ΣΤΕΛΙΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ v. ΣΠΥΡΟΥ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ.: 214/2019, 10/9/2025
print
Τίτλος:
ΣΤΕΛΙΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ v. ΣΠΥΡΟΥ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ.: 214/2019, 10/9/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 214/2019)

 

10 Σεπτεμβρίου 2025

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΣΤΕΛΙΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ

Εφεσείοντα/Εναγόμενου

 

και

 

ΣΠΥΡΟΥ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ

Εφεσίβλητου/Ενάγοντα

______________________________

 

Ρ. Παπαδοπούλου (κα) για Παύλος Αγγελίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσείοντα.

Ν. Γεωργίου για Καλλής & Καλλής Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσίβλητο.

 

____________________________

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφασή μας είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Κονή, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΟΝΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας («το πρωτόδικο Δικαστήριο») ημερομηνίας 10.5.2019 με την οποία επιδίκασε υπέρ του εφεσίβλητου/ενάγοντα και εναντίον του εφεσείοντα/εναγόμενου ποσό ύψους €16.721,00 πλέον τόκο προς 8% ετησίως από 15.6.2011 πλέον έξοδα.

 

Περιγράφοντας τις δικογραφημένες θέσεις των μερών, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι ο εφεσίβλητος μέσω της Έκθεσης Απαίτησής του ισχυρίστηκε ότι ο εφεσείων περί τον Δεκέμβριο του έτους 2010 υπέγραψε και εξέδωσε προς όφελος του γραμμάτιο συνήθους τύπου για το ποσό των €16.721,00 με τόκο προς 8% ετησίως από 15.6.2011. Ήταν ρητός όρος του εν λόγω γραμματίου ότι αυτό θα εξοφλείτο μέχρι τις 15.6.2011. Ο εφεσίβλητος μέσω επιστολής του δικηγόρου του, ημερομηνίας 18.5.2012, ζήτησε όπως του καταβληθεί το οφειλόμενο ποσό, πλην όμως ο εφεσείων ουδέν ποσό κατέβαλε.

 

Ο εφεσείων στην Υπεράσπισή του αρνήθηκε τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου και ισχυρίστηκε ότι ο εφεσίβλητος δεν διατηρούσε εναντίον του οποιοδήποτε αγώγιμο δικαίωμα. Ισχυρίστηκε ότι στις 17.7.2008 υπέγραψε συμφωνητικό έγγραφο με την εταιρεία Σπύρος Αριστείδου Οικοδομική Λτδ για την ανέγερση της οικίας του στο χωριό Αγία Βαρβάρα, στη Λευκωσία. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι ο εφεσείων του ζήτησε να υπογράψει το επίδικο έγγραφο, ώστε να το χρησιμοποιήσει για να εξασφαλίσει δάνειο από την τράπεζα. Στη βάση των πιο πάνω, ισχυρίστηκε ότι το επίδικο γραμμάτιο υπογράφηκε κατόπιν ψευδών παραστάσεων ή απάτης του εφεσίβλητου. Σύμφωνα με την Υπεράσπιση, η ψευδής παράσταση έγκειτο στο ότι ο εφεσίβλητος παρέστησε στον εφεσείοντα ότι το επίδικο γραμμάτιο θα χρησιμοποιείτο μόνο για σκοπούς δανειοδότησης του από την τράπεζα και εξασφάλισης ρευστότητας για την επιδιόρθωση κακοτεχνιών στην οικία του εφεσείοντα.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία, η πλευρά του εφεσίβλητου παρουσίασε τρεις μάρτυρες, τον ίδιο τον εφεσίβλητο (Μ.Ε.1) και τους Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3, ήτοι τα άτομα που φέρονταν να υπέγραψαν επί του γραμματίου (Τεκμήριο 1) ως μάρτυρες. Η πλευρά του εφεσείοντα παρουσίασε δύο μάρτυρες, τον ίδιο τον εφεσείοντα (Μ.Υ.1) και τον Μ.Υ.2, Αρχιτέκτονα Μηχανικό.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού κατέγραψε τις τελικές εισηγήσεις των δικηγόρων των δύο πλευρών, προχώρησε στην αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας.

 

Ο εφεσίβλητος άφησε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο αφού, ως αναφέρει στην απόφασή του, η μαρτυρία του διέπετο από σταθερότητα και πειστικότητα, ως επίσης ήταν σε συμφωνία τόσο με την έγγραφη μαρτυρία, όσο και με την ολότητα της μαρτυρίας. Περαιτέρω, οι θέσεις του επί των σημαντικών επίδικων ζητημάτων έμειναν ουσιαστικά ακλόνητες. Έκρινε επομένως ότι μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία του εφεσίβλητου για την εξαγωγή ευρημάτων.  

 

Θετική εντύπωση άφησαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο και οι Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3 των οποίων η μαρτυρία διέπετο από ευθύτητα και σταθερότητα και έκρινε ότι μπορούσε να βασιστεί σε αυτήν για την εξαγωγή ευρημάτων. 

 

Ο εφεσείων δεν άφησε καλή εντύπωση στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο υπέδειξε ότι η μαρτυρία του σε κάποια σημεία της δεν είχε την απαιτούμενη πειστικότητα και συνοχή και ότι παρουσίαζε κενά, ιδιαίτερα η ουσιαστική του θέση περί εξαπάτησής του, κατά τη συνομολόγηση του επίδικου γραμματίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεξηγεί με αναλυτικό τρόπο τους λόγους για τους οποίους δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσείοντα. Έκρινε ότι δεν μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία του για την εξαγωγή ευρημάτων. Αποδέχθηκε μόνο τη θέση του εφεσείοντα ότι αυτός λάμβανε με τη σύζυγό του κατά την επίδικη περίοδο μισθούς συνολικού ύψους €4.700,00, θέση που δεν είχε αμφισβητηθεί και ήταν σε συμφωνία με την έγγραφη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Όσον αφορά τη μαρτυρία του Μ.Υ.2, υπέδειξε ότι σε κάποια βασικά της σημεία, έμεινε μετέωρη. Δεν έκανε δεκτή τη θέση του περί ύπαρξης κακοτεχνιών στην οικία του εφεσείοντα, ως επίσης τη θέση του ότι είχε την εντύπωση πως δεν είχε εκδοθεί ακόμα διατακτικό για την τελική παραλαβή του έργου, αφού αυτή τέθηκε υπό μορφή εικασίας. Δέχθηκε το μέρος της μαρτυρίας του ως προς το ότι ουδέποτε είχε απευθείας επαφή με τον εργολάβο του έργου αφού ήταν σε συμφωνία με τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, ως επίσης τα προσόντα του και την ιδιότητα του ως αρχιτέκτονα της οικίας του εφεσείοντα τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν.

 

Συνεπεία των πιο πάνω έκρινε ότι μπορούσε να βασιστεί μερικώς στη μαρτυρία του Μ.Υ.2 για εξαγωγή συμπερασμάτων.  

 

Με βάση τους δικογραφημένους ισχυρισμούς των δύο πλευρών και της ως άνω αξιολόγησης, το Δικαστήριο προχώρησε στη διατύπωση των ευρημάτων του ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης ως ακολούθως:

 

«Ο Εναγόμενος στις 15.07.2008, μέσω γραπτής συμφωνίας, ανέθεσε την ανέγερση της κατοικίας του στη εταιρεία Σπύρος Αριστείδου Οικοδομική Λτδ. Η εταιρεία Σπύρος Αριστείδου Οικοδομική Λτδ, ανήκει στον Ενάγοντα.

 

Τον Δεκέμβριο του 2010, ο Εναγόμενος υπέγραψε και εξέδωσε προς όφελος του Ενάγοντα γραμμάτιο για το ποσό των €16.721=, με ημερομηνία πληρωμής την 15η.06.2011. Σε περίπτωση μη πληρωμής το επίδικο γραμμάτιο θα επιβαρυνόταν με τόκο προς 8% ετησίως και ο Εναγόμενος θα επιβαρυνόταν με τα δικηγορικά και δικαστικά έξοδα. Το επίδικο έγγραφο υπογράφτηκε στην παρουσία δύο μαρτύρων ικανών προς το συμβάλλεσθαι.

 

Ο Ενάγοντας ζήτησε από τον εναγόμενο να εξοφλήσει το ποσό του γραμματίου, πλην όμως ο Εναγόμενος ουδέν έπραξε.

 

Ο Εναγόμενος και η σύζυγός του λάμβαναν, την επίδικη περίοδο, μισθούς συνολικού ύψους €4.700=. Ο Αρχιτέκτονας του έργου επιθεωρούσε αυτό μόνο Σάββατα και Κυριακές και ουδέποτε ήρθε σε απευθείας επαφή με τον Ενάγοντα.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παρέθεσε τη νομική πτυχή που διέπει το όλο θέμα, υπέδειξε ότι στην υπό κρίση υπόθεση δεν είχε αμφισβητηθεί ότι το επίδικο έγγραφο (Τεκμήριο 1), συνιστούσε γραμμάτιο συνήθους τύπου, ούτε τέθηκε ζήτημα ακυρότητάς του αφού η γραμμή που προωθήθηκε από πλευράς εφεσείοντος κατά την ακροαματική διαδικασία ήταν ότι η υπογραφή επ' αυτού επιτεύχθηκε, κατόπιν εξαπάτησης του εφεσείοντα. Άλλωστε ο δικηγόρος του εφεσείοντα επικέντρωσε την επιχειρηματολογία του στο πιο πάνω ζήτημα και μόνο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι σε κάθε περίπτωση το επίδικο έγγραφο συγκέντρωνε όλα τα χαρακτηριστικά του γραμματίου συνήθους τύπου και συνεπώς προέκυπτε ότι ο εφεσίβλητος είχε αποδείξει ότι το επίδικο έγγραφο ήταν γραμμάτιο συνήθους τύπου εν τη εννοία του νόμου.

 

Έχοντας το πιο πάνω συμπέρασμα υπ' όψιν, το πρωτόδικο Δικαστήριο τόνισε ότι δεν μπορούσε να υπεισέλθει πίσω από τη δεδηλωμένη στο γραμμάτιο αντιπαροχή και ότι το μόνο που μπορούσε να εξετάσει είναι το εάν συνέτρεχαν οι υπερασπίσεις που προνοεί ο Νόμος. Έχοντας υπ' όψιν ως αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο εφεσείων υπέγραψε το επίδικο γραμμάτιο, απέμενε να εξεταστεί το εάν η έκδοση του γραμματίου επιτεύχθηκε συνεπεία εξαναγκασμού ή απάτης ή υπό περιστάσεις που ανάγονταν σε εξαναγκασμό ή απάτη. Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Ο Εναγόμενος στην Υπεράσπισή του προσδιόρισε ότι η υπογραφή του επίδικου γραμματίου επιτεύχθηκε, επειδή ο Ενάγοντας παρέστησε στον Εναγόμενο ψευδώς ότι αυτό θα χρησιμοποιείτο μόνο για σκοπούς λήψης δανείου από την Τράπεζα, ώστε να καταστεί δυνατή η επιδιόρθωση των κακοτεχνιών που παρουσιάστηκαν στην οικία του Εναγομένου. Προκύπτει, συνεπώς, ότι το θεμέλιο της επικαλούμενης απάτης ήταν η πιο πάνω κατ' ισχυρισμόν παράσταση. Συνακόλουθα αναδύεται η ανάγκη να εξεταστεί η έννοια της ψευδούς παράστασης.

 

Η έννοια της ψευδούς παράστασης ερμηνεύτηκε στην πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Ραπτόπουλος v. Alpha Bank Ltd, Πολ. Έφ. 337/11, ημερομηνίας 11.4.2017, ECLI:CY:AD:2017:A135, ως ακολούθως:

 

«Το βασικό στοιχείο της ψευδούς παράστασης είναι η θετική βεβαίωση κάποιου γεγονότος που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και ως αποτέλεσμα της οποίας το αθώο μέρος συνομολογεί σύμβαση με το μέρος που προέβη στην αναληθή παράσταση (βλ. σύγγραμμα «Το Δίκαιο των Συμβάσεων» Π. Πολυβίου Τόμος Α σελ. 333, 334).»

 

Στην υπό κρίση υπόθεση δεν έγινε δεκτό ότι ο Ενάγοντας ζήτησε από τον Εναγόμενο να υπογράψει το επίδικο γραμμάτιο με σκοπό να λάβει δάνειο προς επιδιόρθωση των κατ' ισχυρισμόν κακοτεχνιών. Συνεπώς δεν υφίσταται μαρτυρία που να υποστηρίζει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό περί ψευδούς παράστασης και της συνακόλουθης εξαπάτησης του Εναγομένου.

 

Ακόμα, όμως, και εάν γινόταν δεκτό ότι ο Ενάγοντας ζήτησε από τον Εναγόμενο να υπογράψει το επίδικο γραμμάτιο με σκοπό τη λήψη δανείου, στη μαρτυρία του ο Εναγόμενος δήλωσε ρητά ότι δεν το(ν) ενδιέφερε το κατά πόσο ο Ενάγοντας θα λάμβανε όντως δάνειο από την Τράπεζα χρησιμοποιώντας το επίδικο γραμμάτιο. Όμως, όπως προκύπτει από την απόφαση Ραπτόπουλος (ανωτέρω), η εκάστοτε ψευδής παράσταση πρέπει να είναι καθοριστική για την συνομολόγηση της σύμβασης.

 

Συνεπώς, εφόσον δεν απασχόλησε τον Εναγόμενο το εάν όντως το επίδικο γραμμάτιο θα ήταν αρκετό για τη λήψη δανείου, έπεται ότι η πιο πάνω παράσταση δεν ήταν καθοριστική για τη συνομολόγηση του επίδικου γραμματίου. Έτσι, σε κάθε περίπτωση δεν θα αποδεικνυόταν η κατ' ισχυρισμόν ψευδής παράσταση, η οποία αποτελεί το θεμέλιο της αποκαλούμενης απάτης.

 

Συνακόλουθα από τα γεγονότα της παρούσας δεν μπορεί να επιτύχει η υπεράσπιση ότι το επίδικο γραμμάτιο υπογράφηκε συνεπεία απάτης ή από περιστάσεις που ανάγονται σε απάτη.»

 

Συνακόλουθα της πιο πάνω κατάληξής του το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση απόφασης υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα ως ανωτέρω αναφέρεται.

  

Ο εφεσείων, ο οποίος δεν έμεινε ικανοποιημένος από την πρωτόδικη απόφαση, την προσβάλλει με 12 λόγους έφεσης.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι του ζητήθηκε ή και ότι θα έπρεπε να υπεισέλθει στη δεδηλωμένη στο επίδικο γραμμάτιο αντιπαροχή (σελ. 20 της πρωτόδικης απόφασης). Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι του ζητήθηκε ή και ότι έπρεπε να υπεισέλθει στη δεδηλωμένη στο επίδικο γραμμάτιο αντιπαροχή, αφού φαίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η αντιπαροχή για το επίδικο γραμμάτιο ήταν η επιδιόρθωση των κακοτεχνιών, ενώ δεν ήταν αυτή η θέση του εφεσείοντα, ούτε και προωθήθηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο αυτή η θέση. Αντίθετα, η θέση του εφεσείοντα ήταν ότι η έκδοση του γραμματίου επιτεύχθηκε συνεπεία εξαναγκασμού ή απάτης ή υπό περιστάσεις που ανάγονται σε εξαναγκασμό ή απάτη.

 

Παρατηρούμε ότι στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα δεν αναπτύσσεται επαρκώς ο λόγος αυτός έφεσης, αφού παρατίθεται ουσιαστικά η αιτιολογία του λόγου έφεσης. Αυτό ουσιαστικά δύναται να εκληφθεί ως εγκατάλειψη του λόγου έφεσης. Σχετική είναι η υπόθεση Αζόφ v. Προδρόμου κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 331, αλλά και οι Μελικίδης v. Παπαγεωργίου κ.ά. (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 832 και Δημητρίου v. KPMG Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 311/2014, ημερ. 24.1.2023, ECLI:CY:AD:2023:A25.

  

Εν πάση περιπτώσει υποδεικνύουμε ότι στη σελίδα 20 της πρωτόδικης απόφασης δεν διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι του ζητήθηκε να υπεισέλθει στη δεδηλωμένη στο επίδικο γραμμάτιο αντιπαροχή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στις πρόνοιες των Άρθρων 78[1] και 80[2] του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 και στη νομολογία επί του θέματος (μεταξύ άλλων Λεωνίδου κ.ά. v. Σπυριδάκη (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1694, Κυριάκου v. Αναστασίου (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 148 και Σαλαχώρη v. Παναγιωτίδου (2016) 1(Α) Α.Α.Δ. 664), δηλαδή υιοθέτησε τη σχετική νομολογία σύμφωνα με την οποία οι μόνες υπερασπίσεις που επιτρέπονται είναι ότι το γραμμάτιο λήφθηκε κατόπιν δόλου ή ότι η υπογραφή του χρεώστη ή άλλου μέρους δεν είναι στην πραγματικότητα η δική του και εξέτασε κατά πόσο ίσχυε οποιαδήποτε από τις υπερασπίσεις που προβλέπονται, κρίνοντας ότι δεν ίσχυαν. Επομένως, δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο με τον οποίο προσέγγισε το ζήτημα το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο παρέθεσε τις πρόνοιες του Νόμου και υιοθέτησε και εφάρμοσε ουσιαστικά τις επιταγές της νομολογίας.

 

Με βάση τα πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποδέκτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου. Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου αφού αυτός δήλωσε κατά τη μαρτυρία του ότι με το επίδικο γραμμάτιο εξοφλήθηκε η όποια οφειλή του εφεσείοντα προς την εταιρεία του, δήλωση η οποία εξάγει μόνο ανυπόστατο ή και παράλογο ή και αυθαίρετο συμπέρασμα. Υποστηρίζει επίσης ότι ο εφεσίβλητος ανέφερε κατά την αντεξέτασή του ότι το επίδικο γραμμάτιο υπογράφηκε γιατί αυτός έδωσε ή και δάνεισε λεφτά στον εφεσείοντα, στοιχείο που καταδεικνύει «κραυγαλέα» αντίφαση η οποία δεν λήφθηκε υπ' όψιν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ή και δήλωση η οποία εξάγει μόνο ανυπόστατο ή και παράλογο ή και αυθαίρετο συμπέρασμα. Υποστηρίζεται τέλος ότι γενικά η μαρτυρία του εφεσίβλητου εξάγει μόνο ανυπόστατα ή και παράλογα ή και αυθαίρετα συμπεράσματα.

 

Υποδεικνύουμε κατ’ αρχάς σε σχέση με τον λόγο αυτό έφεσης ότι μέσω της αιτιολογίας του επιχειρείται η διεύρυνση του λόγου έφεσης, πράγμα ανεπίτρεπτο αφού «δεν είναι επιτρεπτή η διεύρυνση του λόγου μέσα από την αιτιολογία του, που στοχεύει και περιορίζεται στην αιτιολόγηση των όσων ο ίδιος ο λόγος έφεσης εγείρει (Κατερίνα Γεωργίου κ.ά. ν. Νικόλα Αργυρίδη, Έφεση Αρ. 2/2024, ημερ. 17/12/24, αρχή που επανατονίστηκε στην πολύ πρόσφατη υπόθεση A.L. Krambenes Ltd κ.ά. ν. A.L. Vasiliou Motors Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 122/2017, ημερ. 17/7/2025 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Μαυρέα κ.ά. Ποιν. Εφ. Αρ. 13/22-18/22, ημερ. 25.2.2025.

 

Περαιτέρω, όσον αφορά την τελευταία αναφορά εκ μέρους της πλευράς του εφεσείοντα στην αιτιολογία του τέταρτου λόγου έφεσης, υποδεικνύουμε ότι αυτή είναι ασαφής και αόριστη και ως εκ τούτου δεν μπορεί να ληφθεί υπ' όψιν αφού δεν διευκρινίζει ποια ανυπόστατα ή και παράλογα ή και αυθαίρετα συμπεράσματα εξάγονται από τη μαρτυρία του εφεσίβλητου.

 

Υποδεικνύουμε ακόμα τα όσα έχουν λεχθεί στην Χ'' Μάρκου v. Widehorizon (Cap. Market) Ltd (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 108:

 

«Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στα συμπεράσματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, καθώς και η διαπίστωση των πρωτογενών γεγονότων, ανάγονται στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο βρίσκεται σε προνομιακή θέση να εκτιμήσει τα θέματα τούτα. (Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321). Το Εφετείο δικαιολογείται να επεμβαίνει στις διαπιστώσεις αξιοπιστίας, μόνο εφόσον καταφαίνεται ότι εξ αντικειμένου αυτές είναι ανυπόστατες. (Καννάουρου κ.ά. v. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35, 39). Περαιτέρω, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί επέμβαση του Εφετείου εκεί όπου οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δεν δικαιολογούνται από τη δοθείσα μαρτυρία, ή όπου τα συμπεράσματα είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδεχθεί το Δικαστήριο. (Βλ. επίσης Αυξεντίου v. Δίγκλη (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1367).»

 

Επισημαίνουμε επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει τη μαρτυρία του εφεσίβλητου στην πρωτόδικη απόφαση με λεπτομέρεια και επάρκεια, διεξήλθε αυτή με προσοχή και επιμέλεια και κατέληξε να αποδεχθεί τη μαρτυρία του εφεσίβλητου αιτιολογώντας πλήρως την κρίση του αυτή. Συγκεκριμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι:

 

«Ο ΜΕ 1 κατέθεσε με σταθερότητα και πειστικότητα και η μαρτυρία του συνάδει τόσο με την έγγραφη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου όσο και με την ολότητα της μαρτυρίας.

Οι θέσεις του επί των ουσιαστικών επίδικων ζητημάτων έμειναν ουσιαστικά ακλόνητες και συνάδουν με την υπόλοιπη μαρτυρία. Συγκεκριμένα, δεν έχει αμφισβητηθεί ότι το επίδικο έγγραφο ήταν γραμμάτιο. Επίσης, η θέση του ότι το επίδικο γραμμάτιο υπογράφτηκε ενώπιον δύο μαρτύρων, επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία των Μ.Ε.2 και 3 και δεν αντικρούεται από αντίθετη μαρτυρία.

Επιπλέον η θέση του ότι ουδέποτε είδε τον  αρχιτέκτονα του έργου, επιβεβαιώνεται από τη μαρτύρια του ίδιου του αρχιτέκτονα Μ.Υ.2, ο οποίος δήλωσε ότι ουδέποτε οι δυο τους συναντήθηκαν. Επιπρόσθετα η θέση του ότι η επίδικη οικία ουδέποτε παρουσίαζε κακοτεχνίες, δεν αντικρούεται από αντίθετη μαρτυρία, αλλά επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία του Μ.Υ.2 , οποίος δέχθηκε ότι ουδέποτε έστειλε παρατηρήσεις προς τον εργολάβο σχετικά με κακοτεχνίες.

Περαιτέρω δέχομαι τη θέση του Ενάγοντα ότι η εταιρείας Σπύρος Αριστείδου Οικοδομική Λτδ είναι ιδιοκτησίας δικής του και ότι αυτή συμβλήθηκε με τον Εναγόμενο για την ανέγερση της κατοικίας του τελευταίου. Το πιο πάνω προκύπτει από το Τεκμήριο 3 αλλά και από την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία του Ενάγοντα ότι η εν λόγω εταιρεία είναι δική του.

Παράλληλα η θέση του ότι αποστάληκε η επιστολή των δικηγόρων, ημερομηνίας 18.5.2012, δεν αμφισβητήθηκε.

Η θέση του ότι με το επίδικο γραμμάτιο εξοφλήθηκε η όποια οφειλή του Εναγομένου προς την εταιρεία του Ενάγοντα, επειδή δεν συνδέεται με τα επίδικα θέματα στην παρούσα, δεν μπορεί να επηρεάσει την αξιοπιστία της εκδοχής του Μ.Ε.1.

Συνεπώς το Δικαστήριο μπορεί να βασισθεί στη μαρτυρία του Μ.Ε.1 για την εξαγωγή ευρημάτων.»

 

Εύκολα διαπιστώνεται από τα πιο πάνω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε πλήρως τους λόγους για τους οποίους αποδέχτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου οι οποίοι δεν αμφισβητούνται με τον λόγο έφεσης. Δηλαδή δεν αμφισβητείται η αιτιολογική στήριξη η οποία οδήγησε στην αποδοχή της μαρτυρίας του εφεσίβλητου. Όπως έχει λεχθεί στην Κωνσταντινίδου v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 450, λόγος έφεσης ο οποίος είναι ασύνδετος με την αιτιολογική στήριξη της εκκαλούμενης απόφασης δεν εξετάζεται. Περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο επεξήγησε γιατί η αναφορά του εφεσίβλητου ότι με το επίδικο γραμμάτιο εξοφλήθηκε η όποια οφειλή του εφεσείοντα προς την εταιρεία του, ότι δηλαδή δεν συνδεόταν με τα επίδικα θέματα, δεν μπορούσε να επηρεάσει την αξιοπιστία της εκδοχής του εφεσίβλητου. Υποδεικνύουμε ότι η εν λόγω εταιρεία δεν ήταν διάδικος στην αγωγή και επομένως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η πιο πάνω αναφορά του εφεσίβλητου δεν συνδεόταν με τα επίδικα θέματα. Παρόλα αυτά ο εφεσίβλητος αντεξεταζόμενος σε σχέση με την αναφορά του αυτή ήταν σαφής ότι η εταιρεία του Σπύρος Αριστείδου Οικοδομική Λτδ εξοφλήθηκε για τις οικοδομικές εργασίες που παρείχε στον εφεσείοντα, ότι ο ίδιος δάνεισε χρήματα στον εφεσείοντα και είναι για αυτό τον λόγο που συντάχθηκε και υπογράφηκε το επίδικο γραμμάτιο – Τεκμήριο 1. Αρνήθηκε ότι ο εφεσείοντας παρακράτησε από την εν λόγω εταιρεία το ποσό των €16.720,00 λόγω κακοτεχνιών και ότι ο ίδιος εξαπάτησε τον εφεσείοντα. Παραθέτουμε σχετικά αποσπάσματα από την αντεξέτασή του.

 

«Ε.      Όταν πάεις πάνω είναι 220 χιλιάδες αυτό το ποσό, συμφωνάτε;

Α.        Ναι.

Ε.        Φαντάζομαι σου πλήρωσε αυτά τα λεφτά;

Α.        Μάλιστα.

Ε.        Ok. Δηλαδή δεν σου χρωστά;

Α.        Όχι.

Ε.        Τότε γιατί υπογράφτηκε τούτο το έγγραφο;

....................

Ε.        Εν για τούτο που κινήσατε την αγωγή δηλαδή;

Α.        Αφού του έδωσα λεφτά.

Ε.        Του έδωσες λεφτά;

Α.        Ναι, του έδωσα λεφτά και μου υπόγραψε για εγγύηση των λεφτών μου.

Ε.        Δηλαδή εκτός που developer κάνεις και δάνεια;

Α.        Με πήρε τηλέφωνο, ζήτησε τούτο το ποσό το συγκεκριμένο που αναφέρεται, επειγόντως αν μπορώ να τον βοηθήσω. Είπα του ότι θα κάνουμε κάτι. Τον ρώτησα ποια η εγγύηση, ότι θα σου υπογράψω. Του έκανα αυτό το γραμμάτιο και υπόγραψε.

Ε.        Κύριε αφού έγινε τούτο το πράγμα που λέτε τώρα, πώς λέτε στην παράγραφο 10 της γραπτής σας δήλωση ότι, (διαβάζει) «ισχυρίζομαι ότι…. έχουν εξοφληθεί». Είτε του δάνεισες λεφτά, είτε με την υπογραφή εξόφλησε.

………………..

Α.        Με τη δουλειά μου που έκανα δεν είχα πρόβλημα, απλώς εζήτησε μου τούτην τη βοήθεια τζιαί έδωκα τούτα τα λεφτά με τους όρους ότι θα με ξεπληρώσει σε τόσο χρονικό διάστημα. Αν είχε πρόβλημα στη δουλειά αφού αναφέρεται στη δουλειά, οτιδήποτε, δεν βλέπω εγώ κάποιαν παρατήρηση ή κάποιαν αγωγή εναντίον της εταιρείας υποτίθεται αν είχε οτιδήποτε. Τούτα τα πράματα τέλειωσαν καλά και χρειάστηκε τούτην τη βοήθεια.

Ε.        Μάλιστα. Πότε τελείωσε η δουλειά κύριε πάνω στο συμβόλαιο αν θυμάσαι;

Α.        Ένα περίπου χρόνο πριν τον δανεισμό, κάτι έτσι.

Ε.        Και πότε σε εξόφλησε ο κύριος Στέλιος;

………………..

Ε.        Απολογούμαι. Πότε εξόφλησε την εταιρεία ο κύριος Στέλιος;

Α.        Περίπου στον χρόνο, κάπου εκεί.

Ε.        Δηλαδή τελείωσε η δουλειά και ακόμα ένα χρόνο εξόφλησε την εταιρεία;

Α.        Ναι.

Ε.        Μάλιστα. Εγώ σου υποβάλλω κύριε ότι είχε μείνει το ποσό των 16.720 ευρώ πίσω και ο λόγος που έμεινε πίσω κύριε προς την οικοδομική ήταν γιατί σου το έκανε σαν κράτηση γιατί υπήρχαν προβλήματα μέσα στο σπίτι σοβαρά. Τι έχεις να πεις;

Δικαστήριο: Μιαν - μιαν υποβολή. Κάνατε δύο. Σπάστε την για να απαντά ξεκάθαρα.

Ο κος Γ. Αγγελίδης συνεχίζει:

E.        Εγώ σου υποβάλλω κύριε ότι είχε μείνει ένα ποσό 16.720 πίσω πάνω στο συγκεκριμένο συμβόλαιο γιατί το έκανε κράτηση ο Εναγόμενος, συμφωνείς;

Α.        Όχι.

Ε.        Σου υποβάλλω κύριε ότι η εταιρεία σου και εσύ σαν αντιπρόσωπος, διευθυντής της, είχατε κάνει αρκετές κακοτεχνίες μέσα στο σπίτι και γι΄ αυτό σου έκανε την κράτηση, συμφωνείς;

Α.        Όχι.

Ε.        Σου υποβάλλω επίσης ότι το συγκεκριμένο έγγραφο για το οποίο κινάς σήμερα τούτην την αγωγή το πήρες στον πελάτη μου, στον Εναγόμενο δηλαδή να το υπογράψει, για να πάρεις δήθεν χρηματοδότηση από την τράπεζα για να τελειώσεις το έργο. Αυτός ήταν ο λόγος που το έβαλες, για να δείξεις ότι είχες να παίρνεις λεφτά για να μπορεί η τράπεζα κατ΄ ισχυρισμό σου να σε δανειοδοτεί. Τι έχεις να πεις;

Κος Ν. Γεωργίου: Όχι κατ΄ ισχυρισμό του.

Δικαστήριο: Η υποβολή σας είναι πολύ μεγάλη ξανά. Χάνεται το νόημα.

Ο κος Γ. Αγγελίδης συνεχίζει:

Ε.        Να την σπάσω. Σου υποβάλλω κύριε ότι το συγκεκριμένο έγγραφο το πήρες στον πελάτη μου για να υπογράψει γιατί του είπες ότι το χρειάζεσαι να το πάρεις στην τράπεζα για να της δείξεις ότι έχεις να παίρνεις λεφτά από κάποιον, ούτως ώστε αυτή να σε δανειοδοτεί με τη σειρά της και να τελειώσεις με τη δουλειά και να σάσεις τα προβλήματα που υπήρχαν μέσα στο σπίτι, συμφωνείς;

Α.        Καταρχήν αν είχε οποιαδήποτε προβλήματα, μπορεί να μας παρουσιάσει έστω μιαν επιστολή αγωγής που υπάρχουν τεχνικά στο κτήριο; Πρώτα - πρώτα άμαν έχεις κάτι στέλνεις επιστολή στον εργολάβο, αρχιτέκτονα για να υποδείξεις τις κακοτεχνίες του, αν διορθώνονται να διορθωθούν. Δεν έχει ως τώρα υποδειχθεί τίποτε και για την τράπεζα, μπορεί να πάω στην τράπεζα το γραμμάτιο μου σαν Σπύρος Αριστείδου και ως Σπύρος Αριστείδου θα το δεχτεί η τράπεζα αφού είναι η εταιρεία, είναι η Σπύρος Αριστείδου Οικοδομικά Λτδ, πώς θα πάρω γραμμάτιο στον Σπύρο Αριστείδου; Είναι Σπύρος Αριστείδου. Δεν θα το δεχθεί η τράπεζα.

………………..

Α.        Εγώ είπα τι εγίνηκεν. Ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει.

Ε.        Εγώ σου υποβάλλω κύριε για να τελειώνουμε, ότι εξαπάτησες τον κύριο Στέλιο και εξασφάλισες το συγκεκριμένο έγγραφο από αυτόν, τη συγκεκριμένη υπογραφή. Τι έχεις να πεις;

Κος Ν. Γεωργίου: Ένσταση ή να το βάλει ο συνάδελφος σαν υποβολή.

Δικαστήριο: Υποβολή είπε. (Προς μάρτυρα) Απαντήστε.

Ο μάρτυρας συνεχίζει:

Α.        Αφού απάντησα τι εγίνηκεν. Υποτίθεται ότι ήθελε τη βοήθειά μου και έτσι εγίνηκεν».

 

Επομένως ο εφεσείοντας έδωσε σαφή εξήγηση ότι η πιο πάνω αναφορά του αφορούσε την εταιρεία Σπύρος Αριστείδου Οικοδομική Λτδ. Αυτή εξάλλου ήταν και η δικογραφημένη θέση του εφεσείοντα όπου στις παραγράφους 4 και 8 της Απάντησής του τόνιζε ότι η εν λόγω εταιρεία δεν ήταν διάδικος σε αγωγή και ανέφερε περαιτέρω στην παράγραφο 8 ότι «με την υπογραφή του γραμματίου οι οποιεσδήποτε οφειλές του εναγομένου προς την Σπύρος Αριστείδου Οικοδομική Λτδ έχουν εξοφληθεί». Επισημαίνουμε ακόμα ότι σύμφωνα με πάγια νομολογία, η μαρτυρία θα πρέπει να εξετάζεται και να αξιολογείται στο σύνολο της και όχι αποσπασματικά (βλ. Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου κ.ά. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 552, Παπακόκκινου κ.ά. v. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653 και Ιωάννου ν. Παλάζη (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 576).

 

Με βάση τα πιο πάνω ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Η κατάληξή μας όσον αφορά τον τέταρτο λόγο έφεσης συμπαρασύρει και τον πέμπτο λόγο έφεσης όπου προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι «η θέση του (εφεσίβλητου) ότι με το επίδικο γραμμάτιο εξοφλήθηκε η όποια οφειλή του Εναγόμενου προς την εταιρεία του Ενάγοντα, επειδή δεν συνδέεται με τα επίδικα θέματα με την παρούσα, δεν μπορεί να επηρεάσει την αξιοπιστία της εκδοχής του Μ.Ε.1».   

 

          Με βάση τα πιο πάνω ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι στερείται λογικής και πειστικότητας η εκδοχή του εφεσείοντα ότι του ζητήθηκε από τον εφεσίβλητο να υπογράψει το επίδικο γραμμάτιο για τον συγκεκριμένο σκοπό, για τον λόγο ότι ο εφεσίβλητος ουδέποτε ήταν υπεύθυνος προσωπικά για την επιδιόρθωση των όποιων κακοτεχνιών αλλά υπεύθυνη για τυχόν επιδιόρθωση ήταν η εταιρεία του, παραπέμποντας στη σελίδα 13 της πρωτόδικης απόφασης. Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσείοντα ότι εξάγοντας, το πρωτόδικο Δικαστήριο, το πιο πάνω συμπέρασμα ή και εύρημα, αγνόησε το γεγονός ότι η υπεράσπιση του εφεσείοντα ήταν ότι η έκδοση του επίδικου γραμματίου επιτεύχθηκε συνεπεία εξαναγκασμού ή απάτης ή υπό περιστάσεις που ανάγονται σε εξαναγκασμό ή απάτη ή και φαίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αντιλήφθηκε την ουσία της υπεράσπισης του εφεσείοντα. Επιχειρηματολογεί η πλευρά του εφεσείοντα, ότι αυτός έθεσε μια ξεκάθαρη θέση ως προς τα γεγονότα, ότι δηλαδή ο εφεσίβλητος του ζήτησε, εξαπατώντας τον, να υπογράψει το επίδικο γραμμάτιο, για να μπορέσει να λάβει δάνειο από την τράπεζα του και να προχωρήσει την επιδιόρθωση των κακοτεχνιών και η οποία θέση μεταφερόταν ως προς τη νομική υπεράσπιση στο ότι η έκδοση του γραμματίου επιτεύχθηκε συνεπεία εξαναγκασμού ή απάτης ή υπό περιστάσεις που ανάγονται σε εξαναγκασμό ή απάτη. Το γεγονός ότι υπεύθυνη για την επιδιόρθωση των κακοτεχνιών νομικά και αυστηρά ομιλούντες ήταν η εταιρεία του εφεσίβλητου και όχι ο ίδιος ο εφεσίβλητος, ουδεμία σχέση έχει καθότι αυτό θα υπείχε σημασίας εάν παραδείγματος χάριν ο εφεσείων κινούσε αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου για τις κακοτεχνίες και όχι εναντίον της εταιρείας του εφεσείοντα. Αντίθετα, στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ίδιος ο εφεσίβλητος αναφερόταν κατά τη μαρτυρία του στην εταιρεία του ωσάν να υπήρχε ταυτοσημία μεταξύ τους και η πλευρά του εφεσείοντα παραθέτει αποσπάσματα από την αντεξέταση του εφεσίβλητου.

 

Ο λόγος αυτός έφεσης επίσης δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Επαναλαμβάνουμε κατ' αρχάς τα όσα έχουν αναφερθεί στη Χατζημάρκου (ανωτέρω), ότι δηλαδή το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στα συμπεράσματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Περαιτέρω παραπέμπουμε στο μέρος της πρωτόδικης απόφασης όπου αξιολογείται η μαρτυρία του εφεσείοντα. Όπως αναφέρουμε πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα σε κάποια σημεία της δεν είχε την απαιτούμενη πειστικότητα και συνοχή και ότι η εκδοχή του παρουσίαζε κενά, ιδίως η ουσιαστική του θέση περί εξαπάτησης του κατά τη συνομολόγηση του επίδικου γραμματίου. Όπως υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η βάση της κατ' ισχυρισμό εξαπάτησης ήταν ο ισχυρισμός ότι ο εφεσίβλητος του παρουσίασε πως η υπογραφή του επίδικου γραμματίου ήταν αναγκαία, για να μπορέσει αυτός να λάβει δάνειο ώστε να αγοράσει υλικά προς επιδιόρθωση των κακοτεχνιών. Η βασική δηλαδή θέση του εφεσείοντα εδραζόταν στον ισχυρισμό περί ύπαρξης κακοτεχνιών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε στη συνέχεια:

 

«Η πιο πάνω θέση στερείται λογικής και πειστικότητας, αφού δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία ως προς την ύπαρξη συγκεκριμένων κακοτεχνιών. Στο σημείο αυτό υπενθυμίζεται η αρχή, η οποία καθιερώθηκε στην απόφαση Χαραλάμπους Χαράλαμπος v. Decostone Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 747, ότι η ύπαρξη ελαττωμάτων σε έργο που ανέλαβε να κατασκευάσει ένας διάδικος δεν δημιουργεί, χωρίς άλλο, θέμα κακοτεχνιών και δεν εξουδετερώνει ή μειώνει την υποχρέωση εκείνου που εγείρει θέμα ευθύνης να στοιχειοθετήσει την αμέλεια που καταλογίζει στον διάδικο ή την ύπαρξη και παράβαση συμβατικού όρου στο πλαίσιο εκτέλεσης της σύμβασης.

 

Τονίζεται ότι οι φωτογραφίες, που αποτελούν το Τεκμήριο 5, πέραν του ότι είναι δυσδιάκριτες, δεν φανερώνουν από μόνες τους την ύπαρξη κακοτεχνιών, ως η νομολογία απαιτεί και ως εκ τούτου δεν μπορούν να οδηγήσουν σε εύρημα περί ύπαρξης κακοτεχνιών.

 

Στην υπό κρίση υπόθεση ουδεμία μαρτυρία προσφέρθηκε, η οποία να καταλογίζει στην εταιρεία του Ενάγοντα αμέλεια ή παράβαση συμβατικού όρου στην κατασκευή της οικίας του Εναγομένου, ώστε να στηριχθεί ο ισχυρισμός περί ύπαρξης κακοτεχνιών. Εφόσον, λοιπόν, δεν έχει προσφερθεί μαρτυρία που να θεμελιώνει την ύπαρξη κακοτεχνιών, εν τη εννοία του Νόμου, καταρρέει και το βάθρο της κατ' ισχυρισμόν εξαπάτησης.

 

Ανεξάρτητα με τα πιο πάνω, ο Μ.Υ.1 παρέλειψε να προσφέρει οποιαδήποτε μαρτυρία ως προς το ύψος που απαιτείτο για την επιδιόρθωση των κατ' ισχυρισμόν κακοτεχνιών. Η πιο πάνω παράλειψη δεν επιτρέπει να αξιολογηθεί το κατά πόσο το ποσό του γραμματίου μπορούσε λογικά να επαρκεί για την επιδιόρθωση των κατ' ισχυρισμό κακοτεχνιών, ώστε να καθίσταται λογικό το ενδεχόμενο να χρησιμοποιείτο αυτό προς εξασφάλιση δανείου για αγορά των αναγκαίων υλικών. Τονίζεται ότι το Τεκμήριο 12, στο οποίο παρέπεμψε ο Εναγόμενος, δεν βοηθά την υπόθεσή του, γιατί αφενός το Τεκμήριο 12 είναι μεταγενέστερης ημερομηνίας από το επίδικο γραμμάτιο και άρα το περιεχόμενό του δεν ήταν υπόψιν των μερών τον ουσιώδη χρόνο και αφετέρου αναφέρεται σε ποσά μεγαλύτερα του επίδικου γραμματίου.

 

Ταυτόχρονα δεν υφίσταται μαρτυρία ότι ο Ενάγοντας σκόπευε να επιδιορθώσει τις κατ' ισχυρισμόν κακοτεχνίες, αφού δεν υφίσταται μαρτυρία ότι τέθηκε υπόψιν του από τον Αρχιτέκτονα, κατά τον χρόνο συνομολόγησης του επίδικου γραμματίου, οποιοδήποτε έγγραφο ή διατακτικό που να περιέχει απαίτηση για επιδιόρθωση κακοτεχνιών. Η λογική πορεία των πραγμάτων θα ήταν τουλάχιστον να γνώριζε ο Ενάγοντας ότι απαιτούντο συγκεκριμένες ενέργειες ή επιδιορθώσεις, ώστε να αποκτά νόημα η ανάγκη δανειοδότησης για το συγκεκριμένο ποσό που καταγράφει το γραμμάτιο. Η απουσία των πιο πάνω δεδομένων καθιστά μη λογική την εκδοχή του Εναγομένου, ότι του ζητήθηκε από τον Ενάγοντα να υπογράψει το επίδικο γραμμάτιο για τον συγκεκριμένο σκοπό.

 

Παράλληλα η πιο πάνω θέση στερείται λογικής και πειστικότητας και για τον λόγο ότι ο Εναγόμενος ουδέποτε ήταν υπεύθυνος προσωπικά για την επιδιόρθωση  των όποιων κακοτεχνιών, αλλά υπεύθυνη για τυχόν επιδιόρθωση τέτοιων ήταν η εταιρεία που συμβλήθηκε με τον Εναγόμενο. Συνεπώς εάν υφίστατο ανάγκη για επιδιόρθωση, αυτή θα γινόταν μέσω της εταιρείας που ανάλαβε την κατασκευή του έργου και η όποια ανάγκη δανειοδότησης θα προέκυπτε προς το πρόσωπο της εταιρείας και όχι του Ενάγοντα προσωπικά.

 

Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, ακόμα και εάν γίνει δεκτή η θέση ότι ο Ενάγοντας ζήτησε από τον Εναγόμενο να του υπογράψει το επίδικο γραμμάτιο με σκοπό την δανειοδότηση προς αγορά υλικών για επιδιόρθωση των κακοτεχνιών, δεν προκύπτει ότι η πιο πάνω δήλωση ήταν ουσιαστική για τη σύναψη του γραμματίου, αφού  ίδιος ο Εναγόμενος δήλωσε ότι δεν είχε λόγο να προσέχει για οτιδήποτε και ούτε τον ενδιέφερε. Παράλληλα, ο ίδιος ο Εναγόμενος δέχθηκε ότι πρόσεξε πως το επίδικο γραμμάτιο είχε σαν δικαιούχο τον Ενάγοντα προσωπικά, αλλά δεν τον ενδιέφερε. 

 

Έτσι η εκδοχή του Εναγομένου παρουσιάζει λογική αντίφαση, αφού από τη μία προβάλλει τη θέση ότι υπέγραψε το επίδικο γραμμάτιο, κατόπιν κάποιων παραστάσεων, και από την άλλη δηλώνει ότι δεν τον ενδιάφερε το εάν το επίδικο γραμμάτιο ήταν ικανό να επιτύχει τον σκοπό για τον οποίο του παρουσιάσθηκε ότι προορίζετο. Η πιο πάνω εκδοχή συνολικά ορωμένη αφίσταται της λογικής, αφού η έννοια της εξαπάτησης προϋποθέτει ότι ο εξαπατώμενος προβαίνει  συνειδητά σε κάποια πράξη, για να επιτύχει κάποιο σκοπό ή αποτέλεσμα ή στόχο και δεν ενεργεί με αδιαφορία.

 

Συνεπώς ο ισχυρισμός του Εναγομένου Μ.Υ.1, περί εξαπάτησής του, όπως τέθηκε, στερείται λογικής και πειστικότητας εξ αυτού του λόγου και μόνο.»

 

Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο μελέτησε με τη δέουσα προσοχή και επιμέλεια τη μαρτυρία και την εκδοχή του εφεσείοντα και τα συμπεράσματα του ήταν εύλογα υπό τις περιστάσεις. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία και εκδοχή του εφεσείοντα για σειρά λόγων και όχι μόνο αυτού που παρατίθεται στον πιο πάνω λόγο έφεσης. Η κρίση μας για την προσέγγιση και αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα περιλαμβάνει και το ζήτημα που αφορά τον λόγο αυτό έφεσης. Η πλευρά του εφεσείοντα δεν έχει καταφέρει να καταδείξει ότι η συλλογιστική και τα συμπεράσματα αυτά του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένα (βλ. Πολάτογλου ν. Μασούρα (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 150, Τ.J.S. Enterpr. Ltd v. Λαϊκής Κυπρ. Τράπ. (Χρημ.) Λτδ (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 108 και Χατζημάρκου ν. Widehorizon (Cap. Market) Ltd (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 108). Επαναλαμβάνουμε ότι σύμφωνα με τη νομολογία η μαρτυρία θα πρέπει να εξετάζεται και να αξιολογείται στο σύνολο της και όχι αποσπασματικά [Χριστοδούλου, Παπακόκκινου κ.ά. και Ιωάννου, (ανωτέρω)].

 

Με βάση τα πιο πάνω ο έκτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Οι λόγοι έφεσης υπ' αριθμό 7, 8 και 9 θα εξεταστούν μαζί λόγω συνάφειας.

 

Με τον έβδομο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η θέση ή και ισχυρισμός περί ύπαρξης κακοτεχνιών στερείται λογικής και πειστικότητας αφού δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία ως προς την ύπαρξη συγκεκριμένων κακοτεχνιών. Υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο πιο πάνω εύρημα, αφού υπήρχε η σχετική μαρτυρία του εφεσείοντα ως επίσης κατατέθηκαν φωτογραφίες των κακοτεχνιών από τον εφεσείοντα ως Τεκμήριο 5 αλλά και κατατέθηκε σχετική επιστολή του αρχιτέκτονα του έργου (Μ.Υ.2) ημερομηνίας 28.6.2013, Τεκμήριο 12. Περαιτέρω ο Μ.Υ.2 κατά τη μαρτυρία του ανέφερε ρητά ότι παρατήρησε κακοτεχνίες και παραλείψεις από τον εργολάβο ενώ τα προσόντα του και η ιδιότητα του ως αρχιτέκτονα του έργου δεν αμφισβητήθηκαν. Με τον όγδοο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η θέση του Μ.Υ.2 περί ύπαρξης κακοτεχνιών δεν μπορούσε να γίνει δεκτή γιατί ενώ έκανε λόγο για ύπαρξη κακοτεχνιών δεν είχε οποιαδήποτε επιστολή ή διατακτικό ή έγγραφο παρατηρήσεων να υποδείξει. Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσείοντα ότι ο Μ.Υ.2 ουσιαστικά επιβεβαίωσε ή και κλήθηκε για να επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό του εφεσείοντα για κακοτεχνίες ή και η μαρτυρία του αποτελούσε ενισχυτική ή και επιπρόσθετη μαρτυρία. Περαιτέρω κατατέθηκαν φωτογραφίες των κακοτεχνιών από τον εφεσείοντα ως Τεκμήριο 5, ως επίσης η σχετική επιστολή του Μ.Υ.2, Τεκμήριο 12. Δεν υπήρχε η αναγκαιότητα ή και υποχρέωση προσκόμισης διατακτικού ή και άλλου εγγράφου ή και δεν υπήρχε αντίθετη μαρτυρία ή και υπήρχε παραδοχή του εφεσίβλητου για εκκρεμές υπόλοιπο/ποσό δυνάμει της συμφωνίας, Τεκμήριο 3. Με τον ένατο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η θέση ή και ισχυρισμός του εφεσείοντα περί εξαπάτησης κατέρρευσε αφού δεν προσφέρθηκε μαρτυρία που να θεμελιώνει την ύπαρξη κακοτεχνιών. Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπ' όψιν του τη σχετική μαρτυρία του εφεσείοντα (παραπέμπει σε σχετικό απόσπασμα), το γεγονός ότι κατατέθηκαν φωτογραφίες των κακοτεχνιών (Τεκμήριο 5), αλλά και επιστολή του Μ.Υ.2 (Τεκμήριο 12). Περαιτέρω υποστηρίζεται ότι ο Μ.Υ.2 κατά τη μαρτυρία του ανέφερε ρητά ότι παρατήρησε κακοτεχνίες και παραλείψεις από τον εργολάβο ενώ τα προσόντα του και η ιδιότητά του ως αρχιτέκτονας του έργου δεν αμφισβητήθηκαν. Η πλευρά του εφεσείοντα παραπέμπει σε σημεία της μαρτυρίας του Μ.Υ.2 όπου ανέφερε ρητά ότι εντόπισε κακοτεχνίες εκ μέρους του εργολάβου, ότι υπήρχαν οι φωτογραφίες (Τεκμήριο 5) στις οποίες παρέπεμψε ο Μ.Υ.2 τις οποίες το Δικαστήριο δεν έλαβε υπ' όψιν του, ενώ προωθείται και η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέστησε τον εαυτό του πραγματογνώμονα, πράγμα ανεπίτρεπτο θεωρώντας από μόνο του ότι για να υπήρχαν κακοτεχνίες θα έπρεπε αυτόματα ή και οπωσδήποτε να υπήρχε επιστολή ή διατακτικό ή έγγραφο παρατηρήσεων, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία και σύγγραμμα.

 

Ούτε αυτοί οι λόγοι έφεσης μπορούν να επιτύχουν.

 

Υποδεικνύουμε κατ' αρχάς ότι οι λόγοι αυτοί έφεσης συνδέονται με την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιολόγηση του εφεσείοντα την οποία παραθέτουμε πιο πάνω στο πλαίσιο του έκτου λόγου έφεσης.

 

Όσον αφορά τον Μ.Υ.2, όπως αναφέρουμε πιο πάνω ήταν η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του σε κάποια βασικά της σημεία παρέμεινε μετέωρη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι:

 

«Συγκεκριμένα, ενώ στην επιστολή Τεκμήριο 12 καταγράφεται κάποιο ποσό ως εκτιμημένο κόστος επιδιόρθωσης κακοτεχνιών, ο ίδιος δήλωσε ότι δεν υπάρχει εκτίμηση. Επίσης ο Μ.Υ.2 δεν ήταν σε θέση να υποδείξει εάν υφίστατο κάποιο διατακτικό το οποίο δεν πληρώθηκε λόγω κακοτεχνιών. Το μόνο που ανέφερε είναι ότι νομίζει ότι δεν έχει εκδοθεί διατακτικό για τελική παράδοση και εξόφληση. Όμως η πιο πάνω δήλωση δεν συνδέθηκε με οποιοδήποτε ισχυρισμό περί κακοτεχνιών. Παράλληλα ο Μ.Υ.2 έκανε μεν λόγο για ύπαρξη κακοτεχνιών, αλλά δεν είχε οποιαδήποτε επιστολή ή διατακτικό ή έγγραφο παρατηρήσεων να υποδείξει. Συνεπώς η θέση του περί ύπαρξης κακοτεχνιών δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

 

Επίσης, η θέση του ότι νομίζει πως δεν έχει εκδοθεί ακόμα διατακτικό για τελική παραλαβή του έργου, επειδή τέθηκε υπό μορφή εικασίας, δεν μπορεί να γίνει δεκτή.»

 

Κρίνουμε ότι και στην περίπτωση αυτή το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τη μαρτυρία του Μ.Υ.2 με προσοχή και επιμέλεια και τα ευρήματα και συμπεράσματά του ήταν εύλογα υπό τις περιστάσεις και ότι η πλευρά του εφεσείοντα δεν έχει καταφέρει να καταδείξει ότι η συλλογιστική και τα συμπέρασμα αυτά του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένα [βλ. Πολάτογλου, Τ.J.S. Enterpr. Ltd και Χατζημάρκου (ανωτέρω)]. Ούτε έχει αμφισβητήσει την ορθότητα των λόγων που έχει παραθέσει το πρωτόδικο Δικαστήριο για την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα και του Μ.Υ.2.

 

Συμφωνούμε με τη θέση της πλευράς του εφεσίβλητου ότι η μαρτυρία πρέπει να αξιολογείται με λογική προσέγγιση και στο πλαίσιο της ανθρώπινης εμπειρίας (βλ. μεταξύ άλλων Σταυρινού v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706, Brierley v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 476, Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, Χρίστου ν. Ηροδότου (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 676 και Χριστοφίνης ν. Φραντζή, Πολ. Έφ. Αρ. 328/2011, ημερ. 31.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A202), ως επίσης ότι αποτελεί θέμα λογικής και ανθρώπινης εμπειρίας ότι ένας αρχιτέκτονας στο πλαίσιο επίβλεψης ενός οικοδομικού έργου και για λόγους προστασίας των συμφερόντων του εργοδότη του, ιδιοκτήτη της οικοδομής, οφείλει να υποδείξει τις κακοτεχνίες εγγράφως και να ζητήσει τη διόρθωσή τους.

 

Δεν συμφωνούμε με τη θέση της πλευράς του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο μετάτρεψε τον εαυτό του σε εμπειρογνώμονα. Το μόνο που έκανε ήταν να διατυπώσει τη θέση ότι οι φωτογραφίες (Τεκμήριο 5) ήταν δυσδιάκριτες.

 

Με βάση τα πιο πάνω οι λόγοι έφεσης υπ' αριθμό 7, 8 και 9 απορρίπτονται.

 

Συναφής με τους προηγούμενους λόγους είναι ο δέκατος λόγος έφεσης όπου προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ή και θεώρησε ότι είναι σχετικό το ύψος των κακοτεχνιών και κατ' επέκταση ή και συνεπώς αποφάσισε ότι εν όψει της μη προσκόμισης μαρτυρίας ως προς το ύψος που απαιτείτο για την επιδιόρθωση των κακοτεχνιών δεν επιτρεπόταν να αξιολογηθεί το κατά πόσον το ποσό του γραμματίου μπορούσε λογικά να επαρκεί για την επιδιόρθωση των κακοτεχνιών. Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσείοντα ότι από το εν λόγω εύρημα ή και κατάληξη φαίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αντιλήφθηκε την ουσία της υπεράσπισης του εφεσείοντα αφού αυτός θα κατέβαλλε το υπολειπόμενο ποσό των €16.721,00 μόλις επιδιορθώνονταν οι κακοτεχνίες όχι δυνάμει του επίδικου γραμματίου, αλλά λόγω της κατακράτησης του εν λόγω ποσού από το συνολικό ποσό της συμφωνίας (Τεκμήριο 3). Ως εκ τούτου το ύψος των κακοτεχνιών ήταν άσχετο αφού το μόνο ποσό που θα κατέβαλλε ο εφεσείων, σε περίπτωση επιδιόρθωσης των κακοτεχνιών, ήταν το ποσό της κατακράτησης από το συνολικό ποσό της συμφωνίας (Τεκμήριο 3) και σε καμία περίπτωση θα κατέβαλλε μεγαλύτερο ποσό αφού ήταν ευθύνη του εργολάβου η επιδιόρθωση των κακοτεχνιών. Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε τη θέση του εφεσείοντα ότι το ποσό που αναγράφεται στο επίδικο γραμμάτιο είναι το ίδιο ποσό που κατακρατήθηκε από τον εφεσείοντα λόγω των κακοτεχνιών και παρέμεινε προς εξόφληση. Αποτελεί θέση της πλευράς του εφεσείοντα ότι αυτός ήταν ξεκάθαρος κατά τη μαρτυρία του ότι το ποσό της κράτησης του συμβολαίου ήταν το ποσό των €16.721,00 με την καταβολή του οποίου θα υπήρχε πλήρης εξόφληση του ποσού του συμβολαίου εργασιών. Ανέφερε κατά τη μαρτυρία του λεπτομερώς και επεξήγησε δεόντως και χωρίς αντιφάσεις ότι το ποσό των κακοτεχνιών ήταν άσχετο αφού εάν οι κακοτεχνίες επιδιορθώνονταν τότε το μόνο που θα κατέβαλλε ήταν το ποσό της κράτησης το οποίο κρατείται για να διασφαλιστεί η πλήρης και ορθή υλοποίηση των εργασιών του συμβολαίου. Η πλευρά του εφεσείοντα παραπέμπει σε σχετικά αποσπάσματα από τη μαρτυρία του εφεσείοντα προς υποστήριξη των θέσεων της.

 

Ούτε ο λόγος αυτός έφεσης μπορεί να επιτύχει.

 

Έχουμε ήδη εξετάσει μέσω των προηγούμενων λόγων έφεσης την εκδοχή του εφεσείοντα που προέβαλε και προώθησε. Όπως αναφέρουμε πιο πάνω δεν έχουμε διαπιστώσει οποιοδήποτε σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την εξέταση και αξιολόγηση της εκδοχής του εφεσίβλητου και τους ισχυρισμούς του περί απάτης και κακοτεχνιών. Επομένως, ο λόγος αυτός έφεσης ο οποίος παραπέμπει στην εκδοχή του εφεσείοντα η οποία έχει εξεταστεί και αξιολογηθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Με βάση τα πιο πάνω ο δέκατος λόγος έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Τα ίδια ισχύουν και για τον ενδέκατο λόγο έφεσης όπου προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ή και θεώρησε ότι ο εφεσίβλητος δεν γνώριζε ότι απαιτούνταν συγκεκριμένες ενέργειες ή επιδιορθώσεις επειδή δεν τον ενημέρωσε ο αρχιτέκτονας του έργου (Μ.Υ.2) απορρίπτοντας εν όψει τούτου την εκδοχή του εφεσείοντα ότι του ζητήθηκε από τον εφεσίβλητο να υπογράψει το επίδικο γραμμάτιο για τον συγκεκριμένο σκοπό. Σύμφωνα με την πλευρά του εφεσείοντα υπήρχε μαρτυρία από τον εφεσείοντα ότι ενημέρωσε τηλεφωνικά πολλές φορές τον εφεσίβλητο για την ύπαρξη κακοτεχνιών. Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσείοντα ότι το ως άνω εύρημα ή και συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αντιφατικό με το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Μ.Υ.2 ουδέποτε είχε απευθείας επαφή με τον εφεσίβλητο. Δηλαδή από τη μια γινόταν αποδεκτό ότι ο εφεσίβλητος και ο Μ.Υ.2 δεν είχαν ποτέ απευθείας επαφή, ως δήλωσαν και οι δύο στη μαρτυρία τους και από την άλλη εξάγεται συμπέρασμα ή και γίνεται εύρημα ότι ο εφεσίβλητος δεν γνώριζε ότι απαιτούνταν συγκεκριμένες ενέργειες ή επιδιορθώσεις επειδή δεν τον ενημέρωσε ο αρχιτέκτονας του έργου Μ.Υ.2, ενώ υπήρχε μαρτυρία του εφεσείοντα ότι ενημέρωσε τηλεφωνικά πολλές φορές τον εφεσίβλητο για την ύπαρξη των κακοτεχνιών.

 

Είναι πρόδηλο από τα πιο πάνω ότι και ο λόγος αυτός έφεσης είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την όλη εκδοχή του εφεσείοντα η οποία, όπως αναφέρουμε πιο πάνω, εξετάστηκε και αξιολογήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν διαπιστώθηκε οτιδήποτε το μεμπτό αναφορικά με την προσέγγιση και την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την εκδοχή του εφεσείοντα.

 

Με βάση τα πιο πάνω ο εντέκατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Οι λόγοι έφεσης 2, 3 και 12 θα εξεταστούν μαζί λόγω συνάφειας.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εξέτασε την υπεράσπιση του Άρθρου 80 του Κεφ. 149 μόνο υπό το πρίσμα της ψευδούς παράστασης (Άρθρο 17(1)(α) του Κεφ. 149) και δεν εξέτασε την υπεράσπιση του Άρθρου 80 του Κεφ. 149 υπό το πρίσμα της υπόσχεσης που δόθηκε χωρίς πρόθεση εκπλήρωσης της (Άρθρο 17(1)(γ) του Κεφ. 149) ή και υπό το πρίσμα κάθε άλλης πράξης επιτήδειας προς εξαπάτηση (Άρθρο 17(1)(δ) του Κεφ. 149) ως όφειλε ή και αφού αυτοί οι δύο λόγοι προωθήθηκαν από τον εφεσείοντα. Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε καθόλου ότι ο ορισμός της απάτης περιέχει και άλλες δηλώσεις ή και ενέργειες πέραν των ψευδών παραστάσεων ήτοι υπόσχεση που δόθηκε χωρίς πρόθεση εκπλήρωσής της και άλλη πράξη επιτήδεια προς εξαπάτηση ως όφειλε ή και αφού προωθήθηκαν από τον εφεσείοντα.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατά την ερμηνεία της ψευδούς παράστασης δεν έλαβε υπ' όψιν του το Άρθρο 18 του Κεφ. 149 και συγκεκριμένα το Άρθρο 18(α) ή και 18(γ) ως όφειλε ή και αφού αυτά προωθήθηκαν από τον εφεσείοντα. Προς υποστήριξη του λόγου έφεσης αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε καθόλου ότι ο ορισμός της ψευδούς παράστασης περιέχει και άλλες παραστάσεις ή και δηλώσεις ή και ενέργειες πέραν του ορισμού που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήτοι περιέχει τη θετική βεβαίωση κατά τρόπο που δεν δικαιολογείται από τις πληροφορίες του προσώπου που βεβαιώνει, γεγονότος αναληθούς, παρόλο που το πρόσωπο που βεβαιώνει πιστεύει ότι είναι αληθές και περιέχει την πρόκληση, έστω και ανυπαίτια, πλάνης ως προς την ουσία του αντικειμένου της συμφωνίας σε μέρος αυτής, ως όφειλε ή και οι οποίες προωθήθηκαν από τον εφεσείοντα.

 

Με τον δωδέκατο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ή και θεώρησε ότι εφόσον δεν απασχόλησε τον εφεσείοντα το εάν όντως το επίδικο γραμμάτιο θα ήταν αρκετό για τη λήψη του δανείου, τότε η εν λόγω παράσταση δεν ήταν καθοριστική για τη συνομολόγηση του επίδικου γραμματίου (σελ. 14 της πρωτόδικης απόφασης). Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο ως άνω εύρημα ή και συμπέρασμα, αφού το μόνο ποσό που θα κατέβαλε ο εφεσείων, σε περίπτωση επιδιόρθωσης των κακοτεχνιών, ήταν το ποσό της κατακράτησης από το συνολικό ποσό της συμφωνίας (Τεκμήριο 3) και σε καμία περίπτωση δεν θα κατέβαλλε μεγαλύτερο ποσό αφού ήταν ευθύνη του εργολάβου η επιδιόρθωση των κακοτεχνιών. Από το εν λόγω εύρημα ή και κατάληξη διαφαίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αντιλήφθηκε την ουσία της υπεράσπισης του εφεσείοντα αφού αυτός θα κατέβαλλε το υπολειπόμενο ποσό των €16.721,00 μόλις επιδιορθώνονταν οι κακοτεχνίες όχι δυνάμει του επίδικου γραμματίου αλλά λόγω της κατακράτησης του εν λόγω ποσού από το συνολικό ποσό της συμφωνίας (Τεκμήριο 3).

 

Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης επίσης δεν μπορούν να επιτύχουν.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προτού προχωρήσει στην εξέταση της υπεράσπισης του εφεσείοντα, είχε αξιολογήσει τη μαρτυρία που προσκομίστηκε εκ μέρους του εφεσείοντα. Αφού εξέτασε την εκδοχή του την οποία είχε προβάλλει στην υπεράσπισή του, την απέρριψε κρίνοντας ότι ο ισχυρισμός περί εξαπάτησης του στερείτο λογικής και πειστικότητας και ότι δεν μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία του για εξαγωγή ευρημάτων.

 

Έχοντας απορρίψει τη μαρτυρία και την εκδοχή της πλευράς του εφεσείοντα, κρίνουμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τις μόνες υπερασπίσεις που προβλέπονται δυνάμει του Άρθρου 80 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 και της σχετικής νομολογίας. Από την στιγμή που η εκδοχή του εφεσείοντα δεν έγινε δεκτή, η ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τις υπερασπίσεις που προβάλλονται με τον λόγο έφεσης θα αποτελούσε ένα ακαδημαϊκό εγχείρημα και πράξη επί ματαίω. Είναι γνωστό ότι τα Δικαστήρια δεν εξετάζουν θέματα ακαδημαϊκά ούτε πράττουν επί ματαίω. (βλ. μεταξύ άλλων Polytropo Advertising Ltd v. Adboard Ltd (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1486, Olympic Building and Metal Construction Ltd v. Παπαϊωάννου (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1958, Mohammed v. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 753, Γενικός Εισαγγελέας v. Tudor (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1176 και Ρωσική Ομοσπονδία (Αρ. 1) (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 20). Τα όσα περαιτέρω ισχυρίζεται η πλευρά του εφεσείοντα αφορούν ουσιαστικά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα η οποία εξετάστηκε στο πλαίσιο του 6ου, 7ου, 8ου και 9ου λόγου έφεσης.

 

Με βάση τα πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 2, 3 και 12 απορρίπτονται.

 

Καταληκτικά η έφεση απορρίπτεται με €2.400,00 πλέον Φ.Π.Α. έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και σε βάρος του εφεσείοντα.

 

 

 

ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.



[1]    78. “Γραμμάτιο συνήθους τύπου” είναι γραπτή υπόσχεση, που παρέχεται από ένα πρόσωπο σε άλλο, υπογράφεται από το πρόσωπο που την παρέχει στην παρουσία δύο τουλάχιστο μαρτύρων ικανών προς το συμβάλλεσθαι, για πληρωμή, σε πρώτη ζήτηση ή σε ορισμένο χρόνο ή σε προσδιορίσιμο μέλλοντα χρόνο προς πρόσωπο το οποίο ορίζεται στο γραμμάτιο, ποσού χρημάτων, πλέον τόκο που ορίζεται σε αυτό κατά ανώτατο όριο προς εννέα τοις εκατό κατ’ έτος και, σε περίπτωση λήψης δικαστικών μέτρων επ’ αυτού, τα συναφή έξοδα, και αναφέρει την αντιπαροχή για την οποία παρέχεται η υπόσχεση.

     Το πρόσωπο που παρέχει την υπόσχεση καλείται “οφειλέτης χρέους” ενώ το πρόσωπο στο οποίο παρέχεται η υπόσχεση καλείται “πιστωτής”.

 

[2]   80. Σε κάθε δικαστικό μέτρο που λήφθηκε βάσει γραμματίου συνήθους τύπου, το περιεχόμενο του εν λόγω γραμματίου συνιστά αμάχητη απόδειξη των γεγονότων που εκτίθενται σε αυτό:

     Νοείται ότι σε οποιοδήποτε τέτοιο δικαστικό μέτρο, αποτελεί επαρκή υπεράσπιση το γεγονός ότι η υπογραφή του οφειλέτη χρέους ή άλλου που υπόγραψε το γραμμάτιο δεν είναι στην πραγματικότητα η υπογραφή του, ή ότι η έκδοση του γραμματίου επιτεύχθηκε συνεπεία εξαναγκασμού ή απάτης ή υπό περιστάσεις που ανάγονται σε εξαναγκασμό ή απάτη.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο