ΦΩΤΗΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 223/2022, 4/9/2025
print
Τίτλος:
ΦΩΤΗΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 223/2022, 4/9/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 223/2022)

 

4 Σεπτεμβρίου 2025

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΦΩΤΗΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Εφεσείων

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

_________________________

 

Μ. Πελεκάνος για Ε. Πελεκάνος & Σία, για τον Εφεσείοντα

Θ. Παπανικολάου για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η έφεση αφορά μια κατά τα άλλα απλή ποινική υπόθεση, σχετιζόμενη με τροχαίες παραβάσεις, οι οποίες κατ' ισχυρισμόν είχαν σημειωθεί στις 25.5.20 στη Λάρνακα. Έναυσμα για την καταχώρισή της αποτέλεσε η γραπτή κατάθεση του καταγγείλαντος αστυφύλακα (εφεξής «ο Μ.Κ.»), η οποία συνετάχθη επί προδιατυπωμένου εντύπου και έχει ως εξής (χωρίς έμφαση η ιδιόχειρη γραφή του Μ.Κ.):

 

«                ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΑΣΤΥΦ.3733 Κ. ΠΑΠΑΚΥΡΙΑΚΟΥ

        Φ/ΔΙ ΤΡΟΧΑΙΑ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

 

Υπηρετώ στην Αστυνομική Διεύθυνση Λάρνακας και είμαι τοποθετημένος στην Τροχαία.

 

Την 25/5/2020 και περί ώρα 15:15 στη οδό 25ης Μαρτίου στην Αρ/ππου ανέκοψα για έλεγχο το μηχανοκίνητο όχημα τύπου Μοτοποδήλατο υπ' Αρ. εγγρ. HEM 106 για έλεγχο.

 

Οδηγός του εν λόγω οχήματος ήταν ο Φώτης Ματθαίου Δ.Τ.932xxx Α.Ο. δ/νση Κρόνου xx Αρ/ππου, ημ γενν. ……….. επάγγελμα ..................., τηλ. 99760xxx.

 

Από τον έλεγχο διαπίστωσα ότι οδηγούσε:

 

1) Ληγμένη άδεια οδηγού

2) Χωρίς ασφάλεια

3) Χωρίς κράνος

4) Χωρίς πινακίδες εγγραφής

5) Χωρίς αντανακλαστικά κάτοπτρα

6) Χωρίς σήματα μαθητευόμενου E

 

Πληροφόρησα τον πιο πάνω για τα πιο πάνω αδικήματα που διέπραξε και αφού του επέστησα την προσοχή στο Νόμο απάντησε «Συγγνώμη».

Τον πληροφόρησα ότι θα καταγγελθεί για αυτά και αφού του επέστησα την προσοχή του στο Νόμο αυτός απάντησε «Συγγνώμη».

Διευθέτησα την μεταφορά του οχήματος στο Σταθμό Αραδίππου για τα περαιτέρω.

 

Παρατηρήσεις: ………………………………………………………………….……….

 

Αστυφ. ..........................................».

 

 

Στη βάση της ως άνω κατάθεσης στις 2.7.20 η Αστυνομία καταχώρισε το επίμαχο κατηγορητήριο, στο οποίο συμπεριέλαβε, έξι αντίστοιχες κατηγορίες για τις αναφερθείσες από τον αστυφύλακα παραβάσεις, ήτοι για οδήγηση: (1) Χωρίς ασφάλεια, (2) Χωρίς άδεια οδήγησης, (3) Χωρίς κράνος, (4) Χωρίς πινακίδες εγγραφής, (5) Χωρίς το διακριτικό σήμα «E» για μαθητευόμενο οδηγό και (6) Χωρίς δύο τουλάχιστον αντανακλαστικά κάτοπτρα.

 

Για να αποδείξει την υπόθεσή της η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε ως μόνο μάρτυρα τον ως άνω Αστυφύλακα («Μ.Κ.») ενώ ο Εφεσείων, όταν κλήθηκε σε απολογία, προέβη σε ανωμοτί δήλωση και κάλεσε ως μόνη μάρτυρα υπεράσπισης την Αστυφύλακα 4508 («Μ.Υ.»)

 

Κατά την ακρόαση, ο Μ.Κ. αρχικά υιοθέτησε την ως άνω κατάθεσή του ως μέρος της κυρίως εξέτασής του, σημειωθείσα ως Τεκμήριο 1. Αμέσως ερωτήθηκε για το πώς «ανέκοψε» το συγκεκριμένο μοτοποδήλατο και είπε:

 

«Α. Τη συγκεκριμένη μέρα ήμουν περιπολία στην περιοχή Αραδίππου στην οδό 25ης Μαρτίου, είχα κατεύθυνση προς το τρίτο δημοτικό σχολείο Αραδίππου. Ακριβώς πριν το σημείο του δημοτικού σχολείου, ενώ προσέγγιζα στρίψιμο το οποίο υπάρχει στα αριστερά. Από το συγκεκριμένο στρίψιμο ερχόταν ένα μοτοποδήλατο το οποίο οδηγούσε ένα νεαρό πρόσωπο, ο κατηγορούμενος, το οποίο δεν έφερε προστατευτικό κράνος. Ελάττωσα, το εν λόγω μοτοποδήλατο έστριψε από μπροστά μου και ακολούθησε αντίθετη πορεία με την πορεία την οποία είχα. Αμέσως βρήκαμε ασφαλές σημείο, στρίψαμε το υπηρεσιακό όχημα και ακολουθήσαμε την πορεία του εν λόγω μοτοποδηλάτου. Το εν λόγω μοτοποδήλατο εντοπίστηκε μετά από λίγα λεπτά στη λεωφόρο Αρχιεπισκόπου Μακαρίου III στην Αραδίππου σταθμευμένο δίπλα από κουρείο και συγκεκριμένα ακριβώς δίπλα από εφοδιαστή νερού με τρόπο έτσι ώστε να μην είναι απόλυτα ορατό από τον δρόμο. Ο κατηγορούμενος καθόταν εντός του κουρείου, βρισκόταν στο ίδιο κουρείο που βρισκόταν ο κουρέας. Αμέσως σταματήσαμε το όχημα, προσεγγίσαμε τον οδηγό τον οποίο είδα και αναγνώρισα τον, πληροφόρησα τον για τα αδικήματα και μου έδωσε τις απαντήσεις τις οποίες καταγράφω στην κατάθεσή μου. Ακολούθως το εν λόγω μοτοποδήλατο μεταφέρθηκε στην Αραδίππου.»

 

 

Κατά την αντεξέτασή του η Υπεράσπιση υπέβαλε ότι προφορικώς ενώπιον του Δικαστηρίου ο Μ.Κ. έδιδε πλέον άλλη εκδοχή των γεγονότων αφού τώρα δεν αναφερόταν σε «ανακοπή» του μοτοποδηλάτου. Ο Μ.Κ. συμφώνησε ότι δεν υπήρξε ανακοπή, εξηγώντας για το Τεκμήριο 1, ότι αποτελεί μια τυποποιημένη κατάθεση την οποία παραδίδουν στον κατά τόπον αρμόδιο Αστυνομικό Σταθμό ο οποίος αναλαμβάνει τη διερεύνηση. Ενέμεινε βέβαια στη θέση του ότι οι παραβάσεις είχαν πράγματι σημειωθεί και δη στην οδό 25ης Μαρτίου, όπου και είχε δει τον Εφεσείοντα προηγουμένως να οδηγεί το εν λόγω μοτοποδήλατο και το οποίο εντός ολίγου εντόπισε σταθμευμένο έξω από κάποιο κουρείο, οπότε κάλεσε τον Εφεσείοντα ο οποίος ευρίσκετο εντός του κουρείου. Ιδίως ο Μ.Κ. αρνήθηκε την υποβολή ότι στην πραγματικότητα είχε εντοπίσει για πρώτη φορά το μοτοποδήλατο σταθμευμένο έξω από το κουρείο του Εφεσείοντος και ότι ήταν επειδή αυτό δεν έφερε πινακίδες εγγραφής που ο ίδιος σταμάτησε και αναζήτησε τον ιδιοκτήτη, οπότε τον κατήγγειλε. Παρά ταύτα τού υπεβλήθη και πως δεδομένου ότι δεν γνώριζε τον Εφεσείοντα, δεν θα μπορούσε στη βάση των λίγων δευτερολέπτων που είχε δει προηγουμένως τον οδηγό του μοτοποδηλάτου, να τον αναγνωρίσει αργότερα στο κουρείο. Επίσης τού υπεβλήθη πως είτε είδε άλλο πρόσωπο ή και δεν είδε κανένα να οδηγεί το μοτοποδήλατο, καθώς και ότι στο κουρείο ο Εφεσείων φορούσε προστατευτική μάσκα λόγω των μέτρων κατά του κορωνοϊού.

 

Αξιολογώντας τη μαρτυρία η πρωτόδικη Δικαστής έκρινε τον Μ.Κ. αξιόπιστο. Δεν συμφώνησε ότι προέκυπτε η αντίφαση στην οποία αναφερόταν η Υπεράσπιση. Έκρινε πως υπήρχε μια «τεράστια υπερβολή» στις εισηγήσεις περί αυτοαναίρεσης του Μ.Κ., καθώς και ότι το Τεκμήριο 1 δεν είναι αντιφατικό προς τη μαρτυρία του Μ.Κ. Διατύπωσε δε σχετικά ευρήματα στη βάση των οποίων έκρινε ένοχο τον Εφεσείοντα στις Κατηγορίες 1 έως 4 και 6. Απέρριψε μόνο την Κατηγορία 5 διότι δεδομένου ότι δεν ευρίσκετο σε ισχύ άδεια μαθητευομένου δεν μπορούσε να κατηγορείται για παράβαση των περιορισμών οι οποίοι τίθενται κατά τη χορήγηση τέτοιας άδειας.

 

Λόγοι Έφεσης

 

Με τους έξι λόγους έφεσής του ο Εφεσείων προβάλλει ότι η πρωτόδικη Δικαστής: (1) Εσφαλμένα δεν εφήρμοσε τον Νόμο και τη Νομολογία εν σχέσει με το Τεκμήριο 1 και λανθασμένα έκρινε ότι αυτό δεν ήταν σε πλήρη αντίθεση με την προφορική μαρτυρία του, (2) Εσφαλμένα απεδέχθη τη μαρτυρία του Μ.Κ., (3) Εσφαλμένα δεν καθόρισε ποια γεγονότα αποδέχεται, (4) Εσφαλμένα κατέληξε ότι είχε παραμείνει αναντίλεκτη η μαρτυρία σε σχέση με την περιγραφή του οχήματος του Εφεσείοντος, (5) Εσφαλμένα δεν εφήρμοσε τις νομικές αρχές περί αναγνώρισης και (6) Εσφαλμένα δεν διασφάλισε δίκαιη δίκη.

 

Οι τέσσερεις πρώτοι λόγοι έφεσης αφορούν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ζητήματα αξιολόγησης μαρτυρίας. Τις σχετικές αρχές επέμβασης του Εφετείου είχαμε την ευκαιρία να τις παραθέσουμε πρόσφατα στην υπόθεση Πισσαρίδης v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 67/2023, ημερ. 29.5.25. Τις έχουμε υπ’ όψιν και δεν κρίνουμε απαραίτητο να τις επαναλάβουμε στην παρούσα, εκτός όπου κατωτέρω κριθεί χρήσιμο.

 

Λόγοι Έφεσης αρ. 1 έως 4 – Αξιολόγηση Μαρτυρίας

 

Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης στηρίζονται στην ίδια αιτιολογία. Ο Εφεσείων εκλαμβάνει το Τεκμήριο 1 ως «προηγούμενη ασυμβίβαστη δήλωση» (previous inconsistent statement) του Μ.Κ. και υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφήρμοσε τις σχετικές νομικές αρχές. Ασφαλώς δεν ευσταθεί η εισήγηση ότι το κείμενο της κατάθεσης του Μ.Κ., Τεκμήριο 1 εμπίπτει στην κατηγορία των προηγούμενων ασυμβίβαστων δηλώσεων, για λόγους που εξηγούμε πιο κάτω.

 

Υπό την έννοια που η Υπεράσπιση το θέτει, λόγος για προηγούμενη ασυμβίβαστη δήλωση θα μπορούσε βάσιμα να γίνεται στην περίπτωση κατά την οποία η Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε προσκομίσει η ίδια την κατάθεση του Μ.Κ. και εν συνεχεία η Υπεράσπιση, έχοντας ή λαμβάνοντας γνώση για την ύπαρξή της, προχωρούσε να αντεξετάσει τον Μ.Κ. επί της ύπαρξης και επί του περιεχομένου της, κατά τα ειδικώς οριζόμενα στο ομότιτλο Άρθρο 33 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 (βλ. και «Το Δίκαιο της Απόδειξης», Τ. Ηλιάδης & Ν.Γ. Σάντης, 2014, σ. 718).

 

Στην κρινόμενη όμως περίπτωση δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο. Ως ήδη αναφέραμε, την κατάθεσή του, Τεκμήριο 1, την προσκόμισε ο ίδιος ο Μ.Κ. και την προσέφερε στο πλαίσιο της κυρίως εξέτασής του. Εννοείται ότι αυτό έγινε στη βάση των προνοιών του Άρθρου 25 του περί Αποδείξεως Νόμου. Όπως εκεί ρητώς ορίζεται, σε τέτοια περίπτωση η γραπτή κατάθεση «κατατίθεται στο Δικαστήριο και θεωρείται ότι αποτελεί την κυρίως εξέταση του μάρτυρα, ή μέρος αυτής». Δεδομένου ότι στο στάδιο της κυρίως εξέτασης  υπήρξε περαιτέρω προφορική μαρτυρία του Μ.Κ., έπεται πως η γραπτή κατάθεση αποτελούσε μέρος (και όχι το όλον) της κυρίως εξέτασής του. Όπως δε, αναφέρεται, στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης» (ανωτέρω), σ. 317): «Η διαδικασία του άρθρου 25 [...] δεν αμβλύνει την αναγκαιότητα τήρησης των κανόνων απόδειξης σε ό,τι αφορά στη σχετικότητα και αποδεκτότητα της μαρτυρίας που περιέχει η δήλωση ή κατάθεση». Θα προσθέταμε εδώ και το, εν πολλοίς αυτονόητο, ότι αφού μια τέτοια δήλωση ή κατάθεση αποτελεί είτε το όλον είτε μέρος της κυρίως εξέτασης μάρτυρος, έπεται ότι το περιεχόμενό της αξιολογείται κατά τον ίδιο τρόπο που αξιολογείται και κάθε άλλη ένορκη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου. Αξιολόγηση, για την οποία τυγχάνουν εφαρμογής οι σχετικές αρχές.

 

Ειδικά εν σχέσει με αντιφάσεις η γενική νομολογιακή αρχή είναι πως αυτές δεν καταστρέφουν άνευ ετέρου την αξιοπιστία μάρτυρος αλλά μόνο οι ύποπτες και ουσιώδεις αντιφάσεις έχουν τέτοια συνέπεια (Αγαθοκλέους κ.ά. v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 316). Όπως βέβαια ούτε και το αντίθετο είναι απολύτως καθοριστικό, ήτοι η έλλειψη αντίφασης στη μαρτυρία μιας πλευράς δεν αρκεί για να γίνει αποδεκτή η μαρτυρία, καθότι η αξιοπιστία της κρίνεται σε πολύ ευρύτερο πλαίσιο (Χριστοφόρου v. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 407). Η υποχρέωση ενός πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι να αξιολογεί όλη τη μαρτυρία και να προβαίνει σε διαπιστώσεις εφ' όλων των αμφισβητούμενων γεγονότων, ούτως ώστε η απόφασή του να περιέχει την απαραίτητη δικαστική κρίση επί των επίδικων θεμάτων (Τούλουπου v. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 451). Η μαρτυρία αξιολογείται στο σύνολό της και στη βάση μιας ενιαίας λογικής προσέγγισης και όχι μικροσκοπικά ή αποσπασματικά, η δε ανθρώπινη εμπειρία είναι εν πολλοίς οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων (Brierley v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 476). Το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να εξετάζει, πόσω μάλλον να αξιολογεί, διαζευκτικές εκδοχές, πιθανότητες ή θεωρίες (Σταυρινού v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706).

 

Στην παρούσα περίπτωση είναι πασιφανές ότι ο Μ.Κ. είχε όντως χρησιμοποιήσει για την καταγραφή της καταγγελίας του ένα προδιατυπωμένο έντυπο κατάθεσης, με κενά τα οποία συμπλήρωσε ιδιοχείρως, ως έχουμε καταδείξει προηγουμένως. Μεταξύ των προδιατυπωμένων φράσεων ήταν και η φράση «ανέκοψα για έλεγχο», η οποία παραδεκτώς δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ασφαλώς θα μπορούσε να μην παρουσιάσει την κατάθεση αυτή ο Μ.Κ. και να παραθέσει μόνο προφορικά τα διαδραματισθέντα (υποκείμενος έτσι σε αντεξέταση για προηγούμενη ασυμβίβαστη δήλωση) ή και να διευκρινίσει το σημείο αυτό όταν ερωτήθηκε κατά πόσον υιοθετεί την κατάθεσή του. Δεν έπραξε κάτι από αυτά βέβαια, πλην όμως αμέσως, και δη εξ αφορμής μάλιστα της πρώτης ερώτησης («Πώς το ανέκοψες;»), απέδωσε τα γεγονότα χωρίς αναφορά σε «ανακοπή», όπως ήταν και η σταθερή εκδοχή του σε όλη την προφορική μαρτυρία του. Βασικά η εκδοχή του ήταν ότι είδε το μοτοποδήλατο, ακολούθησε την πορεία του και το εντόπισε λίγα λεπτά αργότερα. Το ερώτημα συνεπώς το οποίο ανέκυπτε ήταν κατά πόσον αυτή ήταν μια ψευδής και εκ των υστέρων κατασκευασθείσα εκδοχή ή ήταν αληθής και απέδιδε τα γεγονότα ως είχαν διαδραματιστεί.   

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν το μόνο αρμόδιο να αξιολογήσει το σύνολο της μαρτυρίας του Μ.Κ. και τούτο στη βάση των προαναφερθεισών αρχών περί αξιολόγησης. Η πρωτόδικη Δικαστής προχώρησε στη διαδικασία αυτή. Δεν θα σταθούμε σε παρεμπίπτουσες αναφορές ή σχόλια του πρωτόδικου Δικαστηρίου εν τη ρύμη του λόγου, τα οποία ενδεχομένως θα μπορούσαν όντως να διατυπωθούν σαφέστερα ή και να αποφευχθούν. Το ουσιώδες είναι ότι ο Μ.Κ. είχε κάμει καλή εντύπωση ως μάρτυρας, ότι η πρωτόδικη Δικαστής δεν εντόπισε προσπάθεια παραποίησης των γεγονότων και κυρίως ότι, σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζεται στον τρίτο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε καθορίζοντας εξειδικευμένα τα γεγονότα τα οποία αποδέχθηκε. Όπως έχει νομολογηθεί το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου εκτός εάν διαπιστώσει ότι τα ευρήματα αυτά δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτά εν όψει της μαρτυρίας που είχε προσφερθεί ή ότι υπάρχουν αντιφάσεις που αντικειμενικά κρινόμενες είναι ουσιώδεις και δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής (Κούκος v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 64). Τα ευρήματα στα οποία είχε καταλήξει εδώ η πρωτόδικη Δικαστής έχουν ως εξής:

 

«Στις 25/05/20 στην οδό 25ης Μαρτίου στην Αραδίππου στην επαρχία Λάρνακας, ο ΜΚ1, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο βρισκόταν σε καθήκον με πολιτική περιβολή και επιβαίνοντας σε συμβατικό όχημα, εντόπισε μοτοποδήλατο χωρίς πινακίδες εγγραφής και αντανακλαστικά κάτοπτρα να οδηγείται από νεαρό άνδρα που δεν έφερε προστατευτικό κράνος. Ακολούθησε την πορεία του μοτοποδηλάτου και το εντόπισε λίγα λεπτά αργότερα στη Λεωφόρο Μακαρίου III στην Αραδίππου σταθμευμένο δίπλα από κουρείο. Εισήλθε εντός του κουρείου αναγνώρισε τον οδηγό τον πληροφόρησε για τα αδικήματα που διέπραξε και ο ίδιος του απάντησε «Συγγνώμη». Ακολούθως από έρευνα που έκανε στο μηχανογραφημένο σύστημα της αστυνομίας διαπίστωσε ότι το όχημα ήταν εγγεγραμμένο με αριθμούς εγγραφής HEM106 και ότι ο οδηγός ήταν ο ιδιοκτήτης του μοτοποδηλάτου, άτομο που δεν είχε άδεια να οδηγεί το μοτοποδήλατο, αφού η μαθητική του άδεια είχε λήξει στις 21/06/19. Από την ίδια έρευνα προέκυψε είχε λήξει την προηγούμενη της καταγγελίας ημέρα το ασφαλιστήριο έγγραφο. Ακολούθως επιθεώρησε το μοτοποδήλατο και διαπίστωσε ότι δεν έφερε το σήμα «E» του μαθητευόμενου.»

 

Καμμιά από τις αιτιάσεις τις οποίες προέβαλε ο Εφεσείων δεν είναι ικανή να επηρεάσει τη διαπίστωσή μας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε συνολικά τη μαρτυρία προτού καταλήξει στα πιο πάνω ευρήματα. Ήταν εμφανέστατο από τη μαρτυρία του Μ.Κ. ότι παρά την προδιατυπωμένη αναφορά σε «ανακοπή», στην παρούσα περίπτωση αυτός «εντόπισε το όχημα να οδηγείται από άνδρα χωρίς προστατευτικό κράνος, παρατήρησε ότι αυτό δεν έφερε πινακίδες και αντανακλαστικά κάτοπτρα και το ακολούθησε αναγνωρίζοντας το όταν το εντόπισε εκ νέου». Παρά τη διαφορετική εισήγηση του Εφεσείοντος, διαπιστώνουμε ότι αυτή ήταν η δήλωση την οποία το πρωτόδικο χαρακτήρισε ως «πειστική». Χαρακτηρισμός ο οποίος αποτελούσε την πεμπτουσία της αξιολόγησης αφού το Δικαστήριο, έχοντας υπ' όψιν τόσο τη γραπτή κατάθεση όσο και την προφορική μαρτυρία, απεδέχθη την προφορική μαρτυρία, στη βάση της οποίας και εξήγαγε τα ευρήματά του επί των γεγονότων. Ουσιαστικά, τα όσα ο Μ.Κ. κατέγραψε στην κατάθεσή του, με εξαίρεση την «ανακοπή» εν κινήσει, είχαν διαδραματιστεί σε δύο διαδοχικές φάσεις, τις οποίες επεξήγησε προφορικώς πείθοντας προς τούτο το πρωτόδικο Δικαστήριο.  

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο ότι παρέμεινε αναντίλεκτη η μαρτυρία σε σχέση με την περιγραφή του μοτοποδηλάτου του Εφεσείοντος. Το παράπονο αφορά το πιο κάτω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:

 

«Σε ότι (sic) δε αφορά το εύρος της αντεξέτασης του ΜΚ1, η οποία περιορίστηκε στη θέση ότι ουδέποτε εντόπισε τον Κ να οδηγεί το εν λόγω όχημα, προκύπτουν στοιχεία που έχουν παραμείνει αναντίλεκτα. Συγκεκριμένα σε κανένα στάδιο δεν υποβλήθηκε στον ΜΚ1 ότι το εν λόγω όχημα δεν ήταν αυτό που περιγράφεται στο Τεκμήριο 2 θέση την οποία εν πάση περιπτώσει ο μάρτυρας επεξήγησε κατά το στάδιο της κυρίως εξέτασής του. Περαιτέρω η Υπεράσπιση στην αντεξέταση δεν ασχολήθηκε με τη λοιπή περιγραφή του οχήματος που ο μάρτυρας προέβηκε, δηλαδή την έλλειψη πινακίδων και αντανακλαστικών κατόπτρων ενώ ο ΜΚ1 δεν αντεξετάστηκε σε σχέση με τη διαπίστωσή του ότι ο οδηγός του οχήματος δεν έφερε στο κεφάλι του προστατευτικό κράνος. Συνεπώς σε ότι (sic) αφορά τις ανωτέρω επισημάνσεις του ΜΚ1, διαπιστώνω ότι αυτές παρέμειναν αναντίλεκτες.»

 

Ο Εφεσείων επισημαίνει πως αυτό που απαιτείτο να αποδειχθεί ήταν ότι ο ίδιος οδηγούσε το μοτοποδήλατο και εισηγείται πως το γεγονός ότι δεν υπεβλήθη στον Μ.Κ. ότι είδε άλλο όχημα δεν είναι «καταδικαστικό» από μόνο του εφ' όσον αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση πως ο Εφεσείων οδηγούσε το μοτοποδήλατο.

 

Ο Εφεσείων θα είχε δίκαιο να παραπονιέται εάν όντως το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληγε σε τέτοιου είδους συλλογισμό και συμπέρασμα. Δηλαδή εάν θεωρούσε πως επειδή δεν αμφισβητήθηκε η ταυτότητα του οχήματος που είδε ο Μ.Κ. σημαίνει πως δεν αμφισβητείτο και ότι το οδηγούσε ο ιδιοκτήτης του, ο Εφεσείων. Με κάθε σεβασμό όμως, δεν συμφωνούμε ότι υπήρξε τέτοιος συλλογισμός και συμπέρασμα από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Δεν κατέληξε δηλαδή πως επειδή δεν υπεβλήθη ότι ο Μ.Κ. είδε άλλο όχημα έπεται πως αυτό που είδε το οδηγούσε ο Εφεσείων στον οποίον ανήκε. Τα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο (μάλλον εκ του περισσού) ανέφερε εισαγωγικά στο πιο πάνω απόσπασμα αποσκοπούσαν μόνο στην καταγραφή της θέσης της Υπεράσπισης. Τα όσα δε, ακολούθησαν στην εν λόγω παράγραφο αφορούσαν μόνο το εύρημα που προέκυπτε ως αναμφισβήτητο γεγονός ότι το μοτοποδήλατο, το οποίο ο Μ.Κ. είδε να οδηγείται, ταυτίζετο με αυτό το οποίο εντόπισε λίγα λεπτά αργότερα έξω από το κουρείο.

 

Απόδειξη της μη ύπαρξης συλλογισμού, όπως αυτόν τον οποίο εισηγείται ο Εφεσείων, είναι και το καταγραφέν εύρημα γεγονότων ότι ο Μ.Κ. «εντόπισε μοτοποδήλατο [...] να οδηγείται από νεαρό άνδρα». Ως εξηγούμε κατωτέρω, η ταυτοποίηση σε σχέση με το ποιος το οδηγούσε προέκυψε από άλλη  μαρτυρία και όχι από τη μη αμφισβήτηση της ταυτότητας του οχήματος το οποίο είχε δει ο Μ.Κ.

 

Οι λόγοι έφεσης αρ. 1 έως 4 υπόκεινται σε απόρριψη.

 

Λόγος Έφεσης αρ. 5 – Μαρτυρία Αναγνώρισης

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη τη μαρτυρία αναγνώρισης από τον Μ.Κ. ο οποίος είπε από τη μια ότι είδε για κάποια δευτερόλεπτα τον οδηγό εν κινήσει και από την άλλη ότι μπορούσε να τον ταυτοποιήσει όταν επισκέφθηκε το κουρείο.

 

Είναι προφανές από σειρά ερωτήσεων και υποβολών κατά την αντεξέταση του Μ.Κ. ότι η Υπεράσπιση παρέμεινε προσκολλημένη στο γεγονός ότι δεν ανταποκρίνετο στην πραγματικότητα η αρχική αναφορά περί «ανακοπής». Αποκορύφωμα της στάσης αυτής ήταν μια από τις τελευταίες ομοειδείς υποβολές ότι από τη στιγμή που ο Μ.Κ. τα είχε συνδέσει όλα με ένα έγγραφο στο οποίο έλεγε ότι «ανέκοψε» στην οδό 25ης Μαρτίου χωρίς να έγινε κάτι τέτοιο τότε δεν μπορούσε να γίνει «πιστευτός για οτιδήποτε παρακάτω».

 

Η απάντηση βεβαίως του Μ.Κ. ήταν πως ανέφερε ενόρκως «τα γεγονότα με τις λεπτομέρειες τους όπως είχαν γίνει». Όπως έχει προαναφερθεί, αυτό είχε τη σημασία του διότι ήταν η εκδοχή την οποία δέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η προσκόλληση της Υπεράσπισης στο θέμα της ανακοπής συνιστούσε τον λόγο για τον οποίο δεν αμφισβήτησε ούτε την ταυτότητα του μοτοποδηλάτου που είδε ο Μ.Κ. αλλά ούτε και την προφορική του θέση ότι στο κουρείο πληροφόρησε τον Εφεσείοντα για τις παραβάσεις και αυτός τού «έδωσε τις απαντήσεις» τις οποίες κατέγραψε στην κατάθεσή του. Η παράλειψη αντεξέτασης σε ουσιώδες μέρος της μαρτυρίας παρείχε διακριτική ευχέρεια στο πρωτόδικο Δικαστήριο να θεωρήσει τη μη αμφισβήτηση ως αποδοχή των ισχυρισμών του Μ.Κ. Όπως και ευλόγως έπραξε, με αναφορά στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης», (ανωτέρω), σ. 720. Βέβαια η πρωτόδικη Δικαστής δεν εξειδίκευσε τη σημασία και τις συνέπειες των ως άνω απαντήσεων πλην όμως αυτές είναι αυτονόητες. Ζητώντας «συγγνώμη» ο Εφεσείων είχε κατ’ ουσίαν ομολογήσει αφενός ότι οδήγησε λίγη ώρα προηγουμένως το μοτοποδήλατό του και αφετέρου ότι αυτό το έπραξε χωρίς άδεια, ασφάλεια, κράνος, πινακίδες και κάτοπτρα, αδικήματα στα οποία τού είχε επιστηθεί η προσοχή. Στην πραγματικότητα λοιπόν η παρούσα δεν ήταν περίπτωση στην οποία ετίθετο θέμα εφαρμογής των αρχών της υπόθεσης R. v. Turnbull a.o. (1976) 3 All A.E.R. 549, τις οποίες επικαλείται ο Εφεσείων. Όπως τέθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Ιωάννου (2013) 2 Α.Α.Δ. 601:

 

«Κατ' αρχή θα πρέπει να επισημάνουμε ότι θέμα εφαρμογής των αρχών που τέθηκαν στην Turnbull, εγείρεται μόνο όταν η υπόθεση εναντίον του κατηγορουμένου εξαρτάται, αποκλειστικά ή ουσιαστικά, από την αναγνωριστική μαρτυρία και η ορθότητα της εν λόγω μαρτυρίας αμφισβητείται από την υπεράσπιση.»

 

Ο λόγος έφεσης αρ. 5 υπόκειται σε απόρριψη.

 

 Λόγος Έφεσης αρ. 6 ‑ Δίκαιη Δίκη

 

Τέλος, με τον έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διασφάλισε στον Εφεσείοντα μια δίκαιη δίκη. Τις σχετικές με το θέμα νομολογιακές αρχές είχαμε παραθέσει πρόσφατα στην Αντωνίου v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 68/2024, ημερ. 16.7.25. Το ουσιώδες είναι πως απαιτείται να καταδειχθεί δυσμενής επηρεασμός (actual prejudice) και το σχετικό βάρος απόδειξης ευρίσκεται στους ώμους του κατηγορούμενου, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων (Δ.Σ.Δ. v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 271/2022, ημερ. 20.12.23, Δημητρίου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 173/2022, ημερ. 13.6.24).

 

Ο Εφεσείων προβάλλει κατ' αρχάς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αφενός δεν έλαβε υπ' όψιν του ότι η Υπεράσπιση κατείχε μόνο τη γραπτή κατάθεση του Μ.Κ. και αφετέρου αγνόησε την έκπληξη της Υπεράσπισης όταν μετά την υιοθέτηση της κατάθεσής του ο Μ.Κ. άρχισε να εξιστορεί άλλα γεγονότα. Έχουμε καταγράψει με λεπτομέρεια την εξέλιξη της πρωτόδικης διαδικασίας και δεν χρειάζεται να την επαναλάβουμε. Όπως ορθώς αναφέρεται, ο Μ.Κ. εξιστόρησε τα γεγονότα από την πρώτη στιγμή της κυρίως εξέτασής του, η δε Υπεράσπιση είχε κάθε ευκαιρία να τον αντεξετάσει επ’ αυτών κατά τη βούλησή της, όπως και έπραξε. Δεν διαπιστώσαμε να ήθελε η Υπεράσπιση περαιτέρω χρόνο και να μην τής δόθηκε πρωτοδίκως. Δεν συμφωνούμε ότι υπήρξε κάποιος δυσμενής επηρεασμός εκ του γεγονότος ότι ο Μ.Κ. διαφοροποιήθηκε ενόρκως στο θέμα της «ανακοπής».

 

Κατά δεύτερον, ο Εφεσείων παραπονείται για κάποιο σχόλιο του πρωτόδικου Δικαστηρίου εν σχέσει με «διαθέσιμο ημερολόγιο ενεργείας», το οποίο εν τέλει δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο. Αναφορά στην ύπαρξη τέτοιου ημερολογίου υπό μορφή ηλεκτρονικής καταχώρησης έγινε από τον ίδιο τον Μ.Κ. σε τουλάχιστον τέσσερεις περιπτώσεις κατά την αντεξέτασή του. Αυτό το επικαλέστηκε απαντώντας σε υποβολές ότι προφορικώς παραποιούσε τα γεγονότα. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ήταν ιδιαίτερα πρόθυμος να προσκομίσει και παρουσιάσει την εν λόγω ηλεκτρονική καταχώρηση. Στην πρώτη του τέτοια αναφορά είχε πει: «Είναι τυποποιημένη η κατάθεση. Γίνεται περαιτέρω καταχώρηση στο ηλεκτρονικό σύστημα της Αστυνομίας με τα λεπτομερή γεγονότα το οποίο αν θέλετε μπορώ να παρουσιάσω το οποίο γίνεται τη συγκεκριμένη μέρα και έχει και ημερομηνία που μπορείτε να εξακριβώσετε τα γεγονότα. Αν θέλετε μπορώ να το φέρω, να το παρουσιάσω τώρα».

 

Η Υπεράσπιση σε καμμιά από τις τέσσερεις περιπτώσεις που ο Μ.Κ. ήταν πρόθυμος να παρουσιάσει το ημερολόγιο ενεργείας, δεν ζήτησε, ως αυτή είχε κάθε δικαίωμα, από τον Μ.Κ. να το προσκομίσει. Δεν ήταν βέβαια υποχρεωμένη να ζητήσει ή να αποδεχθεί την κατάθεσή του ως τεκμηρίου κατά την αντεξέταση. Μπορούσε όμως πολύ απλά να το ζητήσει, να το επιθεωρήσει και αναλόγως να τοποθετείτο.

 

Αντί οποιασδήποτε από τις πιο πάνω ενέργειες, η Υπεράσπιση άφησε τον Μ.Κ. να ολοκληρώσει τη μαρτυρία του και επανερχόμενη στο θέμα κατά την επόμενη δικάσιμο, ήγειρε ζήτημα δυσμενούς επηρεασμού, ενημέρωσε ότι ζήτησε πλέον το ημερολόγιο με επιστολή της από την Κατηγορούσα Αρχή και ότι ανέμενε την παράδοσή του για να γνωρίζει και να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπιση του Εφεσείοντος. Το Δικαστήριο ενέκρινε την αναβολή για να εξασφαλιστεί και δοθεί το ημερολόγιο πλην όμως κατά την επόμενη δικάσιμο δεν υπήρξε καμμιά συνέχεια στο ζήτημα. Η Υπεράσπιση εξασφάλισε και δεύτερη αναβολή για να παρουσιάσει μαρτυρία και κατά την επόμενη δικάσιμο προχώρησε με την ανωμοτί δήλωση και τη Μ.Υ. Κατά την αντεξέταση της Μ.Υ. υπήρξε τώρα προσπάθεια από την ίδια την Κατηγορούσα Αρχή να παρουσιάσει την ηλεκτρονική καταχώρηση. Πλην όμως αυτό προσέκρουσε στη σφοδρή ένσταση της Υπεράσπισης. Η πρωτόδικη Δικαστής συμφώνησε με την Υπεράσπιση ότι η παρουσίαση του ημερολογίου ενεργείας δεν ήταν επιτρεπτή στο συγκεκριμένο στάδιο της διαδικασίας.

 

Από νομικής πλευράς θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η ηλεκτρονική καταχώρηση ή άλλως το ημερολόγιο ενεργείας, το οποίο συνέταξε αυθημερόν ο Μ.Κ. συνιστούσε επίσης δήλωσή του, την οποία θα μπορούσε να υιοθετήσει και παρουσιάσει ο ίδιος κατά την κυρίως εξέτασή του και πάλι βάσει του Άρθρου 25 του περί Αποδείξεως Νόμου. Δεν το έπραξε και συνεπώς δεν ετίθετο ζήτημα ενασχόλησης με το περιεχόμενο τέτοιας καταχώρησης και πολύ περισσότερο με την αξιολόγηση της αλήθειας του όποιου περιεχομένου της.

 

Πέραν της πιο πάνω πιθανότητας όμως, το ημερολόγιο ενεργείας, ήτοι η παλαιότερη δήλωση, ήταν δυνατό να προσκομιστεί, αναλόγως της εξέλιξης, στη βάση της εξαίρεσης του κανόνα ο οποίος απαγορεύει τις προηγούμενες συνεπείς δηλώσεις. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης», (ανωτέρω), σ. 696: «Σύμφωνα με την εξαίρεση, όταν κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης υποβάλλεται σε μάρτυρα ότι η εκδοχή του είναι αποτέλεσμα πρόσφατης επινόησης, τότε μπορεί, αν του δοθεί άδεια από το Δικαστήριο, να παρουσιάσει αντικρουστική μαρτυρία ότι πριν από την ακρόαση είχε προβεί σε δήλωση σε άλλο πρόσωπο η οποία συνάδει με τα όσα έχει καταθέσει στο Δικαστήριο.»

 

Στη δεύτερη ως άνω περίπτωση η δήλωση θα ήταν αποδεκτή, όχι για την αξιολόγηση της αλήθειας του περιεχομένου της αλλά για κατάδειξη του ότι ο Μ.Κ. ήταν συνεπής σε αυτά που είπε στο Δικαστήριο. Ουσιαστικά μια τέτοια πορεία προϋποθέτει υποβολή η οποία περιέχει ισχυρισμό ότι ο μάρτυς κατασκεύασε την ένορκη μαρτυρία του για σκοπούς της διαδικασίας. Στην παρούσα περίπτωση σαφώς υπήρξαν τέτοιες υποβολές κατά την αντεξέταση του Μ.Κ. ότι δεν έλεγε την αλήθεια. Εξ ου και το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε την ευχέρεια να επέτρεπε την προσκόμιση τέτοιας αντικρουστικής μαρτυρίας, ακόμα και όταν το επιχείρησε η Κατηγορούσα Αρχή κατά την αντεξέταση της Μ.Υ.

 

 Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέτρεψε μεν την κατάθεση του ημερολογίου δεχόμενο την ένσταση της Υπεράσπισης αλλά στην τελική απόφαση όμως σχολίασε ως ακολούθως: «Περαιτέρω δεν μπορώ επί τούτου να παραγνωρίσω την έμφαση που έδωσε ότι υπήρχε διαθέσιμο ημερολόγιο ενεργείας το οποίο ο ίδιος ετοίμασε σε προσθήκη της κατάθεσής του Τεκμήριο 1 η οποία ενώ κατέστη μείζον ζήτημα από την Υπεράσπιση εν σχέση (sic) με τη μη αποκάλυψη και παράδοσή του προς αυτήν, εντέλει (sic) ήταν με ένσταση της Υπεράσπισης που δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο».

 

Ο Εφεσείων παραπονείται ουσιαστικά ότι με αυτή την αναφορά του, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην παρούσα «έλαβε υπόψιν του τους ισχυρισμούς του μάρτυρα ότι στο ημερολόγιο ενεργείας του είχε τα πραγματικά γεγονότα και φαίνεται να καταλήγει σε συμπεράσματα ενοχής για το γεγονός ότι η υπεράσπιση έφερε ένσταση στην παρουσίαση του».

 

Σύμφωνα με την υπόθεση Παπά ν. Οικονομίδου κ.ά. (2012) 1 (Β) Α.Α.Δ. 928: «Δεν είναι νομικά επιτρεπτό να απευθύνονται ερωτήσεις και να λαμβάνονται απαντήσεις είτε κατά την κύρια εξέταση, είτε κατά την αντεξέταση επί εγγράφων που δεν αποτελούν νομίμως μέρος του ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρικού υλικού. Ούτε και νοείται η εξαγωγή συμπερασμάτων μέσα από τέτοια δεδομένα». Δεν συμφωνούμε ότι στην παρούσα υπέπεσε σε τέτοιο σφάλμα το πρωτόδικο Δικαστήριο. Είναι σαφές κατά τη δική μας αντίληψη πως δεν εξήγαγε οποιοδήποτε συμπέρασμα από έγγραφο το οποίο δεν ήταν μέρος του μαρτυρικού υλικού και συγκεκριμένα από το ημερολόγιο ενεργείας. Αντιθέτως το σύνολο των ευρημάτων του επί των γεγονότων προέκυπτε από την αποδοχή της ένορκης προφορικής μαρτυρίας του Μ.Κ. σε συνδυασμό με το Τεκμήριο 1.

 

Το πιο πάνω σχόλιο του πρωτόδικου Δικαστηρίου σχετιζόταν κατά το μάλλον ή ήττον με σχόλια της ίδιας της Υπεράσπισης κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων εν σχέσει με το ημερολόγιο ενεργείας. Προβλήθηκε εκεί η θέση ότι ο Μ.Κ. έγινε επιθετικός προς την Υπεράσπιση και ότι απειλούσε πως θα παρουσιάσει το ημερολόγιο ενεργείας του στο οποίο ευρίσκονται τα πραγματικά γεγονότα («… στην αντεξέταση, ο ίδιος απειλούσε, ήταν με τη φράση του εσείς δεν το θέλετε; Καταλαβαίνω λέει στην Υπεράσπιση γιατί δεν θέλετε να το προσκομίσω. Εν τω μεταξύ κανένας δεν του είπε να το προσκομίσει ούτε να μην το προσκομίσει»).

 

Κρίνουμε πως αυτό το οποίο έπραξε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην τελική του απόφαση περιορίζετο κατ’ ουσίαν μόνο στην απλή υπόδειξη ότι υπήρχε το ημερολόγιο ενεργείας, κάτι που ούτως ή άλλως δεν αμφισβητείτο ούτε από την Υπεράσπιση. Τέτοιο συμπέρασμα, για την ύπαρξη εγγράφου, είναι επιτρεπτό, ακόμα και στην περίπτωση που δεν κατατίθεται στο Δικαστήριο (βλ. κατ’ αναλογίαν Pambos & Kostakis Moleskis Trading Ltd κ.ά. ν. Melpomeni Hotel Apartment Ltd (2011) 2 A.Α.Δ. 365). Δεν συμφωνούμε ότι υπό τις περιστάσεις αυτές υπήρξε οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός του Εφεσείοντος.

 

Ο έκτος λόγος έφεσης υπόκειται σε απόρριψη.

 

Στη βάση των πιο πάνω, όλοι οι λόγοι έφεσης, όπως και η ίδια η έφεση απορρίπτονται.

 

 

 

 

                                                           Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

 

                                                           Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 

                                                           Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο