ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΛΑΜΠΡΑΚΗ ΚΑΛΛΙΚΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 268/2022, 30/9/2025
print
Τίτλος:
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΛΑΜΠΡΑΚΗ ΚΑΛΛΙΚΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 268/2022, 30/9/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 268/2022)

 

30 Σεπτεμβρίου 2025

 

[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

 

v.

 

ΛΑΜΠΡΑΚΗ ΚΑΛΛΙΚΑ,

Εφεσίβλητου. 

______________________________

 

Α. Μιχαήλ (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον εφεσείοντα.

Π. Παφίτης για Ανδρέα Καρεκλά & Συνεργάτες, για τον εφεσίβλητο.

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος, στη βάση κατηγορητηρίου ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, αντιμετώπιζε δύο κατηγορίες. Αυτήν της επίθεσης προκαλούσας πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση των προνοιών του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου, Ν.119(I)/2000 και αυτήν της απειλής, κατά παράβαση των προνοιών του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Συγκεκριμένα, αποδιδόταν στον εφεσίβλητο ότι, στις 9.12.2017, επιτέθηκε εναντίον της εν διαστάσει συζύγου του και της προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη και ότι της προκάλεσε τρόμο, απειλώντας την με βία, δηλαδή την απείλησε με τη φράση «εν να σε σφάξω»

 

Παρά την αρχική του απάντηση για μη παραδοχή των κατηγοριών, κατά την ημερομηνία ακρόασης της υπόθεσης, ο εφεσίβλητος άλλαξε την απάντησή του σε παραδοχή. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τα γεγονότα της υπόθεσης ως ιδιαιτέρως επιβαρυντικά για τον εφεσίβλητο. Ως εξήγησε, η επίθεση στην οποία ο εφεσίβλητος προέβη ήταν πολύ σοβαρής μορφής και αποτελούσε ευτύχημα ότι η βλάβη στο θύμα περιορίστηκε σε μώλωπες και εκδορές. Υπέδειξε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η επίθεση ήταν ιδιαιτέρως βίαιη, με χρήση μαχαιριού το οποίο ο εφεσίβλητος έθεσε στον λαιμό του θύματος. Ως προκύπτει από τα αναφερθέντα στο πρωτόδικο Δικαστήριο γεγονότα, ως τονίστηκαν από την ευπαίδευτη συνήγορο για τον εφεσείοντα, στο διάγραμμα αγόρευσής της, και δεν αμφισβητήθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο για τον εφεσίβλητο, το θύμα βρισκόταν στην αυλή της οικίας της όταν είχε έντονη συζήτηση για οικογενειακά θέματα με τον εφεσίβλητο. Ο εφεσίβλητος έριξε στο θύμα ένα κομμάτι ξύλο, φωνάζοντας της «εν να σε σφάξω». Το θύμα του το πέταξε πίσω και τότε ο εφεσίβλητος κατευθύνθηκε προς αυτήν, βγάζοντας από την τσέπη του ένα μικρό πτυσσόμενο μαχαίρι και προτάσσοντας το προς το μέρος της. Κινούμενη προς τα πίσω από φόβο, το θύμα σκόνταψε σε γεωργικό μηχάνημα και ο εφεσίβλητος προσπάθησε να την ακινητοποιήσει φέρνοντας το μαχαίρι στον λαιμό της. Το θύμα επιχείρησε να ξεφύγει και ο εφεσίβλητος την κυνήγησε ξανά, πιάνοντας την από το σβέρκο και προσπαθώντας να της πιάσει το τηλέφωνό της από το χέρι. Κατάφερε να ξεφύγει, εισερχόμενη στην κατοικία, από όπου και κάλεσε την αστυνομία.

 

Ανάλογης σοβαρότητας με επιθέσεις και απειλές ήταν και τα γεγονότα των δύο υποθέσεων που ζητήθηκε να ληφθούν υπ' όψιν για σκοπούς επιβολής ποινής στην παρούσα υπόθεση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε, επίσης, ότι ο εφεσίβλητος ήταν ηλικίας 58 ετών, γεωργοκτηνοτρόφος, λευκού ποινικού μητρώου και πατέρας τριών ενηλίκων παιδιών. Περαιτέρω, ότι σύμφωνα με τον συνήγορο του εφεσίβλητου, δεν υπήρχαν πλέον προστριβές με την πρώην σύζυγό του, ενώ πάντρεψαν τον υιό τους και ήταν σε αναμονή για τη γέννηση εγγονού τους. Μια εκ των θυγατέρων του εφεσίβλητου διέμενε μαζί του. Καταγράφεται, επίσης, ότι ο εφεσίβλητος εργάζεται σε φάρμα με τον υιό του και ότι υπεβλήθη σε θεραπευτική αγωγή αυτοελέγχου, με ύπαρξη βελτίωσης και σημαντικής συνεργασίας από πλευράς του εφεσίβλητου. Η απολογία του εφεσίβλητου καταγράφηκε, καθώς επίσης η θέση του ότι υπήρξε πρόκληση από μέρους του θύματος λόγω εξωσυζυγικής σχέσης που είχε.

 

Αφού ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής ανέλυσε τις νομολογιακές αρχές που αφορούν το θέμα της ποινής σε τέτοιες περιπτώσεις, συνυπολογίζοντας, ως ανέφερε, τη σοβαρότητα των αδικημάτων καθώς και τα συναφή αδικήματα δύο άλλων ποινικών υποθέσεων που λήφθηκαν υπ' όψιν στην υπό κρίση υπόθεση, μαζί με τους μετριαστικούς παράγοντες και προσωπικές συνθήκες του κατηγορούμενου, το λευκό του ποινικό μητρώο, την παραδοχή του και την ένταξή του σε πρόγραμμα αυτοελέγχου, αλλά και τον χρόνο που παρήλθε από τη διάπραξη των αδικημάτων (2017), έκρινε την επιβολή φυλάκισης ως την πρέπουσα ποινή. Επέβαλε, προς τούτο, ποινή φυλάκισης 14 μηνών στην κατηγορία της επίθεσης και 11 μηνών στην κατηγορία της απειλής, με τις δύο ποινές να συντρέχουν. Εξέτασε, παράλληλα, το ζήτημα της αναστολής των ποινών που επιβλήθηκαν και με αναφορά στη σχετική νομοθετική πρόνοια και τους παράγοντες που λαμβάνονται υπ' όψιν, ως καθορίστηκαν από τη νομολογία, κατέληξε υπέρ της αναστολής των ποινών φυλάκισης.

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας θεωρεί ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής και πως το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του εξουσία αναφορικά με την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης. Συναφώς, με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι οι επιβληθείσες ποινές είναι έκδηλα ανεπαρκείς, λαμβανομένων υπ' όψιν σωρευτικά της σοβαρότητας των αδικημάτων, των προβλεπόμενων από τον νόμο ποινών και της νομολογίας όπως έχει διαμορφωθεί, των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, καθώς και των δύο υποθέσεων που λήφθηκαν υπ' όψιν, της έξαρσης στη διάπραξη των συγκεκριμένων αδικημάτων, της ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικών ποινών, καθώς και της ανάγκης για γενική και ειδική πρόληψη και αποτροπή. Ο δεύτερος λόγος έφεσης αποδίδει στο πρωτόδικο Δικαστήριο σφάλμα στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας αναφορικά με την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, γιατί η εν λόγω αναστολή δεν δικαιολογείτο από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και των υποθέσεων που λήφθηκαν υπ' όψιν αλλά και των προσωπικών περιστατικών του εφεσίβλητου.

 

Αιτιολογικά, αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι δεν δόθηκε η δέουσα βαρύτητα στη σοβαρότητα των αδικημάτων, ως καθορίζεται από την προβλεπόμενη ποινή των πέντε ετών φυλάκισης για την πρώτη κατηγορία και τριών ετών φυλάκισης για την δεύτερη. Δεν λήφθηκε υπ' όψιν επαρκώς ότι εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας κρίνονται ακόμα πιο σοβαρά, με αποτέλεσμα οι επιβληθείσες ποινές να μην αντανακλούν τη σοβαρότητα των γεγονότων, παρά την αναφορά στην απόφαση ότι τα γεγονότα ήταν ιδιαίτερα επιβαρυντικά για τον εφεσίβλητο και η επίθεση εναντίον του θύματος πολύ σοβαρής μορφής και ιδιαίτερα βίαιη. Προβάλλεται, παράλληλα, η επαναλαμβανόμενη τέτοια συμπεριφορά από μέρους του εφεσίβλητου, η έξαρση που παρατηρείται σε αδικήματα τέτοιας φύσεως και η αναγκαιότητα εξυπηρέτησης, μέσω της τιμωρίας, της γενικής αποτροπής και του σωφρονισμού του αδικοπραγούντα. Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται η ανάλογη ως άνω ανάγκη για επαρκή τιμωρία, σωφρονισμό του αδικοπραγούντα και γενική αποτροπή, με την εισήγηση ότι οι ιδιαίτερες περιστάσεις του εφεσίβλητου, λανθασμένα θεωρήθηκαν ως ικανές να υπερφαλαγγίσουν τη σοβαρότητα των αδικημάτων.

 

Από την πλευρά του, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσίβλητο, με αναφορά σε νομολογία και στα περιστατικά της υπόθεσης, υπεραμύνθηκε της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, εισηγούμενος ότι η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.

 

Έχουμε εξετάσει καθετί σχετικό με την παρούσα έφεση, συμπεριλαμβανομένων των θέσεων της κάθε πλευράς, υπό το φως και της σχετικής νομολογίας.

 

Στην ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΜΥΛΩΝΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 65/2017, ημερομηνίας 14.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:B537, επαναλήφθηκαν  οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας προς επανακαθορισμό επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, ως τέθηκαν σε σχετικό απόσπασμα στην ΚΥΠΡΙΖΟΓΛΟΥ κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 53/2017 κ.ά., ημερομηνίας 15.12.2017:

 

«Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου επί επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, επαναλαμβάνονται στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 235/13 και 236/13, ημερομηνίας 5.10.2016, όπου λέχθηκαν τα εξής:

“Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2015  και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015), ECLI:CY:AD:2015:B779.”»

 

Είναι προφανής η σοβαρότητα των αδικημάτων για τα οποία επιβλήθηκε ποινή στον εφεσίβλητο. Όσον αφορά το αδίκημα της πρώτης κατηγορίας, καθόλα κατατοπιστικό είναι το κάτωθι απόσπασμα από την ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, (2001) 2 Α.Α.Δ. 272:

 

«Τα εγκλήματα βίας είναι εξ αντικειμένου σοβαρά και ανάλογη είναι η αντιμετώπιση των ενόχων τέτοιων αδικημάτων από τα δικαστήρια. Στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Τόκαλλου (2001) 2 Α.Α.Δ. 95, εκφράσαμε την αποδοκιμασία μας στη χρήση βίας εναντίον συνανθρώπων με τα πιο κάτω λόγια:

“Η χρήση βίας κατά των συνανθρώπων συνιστά αδίκημα ιδιάζουσας σοβαρότητας· πλήττει το θεμελιώδες δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου το οποίο κατοχυρώνει το άρθρο 7.1 του Συντάγματος και καταρρακώνει την αξιοπρέπειά του. Η ωμή χρήση βίας είτε ως μέσο επικράτησης είτε ως μέσο εκδίκησης είτε ως μέσο τιμωρίας δεν έχει θέση στην κοινωνία των ανθρώπων. Η εκδήλωσή της πρέπει να τιμωρείται με αυστηρότητα που επιβάλλει η σοβαρότητα του εγκλήματος και η ανάγκη για τη γενική καταστολή τέτοιας συμπεριφοράς.”

Η αύξηση που έχει παρατηρηθεί τα τελευταία χρόνια στα περιστατικά βίας που ασκείται από μέλος οικογένειας προς άλλο μέλος της ίδιας οικογένειας, κατέστησε αναγκαία την αντιμετώπιση του κοινωνικά απαράδεκτου αυτού φαινομένου με τη θέσπιση του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου (Ν. 47(1)/94 ‑ στο εξής «ο νόμος»). Οι αυστηρές ποινές που προβλέπει ο νόμος, καθιστούν τα εγκλήματα βίας στην οικογένεια ακόμα πιο σοβαρά από ανάλογα εγκλήματα εναντίον προσώπων που βρίσκονται εκτός του κύκλου της οικογένειας και τιμωρούνται από τον Ποινικό Κώδικα.

Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 3 του νόμου, οποιοσδήποτε ασκεί βία η οποία προκαλεί άμεσα πραγματική σωματική βλάβη σε οποιοδήποτε μέλος της οικογένειάς του, είναι ένοχος αδικήματος που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης πέντε χρόνων ή με χρηματική ποινή £3000 ή και με τις δυο ποινές· ενώ η διάπραξη επίθεσης μετά προκλήσεως πραγματικής σωματικής βλάβης, όταν το αδίκημα συντελείται έξω από το περιβάλλον της οικογένειας, τιμωρείται από τον Ποινικό Κώδικα με φυλάκιση τριών χρόνων. (Βλ. Άρθρο 243 Ποινικού Κώδικα Κεφ 154.)

Η διάκριση είναι εμφανής. Η αποδοκιμασία του κοινωνικού συνόλου προς τους ενόχους αδικημάτων βίας στην οικογένεια εκφράζεται μέσω της αυστηρότερης ποινής που προβλέπει ο νόμος ενώ, ταυτόχρονα επιδιώκεται, μέσω της ποινής, και η εξυπηρέτηση του σκοπού της αποτροπής.»

 

Είναι καλώς γνωστό ότι η διεργασία της εξατομίκευσης της ποινής στοχεύει, ως εξηγείται στην πιο πάνω υπόθεση, στην επιβολή δίκαιης ποινής, η οποία πρέπει να αρμόζει όχι μόνο στο έγκλημα αλλά και στο άτομο του συγκεκριμένου δράστη. Ως περαιτέρω εξηγείται «το καθήκον για εξατομίκευση της ποινής δεν πρέπει να οδηγεί είτε στην ουδετεροποίηση του νόμου είτε στην εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής».

 

Έχουμε την άποψη ότι, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά προσέγγισε το ζήτημα του είδους της ποινής που θα έπρεπε να επιβληθεί στον εφεσίβλητο, η κατάληξή του, ως προς το ύψος της επιβαλλόμενης ποινής, αντικειμενικά ιδωμένη, δεν είναι ανάλογη της σοβαρότητας των αδικημάτων, της έξαρσης της ενδοοικογενειακής βίας και της αναγκαιότητας για επιβολή αποτρεπτικών ποινών τόσο σε σχέση με τον αδικοπραγούντα όσο και σε σχέση με τρίτους. Έχουμε την άποψη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην κρίση του, προφανώς υπερβάλλοντας τη σημασία των προσωπικών περιστάσεων του εφεσίβλητου, ως προς το ύψος της ποινής που θα έπρεπε να επιβληθεί. Καθιστώντας, ως αποτέλεσμα, την παρέμβασή μας αναγκαία, αφού οι ποινές των 14 και 11 μηνών φυλάκισης, αντιστοίχως, που επιβλήθηκαν κρίνονται έκδηλα ανεπαρκείς.

 

Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, ως έχουν αναλυθεί ανωτέρω, κρίνουμε ότι οι επιβληθείσας ποινές θα πρέπει να αντικατασταθούν με ποινή φυλάκισης 2 ετών στην πρώτη κατηγορία και 18 μηνών στη δεύτερη κατηγορία.

 

Σε συνάρτηση με τον δεύτερο λόγο έφεσης και την αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι, σύμφωνα με το Άρθρο 3 (2) του περί της Υφ' Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιστάσεις Νόμου του 1972, Ν.95/1972, αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης διατάσσεται αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορούμενου (ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ v. ΤΖΙΑΟΥΧΑΡΗ, (2005) 2 Α.Α.Δ. 161).

 

Σύμφωνα με την ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ v. ΚΥΡΙΑΚΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ. 168/2016, ημερομηνίας 19.4.2018:

 

«Η απόφαση για αναστολή της ποινής ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στην απουσία δε οποιουδήποτε λάθους αρχής δεν δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου».

 

Ως εξηγείται στην ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΜΥΛΩΝΑΣ (ανωτέρω):

 

«Όπως αναλύεται το όλο ζήτημα στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930, 938‑939:

“Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων θα μπορούσε ή έπρεπε αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί το να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22). Η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες ‑ είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς ‑ οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.”

Το θέμα της αναστολής παραμένει πρωτίστως εντός της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Οι μετριαστικοί όμως παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της ποινής και του ύψους της δεν μπορούν να είναι ταυτόσημοι και να αποτελούν ταυτόχρονα και αιτιολογία για την αναστολή της ποινής φυλάκισης. Το σύνολο των περιστάσεων μαζί με τα προσωπικά περιστατικά του παραβάτη θα πρέπει να αναδύουν μία εικόνα που να δικαιολογεί την απόφαση για αναστολή. Όπως για παράδειγμα η απόφαση στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσάνθου Πολ. Έφεση Αρ. 137/2015, ημερομηνίας 23.6.2018, όπου μετά την ανατροπή της πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης, προσμέτρησαν ως ιδιαίτεροι παράγοντες για αναστολή της επιβληθείσας από το Εφετείο ποινής η μεγάλη πάροδος του χρόνου και η ύπαρξη νέων δεδομένων όπως ο αρραβώνας και ο προγραμματισμός γάμου και η απόκτηση παιδιού στο μεταξύ.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέστειλε την ποινή που επέβαλε, εξηγώντας ότι «εφόσον πρόκειται για πρόσωπο λευκού ποινικού μητρώου και με δεδομένο ότι έχει εκφράσει την απολογία του, έχει παρέλθει σημαντικό χρονικό διάστημα από τα συγκεκριμένα περιστατικά βίας και φαίνεται να αντιλαμβάνεται τις συνέπειες των πράξεων του και αναφέρθηκε ότι έχει ενταχθεί σε πρόγραμμα αυτοελέγχου. Επίσης ως αντιλαμβάνομαι με τη διακοπή της συμβίωσής του με την παραπονούμενη, αν και δεν έχουν αποκατασταθεί πλήρως οι σχέσεις τους, οι προσβολές και η επιθετική συμπεριφορά του κατηγορούμενου, δεν λαμβάνουν πλέον χώρα». Εξέδωσε, παράλληλα, διάταγμα επιτήρησης, επίσης για περίοδο τριών ετών από την ημερομηνία επιβολής του.

 

Δεν εντοπίζουμε σφάλμα αρχής στην πρωτόδικη κρίση. Όντως, το χρονικό διάστημα που είχε διαρρεύσει από την τέλεση των αδικημάτων μέχρι και την επιβολή ποινής, ακόμα και εκείνων των υποθέσεων που λήφθηκαν υπ' όψιν για σκοπούς επιβολής ποινής, ήταν πολύ μεγάλο (πέραν των 4 ετών). Επιπλέον, υπήρξε διαφοροποίηση των δεδομένων, ως τα κατέγραψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα οποία του επέτρεπαν να οδηγηθεί σε αναστολή της ποινής. Με δεδομένο ότι το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα έχει ακόμη περισσότερο σημαντικά αυξηθεί μέχρι σήμερα, αλλά και με δεδομένη την ως άνω παρέμβασή μας για αύξηση της επιβληθείσας ποινής, ώστε να αντικατοπτρίζεται η αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και να εξυπηρετείται το στοιχείο της αποτροπής, κρίνουμε ότι η αναστολή της ποινής, ως αποφασίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, αντικειμενικά ιδωμένη, δεν εκφεύγει των επιτρεπτών ορίων άσκησης της σχετικής διακριτικής ευχέρειας ώστε να δημιουργείτο σφάλμα αρχής. Κρίνουμε ότι η ανασταλείσα ποινή, ως διαμορφώνεται, θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων και θα εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας για αυτά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τόσο τα περιστατικά της υπόθεσης όσο τις ιδιαίτερες περιστάσεις του εφεσίβλητου.

 

Κατά συνέπεια, θεωρούμε ότι ο δεύτερος λόγος έφεσης θα πρέπει να αποτύχει και συνακόλουθα απορρίπτεται. 

 

Η έφεση επιτυγχάνει όσον αφορά τον πρώτο λόγο έφεσης. Η ποινή φυλάκισης των 14 μηνών στην πρώτη κατηγορία αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 2 ετών και η ποινή φυλάκισης 11 μηνών στην δεύτερη κατηγορία αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 18 μηνών.

 

Κατά τα λοιπά επικυρώνεται η πρωτόδικη απόφαση.

 

 

                                                          Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

                                                          ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.   

         

                                                          Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο