ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ v. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 381/2019, 8/9/2025
print
Τίτλος:
ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ v. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 381/2019, 8/9/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 381/2019)

 

8 Σεπτεμβρίου 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ,  Δ/στες]

 

ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Εφεσείων

v.

 

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,

Εφεσίβλητου

 

Ε. Πουλλά - Μακαρούνα για Εφεσείοντα

Λ. Μαυρίκιος με Ε. Μαυρικίου (κα) για Λουκά Μαυρίκιο, Νάταλη Νικόλα και Ευανθία Μαυρικίου για Εφεσίβλητο

 

------------------------

 

 ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.

 

----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Διαδικασία, η οποία αρχικά αφορούσε την οριοθέτηση τεμαχίου του εφεσείοντα, οδηγήθηκε σε εξέταση συνοριακής διαφοράς με το γειτνιάζον τεμάχιο του εφεσίβλητου. Η απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου δεν άφησε ικανοποιημένο τον εφεσείοντα, ο οποίος, με διαδικασία Αίτησης‑Έφεσης, αναζήτησε, από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, την ανατροπή της.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε καταδειχθεί, με οποιονδήποτε τρόπο, λάθος στη χωρομετρική εργασία που διεξήχθη κατά την επίλυση της συνοριακής διαφοράς, ούτε ο Διευθυντής άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια. Κρίνοντας, συναφώς, ότι ο αιτητής δεν απέσεισε το βάρος να αποδείξει το εσφαλμένο της απόφασης του Διευθυντή, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Αίτηση‑Έφεση του εφεσείοντα, επιδικάζοντας εναντίον του τα έξοδα της διαδικασίας.

 

Η πρωτόδικη κρίση προσβάλλεται στη βάση τεσσάρων λόγων έφεσης. Ο πρώτος λόγος έφεσης αποδίδει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι λανθασμένα προέβη στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα και του μάρτυρα του, καθώς επίσης των μαρτύρων του εφεσίβλητου και των τεκμηρίων που κατέθεσαν. Η αξιολόγηση, εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, αντιστρατεύεται την κοινή λογική και τις επιστημονικές γνώσεις και διαδικασίες και τα ευρήματα δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία στο σύνολο της ή από τα ίδια τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ενώ τα ευρήματα του, ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων, δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτά, πλήττοντας το θεμέλιο της διαδικασίας. Ο δεύτερος λόγος έφεσης αποδίδει σφάλμα στο πρωτόδικο Δικαστήριο, στην αναφορά του ότι «ο Αιτητής/Εφεσείοντας δεν έχει επιτύχει να αποδείξει το εσφαλμένο της Απόφασης του Διευθυντή, και όχι ο Διευθυντής να αποδείξει την ορθότητα της δικής του απόφασης, εν τούτοις ο αιτητής απέτυχε να αποσείσει το βάρος αυτό, για τους λόγους που έχω εξηγήσει ανωτέρω». Ο τρίτος λόγος έφεσης προβάλλει ότι εσφαλμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, χρησιμοποιεί νομολογία η οποία δεν δύναται να εφαρμοστεί στην παρούσα υπόθεση με τα δεδομένα που την περιβάλλουν, ενώ, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, αποδίδεται, στο πρωτόδικο Δικαστήριο, σφάλμα στην καταδίκη του εφεσείοντα στα έξοδα της διαδικασίας ως αποτέλεσμα μη άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας δικαστικά, ενόψει των περιστατικών της υπόθεσης.

 

Έχουμε μελετήσει διεξοδικά κάθε τι σχετικό με την παρούσα έφεση και τα όσα εγείρονται από την πλευρά του εφεσείοντα, καθώς επίσης τα όσα προβάλλονται από πλευράς εφεσιβλήτου, ο οποίος υπεραμύνεται της πρωτόδικης απόφασης.

 

Θα μας απασχολήσει πρώτα ο πρώτος λόγος έφεσης, ο οποίος αφορά την, από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του.

 

Είναι χρήσιμο να τεθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα «ότι το ιστορικό της παρούσας υπόθεσης έχει ως αυτό καταγράφεται από τον Διευθυντή στην αιτιολογημένη απόφαση του. Η αιτήτρια προέβη σε καταχώρηση αίτησης για οριοθέτηση του τεμαχίου της με αρ. 635 και προς τούτο διορίστηκε ιδιώτης τοπογράφος που ενεργεί εκ μέρους του Διευθυντή., Ο Οδυσσέως διαπίστωσε κατά την εργασία του συνοριακή διαφορά και συγκεκριμένα επέμβαση εντός του ακινήτου 635 από τον ιδιοκτήτη του τεμαχίου 633. Προς τούτο επέστρεψε τον φάκελο με σχετική σημείωση και ο φάκελος μετατράπηκε σε συνοριακή διαφορά. Προς επίλυση της ο Κυριάκος Τρύφωνος διεξήγαγε εργασία η οποία συμφωνούσε με τον Οδυσσέως και η οποία όμως κατά τον έλεγχο της κρίθηκε λανθασμένη. Ενόψει της διατύπωσης παραπόνων και της υποβολής καταγγελιών αναφορικά με την αμεροληψία των λειτουργών του Κτηματολογίου Πάφου από την τότε ιδιοκτήτρια μητέρα του αιτητή, διατάχθηκε όπως την χωρομετρική εργασία επανεξέτασης της συνοριακής διαφοράς εκτελέσει κλιμάκιο από τη Λευκωσία.  Κατά την επανεξέταση πέραν της προσπάθειας κατάληξης σε φιλική διευθέτηση με σχετική αναπροσαρμογή συνόρων η οποία και απέτυχε ενόψει της μη υπογραφής από την εφεσίβλητη, διεξήχθη χωρομετρική εργασία με κύριο λειτουργό τον Γεωργιάδη, η οποία αφού ελέγχθηκε από το σχεδιαστήριο κρίθηκε ορθή.»

 

          Ως μαρτυρία εμπειρογνωμόνων, δόθηκε και εξετάστηκε αυτή των ως άνω αναφερόμενων Οδυσσέως, εκ μέρους του εφεσείοντα, και Γεωργιάδη, εκ μέρους του εφεσίβλητου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην πολυσέλιδη απόφασή του, κατέγραψε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του με λεπτομέρεια και ανέλυσε, επίσης με λεπτομέρεια, αλλά και επάρκεια τις νομολογιακές αρχές που αφορούν τα θέματα που είχε να εξετάσει. Προς επίλυση δε των επιδίκων θεμάτων, προέβη σε εμπεριστατωμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας, εξηγώντας, με λεπτομέρεια την κρίση του.

 

 Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε, ως είναι καλώς γνωστό, ότι, κατά πάγια νομολογία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και να εξετάσει τη μαρτυρία ενώπιον του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα.  Επέμβαση στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογείται όταν αυτά αντιστρατεύονται τη λογική ή έρχονται σε σύγκρουση με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία ή η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική, ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων (Γιάλλουρος v. Ψύλλου (2009) 1 ΑΑΔ 1552, Μάρκαρη v. Παρασκευά (2012) 1(Β) ΑΑΔ 1493, Μιχαήλ v. Λαπίθη κ.ά., ECLI:CY:AD:2018:A13, Πολιτική Έφεση 336/2011, ημερομηνίας 12.01.2018), ECLI:CY:AD:2018:A13.

 

Έχουμε ανατρέξει στα όσα αναφέρονται σχετικά στον υπό κρίση λόγο έφεσης. Έχουμε ανατρέξει, περαιτέρω στα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, περιλαμβανομένης και της αντεξέτασης των μαρτύρων. Δεν θεωρούμε ότι υφίσταται οποιοδήποτε σφάλμα ή υπέρβαση από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου από το τι το ενώπιον του μαρτυρικό υλικό του επέτρεπε να διαπιστώσει. Η κρίση του είναι καθ’ όλα εντός των επιτρεπτών ορίων, ώστε να μην δικαιολογείται οποιαδήποτε παρέμβαση μας. Ούτε εντοπίζεται σφάλμα στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Με περιεκτικό τρόπο παρέθεσε τις σκέψεις του με βάση τις οποίες είναι προφανής ο τρόπος που αξιολογήθηκε η μαρτυρία και τι το Δικαστήριο αποδέκτηκε. Επί του προκειμένου, υποδεικνύεται ότι δεν υφίσταται φορμαλιστικός τρόπος συγγραφής του συγκεκριμένου μέρους της απόφασης, ενώ δεν θεωρούμε ότι υφίσταται, στην πρωτόδικη απόφαση, οποιοδήποτε κενό ως συνέπεια του τρόπου που το πρωτόδικο Δικαστήριο χειρίστηκε το θέμα. Άλλωστε, ως αναφέρθηκε στην ΖΕΡΒΟΣ ν. HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LTD, (2013) 1 ΑΑΔ 2357:

 

«Προδιαγραμμένη δομή δικαστικής απόφασης, δεν υπάρχει, ούτε και συγκεκριμένος τρόπος συγγραφής της. Η συγγραφή της δικαστικής απόφασης είναι ζήτημα το οποίο επαφίεται στην κρίση του Δικαστή (Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98 και Σωκράτους ν. Gruppo Editoriale Febbri – Bompiani (1997) 1 Α.Α.Δ. 1204). Δεν είναι απαραίτητη η χρήση των όρων «αξιοπιστία» και «ευρήματα» (Γενικός Εισαγγελέας ν. Μαλιώτης (Αρ. 2) (1998) 2 Α.Α.Δ. 167), ούτε και επιβάλλεται η επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας ή η αναφορά σε κάθε πτυχή της, ενώ αχρείαστες λεπτομέρειες και επαναλήψεις πρέπει να αποφεύγονται (Πολάτογλου ν. Μασούρα (2004) 1 Α.Α.Δ. 150).Η ανάλυση της μαρτυρίας πρέπει να εστιάζεται σε εκείνα τα θέματα που έχουν άμεση σχέση με τα επίδικα θέματα, τα οποία πρέπει να προσδιορίζονται στις σωστές τους διαστάσεις και να επιλύονται πάνω σε αιτιολογημένη βάση (Κρητικού ν. Π. Γ. Παυλίδης Enterprises Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 969). Το τι βέβαια αποτελεί δέουσα αιτιολογία, εξαρτάται από τα περιστατικά και τη φύση της υπόθεσης.»

 

          Ασχολήθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, με όλα τα θέματα τα οποία είχαν τεθεί κατά τη διαδικασία. Ασχολήθηκε με τη λανθασμένη αναφορά σε λειτουργό ο οποίος συμφώνησε με τον μάρτυρα του εφεσείοντα, αποδεχόμενο ότι υπήρξε τέτοια μαρτυρία και γεγονός, και ασχολήθηκε, επίσης,  με το θέμα της κατ’ ισχυρισμόν μεροληψίας των λειτουργών του Κτηματολογίου προς όφελος του εφεσίβλητου, για να εξηγήσει, αφενός, την επίδραση τέτοιου ισχυρισμού στην υπόθεση και, αφετέρου, ότι αν η βάση αμφισβήτησης είναι δόλος, τότε θα πρέπει να ακολουθηθεί άλλη διαδικασία. Είναι καθ’ όλα επιτρεπτή η επί τούτων πρωτόδικη κρίση. Εντός του ορθού πλαισίου είναι και η αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων που διεξήγαγαν χωρομετρική εργασία, οι οποίοι, άλλωστε, θα καθόριζαν και το αποτέλεσμα της υπόθεσης. Δεν εντοπίζουμε σφάλμα στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε και αποφάσισε το θέμα της αξιοπιστίας και αποδοχής της σχετικής μαρτυρίας. Άλλωστε, ακόμη και επί του εγειρόμενου, από την πλευρά του εφεσείοντα, στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης, σημείου σε σχέση με τις μετρήσεις του Τεκμηρίου Ε στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση του Γεωργιάδη και τις μετρήσεις του διαχωρισμού που είχε γίνει το 1987, δεν εντοπίζουμε, κατά την αντεξέταση του μάρτυρα, να είχαν τεθεί συγκεκριμένα τέτοια θέματα κατά ανάλογο τρόπο.

 

          Έκρινε, συναφώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι «ο Γεωργιάδης δεν αρκέστηκε απλά στο να καταθέσει το Τεκμήριο Ε ήτοι το σχέδιο με τις μετρήσεις του αλλά επεξήγησε αυτό με αναφορά στην επί τόπου κατάσταση, σε σταθερά σημεία όπως ο βόρειος δρόμος από το 1963, σε ορθοφωτοχάρτες αλλά και στις μετρήσεις του φακέλου του διαχωρισμού και αναπροσαρμογής συνόρων Α231/87. Δεν θεωρώ ότι στο σύνολο της η μαρτυρία του Γεωργιάδη είναι ελλιπής και ανεπαρκής. Αντίθετα θεωρώ ότι επεξήγησε με σαφήνεια την πρακτική που ακολούθησε κατά την χωρομετρική του εργασία, τα στοιχεία που έλαβε υπόψη όπως την επί τόπου κατάσταση αναφέροντας παράλληλα και την εμπειρία του η οποία και δεν αμφισβητήθηκε. Επιπλέον σημειώνω ότι επεξήγησε και γιατί προκύπτει διαφορά με την εργασία του Οδυσσέως ο οποίος δεν εφάρμοσε ως προκύπτει επακριβώς τις μετρήσεις του 87 αλλά και το ότι οι διαφορές αυτές των 2 εργασιών δεν είναι εμφανής επί του σχεδίου στην κλίμακα αυτή. …………

Προκύπτει από το σύνολο της μαρτυρίας ενώπιον μου ότι αμφότεροι οι εμπειρογνώμονες χρησιμοποίησαν κοινά στοιχεία και μέθοδο για τις εργασίες τους με αναφορά κατά κύριο λόγο στο εν χρήσει σχέδιο και στον φάκελο του 87 με τον οποίο επήλθαν αναπροσαρμογές συνόρων σε σύνολο τεμαχίων περιλαμβανομένων και των επίδικων αλλά και με αναφορά στην επί τόπου κατάσταση. Ο μεν Οδυσσέως χρησιμοποίησε και εφάρμοσε τις μετρήσεις του 87 διαφοροποιημένες από 70 εκατοστά μέχρι και 2 και πλέον μέτρα ενώ για τις αλλαγές αυτές δεν έδωσε σαφείς και επαρκείς εξηγήσεις, ο δε Γεωργιάδης εφάρμοσε επακριβώς τις μετρήσεις αυτές λαμβανόταν υπόψη την  επί τόπου κατάσταση με αναφορά σε ορθοφωτοχάρτες από το 1963 επεξηγώντας τους όχτους και χρησιμοποιώντας σταθερά σημεία όπως το δρόμο βόρεια των τεμαχίων.

Καταλήγω ενόψει της ανωτέρω αξιολόγησης ότι από την μια ο αιτητής που έχει το βάρος απόδειξης του λανθασμένου της απόφασης δεν κατάφερε να παρουσιάσει τέτοια μαρτυρία ικανή να πείσει περί της θέσης του ενώ από την άλλη ο καθ’ ού η αίτηση παρουσίασε την μαρτυρία του Γεωργιάδη η οποία θεωρώ και κρίνω ότι ήταν εμπεριστατωμένη, επαρκής και αποδίδει στην επίδικη απόφαση την απαραίτητη αιτιολόγηση. Εναπόκειται στον αιτητή να παρουσιάσει μαρτυρία περί χωρομετρικής εργασίας που να καταδεικνύει ότι η απόφαση του Διευθυντή περιέχει σφάλμα. Εν προκειμένω τέτοια μαρτυρία ελλείπει.»

 

Κρίνουμε ότι δεν υφίσταται πεδίο επέμβασης μας στην πρωτόδικη κρίση και, κατά συνέπεια, αβάσιμο κρίνουμε τον πρώτο λόγο έφεσης, τον οποίο και απορρίπτουμε.

 

Καθίσταται προφανές ότι τα ως άνω απαντούν και συμπαρασύρουν και του υπόλοιπους τρεις λόγους έφεσης επί της ουσίας τους. Θα πρέπει, όμως να λεχθεί ότι οι λόγοι έφεσης 2, 3 και 4, από μόνοι τους, προβάλλουν προβληματικοί, αφού δεν μπορεί να διαπιστωθεί που βασίζονται. Αφενός, ο δεύτερος λόγος έφεσης προσβάλλει συγκεκριμένη πρωτόδικη κρίση ως εσφαλμένη, χωρίς να αιτιολογείται ως προς τους λόγους για τους οποίους είναι εσφαλμένη. Η αναφορά στην παράγραφο 2.5 των λεπτομερειών του δεύτερου λόγου έφεσης, σαφώς δεν δύναται να αποτελεί αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, ως τίθεται. Κατά τα λοιπά, ουσιαστικά χαρακτηρίζονται εσφαλμένα διάφορα αποσπάσματα από την πρωτόδικη απόφαση, χωρίς να τίθεται το γιατί να ισχύει κάτι τέτοιο.

 

Οι δε τρίτος και τέταρτος λόγοι έφεσης, απλώς αιτιολογούνται με το ίδιο λεκτικό του συγκεκριμένου λόγου έφεσης. Είναι καλώς γνωστό ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, τα συστατικά στοιχεία των λόγων έφεσης αποτελούνται από τον προσδιορισμό του σφάλματος και τους λόγους που στοιχειοθετούν το σφάλμα αυτό. Χωρίς το ένα ή το άλλο, ο λόγος έφεσης είναι ατελής (ΚΡΑΣΙΑΣ ν. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 448/2019, ημερομηνίας 3.9.2025, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, (1998) 3 ΑΑΔ 112, ΣΑΜΟΥΡΙΔΗΣ ν. INZEYANNIS, Πολιτική έφεση Αρ. 326/2014, ημερομηνίας 18.3.2022), ECLI:CY:AD:2022:A133.

 

Είναι προφανές ότι οι λόγοι έφεσης αυτοί πάσχουν και θα πρέπει να απορριφθούν, αν και, επαναλαμβάνουμε, επί του τι προβάλλουν επί της ουσίας, συμπαρασύρονται από τον πρώτο λόγο έφεσης.

 

Συνακόλουθα των ως άνω, η έφεση αποτυγχάνει στο σύνολο της και απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

Επιδικάζονται υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα €2.400.- πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, ως έξοδα της παρούσας έφεσης.

 

 

 

 

 

                                                                             Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.  

 

 

 

                                                                             Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.  

 

 

 

         Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο