MOHAMED ALAHMAD v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 235/2022, 250/2022, 30/9/2025
print
Τίτλος:
MOHAMED ALAHMAD v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 235/2022, 250/2022, 30/9/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 235/2022)

 

30 Σεπτεμβρίου 2025

 

[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

MOHAMED ALAHMAD,

Εφεσείων,

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

_____________________

 (Ποινική Έφεση Αρ.: 250/2022)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

 

ΜΟΗΑΜΕD ALAHMAD,

Εφεσίβλητου.

_____________________

Χ. Α. Κωνσταντίνου (κα), για τον Εφεσείοντα στην 235/2022 και Εφεσίβλητο στην 250/22.

Α. Δημοσθένους για Γενικό Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη στην 235/22 και Εφεσείοντα στην 250/2022.

Εφεσείων/Εφεσίβλητος αντίστοιχα παρών.

_____________________

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

XΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Ο κατηγορούμενος αντιμετώπισε, ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Αμμοχώστου, την Ποινική Υπόθεση 1613/22 και βρέθηκε ένοχος κατόπιν δικής του παραδοχής σε τρεις κατηγορίες για το αδίκημα του βιασμού κατά παράβαση του Άρθρου 144 του Κεφ. 154 (Αριθμός κατηγοριών 1, 6 και 9), σε άλλες τρεις κατηγορίες για το αδίκημα της αρπαγής ή απαγωγής με σκοπό να υποβληθεί πρόσωπο σε σεξουαλική κακοποίηση κατά παράβαση των Άρθρων 247 και 251 του Κεφ.154 (Αριθμός κατηγοριών 4, 7 και 10) και στις κατηγορίες εξαναγκασμού σε πράξεις σεξουαλικού χαρακτήρα κατά παράβαση των Άρθρων 4 και 146Ε του Κεφ. 154 (Αριθμός κατηγορίας 3) και της σεξουαλικής κακοποίησης διά διείσδυσης δακτύλου κατά παράβαση των Άρθρων 4 και 146Α του Κεφ. 154 (Αριθμός κατηγορίας 2).

 

Αντιμετώπιζε επίσης τρεις κατηγορίες, τις κατηγορίες 5, 8 και 11, για το αδίκημα της απαγωγής, κατά παράβαση του Άρθρου 148 του Ποινικού Κώδικα, οι οποίες αναστάληκαν.

 

          Η υπόθεση, όπως κατέστη σαφές, αφορά σεξουαλικά αδικήματα τα οποία, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου, αλλά και τα γεγονότα που αναφέρονται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, διέπραξε ο κατηγορούμενος κατά τριών διαφορετικών παραπονουμένων γυναικών σε τρεις διαφορετικές ημερομηνίες. Όλα τα αδικήματα έλαβαν χώρα στην Αγία Νάπα της επαρχίας Αμμοχώστου μεταξύ των ημερομηνιών 18/4/2022 και 22/5/2022.

 

Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, στις 23/5/2022, από τις εξετάσεις της Αστυνομίας, διαπιστώθηκε ότι ο δράστης και των τριών περιπτώσεων είναι κατηγορούμενο πρόσωπο συριακής καταγωγής ο οποίος αφίχθηκε στη Δημοκρατία το 2021 και αποτάθηκε για πολιτικό άσυλο, με το αίτημα του ακόμα να εκκρεμεί. Αναζητήθηκε από την αστυνομία και, αφού εντοπίστηκε και κλήθηκε στα γραφεία του ΤΑΕ Αμμοχώστου για ανάκριση, προέβηκε σε θεληματική κατάθεση όπου ομολόγησε γραπτώς και τους τρεις πιο πάνω βιασμούς. Όπως ανέφερε στην κατάθεση του, ήρθε στην Κύπρο τον Σεπτέμβριο του 2021 και έκτοτε δεν είχε οποιαδήποτε σεξουαλική επαφή. Ένα βράδυ ένιωθε την ανάγκη να κάνει σεξ, δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Στάθηκε στο δρόμο κάτω από το διαμέρισμα που διέμενε περιμένοντας «καμιά  μεθυσμένη να περάσει» γνωρίζοντας ότι θα είναι εύκολος στόχος. Το ίδιο ανάφερε και για τις τρεις περιπτώσεις. Όλες τις βίασε επειδή δεν μπορούσε να συγκρατηθεί, έψαχνε μοναχικές μεθυσμένες κοπέλες οι οποίες δεν θα αντιστέκονταν σθεναρά.

 

Τα θύματα εξετάστηκαν από ιατροδικαστή στην παρουσία γυναικολόγου με διάφορα ευρήματα εκδορών και εκχυμώσεων. Kαι οι τρεις ένιωθαν την ανάγκη να αποταθούν τόσο σε ψυχολόγο όσο και ψυχίατρο, βρίσκονται υπό παρακολούθηση και έχουν ενταχθεί σε ειδικά θεραπευτικά προγράμματα.

 

Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Αμμοχώστου του επέβαλε τις εξής ποινές:

          1η κατηγορία (βιασμός): 6 χρόνια φυλάκιση.

          2η κατηγορία (σεξουαλική κακοποίηση): 4 χρόνια φυλάκιση.

3η κατηγορία (εξαναγκασμός σε πράξεις σεξουαλικού χαρακτήρα): 4 χρόνια φυλάκιση.

          4η κατηγορία (αρπαγή ή απαγωγή): 4 χρόνια φυλάκιση.

          6η κατηγορία (βιασμός):  5 χρόνια φυλάκιση.

          7η κατηγορία (αρπαγή ή απαγωγή): 4 χρόνια φυλάκιση.

          9η κατηγορία (βιασμός): 5 χρόνια φυλάκιση.

          10η κατηγορία (αρπαγή ή απαγωγή): 4 χρόνια φυλάκιση.

 

          Διατάχθηκε από το Κακουργιοδικείο όπως οι ποινές που αφορούν τις κατηγορίες 1-4 συντρέχουν μεταξύ τους. Οι ποινές που αφορούν τις κατηγορίες 6 και 7 να συντρέχουν μεταξύ τους, αλλά να εκτιθούν διαδοχικά των κατηγοριών 1-4. Οι ποινές που αφορούν στις κατηγορίες 9 και 10 να συντρέχουν μεταξύ τους, αλλά να εκτιθούν διαδοχικά των κατηγοριών 6 και 7. Συνολικά επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης που ανέρχεται στα 16 χρόνια.

 

Εναντίον των ποινών που επιβλήθηκαν από το Κακουργιοδικείο Αμμοχώστου καταχωρήθηκαν εφέσεις τόσο από τον κατηγορούμενο όσο και από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Με την ποινική έφεση 235/2022 προβάλλεται, ως μοναδικός λόγος έφεσης, από τον εφεσείοντα ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου να επιβάλει διαδοχικές ποινές ανερχόμενες συνολικά σε 16 έτη είναι λανθασμένη και/ή αναιτιολόγητη και απέληξε σε μια συνολική ποινή έκδηλα υπερβολική. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με την ποινική έφεση 250/2022 επίσης προωθεί ένα και μοναδικό λόγο έφεσης και ειδικότερα ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο σε όλες τις κατηγορίες που παραδέχτηκε ήταν έκδηλα ανεπαρκείς, δεν αντανακλούν τη σοβαρότητα των αδικημάτων και δεν ικανοποιούν την ανάγκη για ειδική αλλά και για γενική αποτροπή.

 

Οι δύο εφέσεις εκδικάστηκαν μαζί, με τους συνηγόρους των δύο πλευρών να προωθούν μέσω των διαγραμμάτων τους αλλά και των προφορικών τους αγορεύσεων τις θέσεις τους ως εκφράζονται στις ειδοποιήσεις εφέσεων που καταχώρησαν αντίστοιχα.

 

Όπως έχει λεχθεί και στην απόφαση Δ. Α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 57/2020, ημερομηνίας 6/10/2021, ECLI:CY:AD:2021:B432:

 

«Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου σε ποινές που επέβαλε Πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφονται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 235/13 και 236/13, ημερ. 5/10/2016 - και επαναλήφθηκαν στη συνέχεια και στις υποθέσεις xxx Bora v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 79/2017, ημερ. 13/3/2018, ECLI:CY:AD:2018:B110, ECLI:CY:AD:2018:B110 και Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 110/2019, ημερ. 29/9/2020 - όπου λέχθηκαν τα εξής:

 «Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, XXX Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, ECLI:CY:AD:2014:B327, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B327 και XXX Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2015: B779, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:B779).»

Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525)

 

Το Κακουργιοδικείο, στην απόφαση του, παραθέτει τα γεγονότα της υπόθεσης όπως έχουν εκτεθεί από την Κατηγορούσα Αρχή αλλά και όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που συγκεντρώνει στο πρόσωπο του ο κατηγορούμενος, σύμφωνα με την εισήγηση της συνηγόρου του, τις προσωπικές του περιστάσεις και το λευκό ποινικό του μητρώο. Τόνισε επίσης τη σημασία της παραδοχής του αφού δεν χρειάστηκε, για σκοπούς απόδειξης της υπόθεσης, να δώσουν μαρτυρία οι παραπονούμενες αναβιώνοντας έτσι τα όσα τους συνέβησαν στα χέρια του κατηγορούμενου. Σημείωσε επίσης ότι η παραδοχή του, που ήταν άμεση, καταδεικνύει και έμπρακτη μεταμέλεια.  

 

Ακολούθως, κατεύθυνε τον εαυτό του ορθά από τις αρχές τις νομολογίας που προνοούν ότι η επιβολή της ποινής αποτελεί πολύ λεπτό έργο του Δικαστηρίου αφού απαιτείται εξισορρόπηση του γενικού συμφέροντος της δικαιοσύνης από τη μια, και της εξατομίκευσης της ποινής στα πλαίσια του συγκεκριμένου παραβάτη από την άλλη. Τόνισε επίσης ότι πρώτιστο καθήκον του Δικαστηρίου είναι η προστασία της κοινωνίας που επιτυγχάνεται μόνο με την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου. Σχετική είναι η υπόθεση ΠΙΣΚΟΠΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (1999), 2 Α.Α.Δ. 342.

 

Έλαβε επίσης υπόψη του την αρχή της νομολογίας ότι το ύψος της προβλεπόμενης ποινής προδιαγράφει και τη σοβαρότητα που θέλησε ο νομοθέτης να προσδώσει στο κάθε συγκεκριμένο έγκλημα αλλά και τον βαθμό προστασίας του εννόμου αγαθού που προστατεύεται. (βλ.  SOUILMI v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (1992), 2 Α.Α.Δ. 248).

 

Ακολούθως παρέθεσε νομολογία αναφορικά με τα αδικήματα που είχε παραδεχθεί ο κατηγορούμενος που καταδεικνύει τόσο τη σοβαρότητα των ίδιων των αδικημάτων όσο και το γεγονός ότι πρέπει αυτά να αντιμετωπίζονται με αυστηρότητα.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, κατά την επιμέτρηση της ποινής, το Κακουργιοδικείο τόνισε τη σοβαρότητα του αδικήματος του βιασμού, με αναφορά στην ανώτατη προβλεπόμενη από τον Νόμο ποινή της δια βίου φυλάκισης. Η σοβαρότητα τέτοιου είδους αδικήματος, σε συνδυασμό με την έξαρση, όπως το Κακουργιοδικείο επεσήμανε, που παρουσιάζεται στη διάπραξη στον τόπο μας αδικημάτων σεξουαλικής φύσεως, ορθά θεωρήθηκε από το Κακουργιοδικείο ότι οδηγεί στο να υπερτερεί έντονα το στοιχείο της αποτροπής για προστασία του κοινωνικού συνόλου.

 

Αναφέρθηκε στη συνέχεια το Κακουργιοδικείο σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούν στην επιβολή ποινής, αναφορικά με το αδίκημα του βιασμού, διευκρινίζοντας παράλληλα ότι αυτές δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα που ο καθορισμός αρχών δικαίου ενέχει, και αυτό, γιατί η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τα γεγονότα που την συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες του παραβάτη. Παρέπεμψε προς τούτο στην υπόθεση ΜΙΧΑΗΛ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2003), 2 Α.Α.Δ. 123.

 

 Έγινε επίσης αναφορά στην υπόθεση ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. HUNGANU, Ποινική Έφεση 130/2020, ημερομηνίας 20/7/2021, ECLI:CY:AD:2021:B348, όπου αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Καθ' όσον αφορά την Κατηγορία του βιασμού θα πρέπει εξ' αρχής να υπομνηστεί ότι η φυλάκιση δια βίου που προβλέπεται ως η μέγιστη ποινή αντικατοπτρίζει τη σοβαρότητα που προσδίδεται στο συγκεκριμένο έγκλημα από το Νόμο και αντανακλά τις κοινωνικά ζημιογόνες επιπτώσεις του (xxx xxx Rana κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 489, 500). Χωρίς αμφιβολία το αδίκημα αυτό συνιστά μια από τις χειρότερες μορφές καταπάτησης και εξευτελισμού της προσωπικότητας μιας γυναίκας. Και τούτο γιατί παραβιάζει το αναφαίρετο της δικαίωμα να έρχεται σε σεξουαλική επαφή μόνο εφόσον η ίδια δίδει τη συγκατάθεση και αποδοχή της. Η επέμβαση στο αναφαίρετο αυτό δικαίωμα, ιδιαιτέρως όταν επέρχεται με την άσκηση βίας μεγαλύτερης από εκείνη που είναι συνυφασμένη με την διάπραξη του αδικήματος, επιτάσσει την αυστηρή τιμωρία του παραβάτη. Σε σεξουαλικά αδικήματα πρέπει να επιβάλλεται αποτρεπτική ποινή για την καταστολή τους, ενόψει της ιδιαίτερης σοβαρότητας τους ως εγκλημάτων τα οποία όχι μόνο στρέφονται κατά των ηθών, αλλά και γιατί προσβάλλουν την προσωπικότητα του θύματος (Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 259, Δημοκρατία v. Κυριάκου (2008) 2 Α.Α.Δ. 562  και Fowokan v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 36, ECLI:CY:AD:2014:B58). Ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, η ποινή μπορεί να είναι ιδιαίτερα αυστηρή και πολυετής (Γιάγκου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 67).»

 

Σε σειρά αποφάσεων του, το Ανώτατο Δικαστήριο επανέλαβε την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιου είδους αδικήματα (RANA (ανωτέρω) και ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ (ανωτέρω)).

 

Κατευθυντήριες αρχές αναφορικά με την επιβολή ποινών σε υποθέσεις βιασμού τέθηκαν από τη νομολογία μας μέσα από μια σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση ΧΡΙΣΤΟΦΗ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2009), 2 Α.Α.Δ. 323, έγινε αναφορά στις κατευθυντήριες οδηγίες οι οποίες έχουν καθιερωθεί στην αγγλική υπόθεση R. v. BILLAM (1986), 8 Cr. App. R.(s) 48, σε περιπτώσεις βιασμού, στην οποία αναφέρθηκε και το Κακουργιοδικείο, οι οποίες - όπως τονίσθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο - αν και δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα, μπορεί να χρησιμοποιηθούν καθοδηγητικά από τα Κυπριακά Δικαστήρια. Παρόμοιες κατευθυντήριες οδηγίες περιλαμβάνονται στο Sexual Offences Definitive Guideline του Συμβουλίου Επιβολής Ποινών του Ηνωμένου Βασιλείου (Sentencing Council) του 2014, το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 1η Απριλίου του 2014 και στο οποίο έκανε αναφορά η ευπαίδευτη συνήγορος για τον εφεσείοντα. Σύμφωνα με το σκεπτικό της πιο πάνω αγγλικής απόφασης, η εγκληματική συμπεριφορά που καλύπτει κατηγορία βιασμού προσλαμβάνει ακόμη σοβαρότερη μορφή όταν συντρέχουν παράγοντες όπως υπερβολική βία, χρησιμοποίηση όπλου για εκφοβισμό ή βλάβη στο θύμα, προσεκτικού σχεδιασμού προς υλοποίηση του άνομου σκοπού, επαναλαμβανόμενοι βιασμοί, σεξουαλικός εξευτελισμός του θύματος, καθώς επίσης και επιπτώσεις, ψυχικές ή σωματικές στο θύμα. Πέραν τούτων, η ηλικία του θύματος, ήτοι όταν το θύμα είναι είτε πολύ νεαρό είτε πολύ ηλικιωμένο, αλλά και τυχόν προηγούμενες καταδίκες του δράστη, είναι στοιχεία που δικαιολογούν επιβολή ακόμα πιο αυστηρών ποινών (xxx ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση αρ. 73/2012, ημερ. 13/10/2015, ECLI:CY:AD:2015:D672, xxx TARITA και xxx VIOREL v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση αρ. 106/2014 και 114/2014, ημερ. 8/7/2016 και SELMANI v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινικές Εφέσεις αρ. 235/2013 και 236/2013, ημερ. 5/10/2016).

 

Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε τα ακόλουθα:

 

«Στην προκειμένη περίπτωση οι περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων περιέχουν αριθμό επιβαρυντικών στοιχείων. Συγκεκριμένα υπάρχει το στοιχείο της επανάληψης, αφού ο κατηγορούμενος βίασε τρείς γυναίκες μέσα σε περίοδο ενός μηνός. Υπήρξε προσχεδιασμός αφού και στις τρείς περιπτώσεις ήταν άγνωστες σ' αυτόν γυναίκες στις οποίες ουσιαστικά έστησε ενέδρα για να ικανοποιήσει τις ορέξεις του. Και στις τρείς περιπτώσεις χρησιμοποίησε βία για να ακινητοποιήσει τα θύματα και ήταν επίμονος παρά την αντίσταση τους. Υπήρξαν και τραυματισμοί, έστω και αν αυτοί έχουν επουλωθεί. Όλες οι παραπονούμενες έχουν αποταθεί σε ψυχολόγους και ψυχιάτρους και έχουν ενταχθεί σε θεραπευτικό πρόγραμμα το οποίο ακολουθούν μέχρι σήμερα. Όσον αφορά τις περιστάσεις βιασμού της 1ης παραπονούμενης κρίνουμε ότι ήταν πιο σοβαρές αφού ο κατηγορούμενος ασέλγησε σ' αυτήν και με το χέρι του και εκσπερμάτωσε πάνω της (για το τελευταίο βλ. Blackstone's Criminal Practice, Rules & Guidelines (OUP, Oxford 2019), Part 28, Sexual Offences, Definitive Guideline, σελ. 719 σε σχέση με το αδίκημα του Rape, Sexual Offences Act 2003, s. 1).

Στην Millbery, ανωτέρω (στην παρ. 5) με αναφορά στην R v Billam [1986] 8 Cr App R (S) 48, αναφέρθηκε ότι κατά την επιβολή ποινής πρέπει να κρίνονται ως οι πλέον σοβαρές, οι υποθέσεις, όπου κατηγορούμενος προέβη σε «εκστρατεία» βιασμών (campaign of rape) διαπράττοντας το αδίκημα κατά αριθμού γυναικών ή κοριτσιών. Αποτελεί κάτι πέραν του συνηθισμένου κινδύνου με αφετηρία ποινής αυτής των 15 ετών. Εν προκειμένω κρίνουμε ότι ο κατηγορούμενος εντάσσεται σ' αυτήν την κατηγορία επικινδυνότητας αφού, όπως παραδέχθηκε, δεν μπορούσε να συγκρατηθεί.

Λαμβάνουμε υπόψιν, ως μέρος των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορουμένου (βλ. Κωνσταντίνου, ανωτέρω), όσα καταγράφονται πιο πάνω και προσδίδουμε τη δέουσα βαρύτητα σε αυτά στα πλαίσια επιμέτρησης της ποινής.

Λαμβάνουμε υπόψιν όλα όσα ανέφερε η συνήγορος του κατηγορουμένου στην αγόρευση της, μεταξύ αυτών την ηλικία του κατηγορούμενου, και τις επιπτώσεις, ιδιαίτερα τις οικονομικές, που θα έχει πολυετής ποινή φυλάκισης στον ίδιο, στη σύζυγο του αλλά και στο παιδί του.

Σημειώνουμε ότι ένεκα της παραδοχής του κατηγορουμένου, δεν χρειάστηκε για σκοπούς απόδειξης της υπόθεσης να δώσουν μαρτυρία οι παραπονούμενες αναβιώνοντας έτσι τα όσα τους συνέβησαν στα χέρια του κατηγορουμένου. Η παραδοχή του, που έγινε αμέσως, καταδεικνύει και εμπράκτως μεταμέλεια.

Δεν μπορούμε όμως να μην τονίσουμε και να μην λάβουμε υπόψιν μας ότι σεξουαλικά αδικήματα, όπως είναι ο βιασμός, δυστυχώς και με λύπη μας διαπιστώνουμε ότι βρίσκονται σε μεγάλη έξαρση στον τόπο μας, θέμα για το οποίο λαμβάνουμε δικαστική γνώση (βλ. Καρανίκκη v Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 118) από τον μεγάλο αριθμό υποθέσεων σεξουαλικών αδικημάτων που τίθενται ενώπιον μας. Συγκεκριμένα το 1/3 των υποθέσεων στο ημερολόγιο μας αφορούν σεξουαλικά αδικήματα και από αυτές σχεδόν όλες αφορούν αδικήματα βιασμού. Η έξαρση που παρατηρείται και οι δυσμενείς συνέπειες που επιφέρουν, τόσο στο θύμα, όσο και στην κοινωνία, καθιστούν αναγκαία την επιβολή αποτρεπτικών ποινών.

Για τους λόγους που αναφέραμε, οι περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων επιβάλλουν αυστηρή και αποτρεπτικής φύσεως ποινή.»

 

Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης είναι τέτοιες που δικαιολογούν την επιβολή διαδοχικών ποινών αφού, σύμφωνα πάντα με την απόφαση του Κακουργιοδικείου, αφορούν τρία διακριτά περιστατικά τα οποία μεταξύ τους είναι ασύνδετα σε τόπο και χρόνο κατ’ επίκληση της υπόθεσης ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ν. ΘΩΜΑ και ΘΩΜΑ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινικές Εφέσεις 136/2017 και 132/2017 ημερομηνίας 26/6/2019 και έλαβε επίσης υπόψη του κατά την επιμέτρηση και την αρχή της συνολικότητας της ποινής. (βλ. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (2004), 2 Α.Α.Δ. 443). Επέβαλε τις ποινές φυλάκισης που έχουν αναφερθεί ανωτέρω. 

  

Το πρώτο ζήτημα που θα μας απασχολήσει είναι η απόφαση του Κακουργιοδικείου να επιβάλει διαδοχικές ποινές στις κατηγορίες 1, 6 και 9, τις κατηγορίες δηλαδή που αφορούν τα αδικήματα του βιασμού. Υπενθυμίζουμε ότι επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης 6, 5 και 5 χρόνων αντίστοιχα, ήτοι συνολικά 16 χρόνια.  Στο ίδιο πλαίσιο θα ασχοληθούμε και με το θέμα της συνολικότητας της ποινής.

 

Στην υπόθεση ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ν. ΘΩΜΑ (ανωτέρω) συνοψίστηκαν οι αρχές που εφαρμόζονται ως προς την επιβολή συντρεχουσών ή διαδοχικών ποινών ως ακολούθως:

 

«Οι αρχές που εφαρμόζονται ως προς τις συντρέχουσες ή τις διαδοχικές ποινές είναι γνωστές. Συντρέχουσες ποινές επιβάλλονται κατά κανόνα όταν τα αδικήματα απορρέουν από μια ενιαία έκνομη συμπεριφορά, τέτοια που χρονικά και τοπικά να συνδέονται. (Thomas: Principles of Sentencing σελ. 47 κ. επ.). Η ομοιότητα των παρανόμων πράξεων, η σύνδεση και συνάφεια των γεγονότων και η συσχέτιση τους αποτελούν οδηγό για τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου (Achilleos v. P. (1989) 2 C.L.R. 331, Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123, Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 541, ECLI:CY:AD:2014:B496 και Γ. Μ. Πική: Sentencing in Cyprus, 2η Έκδ. σελ. 19 κ.ε.).

Από την άλλη, η διαδοχικότητα των ποινών είναι δυνατή όπου τα αδικήματα είναι μεταξύ τους ασύνδετα σε τόπο και χρόνο ή υποδηλώνουν συμπεριφορά που να δικαιολογεί τη διαδοχικότητα όπως όταν κάποιος διαπράττοντας σεξουαλικό αδίκημα, προχωρεί ταυτόχρονα φεύγοντας και σε ληστεία του θύματος (R. v. Sam Buckland [2013] EWCA Crim 91, Ομήρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. αρ. 91/2017 ημερ. 2.5.2018), ECLI:CY:AD:2018:B214, ECLI:CY:AD:2018:B214).

Η αρχή που υπερίπταται στη διαδοχικότητα είναι αυτή της συνολικότητας. Οι διαδοχικές ποινές δεν πρέπει να είναι δυσανάλογες εν τω συνόλω τους με τη γενικότερη αποτίμηση της παράνομης συμπεριφοράς. Η επιβαλλόμενη ποινή οφείλει σφαιρικά να είναι δίκαιη και ανάλογη. Αυτή είναι και η οδηγούσα αρχή του Sentencing Guidelines Council: Definitive Guideline του 2012. Σημειώνεται όμως επίσης ότι αδικήματα τα οποία έστω και αν απορρέουν από την ίδια συμπεριφορά ή είναι μεταξύ τους συνδεδεμένα εκ της φύσεως τους, δυνατόν να επισύρουν την ανάγκη για διαδοχικές ποινές εάν οι συντρέχουσες ποινές δεν επαρκούν για να στιγματίσουν την ολική εγκληματική συμπεριφορά. Ακόμη και αν το αποτέλεσμα των διαδοχικών ποινών είναι η σωρευτική ποινή να υπερβαίνει το ανώτατο όριο που επιτρέπεται από το Νόμο, αυτό δεν αποκλείεται όταν κρίνεται αναγκαίο (George Blake [1961] 45 Cr. App. Rep. 292). Στον Thomas, ανωτέρω, σελ. 56, αναφέρεται ότι ακόμη και εάν δύο αδικήματα είναι χρονικά συνδεδεμένα αυτό δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι θα αντιμετωπισθούν ως μέρος μιας συμπεριφοράς εάν είναι κατ' ουσίαν διαφορετικά σε χαρακτήρα ή έχουν αναφορά σε διαφορετικό θεματολόγιο.»

 

Στην απόφαση Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 54/2019, ECLI:CY:AD:2022:D195, ημερομηνίας 19/5/2022 έχουν αναφερθεί τα ακόλουθα:

 

«Πιο πρόσφατα το αγγλικό Εφετείο στην υπόθεση R v. Shahid (Shazad) [2021] 2 Cr. App.R.(S.) 6 (υπόθεση ναρκωτικών) παρατήρησε τα ακόλουθα σχετικά με το Definitive Guideline του 2012 του Sentencing Guidelines Council:

« …the guideline makes clear that there is no inflexible rule governing whether sentences should be structured as concurrent or consecutive components.  The overriding principle is that the overall sentence must be just and proportionate.

[….]

We agree with the single judge that where different drugs are being supplied at the same time and might attract a single sentence it should be increased to reflect the overall criminality. In those circumstances it is acceptable to impose consecutive sentences of a shorter length to achieve the correct outcome.»

Αυτό που προκύπτει από το Definitive Guideline (ανωτέρω) και από τη νομολογία, είναι πως δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας που να διέπει κατά πόσο οι ποινές πρέπει να δομούνται (structured) ως συντρέχουσες ή διαδοχικές. Η πρωταρχική αρχή  είναι ότι η συνολική ποινή πρέπει να είναι δίκαια και αναλογική.

Στην προκειμένη περίπτωση το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε την απαιτούμενη σημασία στο γεγονός ότι είχε ενώπιον του μια ενιαία εγκληματική συμπεριφορά και ότι για τα αδικήματα των κατηγοριών 1 και 2 ο Νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης δια βίου.

Έχοντας δε εξαντλήσει το μέτρο της εγκληματικής συμπεριφοράς του εφεσείοντα σε οκταετή ποινή φυλάκισης σε κάθε μια από τις κατηγορίες 1 και 2, το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι οι επιμέρους ποινές δεν επαρκούσαν για να στιγματίσουν την ολική έκνομη συμπεριφορά του και διέταξε τη διαδοχικότητα τους, η οποία απέληξε στο διπλασιασμό της κάθε ποινής και σε συνολική ποινή φυλάκισης 16 ετών.

Αναμφίβολα, τα περιστατικά της υπόθεσης την καθιστούσαν από τις σοβαρότερες του είδους. Το Κακουργιοδικείο τα απαρίθμησε στο σκεπτικό της απόφασης του να επιβάλει διαδοχικές ποινές, το οποίο παραθέσαμε ανωτέρω, και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε. Ωστόσο, δεν εντοπίζεται οτιδήποτε στα περιστατικά αυτά που να δικαιολογούσε την επιβολή διαδοχικών ποινών. Τα αδικήματα είχαν διαπραχθεί στα πλαίσια μιας εγκληματικής ενέργειας και συνδέονταν μεταξύ τους θεματικά και χρονικά. Ως θέμα αρχής, λοιπόν, η διαδοχικότητα των ποινών φυλάκισης στις κατηγορίες 1 και 2 ήταν λανθασμένη, ενώ το αθροιστικό τους αποτέλεσμα ξεπερνούσε το όριο, καθιστώντας τη συνολική ποινή δυσανάλογη προς την ενιαία εγκληματική του συμπεριφορά.

Υπό το φως των πιο πάνω, ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος.

Δικαιολογείται, λοιπόν, η αναδιάρθρωση της ποινής, κατά τρόπο που να αντανακλάται η αρχή της συνολικότητας και η σοβαρότητα των εγκληματικών πράξεων του εφεσείοντα, για τα οποία ο νομοθέτης προβλέπει κατ’ ανώτατο όριο ποινή φυλάκισης δια βίου. Αυτό επιτυγχάνεται με την αύξηση των ποινών στις κατηγορίες 1 και 2, οι οποίες, όμως να συντρέχουν μεταξύ τους.

Συνακόλουθα, η έφεση επιτυγχάνει ως πιο πάνω. Η ποινή φυλάκισης των 8 ετών φυλάκισης που επέβαλε το Κακουργιοδικείο σε κάθε μια από τις κατηγορίες 1 και 2 αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 13 ετών σε κάθε κατηγορία. Οι ποινές να συντρέχουν μεταξύ τους. Η διαταγή για διαδοχικότητα ακυρώνεται. Νοείται ότι η ποινή φυλάκισης των 4 ετών που επέβαλε το Κακουργιοδικείο στην 3η κατηγορία θα είναι συντρέχουσα με την ποινή φυλάκισης των 13 ετών στην 1η κατηγορία. Το ίδιο ισχύει για την ποινή φυλάκισης των 13 ετών που επιβλήθηκε στην 4η κατηγορία, η οποία θα είναι συντρέχουσα με την ποινή που επιβλήθηκε στη 2η κατηγορία.»

 

          Φρονούμε ότι τα πιο πάνω ισχύουν και στην παρούσα περίπτωση. Ο εφεσείοντας βίασε τρεις γυναίκες μέσα σε περίοδο ενός μήνα κάτω από περιστάσεις οι οποίες εμπεριέχουν αριθμό επιβαρυντικών στοιχείων όπως η επανάληψη, ο προσχεδιασμός, η χρήση βίας, οι σωματικοί και ψυχολογικοί τραυματισμοί. Όπως ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στις αγγλικές υποθέσεις R v. MILLBERY [2003] 1 WLR 546(CA) και R v. BILLAM [1986] 8 Cr App R (S) 48, oι υποθέσεις όπου ο κατηγορούμενος προβαίνει σε «εκστρατεία» βιασμών (campaign of rape) κατατάσσονται στις πλέον σοβαρές υποθέσεις του είδους με αφετηρία ποινής τα 15 έτη, αφού εκφεύγουν του συνηθισμένου κινδύνου. Υπενθυμίζουμε ότι ο ίδιος ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι «δεν μπορούσε να συγκρατηθεί, περίμενε καμιά μεθυσμένη να περάσει γνωρίζοντας ότι θα είναι εύκολος στόχος». Επανέλαβε δε αυτή του τη συμπεριφορά τρεις φορές.

 

Αν και το Κακουργιοδικείο επεσήμανε το γεγονός αυτό, απέτυχε να εφαρμόσει/αντικατοπτρίσει αυτή του την επισήμανση στις επιβληθείσες ποινές.  Με βάση τις πιο πάνω αρχές, θα μπορούσε να είχε επιβάλει στις κατηγορίες που αφορούν το αδίκημα του βιασμού αυστηρότερες συντρέχουσες μεταξύ τους ποινές.

  

Το Κακουργιοδικείο, στην υπό κρίση υπόθεση, δεν έδωσε την απαιτούμενη σημασία στο γεγονός ότι είχε ενώπιον του μια ενιαία εγκληματική συμπεριφορά και ότι για τα αδικήματα των κατηγοριών 1, 6 και 9 ο νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης δια βίου. Συνεπώς, θα μπορούσε να είχε επιβάλει στις κατηγορίες αυτές αυστηρότερες συντρέχουσες μεταξύ τους ποινές. Το Κακουργιοδικείο, ακολούθως, έχοντας εξαντλήσει το μέτρο της εγκληματικής συμπεριφοράς του εφεσείοντα σε εξαετή ποινή φυλάκισης στην κατηγορία 1 και πενταετή ποινή φυλάκισης σε κάθε μία από τις κατηγορίες 6 και 9 (ποινές έκδηλα ανεπαρκείς υπό τας περιστάσεις), θεώρησε ότι οι επιμέρους ποινές δεν επαρκούσαν για να στιγματίσουν την ολική έκνομη συμπεριφορά του και διέταξε τη διαδοχικότητα τους η οποία είχε ως αποτέλεσμα σχεδόν τον τριπλασιασμό της κάθε επιβληθείσας ποινής και σε συνολική ποινή φυλάκισης 16 ετών.

 

Κατ’ εφαρμογή των αρχών της απόφασης Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ (ανωτέρω), κρίνουμε ότι δικαιολογείται η αναδιάρθρωση της ποινής κατά τρόπο που να αντανακλάται η αρχή της συνολικότητας και η σοβαρότητα των εγκληματικών πράξεων του εφεσείοντα για τα οποία ο νομοθέτης προβλέπει κατ’ ανώτατο όριο ποινή φυλάκισης δια βίου. Αυτό επιτυγχάνεται με την αύξηση των ποινών στις κατηγορίες 1, 6 και 9, οι οποίες όμως θα συντρέχουν μεταξύ τους.

 

Επομένως, η έφεση 235/2022 επιτυγχάνει ως προς το ότι οι ποινές δεν θα έπρεπε να είναι διαδοχικές, όμως κατά τα λοιπά δεν είναι βάσιμη. Αντίθετα, η έφεση 250/2022 επιτυγχάνει ως προς την ανεπάρκεια των ποινών που επιβλήθηκαν στον εφεσίβλητο στις κατηγορίες 1, 6 και 9, που αφορούν το αδίκημα του βιασμού και όχι στις υπόλοιπες κατηγορίες.

 

Η ποινή φυλάκισης των 6 ετών που επέβαλε το Κακουργιοδικείο στην κατηγορία 1, αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 16 ετών, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις βιασμού της πρώτης παραπονούμενης, όπως αναφέρθηκαν από το Κακουργιοδικείο στη σελίδα 21 της πρωτόδικης απόφασης. Η ποινή φυλάκισης των 5 χρόνων που επέβαλε το Κακουργιοδικείο σε κάθε μια από τις κατηγορίες 6 και 9, αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 13 ετών σε κάθε κατηγορία. Οι ποινές να συντρέχουν μεταξύ τους. Η διαταγή για διαδοχικότητα ακυρώνεται στην ολότητα της. Οι ποινές φυλάκισης των 4 ετών που επέβαλε το Κακουργιοδικείο σε κάθε μια από τις κατηγορίες 2, 3 και 4 θα είναι συντρέχουσες με την ποινή φυλάκισης των 16 ετών στην πρώτη κατηγορία. Η ποινή φυλάκισης των 4 ετών που επιβλήθηκε στην 7η κατηγορία θα είναι συντρέχουσα με την ποινή των 13 ετών που επιβλήθηκε στην 6η κατηγορία. Το ίδιο, επίσης, ισχύει για την ποινή φυλάκισης των 4 ετών που επιβλήθηκε στην 10η κατηγορία η οποία θα είναι συντρέχουσα με την ποινή των 13 ετών που επιβλήθηκε στην 9η κατηγορία.

 

 

 

Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.

 

 

Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο