ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΧΡΥΣΟΠΟΛΙΤΙΣΣΑΣ ΠΟΛΕΩΣ ΧΡΥΣΟΧΟΥΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΠΑΦΟΥ ΚΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ v. ΑΦΡΟΥΛΛΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΜΥΡΙΑΝΘΟΥΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 347/2019, 22/9/2025
print
Τίτλος:
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΧΡΥΣΟΠΟΛΙΤΙΣΣΑΣ ΠΟΛΕΩΣ ΧΡΥΣΟΧΟΥΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΠΑΦΟΥ ΚΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ v. ΑΦΡΟΥΛΛΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΜΥΡΙΑΝΘΟΥΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 347/2019, 22/9/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 347/2019)

 

22 Σεπτεμβρίου, 2025

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΧΡΥΣΟΠΟΛΙΤΙΣΣΑΣ ΠΟΛΕΩΣ ΧΡΥΣΟΧΟΥΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΠΑΦΟΥ ΚΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ

Εφεσείουσα/Αιτήτρια

 

και

 

ΑΦΡΟΥΛΛΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΜΥΡΙΑΝΘΟΥΣ

Εφεσίβλητη/Καθ' ης η Αίτηση

---------------------------------

 

Παύλος Γ. Ευθυμίου για Παύλος Γ. Ευθυμίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα/Αιτήτρια

Έλενα Μυριάνθους, για την Εφεσίβλητη/Καθ' ης η Αίτηση

 

---------------------------------

[Η ακρόαση διεκπεραιώθηκε χωρίς την παρουσία δικηγόρων, κατόπιν σχετικής παράκλησης που διαβιβάστηκε δυνάμει του περί Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης Κανονισμού του 2021] 

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Κονή, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΟΝΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση αφορά απόφαση του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λεμεσού‑Πάφου, Τμήμα Δικαστηρίου Πάφου («το πρωτόδικο Δικαστήριο») ημερομηνίας 24.7.2019, με την οποία απέρριψε την Αίτηση αρ. Ε37/2015 με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης/καθ' ης η αίτηση και σε βάρος της εφεσείουσας/αιτήτριας.

 

Η υπόθεση αφορούσε το κατάστημα αριθμός 1 που βρισκόταν στο τεμάχιο με αριθμό εγγραφής [ ] δίπλα από την εκκλησία του [ ] στην Πόλη Χρυσοχούς («το Υποστατικό»).

 

Με την Αίτηση της ημερομηνίας 2.9.2015 («η Αίτηση») η εφεσείουσα αξίωνε την ανάκτηση της κατοχής του Υποστατικού πλέον €24.962,00 ως καθυστερημένα ενοίκια της περιόδου Ιουλίου 2011 - Ιουλίου 2015, πλέον €598,00 ως ενδιάμεσα οφέλη από 1.8.2015 μέχρι παράδοση ελεύθερης της κατοχής του Υποστατικού πλέον τόκους και έξοδα.

 

Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι ήταν η ιδιοκτήτρια ή και η δικαιούχος κατοχής του Υποστατικού το οποίο είχε εγερθεί πριν το έτος 1999. Το Υποστατικό το είχε ενοικιάσει στην εφεσίβλητη αρχικά δυνάμει ενοικιαστηρίου εγγράφου άγνωστης ημερομηνίας και ακολούθως με ενοικιαστήριο έγγραφο ημερομηνίας 18.2.2008 για περίοδο 15 ετών, ήτοι από 1.1.2008 μέχρι 31.12.2022. Το αρχικό ενοίκιο, το οποίο ήταν και το τρέχον ενοίκιο, συμφωνήθηκε στο ποσό των €598,00 μηνιαίως καταβλητέο στην αρχή εκάστου μηνός. Λόγω της μη πληρωμής των ενοικίων της περιόδου Ιουλίου 2011‑Ιουλίου 2015, ήτοι συνολικού ποσού €24.962,00, η εφεσείουσα με επιστολή του δικηγόρου της ημερομηνίας 2.7.2015, τερμάτισε την ενοικίαση και έδωσε προειδοποίηση 21 ημερών για την πληρωμή. Η εφεσίβλητη δεν ανταποκρίθηκε. Μετά τον τερματισμό η εφεσίβλητη διατήρησε την κατοχή του υποστατικού εξακολουθώντας να οφείλει ενοίκια και ενδιάμεσα οφέλη.

 

Η εφεσίβλητη στην Απάντηση της ήγειρε τρεις προδικαστικές ενστάσεις που σχετίζονται με τη νομιμοποίηση της εφεσείουσας και τη δικαιοδοσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Κατά τα λοιπά, παραδέκτηκε την ύπαρξη της ενοικίασης και το ύψος του τρέχοντος ενοικίου αλλά αρνείτο και απέρριπτε γενικώς τους υπόλοιπους ισχυρισμούς της εφεσείουσας δίχως όμως να προβάλλει οτιδήποτε συγκεκριμένο προς υπεράσπιση της.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία για την πλευρά της εφεσείουσας έδωσε μαρτυρία ο Μ.Α.1 ενώ για την πλευρά της εφεσίβλητης έδωσε μαρτυρία η ίδια.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του παραθέτει τη μαρτυρία τόσο του Μ.Α.1 όσο και της εφεσίβλητης, ενώ στη συνέχεια προχώρησε στον «Περιορισμό/Προσδιορισμό Επίδικων Θεμάτων» αναφέροντας τα ακόλουθα:

 

«Έχοντας διεξέλθει του περιεχομένου των δικογράφων και λαμβάνοντας υπόψιν την έγγραφη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου αλλά και τις αγορεύσεις, προχωρώ ακολούθως σε σύνοψη, περιορισμό και προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων.

 

Η υπερασπιστική γραμμή της Καθ' ης επικεντρώνεται ουσιαστικά στις προδικαστικές ενστάσεις που σχετίζονται με τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου και τη νομιμοποίηση των Αιτητών να προωθούν εναντίον της την παρούσα Αίτηση, ζητήματα για τα οποία θα αναφερθώ αναλυτικά στη συνέχεια. Κατά τα λοιπά, η Απάντηση της Καθ' ης αποτελεί μια γενική άρνηση δίχως να εγείρονται συγκεκριμένοι θετικοί ισχυρισμοί. Εφόσον λοιπόν προσπεραστούν τα εν λόγω προδικαστικά ζητήματα, το μοναδικό που απομένει να εξεταστεί είναι εάν οι Αιτητές έχουν αποδείξει την υπόθεσή τους εις βάρος της Καθ' ης.»

 

Εν συνεχεία το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.

 

Ο Μ.Α.1 άφησε καλή εντύπωση στο πρωτόδικο Δικαστήριο για τους λόγους που εξηγεί αναλυτικά. Δέχτηκε συνεπώς ότι μεταξύ των διαδίκων υπογράφηκε παλαιότερα μια συμφωνία για την ενοικίαση του Υποστατικού, η οποία έληξε και εν συνεχεία αναπροσαρμόστηκε δυνάμει του ενοικιαστηρίου ημερομηνίας 18.2.2008, Τεκμήριο 1, με το οποίο το ενοίκιο καθορίστηκε στα €598,00 μηνιαίως, ποσό το οποίο μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης συνιστούσε το τρέχον ενοίκιο. Δέχτηκε επίσης ότι εκ μέρους της ιδιοκτήτριας είχε αποσταλεί και επιδοθεί η επιστολή, Τεκμήριο 2, με βάση την οποία είχαν παρέλθει οι εκ του νόμου ελάχιστες προθεσμίες για την καταχώριση της Αίτησης. Ήταν επίσης αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι μέχρι και την εκδίκαση της υπόθεσης η εφεσίβλητη διατηρούσε την κατοχή και χρήση του υποστατικού.

 

Παρά τα πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε πλήρως τη μαρτυρία του Μ.Α.1 και συγκεκριμένα τις αναφορές του ως προς το συνολικό ύψος των οφειλόμενων ενοικίων, σε συνάρτηση με όσα παραδέκτηκε για τις πληρωμές που έγιναν έναντι των οφειλόμενων. Σημείωσε ότι ο μάρτυρας κατά την αντεξέταση του δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει με αμεσότητα και πειστικότητα το πώς ακριβώς υπολογίστηκαν τα διεκδικούμενα από την εφεσείουσα ποσά.

 

Όσον αφορά την εφεσίβλητη, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι δεν το είχε πείσει πλήρως με τη μαρτυρία της και για τους λόγους που αναλύει με λεπτομέρεια, αποδέχτηκε μόνο μέρος της μαρτυρίας της. 

 

Από τη μαρτυρία της αποδέχτηκε ότι η αρχική ενοικίαση ήταν από το έτος 1989 η οποία έληξε, ως επίσης ότι η ίδια έναντι των ενοικίων περί τον Ιούλιο του έτους 2015 όφειλε κάποια ενοίκια «τουλάχιστον πέριξ των €15.000», όπως η ίδια παραδέκτηκε και ότι κατά τον ίδιο χρόνο προέβη σε προφορικές παραστάσεις τόσο η ίδια όσο και μέσω της θυγατέρας της, η οποία είναι δικηγόρος, προς αμφισβήτηση της απαίτησης των αιτητών ύψους €24.962,00.

 

Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε το νομικό πλαίσιο το οποίο αφορούσε το εν λόγω ζήτημα στο οποίο περιλαμβάνονταν και οι προϋποθέσεις του Άρθρου 11(1)(α) του περί Ενοικιοστασίου Νόμου, Ν.23/1983 ως είχε τροποποιηθεί, το οποίο προνοούσε για την ανάκτηση κατοχής λόγω καθυστερημένων ενοικίων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι με βάση το Άρθρο 11(1)(α)[1] του Νόμου (ως ίσχυε τότε[2]) για να εκδοθεί διάταγμα ανάκτησης κατοχής λόγω καθυστερημένων ενοικίων σωρευτικά θα έπρεπε να:

 

(i) Υπάρχει καθυστέρηση στην πληρωμή του νομίμως οφειλόμενου ενοικίου,

(ii) Αποσταλεί προς τούτο σχετική γραπτή ειδοποίηση απαίτησης

(iii) Υφίσταται καθυστέρηση 21 τουλάχιστον ημερών του νομίμως οφειλόμενου ενοικίου από την επίδοση της εν λόγω απαίτησης και

(iv) Παρέλθουν περαιτέρω 14 μέρες από την επίδοση για ανάκτηση της κατοχής.

 

Εν συνεχεία το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην καταγραφή των συμπερασμάτων του υποδεικνύοντας τα ακόλουθα:

 

«Η Καθ΄ ης από το 1989 ενοικίαζε το επίδικο υποστατικό από τους Αιτητές, δυνάμει λήξασας γραπτής ή προφορικής συμφωνίας, άγνωστης ημερομηνίας. Ακολούθως, υπογράφηκε, ελευθέρα βούληση, η συμφωνία ενοικίασης του Υποστατικού που κατατέθηκε ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1 ημερομηνίας 18/02/2008 με την οποία αναπροσαρμόστηκαν τα μεταξύ των διαδίκων συμφωνηθέντα. Μέσω της εν λόγω συμφωνίας το αρχικό ενοίκιο συμφωνήθηκε στα €598 μηνιαίως, ποσό το οποίο μέχρι σήμερα συνιστά και το τρέχον ενοίκιο. Η εν λόγω συμφωνία δεν υπογράφεται από 2 μάρτυρες (οι συνέπειες της παράλειψης αυτής θα αναφερθούν σε μεταγενέστερο μέρος της παρούσας απόφασης). Η Καθ' ης καθυστερούσε και αμελούσε την πληρωμή του συμφωνηθέντος ενοικίου και εκ μέρους των Αιτητών έχει αποσταλεί και έχει επιδοθεί η επιστολή ημερομηνίας 02/07/2015 (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 2) η οποία επιδόθηκε προσωπικά στην Καθ' ης στις 23/07/2015. Η Καθ' ης δεν απάντησε στην εν λόγω επιστολή αλλά, όπως προέκυψε κατά τη διάρκεια της αντεξέτασής της επί του ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ 2, είχε προβεί σε κάποιες προφορικές παραστάσεις αμφισβητώντας όχι την ύπαρξη αλλά το ύψος της απαίτησης. Σε σχέση με την κατάσταση λογαριασμού (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 3) πέραν όσων παρουσιάζονται στο εν λόγω τεκμήριο, έχουν κατά καιρούς γίνει κάποιες πληρωμές, όμως η έκταση και η συχνότητα των οποίων δεν έχει διευκρινιστεί. Μέχρι σήμερα, η Καθ' ης συνεχίζει να κατέχει το επίδικο Υποστατικό.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στη συνέχεια και εξέτασε τις τρεις προδικαστικές ενστάσεις τις οποίες η πλευρά της εφεσίβλητης προέβαλε στην Απάντηση της τις οποίες τελικά, για τους λόγους που εξηγεί, τις απέρριψε. Η κρίση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν προσβάλλεται αφού δεν έχει καταχωρισθεί αντέφεση εκ μέρους της εφεσίβλητης. Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο δικαιολογούντο οι αιτούμενες θεραπείες. Όσον αφορά την αξίωση για διάταγμα ανάκτησης κατοχής, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Είναι δεδομένο ότι υφίστανται κάποιες καθυστερήσεις στην πληρωμή του νομίμως οφειλόμενου ενοικίου. Αδιαμφισβήτητο είναι και ότι έχει αποσταλεί η προς τούτο σχετική γραπτή ειδοποίηση απαίτησης και έχουν παρέλθει άπρακτες οι αναγκαίες προθεσμίες για πληρωμή. Η προειδοποιητική επιστολή που απεστάλη (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 2) είναι επαρκώς προσδιοριστική (δείτε: Μιχαήλ ν. ΒΑΒΕΛ ΜΠΟΥΤΙΚ ΛΤΔ κ.α. (2007) 1Α Α.Α.Δ 241 και ΝΑΤ JANGO FASHION LTD ν. Α.Κ.ΠΟΧΤΖΕΛΙΑΝ ανωτέρω) και υπερκαλύπτει τις απαιτήσεις του Νόμου για παροχή προειδοποίησης 21 ημερών, η οποία προθεσμία παρήλθε πριν να καταχωρηθεί η παρούσα Αίτηση. Συγκεκριμένα, η Αίτηση καταχωρήθηκε στις 02/09/2015, ενώ η επιστολή επιδόθηκε στις 23/07/2015. Συνεπώς,  εφόσον οι Αιτητές αποδείξουν την παράλειψη καταβολής συγκεκριμένων ενοικίων θα δικαιούνται σε διάταγμα ανάκτησης κατοχής του Υποστατικού, με βάση το άρθρο 11(1)(α) του Νόμου.»

 

Όσον αφορά την αξίωση για τα οφειλόμενα ενοίκια το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι η εφεσίβλητη στην Απάντηση της δεν αμφισβήτησε τις θέσεις της εφεσείουσας όσον αφορά το ύψος του ενοικίου, ούτε προέβαλε οποιαδήποτε υπεράσπιση ως προς την ουσιαστική απαίτηση ότι «δεν έχουν καταβληθεί ενοίκια από συγκεκριμένη περίοδο και εντεύθεν», ούτε υπήρχε ισχυρισμός περί μερικής πληρωμής των οφειλόμενων. Υπέδειξε επίσης ότι κατά την ακροαματική διαδικασία, η εφεσίβλητη σε πλήρη διάσταση με τα προαναφερόμενα επιχείρησε να ισχυριστεί και να παρουσιάσει έγγραφα για να αποδείξει ότι προέβη σε πληρωμές που δεν είχαν υπολογιστεί από την εφεσείουσα και ότι δεν της επετράπη να δώσει μαρτυρία προς αυτήν την κατεύθυνση καθότι τέτοιος ισχυρισμός δεν ήταν δικογραφημένος. Τόνισε όμως ότι αν και δικονομικά η εφεσίβλητη περιήλθε εξ ιδίας ευθύνης σε θέση που δεν μπορούσε να παρουσιάσει εκδοχή γεγονότων που δεν καλυπτόταν από την Απάντηση της, το γεγονός αυτό δεν καθιστούσε αυταπόδεικτους τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας περί των καθυστερήσεων στην πληρωμή των ενοικίων. Και τούτο διότι το βάρος απόδειξης γι' αυτό το θέμα ήταν εξαρχής και παρέμενε στους ώμους της εφεσείουσας η οποία έπρεπε να παρουσιάσει ικανοποιητική αποδεικτική μαρτυρία, παραπέμποντας στην C&F Orologas & Sons Ltd v. Μίτας,  (2015) 1(Α) Α.Α.Δ. 107.

 

Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο η κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 3, που παρουσίασε η πλευρά της εφεσείουσας δεν είχε αυτοδύναμη αποδεικτική αξία και ότι μια ενδεδειγμένη κατάσταση λογαριασμού για να είναι ικανοποιητική θα πρέπει κατ' αρχάς να είναι πλήρης, δηλαδή να αρχίζει από την έναρξη της συμβατικής σχέσης ή τουλάχιστον από σημείο όπου ο λογαριασμός παρουσιάζει μηδενικό υπόλοιπο και να παρουσιάζει ευκρινώς και αναλυτικά τις πιστώσεις και τις χρεώσεις σε συνδυασμό με το εκάστοτε υπόλοιπο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο μελετώντας το Τεκμήριο 3 δεν είχε ικανοποιηθεί ότι αυτό το έγγραφο μπορούσε να γίνει αποδεκτό αφού δεν αποτελούσε ασφαλές και πλήρες υπόβαθρο για να στηριχτεί η δική του κατάληξη ως προς το πραγματικά οφειλόμενο ποσό. Ανέφερε αναλυτικά τους ενδοιασμούς του σε σχέση με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 3, ενώ όσον αφορά την υποστηρικτική της εν λόγω κατάστασης λογαριασμού μαρτυρία, υπέδειξε ότι αυτή περιορίστηκε αποκλειστικά στα όσα ανέφερε ο μοναδικός μάρτυρας της εφεσείουσας, τη μαρτυρία του οποίου αξιολόγησε ως έκδηλα ανεπαρκή για να αποδείξει τους ισχυρισμούς της πλευράς της εφεσείουσας.

 

Υπέδειξε περαιτέρω ότι:

 

«(...) σε απαιτήσεις καθυστερημένων ενοικίων κατά κανόνα δεν εμφιλοχωρούν πολύπλοκες μαθηματικές πράξεις που σχετίζονται με συνυπολογισμούς κεφαλαιοποιήσεων επί κεφαλαίου, τόκων και άλλων εξόδων, όπως λόγου χάρη συμβαίνει με τις τραπεζικές υποθέσεις.

Εντούτοις, για να επιδικασθεί οποιοδήποτε ποσό θα πρέπει να αποδειχθούν τρείς (3) αναγκαίες παράμετροι οι οποίες αποτελούνται από το ύψος του πραγματικού μηναίου ενοικίου επί του διαστήματος των καθυστερήσεων, μείον των πληρωμών που έχουν γίνει.

 

Εν προκειμένω, οι δύο πρώτες παράμετροι υφίστανται. Το τελευταίο συμφωνηθέν ενοίκιο αποτελεί κοινό έδαφος ότι είναι το ποσό των €598 μηνιαίως. Το διάστημα των καθυστερήσεων, δεν αμφισβητείται ότι είναι από τον Ιούλιο του 2011 μέχρι και σήμερα. Όσον αφορά όμως τις πληρωμές που έχουν λάβει χώρα αυτή η προϋπόθεση δεν έχει ικανοποιηθεί, λαμβάνοντας υπόψιν τις παραδοχές του ίδιου του Μ. Α. 1 κατά την αντεξέτασή του.

Επεξηγώ.

...............................................................................................................

 

Ο μη προσδιορισμός των οφειλόμενων ενοικίων συμπαρασύρει για το αίτημα για ανάκτηση κατοχής, ως επίσης και τις αξιώσεις για επιδίκαση τόκων».

 

Συνεπεία των πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην απόρριψη της Αίτησης ως ανωτέρω αναφέρεται.

 

Η εφεσείουσα η οποία προφανώς δεν έμεινε ικανοποιημένη από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, την προσβάλλει με τρεις λόγους έφεσης.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε να απορρίψει την Αίτηση στη βάση του ότι δεν είχε αποδειχθεί το ακριβές ποσό των νόμιμα οφειλόμενων ενοικίων και ότι δεν συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις του Νόμου για να δοθεί η αιτούμενη με την Αίτηση θεραπεία. Υποστηρίζεται από πλευράς Εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε επαρκή μαρτυρία ότι η εφεσίβλητη όφειλε τουλάχιστον €15.000,00 αφού αυτό προέκυπτε από την ίδια την παραδοχή της εφεσίβλητης στο στάδιο της αντεξέτασης της και αποτελούσε εύρημα του ίδιου του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην απόφαση του. Υποστηρίζεται επίσης ότι η παραδοχή της εφεσίβλητης σε συνάρτηση με τις άλλες προϋποθέσεις και προαπαιτούμενα για τις ζητηθείσες θεραπείες, θα έπρεπε να οδηγήσει στην αποδοχή της Αίτησης, ως πληρούσας όλες τις προϋποθέσεις του νόμου και την έκδοση απόφασης εναντίον της εφεσίβλητης, με περιορισμό του ποσού που θα έπρεπε να επιδικαστεί ως νόμιμα οφειλόμενα ενοίκια.

 

Όπως γίνεται αντιληπτό, ο λόγος αυτός έφεσης αφορά την αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του και τα ευρήματα του.

 

Στην απόφαση μας Παπαλλής ν. Ζαχαρίου κ.ά., Πολ. Έφεση Αρ. 365/2018, ημερ. 29/3/2024 επαναλάβαμε τον νομολογιακό κανόνα ότι:    

 

«… το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας, η οποία αξιολόγηση αποτελεί τη συνισταμένη της κρίσης του Δικαστηρίου επί της ζώσας ενώπιόν του παρουσιασθείσας μαρτυρίας.»

 

Όπως έχει λεχθεί στις υποθέσεις Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:

 

«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. (Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).»

 

Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).

 

Περαιτέρω στην υπόθεση Ευσταθίου ν. Alpha Bank Ltd (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1682 η παράλειψη αξιολόγησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας του ίδιου του ενάγοντος (εφεσείοντα), την οποία αξιολόγησε παρεμφερώς και μόνο προς υποστήριξη του απορριπτικού σκεπτικού του, που είχε ήδη προαποφασιστεί, αποτέλεσε ένα από τους λόγους για επέμβαση του εφετείου το οποίο διέταξε επανεκδίκαση της αγωγής. Στην Αγρότου κ.α. ν. Αγρότου (2016) 1(Β) Α.Α.Δ. 1325 η πλημμέλεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει έγγραφη μαρτυρία που άγγιζε κύριες πτυχές των υπερασπιστικών θέσεων των εφεσειουσών, επίσης αποτέλεσε ένα από τους λόγους για επέμβαση του εφετείου και διατάχθηκε επανεκδίκαση.»

 

(Βλ. επίσης HERMES AIRPORTS LTD κ.ά. v. A. POLYCARPOU DEVELOPERS LTD, Πολ. Έφ. Αρ. 99/2018, ημερ. 19.6.2024 και Γεώργιος Διογένους & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. v. HURSKAYA, Πολ. Έφ. Αρ. 193/2023, ημερ. 16.10.2024).

 

Κρίνουμε ότι ο πιο πάνω λόγος έφεσης είναι βάσιμος και ότι η παρέμβαση μας είναι επιβεβλημένη.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπ' όψιν του τη σαφή παραδοχή της εφεσείουσας η οποία μάλιστα αποτέλεσε εύρημα του ότι περί τον Ιούλιο του 2015 όφειλε τουλάχιστον €15.000,00 ως ενοίκια. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Τάκης Ηλιάδης και Νικόλας Σάντης «Το Δίκαιο της Απόδειξης», Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές, έκδοση 2014, σελ. 274: «Οι παραδοχές διαχωρίζονται σε τυπικές ή επίσημες (formal) και άτυπες ή ανεπίσημες (informal). Η τυπική παραδοχή, περιλαμβάνεται στα δικόγραφα ή παίρνει τη μορφή δήλωσης ενώπιον του Δικαστηρίου για σκοπούς δικαστικής διαδικασίας και αποτελεί απόδειξη του γεγονότος που περιέχεται στη δήλωση έτσι που παύει πλέον να αποτελεί επίδικο θέμα και να χρειάζεται να αποδειχθεί με μαρτυρία (R v Coulson (1997) Crim LR 886)». Αναφέρεται επίσης στη σελίδα 279 ότι στις πολιτικές υποθέσεις μπορεί να γίνει παραδοχή για κάποιο γεγονός με διάφορους τρόπους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η παραδοχή αυτή της εφεσίβλητης, η οποία ήταν ενάντια στα συμφέροντα της, έγινε ελεύθερα, κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, δηλαδή ενώπιον του Δικαστηρίου και στην παρουσία των δικηγόρων της και θα έπρεπε να ληφθεί υπ' όψιν από το Δικαστήριο κατά την εξέταση του ζητήματος της αξίωσης για τα οφειλόμενα ενοίκια (βλ. Ζακακιώτης v. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 175, σύγγραμμα «Κυπριακό Δίκαιο της Απόδειξης» του Δρ. Χρίστου Φ. Κληρίδη, έκδοση 2018, σ. 41, 141, 144).

 

Από τη στιγμή επομένως που υπήρχε η πιο πάνω παραδοχή της εφεσίβλητης την οποία έκανε αποδεκτή το πρωτόδικο Δικαστήριο και το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι υπερκαλύπτονταν οι απαιτήσεις του Νόμου (δηλαδή του Άρθρου 11(1)(α)) για παροχή προειδοποίησης 21 ημερών, η οποία προθεσμία παρήλθε πριν να καταχωρηθεί η Αίτηση (σελ. 14 της πρωτόδικης απόφασης), θα έπρεπε να προχωρήσει στην έκδοση διατάγματος ανάκτησης κατοχής και της επιδίκασης του ποσού των €15.000,00 ως οφειλόμενα ενοίκια για την περίοδο Ιουλίου 2011 - Ιουλίου 2015, ως επίσης ενδιάμεσων κερδών από 1.8.2015 μέχρι παράδοσης της κατοχής του υποστατικού, ανεξάρτητα από την κατάληξη του όσον αφορά την κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 3.

 

Θα έπρεπε επίσης να προχωρήσει στην επιδίκαση τόκου προς 8%, αφού αναφέρεται στο Τεκμήριο 1 ότι: «Κάθε ποσό καθυστερημένου ενοικίου θα φέρει τόκο προς 8% ετήσια από την ημέρα που είναι πληρωτέο μέχρι την εξόφληση του.»

 

Με βάση τα πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.

 

Η κατάληξη μας όσον αφορά τον πρώτο λόγο έφεσης συμπαρασύρει και τον τρίτο λόγο έφεσης όπου προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι τα έξοδα της Αίτησης θα είναι εναντίον της εφεσείουσας.

 

Με βάση τα πιο πάνω ο τρίτος λόγος έφεσης επίσης επιτυγχάνει.

 

Η κατάληξη μας όσον αφορά τον πρώτο και τον τρίτο λόγο έφεσης καθιστά αχρείαστη την εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης όπου προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα επέτρεψε την αντεξέταση του Μ.Α.1 σε θέματα που δεν δικογραφήθηκαν με την Απάντηση της εφεσίβλητης και επέτρεψε την καταχώριση εγγράφου που δεν είχε δικογραφηθεί και δεν είχε αποκαλυφθεί.

 

Συνεπεία των πιο πάνω, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται όπως και η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα.

 

Εκδίδεται διάταγμα, υπέρ της εφεσείουσας και σε βάρος της εφεσίβλητης, έξωσης και ανάκτησης ελεύθερης της κατοχής του Υποστατικού λόγω νόμιμα οφειλομένων καθυστερημένων ενοικίων εντός 90 ημερών από την επίδοση του διατάγματος.

 

Περαιτέρω εκδίδεται απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης ως ακολούθως:

 

Α)   Για ποσό €15.000,00 που αντιπροσωπεύει καθυστερημένα ενοίκια ή και ενδιάμεσα κέρδη για την περίοδο Ιούλιου 2011 – Ιουλίου 2015 πλέον τόκους προς 8% από την 31.7.2015 μέχρι εξόφλησης,

Β)   Για ποσό €598,00 μηνιαίως ως ενδιάμεσα κέρδη ή και ως αποζημιώσεις από 1.8.2015 μέχρι παράδοσης της κατοχής του Υποστατικού πλέον τόκους προς 8% ετησίως μέχρι εξόφλησης επί κάθε ενοικίου ή και ενδιάμεσου κέρδους από την ημερομηνία που καθίσταται πληρωτέο, μέχρι εξόφλησης.

 

Τόσο τα πρωτόδικα έξοδα, ως θα υπολογιστούν από το Γραμματέα του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λεμεσού-Πάφου, Τμήμα Δικαστηρίου Πάφου και θα εγκριθούν από αρμόδιο Δικαστή του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λεμεσού-Πάφου, Τμήμα Δικαστηρίου Πάφου όσο και τα έξοδα της έφεσης €3.100,00 πλέον Φ.Π.Α., επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και σε βάρος της εφεσίβλητης.

 

 

 

 

                                                         ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

                                                          Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

 

                                                          ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.



[1]   11.-(1) Ουδεμία απόφασις και ουδέν διάταγμα εκδίδεται διά την ανάκτησιν της κατοχής οιασδήποτε κατοικίας ή καταστήματος, διά το οποίον ισχύει ο παρών Νόμος, ή διά την εκ τούτου έξωσιν θεσμίου ενοικιαστού, πλην των ακολούθων περιπτώσεων:

(α) Εις περίπτωσιν καθ’ ην οιονδήποτε νομίμως οφειλόμενον ενοίκιον καθυστερείται επί είκοσι μίαν ή περισσοτέρας ημέρας μετά την επίδοσιν εγγράφου ειδοποιήσεως απαιτήσεως εις τον ενοικιαστήν και δεν υπάρξει οιαδήποτε προσφορά τούτου προ της καταχωρίσεως αιτήσεως δι’ ανάκτησιν κατοχής:

Νοείται ότι ενοίκιον θα θεωρήται προσφερθέν δυνάμει της παραγράφου αυτής, εάν τούτο εστάλη διά συστημένης επιστολής εις το πρόσωπον το δικαιούμενον να εισπράξη τούτο:

Νοείται περαιτέρω ότι το Δικαστήριο δε διατάζει την ανάκτηση από τον ιδιοκτήτη της κατοχής, όταν ο ενοικιαστής πληρώσει μέσα σε περίοδο δεκατεσσάρων ημερών από την επίδοση σ’ αυτόν της αίτησης παν ποσό το οποίο οφείλεται ή δυνατό να καταστεί οφειλόμενο από αυτόν εκτός αν ο ενοικιαστής διαρκούσης της μισθώσεως δεν καταβάλλει συστηματικά το νομίμως οφειλόμενον.

 

[2]     Το άρθρο 11 τροποποιήθηκε με το Ν.3(I)/2020 με την αρίθμηση του κειμένου της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) σε υποπαράγραφο (i), με την αντικατάσταση της τελείας στο τέλος αυτής με άνω τελεία και με την προσθήκη, αμέσως μετά, δυο νέων υποπαραγράφων (ii) και (iii).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο