ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 232/2022)
29 Σεπτεμβρίου 2025
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
MANPREET SING JAYIA
Εφεσείων
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
_________________________
Μ. Παυλίδου (κα), για Εφεσείοντα
Α. Αντωνίου, για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Το Κακουργοδικείο Αμμοχώστου επέβαλε στον Εφεσείοντα φυλάκιση 12 ετών για τον βιασμό τον οποίο παραδέχθηκε ότι διέπραξε, κατά παράβαση του Άρθρου 144 του Ποινικού Κώδικα και του Άρθρου 3 του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Ν. 119(Ι)/00. Ειδικότερα, ο Εφεσείων είχε παραδεχθεί ότι μεταξύ 27.6 έως 29.6.22 είχε έλθει σε παράνομη μη συναινετική πρωκτική συνουσία με τον 65ετή Παραπονούμενο, με τον οποίο διέμενε στην ίδια κατοικία, όντας ο φροντιστής του. Ο Παραπονούμενος, λόγω προβλημάτων υγείας ευρίσκεται σε αναπηρικό καροτσάκι και έχει σχεδόν μηδενική όραση. Ο Εφεσείων είχε παραδεχθεί και στη γραπτή κατάθεσή του το αδίκημα, προβάλλοντας ότι είχε βιάσει τον Παραπονούμενο διότι είχε θυμώσει μαζί του επειδή εκείνος του μιλούσε με προσβλητικό τρόπο.
Λόγοι Έφεσης
Ο Εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη ποινή με 14 λόγους έφεσης. Αυτοί αναφέρονται σε στοιχεία τα οποία, κατ’ ισχυρισμόν, είτε δεν έλαβε υπ’ όψιν είτε στα οποία έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα, το Κακουργοδικείο. Αγορεύοντας προφορικώς η κα Παυλίδου ανέπτυξε περαιτέρω τους λόγους 1, 2, 7 και 14, υιοθετώντας για τους υπόλοιπους λόγους έφεσης τα όσα παρέθεσε στο διάγραμμά της.
Όσον αφορά τις σχετικές αρχές υπενθυμίζουμε πως το Εφετείο δεν επεμβαίνει με σκοπό να επαναλάβει τη διεργασία σκέψης η οποία πρωτοδίκως έχει συντελεστεί και να επιβάλει την ποινή η οποία θα φαινόταν ορθή στα ίδια τα μέλη του Εφετείου (Ντεκερμετζιάν v. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 1378). Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση S.J.L. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 129/2021 κ.ά., ημερ. 27.10.22:
«Το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται εάν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής».
Τονίζεται επίσης ότι η εσφαλμένη καθοδήγηση ενός πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα ή το δίκαιο συνιστά λόγο επέμβασης του Εφετείου (βλ. «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο», Γεώργιος Μ. Πικής, 2013, σ. 334, Karaviotis a.o. v. Police (1967) 2 C.L.R. 286).
Λόγοι Έφεσης αρ. 1, 2 και 4 έως 12
Στην πρώτη ενότητα εντάσσονται οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 4 έως 12, για τους οποίους κρίνουμε ότι δύνανται να συνεξεταστούν, σε ορισμένες δε περιπτώσεις και κατά επιμέρους ενότητες, αναλόγως των εγειρόμενων ζητημάτων.
Η πρώτη τέτοια υποενότητα αφορά τους λόγους έφεσης αρ. 1 και 2. Προβάλλεται με αυτούς ότι το Κακουργοδικείο δεν έλαβε αφενός καθόλου υπ’ όψιν την ομολογία και συνεργασία με τις ανακριτικές αρχές (1ος λόγος) και αφετέρου επαρκώς υπ’ όψιν την παραδοχή και μεταμέλεια του Εφεσείοντος (2ος λόγος). Δεν συμφωνούμε με τις εισηγήσεις αυτές. Το Κακουργοδικείο αναφέρθηκε ρητώς στην παραδοχή, απολογία και μεταμέλεια του Εφεσείοντος, στοιχεία τα οποία συνεκτίμησε δεόντως. Η μη εξειδικευμένη αναφορά σε «ομολογία» αντισταθμίζεται και υπερκαλύπτεται πλήρως από την επαρκή αναφορά στο ελαφρυντικό της παραδοχής. Με παραπομπή σε νομολογία το Κακουργοδικείο κατά πρώτον τόνισε ότι η παραδοχή αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή (Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28, Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. 208/18, ημερ. 27.11.19).
Δεν περιορίστηκε όμως σε αυτό. Το Κακουργοδικείο υπέδειξε και συνεκτίμησε δεόντως ότι η παραδοχή σε αδικήματα σεξουαλικής φύσης δικαιολογεί έκπτωση στην ποινή και για τον επιπλέον λόγο ότι διά της πορείας αυτής τα θύματα δεν βιώνουν ξανά τις τραυματικές εμπειρίες τους (Δ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 57/2020, ημερ. 6.10.21, ECLI:CY:AD:2021:B432, Γ. Χ. ν. Δημοκρατίας, (2015) 2 (Β) Α.Α.Δ. 586). Είναι για αυτόν τον λόγο που την ουσιωδέστερη σημασία εν τέλει την έχει, όχι γενικά η ομολογία, αλλά η ομολογία όταν αυτή διατηρείται και μετουσιώνεται σε παραδοχή ενώπιον του εκδικάζοντος Δικαστηρίου. Αυτό ήταν που είχε υπ’ όψιν του και συνυπολόγισε δεόντως το Κακουργοδικείο. Αυτή ήταν η περίπτωση εδώ και δεν μπορεί να υποστηρίζεται βάσιμα ότι δεν ελήφθη υπ’ όψιν η ομολογία.
Η επόμενη υποενότητα, αφορά τους λόγους έφεσης αρ. 10 και 11, με τους οποίους υποστηρίζεται ότι το Κακουργοδικείο δεν έλαβε δεόντως υπ’ όψιν το νεαρό της ηλικίας του Εφεσείοντος (26 ετών) και το λευκό ποινικό μητρώο του. Ο Εφεσείων στην πραγματικότητα δέχεται ότι τα στοιχεία αυτά συμπεριλαμβάνονται στα όσα έχουν ληφθεί υπ’ όψιν πλην όμως εισηγείται ότι το Κακουργοδικείο περιορίστηκε σε «φραστική διατύπωση προσδίδοντας στην ουσία μηδενική σημασία» στους παράγοντες αυτούς. Δεν συμφωνούμε ότι το Κακουργοδικείο δεν απέδωσε την πρέπουσα σημασία στους εν λόγω παράγοντες. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι τα στοιχεία αυτά συνυπολογίζονται μεν, πλην όμως δεν είναι καθοριστικά στις περιπτώσεις αδικημάτων για τα οποία υπάρχει ανάγκη προς επιβολή αποτρεπτικών ποινών, όπως είναι εν προκειμένω ο βιασμός (Β.Ε.Κ. ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 228, Λοΐζου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Σ. 469).
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το Κακουργοδικείο δεν έλαβε υπ’ όψιν, την εξωδικαστική τιμωρία του Εφεσείοντος. Σε σχέση με το θέμα αυτό, η συνήγορός του επανέλαβε ενώπιον μας όσα ανέφερε και πρωτοδίκως. Ουσιαστικά επικαλέστηκε (α) το ότι κατά τη διάρκεια της εργοδότησης του έστελλε €350 εκ των εισοδημάτων του στους ηλικιωμένους γονείς του στην Ινδία, οι οποίοι έχουν οικονομικές δυσκολίες, (β) το ότι στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας ο Εφεσείων δήλωσε ότι τόσον ο ίδιος όσο και ο πατέρας του έχουν πρόβλημα με την καρδιά τους, (γ) το ότι ήταν φανερή η επερχόμενη συνέπεια της απώλειας της εργασίας του, με βασικό συνεπακόλουθο τις οικονομικές επιπτώσεις στον ίδιο και στην οικογένεια του.
Είναι γεγονός ότι το Κακουργοδικείο με παραπομπή στην υπόθεση Scorteanu ν. Αστυνομίας (2014) 2 (Α) Α.Α.Δ. 15 υπέδειξε ότι το ενδεχόμενο εξωδικαστικής τιμωρίας αναμένεται να σχετίζεται με το πρόσωπο του κατηγορουμένου, ότι στην παρούσα «το ζήτημα τέθηκε με αναφορά σε τυχόν επιπλέον συνέπειες όχι στο πρόσωπο του κατηγορουμένου αλλά με αναφορά στις συνέπειες στην οικογένεια του» και κατέληξε ότι συνεπεία του πιο πάνω δεν μπορούσε να εξεταστεί ζήτημα εξωδικαστικής τιμωρίας.
Η ως άνω πρωτόδικη επισήμανση είναι ορθή. Το ζήτημα της εξωδικαστικής τιμωρίας αφορά πειθαρχικές κυρώσεις ή κάποιες άλλες συνέπειες τις οποίες δυνατόν να έχει ο ίδιος ο κατηγορούμενος συνεπεία της επιβολής ποινής (βλ. «Επιμέτρηση και Επιβολή Ποινών στο Κυπριακό Νομικό Σύστημα», Α. Καπαρδής και Η. Α. Στεφάνου, σ. 240). Ούτως ή άλλως δεν είναι όμως αρκετή μια απλή αναφορά για να γίνει δεκτή η ύπαρξη εξωδικαστικής τιμωρίας. Όπως αναφέρεται στη Scorteanu (ανωτέρω): «Συνήθως αναμένεται από ένα Δικαστήριο να σχολιάσει ειδικά ένα τέτοιο θέμα, προτού αποφασίσει κατά πόσο μπορεί να αποφευχθεί η ποινή φυλάκισης και να επιβληθεί εναλλακτικό τιμωρητικό μέτρο, στις περιπτώσεις εκείνες που καθίσταται γνωστό με σαφή μαρτυρία ότι ο καταδικασθείς θα έχει με βεβαιότητα περαιτέρω σοβαρές επιπτώσεις ως αποτέλεσμα της επιβολής σ' αυτόν ποινής φυλάκισης.» (βλ. και Ζακ κ.ά. ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 6, Yeates κ.ά. v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 320). Υπενθυμίζουμε επίσης πως, όταν το έγκλημα προκύπτει από την εργοδότηση και δύναται να θεωρηθεί ως κατάχρηση της θέσης εμπιστοσύνης, οι συνέπειες στη σταδιοδρομία του δράστη δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν (Σουτζιής ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 424).
Στην παρούσα περίπτωση είναι αυταπόδεικτο ότι δεν τίθεται οποιοδήποτε ζήτημα εξωδικαστικής τιμωρίας υπό την πιο πάνω έννοια. Ο Εφεσείων κατ’ ουσίαν προβάλλει ως τέτοια την αδυναμία εξασφάλισης εισοδημάτων κατά την περίοδο έκτισης της ποινής φυλάκισης και τη συνεπακόλουθη αδυναμία οικονομικής στήριξης στους γονείς του. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για οικονομικές επιπτώσεις στην οικογένεια ενός κατηγορούμενου, οι οποίες συγκαταλέγονται μεν στις ελαφρυντικές περιστάσεις, πλην όμως δεν είναι αποφασιστικής σημασίας (Domotov κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 328). Όπως ρητώς ανέφερε το Κακουργοδικείο, έλαβε υπ’ όψιν προς όφελος του Εφεσείοντος όλες αυτές τις περιστάσεις, ως αυτές είχαν καταγραφεί στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και ως περαιτέρω είχαν αναπτυχθεί από τη συνήγορο του, αλλά σε βαθμό και έκταση που δεν θα εξουδετέρωναν τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της ποινής (Selmani κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2016) 2 (Β) Α.Α.Δ. 854). Δεν εντοπίζουμε σφάλμα στον γενόμενο πρωτόδικο χειρισμό. Το δε άγχος και αγωνία για την τύχη της οικογένειας, ένεκα της δικής του αδυναμίας να τους προσφέρει βοήθεια, είναι παράγοντες οι οποίοι ανάγονται στον ψυχισμό κάθε ανθρώπου που καταδικάζεται σε φυλάκιση και δεν συνιστούν μετριαστικούς παράγοντες (Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 602).
Με τον πέμπτο λόγο ο Εφεσείων προβάλλει ότι από το 2019, που έφτασε στην Κύπρο, έως και το 2021, είχε εργαστεί αλλού ως οικιακός φροντιστής επιδεικνύοντας καλή συμπεριφορά στο εκεί φροντιζόμενο άτομο αλλά το Κακουργοδικείο δεν έλαβε υπ’ όψιν αυτή «την καλή επαγγελματική διαγωγή του Εφεσείοντα πριν από τη διάπραξη του αδικήματος, σε όμοιας θέση εργασία». Δεν κρίνουμε ότι απαιτείται οποιαδήποτε συνέχεια στην εισήγηση αυτή. Το προβληθέν ότι «δεν επέδειξε οποιαδήποτε μεμπτή συμπεριφορά» απέναντι στον προηγούμενο φροντιζόμενο εργοδότη του, καλύπτεται πλήρως από το λευκό ποινικό μητρώο, το οποίο συνεκτιμήθηκε δεόντως.
Με τον έκτο λόγο υποστηρίζεται ότι δεν λήφθηκε καθόλου υπ’ όψιν η απουσία προσχεδιασμού. Όντως δεν γίνεται οποιαδήποτε σχετική αναφορά πρωτοδίκως, πλην όμως αυτό δεν σημαίνει πως δεν είχε ληφθεί υπ’ όψιν το στοιχείο αυτό. Αντιθέτως, στη βάση των τεθέντων γεγονότων, τα οποία και έγιναν δεκτά από το Κακουργοδικείο, προέκυπτε εγκληματική δράση λόγω θυμού, ο οποίος εκ των πραγμάτων απέκλειε οποιαδήποτε υπόνοια για προσχεδιασμό. Είπε συγκεκριμένα το Κακουργοδικείο ότι: «Ως έχει τεθεί ενώπιόν μας, η πράξη του κατηγορούμενου ήταν αποτέλεσμα των αισθημάτων θυμού που του γεννήθηκαν από τη συμπεριφορά του παραπονουμένου. Έτσι, στην υπό κρίση υπόθεση ο κατηγορούμενος δεν προέβη στην πράξη του βιασμού μόνο προς τον σκοπό της, εν πάση περιπτώσει κατακριτέας, εκτόνωσης της γενετήσιας του ορμής ή τάσης, χωρίς τη συναίνεση του θύματος, αλλά είχε και ως κίνητρο την εκτόνωση των αισθημάτων θυμού που έτρεφε έναντι του παραπονουμένου». Δεν συμφωνούμε συνεπώς με την προβληθείσα εισήγηση.
Με τον έβδομο λόγο, ο οποίος ήταν και ένας εκ των λόγων έφεσης που αναπτύχθηκαν και προφορικώς, είχαμε το ανεπιθύμητο προνόμιο να ακούσουμε το καινοφανές και απροσδόκητο επιχείρημα ότι το Κακουργοδικείο δεν έλαβε καθόλου υπ’ όψιν ως μετριαστικό στοιχείο «την πρόκληση από τον Παραπονούμενο». Προβάλλει ο Εφεσείων ότι τον βιασμό τον διέπραξε «σε κατάσταση θυμού και ως μια αντίδραση στην προκλητική συμπεριφορά του Παραπονούμενου, ο οποίος του μιλούσε με προσβλητικό τρόπο». Η προσπάθεια μας κατά τη συζήτηση της έφεσης να πείσουμε ότι δεν υπάρχει λογική ή νομική βάση στην παράδοξη αυτή θέση, δυστυχώς δεν βρήκε οποιαδήποτε ανταπόκριση. Η κα Παυλίδου επέμεινε ότι ο Παραπονούμενος μιλούσε με προσβλητικό τρόπο στον Εφεσείοντα, αυτός θύμωσε, θόλωσε το μυαλό του, οπότε τον βίασε «ως αποτέλεσμα αντίδρασης στην προκλητική συμπεριφορά του Παραπονούμενου». Παρέθεσε μάλιστα και την υπόθεση Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342, προτείνοντας ότι υποστηρίζει τη θέση της.
Επιβάλλεται η έστω και σύντομη αναφορά στις σχετικές αρχές. Το κατά πόσον υπάρχει ή όχι πρόκληση αποτελεί θέμα πραγματικό, προδιαγεγραμμένο όμως νομικά από τις ιδιότητες που το συνθέτουν. Αυτό τονίστηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αεροπόρου (1997) 2 Α.Α.Δ. 17, στην οποία τέθηκε και η έννοια της πρόκλησης όπως είναι γνωστή στο Κοινοδίκαιο και όπως είχε περιγραφεί στην κλασσική καθοδήγηση από την υπόθεση Duffy (1949) 1 All E.R. 932. Τα σχετικά κριτήρια συνοψίζονται και στο σύγγραμμα Card, Cross & Jones “Criminal Law”, 20η έκδοση, §8.59 ως εξής:
“The alleged provocative conduct:
· had to cause in D a sudden and temporary loss of self-control (the subjective test); and
· had to be ‘enough to make a reasonable person do as D did’, ie enough to cause a reasonable person to suffer such a loss of self-control and, having lost self-control, to do as D did (the objective test)”.
Συνάγεται λοιπόν πως δεν είναι οποιαδήποτε συμπεριφορά του θύματος η οποία δύναται να προσμετρήσει ως πρόκληση και να εξηγήσει την απώλεια αυτοελέγχου, μετριάζοντας την εγκληματική δράση. Θα πρέπει η συμπεριφορά του θύματος να είναι ικανή αντικειμενικά να επιφέρει την απώλεια αυτοελέγχου και να κρίνεται επίσης αντικειμενικά ότι κάθε λογικός άνθρωπος, ευρισκόμενος σε τέτοια κατάσταση, θα έπραττε όπως έπραξε ο Κατηγορούμενος.
Η υπόθεση Πισκόπου (ανωτέρω) ήταν περίπτωση στην οποία ο εφεσείων, ο οποίος αντιτίθετο στον γάμο της θυγατέρας του, τη χαστούκισε και όταν αυτός αμέσως δέχθηκε κτύπημα από τον υποψήφιο γαμπρό του και ακολούθως ενεπλάκη σε αλληλοκτυπήματα, ανέσυρε σουγιά, μαχαιρώνοντας τον στον λαιμό. Η πράξη του κατέστησε το θύμα τετραπληγικό. Το Εφετείο ανέφερε πως: «Η θέση μας είναι ότι, ερωτικός δεσμός μεταξύ ενηλίκων νέων μπορεί να προκαλέσει τις αντιδράσεις των γονιών τους, ποτέ, όμως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πρόκληση, με την έννοια πράξης ικανής να διεγείρει αντιδράσεις βίας εις βάρος των νέων. Τέτοια θεώρηση θα συνιστούσε απαράδεκτο συμβιβασμό με τη βία».
Στην παρούσα περίπτωση ο Παραπονούμενος ήταν 65 ετών, καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, με σχεδόν μηδενική όραση. Ο Εφεσείων ανέλαβε το καθήκον να τον φροντίζει. Λόγω της αναπηρίας του ο Παραπονούμενος ήταν αδύνατο να αντισταθεί σε οποιαδήποτε επιθετική ή βίαιη ενέργεια του Εφεσείοντος. Δεν διαφωνούμε ποσώς με τα πιο κάτω αναφερθέντα από το Κακουργοδικείο: «Η ενέργεια του κατηγορουμένου να εκτονώσει τα αισθήματα θυμού που ένιωθε με αυτό τον τρόπο, δεικνύει εκδικητικό κίνητρο αλλά και πρόθεση να εξευτελίσει το θύμα του, αφού ο βιασμός επήλθε ως τιμωρία που αυτόβουλα επέβαλε ο κατηγορούμενος στον παραπονούμενο προς ικανοποίηση των αισθημάτων θυμού που τον διακατείχαν. Επιπλέον, το ότι η πιο πάνω ενέργεια έγινε επί ενός προσώπου ανήμπορου να αντιδράσει, δεικνύει ότι η πράξη του κατηγορουμένου εκτελέστηκε με θρασύδειλο τρόπο και είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο την προσβολή της αξιοπρέπειας του θύματος, αλλά τον σεξουαλικό του εξευτελισμό και την καταρράκωση της αξιοπρέπειάς του. Ένεκα της ευαλωτότητας και της αδυναμίας του να αντιδράσει, ο παραπονούμενος κατέστη έρμαιο στις ορέξεις του κατηγορούμενου, οι οποίες εκτονώθηκαν με ιδιαίτερα θρασύ και εξευτελιστικό τρόπο».
Είναι προφανές ότι ούτε η υπόθεση Πισκόπου (ανωτέρω) υποστηρίζει την πρωτοφανή αυτή εισήγηση της κας Παυλίδου. Η τυχόν αποδοχή της εισήγησης θα εσήμαινε ότι η συμπεριφορά ενός οποιουδήποτε συνανθρώπου μας (άνδρα, γυναίκας, παιδιού) υγιούς ή ανήμπορου, η οποία προκαλεί θυμό σε άλλον, είναι ικανή να προσφέρει ελαφρυντικά ή να δικαιολογήσει ή να συνιστά πρόκληση για τον βιασμό που διαπράττεται ως αντίδραση σε τέτοια συμπεριφορά. Δεν νομίζουμε πως απαιτείται επιχειρηματολογία περί του ότι δεν υπάρχει λογικός άνθρωπος ο οποίος θα υποστήριζε ότι είναι εύλογη μια τέτοια ζωώδης και πρωτόγονη αντίδραση. Αλίμονο εάν επικρατούσε τέτοια λογική στις ανθρώπινες κοινωνίες.
Προβάλλεται περαιτέρω, με τον όγδοο λόγο έφεσης, ότι το Κακουργοδικείο δεν έλαβε καθόλου υπ’ όψιν ότι το αδίκημα διήρκεσε «μόλις λίγα λεπτά». Δεν συμφωνούμε ούτε με την εισήγηση αυτή. Το Κακουργοδικείο έχοντας πει τα όσα παραθέσαμε αμέσως πιο πριν, προσέθεσε, δικαίως κατά την κρίση μας, πως το ότι το περιστατικό διήρκεσε λίγα λεπτά «δεν μεταβάλλει τα πιο πάνω». Αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει πως το Κακουργοδικείο δεν είχε δεόντως υπ’ όψιν του τη διάρκεια του βιασμού. Επειδή προβάλλεται και άλλη σχετική εισήγηση, διευκρινίζουμε επίσης πως δεν υπάρχει καμμιά ένδειξη ότι το Κακουργοδικείο εξέλαβε την αποτρόπαια ενέργεια του Εφεσείοντος ως επαναλαμβανόμενο βιασμό.
Με τον ένατο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το Κακουργοδικείο δεν έλαβε σε καμμιά περίπτωση υπ’ όψιν «ότι δεν χρησιμοποιήθηκε καθόλου βία». Είμαστε υποχρεωμένοι και πάλι να διαφωνήσουμε, καθότι το Κακουργοδικείο είπε ακριβώς το αντίθετο. Είπε συγκεκριμένα πως «το ότι δεν χρησιμοποιήθηκε βία δεν μειώνει την απαξία και τη σοβαρότητα της επίδικης πράξης αφού το θύμα δεν ήταν σε θέση να αντισταθεί». Ήταν με αυτό το σκεπτικό που προσέθεσε πως το γεγονός ότι δεν ασκήθηκε βία επί ενός ανυπεράσπιστου προσώπου δεν μπορεί να επενεργήσει μετριαστικά.
Από δικής μας πλευράς βέβαια αισθανόμαστε την ανάγκη να υποδείξουμε το οξύμωρο της εισήγησης ότι ένα αδίκημα του οποίου ακόμα και το όνομα προκύπτει από τη «βία» έχει διαπραχθεί χωρίς «βία». Ο βιασμός ενός ανθρώπινου σώματος συνιστά τον ορισμό της βίας, πόσω μάλλον ο βιασμός ενός ανήμπορου ανθρώπου, ο οποίος αδυνατεί να προβάλει οποιαδήποτε αντίσταση. Με άλλα λόγια, η διείσδυση «στο σώμα άλλου προσώπου χωρίς τη συναίνεση του», την οποία τιμωρεί το Άρθρο 144 του Ποινικού Κώδικος, συνιστά τον κλασσικό ορισμό της βίας. Δεν είναι λοιπόν δυνατό να προβάλλεται ότι κάποιος «βιασμός» έχει διαπραχθεί χωρίς «βία». Σε κάθε βιασμό, εξ ορισμού η βία συνιστά όρον εκ των ων ουκ άνευ και τούτο επειδή το αδίκημα εμπεριέχει εκ φύσεως τον εξαναγκασμό δεδομένου ότι στοιχειοθετείται μόνο όταν απουσιάζει η συναίνεση του θύματος.
Αναγνωρίζουμε βέβαια πως εκεί που υπάρχει επιπρόσθετη βία ή κακοποίηση του θύματος, το στοιχείο αυτό προσλαμβάνει διαφορετικές διαστάσεις και συνιστά επιβαρυντική περίσταση. Ασφαλώς ήταν λόγω της απουσίας αυτού του επιβαρυντικού που ανέφερε εδώ όσα ανέφερε το Κακουργοδικείο, ήτοι περί απουσίας βίας εναντίον του ανήμπορου θύματος. Κρίνουμε πως είχε υπ’ όψιν του επαρκέστατα τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος. Σε καμμιά δε περίπτωση δεν συμφωνούμε ότι η μη εξειδικευμένη αναφορά σε απουσία επιπρόσθετης βίας λειτούργησε επιβαρυντικά για τον Εφεσείοντα και πολύ περισσότερο, δεν συμφωνούμε ότι συνιστά λόγο για μείωση της ποινής.
Με τον δωδέκατο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το Κακουργοδικείο δεν έλαβε υπ’ όψιν την απουσία συγγενικής σχέσης μεταξύ Εφεσείοντος και Παραπονούμενου. Η εισήγηση στηρίζεται στη θέση ότι η απουσία συγγενικής σχέσης έπρεπε να προσμετρήσει ως απουσία επιβαρυντικής περίστασης και άρα ως ελαφρυντικό. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία ότι τα περιστατικά βίας στην οικογένεια και δη τα περιστατικά σεξουαλικής φύσης αντιμετωπίζονται ως αδικήματα ιδιάζουσας σοβαρότητας (Γενικός Εισαγγελέας ν. Α.Β. (2002) 2 Α.Α.Δ. 382, Κ.Κ. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 294). Παράλληλα όμως θα πρέπει να σημειωθεί πως το γεγονός ότι απουσιάζει κάποιος επιβαρυντικός παράγοντας «δεν συνιστά λόγο για εξουδετέρωση της ανάγκης επιβολής αποτρεπτικής ποινής» (βλ. Λοΐζου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 469, Bourel κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 151/23 κ.ά., ημερ. 19.9.25).
Στη βάση των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 4 έως 12 υπόκεινται σε απόρριψη.
Λόγος Έφεσης αρ. 3
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το Κακουργοδικείο εσφαλμένα έλαβε υπ’ όψιν επιβαρυντικά τόσο τη διάρρηξη της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ φροντιστή και φροντιζομένου όσο και το γεγονός ότι ο φροντιζόμενος υπέστη τον βιασμό ευρισκόμενος εντός της κατοικίας του, από πρόσωπο το οποίο διέμενε εντός αυτής. Αυτό κατά τον Εφεσείοντα αποτελεί σφάλμα αρχής καθότι το Κακουργοδικείο έλαβε υπ’ όψιν ζητήματα «εις διπλούν ενώ αποτελούν ένα και το αυτό πράγμα αφού το ένα είναι επακόλουθο του άλλου».
Ούτε για αυτή την εισήγηση απαιτείται να λεχθούν πολλά. Αρκεί να υποδειχθεί πως το γεγονός ότι κάποιος είναι φροντιστής κάποιου δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι ο φροντιστής διαμένει εντός της οικίας του φροντιζόμενου ατόμου. Αλλά ούτε και το αντίστροφο, ήτοι το ότι κάποιος διαμένει στην οικία κάποιου δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι είναι φροντιστής του. Συνεπώς, ούτε αποτελούσαν το ίδιο πράγμα και ούτε το ένα ήταν επακόλουθο του άλλου, ως αντιθέτως εισηγείται ο Εφεσείων. Ορθώς λοιπόν το Κακουργοδικείο έλαβε υπ’ όψιν ότι η ενέργεια του Εφεσείοντος «συνιστούσε κατάχρηση της σχέσης εμπιστοσύνης που υπήρχε μεταξύ των δύο» και αφετέρου ότι τέτοια ενέργεια εντός της κατοικίας του Παραπονούμενου, η οποία αποτελεί το καταφύγιο και το άσυλό του, από πρόσωπο που διέμενε εντός αυτής, επενεργεί επιβαρυντικά κατά την επιμέτρηση της ποινής.
Ο λόγος έφεσης αρ. 3 υπόκειται σε απόρριψη.
Λόγος Έφεσης αρ. 13
Με τον λόγο έφεσης αρ. 13 υποστηρίζεται ότι το Κακουργοδικείο εσφαλμένα κατέταξε την παρούσα στις υψηλής σοβαρότητας περιπτώσεις αφού σύμφωνα με τη νομολογία δεν συνέτρεχαν τέτοιες περιστάσεις. Ειδικότερα, ο Εφεσείων παραπονείται για την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η κρινόμενη υπόθεση, όπως και να ιδωθεί, «κατατάσσεται στις σοβαρές του είδους αφού συντρέχουν σοβαρά και νομολογιακά αναγνωρισμένα επιβαρυντικά στοιχεία».
Η κα Παυλίδου επικαλείται 11 περιστάσεις, οι οποίες δεν επέτρεπαν, κατά την εισήγηση, την κατάταξη της υπόθεσης στις περιπτώσεις υψηλής σοβαρότητας. Βασικά, με παραπομπή στην υπόθεση Στυλιανού ν. Δημοκρατίας (2015) 2(Β) Α.Α.Δ. 680 προβάλλει ότι δεν υπάρχουν τα επιβαρυντικά στοιχεία, ως αυτά είχαν καθοριστεί στην Billam a.o. (1986) 3 Crim. App. Rep. (S) 48 (βλ. και Selmani κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2016) 2(Β) Α.Α.Δ. 854, Γενικός Εισαγγελέας ν. Μηταρά, Ποιν. Έφ. 59/2022, ημερ. 7.12.22, ECLI:CY:AD:2022:D312). Εξ αυτών, την εισήγηση ότι δεν χρησιμοποιήθηκε καθόλου βία, την έχουμε εξετάσει και απορρίψει νωρίτερα. Προσθέτουμε εδώ πως δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ούτε με την εισήγηση ότι δεν υπήρξαν ψυχικές επιπτώσεις στον Παραπονούμενο. Επί τούτου και έχοντας υπ’ όψιν ότι «ο βιασμός αποτελεί τη χειρότερη μορφή εξευτελισμού του ανθρώπου» (Κυπριανού ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 137/17, ημερ. 26.4.18, ECLI:CY:AD:2018:B197) υιοθετούμε τη θέση ότι δεν απαιτείται μαρτυρία ειδικού για ένα τέτοιο συμπέρασμα (Μηνά ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 228/18, ημερ. 16.3.20), ECLI:CY:AD:2020:B102.
Ως προς την ουσία του λόγου έφεσης, κατ’ αρχάς να σημειωθεί πως η εισήγηση παραγνωρίζει πλήρως ότι το Κακουργοδικείο είχε υποδείξει την υψηλή σοβαρότητα της υπόθεσης προηγουμένως και δη πριν την ενασχόληση με τους διάφορους επιβαρυντικούς ή ελαφρυντικούς παράγοντες. Το έπραξε δε αυτό με παραπομπή στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Hunganu, Ποιν. Έφ. 130/20, ημερ. 20.7.21, ECLI:CY:AD:2021:B348 και στις εκεί αναγνωριζόμενες ως καθοδηγητικές κατευθυντήριες οδηγίες του Sexual Offences Definitive Guideline του αγγλικού Ποινολογικού Συμβουλίου (Sentencing Council), ημερ. 1.4.14. Όπως ορθώς υπεδείχθη, η κατάταξη στην κλίμακα σοβαρότητας προκύπτει ως συνάρτηση της βλάβης (harm) και της υπαιτιότητας του δράστη (culpability). Το ουσιώδες είναι πως ένα από τα στοιχεία τα οποία επαυξάνουν τη βλάβη είναι η ευαλωτότητα (vulnerability) του θύματος, ως αυτή προκύπτει από τις προσωπικές του περιστάσεις. Με δεδομένη λοιπόν την κατάσταση του Παραπονούμενου στην παρούσα, δεν διακρίνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στον χαρακτηρισμό της περίπτωσης ως υψηλής σοβαρότητας. Η απουσία κάποιων άλλων αναγνωρισμένων επιβαρυντικών παραγόντων, ως είχαν καταγραφεί στην Billam (ανωτέρω), δεν θα μπορούσε ασφαλώς να καταστήσει εσφαλμένο έναν τέτοιο χαρακτηρισμό και κατά συνέπειαν ούτε τον πρωτόδικο χειρισμό.
Ο λόγος έφεσης αρ. 13 υπόκειται σε απόρριψη.
Λόγος Έφεσης αρ. 14
Με τον λόγο έφεσης αρ. 14 προβάλλεται πως το Κακουργοδικείο φαίνεται να έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στο ότι ο Παραπονούμενος ήταν ευάλωτο άτομο, παραγνωρίζοντας τα ελαφρυντικά και τη νομολογία εν σχέσει με ποινές σε ευάλωτα άτομα.
Κατ’ αρχάς, επειδή εκ μέρους του Εφεσείοντος επαναλαμβάνονται κάποια επιχειρήματα, διευκρινίζουμε πως δεν συμφωνούμε ότι το Κακουργοδικείο παραγνώρισε καθ’ οιονδήποτε τρόπο το λευκό μητρώο, την ομολογία, την παραδοχή, τη μεταμέλεια, τη νεαρή ηλικία, τη διάρκεια ή το ότι το θύμα δεν υποχρεώθηκε να βιώσει ξανά το περιστατικό. Τόσο για αυτά τα στοιχεία όσο και για τα επαναληφθέντα εν σχέσει με πρόκληση ή με απουσία ψυχικής βλάβης, παραπέμπουμε στα όσα έχουμε προαναφέρει.
Όσον αφορά τη νομολογία, την οποία επικαλέστηκε η κα Παυλίδου, θα πρέπει να πούμε ότι είναι πολύ καλώς γνωστή η πάγια νομολογιακή θέση ότι οι παλαιότερες αποφάσεις ασφαλώς παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας εγκλημάτων και των παραμέτρων καθορισμού της ποινής. Πλην όμως δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα τον οποίο ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου. Αυτό διότι η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες αφενός των γεγονότων τα οποία τη συνθέτουν και αφετέρου των συνθηκών του παραβάτη (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2.Α.Α.Δ. 1).
Η κα Παυλίδου επικαλέστηκε τρεις αποφάσεις παλαιότερων ετών στις οποίες για βιασμό συγγενικών ανήλικων κοριτσιών είχαν επιβληθεί ποινές 8 ετών (Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612) ή 10 ετών (Typye v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 279, M.W. v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 656). Προφορικά προσέθεσε και την υπόθεση Δ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 57/20, ημερ. 6.10.21, ECLI:CY:AD:2021:B432, στην οποία επικυρώθηκε 11ετής φυλάκιση μετά από ακρόαση, σε εφεσείοντα ο οποίος εκμεταλλευόμενος τη θέση ισχύος που είχε ως φροντιστής σε Στέγη Ευγηρίας, σε δύο περιπτώσεις είχε βιάσει την 20χρονη τρόφιμο, η οποία είχε χαμηλή νοημοσύνη. Είχε κριθεί πως η ποινή ευρίσκετο εντός του πλαισίου της νομολογίας και πως όχι μόνο δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπερβολική αλλά ούτε καν αυστηρή.
Την τελευταία ως άνω απόφαση είχε παραθέσει και το Κακουργοδικείο, το οποίο συνεκτίμησε και άλλες υποθέσεις στις οποίες, αναλόγως των ιδιαίτερων περιστάσεων τους, είχαν επιβληθεί ποινές 9 ετών (Muhanad v. Γενικού Εισαγγελέα (2006) 2 Α.Α.Δ. 259) ή 11 ετών (Γερμανός κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 525) ή 13 ετών (Mihalta κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 764). Σε αυτό το εύρος ποινών και πάντοτε αναλόγως περιστάσεων, κινήθηκαν και άλλες υποθέσεις, μάλιστα με θύματα ενήλικα πρόσωπα (βλ. Χριστοφή ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 323, Selmani, ανωτέρω, Hunganu, ανωτέρω), στις οποίες επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης από 10 έως 13 έτη.
Ειδικά όμως εν σχέσει με ευάλωτα άτομα, είτε ενήλικα είτε ανήλικα, θα πρέπει να γίνει αναφορά στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Μηταρά (ανωτέρω) στην οποία για βιασμό αυτιστικού 25ετούς ατόμου με διανοητική στέρηση, η ποινή αυξήθηκε σε 10 έτη φυλάκισης, καθώς και στις υποθέσεις Μηνά (ανωτέρω) και Ε.Γ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 61/2020, ημερομηνίας 14.7.22, ECLI:CY:AD:2022:B304, στις οποίες για βιασμό ανηλίκων κοριτσιών, επικυρώθηκαν ποινές φυλάκισης 12 ετών και 13 ετών αντίστοιχα.
Διαπιστώνεται λοιπόν ότι η ποινή των 12 ετών την οποία επέλεξε το Κακουργοδικείο δεν αφίσταται του μέτρου τιμωρίας αδικημάτων βιασμού. Ακόμα και αν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αυστηρή κρίνουμε πως ευρίσκεται εντός του εύρους των ποινών της νομολογίας. Επαναλαμβάνουμε, σε ό,τι αφορά την παρούσα, από την υπόθεση Clarson v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 38/2022, ημερομηνίας 27.10.22, ECLI:CY:AD:2022:B411 ότι:
«Οι υποθέσεις αυτής της φύσεως και γενικά οι υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων …………………………………….. δεν βρίσκονται μόνο σε έξαρση, δεν αποτελούν απλώς αδικήματα που δεσπόζουν στο εγκληματικό στερέωμα της Κύπρου, αλλά έχουν πλέον εξελιχθεί σε πρωτοφανή μάστιγα.
Η κατάσταση αυτή δημιουργεί υποχρέωση στα δικαστήρια για επιβολή ιδιαίτερα αποτρεπτικών και συνεπώς αυστηρών ποινών, με αποτέλεσμα οι προσωπικές περιστάσεις να είναι δευτερεύουσας και η εξατομίκευση της ποινής, όσο επιβεβλημένη κι αν είναι, να μην έχει αποφασιστικό ρόλο».
Την προαναφερόμενη υποχρέωση, για επιβολή ιδιαίτερα αποτρεπτικής και αυστηρής ποινής, την έχει κάθε Δικαστήριο όταν επιλαμβάνεται τέτοιας φύσεως αδικημάτων. Η ποινή που έχει επιβληθεί στην παρούσα συνάδει με το πιο πάνω καθήκον και δεν συμφωνούμε ότι πληροί το στοιχείο της έκδηλης υπερβολικότητας.
Στη βάση των πιο πάνω, όλοι οι λόγοι έφεσης, όπως και η ίδια η έφεση, απορρίπτονται.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο