ΑΝΔΡΕΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ.: 246/2019, 26/9/2025
print
Τίτλος:
ΑΝΔΡΕΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ.: 246/2019, 26/9/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 246/2019)

 

26 Σεπτεμβρίου 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Εφεσείοντας,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

______________________

 

Σ. Αγγελίδης για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Μ. Τσαγγάρη (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.: Με την υπό κρίση έφεση, προσβάλλεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 31.05.2019, με την οποία, εκδόθηκε απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης για το συμφωνηθέν ποσό των €96.737,59, ως δίκαιη και εύλογη αποζημίωση, δυνάμει του περί Κατ΄ Έφεση Ανατροπής Ποινής Φυλάκισης (Αποζημίωση) Νόμου του 2001, Ν. 144(Ι)/2001.

 

Ο εφεσείοντας, στον οποίο επιβλήθηκε πρωτόδικα ποινή φυλάκισης δύο ετών, η οποία ανετράπη από το Εφετείο, στην παράγραφο 17 της έκθεσης απαίτησης του, ζητούσε τις ακόλουθες θεραπείες:

 

«17.  Ο Ενάγων εγείρει την παρούσα αγωγή εναντίον των Εναγόμενων, βάσει του άρθρου 4(6) του Περί κατ’ Έφεση Ανατροπής Ποινής Φυλάκισης (Αποζημίωση) Νόμου του 2001 (Ν.144(Ι)/2001) ως επίσης και των Άρθρων 8, 10, 11, 12, 23, 28 και 35 του Συντάγματος και κατ’ επέκταση των Άρθρων 3, 5, 8 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ), του Άρθρου 3 του Έβδομου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και της νομολογίας, που προνοούν την επιδίκαση αποζημιώσεων για την κάθε άδικη στέρηση της ελευθερίας του ανθρώπου και εξαιτείται:

 

(Α)    Αποζημιώσεις δια τον ψυχικό πόνο και την απώλεια κοινωνικής υπόληψης που υπέστη ο Ενάγων λόγω του παράνομου εγκλεισμού του στις φυλακές και/ή για παραβίαση των συνταγματικών και/ή νομίμων δικαιωμάτων του και ειδικότερα για την παράνομη στέρηση, αντίθετα στο Άρθρο 35 του Συντάγματος, των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνουν τα Άρθρα 8, 10, 11, 12, 23, 25 και 28 του Συντάγματος, ως επίσης και για παραβίαση του δικαιώματος στη φήμη και υπόληψη.  Δικαιώματα, για τα οποία υπάρχουν αντίστοιχες πρόνοιες προστασίας στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και σε Διεθνείς Συμβάσεις, που παραβιάστηκαν.

 

(Β)    Γενικές αποζημιώσεις για τα σοβαρά προβλήματα υγείας που παρουσίασε ο Ενάγων συνεπεία του άδικου ή/και παράνομου εγκλεισμού του στις φυλακές.

 

(Γ)    Αποζημιώσεις για την απώλεια εισοδήματος του Ενάγοντος από 09.07.2013 έως 19.12.2014 (περίοδος φυλάκισης), επαυξημένες τιμωρητικά και/ή ανεξάρτητα και/ή πρόσθετα με ότι προβλέπει το Άρθρο 5(2) του Ν. 144(Ι)/2001.

 

(Δ)    Όλα τα δικηγορικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο Ενάγων για την πρωτόδικη ποινική υπόθεση αρ. 4904/2012, για την Ποινική Έφεση αρ. 154/2013 και για τις εξωδικαστικές δαπάνες του στις προσφυγές του με αριθμούς 1452/11, 1720/11 και 269/12.

 

(Ε)    Πρόσθετες και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις για την όλη άδικη, παράνομη, βλαπτική και απαξιωτική στάση των Εναγομένων έναντι του Ενάγοντος.

 

(ΣΤ)  Οποιαδήποτε άλλη ή/και περαιτέρω θεραπεία το Σεβαστό Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει δίκαιη ή/και εύλογη υπό τις περιστάσεις.

 

(Ζ)     Νόμιμο τόκο από την καταχώριση της παρούσας αγωγής.

 

(Η)    Έξοδα πλέον Φ.Π.Α.»

 

Προτού προχωρήσουμε με την εξέταση της ουσίας, θεωρούμε χρήσιμο, στο σημείο αυτό, να παραθέσουμε τα Άρθρα 3 και 5 του Ν. 144(Ι)/2001 (ο Νόμος).

 

Το Άρθρο 3 του Νόμου, το οποίο αναγνωρίζει το δικαίωμα για αποζημίωση, προνοεί τα ακόλουθα:

 

«3. Πρόσωπο στο οποίο επιβάλλεται πρωτοδίκως ποινή φυλακίσεως χωρίς αναστολή, είτε η καταδίκη του για το έγκλημα, σε σχέση με το οποίο επιβλήθηκε η ποινή ανατρέπεται κατ' έφεση, με αποτέλεσμα την αθώωση του, χωρίς να διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης, είτε η ποινή φυλάκισης κρίνεται κατ' έφεση υπερβολική και αντικαθίσταται με ποινή προστίμου ή εγγύηση ή απαλλαγή με ή άνευ όρων, είτε η καταδίκη του για το έγκλημα σε σχέση με το οποίο επιβλήθηκε η ποινή ανατρέπεται κατ' έφεση και διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης με τελική κατάληξη την τελεσίδικη αθώωση του, δικαιούται σε δίκαιη και εύλογη, σε κάθε περίπτωση, αποζημίωση, εφόσον υποβάλει αίτηση για την παροχή της σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4.»

 

Το Άρθρο 5 του Νόμου, το οποίο περιέχει τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της αποζημίωσης και θέτει  ανώτατο όριο στο ποσό της αποζημίωσης, προνοεί τα ακόλουθα:

 

«5.—  (1) Για τον καθορισμό της αποζημίωσης λαμβάνονται υπόψη—

(α) Η περίοδος της ποινής φυλάκισης, την οποία ο δικαιούχος πράγματι έχει εκτίσει-

(β) η προσωπική και οικογενειακή κατάσταση του δικαιούχου-

(γ) το επάγγελμα ή η απασχόληση του δικαιούχου αμέσως πριν από την καταδίκη του και η πραγματική απώλεια εισοδήματος συνεπεία της παραμονής του στη φυλακή για την περίοδο που είχε παραμείνει εκεί.

 

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), η αποζημίωση, που θα χορηγηθεί δεν μπορεί να υπερβαίνει την πραγματική απώλεια εισοδήματος του δικαιούχου, όπως η τελευταία καθορίζεται βάσει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), αυξημένη κατά 25%.

 

Νοείται ότι. εάν ο δικαιούχος δεν απώλεσε εισόδημα ή εάν το ποσό που απώλεσε είναι μικρότερο του ποσού που θα εισέπραττε αν το εισόδημα του ήταν ίσο με το εκάστοτε σε ισχύ κατώτατο όριο μισθών βάσει του περί Κατωτάτου Ορίου Μισθών Νόμου. Κεφ. 183. η αποζημίωση δε θα μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που θα εισέπραττε αν είχε τέτοιο εισόδημα αυξημένο κατά 25%.

 

(3) Μετά τον καθορισμό της αποζημίωσης. ο διευθυντής πληροφορεί εγγράφως το δικαιούχο για το ποσό της αποζημίωσης που θα του χορηγηθεί.»

 

Στην Hasan Abul Hashem v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Αρ. 130/2015, ημερομηνίας 14.05.2024, επεξηγήθηκε η εμβέλεια του Ν. 144(Ι)/2001, ως ακολούθως:

 

«Ο Ν.144(Ι)/2001 έχει θεσπιστεί για να παρέχει τη δυνατότητα αποζημίωσης ατόμου στο οποίο επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης και είτε έχει αθωωθεί με απόφαση του Εφετείου, είτε η ποινή έχει αντικατασταθεί με χρηματική ή άλλου είδους μη στερητική της ελευθερίας του ποινή, είτε η ποινή έχει ανατραπεί και έχει διαταχθεί η επανεκδίκαση της υπόθεσης. Το άρθρο 4 προνοεί για την ακολουθητέα διαδικασία, βάσει της οποίας ο δικαιούχος υποχρεούται να υποβάλει αίτηση στον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών για αποζημίωση, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της κατ' έφεση απόφασης και ο τελευταίος οφείλει εντός άλλων τριών μηνών να αποφασίσει περί της αποδοχής ή απόρριψης της αίτησης του. Ο δικαιούχος έχει άλλους τρεις μήνες για να αποφασίσει κατά πόσο θα αποδεχθεί την πρόταση και σε περίπτωση μη αποδοχής της ή απόρριψης της αίτησης του από τον Γενικό Διευθυντή, τότε μπορεί να εγείρει αγωγή κατά του Γενικού Εισαγγελέα ζητώντας αποζημίωση με βάση τα άρθρα 3 και 5.

 

…………………………………………………………………………………………………

 

Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Stefan Grant v. Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Έφ. Αρ. 144/2021, ημερ. 28.11.2017, ο Ν.144(Ι)/2001 δημιούργησε το δικαίωμα για αποζημιώσεις και προσδιόρισε παράλληλα τον τρόπο καθορισμού τους, θέτοντας και ανώτατο όριο. Με βάση τη νομολογία, βασικό κριτήριο για την ερμηνεία ενός νομοθετήματος αποτελεί η συνήθης σημασία των λέξεων και όπου οι πρόνοιες της νομοθεσίας είναι σαφείς, στις λέξεις θα πρέπει να δίδεται η γραμματική τους έννοια. Κεντρική επιδίωξη και στόχος του ερμηνευτικού έργου του Δικαστηρίου είναι η διακρίβωση της πρόθεσης του Νομοθέτη. Σχετικά παραπέμπουμε στις υποθέσεις Νικολάου v. Total Properties Ltd κ.ά. (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1358 και Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Πλάζα Λτδ κ.ά. v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερμασόγειας (1998) 3 Α.Α.Δ. 348.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε τις πιο πάνω αρχές και ερμήνευσε ορθά τις εν λόγω πρόνοιες, σημειώνοντας ότι όλοι οι παράγοντες που απαριθμούνται στο άρθρο 5(1) λαμβάνονται υπόψη, αναλόγως βεβαίως των ιδιαίτερων περιστατικών της κάθε περίπτωσης, και ότι η χρονική διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας είναι ένας από αυτούς τους παράγοντες. Απέρριψε δε την εισήγηση του Εφεσείοντα η οποία επαναλήφθηκε και κατ' έφεση, ότι με βάση το άρθρο 5 παρέχεται η ευχέρεια στον δικαιούχο να αιτηθεί αποζημίωση για την απώλεια εισοδήματος βάσει του άρθρου 5(1)(γ) και επιπρόσθετη αποζημίωση για στέρηση της ελευθερίας βάσει του άρθρου 5(1)(α). Τέτοια ερμηνεία σαφώς δεν προκύπτει από τις πρόνοιες του εν λόγω άρθρου.»

 

Στην εκκαλούμενη απόφαση, καταγράφονται τα ακόλουθα, ως παραδεκτά γεγονότα:  

 

«Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, ο ενάγων κατείχε κατά τους κρίσιμους χρόνους τον βαθμό του Ανώτερου Αστυνόμου, υπηρετώντας ως Διευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.  Την 11.7.11 ύστερα από έκρηξη εμπορευματοκιβωτίων στην Ναυτική Βάση Ευάγγελος Φλωράκης στο Μαρί, φονεύθηκαν δεκατρία άτομα.  Τα εμπορευματοκιβώτια – που βρίσκονταν στην Κύπρο από την 29.1.09 έχοντας μεταφερθεί στην Ναυτική Βάση Ευάγγελος Φλωράκης από την Αστυνομία κατόπιν σύλληψης του πλοίου που τα μετέφερε – περιείχαν πυρίτιδα, προωθητικά γεμίσματα όλμου και άλλα επικίνδυνα υλικά.  Έπειτα από διερεύνηση, προέκυψαν πολιτικές, πειθαρχικές και ποινικές ευθύνες για αξιωματούχους της Κυπριακής Δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένου και του ενάγοντα.  Αυτός, τέθηκε σε διαθεσιμότητα, από την αρχή της διερεύνησης.  Ως εκ της διαθεσιμότητας, ο ενάγων απουσίαζε από την εργασία του, με τις μηνιαίες απολαβές του να μειώνονται στο μισό με τις ισχύουσες κανονιστικές προβλέψεις.  Ακολούθως – και εκτός από την καταχώριση πειθαρχικής υπόθεσης – ο ενάγων διώχθηκε και δια της ποινικής υπόθεσης 4904/12 ενώπιον του Κακουργιοδικείου (μαζί με άλλους πέντε κατηγορούμενους) για ανθρωποκτονία και πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή και επικίνδυνης πράξης.  Την 9.7.13 το Κακουργιοδικείο καταδίκασε τον ενάγοντα για πρόκληση θανάτου από αλόγιστη, απερίσκεπτη ή και επικίνδυνη πράξη επιβάλλοντας του ποινή άμεσης φυλάκισης δύο ετών.  Ο ενάγων εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση στο Ανώτατο Δικαστήριο με την Ποινική Έφεση 154/13 και πέτυχε παραμερισμό της καταδίκης του την 19.12.14.  Ο ενάγων από την ημερομηνία καταδίκης (9.7.13) μέχρι και την αθώωση και απαλλαγή του (19.12.14), ήταν κατάδικος στις Κεντρικές Φυλακές.  Την 19.12.14 ο ενάγων επέστρεψε στα καθήκοντα του λαμβάνοντας τους μισθούς και ωφελήματα στα οποία δικαιούνταν.  Ο ενάγων – και τούτο σε σύμπλευση με το περιεχόμενο στην παράγραφο 17(Γ) της Έκθεσης Απαίτησης – συνεπεία της πρωτοδίκως καταδικαστικής απόφασης και της επακόλουθης φυλάκισης του απώλεσε εισοδήματα ύψους €96.737,59 (αυξημένου τούτου κατά 25%) βάσει του άρθρου 5(2) του Περί Κατ’ Έφεση Ανατροπής Ποινής Φυλάκισης (Αποζημίωση) Νόμου 144(Ι)/01.  Για την αξίωση στην παράγραφο 17(Β) της Έκθεσης Απαίτησης συμφωνήθηκε από τους διαδίκους πως το ύψος αυτής ανέρχεται σε €18.000, για δε την αξίωση στην παράγραφο 17(Δ) της Έκθεσης Απαίτησης, σε €41.000.»

 

 

Η δίκη διεξήχθη στη βάση των πιο πάνω παραδεκτών γεγονότων και σχετικού υπομνήματος που κατατέθηκε από τον εφεσείοντα, με τη συναίνεση της εφεσίβλητης, με το οποίο έθεσε δύο ζητήματα αντισυνταγματικότητας:  Πρώτο, κατά πόσο το Άρθρο 5(2) του Ν. 144(Ι)/2001 βρίσκεται σε αντίθεση ή ασυμφωνία προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Προβάλλεται πως ο περιορισμός ο οποίος τίθεται στο Άρθρο 5(2) στην επιδίκαση του ύψους της αποζημίωσης, λόγω της ανατροπής της ποινής φυλάκισης, συνιστά επέμβαση στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να καθορίζει τη δίκαιη και εύλογη αποζημίωση, ως προβλέπεται στο Άρθρο 3 του Νόμου και είναι αντίθετη με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και δεύτερο κατά πόσο το Άρθρο 5(2) του Νόμου βρίσκεται σε αντίθεση ή ασυμφωνία προς τις διατάξεις του Άρθρου 28 του Συντάγματος.  Σύμφωνα με το επιχείρημα, ο νομοθετικός περιορισμός των αποζημιώσεων με βάση τη μισθοδοσία του κάθε πολίτη, μη λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα περιστατικά του κάθε ατόμου, είναι ανεπίτρεπτη ισοπέδωση ανόμοιων δεδομένων και συνιστά παραβίαση της Αρχής της Ισότητας (Άρθρο 28 του Συντάγματος).

 

Στο παρόν στάδιο να υπομνήσουμε πως, σύμφωνα με τη νομολογία, ζήτημα αντισυνταγματικότητας δεν εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, αλλά θα πρέπει να εγείρεται εξειδικευμένα και με λεπτομέρεια στη δικογραφία ή να διατυπώνεται με λεπτομερές υπόμνημα (βλ. Νικολάου v. Βασιλείου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1566, Hasan Abul Hashem v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 130/2015, ημερομηνίας 31.01.2024).

 

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής απεφάνθη πως δεν υπήρξε παραβίαση ανθρώπινου ή συνταγματικού δικαιώματος του εφεσείοντα και ότι η μεταχείριση του δεν υπήρξε παράνομη.  Περαιτέρω, κατέληξε πως ο εφεσείοντας απέδειξε την αγωγή του αναφορικά με την αξίωση του στην παράγραφο 17(Γ) της έκθεσης απαίτησης και ότι το συμφωνηθέν ποσό των €96.737,59 ήταν δίκαιη και εύλογη αποζημίωση, με βάση τα Άρθρα 3 και 5(2) του Νόμου.  Απέρριψε δε τις αξιώσεις 17(Α), (Β), (Δ) και (Ε) της έκθεσης απαίτησης, ως μη αποδειχθείσες στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, επίσης, πως δεν ήταν αναγκαία η ενασχόληση του με τα ερωτήματα συνταγματικότητας του Άρθρου 5(2) του Νόμου, λόγω του ότι οι αξιώσεις του εφεσείοντα είχαν επιλυθεί, επομένως, αν προχωρούσε σε τέτοια ενασχόληση θα ενεργούσε επί ματαίω.

 

Ο εφεσείοντας δεν έμεινε ικανοποιημένος με την πρωτόδικη απόφαση και καταχώρησε την υπό κρίση έφεση, προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους έφεσης:

 

«Λόγος Έφεσης 1

Εσφαλμένα η Πρωτόδικη απόφαση έκρινε ότι δεν υπήρξε παράνομη μεταχείριση του Ενάγοντα/Εφεσείοντα γιατί στερήθηκε της ελευθερίας του από την Εναγόμενη ούτε κατά το Σύνταγμα, αλλά ούτε και κατά την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Μάλιστα έκρινε τούτο χωρίς πρώτα να επιλύσει το ζήτημα εάν η κατά την αξίωση του Ενάγοντα αποζημίωση θα υπερέβαινε το όριο που ο Νόμος όρισε αντισυνταγματικά.

 

…………………………………………………………………………………………………

 

Λόγος Έφεσης 2

Εσφαλμένα κρίθηκε ότι η αθώωση και η απαλλαγή του Ενάγοντα κατ' Έφεση από το Ανώτατο Δικαστήριο και η συνακόλουθη ακύρωση της ποινής φυλάκισης του, δεν καταδεικνύει, δίχως άλλο, βλάβη στον ίδιο και/ή παρανομία ή κακοπιστία από μέρους της Εναγόμενης και εσφαλμένα κρίθηκε ότι ούτε ισοδυναμεί με παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων του Ενάγοντα που να του παρέχει δικαίωμα για εύλογη και/ή δικαία αποζημίωση πέραν από ότι ως όριο καθόρισε, αντίθετα στη διάκριση των εξουσιών, ο Νόμος. Εσφαλμένα δε, τέθηκε θέμα ότι δεν απέδειξε ο Ενάγων ζημία ενώ είχε συμφωνηθεί με την Εναγόμενη και συγκεκριμένα καθορίστηκε σε χρήμα η βλάβη του ως αποζημίωση για τη στέρηση της ελευθερίας του.

 

…………………………………………………………………………………………………

 

Λόγος Έφεσης 3

Υπό πλάνη το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι το ποσό των €96.737,59 συμπεριελάμβανε ένα μέρος της αποζημίωσης, το οποίο έπρεπε να λάβει ο Ενάγοντας ως ο Νόμος όρισε, κατά παραβίαση όμως της Αρχής της διάκρισης των εξουσιών, ποσό το οποίο δεν καθορίστηκε όμως ως δίκαιη ή εύλογη αποζημίωση με βάση δικαστική κρίση.

 

…………………………………………………………………………………………………

 

Λόγος Έφεσης 4

Το Δικαστήριο Πρωτόδικα αγνόησε ότι η ενώπιόν του διαφορά αφορούσε μόνο στο εάν η αποζημίωση για τη στέρηση της ελευθερίας του Εφεσείοντα, ήταν ορθή και/ή επαρκής με δεδομένο ότι ο σχετικός Νόμος καθόριζε μονοδιάστατα και περιοριστικά το ύψος της υπέρ του Εφεσείοντα αποζημίωσης, κατά προφανή όμως ανατροπή της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Το Δικαστήριο έπρεπε και μπορούσε να επιδίκαζε ό,τι ενώπιόν του συμφωνήθηκε ως βλάβη και ζημιά και πρόσθετα, να επιβάλει και τιμωρητικές αποζημιώσεις ως η αξίωση του Ενάγοντα/ Εφεσείοντα.

 

…………………………………………………………………………………………………

 

Λόγος Έφεσης 5

Η Πρωτόδικη απόφαση, ενώ στη σελίδα 3 αυτής κατέγραψε ότι τα περί αντισυνταγματικότητας δικογραφήθηκαν μεν, αλλά όχι «προσηκόντως», αλλά παρά τούτο θα απασχολήσουν το Δικαστήριο γιατί ο Ενάγων/ Εφεσείων διατύπωσε λεπτομερώς τα σχετικά συνταγματικά ερωτήματα διά του Υπομνήματος που επέδωσε στην Εναγόμενη παρέχοντάς της, την ευκαιρία να ακουστεί και να τοποθετηθεί αναλόγως, εντούτοις προχώρησε και εσφαλμένα κατέληξε στη θέση ότι: «εννοείται ότι η συζήτηση των θεμάτων συνταγματικότητας τα οποία πολύ καλύτερον θα ήταν σίγουρα αν δικογραφούνταν ευθύς εξαρχής από τον Ενάγοντα ‑ δεν υποδηλοί ή υπονοεί και ταυτόχρονη ή αυτόματη τροποποίηση της δικογραφίας (Έκθεσης Απαίτησης/ Απάντησης)».»

 

 

Οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 4, λόγω της συνάφειας τους, θα εξεταστούν μαζί.  Με αυτούς προβάλλεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι δεν υπήρξε παράνομη μεταχείριση του εφεσείοντα από την εφεσίβλητη και πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η ανατροπή της καταδίκης του εφεσείοντα από το Ανώτατο Δικαστήριο δεν καταδεικνύει βλάβη στον ίδιο ή κακοπιστία και ότι ούτε ισοδυναμεί με παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων, και πως εσφαλμένα το Δικαστήριο υπέδειξε ότι δεν αποδείχθηκε η ζημιά, ενώ δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός η ζημιά του και πως, πρόσθετα, θα έπρεπε να επιβάλει και τιμωρητικές αποζημιώσεις, ως η αξίωση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου δικηγόρου του εφεσείοντα πως το Άρθρο 5(2) του Ν. 144(Ι)/2001 θα έπρεπε να κηρυχθεί αντισυνταγματικό και να εγκριθούν οι αξιώσεις του εφεσείοντα στην αγωγή. Στη συνέχεια, απεφάνθη πως ο εφεσείοντας απέτυχε να αποδείξει παραβίαση συνταγματικού ή ανθρώπινου δικαιώματος, ότι η αγωγή δεν αφορούσε σε αστικώς παράνομη κατακράτηση του εφεσείοντα ή σε κακόβουλη δίωξη του από την εφεσίβλητη και πως η μεταχείριση του δεν υπήρξε παράνομη, ούτε με βάση το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ούτε και με βάση την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων («ΕΣΔΑ»)

 

Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:

 

«Ο κ. Αγγελίδης, προσπάθησε, ικανώς τωόντι, να καταδείξει πως τα περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 5(2) του Περί Κατ' Έφεση Ανατροπής Ποινής Φυλάκισης (Αποζημίωση) Νόμου 144(Ι)/01, θα πρέπει να υιοθετηθούν και να οδηγήσουν σε δικαστική έγκριση των αξιώσεων στην αγωγή.

 

Τούτο, με κάθε σεβασμό, δεν έχει επιτευχθεί.

 

Αυτό, διότι τα παράπονα του ενάγοντα (εκτός όσων άπτονται της αξίωσης στην παράγραφο 17(Γ) της Έκθεσης Απαίτησης), ξεφεύγουν από τις δικογραφημένες θέσεις του στην αγωγή όπου προτάσσεται πως η βάση/βάσεις αγωγής και οι επακολούθως επιδιωκόμενες αποζημιώσεις αφορούν στην παράνομη φυλάκιση και στην παράνομη στέρηση θεμελιωδών συνταγματικών και ανθρωπίνων του δικαιωμάτων.

 

Προκύπτει εν άλλοις λόγοις πως η αξίωση του ενάγοντα εκπορεύεται, φερόμενα, από μια επιδειχθείσα (εκ πλευράς εναγομένης) παράνομη διαγωγή και όχι απλώς από μια γενικότερη άδικη υποτίθεται αντιμετώπιση του (σε αυτό θα επανέλθω), αποτμημένη ψηγμάτων παρανομίας, ανομίας, ή «...στάσης και συμπεριφοράς σε βάρος της νομιμότητας...» (ως απογράφεται στην Έκθεση Απαίτησης).

 

Το βάρος απόδειξης για την παραβίαση συνταγματικού και ανθρώπινου δικαιώματος - όπως λόγου χάριν θα μπορούσε να αποτυπωθεί με παραπομπή στο Άρθρο 11.8 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας ή στο Άρθρο 41 της ΕΣΔΑ - βρισκόταν στους ώμους του ενάγοντα (βλ. κατ' αναλογίαν, Fasel ν Κυπριακής Δημοκρατίας, ΠΕ 236/15, ημ. 31.3.16, Ocalan ν Turkey (2005) ECHR 282).

 

Ο ενάγων απέτυχε να αποδείξει τέτοια παραβίαση δικαιωμάτων ή αδικία.

 

Διασαφηνίζω.

 

Η αγωγή δεν αφορά σε αστικώς παράνομη κατακράτηση του ενάγοντα ή και σε κακόβουλη δίωξη του από την εναγομένη.

 

Προώθησε o ενάγων διά της παραγράφου 17 της Έκθεσης Απαίτησης (σε συνδυασμό και με την αγόρευση και Υπόμνημα του), ότι «...εγείρει την παρούσα αγωγή εναντίον των Εναγόμενων, βάσει του άρθρου 4(6) του Περί κατ' Έφεση Ανατροπής Ποινής Φυλάκισης (Αποζημίωση) Νόμου του 2001 (Ν. 144(Ι)/2001), ως επίσης και των Άρθρων 1Α, 8, 10, 12, 23, 28 και 35 του Συντάγματος και κατ' επέκταση των Άρθρων 3, 5, 8 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ), του Άρθρου 3 του Έβδομου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και της νομολογίας, που προνοούν την επιδίκαση αποζημιώσεων, για την κάθε άδικη στέρηση της ελευθερίας του ανθρώπου...».

 

Ουδέν αίτιο αγωγής από αυτά που τέθηκαν από τον ενάγοντα κατά τα ανωτέρω δικαιολογεί κατάγνωση στην εναγομένη ευθύνης, τοσούτω δε μάλλον υποχρέωσης (και) για αποζημίωση του ενάγοντα.

 

Εξηγώ.

 

Η μεταχείριση του ενάγοντα από την εναγομένη δεν υπήρξε παράνομη ούτε κατά το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας ούτε και κατά την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων ΔικαιωμάτωνΕΣΔΑ»).

 

Ο ενάγων στερήθηκε την ελευθερία του έχοντας καταδικαστεί νομίμως από συντεταγμένο και αρμόδιο Δικαστήριο της Πολιτείας (εναγομένης), με το δικαίωμα ελευθερίας του να περιορίζεται διά των προβλεπόμενων στο Άρθρο 11.2(α) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατ' εξαίρεσιν ή και κατά περιορισμόν του δικαιώματος ελευθερίας και προσωπικής ασφαλείας ως ορίζει το Άρθρο 11 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας (βλ. κατ' αναλογίαν, Fasel ν Κυπριακής Δημοκρατίας, ΠΕ 236/15, ημ. 31.3.16).

 

………………………………………………………………………………………….

 

Η αθώωση και απαλλαγή του ενάγοντα από το Ανώτατο Δικαστήριο (και η συνακόλουθη ακύρωση της ποινής φυλάκισης του), δεν κατατείνει δίχως άλλο σε παρανομία ή κακοπιστία από μέρους της εναγομένης έναντι του ενάγοντα (βλ. κατ' αναλογίαν, Κλεάνθους ν Μιλτιάδους (2006) 1(Β) ΑΑΔ 1111, 1114-1116).

 


Μηδέ ισοδυναμεί με παραβίαση συνταγματικών ή υποδειχθέντων από τον ενάγοντα ανθρωπίνων του δικαιωμάτων με απαίτηση για επιδίκαση επέκεινα και αναλογούντων αποζημιώσεων (βλ. κατ' αναλογίαν, Νεοκλέους ν Αρχηγού Αστυνομίας και Άλλου, ΠΕ 270/11, ημ. 8.2.17), ECLI:CY:AD:2017:A39.

 

………………………………………………………………………………………………..

 

Το Άρθρο 1Α του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας αφορά μεταξύ άλλων στην ερμηνευτική και νομιμοποιητική νόμων και κανονισμών άνευ επίδρασης στο άμεσα ζητούμενο που δεν είναι άλλο από τη διαπίστωση ευθύνης τής εναγομένης και την επιδίκαση νομίμων αποζημιώσεων. Η αναφορά στο Άρθρο 8 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και στο αντίστοιχο Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ δεν επικουρείται από επαρκή και αποδεκτή βαρύνουσα μαρτυρία που να αιτιολογεί οποιαδήποτε υπαιτιότητα της εναγομένης για υποβολή του ενάγοντα σε βασανιστήρια, απάνθρωπη και ταπεινωτική τιμωρία ή μεταχείριση. Η διαμαρτυρία για παραβίαση του Άρθρου 10 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας έμεινε το ίδιο ανεδαφική και παράταιρη μαρτυριακώς από τα επίμαχα αφού δεν τέθηκαν ευθέως ή συμπερασματικώς ζητήματα κατάστασης δουλείας ή υποτελείας του ενάγοντα. Η μνεία στο Άρθρο 12 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας παρέμεινε και αυτή μετέωρη σχετικότητας και επίρρωσης αφού τα όσα προβλέπονται εκεί ως συνταγματικές δικλείδες για κήρυξη προσώπου ως ενόχου, δεν ενδιαφέρουν εδώ κατά τον τρόπο που ετέθη από τον ενάγοντα, ο οποίος ουδέποτε μίλησε για τέτοια παραβίαση. Παρομοίως, η πρόταξη του Άρθρου 3 στο Έβδομο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, το οποίο καταπιάνεται με το δικαίωμα αποζημίωσης σε περίπτωση δικαστικής πλάνης, δεν συνδέεται με τα τεκταινόμενα αφού δεν ομιλούμε στην προκειμένη περί δικαστικής πλάνης του Κακουργιοδικείου (η απόφαση του οποίου διά νόμου δεν ήταν αμετάκλητη) κάτι που αποδείχθηκε εξάλλου και στην πράξη, μηδέ και η εφετειακή αθώωση εκπορεύθηκε από νέα ή μεταγενέστερα τής απόφασης γεγονότα αποδεικτικά δικαστικής πλάνης. Ασύνδετη ήταν και η πρόταξη του Άρθρου 23 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας για το δικαίωμα απόκτησης, κυριότητας, κατοχής, απόλαυσης, ή διάθεσης κινητής ή ακίνητης ιδιοκτησίας και της απαίτησης σεβασμού του δικαιώματος αυτού. Τα περί ισονομίας στο Άρθρο 28 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν καθορίστηκαν από τον ενάγοντα συγκεκριμένως (όπως εγένετο και στις υπόλοιπες περιπτώσεις για τα περί συνταγματικών παραβιάσεων ομολογουμένως) ώστε να προκαλείται ανάγκη για περισσότερους συνειρμούς και ανάλυση - και τούτο πάντα με δοσμένο ότι εύρημα μου είναι πως η εναγομένη δεν διέπραξε οποιαδήποτε παράνομη πράξη ή παράλειψη με αντικείμενο τον ενάγοντα. Για τα περί του Άρθρου 5 της ΕΣΔΑ και το εκεί προστατευόμενο δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια, παρατηρείται - και επισημάνθηκε τούτο ήδη πιο πάνω - ότι ο ενάγων στερήθηκε την ελευθερία του μετά από καταδίκη υπό αρμόδιου δικαστηρίου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τα περί δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του ενάγοντα κατά το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, ταξινομούνται και αυτά ως ασύνδετα και αναπόδεικτα με τα αφορούντα στη διαφορά. Ομοίως και εκείνα για το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής του ενάγοντα ως το Άρθρο 13 της ΕΣΔΑ. Τέλος, η μνημόνευση του Άρθρου 41 της ΕΣΔΑ κατά τις προφορικές αγορεύσεις από τον κ. Αγγελίδη, δεν βοηθά τον ενάγοντα αφού δεν υπήρξε εδώ παραβίαση της ΕΣΔΑ ή των Πρωτοκόλλων της.»

 

Συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Οι αξιώσεις που παρέμειναν για εκδίκαση από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δηλαδή οι παράγραφοι 17Α, Β, Δ και Ε, στηρίζονται στον ισχυρισμό ότι ο εγκλεισμός στις φυλακές ήταν παράνομος, ότι η δίωξη του ήταν παράνομη ή άδικη και ότι η εφεσίβλητη επέδειξε παράνομη και άδικη συμπεριφορά.  Όπως ορθά τόνισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο εφεσείοντας «στερήθηκε την ελευθερία του έχοντας καταδικαστεί νομίμως από συντεταγμένο και αρμόδιο Δικαστήριο της Πολιτείας», η στέρηση της ελευθερίας του έγινε νόμιμα, μετά από την καταδίκη του από το Κακουργιοδικείο, η δε αθώωση του δεν καταδεικνύει, δίχως άλλο, παρανομία ή κακοπιστία.  Η αγωγή του, όπως ορθά υπέμνησε το Δικαστήριο, δεν αφορούσε στην παράνομη κατακράτηση του εφεσείοντα ή σε κακόβουλη δίωξη του από την εφεσίβλητη.  Παραπέμπουμε, συναφώς στην Grant v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 144/2012, ημερομηνίας 28.11.2017, ECLI:CY:AD:2017:A420, όπου λέχθηκαν τα εξής: «…δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε τη διαφορά μιας κράτησης δυνάμει νόμιμης διαταγής δικαστηρίου από την παράνομη κράτηση που συνιστά αστικό αδίκημα». 

 

Ορθή θεωρούμε, περαιτέρω, και την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως «Η απαίτηση του ενάγοντα για την επιδίκαση ποσού ύψους €18.000 για ιατρικά προβλήματα (κατά τα δικογραφημένα στην παράγραφο 17(Β) της έκθεσης Απαίτησης), όπως και τα περί απόδοσης καταβληθέντων δικηγορικών και άλλων εξωδικαστικών εξόδων ύψους €41.000 (με την παράγραφο 17(Δ) της Έκθεσης Απαίτησης), εκτός του ότι δεν αποδείχθηκαν από απόψεως συνάφειας αιτίου-αιτιατού (εξαιρουμένου του ύψους των κονδυλίων), ταυτίζονται αποκλειστικώς με τους ισχυρισμούς του ενάγοντα στην αγωγή περί παράνομης συμπεριφοράς της εναγομένης, πτυχή που έχει πλέον καταγραφεί πως δεν αποδείχθηκε… Επομένως, η υπό εντρύφηση σημαίνουσα διάσταση μεταξύ δικογραφίας και παραδεκτών γεγονότων/μαρτυρίας – γιατί περί καίριας ασυμφωνίας ο λόγος – συναποτελεί ανυπέρβλητο πρόσκομμα στον ενάγοντα για προώθηση των όσων (επιπροσθέτως) αξιώνει με την αγωγή, μια που το ασυνταύτιστο αυτό παραβιάζει κατάφορα την αρχή που ορίζει πως η δικογραφία αποτελεί την αφετηρία και το θεμέλιο για τον προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων (βλ. κατ’ αναλογίαν, Παρλάτα v Δημητρίου, ΠΕ 387/09, ημ. 21.5.14, Widehorizon (Capital Market) Ltd v. Synthesis Softward Ltd (2000) 1 (A) ΑΑΔ 514, 517).  Έτσι τα όσα ξεδιπλώθηκαν για τις αξιώσεις στην παράγραφο 17(Α), (Β), (Δ) και (Ε) της Έκθεσης Απαίτησης, παρέμειναν έωλα αποδεκτού πραγματικού υποβάθρου και τεκμηρίωσης». Ο εφεσείοντας, ο οποίος είχε το βάρος απόδειξης, απέτυχε να τεκμηριώσει τη διασύνδεση των ποσών αυτών, που ως προς το ύψος ήταν παραδεκτά, με την ευθύνη της Δημοκρατίας.  Όλες δε οι πιο πάνω θεραπείες συνδέονται με τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι ο εγκλεισμός του στις φυλακές ήταν παράνομος, ισχυρισμός που δεν απεδείχθη.  Η δε θέση, στον τέταρτο λόγο έφεσης, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να αποδώσει τιμωρητικές αποζημιώσεις, δεν έχει αναπτυχθεί στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα, συνεπώς θεωρείται ως εγκαταληφθείσα.  Εν πάση περιπτώσει, εφόσον ορθά κρίθηκε ότι η κράτηση δεν ήτο παράνομη και ότι δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε ευθύνη της εφεσίβλητης, ορθώς δεν επιδικάστηκαν τιμωρητικές αποζημιώσεις. Τιμωρητικές αποζημιώσεις επιτρέπονται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η διαγωγή του εναγομένου είναι τόσο αξιόμεμπτη, ώστε να αρμόζει η επιβολή τιμωρίας από πολιτικό Δικαστήριο (βλ. Αϊτίδης κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας δια του Γενικού Εισαγγελέα Πολιτική Έφεση Αρ. 33/2016, ημερομηνίας 21.11.2024).

 

Ως εκ των ανωτέρω, οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 4 κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.

 

Με τον λόγο έφεσης 3, ο εφεσείοντας προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπό πλάνη, δεν έλαβε υπόψη ότι το ποσό των €96.737,59 ήταν μέρος της αποζημίωσης που θα έπρεπε να λάβει ο εφεσείοντας.  Στην αιτιολογία ισχυρίζεται πως εκείνο που ορίστηκε ως διαφορά ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν η πρόσθετη διεκδίκηση του εφεσείοντα για δίκαιη και εύλογη αποζημίωση, το ύψος της οποίας είχε συμφωνηθεί στις €59.000,00 (€18.000,00 + €41.000,00), μετά που θα κρινόταν αντισυνταγματική η πρόνοια του Άρθρου 5(2) του Ν. 144(Ι)/2001

 

Είναι η θέση του ευπαίδευτου δικηγόρου του εφεσείοντα πως το Άρθρο 5(2) του Ν. 144(Ι)/2001 παραβιάζει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της διάκρισης των εξουσιών, λόγω του ότι τίθεται ανώτατο όριο επιβολής αποζημιώσεων, με αποτέλεσμα να περιορίζεται εξαντλητικά η ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ως προς τη δίκαιη και εύλογη αποζημίωση. Αντίθετα, είναι η θέση της ευπαίδευτης δικηγόρου της εφεσίβλητης πως το Άρθρο 5(2) του Νόμου δεν εξαλείφει, ούτε περιορίζει, ούτε εμποδίζει τη διεκδίκηση οποιουδήποτε δικαιώματος, έτσι ώστε να μπορούσε να κριθεί αντισυνταγματικός. Ούτε και προκαθορίζει δικαιώματα δια νόμου, χωρίς προηγούμενη ακρόαση ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου, κατά συνέπεια δεν υπάρχει παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.

 

Κρίνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο επεξήγησε με σαφήνεια τους λόγους που επεδίκασε το ποσό των €96.737,59 ως εύλογη αποζημίωση με βάση το αιτητικό 17(Γ) της αγωγής και απέρριψε τα υπόλοιπα αιτητικά.  Συμφωνούμε με την κρίση του Δικαστηρίου για τους λόγους που επεξηγήσαμε στην ανάλυση των προηγούμενων λόγων έφεσης.  Ορθή είναι επίσης, κατά την κρίση μας, η προσέγγιση του Δικαστηρίου ότι δεν ήταν αναγκαία η ενασχόληση του με το θέμα της συνταγματικότητας του Άρθρου 5(2) του Νόμου.  Το Δικαστήριο εφάρμοσε ορθά τη νομολογία σύμφωνα με την οποία τα Δικαστήρια δεν αποφασίζουν επί ζητημάτων συνταγματικότητας, αν δεν είναι απαραίτητο για την επίλυση της ενώπιον τους διαφοράς (βλ. Δημοκρατία v. Kirnouyan κ.α. (1996) 2 Α.Α.Δ. 126).

 

Συνακόλουθα, ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης, ο εφεσείοντας παραπονείται πως ενώ ο πρωτόδικος Δικαστής κατέγραψε ότι τα περί αντισυνταγματικότητας δεν δικογραφήθηκαν προσηκόντως, αλλά παρόλα αυτά θα απασχολούσαν το Δικαστήριο λόγω της υποβολής υπομνήματος, εντούτοις εσφαλμένα προχώρησε, διατυπώνοντας τη θέση ότι η συζήτηση του θέματος της συνταγματικότητας δεν υπονοεί ταυτόχρονη ή αυτόματη τροποποίηση της δικογραφίας.

 

Δεν διαπιστώνουμε να υπάρχει έρεισμα στο παράπονο του εφεσείοντα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε ορθά τις νομολογιακές αρχές που αφορούν τον τρόπο έγερσης ζητημάτων συνταγματικότητας και ανέφερε ότι τα ζητήματα συνταγματικότητας δεν δικογραφήθηκαν προσηκόντως.  Δέχθηκε όμως ότι αυτά τέθηκαν ενώπιον του στη βάση υπομνήματος.  Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε το μεμπτό στην αναφορά του Δικαστηρίου ότι η συζήτηση του υπομνήματος δεν υποδηλοί τροποποίηση των δικογράφων.

 

Έπεται πως και ο πέμπτος λόγος κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

Επιδικάζονται εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ της εφεσίβλητης €4.000,00 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο