τις λεπτομέρειες της προγραμματιζόμενης παράδοσης (χρόνο, τόπο κ.λπ.). Χρειαζόταν βασικά μόνο τον μεταφορέα ή διακινητή της ποσότητας των τριών κιλών κάνναβης. Δεν είναι δε καθόλου τυχαίο ή παράδοξο ή καινοφανές το ότι οι ιθύνοντες τέτοιων παράνομων συναλλαγών προσέχουν και λαμβάνουν ιδιαίτερες προφυλάξεις. Δεν εκτίθενται προσωπικώς σε όλα τα στάδια της μεταφοράς ή διακίνησης ναρκωτικών, φοβούμενοι είτε τη σύλληψη είτε την παγίδευση είτε άλλους εγγενείς κινδύνους τέτοιων παράνομων δραστηριοτήτων. Τους οποίους κινδύνους, ως θέμα κοινής λογικής, ασφαλώς γνωρίζουν πολύ καλύτερα από τον καθένα οι ασχολούμενοι με τέτοιες παράνομες δραστηριότητες. Η νομολογία μας βρίθει υποθέσεων οι οποίες αφορούν μεταφορείς ή διακινητές ναρκωτικών στα πλαίσια τέτοιων συναλλαγών (πολλές φορές έναντι ευτελούς ανταλλάγματος). Σημειώνουμε πως σύμφωνα με τον Μ.Κ.1 η αξία του κάθε γραμμαρίου κοκαΐνης είναι €50, οπότε η αξία πέντε γραμμαρίων, τα οποία θα έπαιρνε κατά την παράδοση της κάνναβης, θα ήταν €250.
Δεν μπορούμε συνεπώς να συμφωνήσουμε ότι στερείται λογικής η αποδιδόμενη στον Εφεσείοντα ενέργεια. Εξεταζόμενη από την οπτική κάποιου ο οποίος δρα στην παρανομία και θα επιζητούσε την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αποστασιοποίηση, με παράλληλη όμως εξασφάλιση κάποιου ελέγχου τόσο στο «εμπόρευμα» όσο και στην προοπτική επιτυχίας της όλης συναλλαγής, κρίνουμε πως ο Μ.Κ.1 ήταν όχι απλώς μια εύλογη επιλογή αλλά μια ελκυστική επιλογή αφού ήταν χρήστης κοκαΐνης και με αντάλλαγμα τα πέντε γραμμάρια κοκαΐνης (που θα εύρισκε στο ημιφορτηγό), εκτιμήθηκε ότι ήταν σε θέση να εκτελέσει άψογα την αποστολή. Ήταν με βάση τα γεγονότα αυτά, τα οποία συνεκτιμώντας τα το Κακουργοδικείο, έκρινε πως «… έχουν και συνοχή και λογική εξέλιξη υπό την έννοια ότι δεν ήταν καθόλου παράλογο να εμπιστευτεί ο Κατηγορούμενος 2 τον Μ.Κ.1 για μια τέτοια συνεργασία». Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στον συλλογισμό του.
Εν σχέσει με το δεύτερο και δη τις απαντήσεις «δεν θυμάμαι», ο Εφεσείων παραθέτει αυτούσιο τετρασέλιδο απόσπασμα από την αντεξέταση του Μ.Κ.1. Το τμήμα αυτό της αντεξέτασης αφορά τη διερεύνηση από τον αντεξετάζοντα συνήγορο των διαδραματισθέντων κατά την ανακοπή και κυρίως των διημειφθέντων μέχρι και τη, βάσει εντάλματος, σύλληψη του την επόμενη της ανακοπής, ήτοι την 1.6.20. Είναι δε γεγονός ότι κατά την αντεξέταση του αυτή ο Μ.Κ.1 δεν ενθυμείτο: (α) Τι είπε στους αστυφύλακες που τον ανέκοψαν, (β) Τι τού είπε ο αστυφύλακας που τού μίλησε πρώτος, (γ) Κατά πόσον ο αστυφύλακας αυτός τού είχε αποκαλύψει την ταυτότητα του, (δ) Αν τού επέστησαν την προσοχή, (ε) Αν η Αστυνομία ερεύνησε τον ίδιο, (στ) Αν τού δόθηκε έντυπο δικαιωμάτων, (ζ) Αν κατά τη σύλληψη βάσει εντάλματος η Αστυνομία τού εξήγησε τα δικαιώματα του, αν τού επέστησε την προσοχή στον Νόμο και τι απάντησε.
Διευκρινίζουμε εδώ πως τα πιο πάνω ζητήματα επαναφέρονται και με τον έκτο λόγο έφεσης. Υποστηρίζεται ότι ήταν εσφαλμένη η διαπίστωση πως η αδυναμία μνήμης δεν επηρέασε την αξιοπιστία του Μ.Κ.1. Υπόβαθρο της εισήγησης είναι ότι τα όσα δεν μπορούσε να θυμηθεί ήταν ουσιώδη και είχαν σχέση με την εμπλοκή του Εφεσείοντος.
Θα πρέπει κατ’ αρχάς να επαναλάβουμε αυτό που αναφέραμε πρόσφατα στην Α.Ν.Κ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 136/2022 κ.ά., ημερ. 1.8.25, ότι η απάντηση κάποιου μάρτυρος ότι δεν θυμάται κάτι για το οποίο ερωτάται δεν δύναται βάσιμα να εξισωθεί με άρνηση του να απαντήσει σε ερώτηση. Αντιθέτως, μια τέτοια ανταπόκριση σε ερώτηση συνιστά απάντηση. Η οποία, ως σχετιζόμενη με τη μνήμη του, αξιολογείται στο σύνολο της μαρτυρίας και της αξιοπιστίας του μάρτυρος. Στην παρούσα περίπτωση το ζήτημα αυτό συνεκτιμήθηκε δεόντως από το Κακουργοδικείο, το οποίο στρέφοντας την προσοχή του στο θέμα ανέφερε:
«Είναι γεγονός ότι ο ΜΚ1 δήλωσε αδυναμία να θυμηθεί τα γεγονότα σε σχέση με την Αστυνομία και κυρίως τι είπε ο ίδιος στους Αστυνομικούς, τόσο κατά τον εντοπισμό των ναρκωτικών στο όχημα του όσο και κατά τη σύλληψη του. Παρά ταύτα δεν θεωρούμε πως αυτή η αδυναμία πλήττει την αξιοπιστία του. Και τούτο, καθότι αυτά δεν αφορούν τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, ήτοι τις συνθήκες παραλαβής και μεταφοράς των ναρκωτικών, και εν πάση περιπτώσει η άρνηση του ΜΚ1 εξαρχής σε σχέση με την υπόθεση είναι δεδομένη παρόλο που αυτά ανευρέθηκαν στο όχημα του. Μάλιστα η άρνηση του ΜΚ1 οδήγησε στην καταχώριση νέας ποινικής υπόθεσης εναντίον του και στην εκδίκαση αυτής λόγω προφανούς αμφιταλάντευσης του ως προς τη θέση του και της συνέχισης άρνησης του στις κατηγορίες. Επομένως, η αδυναμία του να θυμηθεί αφενός διαδικαστικά ζητήματα και αφετέρου τι ακριβώς ανέφερε στην Αστυνομία για την προέλευση των ναρκωτικών δεν επηρεάζει την αξιοπιστία του. Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί πως οι απαντήσεις του τόσο κατά τον εντοπισμό αυτών εντός του οχήματος του όσο και κατά τη σύλληψη του, ήτοι πως δεν γνωρίζει πώς βρέθηκαν εντός του οχήματος του και πως τα τοποθέτησε η Αστυνομία, δείχνουν πως αυτές οι τοποθετήσεις ήταν μάλλον απαντήσεις της στιγμής και χωρίς λογική προς αποφυγή της αλήθειας, παρά μελετημένες και προσχεδιασμένες απαντήσεις οι οποίες αποσκοπούσαν στην απεμπλοκή του από την υπόθεση. Δεν πρέπει να διαφεύγει την προσοχή πως πρόκειται για απαντήσεις και δηλώσεις του πριν ακόμα λάβει την απόφαση και βρει την τόλμη να μιλήσει στην Αστυνομία».
Κρίνουμε πως είναι ευθέως σχετικά τα όσα σε σχέση με το ζήτημα της ανθρώπινης μνήμης, είχαν αναφερθεί στην υπόθεση Σκορδέλλη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2016) 2(Α) Α.Α.Δ. 436, τα οποία έχουν ως εξής:
«Επισημαίνουμε και τονίζουμε ότι η ανθρώπινη μνήμη δεν λειτουργεί μηχανιστικά και σίγουρα ο ανθρώπινος νους δεν εργάζεται ως ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής ώστε να καταγράφει εξομοιωτικά και να αναπαράγει με τον ίδιο τρόπο λεπτομέρειες περιγράφοντας μια σκηνή ή ένα επεισόδιο. Στο κάθε άτομο, ενδεχομένως να εντυπώνονται διαφορετικές λεπτομέρειες με βάση τα προκρίματα και τα ενδιαφέροντα του».
Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα ούτε στον πιο πάνω χειρισμό από το Κακουργοδικείο. Συμφωνούμε ότι όλα τα πιο πάνω ζητήματα για τα οποία παραπονείται ο Εφεσείων ήταν επουσιώδη ζητήματα της όλης διαδικασίας. Τα ουσιώδη ήταν η ανακοπή, η ανεύρεση των ναρκωτικών και το αναντίλεκτο γεγονός ότι μέχρι και τις 27.8.20 ο Μ.Κ.1 δεν είχε αναφέρει οτιδήποτε για την προέλευση των ναρκωτικών. Δεν ήταν παράλογο υπό τις περιστάσεις να μην θυμάται ο Μ.Κ.1 τα λεγόμενα του ιδίου ή των αστυφυλάκων. Ούτε βέβαια συμφωνούμε με την, εν πολλοίς, αντιφατική, εισήγηση ότι στη δίκη απέφευγε να απαντήσει. Αυτό διότι κατά τη δίκη, ούτως ή άλλως ήταν παραδεκτή από τον ίδιο η παλαιότερη αρνητική του στάση. Συνεπώς, δεν είχε κανένα λόγο κατά τη μαρτυρία του να αποκρύψει κάποιαν από αυτές τις συνομιλίες εάν τις θυμόταν.
Ο πρώτος λόγος έφεσης υπόκειται σε απόρριψη.
Λόγος Έφεσης αρ. 2 - Αλλότρια Κίνητρα Συνεργού
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.1 ήταν ανασφαλής, αβέβαιη και αμφίρροπης αξιοπιστίας. Ο λόγος έφεσης αυτός από πλευράς αιτιολογίας επικεντρώνεται στην προβαλλόμενη θέση ότι ο Μ.Κ.1 ενέπλεξε τον Εφεσείοντα «υστερόβουλα και με κίνητρο τυχόν ευνοϊκή μεταχείριση», μετά από συμβουλή ή καθοδήγηση «με σκοπό αποποίησης οποιασδήποτε προσωπικής ευθύνης για τις ναρκωτικές ουσίες» και «χωρίς να υπάρχουν οποιαδήποτε άλλα στοιχεία που να εμπλέκουν τον Εφεσείοντα», με σκοπό «να μετακυλήσει τη δική του ευθύνη στον Εφεσείοντα» και να αποποιηθεί οποιαδήποτε ανάμιξη του στα ναρκωτικά.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης επαναλαμβάνεται αυτούσιος στο διάγραμμα, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω ανάπτυξη ή επιχειρηματολογία, εκτός από τον επιπλέον ισχυρισμό περί του ότι εξάλλου δεν υπάρχει καμμιά επιστημονική μαρτυρία βάσει γενετικού υλικού ή αποτυπωμάτων ή τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, τα οποία να συνδέουν τον Εφεσείοντα με τα ανευρεθέντα ναρκωτικά. Ο ισχυρισμός αυτός εξετάζεται κατωτέρω στα πλαίσια του πέμπτου λόγου έφεσης, όπου και προβάλλεται εξειδικευμένα και όχι παρεμπιπτόντως, όπως έγινε στα πλαίσια του εξεταζόμενου εδώ δεύτερου λόγου έφεσης.
Η εισήγηση περί του ότι δεν υπάρχουν άλλα ενοχοποιητικά στοιχεία προωθείται εξειδικευμένα με τον πέμπτο λόγο έφεσης, οπότε επίσης δεν θα μας απασχολήσει επί του παρόντος. Ερχόμενοι στις υπόλοιπες εισηγήσεις, υπενθυμίζουμε ότι στην υπόθεση Παντούρης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 203/2022, ημερ. 10.12.24 είχαμε αναφέρει πως «[Δ]εν είναι καθόλου ασύνηθες ότι η μαρτυρία συνεργών χρησιμοποιείται για τη δίωξη άλλων συμμετόχων σε κάποιο έγκλημα. Όπως δε χαρακτηριστικά αναφέρεται στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης», (ανωτέρω), σ. 530, αρκετές φορές οι συγκατηγορούμενοι αυτοί καταθέτουν κατά των συνεργών τους με αντάλλαγμα την αναστολή της εναντίον τους δίωξης, την αντικατάσταση των κατηγοριών που αντιμετωπίζουν με υποδεέστερης σοβαρότητας κατηγορίες ή ακόμα και τη μη δίωξη τους για το έγκλημα το οποίο διέπραξαν ή στο οποίο συμμετείχαν». Μάλιστα, εξηγήσαμε εκεί, σε άλλο σημείο, πως η ΕΣΔΑ δεν απαγορεύει τη στοιχειοθέτηση ποινικής υπόθεσης βάσει της μαρτυρίας ενός συνεργού, ακόμα και στις περιπτώσεις που έχει χορηγηθεί κάποιου είδους ασυλία ή αντάλλαγμα (βλ. Cornelis v. Netherlands, Appl. No. 994/03, ημερ. 25.5.04).
Εννοείται βέβαια ότι το Εφετείο έχει τη δυνατότητα επέμβασης στην περίπτωση κατά την οποία καταδεικνύεται ότι η μαρτυρία συνεργού είναι προϊόν αθέμιτης συναλλαγής (Σ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 202/2015, ημερ 21.2.19, ECLI:CY:AD:2019:B55). Τέτοια συναλλαγή θα μπορούσε να διαπιστωθεί, επί παραδείγματι, στην περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνεται ότι η αλλαγή στη στάση ενός μάρτυρος οφείλεται ή αποδίδεται σε υποσχέσεις για ανταλλάγματα ή ωφελήματα, τα οποία δίδονται ρητώς και ειδικώς εις αντάλλαγμα της μαρτυρίας του εναντίον του κατηγορούμενου, υπό την έννοια που το ΕΔΑΔ ανέφερε στην Adamco v. Slovakia, Appl. no. 45084/14, ημερ. 12.11.19 (“… in return for incriminating the applicant”). Όπως χαρακτηριστικά έχει λεχθεί στην υπόθεση Ρόπας (ανωτέρω): «Ό,τι είναι μεμπτό και απαράδεκτο είναι η παροχή ενθάρρυνσης προς το μάρτυρα, με υποσχέσεις ή ανταλλάγματα που του δίνονται, να πει ο,τιδήποτε άλλο από την αλήθεια ή να παραποιήσει τη μαρτυρία του για την εξυπηρέτηση οποιουδήποτε αλλότριου σκοπού» (βλ. και Βασιλείου κ.ά v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 12/2015 κ.ά., ημερ. 4.7.17).
Στην παρούσα περίπτωση ο Εφεσείων ούτε πρωτοδίκως ούτε ενώπιον μας προέβαλε οποιοδήποτε στοιχείο πέραν της γενικόλογης και αόριστης εισήγησης, περί του ότι ο ίδιος ο Μ.Κ.1 είχε ως κίνητρο την «τυχόν ευνοϊκή μεταχείριση» και ως σκοπό την αποποίηση «οποιασδήποτε προσωπικής ευθύνης». Είναι ενδεικτικό να σημειώσουμε πως η μόνη σχετική υποβολή προς τον ίδιο τον Μ.Κ.1 ήταν ότι όσα κατέθεσε δεν ήταν η αλήθεια αλλά «ένα παραμύθι» και τούτο διότι ήθελε να «καλύψει» κάποιον άλλο. Ούτε σε οποιονδήποτε άλλο μάρτυρα υπεβλήθη οτιδήποτε σχετικό με αντάλλαγμα ή υπόσχεση ούτε και ο ίδιος ο Εφεσείων κατέθεσε οτιδήποτε προς τέτοια κατεύθυνση, όπως ούτε και παρουσιάστηκε κάποια άλλη μαρτυρία τείνουσα έστω να δείξει τη χορήγηση είτε υποσχέσεων είτε ανταλλαγμάτων με σκοπό την παραποίηση της μαρτυρίας του.
Εν πάση περιπτώσει ο Μ.Κ.1 δεν απέφυγε την ποινική δίωξη του. Αντιθέτως διώχθηκε για ακριβώς τις ίδιες κατηγορίες και στη βάση του ρόλου του, όπως τον διαπίστωσε μετά από ακρόαση το εκδικάσαν αυτόν Κακουργοδικείο, τιμωρήθηκε με φυλάκιση 5 ετών. Συνεπώς, οποιεσδήποτε εισηγήσεις περί τυχόν ευνοϊκής μεταχείρισης στην πραγματικότητα δεν υπερβαίνουν το επίπεδο ατεκμηρίωτων εικασιών.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης υπόκειται σε απόρριψη.
Λόγος Έφεσης αρ. 3 - Ενισχυτική Μαρτυρία
Με τον τρίτο λόγο υποστηρίζεται ότι το Κακουργοδικείο προσέγγισε από νομικής πλευράς εσφαλμένα το θέμα της ενίσχυσης της μαρτυρίας του Μ.Κ.1. Ειδικότερα προβάλλεται ότι πριν αναζητήσει ενίσχυση ώφειλε να εξετάσει κατά πόσον η μαρτυρία του Μ.Κ.1 ήταν αξιόπιστη, αυτοτελής και δυνάμενη να γίνει αποδεκτή ως αληθής.
Σε σχέση με το θέμα της ενισχυτικής μαρτυρίας στην υπόθεση Παντούρης (ανωτέρω), είχαμε παραπέμψει στην υπόθεση Saad κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 106 περί του ότι «θα ήταν επικίνδυνο για το Δικαστήριο να βασίζεται στη μαρτυρία συνεργών χωρίς αυτοπροειδοποίηση περί του κινδύνου καταδίκης στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας» και ως προς το κατάλληλο σημείο αυτοπροειδοποίησης, προσθέσαμε τα εξής:
«Στη βάση λοιπόν των εφαρμοζόμενων στο κοινοδίκαιο σχετικών νομολογιακών αρχών, η μαρτυρία ενός συνεργού δύναται να γίνει δεκτή αλλά τούτο μόνον εάν, πριν την τελική κρίση της αξιοπιστίας του, το δικαστήριο προειδοποιήσει τον εαυτό του δεόντως για τους κινδύνους αποδοχής τέτοιας μαρτυρίας και δη για το ότι ένας συνεργός είναι σπιλωμένος μάρτυρας του οποίου η μαρτυρία δυνατόν να επηρεάζεται από τη σχέση του με το κρινόμενο έγκλημα και ότι επομένως είναι επικίνδυνο να βασιστεί στη μαρτυρία του χωρίς ενίσχυση (βλ. Δημητρίου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 173/22, ημερ. 13.6.24). Εννοείται βέβαια πως ένας μάρτυρας εμφανώς αναξιόπιστος δεν δύναται ούτως ή άλλως να τύχει ενίσχυσης [Zacharia v. Republic, (ανωτέρω), Ρόπας κ.ά. v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628].
Ουσιαστικά το εκδικάζον Δικαστήριο κρίνει την αξιοπιστία του συνεργού με βάση τα ίδια κριτήρια που ισχύουν και για άλλους μη συνεργούς μάρτυρες και εάν είναι αναξιόπιστος το θέμα τελειώνει εκεί, πριν καν τεθεί θέμα ενίσχυσης. Εάν ο συνεργός κρίνεται κατά τα άλλα, ήτοι κατά βάσιν και κατ' αρχήν ως αξιόπιστος, τότε το Δικαστήριο πριν την τελική του κρίση, δηλαδή προτού εκδηλώσει την τυχόν ετοιμότητά του να βασιστεί στη μαρτυρία του συνεργού, οφείλει να αυτοπροειδοποιηθεί για τους κινδύνους αποδοχής της μαρτυρίας του και να εξετάσει εάν υπάρχει ενίσχυση [Ρόπας κ.ά., (ανωτέρω)]».
Σε σχέση με την παρούσα θα πρέπει κατ’ αρχάς να διευκρινίσουμε ότι είναι εσφαλμένη η εντύπωση που αφήνεται (εκ της αιτιολογίας του λόγου έφεσης) ότι το Κακουργοδικείο αναζήτησε ενισχυτική μαρτυρία. Όπως σαφέστατα προκύπτει δεν ακολούθησε τέτοια πορεία το Κακουργοδικείο.
Εν πάση περιπτώσει, εξ όσων μπορούμε να αντιληφθούμε, αυτό το οποίο κατ’ ουσίαν προβάλλει ο Εφεσείων είναι ότι το Κακουργοδικείο δεν ήλεγξε πρώτα την αξιοπιστία και ειλικρίνεια του Μ.Κ.1. Είναι γεγονός ότι το Κακουργοδικείο προτού ασχοληθεί με τη μαρτυρία του Μ.Κ.1 αναφέρθηκε στην ιδιότητα του ως συνεργού, στη νομολογία η οποία διέπει το θέμα και διευκρίνισε ότι η μαρτυρία του θα αξιολογηθεί με βάση αυτό το στοιχείο, δεδομένου ότι ένας συνεργός είναι ένας σπιλωμένος μάρτυρας, του οποίου η μαρτυρία δυνατόν να επηρεάζεται από τη σχέση του με το έγκλημα. Στη βάση αυτή ξεκαθάρισε πως θα είχε συνεχώς υπ’ όψιν τα πιο πάνω και για τον Μ.Κ.1, ελέγχοντας μήπως υπήρξε προσπάθεια από μέρους του διαφοροποίησης των γεγονότων, οφειλόμενη σε επιθυμία εξασφάλισης είτε ευνοϊκότερης μεταχείρισης για τον εαυτό του είτε δυσμενέστερης για τον Εφεσείοντα για κάποιο λόγο.
Η παράθεση όμως των νομικών αρχών και κάποιου σχολιασμού στο εισαγωγικό μέρος της απόφασης, δεν συνεπάγεται αυτό το οποίο εισηγείται ο Εφεσείων. Με κάθε σεβασμό δεν θα συμφωνήσουμε καθόλου με την εισήγηση ότι το Κακουργοδικείο δεν εξέτασε πρώτα την αξιοπιστία του Μ.Κ.1. Αντιθέτως, παρατηρούμε ότι μετά τα εισαγωγικά σχόλια υπήρξε εκτενής (12σέλιδη) καταγραφή, λεπτομερής ανάλυση και εξονυχιστική αξιολόγηση κάθε πτυχής της μαρτυρίας του Μ.Κ.1. Η σχετική πρωτόδικη κρίση ήταν σαφής περί του ότι ο Μ.Κ.1 «παρέμεινε συνεπής και σταθερός στην αφήγηση των γεγονότων» και ότι «[Σ]ε κανένα σημείο της μαρτυρίας του δεν φαίνεται να αμφιταλαντεύτηκε ούτε και για μια στιγμή αναφορικά με αυτά τα γεγονότα». Αυτά, τόσο σε σχέση με την κυρίως εξέταση όσο και σε σχέση με την αντεξέταση του. Ήταν δε η καταληκτική θέση του Κακουργοδικείου πως παρά την προσπάθεια της Υπεράσπισης να καταδείξει παραλογισμό στην εκδοχή του Μ.Κ.1, εντούτοις «… αυτός παρέμεινε απόλυτα σταθερός και κατηγορηματικός σε όλη την περιγραφή των γεγονότων αναφορικά με τη γνωριμία του με τον Κατηγορούμενο 2 μέχρι και την ανακοπή του ιδίου με τα ναρκωτικά εντός του οχήματος του».
Ας σημειωθεί ότι, μεταξύ άλλων, αποτέλεσε διαπίστωση πως σημαντικό μέρος των γεγονότων, ήτοι η πορεία και η όλη διαδρομή του Μ.Κ.1 κατά την επίδικη μέρα συνήδε με τη μαρτυρία των αστυφυλάκων που έλαβαν μέρος στην επιχείρηση παρακολούθησης. Η δε παρουσία δεύτερου ατόμου ως συνοδηγού στο όχημα του Μ.Κ.1 επιβεβαιώνετο και από την ανεξάρτητη μαρτυρία κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης (usb).
Ήταν μόνο μετά από την προαναφερθείσα αξιολόγηση και αφού ο Μ.Κ.1 κρίθηκε ως κατ’ αρχήν αξιόπιστος, που προχώρησε το Κακουργοδικείο να εκφράσει την τελική του θέση και την ετοιμότητα του να στηριχθεί στη μαρτυρία του, χωρίς ενίσχυση. Παραθέτουμε αυτούσια την εν λόγω κατάληξη που έχει ως εξής:
«Με βάση όλα όσα αναφέρονται ανωτέρω και με πλήρη επίγνωση της σημασίας αφενός των όσων κατατέθηκαν από τον ΜΚ1 και αφετέρου της ιδιότητας του ως συνεργού και συμμετέχοντος στη διάπραξη των αδικημάτων, τον παρακολουθήσαμε με απόλυτη προσήλωση και εξαιρετική προσοχή σε όλη τη διάρκεια της παράθεσης της μαρτυρίας του ενώπιον μας και ευρισκόμενοι σε συνεχή εγρήγορση προς επιβεβαίωση ότι τα όσα ισχυρίζετο δεν ήταν απότοκο αλλότριων κινήτρων και επηρεασμού ένεκα της συμμετοχής του στο έγκλημα.
……………………………………………………………………………………….
Θεωρούμε πως η μαρτυρία του ΜΚ1 είναι τέτοια που μπορούμε να στηριχθούμε σε αυτή χωρίς την αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας και να τη δεχθούμε ως πλήρως αξιόπιστη».
Δεν εγείρεται και δεν θα μας απασχολήσει το κατά πόσον θα μπορούσε να ήταν λεπτομερέστερο το ως άνω λεκτικό εν σχέσει με τους κινδύνους. Το ουσιώδες και καθοριστικό είναι πως διατυπώθηκε αυτοπροειδοποίηση, η οποία περιέχει τον δικαστικό προβληματισμό με φρασεολογία που «επιβεβαιώνει την από μέρους του Κακουργοδικείου ανησυχία και διακύβευση αποδοχής τέτοιας μαρτυρίας χωρίς αυτοπροειδοποίηση» (βλ. «Το Δίκαιο της Απόδειξης», Τ. Ηλιάδης & Ν.Γ. Σάντης, 2014, σ. 544). Εξ ου και δεν ευσταθεί οποιαδήποτε από τις αιτιάσεις του Εφεσείοντος για το θέμα της ενίσχυσης.
Ο τρίτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και υπόκειται σε απόρριψη.
Λόγος Έφεσης αρ. 4 - Αξιολόγηση του Μ.Κ.6
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι εσφαλμένα το Κακουργοδικείο θεώρησε αξιόπιστη τη μαρτυρία του Μ.Κ.6 διότι: (α) Ο Μ.Κ.6 προτού αντεξεταστεί εκ μέρους του Εφεσείοντος δεν είχε διευκρινίσει επαρκώς τους λόγους για τους οποίους γνώριζε τον Εφεσείοντα και η μαρτυρία του για το πώς γνώριζε τον Εφεσείοντα παρέμεινε γενικά ασαφής και αόριστη, (β) Η μαρτυρία του Μ.Κ.6 αντικρούεται από τον Μ.Κ.7, ο οποίος είδε δύο φορές τον συνοδηγό στο αυτοκίνητο του Μ.Κ.1 και ανέφερε ότι είναι άγνωστο νεαρό πρόσωπο ενώ ενόρκως δεν μπόρεσε να υποδείξει τον Εφεσείοντα ως τον συνοδηγό.
Σε σχέση με το δεύτερο αυτό επιχείρημα παρέλκει να πούμε οτιδήποτε πέραν του ότι αφενός τα Δικαστήρια δεν ασχολούνται με τη μαρτυρία αυτών που δεν είδαν ή δεν αναγνώρισαν κάτι και αφετέρου δεν ήταν δυνατόν να απορριφθεί εκ προοιμίου η μαρτυρία του Μ.Κ.6 επί τω ότι ο Μ.Κ.7 δεν είχε αναγνωρίσει τον Εφεσείοντα.
Ως προς το πρώτο επιχείρημα θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο Μ.Κ.6 είχε δώσει τη γραπτή κατάθεσή του, Έγγραφο Ζ, την ίδια μέρα με το συμβάν, ήτοι στις 31.5.20. Στην εν λόγω κατάθεση του εξιστορώντας τα γεγονότα αναφέρθηκε πρώτα στο ότι νωρίτερα την ίδια μέρα είχαν πληροφορία περί του ότι ο Μ.Σ. είχε λίγες μέρες προηγουμένως εισαγάγει κάνναβη, την οποία αποθήκευσε για λογαριασμό εκείνου ο Εφεσείων παρά τα χωριά Σούνι‑Ζανατζιά και την οποία θα προμήθευε σε πρόσωπα στη Λευκωσία.
Το ουσιώδες, εν σχέσει με την ως άνω κατάθεση του Μ.Κ.6, είναι ότι σε αυτή, δηλαδή από τις 31.5.20, ανέφερε τον Εφεσείοντα ονομαστικά ως τον συνοδηγό ο οποίος είχε κατεβεί από το αυτοκίνητο του Μ.Κ.1 («...παρατήρησα ότι ο συνοδηγός κατέβηκε και διαπίστωσα ότι ήταν ο Δαμιανού»). Άλλωστε, έτσι εξηγείται και το ότι αυθημερόν εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του Εφεσείοντος. Γεγονός το οποίο, ως ο Εφεσείων παραδέχθηκε, είχε μάθει από το ίδιο βράδυ, αν και παραδόθηκε την επόμενη μέρα («...επειδή δεν μπορούσε εκείνη την ώρα ο δικηγόρος μου παρευρεθήκαμε την 1η Ιουνίου το απόγευμα, όταν μπορούσε ο δικηγόρος μου, στα γραφεία της Υ.ΚΑ.Ν. Λάρνακας»).
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι έστω και χωρίς ιδιαίτερες λεπτομέρειες, στο στάδιο της κυρίως εξέτασης κατέστη σαφές ότι ο Μ.Κ.6 γνώριζε τον Εφεσείοντα και ότι τον αναγνώρισε όταν τον είδε. Δεν ήταν απαραίτητο να προέβαινε σε άλλη εξειδικευμένη ανάλυση κατά την κυρίως εξέταση του. Λόγω της πιο πάνω δήλωσης του Μ.Κ.6, η Υπεράσπιση διατηρούσε πάντοτε το δικαίωμα να τον αντεξετάσει σε σχέση με το πώς τον γνώριζε και πώς τον αναγνώρισε. Όπως και όντως έπραξε, αντεξετάζοντας τον εκτενώς για το ζήτημα. Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε μεμπτό σε σχέση με τον συνοπτικό τρόπο με τον οποίο έθεσε τη μαρτυρία του στην κυρίως εξέτασης του.
Δεν θα συμφωνήσουμε ούτε με τη θέση ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.6 για το πώς γνώριζε τον Εφεσείοντα ήταν ασαφής και αόριστη. Κατ' αρχάς θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο Μ.Κ.6 κρίθηκε αξιόπιστος και το Κακουργοδικείο δέχθηκε πλήρως τη μαρτυρία του. Κατά την αντεξέταση του είχε αναφέρει ρητώς ότι γνώριζε από προηγουμένως τον Εφεσείοντα επειδή αυτός ήταν άτομο το οποίο είχε απασχολήσει ξανά την Υ.ΚΑ.Ν. Διευκρίνισε δε πως ο Εφεσείων απασχόλησε σε περιπτώσεις πληροφοριών, στα πλαίσια διερεύνησης των οποίων (από την Υ.ΚΑ.Ν.) γίνεται «εκτεταμένη ενημέρωση για τους υπόπτους». Ακολούθησε επίμονη αντεξέταση επί του σημείου, στα πλαίσια της οποίας ο Μ.Κ.6 παρέμεινε σαφής και σταθερός. Παραθέτουμε μικρό ενδεικτικό απόσπασμα:
«Ε. Σου υποβάλλω κύριε μάρτυς ότι ουδέποτε στο παρελθόν σας απασχόλησε σαν ΥΚΑΝ και σαν Αστυνομία.
Α. Σας λέω ότι μας απασχόλησε ξανά.
Ε. Σας υποβάλλω ποτέ.
Α. Εγώ σας λέω μας απασχόλησε ξανά και ξαναασχοληθήκαμε.
Ε. Αυτές είναι εκ των υστέρων σκέψεις.
Α. Σας λέω ξεκάθαρα ότι μας απασχόλησε ξανά και επίσης αυτό που λέμε ενημέρωση, στην ενημέρωση δείχνονται και φωτογραφίες των υπόπτων αν υπάρχουν και τα στοιχεία τους και τα αυτοκίνητα τους. Άρα με το που είδα τον κύριο Δαμιανού τον αναγνώρισα».
Δεδομένης δε της ιδιότητας του Μ.Κ.6 ως αστυφύλακα, κρίνουμε πως ορθώς το Κακουργοδικείο άντλησε καθοδήγηση από την υπόθεση Σπανούδης v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 283/2018, ημερ. 20.11.19, ECLI:CY:AD:2019:B479, η οποία κατ' αναλογίαν ετύγχανε εφαρμογής και στην οποία είχε λεχθεί ότι:
«Επρόκειτο δε για παρατήρηση και αναγνώριση από επαγγελματία αστυνομικό, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, έτσι ώστε εύλογα να αναμένεται ότι ήταν επικεντρωμένος στον σκοπό που είχε να επιτελέσει. Δεν επρόκειτο για μια απλή παρατήρηση ενός τρίτου πολίτη».
Στη βάση των πιο πάνω κρίνουμε πως η μαρτυρία του Μ.Κ.6 δεν δικαιολογεί σε καμμιά περίπτωση τους χαρακτηρισμούς περί ασάφειας και αοριστίας.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης υπόκειται σε απόρριψη.
Λόγος Έφεσης αρ. 5 - Απουσία Επιστημονικής Μαρτυρίας
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει το κατά πόσον εναντίον του Εφεσείοντος υπήρχε άλλη μαρτυρία η οποία να τον συνέδεε με τα επίδικα αδικήματα.
Στην αιτιολογία προβάλλεται ξανά το επιχείρημα ότι δεν βρέθηκαν ούτε δακτυλικά αποτυπώματα ούτε γενετικό υλικό ούτε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, τα οποία να συνδέουν τον Εφεσείοντα με οποιονδήποτε τρόπο με τα ανευρεθέντα ναρκωτικά. Επί της τελευταίας αυτής εισήγησης αρκούμαστε στο να πούμε ότι ισχύει και εδώ το λεχθέν περί εμπειρογνώμονης μαρτυρίας στην υπόθεση Γρηγόρης Χρυσάνθου (ανωτέρω) πως «[Η] ανυπαρξία τέτοιας επιστημονικής μαρτυρίας δεν επάγεται βέβαια άνευ ετέρου τη μη ανάμειξη του εφεσείοντος».
Σε σχέση με την εισήγηση ότι δεν υπήρχαν άλλα στοιχεία, αν και δεν συμφωνούμε ότι η παρούσα είναι μια τέτοια περίπτωση, επαναλαμβάνουμε αυτό το οποίο αναφέραμε στην Παντούρης (ανωτέρω), ότι στο Κοινοδίκαιο, εκτός κάποιων ρητών εξαιρέσεων, ο γενικός κανόνας είναι πως η μαρτυρία ενός ικανού μάρτυρα είναι αρκετή για να στηρίξει τη δικαστική ετυμηγορία, μη ισχύοντος πλέον του παλαιού κανόνα «εις μάρτυς ουδείς μάρτυς» (unus testis nullus testis). Ειδικά ως προς τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα συμφωνούμε με όσα ανέφερε το Κακουργοδικείο, τα οποία έχουν ως εξής:
«Είναι γεγονός ότι σύμφωνα με την υπάρχουσα μαρτυρία και δη αυτή του ΜΚ3, οι εξετάσεις αναφορικά με τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα δεν κατέδειξαν οποιαδήποτε επικοινωνία μεταξύ του ΜΚ1 και του Κατηγορούμενου 2, ειδικότερα αυτή που ο ΜΚ1 επικαλείται κατά την επίδικη μέρα. Παρά ταύτα, αυτό από μόνο του και πάλι δεν δύναται να καταρρίψει την εκδοχή του ΜΚ1 για την ανάμειξη του Κατηγορούμενου 2. Όπως βάσιμα ανέφερε ο ΜΚ3, εκ της ιδιότητας και εμπειρίας του, οι διακινητές ναρκωτικών συνήθως χρησιμοποιούν πέραν της μιας συσκευής και ενός αριθμού τηλεφώνου, και δεν υπάρχει μαρτυρία ως προς τον αριθμό τηλεφώνου του Κατηγορούμενου 2 στον οποίο τηλεφώνησε ο ΜΚ1 για να μπορεί να επιβεβαιωθεί πως τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα αποκλείουν την όποια πιθανότητα χρήσης από τον Κατηγορούμενο 2 άλλης συσκευής ή άλλου αριθμού τηλεφώνου από αυτά που παρουσίασε στον Σταθμό την επομένη που μετέβη με τον δικηγόρο του».
Αισθανόμαστε όμως την ανάγκη να διευκρινίσουμε και κάτι το οποίο ίσως δεν κατέστη πλήρως αντιληπτό. Το ουσιώδες επίδικο ζήτημα στην υπόθεση ήταν το κατά πόσον ο συνοδηγός στο αυτοκίνητο μεταφοράς των ναρκωτικών ήταν ο Εφεσείων ή όχι. Δεν αμφισβητείτο γενικά (λόγω και της υπεράσπισης που είχε προβληθεί) ότι ο συνοδηγός αυτός (όποιος και αν ήταν) ήταν το πρόσωπο το οποίο είχε υπό την κατοχή και έλεγχο του τα ναρκωτικά και ότι αυτό το πρόσωπο είχε δώσει στον Μ.Κ.1 τις σχετικές οδηγίες μεταφοράς και παράδοσης τους σε συγκεκριμένο σημείο. Ζητούμενο λοιπόν ήταν μόνον η ταυτότητα του συνοδηγού. Η διαπίστωση όμως του Κακουργοδικείου ότι αυτό το πρόσωπο ήταν ο Εφεσείων δεν στηρίζετο μόνο στη μαρτυρία του Μ.Κ.1. Το εν λόγω συμπέρασμα προέρχετο και στηρίζετο σε δύο ξεχωριστές και διακριτές βάσεις ή αυτόνομες πηγές μαρτυρίας. Η μια ήταν η μαρτυρία του Μ.Κ.1 και η άλλη ήταν η μαρτυρία του Μ.Κ.6. Κάθε μια από αυτές τις μαρτυρίες, εφόσον έγιναν αποδεκτές, ήταν επαρκέστατη βάση για την καταδίκη του Εφεσείοντος. Αυτό, δεδομένου ότι προηγήθηκε η απαραίτητη προειδοποίηση αφενός για τη μαρτυρία συνεργού και αφετέρου για την αναγνωριστική μαρτυρία, όπως είναι και η δική μας διαπίστωση. Συνεπεία των πιο πάνω δεν ευσταθεί η εισήγηση ότι απαιτούντο επιπλέον στοιχεία για την καταδίκη.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης υπόκειται σε απόρριψη.
Έφεση κατά της Ποινής
Λόγος Έφεσης αρ. 7
Με τον έβδομο λόγο έφεσης ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι υπήρξε άνιση μεταχείριση εν σχέσει με την ποινή διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον Εφεσείοντα φυλάκιση 7 ετών ενώ στον Μ.Κ.1 επέβαλε φυλάκιση 5 ετών. Το επιχείρημα του Εφεσείοντος είναι πως και οι δύο καταδικάστηκαν μετά από ακρόαση για ακριβώς τα ίδια αδικήματα, τα οποία πηγάζουν από τα ίδια γεγονότα.
Σύμφωνα με την παλαιά ρήση του Αριστοτέλη η ισότητα στα όμοια συνιστά δίκαιο, η δε ισότητα στα ανόμοια αποτελεί άδικο, εξ ου και η διαφορετική μεταχείριση των ανομοίων συνιστά ξανά δίκαιο (βλ. Πολιτικά, Βιβλίο Γ΄, Κεφάλαιο 9, στίχοι 1280a 8-14: «οἷον δοκεῖ ἴσον εἶναι τὸ δίκαιον, καὶ ἔστιν∙ οὐ πᾶσιν δ’ ἀλλὰ τοῖς ἴσοις· καὶ τὸ ἄνισον δίκαιον δοκεῖ εἶναι, καὶ ἔστιν∙ ἀλλ’ οὐ πᾶσιν ἀλλὰ τοῖς ἀνίσοις»). Η αρχή αυτή έχει ενσωματωθεί στο ισχύον δίκαιο και τυγχάνει εφαρμογής, μεταξύ άλλων, και σε σχέση με την ποινολογική μεταχείριση κατηγορουμένων. Όπως πολύ χαρακτηριστικά αναφέρεται στην υπόθεση Ζαχαρίου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 595:
«Η ίση μεταχείριση των παραβατών αποτελεί θεμελιώδη κανόνα της δικαιοσύνης, συνταγματικά κατοχυρωμένο από τις διατάξεις του Άρθρου 28 του Συντάγματος. Η εφαρμογή της στην τιμωρία των παραβατών επιβάλλει την απόδοση των ίσων στα ίσα. Κατά συνέπεια, δε χωρεί διάκριση στην τιμωρία παραβατών, η συνδρομή των οποίων στη διάπραξη του εγκλήματος έχει τον ίδιο βαθμό εγκληματικότητας. Χωρεί, όμως, διαχωρισμός όπου διακρίνεται ο ρόλος των παραβατών στη διάπραξη του εγκλήματος και, γενικά, όπου διαφέρει το στοιχείο εγκληματικότητας, που συνοδεύει τις πράξεις τους.»
Βασικά το ουσιώδες είναι ότι η αρχή της ισότητας δεν σημαίνει και ισοπέδωση ή τη με σχολαστικό τρόπο επιβολή της ίδιας ποινής σε όλους τους κατηγορουμένους (Φανιέρος v. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 104). Η ίση μεταχείριση δεν σημαίνει την ακριβή αριθμητική εξίσωση της ποινής δύο παραβατών αλλά διασφαλίζει μόνο την ισότητα έναντι αυθαίρετων διακρίσεων και καθόλου δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις, όπως είχε τονιστεί στη Σιδερένου v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 190. Επρόκειτο για υπόθεση στην οποία επικυρώθηκε φυλάκιση 12 ετών στον μεταφορέα, ο οποίος είχε συγκριτικά περιορισμένο ρόλο και σχετικά μικρότερο όφελος από τη σύζυγο του ιθύνοντος, η οποία συσκεύασε τα ναρκωτικά, και θα είχε εμμέσως μεγαλύτερο όφελος, για την οποία επικυρώθηκε φυλάκιση 15 ετών. Ομοιότητες εντοπίζουμε και με την υπόθεση Χατζημάρκου v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 482, στην οποία ο εφεσείων ήταν ο ιθύνων νους, οργανωτής και εμπνευστής του όλου εγχειρήματος ενώ οι δύο συνεργοί «...απλώς χρησιμοποιήθηκαν από τον εφεσείοντα που εκμεταλλεύτηκε το πάθος τους για τα ναρκωτικά, για μια απλή διακίνηση».
Κρίνουμε πως ούτε στην παρούσα περίπτωση δύναται να γίνει οποιαδήποτε σύγκριση μεταξύ του Εφεσείοντος και του Μ.Κ.1. Ο Εφεσείων γνώριζε για την κάνναβη, είχε τον έλεγχο της, διευθέτησε τη διάθεση της σε άλλον και στα πλαίσια του σχεδιασμού του αυτού ενέπλεξε τον Μ.Κ.1 για τη μεταφορά από ένα σημείο σε άλλο έναντι σχετικά ευτελούς ανταλλάγματος. Σαφώς ο ρόλος του Εφεσείοντος ήταν ουσιωδέστερος και δεν μπορεί να γίνεται σύγκριση με τον δευτερεύοντα ρόλο του Μ.Κ.1. Η διαφορά αυτή δικαιολογούσε πλήρως και την αυστηρότερη αντιμετώπιση του Εφεσείοντος χωρίς να τίθεται ζήτημα παραβίασης της ίσης μεταχείρισης παραβατών.
Ο έβδομος λόγος έφεσης υπόκειται σε απόρριψη.
Στη βάση των πιο πάνω τόσον η έφεση κατά της καταδίκης όσον και η έφεση κατά της ποινής απορρίπτονται.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο