
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 25/2025)
10 Σεπτεμβρίου, 2025
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ Π., ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΧΡΙΣΤΗ ΧΑΤΖΗΜΙΤΣΗ
Εφεσείων,
v.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΩΣ ΑΡΧΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ
Εφεσίβλητης.
--------------------
Γ. Z. Γεωργίου, Ν. Ζερβού (κα), Α. Χιωτάκη (κα) (ασκούμενη δικηγόρος), για Γ. Ζ. Γεωργίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Μ. Φράγκου(κα), για Α. Ευαγγέλου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την υποφαινόμενη.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕYΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με απόφασή του ημερομηνίας 16/12/2024 το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή αρ. 5343/2013 που ο Εφεσείων είχε καταχωρήσει εναντίον της απόφασης της Εφεσίβλητης να τον απομακρύνει από τη θέση του Ανώτερου Γενικού Διευθυντή του Συγκροτήματος της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ.
Τα γεγονότα της περίπτωσης είναι σε συντομία τα ακόλουθα:
Ο Εφεσείων κατείχε τη θέση του Ανώτερου Γενικού Διευθυντή του Συγκροτήματος της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (εφεξής «Τράπεζα Κύπρου»). Η Εφεσίβλητη, ενεργώντας ως Αρχή Εξυγίανσης σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου (Ν. 17(Ι)/2013) (εφεξής «ο Νόμος»), εξέδωσε το διάταγμα περί της Πώλησης Εργασιών της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ. του 2013 (ΚΔΠ 93/2013) και το διάταγμα περί Πώλησης των εν Ελλάδι Εργασιών της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ. του 2013 (ΚΔΠ 96/2013).
Στα πλαίσια ενάσκησης των εξουσιών της και κατ’ επίκληση του Άρθρου 5(8) του Νόμου, η Εφεσίβλητη αποφάσισε στις 29/3/2013 την απομάκρυνση του Εφεσείοντα από την πιο πάνω θέση.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ο Εφεσείων προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο, το οποίο με απόφασή του ημερομηνίας 19/04/2019 έκανε αποδεκτή την Προσφυγή, κρίνοντας ότι η Εφεσίβλητη ενήργησε κατά κατάχρηση και υπέρβαση εξουσίας. Η πιο πάνω κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ανετράπη με απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ν. Χρίστη Χατζημιτσή, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 94/2019, ημερομηνίας 20/02/2024) και η υπόθεση παραπέμφθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο για να εξετάσει τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης που ο Εφεσείων είχε προβάλει.
Επιλαμβανόμενο της υπόθεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο καταρχάς απέρριψε τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα περί αναρμοδιότητας του Διοικητή να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση χωρίς τη συμμετοχή του Διοικητικού Συμβουλίου και του Υποδιοικητή της Κεντρικής Τράπεζας και μη αποδεχόμενο την Προσφυγή κατέληξε ως ακολούθως:
«Σχετικά με το πρακτικό, όπως ήδη εξηγήθηκε το αρμόδιο πρόσωπο να λάβει την απόφαση ήταν ο Διοικητής. Η απόφασή του αντικατοπτρίζεται και καταγράφεται στην ίδια την επιστολή προς τον αιτητή. Συνεπώς, το ζήτημα που προκύπτει δεν είναι το τυπικό του κατά πόσο δηλαδή όφειλε ο Διοικητής να τηρήσει πρακτικό στο οποίο να καταγράφεται το ίδιο κείμενο που καταγράφεται στην επιστολή προς τον αιτητή αλλά κατά πόσο απαιτείται αιτιολογία για την εν λόγω απόφαση η οποία δυνατό να προκύπτει, αν όχι από την ίδια την απόφαση, από κάποιο πρακτικό που να είναι περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων που κατατέθηκαν.
Η από κοινού απόφαση της Αρχής Εξυγίανσης και του Υπουργού Οικονομικών ημερομηνίας 25.3.2013 ήταν η «λήψη μέτρων εξυγίανσης» στην Τράπεζα. Οι εξουσίες της Αρχής Εξυγίανσης παρατίθενται στο Άρθρο 5 του Νόμου και τα μέτρα εξυγίανσης σύμφωνα με τον ορισμό που δίδεται στο Άρθρο 2 σημαίνει τα μέτρα που προβλέπονται στο Μέρος ΙΙΙ του Νόμου. Στα μέτρα εξυγίανσης δεν περιλαμβάνεται η αντικατάσταση ή απομάκρυνση διευθυντή συνεπώς, δεν πρόκειται για μέτρο αλλά για εξουσία που δίδεται στην Αρχή Εξυγίανσης από το Άρθρο 5(8) του Νόμου. Για να γίνει αντιληπτή η εξουσία αυτή, κάποιος πρέπει να αναγνώσει το Άρθρο 5(8) μαζί με το Άρθρο 5(7). Παρόλο που οι εν λόγω πρόνοιες καταγράφονται πιο πάνω στην απόφαση, καταγράφονται ξανά για εύκολη αναφορά:
«(7) Εφόσον ληφθούν μέτρα εξυγίανσης σε επηρεαζόμενο ίδρυμα, όλες οι εξουσίες, καθήκοντα και ευθύνες των μετόχων ή μελών, των συμβούλων ή μελών της επιτροπείας και των διευθυντών του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, δύνανται να ασκούνται από την Αρχή Εξυγίανσης ή και από τον Ειδικό Διαχειριστή, [.].
(8) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (7), η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να απαιτεί την απομάκρυνση ή αντικατάσταση σύμβουλου ή μέλους της επιτροπείας ή διευθυντή του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, ανεξάρτητα από τις πρόνοιες οποιουδήποτε σε ισχύ νόμου.»
Από τη διατύπωση των πιο πάνω Άρθρων, δεν φαίνεται ότι η Αρχή Εξυγίανσης στην περίπτωση που αποφασίσει να ασκήσει την εξουσία που της δίδει το Άρθρο 5(8) έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει οτιδήποτε άλλο. Συνεπώς, η άσκηση της εξουσίας της εξαντλείται στο περιεχόμενο της απόφασης χωρίς την ανάγκη άλλου πρακτικού στο οποίο να παρατίθεται κάποια αιτιολογία. Η ίδια ανάλυση τυγχάνει εφαρμογής και στις εισηγήσεις του αιτητή περί κατάχρησης εξουσίας και έλλειψης δέουσας έρευνας. Εφόσον η εξουσία δίδεται ρητώς από τον Νόμο, δεν τίθεται ζήτημα κατάχρησης ούτε ζήτημα δέουσας έρευνας».
Με πέντε Λόγους Έφεσης βάλλεται η πρωτόδικη κρίση. Με τους Λόγους Έφεσης αρ. 1 και αρ. 2 αντίστοιχα, ισχυρίζεται ο Εφεσείων ότι με την ερμηνεία του το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνωρίζει τις βασικές αρχές του διοικητικού δικαίου σε σχέση με την αναγκαιότητα αιτιολόγησης των δυσμενών διοικητικών πράξεων ως αυτές έχουν κωδικοποιηθεί στα Άρθρα 26 και 28 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (εφεξής «Ν. 158(Ι)/1999») και ανατρέπει τις βασικές αρχές επί των οποίων ασκείται η διακριτική ευχέρεια των διοικητικών οργάνων και το βάθρο στο οποίο στηρίζεται η αρχή της χρηστής διοίκησης. Με τον Λόγο Έφεσης αρ. 3, προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάσισε ότι ο προσκομισθείς από την Εφεσίβλητη φάκελος δεν ανταποκρινόταν στο τι συνιστά διοικητικό φάκελο για σκοπούς της υπόθεσης. Με τον Λόγο Έφεσης αρ. 4, ισχυρίζεται ο Εφεσείων ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι στη βάση του Άρθρου 5(8) του Νόμου δεν ήταν απαραίτητη η διενέργεια δέουσας έρευνας. Αντικείμενο του Λόγου Έφεσης αρ. 5 συνιστά η κατ’ ισχυρισμό λανθασμένη ερμηνεία του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο Άρθρο 5(8) του Νόμου καθότι αυτή παραβιάζει το Άρθρο 25 του Συντάγματος που προστατεύει το δικαίωμα στην εργασία.
Λόγω της συνάφειας τους οι Λόγοι Έφεσης αρ. 1-4 θα τύχουν κοινής εξέτασης.
Υποστηρίζει ο Εφεσείων ότι η απόφαση για απομάκρυνση από τα καθήκοντα του ως Ανώτερου Γενικού Διευθυντή στην Τράπεζα Κύπρου λήφθηκε μετά από άσκηση διακριτικής ευχέρειας και είχε μόνιμα αποτελέσματα. Συνεπώς πρόκειται για δυσμενή εναντίον του απόφαση, για την οποία έπρεπε να δοθεί αιτιολογία σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 26 του Ν. 158(Ι)/1999. Σε σχέση με τους προσκομισθέντες από την Εφεσίβλητη διοικητικούς φακέλους, υποδεικνύεται από τον Εφεσείοντα ότι το περιεχόμενό τους δεν καθιστά εφικτό τον δικαστικό έλεγχο της απόφασης της διοίκησης.
Αντιτείνει η Εφεσίβλητη ότι οι πρόνοιες του Άρθρου 5(8) του Νόμου είναι δηλωτικές της ύπαρξης της αρμοδιότητας και εξουσίας της Αρχής Εξυγίανσης να απομακρύνει διευθυντή ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση και όχι του τρόπου άσκησης της. Συνεπώς η Εφεσίβλητη άσκησε την εξουσία της σύμφωνα με τον Νόμο. Ανεξαρτήτως αυτού, είναι η θέση της Εφεσίβλητης ότι έχει δώσει επαρκή αιτιολογία για την απόφαση της για απομάκρυνση του Εφεσείοντα, επικαλούμενη την καλύτερη επίτευξη των στόχων του Άρθρου 3 του Νόμου.
Έχουμε εξετάσει τις εκατέρωθεν θέσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων.
Η προσβαλλόμενη απόφαση, το περιεχόμενο της οποίας παρατίθεται, περιλαμβάνεται στην επιστολή του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου προς τον Εφεσείοντα ημερομηνίας 29/03/2013:
«Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ως Αρχή Εξυγίανσης, ασκώντας τις εξουσίες που της παρέχονται δυνάμει του άρθρου 5(8) του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013 ("ο Νόμος"), κατόπιν της από κοινού απόφασής της με τον Υπουργό Οικονομικών για τη λήψη και εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης και του περί της Πώλησης Εργασιών της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρίας Λτδ Διατάγματος του 2013, Κ.Δ.Π. 93/2013 και του περί της Πώλησης Εργασιών εν Ελλάδι Εργασιών της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρίας Λτδ Διατάγματος του 2013, Κ.Δ.Π. 96/2013, αποφάσισε την απομάκρυνσή σας από τη θέση του Ανώτερου Γενικού Διευθυντή Συγκροτήματος της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρίας Λτδ, με γνώμονα την καλύτερη επίτευξη των στόχων του άρθρου 3 του Νόμου.
Η εν λόγω απόφαση τίθεται άμεσα σε ισχύ.»
Το Άρθρο 5(8) του Νόμου, το οποίο επικαλείται η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
«(8) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (7), η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να απαιτεί την απομάκρυνση ή αντικατάσταση σύμβουλου ή μέλους της επιτροπείας ή διευθυντή του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, ανεξάρτητα από τις πρόνοιες οποιουδήποτε σε ισχύ νόμου.»
(η έμφαση του Δικαστηρίου)
Το δε Άρθρο 5(7) του Νόμου προνοεί ότι:
«(7) Εφόσον ληφθούν μέτρα εξυγίανσης σε επηρεαζόμενο ίδρυμα, όλες οι εξουσίες, καθήκοντα και ευθύνες των μετόχων ή μελών, των συμβούλων ή μελών της επιτροπείας και των διευθυντών του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, δύνανται να ασκούνται από την Αρχή Εξυγίανσης ή και από τον Ειδικό Διαχειριστή, ο οποίος διορίζεται δυνάμει του άρθρου 14 και, σε τέτοια περίπτωση, οποιεσδήποτε ενέργειες ή αποφάσεις λαμβάνονται από το εν λόγω ίδρυμα ή από τρίτο, για λογαριασμό του εν λόγω ιδρύματος, θεωρούνται άκυρες, εκτός αν έχουν ληφθεί από ή με τη συγκατάθεση της Αρχής Εξυγίανσης.»
Στην προσβαλλόμενη επιστολή γίνεται επίκληση της καλύτερης επίτευξης των στόχων του Άρθρου 3 του Νόμου, οι πρόνοιες του οποίου παρατίθενται:
«Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ως Αρχή Εξυγίανσης δύναται να αποφασίζει από κοινού με τον Υπουργό Οικονομικών τη λήψη μέτρων εξυγίανσης, με γνώμονα την καλύτερη επίτευξη των πιο κάτω στόχων:
(α) Τη συνέχιση προσφοράς κρίσιμων τραπεζικών ή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών,
(β) την πρόληψη δημιουργίας ή εξάπλωσης κινδύνων που πιθανόν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, εντός ή και εκτός της Δημοκρατίας,
(γ) τη διατήρηση της εμπιστοσύνης του κοινού στο χρηματοοικονομικό σύστημα,
(δ) την προστασία των δημόσιων πόρων αποτρέποντας επηρεαζόμενα ιδρύματα από το να βασίζονται σε δημόσια στήριξη για τη διάσωσή τους,
(ε) την προστασία των καταθετών που καλύπτονται από το Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων,
(στ) την ελαχιστοποίηση του κόστους εξυγίανσης για τους φορολογούμενους,
(ζ) την προαγωγή της δημοσίας ωφέλειας και την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.
(2) Κατά τη λήψη και εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1), εφαρμόζονται οι πιο κάτω γενικές αρχές:
[...]
(ε) δύναται να αντικαθίσταται η ανώτατη εκτελεστική διεύθυνση του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, [...]»
Καθοριστικό για την επίλυση της διαφοράς, είναι το κατά πόσο η άσκηση της εξουσίας που παρέχεται στην Εφεσίβλητη στη βάση των προνοιών του Άρθρου 5(8) του Νόμου να απομακρύνει τον Εφεσείοντα από τη θέση του, επαφίεται στη διακριτική της ευχέρεια.
Το Άρθρο 5(8) του Νόμου (ανωτέρω) προνοεί ότι η Αρχή Εξυγίανσης «δύναται να απαιτεί την απομάκρυνση διευθυντή ιδρύματος».
Στη Μαρκαντώνης Ανδρέας ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1802 (η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση στη Μαρκαντώνης Ανδρέας ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 518) υπεδείχθη ότι η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης παραχωρείται από το νόμο «με το ρήμα «δύναται» ή «δικαιούται» ή «κρίνει». Συνεπώς, εν προκειμένω επαφίετο, στη βάση των προνοιών του σχετικού Νόμου, στη διακριτική ευχέρειά της Αρχής Εξυγίανσης να απαιτήσει την απομάκρυνση του Εφεσείοντα από τη θέση του Ανώτερου Γενικού Διευθυντή της Τράπεζας Κύπρου.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 26 του Ν. 158(Ι)/1999:
«26.—(1) Οι διοικητικές πράξεις οι οποίες εκδίδονται έπειτα από άσκηση διακριτικής εξουσίας πρέπει να είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένες, ιδίως όταν πρόκειται για πράξεις οι οποίες-
(α) Είναι δυσμενείς για το διοικούμενο·
(β) είναι αντίθετες ως προς το περιεχόμενο τους με προηγηθείσα γνωμοδότηση, πρόταση, εισήγηση ή έκθεση αρμόδιου οργάνου ή με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου·
(γ) είναι αντίθετες με χαραχθείσα πολιτική ή τακτική·
(δ) συνιστούν εξαιρετικό μέτρο ενέργειας·
(ε) είναι αιτιολογητέες από το νόμο».
Στην απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου ημερομηνίας 20/02/2024 επί της ίδιας υπόθεσης (ανωτέρω) κρίθηκε ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση «δημιουργήθηκαν καταλυτικές επιπτώσεις στον πυρήνα της υπηρεσιακής κατάστασης και υπόστασης» του Εφεσείοντα. Επομένως πρόκειται για περίπτωση δυσμενούς για τον Εφεσείοντα απόφασης, αφού είναι παραδεκτό ότι μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης τερματίστηκε η απασχόληση του Εφεσείοντα στο τραπεζικό ίδρυμα.
Επίσης, κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 28(1) και (2) του Ν. 158(Ι)/1999, απαιτείται σαφής και επαρκής αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης, η δε αναφορά σε γενικούς χαρακτηρισμούς ή στους γενικούς όρους του νόμου, όπως επεσυνέβη εν προκειμένω, δεν αποτελούν επαρκή αιτιολογία. Παρατίθενται οι πρόνοιες του υπό αναφορά Άρθρου:
«28.-(1) Η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης πρέπει να είναι σαφής, ώστε να μην αφήνει αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης.
(2) Δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία η αναφορά στην απόφαση γενικών χαρακτηρισμών που μπορούν να εφαρμοστούν και να ισχύουν για κάθε περίπτωση ούτε η απλή αναφορά των γενικών όρων του νόμου που μπορούν να τύχουν εφαρμογής σε οποιαδήποτε περίπτωση».
Διαπιστώνουμε ότι στην εξεταζόμενη περίπτωση δεν τηρήθηκαν οι πιο πάνω αρχές και κατ’ επέκταση διαπιστώνεται σφάλμα στην πρωτόδικη κρίση.
Υπό το φως των ανωτέρω γίνονται αποδεκτοί οι Λόγοι Έφεσης αρ. 1-4. Λόγω της πιο πάνω κατάληξης μας παρέλκει η ενασχόληση του Δικαστηρίου με τον Λόγο Έφεσης αρ. 5.
Η Έφεση γίνεται αποδεκτή. Η πρωτόδικη Απόφαση, μαζί με τη διαταγή για τα έξοδα της, παραμερίζεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €3000 (επιπλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει), ως κατ’ έφεση έξοδα υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον της Εφεσίβλητης.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο