ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 240/2025)
23 Σεπτεμβρίου, 2025
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ
ΝΙΚΟΣ ΣΤΑΜΠΟΛΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
__________________________
Α. Κληρίδης για Φοίβο, Χρίστο Κληρίδη Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Κ. Χατζηκωνσταντίνου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Αυθημερόν)
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Ο εφεσείων παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού για τις κατηγορίες της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, της διάρρηξης κατοικίας και της κλοπής από κατοικία. Συγκεκριμένα, του αποδίδεται ότι, την 23.10.2024, διέρρηξε συγκεκριμένο διαμέρισμα από το οποίο έκλεψε αντικείμενα συνολικής αξίας €550.000, έχοντας προς τούτο συνωμοτήσει με άγνωστο πρόσωπο. Ως ημερομηνία εμφάνισής του, ενώπιον του Κακουργοδικείου, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού όρισε την 8.10.2025. Εξετάζοντας δε, σχετικό αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής, παρά την προβαλλόμενη ένσταση από πλευράς εφεσείοντα, διέταξε την κράτησή του στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας.
Ο εφεσείων εφεσιβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με τρεις λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα διέταξε την προσωποκράτηση του εφεσείοντα, εκτιμώντας ότι συντρέχει κίνδυνος φυγοδικίας. Ο δεύτερος λόγος έφεσης αποδίδει, στο πρωτόδικο Δικαστήριο, σφάλμα στην από μέρους του αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού, ενώ, με τον τρίτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εξαγωγή εσφαλμένων ευρημάτων.
Προβάλλεται συναφώς, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρασύρθηκε από την αξία της περιουσίας που, κατ' ισχυρισμόν, κλάπηκε, ενώ παραγνωρίστηκε ότι η μέγιστη προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης ανήρχετο στα 10 έτη. Παράλληλα, ότι η σύλληψη του εφεσείοντα δυνάμει Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, επέδρασε αρνητικά γι' αυτόν. Τίθενται, περαιτέρω, προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα αλλά και ευχέρεια εφαρμογής των προνοιών του περί της Εφαρμογής Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης της Αρχής της Αμοιβαίας Αναγνώρισης Αποφάσεων περί Μέτρων Επιτήρησης Εναλλακτικών προς την Προσωρινή Κράτηση Νόμου του 2016, Ν.121(I)/2016. Προβάλλεται, επίσης, η θέση ότι η διαθέσιμη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, στην όψη της ιδωμένη, παρουσιάζει σοβαρές αδυναμίες, ιδιαιτέρως ως προς τη σύνδεση του εφεσείοντα. Τέλος, επίκληση γίνεται ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την ασθενούσα θυγατέρα του εφεσείοντα και την κατάστασή της.
Έχουμε με μεγάλη προσοχή ακούσει και εξετάσει τα όσα οι δύο ευπαίδευτοι συνήγοροι έχουν θέσει ενώπιόν μας με την επιχειρηματολογία τους. Από πλευράς εφεσείοντα τέθηκε η εισήγηση ότι η παρούσα περίπτωση είναι μια από τις σπάνιες περιπτώσεις στις οποίες η μαρτυρία δεν μπορεί να υποστηρίξει την ύπαρξη πιθανότητας καταδίκης. Με αποτέλεσμα να μην πληρούνται όλες οι απαραίτητες προϋποθέσεις για διαταγή κράτησης. Περαιτέρω, τέθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπ’ όψιν την ευχέρεια του εφεσείοντα να παραμείνει στο έδαφος της Δημοκρατίας, ικανοποιώντας, παράλληλα, όρους εγγύησης.
Είναι προφανές ότι το τι αποτελεί αντικείμενο εξέτασης από το Εφετείο είναι η ορθότητα της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος. Συγκεκριμένα δε, σε ό,τι αφορά τη συνεκτίμηση όσων πρέπει να συνεκτιμούνται κατά την άσκηση αυτής της διακριτικής ευχέρειας.
Για σκοπούς πληρότητας, παραθέτουμε το κάτωθι απόσπασμα από την A.A.S. v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 193/2022, ημερομηνίας 14.9.2022:
«Υπενθυμίζουμε ότι η κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη ή η επιβολή όρων για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του στο Δικαστήριο, εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου με αφετηρία, βεβαίως, την ατομική ελευθερία και ότι η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ' εξαίρεση (Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, 134). Επέμβαση του Εφετείου χωρεί αν διαπιστωθεί ότι αυτή η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία, είτε γιατί παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα (Dydi v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 103/2020 [σχ. με 104/2020], ημερ. 3/9/2020 και Γεωργίου v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 131/2021, ημερ. 1/9/2021). Στην Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997)2 Α.Α.Δ. 109 λέχθηκε ότι «το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στα πρωτόδικα Δικαστήρια εκτός για πολύ σοβαρούς λόγους και σε εξαιρετικές περιπτώσεις». (Βλ. επίσης Μαυρομιχάλης ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 256, ECLI:CY:AD:2014:B251 και Suleyman v. Αστυνομίας, ποιν. εφ. 120/20, 11.8.20), ECLI:CY:AD:2020:B286, ECLI:CY:AD:2020:B286.»
Στο σύνολό τους οι προβαλλόμενοι λόγοι έφεσης στοχοποιούν τη συνολική προσέγγιση και κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η συνάφεια και σύνδεση των όσων προβάλλονται καθιστούν ευχερές το να εξεταστούν παράλληλα.
Είναι χρήσιμο, προς τούτο, να τεθεί ότι, ως προκύπτει από το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης, η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής, αφού παρέθεσε, με λεπτομέρεια, τα στοιχεία και θέσεις των πλευρών, τα οποία είχε ενώπιόν της, ανέλυσε τη σχετική νομολογία με επάρκεια και ακρίβεια ως προς τις κρατούσες αρχές. Ανέδειξε, ορθά, τη σοβαρότητα των αδικημάτων και την ποινή που δυνατόν να επιβληθεί σε περίπτωση καταδίκης, ενώ υπέδειξε, και πάλι ορθά, ότι «Ως προς την ισχύ της μαρτυρίας, στο στάδιο αυτό δεν εξετάζεται η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και ούτε το Δικαστήριο προβαίνει σε οποιαδήποτε κρίση επί της δεκτότητας ή αξιολόγησης του μαρτυρικού υλικού και συναφώς ούτε σε τελική διαπίστωση γεγονότων ή εξαγωγή συμπερασμάτων. Το Δικαστήριο αποφασίζει μόνο κατά πόσον η πιθανότητα καταδίκης προκύπτει από το σύνολο του μαρτυρικού υλικού εκτιμώμενου στην όψη του, έστω και αν διαπιστώνεται εύλογη προσδοκία αθώωσης (βλ. ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση 78/24 ημερ. 08.04.24). Ως αναφέρθηκε στην Ποινική Έφεση 78/24 (ανωτέρω), η εκτίμηση της πιθανότητας καταδίκης πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή, ούτως ώστε οι όποιες παρατηρήσεις ή σχόλια για την ισχύ του μαρτυρικού υλικού να μην επηρεάσουν ή προκαταλάβουν οτιδήποτε το οποίο ανάγεται στη δίκη».
Ως προς την ύπαρξη πιθανότητας καταδίκης, το πρωτόδικο Δικαστήριο λεπτομερώς αναφέρθηκε στο μαρτυρικό υλικό, από το οποίο προκύπτει η διασύνδεση των προσώπων που ενεπλάκησαν στην τέλεση των αδικημάτων με το όχημα το οποίο τελούσε υπό την ενοικίαση του εφεσείοντα. Η από μέρους του εφεσείοντα απόδοση εικόνας περί κατ’ ισχυρισμόν εμπλοκής του λόγω του ότι δεν εντοπίστηκε να κυκλοφορεί άλλο όχημα ενοικίασης, δεν αντικατοπτρίζεται στο σύνολο των ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχείων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο συνεκτίμησε, περαιτέρω, τα προσωπικά και οικογενειακά δεδομένα του εφεσείοντα και κατέληξε λέγοντας «Συνεπώς, καταλήγω αναφορικά με τον Κατηγορούμενο, λαμβάνοντας υπόψη την ορατή πιθανότητα καταδίκης του, την σοβαρότητα των αδικημάτων καθώς και των ποινών που ενδεχόμενα να του επιβληθούν, ως αναφέροντα ανωτέρω, χωρίς να μου διαφεύγουν βεβαία οι πιο πάνω προσωπικές, οικογενειακές και επαγγελματικές του συνθήκες, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας απουσίας του από τη χώρα διαμονής του, ως αναφέρω ανωτέρω, καθώς και της ύπαρξης κατάλληλου υποστηρικτικού οικογενειακού περιβάλλοντος για την θυγατέρα του Κατηγορούμενου, ότι η πιθανότητα διαφυγής του Κατηγορούμενου από τα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι ορατή και δεν μπορεί ευλόγως να αντιμετωπιστεί με την επιβολή όρων, ως έχει εισηγηθεί ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κατηγορούμενου. Ως εκ τούτου, δικαιολογείται η κράτηση του Κατηγορουμένου.»
Δεν εντοπίζουμε σφάλμα στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το ενώπιόν του ζήτημα. Τόσο η ανάλυση των ενώπιόν του δεδομένων όσο και η κατάληξη σε συμπεράσματα έγινε με ισορροπημένο, σφαιρικό και ακριβοδίκαιο τρόπο, μη παρέχοντας μας πεδίο παρέμβασης. Τα δε προβαλλόμενα παράπονα, από μέρους του εφεσείοντα, δεν είναι βάσιμα και απαντώνται από το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Είναι με λεπτομέρεια που το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε το μαρτυρικό υλικό από διάφορα κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης τα οποία, αφενός, ταυτοποιούν το όχημα που τελούσε υπό την ενοικίαση του εφεσείοντα, ενώ, αφετέρου, το συνέδεαν με τα πρόσωπα που τέλεσαν τα αδικήματα. Ικανοποιώντας, έτσι, την κατάληξη περί ύπαρξης πιθανότητας καταδίκης στον βαθμό που απαιτείται στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας. Περαιτέρω, παρά την όποια απουσία συγκεκριμένης αναφοράς, είναι προφανές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπ’ όψιν τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα, αποφασίζοντας τους δεσμούς του με τη Δημοκρατία και συνυπολογίζοντας αυτούς για σκοπούς τελικής κατάληξης επί του θέματος.
Άνευ ερείσματος κρίνονται οι προβαλλόμενοι τρεις λόγοι έφεσης, οι οποίοι και απορρίπτονται.
Η παρούσα έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο