SPRINGFAIR LTD κ.α. v. SKY CAC LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ.: 4/2019, 11/9/2025
print
Τίτλος:
SPRINGFAIR LTD κ.α. v. SKY CAC LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ.: 4/2019, 11/9/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 4/2019)

 

11 Σεπτεμβρίου 2025

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

                                        1. SPRINGFAIR LTD

  2. ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΡΓΥΡΟΥ

                                        3. ΕΛΕΝΗ ΑΡΓΥΡΟΥ

                                        4. ΣΤΕΛΙΟΣ ΑΡΓΥΡΟΥ

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι

 

‑και‑

 

SKY CAC LIMITED

Εφεσίβλητη/Ενάγουσα

-----------------------------------

 

Χρ. Χριστοφόρου για Χρίστος Χριστοφόρου Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντες.

Χ. Γαλανός για Χ. Γαλανός Δ.Ε.Π.Ε. και Επαμεινώνδας Κορακίδης Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητη.

 

-----------------------------------

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.:   Η απόφασή μας είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Κονή, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

 

ΚΟΝΗΣ, Δ.: Τη 14.12.12 η Emporiki BankCyprus Limited καταχώρισε αγωγή εναντίον των εφεσειόντων/εναγομένων ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού αξιώνοντας από αυτούς: (α) το ποσό των €491.147,03 πλέον τόκους προς 16% ετησίως επί του ποσού των €461.414,25 από 30.6.2012, του τόκου κεφαλαιοποιημένου δύο φορές ετησίως την 30.6 και 31.12 εκάστου έτους, και (β) το ποσό των €504.646,95 πλέον τόκους προς 16% ετησίως επί του ποσού των €474.096,92 από 30.6.2012, του τόκου κεφαλαιοποιημένου δύο φορές ετησίως την 30.6 και 31.12 εκάστου έτους.

 

Με δήλωση των δικηγόρων της κατά την τελική τους αγόρευση η ενάγουσα τράπεζα περιόρισε την αξίωση ώστε ο διεκδικούμενος από 25.11.2013 τόκος να υπολογίζεται με επιτόκιο 10,75%, απότοκο της μαρτυρίας που δόθηκε ότι με δημοσίευση στον τύπο την 4.11.2013 η τράπεζα μείωσε το επιτόκιο υπερημερίας σε όλες τις κατηγορίες χορηγήσεων σε 1,75%.

 

 Η εφεσείουσα 1 εταιρεία ενάγετο ως η πρωτοφειλέτιδα δυνάμει δύο συμφωνιών ημερομηνίας 17.7.2009 για την παροχή δανείου ύψους €400.000,00 και διευκολύνσεων σε τρεχούμενο λογαριασμό υπερανάληψης με όριο €300.000,00. Οι εφεσείοντες 2, 3 και 4 ενάγονταν ως εγγυητές των υποχρεώσεων της εφεσείουσας 1 για ποσό €900.000,00 πλέον τόκων και εξόδων. Αντισυμβαλλόμενη των εφεσειόντων ήταν η Emporiki BankCyprus Limited («η Emporiki») η οποία την 13.3.2015 συγχωνεύθηκε με την Alpha Bank Cyprus Limited («η Alpha») στην οποία μεταβιβάστηκαν, εκχωρήθηκαν και από την οποία απορροφήθηκαν οι εργασίες, υποχρεώσεις και τα δικαιώματα της.

 

 Οι υποχρεώσεις της εφεσείουσας 1 εξασφαλίζονταν και με τρεις υποθήκες. Η Υ8876/08 και η Υ5442/09 αμφότερες του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού, για τα ποσά των €700.000,00 και €450.000,00 αντίστοιχα δηλώθηκαν από τον εφεσείοντα 4 ο οποίος παραχώρησε προς την τράπεζα ανέκκλητα πληρεξούσια έγγραφα ημερομηνίας 1.8.2008 και 17.7.2009 αντίστοιχα, εξουσιοδοτώντας την τράπεζα να πωλήσει τα ενυπόθηκα ακίνητα. Η Υ5445/09 του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού για το ποσό των €80.000,00 δηλώθηκε από την εφεσείουσα 3 η οποία επίσης παραχώρησε προς την τράπεζα ανέκκλητο πληρεξούσιο έγγραφο ημερομηνίας 17.7.2009, εξουσιοδοτώντας την τράπεζα να πωλήσει το ενυπόθηκο ακίνητο. Ανοίχτηκε ο τρεχούμενος λογαριασμός υπερανάληψης αρ. [  ] και ο λογαριασμός δανείου αρ. [  ].  Σύμφωνα πάντα με την Έκθεση Απαίτησης η εφεσείουσα 1 δεν αποπλήρωνε κανονικά τις δόσεις του δανείου της, ενώ ο τρεχούμενος της λογαριασμός παρουσίαζε υπέρβαση. Συνεπεία των πιο πάνω, η τράπεζα με επιστολές της κάλεσε τους εφεσείοντες να αποπληρώσουν τις καθυστερημένες δόσεις του δανείου και να τακτοποιήσουν την υπέρβαση τρεχούμενου λογαριασμού πλέον τόκους εντός 10 ημερών προειδοποιώντας ότι, μετά την ταχθείσα προθεσμία, αμφότεροι οι λογαριασμοί θα επιβαρύνονταν με επιπρόσθετο επιτόκιο 7%, στο σύνολο 15,5%. Η εφεσείουσα 1 δεν συμμορφώθηκε και η τράπεζα με επιστολές της τερμάτισε τη λειτουργία τόσο του τρεχούμενου λογαριασμού όσο και του λογαριασμού δανείου, καλώντας την όπως μέσα σε 15 μέρες εξοφλήσει τα χρεωστικά υπόλοιπα που αναφέρονται σε αυτές πλέον τόκους, αναφέροντας ότι αμφότεροι λογαριασμοί θα επιβαρύνονταν με επιτόκιο 16% μέχρι την εξόφλησή τους.

 

Πέραν των πιο πάνω ποσών, αξιώνονταν διατάγματα για την εκποίηση των ενυπόθηκων ακινήτων και διατάγματα αναγνωριστικά της ισχύος και των εξουσιών που αναφέρονται στα προαναφερθέντα ανέκκλητα πληρεξούσια έγγραφα.

 

 Στην υπεράσπισή τους οι εφεσείοντες αρνήθηκαν όλους τους ουσιαστικούς ισχυρισμούς της αξίωσης. Θέση προέβαλαν οι εφεσείοντες 3 και 4 μόνο σε σχέση με τους ισχυρισμούς που αφορούσαν τις προσωπικές τους εγγυήσεις, ισχυριζόμενοι ότι η υπογραφή τους επί του εγγυητηρίου εγγράφου εξασφαλίστηκε παράνομα και κατόπιν απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων και ψευδών παραστάσεων από την τράπεζα προς τους ίδιους και δόλου. Η τράπεζα τους απέκρυψε την τραγική κατάσταση στην οποία βρισκόταν η εφεσείουσα 1 και δεν τους αποκάλυψε την αδυναμία της να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις της. Δεν θα εγγυόνταν την εφεσείουσα 1 χωρίς τις παραστάσεις αυτές. Σε σχέση με το πληρεξούσιο ημερομηνίας 1.8.2008 που υπέγραψε ο Εφεσείων 4 και την υποθήκη που δήλωσε, προβαλλόταν η θέση ότι ήταν άκυρα και ανεφάρμοστα και πως η υποθήκη δεν συνήδε και δεν συμμορφωνόταν με τη νομοθεσία. Ανταπαιτούσαν δήλωση ή διάταγμα ότι οι εγγυήσεις των εφεσειόντων 3 και 4 ήταν άκυρες ή όπως ακυρωθούν και περαιτέρω δήλωση ότι οι επίδικες υποθήκες ήταν άκυρες και διάταγμα για την ακύρωση και την εξάλειψή τους.

 

    Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Ε. Δ. Λεμεσού («το πρωτόδικο Δικαστήριο») η πλευρά της τράπεζας παρουσίασε τρεις μάρτυρες, τον Μ.Ε.1 (Σ. Άδωνη), λειτουργό στο Τμήμα Παρακολούθησης Ρυθμίσεων και Δικαστικών Υποθέσεων της Alpha, τον Μ.Ε.2 (Ν. Μακρή), που εργαζόταν από την 1.9.2008 μέχρι και τον Μάρτιο του 2015 ως λειτουργός εξυπηρέτησης πελατών στο τμήμα «Corporate» στην Emporiki  και εν συνεχεία στην Alpha και τη Μ.Ε.3, η οποία εργαζόταν από το 2002 μέχρι και τον Μάρτιο του 2015 στην Emporiki και εν συνεχεία στην Alpha. Η πλευρά των εφεσειόντων κάλεσε ως μάρτυρες τους εφεσείοντες 3 και 4. Ο εφεσείοντας 2, σύζυγος της εφεσείουσας 3 και πατέρας του εφεσείοντα 4 και διευθυντής της εφεσείουσας 1, δεν κλήθηκε να μαρτυρήσει, ούτε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εκ μέρους της εφεσείουσας 1.

 

Οι εφεσείοντες 3 και 4 έκαναν πολύ φτωχή εντύπωση στο Δικαστήριο το οποίο πείστηκε ότι είχαν μαρτυρήσει ψευδώς στην προσπάθειά τους να αποποιηθούν της ευθύνης που ανέλαβαν προς εξασφάλιση των υποχρεώσεων της εφεσείουσας 1 έναντι της τράπεζας και απέρριψε τη μαρτυρία και τις θέσεις τους.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ωστόσο υπέδειξε ότι η απόρριψη των θέσεων των μαρτύρων υπεράσπισης δεν οδηγούσε χωρίς άλλο στην επιτυχία της αγωγής αφού θα έπρεπε να διαπιστωθεί κατά πόσο από τη μαρτυρία που προσέφερε η τράπεζα, είχε αποδείξει την αξίωσή της.

 

Ο Μ.Ε.2 άφησε θετική εντύπωση στο πρωτόδικο Δικαστήριο ως μάρτυρας της αλήθειας, αποδεχόμενο τη μαρτυρία και επομένως τη θέση του ότι ήταν παρών κατά την υπογραφή των σχετικών εγγράφων που παρουσιάστηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία από τους εφεσείοντες και ότι το περιεχόμενο των εγγράφων είχε επεξηγηθεί σε αυτούς. Όσον αφορά τη Μ.Ε.3 το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι η μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε και μετά τις παραδοχές των εφεσειόντων 3 και 4 για τις υπογραφές τους, η μαρτυρία της, που έγινε αποδεκτή, δεν είχε σπουδαιότητα. Σε σχέση με τον Μ.Ε.1 το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι ο μάρτυρας ήταν στην ουσία κομιστής εγγράφων. Δεν άφησε στο Δικαστήριο την εντύπωση ότι δεν ήταν ειλικρινής ως μάρτυρας. Ωστόσο στη γραπτή του δήλωση αναφέρθηκε σε ζητήματα για τα οποία ήταν πρόδηλο ότι δεν είχε ιδία γνώση και ότι οι αναφορές του ότι ο ένας ή ο άλλος λογαριασμός παρουσίαζε συγκεκριμένο χρεωστικό υπόλοιπο ή ότι με τη μια ή την άλλη επιστολή ζητήθηκε να εξοφληθεί το χρεωστικό υπόλοιπο που παρουσίαζαν οι υπολογισμοί, δεν συνιστούσαν μαρτυρία που να αποδεικνύει τα χρεωστικά υπόλοιπα. Ήταν πρόδηλο, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι ο Μ.Ε.1 μετέφερε ό,τι αναφερόταν στα έγγραφα που είχε στην κατοχή του.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση των επίδικων υποθηκών και ειδικότερα της θέσης των δικηγόρων υπεράσπισης ότι και οι τρεις υποθήκες ήταν παράνομες, άκυρες και ανεφάρμοστες λόγω μη συμμόρφωσης με το άρθρο 21(1)(γ) του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965, Ν.9/1965, ως είχε τροποποιηθεί. Το πρωτόδικo Δικαστήριο μη αποδεχόμενο την πιο πάνω θέση υπέδειξε ότι προνοείται στη δήλωση υποθήκης ότι πρέπει να αναφέρεται το χρηματικό ποσό που αφορά «...ομού μετά τυχόν συμφωνηθέντος τόκου επί του ποσού τούτου ή μέρος αυτού, εις ποσοστόν καθoρισμένον ή δυνάμενον να προσδιορισθή δι' αναφοράς εις οιονδήποτε έτερον ποσοστόν...». Επομένως, ο τόκος πρέπει να είναι συγκεκριμένο ποσοστό ή το ποσοστό αυτό να μπορεί να προσδιοριστεί με αναφορά σε άλλο ποσοστό. Υπέδειξε ότι στην υποθήκη Υ8876/08 ήταν 2% πλέον του ποσοστού του τριμηνιαίου euribor ενώ στις άλλες υποθήκες ήταν 3,5% πλέον BEX ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ που προφανώς τότε ήταν 5%, προσθέτοντας ότι δεν επιβάλλεται το άλλο ποσοστό να είναι συγκεκριμένο και σταθερό.

 

Σε σχέση με τη θέση των δικηγόρων υπεράσπισης ότι η Alpha δεν νομιμοποιείτο σε οποιαδήποτε απαίτησή της γιατί ενυπόθηκος δανειστής ήταν η Emporiki, προς όφελος της οποίας οι υποθήκες είχαν εγγραφεί, υπέδειξε ότι αυτό δεν εγέρθηκε στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση που καταχωρήθηκε μετά την τροποποίηση και αντικατάσταση της Alpha ως ενάγουσας αντί της Emporiki. Υπέδειξε ακόμα ότι η θέση αυτή σε κάθε περίπτωση ήταν ανυπόστατη και παρέπεμψε στο σχετικό δικαστικό διάταγμα ημερομηνίας 13.3.15 με το οποίο διατάχθηκε η συγχώνευση της Emporiki στην Alpha (Τεκμήριο 2). Έκρινε ότι η Alpha είχε έκτοτε αποκτήσει τα ίδια δικαιώματα που είχε η Emporiki και μπορούσε να διεκδικεί και να λαμβάνει τις ίδιες θεραπείες που θα μπορούσε να διεκδικήσει η Emporiki.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε περαιτέρω τη θέση της Υπεράσπισης ότι η υποθήκη Υ8876/2008 ήταν άκυρη γιατί δεν υπογράφηκε από εξουσιοδοτημένο άτομο για τη σύναψή της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπενθύμισε ότι αυτή φέρεται να είχε υπογραφεί από τον εφεσείοντα 2 ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπο του εφεσείοντα 4, ιδιοκτήτη του ακινήτου που υποθηκεύτηκε και ότι το γεγονός ότι στην Έκθεση Απαίτησης δικογραφείτο ότι αυτή δηλώθηκε από τον εφεσείοντα 4 δεν δημιουργούσε ζήτημα. Η υποθήκευση ακινήτου γίνεται από τον εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη του ακινήτου που υποθηκεύεται, που μπορεί να ενεργεί προσωπικά ή διά πληρεξουσίου αντιπροσώπου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε επίσης τη θέση των δικηγόρων υπεράσπισης ότι εφόσον δεν είχε παρουσιαστεί οποιοδήποτε πληρεξούσιο έγγραφο με το οποίο ο εφεσείων 4 να πληρεξουσιοδοτεί τον εφεσείοντα 2 για να δηλώσει την υποθήκη, το συμπέρασμα έπρεπε να είναι ότι αυτή συνάφθηκε και κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο παράνομα και λανθασμένα και ότι ήταν άκυρη και ανεφάρμοστη και θα έπρεπε να ακυρωθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας την επιχειρηματολογία των δικηγόρων υπεράσπισης παρέπεμψε στο άρθρο 10(1) του Ν.9/1965 ως είχε τροποποιηθεί και υπέδειξε ότι ο Διευθυντής του Κτηματολογίου μπορούσε να ζητήσει την προσαγωγή αποδείξεων και ακόμα να μην επιτρέψει τη διενέργεια της δηλώσεως εάν κατά τη γνώμη του υπήρχε ελάττωμα ή αμφιλογία αναφορικά με την εξουσιοδότηση ή αμφιβολία για την ταυτότητα του προσώπου που έδωσε την εξουσιοδότηση. Συμπλήρωσε ότι:

 

«Εφόσον η υποθήκη έχει εγγραφεί αυτό σημαίνει ότι ο Διευθυντής είχε ικανοποιηθεί συμφώνως του Νόμου και πως υφίστατο η κατάλληλη εξουσιοδότηση από τον Εναγόμενο 4.  Ισχύει το τεκμήριο της νομιμότητας.

 

Η καταχώριση της υποθήκης δεν έχει προσβληθεί.  Αντίθετα ο Εναγόμενος 4 έχει προσυπογράψει την επιστολή ημερ. 17.7.2009 της Τράπεζας και συγκατατέθηκε όπως η συγκεκριμένη υποθήκη συνεχίσει να ισχύει και να εξασφαλίζει τις διευκολύνσεις της Τράπεζας προς την Εταιρεία.  Αυτό εξυπακούει ότι αναγνώρισε ότι δηλώθηκε νομότυπα εξ ονόματος του.

 

Σε σχέση με το επιτόκιο που θα μπορούσε να χρεωθεί σε σχέση με την υποθήκη Υ8876/2008 εγείρεται ουσιαστικό ζήτημα γιατί το επιτόκιο ήταν κυμαινόμενο με αναφορά στο τριμηνιαίο euribor για τη διακύμανση του οποίου ουδεμία μαρτυρία προσφέρθηκε.  Αναφορά γίνεται μόνο στη μαρτυρία του Μακρή, ο οποίος ανάφερε ότι το euribor καθημερινά έχει μια διαφορετική τιμή. Ωστόσο, δεν ήταν σε θέση να αναφερθεί σε οποιαδήποτε τιμή καθ'  οιονδήποτε χρόνο.  Επομένως, δεν μπορεί να υπολογιστεί ο ορθός τόκος και θα μπορούσε να λογιστεί τόκος μόνο στη βάση του ποσοστού του 2%, δηλαδή ως εάν το euribor να ήταν μηδέν.»

 

    Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση της εγγύησης των εφεσειόντων 3 και 4 και αφού εξέτασε τις σχετικές εισηγήσεις και τις εκατέρωθεν θέσεις, κατέληξε ότι η εγγύηση της εφεσείουσας 3 και του εφεσείοντα 4 για τα χρέη της εφεσείουσας 1 που συνομολογήθηκε με τη συμφωνία εγγυητήριο ημερομηνίας 17.7.2009 είναι ισχυρή και δεσμευτική. Όσον αφορά τις προειδοποιητικές επιστολές και επιστολές τερματισμού το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι:

 

«Είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι υπάρχει έλλειψη θετικής μαρτυρίας ότι οι επιστολές τερματισμού ταχυδρομήθηκαν ή με διαφορετικό τρόπο αποστάληκαν ή παραδόθηκαν στους Εναγομένους. Ο Άδωνη με την δια ζώσης μαρτυρία του κατέστησε σαφές ότι οι αναφορές στη γραπτή του δήλωση ότι οι επιστολές αποστάληκαν δεν εδράζονται σε γνώση του, ούτε καν έμμεση ότι αυτό έγινε.  Απλώς προέβαλε τη θέση περί αποστολής, όχι κακόπιστα, θεωρώντας ότι αυτό πρέπει να είχε γίνει.»

 

     Με αναφορά στην Lombard Natwest Ltd v. Λαζαρίδη (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1465 το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε τα ακόλουθα:

 

«Για να είναι ο εγγυητής υπόχρεος να καταβάλει το χρέος  και, συνεπώς, να μπορεί  προς τούτο να εναχθεί, πρέπει να τηρούνται δύο προϋποθέσεις.  To χρέος πρέπει να έχει καταστεί απαιτητό έναντι του πρωτοφειλέτη, να έχει δηλαδή ο πρωτοφειλέτης υποχρέωση για την αποπληρωμή του, και να έχει υποβληθεί αξίωση αποπληρωμής από το δανειστή  προς τον εγγυητή  εάν υφίσταται τέτοια πρόνοια στη συμφωνία εγγύησης.

 

Στο έγγραφο εγγύησης που υπέγραψαν οι Εναγόμενοι 2, 3 και 4 αναφέρεται στον όρο 1 ότι:

 

«Εγώ, ο πιο κάτω υπογεγραμμένος, με την παρούσα εγγυούμαι όλες τις υποχρεώσεις του Πρωτοφειλέτη προς την Τράπεζα, είτε οι υποχρεώσεις αυτές είναι παρούσες ή μελλοντικές, είτε κατέστησαν είτε είναι πιθανό να καταστούν απαιτητές, είτε αυτές είναι προσωπικές ή κοινές με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα ή προκύπτουν από εγγύηση για τρίτο πρόσωπο ή πρόσωπα και είτε είναι άμεσες ή έμμεσες, αναλαμβάνω δε να σας πληρώσω μόλις μου το ζητήσετε οποιοδήποτε ποσό ήθελε καταστεί πληρωτέο σε σας σε σχέση με τις ρηθείσες υποχρεώσεις του Πρωτοφειλέτη ή οποιανδήποτε από αυτές, συμπεριλαμβανομένων τόκων, τραπεζικών χρεώσεων, δικηγορικών και άλλων εξόδων.»

 

Καθίσταται πρόδηλο ότι η υποχρέωση των εγγυητών να πληρώσουν και συνεπώς να εναχθούν σε περίπτωση παράλειψης τους να το πράξουν προϋποθέτει την ζήτηση του ποσού από την Τράπεζα.  Εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι οιονδήποτε ποσό ζητήθηκε από τους εγγυητές ή εναντίον τους αγωγή ως εγγυητών ήταν πρόωρη.

 

Το ίδιο δεν ισχύει αναφορικά με τους Εναγομένους 3 και 4 ως ενυπόθηκους οφειλέτες. Οι υποθήκες αναφέρουν ότι υπόκεινται στους όρους του επισυνημμένου σε αυτές εγγράφου.  Σύμφωνα με τον όρο 4 των εγγράφων υποθήκης που είναι επισυνημμένα σε κάθε υποθήκη:

 

«Η Τράπεζα δικαιούται σε πρώτη ζήτηση και/ή από τη στιγμή που καταστεί πληρωτέο οποιοδήποτε ποσό που εξασφαλίζεται με την παρούσα υποθήκη, τέτοιο ποσό το οποίο δεν υπερβαίνει το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο 13 πιο κάτω και σε τέτοια περίπτωση υποχρεούμαι προσωπικά να πληρώσω το ποσό αυτό. Περαιτέρω, η Τράπεζα δικαιούται να πωλήσει τα ενυπόθηκα κτήματα, είτε μέσω του Κτηματολογίου, είτε με αγωγή μέσω Δικαστηρίου ή με άλλα δικαστικά μέτρα και/ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ήθελε αποφασίσει κατά την απόλυτη κρίση της συμπεριλαμβανομένης και της πώλησης με προσφορές και/ή με ιδιωτική πώληση, χωρίς οποιαδήποτε ειδοποίηση προς εμένα και δύναται να χρησιμοποιεί το προϊόν της πώλησης αυτής προς εξόφληση μερικών ή όλων των υποχρεώσεων τις οποίες εξασφαλίζει η παρούσα υποθήκη ή οποιασδήποτε ή οποιωνδήποτε από αυτές και είτε αυτές αποτελούν άμεση υποχρέωση είτε προέρχονται από εγγύηση.»

 

Συνεπώς θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο οιοδήποτε ποσό που εξασφαλιζόταν με τις υποθήκες έχει καταστεί πληρωτέο.  Κατά πόσο δηλαδή η πρωτοφειλέτρια Εταιρεία χρωστούσε προς την Τράπεζα οιονδήποτε ποσό.» 

 

 

    Οι καταστάσεις των επίδικων λογαριασμών ήταν το επόμενο ζήτημα που απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο ανέφερε ότι εγειρόταν από την υπεράσπιση ζήτημα ότι αυτές δεν συνιστούσαν τραπεζικά βιβλία σύμφωνα με το άρθρο 22 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9 1. Ήταν η θέση των δικηγόρων των εφεσειόντων ότι όλες οι πράξεις που αφορούσαν τους λογαριασμούς έλαβαν χώρα καθ' ον χρόνο η τράπεζα λειτουργούσε ως Emporiki. Είναι σε χρόνο μεταγενέστερο ακόμα και της καταχώρησης της αγωγής που τις εργασίες της Emporiki ανέλαβε η Alpha. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έκανε αναφορά στο άρθρο 22 του Κεφ. 9, υπέδειξε ότι εγειρόταν ζήτημα ακρίβειας της μεταφοράς των στοιχείων από το σύστημα της Emporiki στο σύστημα της Alpha, αλλά, και ίσως πιο σημαντικό, ζήτημα ορθότητας των δοσοληψιών που παρουσιάζονταν στο σύστημα της Emporiki πριν την εμπλοκή της Alpha. Αφού εξέτασε όλες τις παραμέτρους που αφορούσαν το ζήτημα αυτό, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι:

 

«Αυτό που προκύπτει από την πιο πάνω μαρτυρία είναι ότι η Alpha δεν έχει στην κατοχή της τα παραστατικά που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τις διάφορες καταχωρίσεις στις δύο Καταστάσεις Λογαριασμών.  Επομένως, θα έπρεπε να είχε αποδειχτεί ότι αυτό το οποίο η Alpha μετέφερε στο δικό της σύστημα ή στα δικά της τραπεζικά βιβλία ήταν τραπεζικά βιβλία της Emporiki

 

Είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι οι Καταστάσεις των δύο επίδικων λογαριασμών που παρουσιάστηκαν ως Τεκμ.28 και 29 δεν συνιστούν αντίγραφα καταχώρισης σε τραπεζικό βιβλίο γιατί, ακόμα και αν γίνει αποδεχτό ότι, με εξαίρεση την τελευταία σελίδα της κάθε Κατάστασης, το υπόλοιπο μέρος συνιστά στην ουσία του ακριβή αντιγραφή των καταστάσεων που διατηρούνταν στην Emporiki, ουδεμία μαρτυρία υπάρχει ότι εκείνες οι καταστάσεις, που δεν παρουσιάστηκαν, ήταν κατά το χρόνο των καταχωρίσεων ένα από τα συνήθη βιβλία της Emporiki και ότι οι καταχωρίσεις εγίνονταν κατά τη συνήθη και κανονική διεξαγωγή των εργασιών της Emporiki και ότι βρίσκονταν υπό τη φύλαξη και τον έλεγχο της Emporiki μέχρι και που παραδόθηκαν στην Alpha

 

Εν συνεχεία το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε αναφορά στις υποθέσεις Εθνική Τράπ. της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ v. Coral Foods Ltd κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 956, 965, Μαρσέλ κ.ά. v. Λαϊκής Κυπρ. Τράπ. Λτδ (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1858 και Κόμπου v. Universal Bank Ltd (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 194 και υπέδειξε ότι:

 

«Η θέση που προκύπτει από τη νομολογία είναι πως μια κατάσταση λογαριασμού, που δεν έχει αποδειχτεί ότι είναι τραπεζικό βιβλίο, δεν παύει από του να συνιστά μαρτυρικό υλικό η αποδεικτική αξία του οποίου μπορεί να αποτιμηθεί από το Δικαστήριο και, ανάλογα με τις περιστάσεις της υπόθεσης να κριθεί ή να μη κριθεί ικανοποιητικό στοιχείο προς τεκμηρίωση της αξίωσης.  Εάν το περιεχόμενο της αμφισβητηθεί και η τράπεζα δεν μπορεί με τη μαρτυρία που παρουσιάζει να δώσει εξηγήσεις για χρεώσεις που παρουσιάζονται σε αυτή ή υπάρχει μαρτυρία από την υπεράσπιση ότι συγκεκριμένες χρεώσεις είναι αδικαιολόγητες ή ότι παραλείπονται πιστώσεις οι οποίες θα έπρεπε να είναι καταχωρημένες η αντιμετώπιση της κατάστασης και η βαρύτητα που θα αποδοθεί από το Δικαστήριο σε αυτή μπορεί να είναι διαφορετική από την περίπτωση όπου δεν αμφισβητήθηκε καμιά συγκεκριμένη καταχώριση. 

Αντεξετάστηκε ο Άδωνη σε σχέση με χρεώσεις που παρουσιάζονται στις καταστάσεις του τρεχούμενου λογαριασμού και του ζητήθηκε να παρουσιάσει τα σχετικά παραστατικά. Ο μάρτυρας δεν είχε τα παραστατικά για να απαντήσει σε τι αφορούσε επακριβώς η κάθε χρέωση για την οποία ερωτήθηκε. 

 

Η εκταμίευση του δανείου, που ως γεγονός δικογραφείται στην παρ.13 της Έκθεσης Απαίτησης δεν έγινε παραδεκτή.  Ο Άδωνη στην παρ.16 της γραπτής του δήλωσης ανάφερε πως ολόκληρο το ποσό του δανείου εκταμιεύτηκε. Δεν του υποβλήθηκε πως αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.  Ήταν ότι πιο απλό για την Εταιρεία και τον Εναγόμενο 2 διευθυντή της να το υποβάλουν και να το υποστηρίξουν αν αυτή ήταν η εκδοχή τους και η πραγματικότητα.  Κάτι τέτοιο δεν έγινε.

 

Συνεπώς και υπό τις περιστάσεις το Δικαστήριο αποδέχεται ότι το ποσό του δανείου εκταμιεύτηκε.  Το χρέος που δημιουργήθηκε με την εκταμίευση του δανείου και οι τόκοι με τους οποίους το εκάστοτε υπόλοιπο επιβαρυνόταν δυνάμει των όρων της Συμφωνίας Δανείου είναι οφειλόμενα. Εναπόκειτο στην Εταιρεία στην περίπτωση που ήταν η θέση της ότι πέραν των πιστώσεων που αναφέρονται στην Κατάσταση του δανείου υπήρχαν και άλλες να το υποβάλει. Τέτοια θέση δεν υποβλήθηκε.  Οι μόνες υποβολές που έγιναν αφορούσαν την Κατάσταση του τρεχούμενου λογαριασμού.

 

Άλλωστε η Τράπεζα το πίστωσε το ποσό του δανείου των €400.000 στον τρεχούμενο λογαριασμό, οπόταν και έτσι αποδεικνύεται ότι εκταμιεύτηκε προς όφελος της Εταιρείας.

 

Δυστυχώς για την Τράπεζα ανάλογη προσέγγιση δεν μπορεί να γίνει στην περίπτωση του τρεχούμενου λογαριασμού.  Η Τράπεζα είχε την υποχρέωση να αποδείξει τις χρεώσεις στον λογαριασμό και έχοντας αποτύχει να εντάξει τη μαρτυρία που προσκόμισε στα πλαίσια του άρθρου 22 του περί Απόδειξης Νόμου ώστε να εφαρμόζεται η πρόνοια του εδαφίου (1) το έργο της κατέστηκε ιδιαίτερα δύσκολο.  Ο Άδωνη δεν ήταν σε θέση να δικαιολογήσει οιαδήποτε ουσιαστική χρέωση και το δήλωσε ευθαρσώς ώστε να μην αναλώνεται άσκοπα ο δικαστικός χρόνος.»

 

 Όσον αφορά το επιτόκιο στον λογαριασμό του δανείου το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στις υποθέσεις Λαϊκή Κυπρ. Τράπεζα Λτδ v. Λ. Χαριλάου Λτδ κ.ά. (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 479 και Θεοδώρου v. Hellenic Bank Ltd (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2059. Υπέδειξε επίσης ότι σύμφωνα με τον όρο 4 της συμφωνίας δανείου εάν οποιοδήποτε ποσό που καθίστατο πληρωτέο δυνάμει της συμφωνίας δεν πληρωνόταν την ημερομηνία αυτή, η εφεσείουσα 1 θα πλήρωνε τόκο υπερημερίας 7% μεγαλύτερο από το συμβατικό επιτόκιο από την εν λόγω ημερομηνία μέχρι την ημερομηνία εξόφλησής του. Επομένως, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν συμβατικό δικαίωμα της τράπεζας να χρεώνει με επιτόκιο υπερημερίας 7% το χρεωστικό υπόλοιπο του δανείου εφόσον αυτό κατέστηκε πληρωτέο την 28.7.11 και δεν είχε πληρωθεί. Αφού παρέπεμψε στο εδάφιο (1β) του άρθρου 3 του περί Φιλελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1999, Ν.160(Ι)/1999 ως είχε τροποποιηθεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι δεν προσήχθηκε μαρτυρία ότι ο τόκος υπερημερίας που επιβλήθηκε, αντιπροσώπευε την πραγματική ζημιά της τράπεζας. Υπέδειξε ωστόσο ότι η επιβολή τόκου υπερημερίας και το ύψος του επιτοκίου υπερημερίας είχε συμφωνηθεί παραπέμποντας στην Ιωαννίδης κ.ά. v. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, (2014) 1(B) A.A.Δ. 1491 και έκρινε ότι η τράπεζα νομιμοποιείτο να χρεώνει τόκο υπερημερίας από τον τερματισμό της συμφωνίας δανείου. Πρόσθεσε ότι:

 

«Πριν τον τερματισμό του δανείου η Τράπεζα χρέωνε επιτόκιο 9%.  Αυτό προκύπτει από την κατάσταση λογαριασμού του πρώτου εξαμήνου του 2011 αλλά και από το γεγονός ότι μετά τον τερματισμό με την προσθήκη του επιτοκίου υπερημερίας του 7% το συνολικό επιτόκιο έφτασε το 16%.  Ωστόσο, η αύξηση από 8,5% σε 9% δεν έχει δικαιολογηθεί.  Υπενθυμίζεται ότι η θέση του Άδωνη είναι ότι η μόνη αύξηση στο επιτόκιο έγινε με τον τερματισμό της συμφωνίας δανείου.  Ως εκ τούτου με την προσθήκη του επιτοκίου υπερημερίας το συνολικό επιτόκιο από τον τερματισμό στο οποίο δικαιούται η Τράπεζα είναι 15,5% μέχρι και την 25.11.2013 που αποφάσισε να διεκδικεί μόνο 10.75%.» 

 

 

     Συνεπεία των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση απόφασης υπέρ της Alpha και εναντίον της εφεσείουσας 1 για το ποσό των €427.702,02 με τόκο 15,5% ετησίως επί του ιδίου ποσού από 28.7.2011 μέχρι 24.11.2013 και με τόκο 10,75% από 25.11.2013 μέχρι εξοφλήσεως του τόκου κεφαλαιοποιημένου δύο φορές ετησίως την 30.6 και 31.12 έκαστου έτους. Προχώρησε επίσης στην έκδοση διατάγματος εναντίον της εφεσείουσας 3 εκποίησης της υποθήκης Υ5445/2009 Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού και όπως το προϊόν της πώλησης διατεθεί έναντι ή προς εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους και τυχόν υπόλοιπο να επιστραφεί στην εφεσείουσα 3. Περαιτέρω, εξέδωσε διάταγμα εναντίον της εφεσείουσας 3 ότι μέχρι την πλήρη εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους η Alpha θα είναι η πληρεξούσια εκπρόσωπος της με όλες τις εξουσίες που προβλέπει το πληρεξούσιο έγγραφο ημερομηνίας 17.7.2009. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε έκδοση ανάλογων διαταγμάτων εναντίον του εφεσείοντα 4 για εκποίηση των υποθηκών Υ8876/2008 και Υ5442/2009 Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού και ότι μέχρι την πλήρη εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους η Alpha θα είναι η πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του με όλες τις εξουσίες που προβλέπουν τα πληρεξούσια έγγραφα ημερομηνίας 1.8.2008 και 17.7.2009 αντίστοιχα. Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε τα έξοδα της διαδικασίας υπέρ της Alpha και εναντίον των εφεσειόντων 1, 3 και 4. Όσον αφορά την ανταπαίτηση των εφεσειόντων 3 και 4 αυτή απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον τους και υπέρ της Alpha, διευκρινίζοντας ότι εφόσον η απαίτηση και η ανταπαίτηση συνεκδικάστηκαν, για τις κοινές εμφανίσεις η Alpha θα δικαιούτο ένα σετ εξόδων. Τέλος, η αγωγή εναντίον του εφεσείοντα 2 απορρίφθηκε με έξοδα, μειωμένα όμως στο 1/4, υπέρ του και εναντίον της Alpha.

 

Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση με 24 λόγους έφεσης. Η πλευρά της εφεσίβλητης επίσης προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με δύο λόγους αντέφεσης.

 

Σημειώνουμε στο σημείο αυτό ότι οι επίδικες πιστωτικές διευκολύνσεις ως επίσης το πιο πάνω εξ αποφάσεως χρέος και εξασφαλίσεις έχουν μεταβιβαστεί από την Alpha στην εφεσίβλητη εταιρεία την 9/12/2022 με αποτέλεσμα η τελευταία να έχει αντικαταστήσει την Alpha στην παρούσα έφεση.

 

Οι πρώτοι τρεις λόγοι έφεσης θα εξεταστούν μαζί λόγω συνάφειας. Με τον πρώτο και δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ή και ως αποτέλεσμα ελλιπούς αξιολόγησης της μαρτυρίας και εφαρμόζοντας λανθασμένα ή και καθόλου τη νομολογία ή και τη νομοθεσία ή και το άρθρο 22 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αποδείχθηκε οφειλή αναφορικά με τη σύμβαση δανείου και εξέδωσε απόφαση εναντίον της εφεσείουσας 1 για το κατ’ ισχυρισμό ποσό του δανείου. Υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παράβλεψε ότι σύμφωνα με τη νομολογία οι ενάγουσες τράπεζες θα πρέπει να αποδείξουν την απαίτησή τους με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ήτοι καταστάσεις λογαριασμού όπου να φαίνονται όλες οι χρεοπιστώσεις και παράλληλα να δικαιολογούνται ως νόμιμες ή και σύμφωνα με τους όρους της εκάστοτε σύμβασης. Επίσης παράβλεψε ότι αμφισβητήθηκαν ευθέως οι χρεώσεις που συμπεριλήφθηκαν στο ποσό για το οποίο εν τέλει εξέδωσε απόφαση εναντίον της εφεσείουσας 1 και οι εν λόγω χρεώσεις δεν επεξηγήθηκαν ή και δικαιολογήθηκαν από οποιαδήποτε μαρτυρία της εφεσίβλητης. Περαιτέρω προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έλαβε υπ' όψιν του την κατ' ισχυρισμόν εκταμίευση του δανείου στον τρεχούμενο, εφόσον οι εν λόγω καταχωρίσεις δεν αποδεικνύονταν με καταστάσεις λογαριασμών όπως καθορίζει το άρθρο 22 του Κεφ. 9. Ακόμα λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η απλή αναφορά του Μ.Ε.1 ότι το δάνειο εκταμιεύτηκε ήταν αρκετή για απόδειξη της κατ’ ισχυρισμό οφειλής ακυρώνοντας έτσι όλες τις πληρωμές της εφεσείουσας ή και κρίνοντας ότι αποδείχθηκε οφειλή ή και η πραγματική οφειλή ή και το ύψος της παρά τις πληρωμές της εφεσείουσας 1 ή και παρά την αμφισβήτηση της νομιμότητας άλλων χρεώσεων του επίδικου λογαριασμού. Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ή και ως αποτέλεσμα ελλιπούς αξιολόγησης της μαρτυρίας και εφαρμόζοντας λανθασμένα ή και καθόλου τη νομολογία ή και τη νομοθεσία ή και τις αρχές του Δικαίου της Απόδειξης, μετέφερε το βάρος απόδειξης στους ώμους της εφεσείουσας 1. Υποστηρίζεται ότι παρά το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς κατέληξε ότι οι καταστάσεις λογαριασμών του τρεχούμενου και του δανείου, Τεκμήρια 28 και 29, δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις του άρθρου 22 του Κεφ. 9, και ενώ κατέληξε ότι δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε οφειλή σε σχέση με τις καταστάσεις λογαριασμών, λανθασμένα ανέφερε ότι χρειαζόταν να υποβληθεί στο μάρτυρα της εφεσίβλητης ότι το δάνειο δεν εκταμιεύτηκε.

 

Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης δεν μπορούν να επιτύχουν.

        

Όπως αναφέρουμε πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι ο Μ.Ε.1 κατά τη μαρτυρία του ανέφερε ότι ολόκληρο το ποσό του δανείου εκταμιεύτηκε, ως επίσης ότι δεν υποβλήθηκε στον μάρτυρα πως αυτή του η αναφορά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι το χρέος που δημιουργήθηκε από την εκταμίευση του δανείου και οι τόκοι με τους οποίους το εκάστοτε υπόλοιπο επιβαρυνόταν είναι οφειλόμενα. Εναπόκειτο στην εφεσείουσα 1 στην περίπτωση που ήταν η θέση της ότι πέραν των πιστώσεων που αναφέρονταν στην κατάσταση δανείου, υπήρχαν και άλλες να το υποβάλει. Τέτοια θέση όμως δεν υποβλήθηκε. Οι μόνες υποβολές που έγιναν αφορούσαν κατάσταση του τρεχούμενου λογαριασμού. Πρόσθεσε ότι, το γεγονός ότι η τράπεζα πίστωσε το ποσό του δανείου €400.000 στον τρεχούμενο λογαριασμό, αποδείκνυε και με αυτόν τον τρόπο ότι αυτό εκταμιεύτηκε προς όφελος της εφεσείουσας 1.

 

Επισημαίνουμε ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, η παράλειψη αντεξέτασης επί ουσιώδους μέρους της μαρτυρίας γενικά ισοδυναμεί με παραδοχή. (βλ. Σκορδή v. Λάντου κ.ά., Πολ. Έφ. 429/2012, ημερ. 22.4.2020, ECLI:CY:AD:2020:A127, σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης», Τάκης Ηλιάδης και Νικόλας Σάντης, έκδοση 2014, σελ. 720 ‑ 722).

 

Η μελέτη των πρακτικών επιβεβαιώνει την πιο πάνω διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η πλευρά των εφεσειόντων δεν υπέβαλε ούτε προέβαλε οποιαδήποτε θέση ότι στην κατάσταση λογαριασμού του δανείου θα έπρεπε να αναφέρονται περισσότερες πιστώσεις και οι μόνες υποβολές που υποβλήθηκαν αφορούσαν την κατάσταση του τρεχούμενου λογαριασμού. Από τη μελέτη των πρακτικών επίσης προκύπτει ότι η εκταμίευση του δανείου ποτέ δεν αμφισβητήθηκε. Θα πρέπει επίσης να υποδείξουμε ότι σύμφωνα με τη νομολογία η γενική άρνηση ισχυρισμών που προσδιορίζουν την απαίτηση, δεν εξυπακούει και την προβολή άλλων θετικών γεγονότων που την αποδυναμώνουν (βλ. Παπαγεωργίου v. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24, Πιττής v. Progress Electronics Co Ltd (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 50, Latifundia Prop. Ltd. v. Ψακή κ.ά. (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 670 και Έλληνας κ.ά. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, Πολ. Έφ. 87/2013, ημερ. 3.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:A503). Από τη στιγμή επομένως που η πλευρά των εφεσειόντων προέβαινε σε ό,τι αφορά το ζήτημα αυτό σε γενική άρνηση ισχυρισμών και παρέλειψε να αντεξετάσει τον Μ.Ε.1 αναφορικά με τη δήλωσή του πως ολόκληρο το ποσό του δανείου εκταμιεύτηκε, χωρίς να του υποβάλει πως αυτό δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, παρείχε στο πρωτόδικο Δικαστήριο τη δυνατότητα να θεωρήσει την παράλειψη αυτή ως αποδοχή των ισχυρισμών της πλευράς της εφεσίβλητης σε σχέση με την πιο πάνω αναφορά του Μ.Ε.1 κατά την κυρίως εξέταση. (βλ. επίσης Δρουσιώτης v. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 505, Εργοληπτική Εταιρεία Σταύρος Δημοσθένους Λτδ κ.ά. v. Α.Η.Κ. (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2627 και Philippou General Bonded Warehouse Ltd v. Νικολαΐδη (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1057). Συναφώς, δεν διαπιστώνουμε το πρωτόδικο Δικαστήριο να μετέθεσε το βάρος απόδειξης στην πλευρά των εφεσειόντων.

 

Με βάση τα πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης υπ' αριθμό 1, 2 και 3 απορρίπτονται.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ή και ως αποτέλεσμα ελλιπούς αξιολόγησης της μαρτυρίας και εφαρμόζοντας λανθασμένα ή και καθόλου τη σχετική νομολογία ή και τη νομοθεσία ή και τις αρχές του Δικαίου της Απόδειξης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Μ.Ε.1 μπορούσε να δώσει θετική, επαρκή και αξιόπιστη μαρτυρία για ασφαλή συμπεράσματα αναφορικά με την εκταμίευση του δανείου. Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσείουσας ότι παρά το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε ότι η μαρτυρία του Μ.Ε.1 δεν συνιστούσε μαρτυρία που να αποδεικνύει τα κατ’ ισχυρισμό χρεωστικά υπόλοιπα και ότι δεν είχε προσωπική γνώση για την ορθότητα των καταστάσεων λογαριασμού, Τεκμήρια 28 και 29, εντούτοις έκρινε ότι η αναφορά του ότι το δάνειο εκταμιεύτηκε ήταν αρκετή για απόδειξη της οφειλής του δανείου χωρίς ο Μ.Ε.1 να έχει ιδία γνώση και χωρίς να ήταν κατά τον χρόνο της κατ’ ισχυρισμό εκταμίευσης υπάλληλος της Emporiki και χωρίς να αποκαλύπτει οποιαδήποτε πηγή γνώσεως για το κατ’ ισχυρισμό γεγονός. Από τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε ενώπιόν του καταστάσεις λογαριασμού που να πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 22 του Κεφ. 9, δεν μπορούσε να εκδώσει απόφαση για οποιονδήποτε ποσό αφορούσε τις καταστάσεις λογαριασμού, Τεκμήρια 28 και 29, εφόσον δεν είχε ενώπιόν του άλλη μαρτυρία ικανή, αξιόπιστη και θετική που να αποδεικνύει τις αρχικές καταχωρήσεις των επίδικων λογαριασμών και κατ' επέκταση να αποδεικνύει οποιοδήποτε κατ’ ισχυρισμό οφειλόμενο υπόλοιπο.

 

Όπως αναφέρουμε πιο πάνω, η μελέτη των πρακτικών καταδεικνύει ότι η κατάσταση του λογαριασμού του δανείου δεν αμφισβητήθηκε, ούτε και προσφέρθηκε μαρτυρία που να καταδεικνύει οποιοδήποτε σφάλμα σε αυτή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε την κατάσταση του λογαριασμού δανείου με βάση το άρθρο 22 του Κεφ. 9. Όπως το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην απόφασή του, όπως προκύπτει από τη νομολογία, μια κατάσταση λογαριασμού, που δεν έχει αποδειχθεί ότι είναι τραπεζικό βιβλίο, δεν παύει να συνιστά μαρτυρικό υλικό, η αποδεικτική αξία του οποίου μπορεί να αποτιμηθεί από το Δικαστήριο και, ανάλογα με τις περιστάσεις της υπόθεσης, να κριθεί ή να μην κριθεί ικανοποιητικό στοιχείο προς τεκμηρίωση της αξίωσης. Η πιο πάνω κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επιβεβαιώνεται από τη νομολογία (βλ. Κόμπου (ανωτέρω)). Περαιτέρω στην υπόθεση Αργυρού κ.ά. ν. Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Μακράσυκας – Λάρνακας - Επαρχίας Αμμοχώστου Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ. 325/2014, ημερ. 7/4/2023, ECLI:CY:AD:2023:A135 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«(…) η ικανοποίηση (ή όχι) των προαπαιτούμενων προς αποδοχή μαρτυρίας τού είδους που εννοείται στο Άρθρο 22, Κεφ.9 - και εν προκειμένω της Κατάστασης Λογαριασμού/Τεκμήριο 15 - δεν αποκλείει, στη συνήθη πορεία του πράγματος, την κατ' επιλογή του διαδίκου, παράλληλη ή και επάλληλη παρουσίαση άλλης παρόμοιας ή όμοιας αξιόπιστης (προφορικής ή και έγγραφης) μαρτυρίας προς απόδειξη (εν όλω ή εν μέρει), της αφορώσας απαίτησης, πέραν ή και εναλλακτικώς του Άρθρου 22, Κεφ.9 (βλ. κατ' αναλογίαν, Κόκκινου και Άλλης ν. Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Π.Ε. 386/14, ημ. 20.3.23, ECLI:CY:AD:2023:A124, ECLI:CY:AD:2023:A124).

 

Στη βάση τούτης της αρχής λοιπόν (αλλά και κατά δικαιική λογική) - και πολύ σωστά - είναι που ενήργησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αντλώντας από την αξιόπιστη μαρτυρία του ΜΕ (και όσα αποδεκτώς την επικούρησαν). Αυτό, επειδή, ο ΜΕ στη γραπτή του κατάθεση/Έγγραφο Α (έκτασης πέντε τόσων πυκνογραμμένων σελίδων), παρουσίασε μέσω και της (άνευ ενστάσεως των Εφεσειόντων) κατάθεσης αντίστοιχων τεκμηρίων (βλ. Τεκμήρια 1-16Β), όσα έπρεπε για στοιχειοθέτηση των συστατικών γνωμόνων τής διεκδίκησης των Εφεσίβλητων και τελεσφόρηση της Αγωγής.»  

 

Όπως αναφέραμε πιο πάνω, το ύψος του δανείου δεν αμφισβητήθηκε ούτε προβλήθηκε ισχυρισμός περί πληρωμών που δεν περιλαμβανόταν στον λογαριασμό δανείου. Το ακόλουθο απόσπασμα από τα πρακτικά ημερομηνίας 27.2.2018 (σελ.26) καταδεικνύει ότι πέραν μιας γενικής υποβολής ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού Τεκμήριο 29 ήταν λανθασμένο και ότι δεν αποδίδει την πραγματική εικόνα βάσει των συμφωνηθέντων, δεν υποβλήθηκε οποιαδήποτε συγκεκριμένη θέση, παρά το ότι ζητήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο διευκρινήσεις, ούτε αμφισβητήθηκε οποιαδήποτε συγκεκριμένη χρέωση σε σχέση με τον λογαριασμό του δανείου, Τεκμήριο 29:

 

«Ε.  Σας υποβάλλω ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού, Τεκμήριο 29, έιναι λανθασμένο.

Α.    Απορρίπτω και λέω ότι είναι ορθό.

Ε.    Σας υποβάλλω ότι δεν αποδίδει την πραγματική εικόνα, ως έχει συμφωνηθεί βάσει του Τεκμηρίου…

 

Δικαστήριο: Της σχετικής συμφωνίας;

 

Ο κ. Α. Δημητρίου συνεχίζει:

 

Ε.    Συμφωνίας δανείου.

 

Δικαστήριο: Τι εννοείτε; Ότι δεν ανταποκρίνεται διότι υπάρχει κάποια μικρή χρέωση η οποία δεν δικαιολογείται ή ότι πλήρωσαν 50, 100 χιλιάδες και δεν γράφτηκε;

 

κ. Α. Δημητρίου: Ότι δεν τηρήθηκε βάσει των συμφωνηθέντων.

 

Ο μάρτυρας συνεχίζει:

 

Α.    Έχουν τηρηθεί όλα όσα αποδίδουμε μέσα από τη συμφωνία και οι καταστάσεις που έχουν παρουσιάσει είναι ορθές.

Ε.    Να γίνω λίγο πιο συγκεκριμένος, κύριε μάρτυς. Ας πάμε παράδειγμα σε μια χρέωση στην πρώτη σελίδα στο Τεκμήριο 28…»

 

Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι δεν υπήρξε ουσιαστική αμφισβήτηση της εκταμίευσης του δανείου ούτε υποβλήθηκαν θέσεις ότι πέραν των πιστώσεων που αναφέρονται στην κατάσταση του δανείου Τεκμήριο 29 υπήρχαν και άλλες που δεν είχαν καταχωρηθεί. Κρίνουμε επομένως ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ολόκληρο το ποσό του δανείου εκταμιεύτηκε και ότι ουσιαστικά δεν υπήρχαν άλλες πιστώσεις που θα έπρεπε να είχαν καταχωρηθεί και δεν καταχωρήθηκαν, ως εύλογο υπό τις περιστάσεις (βλ. Αργυρού κ.ά. (ανωτέρω). Η πλευρά των εφεσειόντων δεν έχει καταφέρει να καταδείξει ότι το εύρημα αυτό και η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη. (βλ. μεταξύ άλλων Χατζημάρκου v. Widehorizon (Cap. Market) Ltd (2010) 1(A) Α.Α.Δ. 108, T.J.S. Enterpr. Ltd v. Λαϊκής Κυπρ. Τράπ. (Χρηματ.) Λτδ (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 108 και Πολάτογλου v. Μασούρα (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 150).

 

Όσον αφορά τη θέση των εφεσειόντων ότι το Δικαστήριο όφειλε καθηκόντως να εξετάσει τους όρους της δανειακής σύμβασης και να διαπιστώσει εάν αυτός ο όρος υπολογισμού των τόκων με διαιρέτη τις 360 ημέρες ήταν νόμιμος ή όχι και να αποφασίσει ότι ήταν παράνομος καθ’ ότι ερχόταν σε αντίθεση με ρητή νομοθετική πρόνοια σημειώνονται τα ακόλουθα.  

 

Υποδεικνύουμε κατ' αρχάς ότι δεν υπήρξε τέτοιος ισχυρισμός ή δικογραφημένη θέση εκ μέρους των εφεσειόντων. Όπως έχει νομολογηθεί τα επίδικα θέματα περιορίζονται σ' εκείνα τα οποία προσδιορίζονται στις έγγραφες προτάσεις ως επίσης ότι η δίκη διεξάγεται με βάση τις έγγραφες προτάσεις (βλ. μεταξύ άλλων Εταιρεία Bulk Oil AG v. Α.Η.Κ. κ.ά. (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1277, Καθητζιώτης v. Μέλιος & Παφίτης (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 252, Καζάκου v. Αβρααμίδου κ.ά. (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1626, Πιττάλης κ.ά. v. Ianira Enter.Ltd κ.ά. (1997) 1(B) A.A.Δ. 814 και Τσαγγάρη v. Γαβριηλίδου κ.ά. (2003) 1(Α) Α.Α.Δ.472). Περαιτέρω, όπως παραδέχεται και η πλευρά των εφεσειόντων οι μάρτυρες των εφεσιβλήτων δεν αντεξετάστηκαν σχετικά με τη χρέωση των τόκων ως προς το ζήτημα αυτό. Σημειώνουμε επίσης ότι η πιο πάνω θέση δεν καλύπτεται καν από τον λόγο έφεσης ούτε ακόμα από την αιτιολογία του. (βλ. Alkis H. Hadjikyriacos (Frou Frou Biscuits) Public Ltd v. Ευσταθιάδης, Πολ. Έφεση 322/2013, ECLI:CY:AD:2019:A305, ημερ. 16/7/2019 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Μαυρέα κ.ά, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 13/2022 – 18/2022, ημερ. 25/2/2025). 

 

Στην υπόθεση Βογαζιανός κ.ά. v. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 253, την οποία επικαλείται η πλευρά των εφεσειόντων, πράγματι αποφασίστηκε ότι η χρησιμοποίηση ως διαιρέτη των 360 αντί των 365 ημερών αναμφίβολα, οδήγησε σε επιβολή τόκου μεγαλύτερου του προβλεπόμενου, με αποτέλεσμα παρά την υπογραφή της συμφωνίας από τον εφεσείοντα 1, ο πιο πάνω όρος να καθίσταται παράνομος. Η υπόθεση όμως αυτή βασίστηκε στο γεγονός ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο βρισκόταν σε ισχύ ο περί Τόκου Νόμος του 1977, Ν.2/1977 και στην ερμηνεία του άρθρου 3 αυτού ως επίσης στο περιεχόμενο του άρθρου 2 του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ. 1. Όμως ο Ν.2/1977 καταργήθηκε από τον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1999, Ν.160(1)/1999. Στην παρούσα υπόθεση οι επίδικες συμβάσεις και υποθήκες συνάφθηκαν το έτος 2009. 

 

Δεν διαλανθάνει την προσοχή μας ότι υπάρχει αυτεπάγγελτη (ex officio) υποχρέωση, το εκδικάζον Δικαστήριο ‑ νοουμένου ότι υπάρχουν τα νομικά και πραγματικά στοιχεία ενώπιον του ‑ να αποτιμά τυχόν καταχρηστικότητα συμβατικών όρων, πέραν και ανεξαρτήτως των προβαλλόμενων ενώπιον του επιχειρημάτων (βλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus, C‑421/14, σκέψη 42, Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutierrez Naranjo κ.λπ., C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, σκέψη 59, Απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, MA κατά Ibercaja Banco SA παρισταμένου του PO, C‑600/19 και σκέψη 37 και Απόφαση της 18 Ιανουαρίου 2024, Gein Noble Bank and Others (C‑531/22 par.42).    

 

Κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν σε ισχύ ο περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμος του 1996, Ν.93(1)/1996. Ο εν λόγω Νόμος ήταν εναρμονιστικός της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, η οποία εκδόθηκε με βασικό σκοπό την άρση των έντονων διαφορών που παρουσίαζαν οι εθνικές νομοθεσίες των κρατών μελών σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων, προκειμένου να προστατευθούν οι καταναλωτές με την υιοθέτηση από τα κράτη μέλη κατάλληλων και αποτελεσματικών μέσων για κατάργηση των καταχρηστικών ρητρών (βλ. Μιχαηλίδη κ.ά. v. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Πέγειας, Πολ. Έφεση 477/2012, ημερ. 27.6.2018, ECLI:CY:AD:2018:A311).

 

Για σκοπούς πληρότητας αναφέρουμε ότι ο Νόμος 93(1)/1996 έχει καταργηθεί με τον περί Προστασίας του Καταναλωτή Νόμο του 2021, Ν.112(1)/2021 (ημερ. 12.5.2021 που τέθηκε σε ισχύ την 1.1.2022 ‑ Ν.46(1)/2022).

 

Κρίνουμε όμως ότι στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου τα νομικά και πραγματικά στοιχεία τα οποία θα επέτρεπαν στο Εφετείο την εξέταση αυτού του ζητήματος. Έχουμε υπ' όψιν τα όσα έχουν λεχθεί πιο πάνω, ότι δηλαδή το ζήτημα δεν τέθηκε στα δικόγραφα, δεν αποτέλεσε αντικείμενο αντεξέτασης ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Μ.Ε.1 παρουσιάζοντας την κατάσταση λογαριασμού Τεκμήριο 29 για το επίδικο δάνειο δεν ανέφερε κατά την κυρίως εξέτασή του οτιδήποτε σε σχέση με τον υπολογισμό των τόκων που περιέχονται στο Τεκμήριο 29. Επί του ίδιου του Τεκμηρίου 29 δεν αναφέρεται οτιδήποτε αναφορικά με τον τρόπο υπολογισμού των τόκων. Έτσι παρόλο που το πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει στις σελίδες 5 και 6 της απόφασής του ότι οι επίδικες συμβάσεις προνοούσαν ότι ο τόκος θα υπολογιζόταν πάνω στα ημερήσια υπόλοιπα, στη βάση έτους 360 ημερών και ότι στην υπόθεση Βογαζιανός (ανωτέρω) κρίθηκε ο εν λόγω όρος ως παράνομος, εντούτοις, λόγω των όσων αναφέρουμε πιο πάνω, δεν αποδείχθηκε στην πράξη ότι όντως η τράπεζα προχώρησε στην χρέωση τόκου ετησίως πέραν του επιτρεπόμενου. Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι στην υπόθεση αυτή το Εφετείο επικύρωσε την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη σύμβαση μπορούσε να διασωθεί πάρα την ύπαρξη της παρανομίας σε σχέση με τη χρέωση μεγαλύτερου τόκου από τον επιτρεπόμενο. Επομένως σε κάθε περίπτωση δεν θα μπορούσε η ύπαρξη του πιο πάνω όρου να οδηγήσει σε ακυρότητα των επίδικων συμβάσεων ή των επίδικων υποθηκών.

 

Με βάση τα πιο πάνω ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Η κατάληξή μας όμως όσον αφορά τον τέταρτο λόγο έφεσης συμπαρασύρει και τον 13ο λόγο έφεσης όπου προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εξέδωσε διατάγματα εκποιήσεων των επίδικων υποθηκών χωρίς να έχει ενώπιόν του καταστάσεις λογαριασμών που να πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 22 του Κεφ. 9 και που να αποδεικνύουν το εξασφαλισμένο από τις επίδικες υποθήκες ποσό.

 

Επομένως ο 13ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Η κατάληξή μας όσον αφορά τον τέταρτο λόγο έφεσης συμπαρασύρει επίσης τον 17ο λόγο έφεσης όπου προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εξέδωσε διατάγματα εναντίον των εφεσειόντων με τα οποία ορίζει την εφεσίβλητη ως αντιπρόσωπο των εφεσειόντων με όλες τις εξουσίες που προβλέπουν τα πληρεξούσια έγγραφα μέχρι εξόφλησης χρέους το οποίο ουδέποτε αποδείχθηκε επαρκώς ενώπιόν του, ότι δηλαδή ενώ δεν είχε αποδειχθεί επαρκώς οποιοδήποτε ποσό, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε διατάγματα εναντίον των εφεσειόντων με τα οποία ορίζει την εφεσίβλητη με όλες τις εξουσίες που προβλέπουν τα πληρεξούσια έγγραφα μέχρι εξόφλησης του εν λόγω ποσού.

 

Με βάση τα πιο πάνω ο 17ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ή και προβαίνοντας σε λανθασμένη ή και ελλιπή αξιολόγηση της ενώπιόν του μαρτυρίας και εφαρμόζοντας λανθασμένα ή και καθόλου τη νομοθεσία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι επίδικες εγγυήσεις των εφεσειόντων 3 και 4 είναι έγκυρες και δεσμευτικές, πάρα την εμφανή παραβίαση του άρθρου 12 του περί Προστασίας Ορισμένων Εγγυητών Νόμου του 2003, Ν.197(Ι)/2003 ως έχει τροποποιηθεί και του άρθρου 97 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149.

 

Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η τράπεζα δεν είχε εκπληρώσει την υποχρέωσή της που πηγάζει από το άρθρο 12 του Ν.197(Ι)/2003 ως έχει τροποποιηθεί και του Άρθρου 97 του Κεφ. 149, ότι δηλαδή δεν ενημέρωσε τους εφεσίβλητους για καθυστέρηση καταβολής τριών τουλάχιστον δόσεων ή αθέτηση από τον πρωτοφειλέτη οποιασδήποτε άλλης υπόσχεσης ή υποχρέωσης του δυνάμει της συμφωνίας δανείου, λανθασμένα και αδικαιολόγητα στις σελίδες 23 και 24 της απόφασής του κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες 3 και 4 δεν υπέστησαν οποιαδήποτε βλάβη και οι εγγυήσεις ήταν έγκυρες και δεσμευτικές παραβλέποντας ότι τα εν λόγω άρθρα δεν προνοούν οποιαδήποτε υποχρέωση των εγγυητών να αποδείξουν βλάβη από μη τήρηση της πιο πάνω υποχρέωσης από την εφεσίβλητη. Επιπρόσθετα, παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέβλεψε να λάβει υπ' όψιν του ότι η μη έγκυρη ενημέρωση των εγγυητών για την καθυστέρηση καταβολής τριών τουλάχιστον δόσεων ή η αθέτηση από τον πρωτοφειλέτη οποιασδήποτε άλλης υπόσχεσης ή υποχρέωσής του δυνάμει της συμφωνίας δανείου, προκαλεί από μόνη της βλάβη με την αύξηση του ποσού για το οποίο ευθύνεται ο εγγυητής ή και με την αύξηση της χρονικής διάρκειας της εγγυήσεως του εγγυητή. Τέλος, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, διέλαθε της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι σύμφωνα με τη νομολογία ή και τη νομοθεσία Ν.197(I)/2003 και το άρθρο 97 του Κεφ. 149, δεν ήταν αναγκαίος ο τερματισμός των συμφωνιών εγγυήσεων για να απαλλαγούν από την ευθύνη τους συνεπεία της παράβασης ουσιαστικού όρου από την εφεσίβλητη ή και συνεπεία μη συμμόρφωσης της εφεσίβλητης με τις υποχρεώσεις της όπως καθορίζονται από την κείμενη νομοθεσία.

 

Θα πρέπει κατ' αρχάς να υποδείξουμε ότι οι εφεσείοντες στην υπεράσπισή τους, όπως τονίζει και το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 4 της απόφασής του, πέραν της γενικής άρνησής τους, οι εφεσείοντες 3 και 4 προέβαλαν τη θέση ότι η υπογραφή τους επί του εγγυητηρίου εγγράφου εξασφαλίστηκε παράνομα κατόπιν απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων ή ψευδών παραστάσεων από την τράπεζα προς τους ιδίους και δόλου. Δεν υπήρχε ισχυρισμός εκ μέρους των εφεσειόντων περί μη συμμόρφωσης της τράπεζας με τον Ν.197(Ι)/2003 ως έχει τροποποιηθεί.

 

Πέραν των πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού κάνει αναφορά στο άρθρο 5 του Ν.197(Ι)/2003 2 ως έχει τροποποιηθεί, προχώρησε βασιζόμενο στο Τεκμήριο 17 (επιστολές ημερομηνίας 13.7.2009 στις οποίες επισυνάπτεται αντίστοιχη δήλωση περιουσιακών στοιχείων του εγγυητή που υπέγραφε) και υπέδειξε ότι υπήρχε έντυπη γραπτή ενυπόγραφη δήλωση από κάθε εγγυητή ότι παρέλαβε αντίγραφο της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης της εφεσείουσας 1 εταιρείας που η τελευταία είχε ετοιμάσει και δώσει στην τράπεζα και ότι αποτελούσε εύρημά του ότι η τράπεζα συμμορφώθηκε με τις υποχρεώσεις που ο νόμος της επέβαλε ως προτιθέμενο πιστωτή (σελ.17 της πρωτόδικης απόφασης). Πρόσθεσε ακόμα ότι σε κάθε περίπτωση ο νόμος δεν αναφέρετο στις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης με το άρθρο 5(β), ενώ ούτε οι δικηγόροι υπεράσπισης εισηγήθηκαν στη γραπτή τους αγόρευση ότι προκύπτουν συγκεκριμένα επακόλουθα. Αφού διαπίστωσε ότι η τράπεζα δεν είχε εκπληρώσει την υποχρέωση ενημέρωσης των εφεσειόντων 3 και 4 για την καθυστέρηση στην καταβολή δόσεων και αφού έκανε αναφορά στο άρθρο 12 του εν λόγω νόμου και στο άρθρο 97 του Κεφ. 149 3, διαπίστωσε την απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας ότι η τελική ικανοποίηση της εφεσείουσας 3 ή και του εφεσείοντα 4 από την εφεσείουσα 1 έχει συνεπεία των παραβιάσεων υποστεί βλάβη, όπως προνοείται στο άρθρο 97 του Κεφ. 149. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι συνέπειες της μη συμμόρφωσης εξετάζονται στο πλαίσιο του δικαίου των συμβάσεων. Περαιτέρω ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ούτε η εφεσείουσα 3, ούτε ο εφεσείοντας 4 επέλεξαν να τερματίσουν την επίδικη συμφωνία εγγύησης και ότι δεν είχαν ασκήσει οποιαδήποτε δικαιώματα σε σχέση με την παραβίαση ουσιώδους όρου της επίδικης συμφωνίας εγγύησης.

 

Με βάση τα πιο πάνω ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ή και ως αποτέλεσμα ελλιπούς αξιολόγησης της μαρτυρίας και εφαρμόζοντας λανθασμένα ή και καθόλου τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τερματίστηκαν οι συμβάσεις δανείου και τρεχούμενου και ότι η εφεσίβλητη είχε δικαίωμα να προχωρήσει με την καταχώριση της αγωγής. Παραπονούνται οι εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ή και αδικαιολόγητα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι επίδικες συμβάσεις τερματίστηκαν ή και ότι δεν χρειάζονταν οι επίδικοι τερματισμοί ή και επιστολές τερματισμού να γνωστοποιηθούν στην εφεσείουσα 1 πρωτοφειλέτιδα και στους εφεσείοντες 2, 3 και 4 εγγυητές. 

 

Ο λόγος αυτός έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο υποδεικνύει στη σελίδα 25 της απόφασης του ότι το γεγονός του τερματισμού μαρτυρείται από τις επιστολές τερματισμού (Τεκμήρια 23 έως 27) και ότι η απόφαση για τερματισμό λήφθηκε και οι λογαριασμοί τερματίστηκαν, άλλο εάν δεν είχε αποδειχθεί ότι οι εφεσίβλητοι ειδοποιήθηκαν προς τούτο. Ορθά επίσης αποφάσισε ότι για τον λογαριασμό δανείου η γνωστοποίηση του τερματισμού δεν αποτελούσε προϋπόθεση για τη γένεση του δικαιώματος ανάκτησης του χρέους από τον πρωτοφειλέτη, ούτε για την έκδοση διαταγμάτων εκποίησης των υποθηκών.

 

Η περί του αντιθέτου θέση της πλευράς των εφεσειόντων παραμένει γενική και ασαφής και δεν γίνεται δεκτή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο βασιζόμενο στη Lombard Natwest Ltd (ανωτέρω) υποδεικνύει ότι στην υπόθεση αυτή αποφασίστηκε ότι το κυρίαρχο στοιχείο στη στοιχειοθέτηση υποχρέωσης αποπληρωμής ήταν ο τερματισμός του λογαριασμού ενώ η ειδοποίηση προς τον πρωτοφειλέτη για αποπληρωμή επωδός της υποχρέωσης αυτής και όχι προϋπόθεση για τη γένεση του δικαιώματος ανάκτησης χρέους.

 

Με βάση τα πιο πάνω και ο έκτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

 Με τον έβδομο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ή και προβαίνοντας σε λανθασμένη ή ελλιπή αξιολόγηση της μαρτυρίας ή και λαμβάνοντας υπ' όψιν του μη δικογραφημένους ισχυρισμούς ή μη εφαρμόζοντας τη νομολογία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υποθήκη Υ8876/2008 (Τεκμήριο 10) υπογράφηκε από τον εφεσείοντα 4 ή και υπογράφηκε από νομίμως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο. Υποστηρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο πιο πάνω συμπέρασμα λόγω του ότι ήταν δικογραφημένος ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι η επίδικη υποθήκη (Τεκμήριο 10) υπογράφηκε και κατατέθηκε από την ίδια ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του εφεσείοντα 4 με βάση το ανέκκλητο πληρεξούσιο Τεκμήριο 11. Όμως το Τεκμήριο 11 δεν την εξουσιοδοτούσε ή την καθόριζε ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπο για να υπογράφει και να υποθηκεύει το ακίνητό του. Λανθασμένα και αδικαιολόγητα, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 20 της απόφασής του κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείοντας 2 ήταν νομίμως εξουσιοδοτημένος ή και ότι ενεργούσε νόμιμα και έγκυρα ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του εφεσείοντα 4 για υπογραφή και εγγραφή και κατάθεση της επίδικης υποθήκης (Τεκμήριο 10). Περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπ' όψιν του την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία καθορίζει ότι για την ακύρωση εξ υπαρχής άκυρης υποθήκης, καταχωρείται αγωγή ή και όπως στην παρούσα υπόθεση, ανταπαίτηση.

 

Ο λόγος αυτός έφεσης είναι αβάσιμος.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία της Μ.Ε.3 ότι η συγκεκριμένη υποθήκη και το επισυναπτόμενο σε αυτή έγγραφο υποθήκης ως επίσης το ανέκκλητο πληρεξούσιο ημερομηνίας 1.8.2008 υπογράφηκαν στην παρουσία της και υπέγραψε και η ίδια ως μάρτυρας.  Στην παράγραφο 14(β) της Έκθεσης Απαίτησης αναφέρεται ότι ο εναγόμενος 4/εφεσείοντας 4 υπέγραψε το σχετικό έγγραφο «Σύμβαση και Δήλωση Υποθηκεύσεως Ακινήτου» συνοδευόμενο από το σχετικό «Έγγραφο Υποθήκης» και όχι από την τράπεζα ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του εφεσείοντα 4 ως ισχυρίζεται η πλευρά των εφεσειόντων. Περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο διευκρινίζει, ορθά, ότι το γεγονός ότι στην Έκθεση Απαίτησης δικογραφείται ότι αυτό δηλώθηκε από τον εφεσείοντα 4, δεν δημιουργούσε ζήτημα αφού η υποθήκευση ακινήτου γίνεται από τον εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη του ακινήτου που υποθηκεύεται που μπορεί να ενεργεί προσωπικά ή δια πληρεξούσιου αντιπροσώπου (σελίδα 20).

 

Με βάση τα πιο πάνω ο έβδομος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον όγδοο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εξέδωσε διατάγματα εκποίησης των επίδικων υποθηκών προς όφελος νομικού προσώπου το οποίο δεν απέκτησε δικαιώματα επί των επίδικων υποθηκών. Υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι η Alpha δεν είχε οποιοδήποτε δικαίωμα επί των επίδικων υποθηκών καθότι αυτές ενεγράφησαν προς όφελος άλλου νομικού προσώπου ήτοι της Emporiki, παραβλέποντας ότι η Alpha δεν απέκτησε τα δικαιώματα των επίδικων υποθηκών σύμφωνα με την ειδική ή με τη ρητή διαδικασία που ορίζει ο Ν.9/1965 άρθρα 5 και 32 ως έχει τροποποιηθεί. 

 

Ο λόγος αυτός έφεσης είναι επίσης αβάσιμος.

 

Όπως ορθά υποδεικνύει το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 19 της απόφασής του, τέτοιο ζήτημα δεν εγέρθηκε στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση που καταχωρήθηκε μετά την τροποποίηση και αντικατάσταση της Alpha ως Ενάγουσας αντί της Emporiki. Πρόσθεσε ότι σε κάθε περίπτωση η θέση αυτή είναι ανυπόστατη, αφού παρουσιάστηκε το σχετικό δικαστικό διάταγμα ημερομηνίας 13.3.2015 με το οποίο διατάχθηκε η συγχώνευση της Emporiki με την Alpha (Τεκμήριο 2).

 

Στο Τεκμήριο 2 αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ την, παραχώρηση και/ή την ανάθεση και/ή την εκχώρηση και/ή την μεταβίβαση από την Emporiki BankCyprus Limited όλων των εξασφαλίσεων και/ή επιβαρύνσεων και/ή δεσμεύσεων προς όφελος της Emporiki BankCyprus Limited επί παντός είδους περιουσιακών στοιχείων (οπουδήποτε και εάν αυτές είναι εγγεγραμμένες και/ή καταχωρημένες) στην Alpha Bank Cyprus Ltd χωρίς την οποιαδήποτε περαιτέρω συγκατάθεση και/ή έγκριση της Emporiki BankCyprus Limited και/ή της Alpha Bank Cyprus Ltd και/ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου και ή άλλως πως». Είναι επομένως πολύ ορθό το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Alpha έχει έκτοτε αποκτήσει τα ίδια δικαιώματα που είχε η Emporiki και μπορεί να διεκδικεί και να λαμβάνει τις ίδιες θεραπείες που θα μπορούσε να διεκδικήσει και πετύχει η Emporiki. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει μαρτυρία ότι το εν λόγω διάταγμα έχει προσβληθεί, δεν μπορεί να γίνεται επίκληση των άρθρων 5 και 32 του Ν.9/1965 ως έχει τροποποιηθεί.

 

Με βάση τα πιο πάνω ο όγδοος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Οι 9ος, 10ος, 11ος, 12ος και 14ος λόγοι έφεσης θα εξεταστούν μαζί λόγω συνάφειας. Προβάλλεται μέσω των λόγων αυτών ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εξέδωσε τα διατάγματα εκποιήσεων των επίδικων υποθηκών παραβλέποντας ότι οι όροι των συμβάσεων και δηλώσεων υποθηκεύσεως ή και των εγγράφων υποθηκών είναι εντελώς αντίθετοι ή και παραβιάζουν τις ρητές πρόνοιες του άρθρου 21 (1) (γ) του Ν.9/1965 ως έχει τροποποιηθεί. 

 

Σύμφωνα με το άρθρο 21 (1)(γ):

«21.-(1) Αι έγγραφοι δηλώσεις αίτινες προσάγονται τω Επαρχιακώ Κτηματολογικώ Γραφείω υπό του ενυποθήκου οφειλέτου και του ενυποθήκου δανειστού διαλαμβάνουσι τα ακόλουθα στοιχεία:

…………………………………………………………………………………

          ………………………………………………………………………………….

(γ) εις την περίπτωσιν του ενυποθήκου οφειλέτου, σύμβασιν υποθήκης χαρτοσεσημασμένην συμφώνως ταις διατάξεσι του εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου, εκθέτουσαν ότι εις πρώτην ζήτησιν ή κατά τινα ημερομηνίαν, καθωρισμένην ή δυναμένην να προσδιορισθή, ούτος επέχει υποχρέωσιν, τελούσαν υπό αίρεσιν ή απόλυτον τοιαύτην, όπως καταβάλη τω ενυποθήκω δανειστή χρηματικόν τι ποσόν, καθωρισμένον ή δυνάμενον να προσδιορισθή, ομού μετά τυχόν συμφωνηθέντος τόκου επί του ποσού τούτου ή μέρους αυτού, εις ποσοστόν καθωρισμένον ή δυνάμενον να προσδιορισθή δι’ αναφοράς εις οιονδήποτε έτερον ποσοστόν, και ομού μετά των εξόδων των διενεργουμένων εν περιπτώσει λήψεως νομίμων μέτρων προς είσπραξιν του ως είρηται ποσού και τόκου:

 

Νοείται ότι οσάκις συνιστάται υποθήκη προς εξασφάλισιν μελλούσης ή υπό αίρεσιν υποχρεώσεως, περιλαμβανομένης και υποχρεώσεως αφορώσης εις χρηματικόν τι ποσόν καταβλητέον διά δόσεων ή αφορώσης εις το υπόλοιπον τρέχοντος λογαριασμού, δέον όπως τυγχάνη καθορισμού το μέγιστον ποσόν της πιθανής υποχρεώσεως όπερ και θα λογίζηται ως το ποσόν προς εξασφάλισιν ούτινος συνιστάται η εν λόγω υποθήκη

 

Έχοντας υπ' όψιν την ως άνω επιφύλαξη του άρθρου 21 (1)(γ) δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε το μεμπτό στις επίδικες υποθήκες με τις οποίες καθοριζόταν το μέγιστο ποσό υποχρέωσης των ενυπόθηκων οφειλετών όπως προβλέπεται στον σχετικό νόμο. Όπως ορθά εισηγείται η πλευρά της εφεσίβλητης το χρεωστικό υπόλοιπο των πιστωτικών διευκολύνσεων δεν ήταν δυνατό να καθοριστεί εκ των προτέρων αφού αυτό εξαρτιόταν από τις πληρωμές που γίνονταν. 

 

Με βάση τα πιο πάνω οι λόγοι έφεσης υπ' αρ. 9, 10, 11, 12 και 14 απορρίπτονται.

 

Η κατάληξή μας όσον αφορά τους λόγους έφεσης υπ' αρ. 9, 10, 11, 12 και 14 συμπαρασύρει και τον 20ο λόγο έφεσης όπου προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε και αποφάσισε ότι οι επίδικες υποθήκες είναι έγκυρες με βάση τις πρόνοιες του Ν.9/1965 όπως έχει τροποποιηθεί και εσφαλμένα και αντινομικά απέρριψε την ανταπαίτηση των εφεσειόντων.

 

Με βάση τα πιο πάνω ο 20ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Η πιο πάνω κατάληξη μας όσον αφορά τους λόγους έφεσης υπ’ αρ. 9, 10, 11, 12 και 14 συμπαρασύρει επίσης τον δέκατο όγδοο λόγο έφεσης όπου προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εξέδωσε διάταγμα εκποίησης της υποθήκης Υ8876/2008. Υποστηρίζεται ότι ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 21 της απόφασης του ορθώς καταλήγει ότι δεν είχε αποδειχθεί το εκάστοτε επιβληθέν ύψος του επιτοκίου Euribor τριών μηνών, εντούτοις λανθασμένα κατέληξε στην έκδοση του διατάγματος εκποίησης ενώ δεν είχε παρουσιαστεί ενώπιον του κατάσταση λογαριασμού που να αποδεικνύει συγκεκριμένο οφειλόμενο ποσό αλλά και να αποδεικνύει το τελικό οφειλόμενο ποσό το οποίο εξασφαλίζει η υποθήκη με τόκο 2%. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι από τη στιγμή που δεν μπορούσε να υπολογιστεί ο ορθός τόκος, μπορούσε να υπολογιστεί τόκος μόνο στη βάση του ποσοστού του 2%, δηλαδή ως εάν το Euribor να είναι μηδέν.

 

Με βάση τα πιο πάνω ο δέκατος όγδοος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

  

Με τον 23ο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένα ή και αντινομικά και δεν συνάδουν με την πραγματική μαρτυρία που κατατέθηκε ενώπιόν του. Υποστηρίζεται ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σχετικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων και τα ευρήματά του ως προς την αποδοχή της μαρτυρίας της εφεσίβλητης είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης ή και ελλιπούς ή και αντινομικής αξιολόγησης ή και εσφαλμένης και άλλως πως αξιολόγησης της υπάρχουσας πραγματικής μαρτυρίας.

 

Ο πιο πάνω λόγος έφεσης είναι ασαφής και αόριστος. Δεν συγκεκριμενοποιείται οποιοσδήποτε ισχυρισμός με αποτέλεσμα ο λόγος έφεσης να είναι ατελής. Όπως έχει λεχθεί στη Δημητρίου v. KPMG LTD, Πολ. Έφ. Αρ. 311/2014, ημερ. 24.1.2023, ECLI:CY:AD:2023:A25: «Έχοντας υπ' όψιν πως τα συστατικά στοιχεία των λόγων έφεσης συντίθενται, πρώτον, από τον προσδιορισμό του λάθους και δεύτερο τους λόγους που στοιχειοθετούν το σφάλμα και χωρίς το ένα ή το άλλο ο λόγος έφεσης είναι ατελής (Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112), οι συγκεκριμένοι λόγοι έφεσης απορρίπτονται (Σαμουρίδης ν. Inzeyannis, Πολ. Έφ. 326/14, ημερ. 18/3/2022, ECLI:CY:AD:2022:A133.

 

Με βάση τα πιο πάνω ο 23ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Τα ίδια ισχύουν και για τον 24ο λόγο έφεσης όπου προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε εσφαλμένη ή και ελλιπή ή και αντινομική αξιολόγηση της υπάρχουσας πραγματικής μαρτυρίας ή και προέβηκε σε λανθασμένη ή και ελλιπή ή και αντινομική αξιολόγηση και αποδοχή της ενώπιον του μαρτυρίας με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα ευρήματα και σε λανθασμένο αποτέλεσμα ότι δηλαδή τα επίδικα πληρεξούσια ήταν έγκυρα, εν ισχύ και εφαρμόσιμα και ότι οι επίδικες υποθήκες ήταν έγκυρες, εν ισχύ και εφαρμόσιμες.

 

Με βάση τα πιο πάνω ο 24ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Οι λόγοι έφεσης υπ’ αρ. 15, 16 και 19 επίσης θα εξεταστούν μαζί λόγω συνάφειας.

 

Με τους πιο πάνω λόγους έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εξέδωσε διατάγματα εναντίον των εφεσειόντων με τα οποία ορίζει την εφεσίβλητη ως αντιπρόσωπο των εφεσειόντων με όλες τις εξουσίες που προβλέπουν τα πληρεξούσια έγγραφα. Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσειόντων ότι:

 

-      Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε τα εν λόγω διατάγματα αποστερώντας από τους εφεσείοντες το δικαίωμα τους για ακρόαση ή και το δικαίωμα τους για πρόσβαση στο Δικαστήριο στην περίπτωση έναρξης της διαδικασίας εκποίησης όπως προνοείται στο Ν.9/1965, ως έχει τροποποιηθεί και ότι επιπρόσθετα με την έκδοση των εν λόγω διαταγμάτων αλλοιώθηκαν οι όροι των επίδικων υποθηκών ή και οι όροι των επίδικων πληρεξουσίων δεν συνάδουν με τους όρους των επίδικων υποθηκών παρά το ότι η μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν ότι τα επίδικα πληρεξούσια είναι αναπόσπαστο μέρος των επίδικων υποθηκών. (15ος λόγος)

-      Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε τα εν λόγω διατάγματα που αφορούν τα πληρεξούσια έγγραφα με αποτέλεσμα να αποστερήσει από τους εφεσείοντες τα δικαιώματα τους που πηγάζουν από τον Ν.9/1965 ως έχει τροποποιηθεί και ότι επιπρόσθετα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε τα εν λόγω διατάγματα που αφορούν τα πληρεξούσια έγγραφα με αποτέλεσμα να απαλλάσσει την εφεσίβλητη από τις υποχρεώσεις της όπως προνοούνται στον Ν.9/1965 ως έχει τροποποιηθεί, Μέρος VI και Μέρος VIA. (16ος λόγος)

-      Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του τη μαρτυρία και τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης ότι τα πληρεξούσια ήταν αναπόσπαστο μέρος των επίδικων υποθηκών και επιπρόσθετα εξέδωσε διατάγματα εκποιήσεων των επίδικων υποθηκών οι οποίες είχαν ως αναπόσπαστο μέρος τα επίδικα πληρεξούσια με αποτέλεσμα να μην είχε πλέον οποιαδήποτε εξουσία ή και δεν ήταν νόμιμο ή και λογικό ή και δικαιολογημένο να εκδώσει ξεχωριστά διατάγματα με τα οποία να ορίζει την εφεσίβλητη ως αντιπρόσωπο των εφεσειόντων με όλες τις εξουσίες που προβλέπουν τα πληρεξούσια έγγραφα. (19ος λόγος)

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε αποδεκτή τη μαρτυρία του ΜΕ2 ότι υπέγραψε ως μάρτυρας της υπογραφής και στα δύο ανέκκλητα πληρεξούσια έγγραφα ημερομηνίας 17/7/2009 ως επίσης της ΜΕ3 στο ανέκκλητο πληρεξούσιο έγγραφο ημερομηνίας 1/8/2008. Μάλιστα η ΜΕ3 δεν αντεξετάστηκε. Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας των ΜΕ2 και ΜΕ3 δεν προσβάλλεται με αυτοτελή λόγο έφεσης.

 

Επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αναγνώρισε την ισχύ των ανέκκλητων πληρεξούσιων εγγράφων και χορήγησε ανάλογη θεραπεία σύμφωνα με το περιεχόμενο τους. Δεν διαπιστώνουμε να επηρεάζονται με οποιοδήποτε τρόπο δικαιώματα που απορρέουν από πρόνοιες του Ν.9/1965.

 

Με βάση τα πιο πάνω οι λόγοι έφεσης υπ’ αρ. 15, 16 και 19 απορρίπτονται.

 

Η κατάληξη μας όσον αφορά τους λόγους έφεσης υπ’ αρ. 15,16 και 19 συμπαρασύρει και τους λόγους έφεσης υπ’ αρ. 21 και 22 όπου προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εξέδωσε διατάγματα στη βάση των πληρεξουσίων εγγράφων που κατατέθηκαν ως τεκμήρια.

 

Υποδεικνύουμε πάντως ότι οι λόγοι έφεσης επίσης διέπονται από ασάφεια και αοριστία κατά παράβαση των όσων η υπόθεση Δημητρίου (ανωτέρω) επιβάλλει, αφού στην αιτιολογία τους αναφέρεται απλώς ότι:

 

-      Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τα πληρεξούσια έγγραφα ως αναπόσπαστο μέρος των επίδικων υποθηκών ή και ότι αυτά ήταν έγκυρα και εφαρμόσιμα ενώ αντίθετα ήταν προφανώς άκυρα και ανυπόστατα ως καταρτισθέντα κατά παράβαση ή καθ’ υπέρβαση του Ν.9/1965 ως έχει τροποποιηθεί. (21ος λόγος)

-      Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέβλεψε ή και παραβίασε ή και παρέκαμψε τις ρητές διαδικασίες εκποιήσεων που προνοεί ο Ν.9/1965 ως έχει τροποποιηθεί (22ος λόγος).

 

       Με βάση τα πιο πάνω οι λόγοι έφεσης υπ’ αρ, 21 και 22 απορρίπτονται.

 

Συνακόλουθα η έφεση απορρίπτεται.

 

Με τον πρώτο λόγο αντέφεσης η πλευρά της εφεσίβλητης προβάλλει ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι καταστάσεις των επίδικων λογαριασμών δεν συνιστούσαν τραπεζικά βιβλία και λανθασμένα κατέληξε ότι το οφειλόμενο υπόλοιπο του επίδικου τρεχούμενου λογαριασμού δεν είχε αποδειχθεί και λανθασμένα δεν έκδωσε απόφαση για το οφειλόμενο υπόλοιπο του επίδικου τρεχούμενου λογαριασμού πλέον τόκους. Υποστηρίζει ότι σύμφωνα με την αδιαμφισβήτητη ή και αποδεκτή μαρτυρία  που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι καταστάσεις των επίδικων λογαριασμών αποτελούσαν αντίγραφα των καταχωρήσεων που είχαν γίνει στον ηλεκτρονικό υπολογιστή της τράπεζας, της Alpha, οι καταχωρήσεις έγιναν στο πλαίσιο της συνήθους και κανονικής διεξαγωγής των εργασιών της και ο ηλεκτρονικός υπολογιστής στον οποίο φυλάσσονταν ηλεκτρονικά οι καταχωρήσεις (τραπεζικό βιβλίο) βρισκόταν στη φύλαξη και έλεγχο της τράπεζας και οι καταστάσεις των επίδικων λογαριασμών είχαν συγκριθεί με τις καταχωρήσεις στον ηλεκτρονικό υπολογιστή (τραπεζικό βιβλίο) και διαπιστώθηκαν ότι ήταν ορθές, έστω και αν οι καταχωρήσεις στον ηλεκτρονικό υπολογιστή της Alpha βασίστηκαν στις καταχωρήσεις στα τραπεζικά βιβλία της Emporiki. Επομένως έπρεπε να γίνουν δεκτές ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη των καταχωρήσεων στα τραπεζικά βιβλία της Alpha και των θεμάτων, δοσοληψιών και λογαριασμών που ήταν καταχωρημένα σε αυτά και η Alpha δεν ήταν υποχρεωμένη να παρουσιάσει οποιοδήποτε τραπεζικό βιβλίο για να αποδείξει το περιεχόμενο των καταστάσεων των επίδικων λογαριασμών εφόσον δεν είχε εκδοθεί σχετικό δικαστικό διάταγμα, στοιχείο που παραγνώρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Υποστηρίζει επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αχρείαστα ασχολήθηκε με το ζήτημα ότι οι καταχωρήσεις στα τραπεζικά βιβλία της Alpha αποτελούσαν προηγουμένως καταχωρήσεις στα τραπεζικά βιβλία της Emporiki και λανθασμένα αποφάσισε ότι εγειρόταν ζήτημα ακρίβειας της μεταφοράς των στοιχείων και ζήτημα ορθότητας των δοσοληψιών στο σύστημα της Emporiki και λανθασμένα οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι τα τραπεζικά βιβλία της Alpha δεν αποτελούσαν τραπεζικά βιβλία, αρνούμενο ουσιαστικά να εφαρμόσει το άρθρο 22 του Κεφ. 9 ή παρερμηνεύοντας την εφαρμογή του αλλά και ειδικότερα τον όρο «αρχική καταχώρηση» στο εδάφιο 3. Η μαρτυρία του ΜΕ1 ήταν αρκετή για να τύχει εφαρμογής το άρθρο 22. Τέλος υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι για να αποδειχθεί η οφειλή της εφεσείουσας 1 θα έπρεπε να παρουσιαστούν τα παραστατικά της κάθε συναλλαγής  και λανθασμένα εκμηδένισε την εφαρμογή και χρησιμότητα του άρθρου 22 του Κεφ. 9.

 

Οι θέσεις της πλευράς της εφεσίβλητης δεν μπορούν να γίνουν δεκτές.

 

Υποδεικνύουμε καταρχάς ότι το όλο ζήτημα εγέρθηκε πρωτόδικα από πλευράς εφεσειόντων, δηλαδή υποστήριξαν ότι όλες οι πράξεις που αφορούσαν τους επίδικους λογαριασμούς έλαβαν χώρα καθ’ ον χρόνο η τράπεζα λειτουργούσε ως Emporiki αφού είναι σε χρόνο μεταγενέστερο της καταχώρησης της αγωγής που τις εργασίες της Emporiki ανέλαβε η Alpha.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού κάνει αναφορά στα πρώτα τρία εδάφια του άρθρου 22 του Κεφ.9 υπέδειξε ότι λόγω του ότι η αιτία αγωγής ολοκληρώθηκε και η αγωγή καταχωρήθηκε πριν την εμπλοκή της Alpha, η τελευταία δεν είχε συμμετοχή στα επίδικα γεγονότα. Επομένως η ουσία ήταν κατά πόσον η Emporiki δικαιούτο στην αξίωση της και σε περίπτωση καταφατικής απάντησης να εκδοθούν υπέρ της Alpha που είχε αντικαταστήσει την Emporiki ως ενάγουσα τα αξιούμενα διατάγματα. Οι καταστάσεις λογαριασμών που παρουσιάστηκαν, εκδόθηκαν και εκτυπώθηκαν από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές της Alpha, δηλαδή μετά την συγχώνευση. Δεν επρόκειτο για καταστάσεις που παράχθηκαν από την Emporiki κατά την περίοδο που λειτουργούσε ως Emporiki.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά, υπέδειξε ότι εγειρόταν ζήτημα ακρίβειας της μεταφοράς των στοιχείων από το σύστημα της Emporiki στο σύστημα της Alpha και ζήτημα ορθότητας των δοσοληψιών όπως παρουσιάζονταν στο σύστημα της Emporiki πριν την εμπλοκή της Alpha. Ο μόνος μάρτυρας που έδωσε μαρτυρία ήταν ο Άδωνη (ΜΕ1). Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόμενο στη γραπτή δήλωση του ΜΕ1 που κατατέθηκε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του τόνισε ότι:

 

«Ο Άδωνη ποτέ δεν υπηρέτησε στην Emporiki.  Επομένως, όταν δηλώνει ότι «οι καταχωρήσεις στο εν λόγω βιβλίο συμπεριλαμβανομένων και των καταχωρήσεων για τους επίδικους λογαριασμούς έγιναν κατά την συνήθη και κανονική διεξαγωγή των εργασιών της Ενάγουσας» ασφαλώς και δεν αναφέρεται στους χρόνους που έγιναν οι καταχωρίσεις στους επίδικους λογαριασμούς από την Emporiki

 

Η περαιτέρω αναφορά του ότι έχει συγκρίνει τις καταστάσεις των επίδικων λογαριασμών και διαπίστωσε ότι καταχωρίσεις είναι ορθές και αντανακλούν επακριβώς τις καταχωρίσεις του ηλεκτρονικού υπολογιστή, λεκτικό που αναφέρεται στο άρθρο 22(3) θα έχει αποδεικτική αξία νοουμένου ότι πρώτα ικανοποιηθεί η πρόνοια του άρθρου 22(2).  

 

Ποιά η σημασία των δύο πρώτων προτάσεων της παρ.30 της γραπτής δήλωσης Άδωνη;  Ασφαλώς καμία.  Δεν γίνονταν καταχωρήσεις στα όποια βιβλία της Alpha όταν διεκπεραιώνονταν πράξεις στους επίδικους λογαριασμούς της Εταιρείας.  Πράξεις ενδεχομένως καταχωρούνταν στα τραπεζικά βιβλία της Emporiki που, κατά την συγχώνευση, μεταφέρθηκαν με κάποιο τρόπο στην Alpha.  Συνεπώς το μόνο που μπορούσε να συγκρίνει ο Άδωνη ήταν τις Καταστάσεις που παρουσίασε με ότι μπορούσε να δει στους ηλεκτρονικούς της υπολογιστές η Alpha.  Κανένας μάρτυρας δεν ομίλησε για τραπεζικά βιβλία της Emporiki και κατά πόσο τέτοια τηρούνταν και πώς;»

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι ο ΜΕ1 ερωτώμενος αν το σύστημα από το οποίο έλαβε τα δεδομένα για τις καταστάσεις λογαριασμού από την Alpha ήταν το ίδιο με αυτό της Emporiki κατά τους ουσιώδεις χρόνους απάντησε ότι δεν γνώριζε. Δέχθηκε ότι δεν έλεγξε το τραπεζικό βιβλίο της Emporiki για να εξακριβώσει ότι μεταφέρθηκε ακριβώς όπως ήταν το τραπεζικό βιβλίο της Emporiki στην Alpha. Συμπλήρωσε ότι έγιναν πάμπολλοι έλεγχοι από άλλα πρόσωπα δυο χρόνια πριν από τη συγχώνευση των δύο τραπεζών και η μεταφορά όλων των πληροφοριών έγινε σωστά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε περαιτέρω ότι ο ΜΕ1 δεν είχε προσωπική άποψη για τη μεταφορά των στοιχείων από τη μια τράπεζα στην άλλη και η θέση του ότι ο έλεγχος για την μεταφορά των στοιχείων ήταν ορθός βασίστηκε ενδεχομένως στη λογική ότι οι λειτουργοί στους οποίους ανατέθηκε η εργασία αυτή ενήργησαν επαγγελματικά και επιμελώς. Πρόσθεσε ότι:

 

«Εάν αυτό που εννοούσε ο Άδωνη ήταν ότι ό,τι παρουσίαζαν οι καταστάσεις της  Emporiki μεταφέρθηκαν χωρίς αλλοίωση στις καταστάσεις της Alpha, παραμένει το ουσιώδες ζήτημα κατά πόσο οι καταστάσεις της Emporiki αντικατόπτριζαν την ορθή εικόνα των οφειλών της Εταιρείας.  Εάν αυτό που εννοούσε ήταν πως ελέγχθηκαν όλες οι καταχωρίσεις σε όλους τους λογαριασμούς που μεταφέρθηκαν στην Alpha με αντιπαραβολή με «τα γραπτά και έγγραφα που είχαν στην κατοχή τους» αυτοί που προέβηκαν στη σύγκριση, κάτι που φαντάζει εξωπραγματικό και δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό, και πάλι δεν ικανοποιούνται οι πρόνοιες του άρθρου 22 ώστε οι καταστάσεις που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου να συνιστούν τραπεζικό βιβλίο. 

Η «αρχική καταχώριση» στην οποία γίνεται αναφορά στο εδάφιο (3) του άρθρου 22 είναι αυτή που πραγματοποιείται στο χρόνο που γίνεται η πράξη, χρέωση ή πίστωση, στο λογαριασμό.  Όπως προνοείται στο εδάφιο (2) «και η καταχώριση έγινε κατά τη συνήθη και κανονική διεξαγωγή των εργασιών … της Τράπεζας». Εδώ απουσιάζει μαρτυρία για την αρχική καταχώριση των δοσοληψιών συνεπώς ο έλεγχος ότι οι μεταφορές από την Emporiki στην Alpha ήταν ορθός δεν οδηγεί πουθενά.

Για να μην του υποβάλλονται περαιτέρω ερωτήσεις επί του ζητήματος ο Άδωνη ανάφερε:

«A.  Απλά για ευκολία, δεν έχουμε τα παραστατικά που δικαιολογά την οποιανδήποτε πράξη που φαίνεται στους λογαριασμούς, έχουν μεταφερθεί κοντά μας τα στοιχεία των καταχωρήσεων.

E.    Αυτό που μου λες δηλαδή, κύριε μάρτυς, δεν μπορείς να μου πεις με ακρίβεια τι είναι ακριβώς η κάθε χρέωση;

A.    Τα πλείστα.

E.    Τι εννοείτε «τα πλείστα»; Υπάρχουν κάποια που μπορείτε;

A.    Ημερομηνία χρέωσης του λογαριασμού, έγινε μια χρέωση στον λογαριασμό, αλλά τι ήταν αυτό που χρεώθηκε δεν έχω το παραστατικό για να σας απαντήσω με ακρίβεια. Οι διάφορες χρεώσεις που φαίνονται καλύπτονται και μέσα που τη σύμβαση, όπου έδινε το δικαίωμα στην Τράπεζα για να χρεώνει τον λογαριασμό ανάλογα με διάφορες υπηρεσίες που πρόσφερε στη λειτουργία του λογαριασμού αυτού. Αυτό που θέλω να πω, καμία όμως διαμαρτυρία δεν υπάρχει, καμία καταχώρηση στον φάκελο που να διερωτάται κάποιος γιατί υπάρχουν αυτές οι καταχωρήσεις ή οτιδήποτε άλλο. 

E.    Κύριε μάρτυς, εγώ σου υποβάλλω ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού, Τεκμήριο 28, είναι λανθασμένο. Πώς απαντάτε;

   ................................................

Α.    Είναι ορθές όλες οι καταστάσεις λογαριασμού, είναι ορθές και ελεγμένες, δεν υπάρχει κανένα λάθος.»

  

Με βάση τα πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο συμπέρανε ότι η Alpha δεν είχε στην κατοχή της παραστατικά που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τις διάφορες χρεώσεις στις καταστάσεις λογαριασμών αφού δεν είχε αποδειχθεί ότι αυτό το οποίο η Alpha μετέφερε στο δικό της σύστημα ή στα δικά της τραπεζικά βιβλία ήταν τραπεζικά βιβλία της Emporiki, καταλήγοντας ότι δεν συνιστούσαν αντίγραφα καταχώρισης σε τραπεζικό βιβλίο.

 

Κρίνουμε ότι η όλη συλλογιστική του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή υπό τις περιστάσεις. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διεξήλθε την όλη μαρτυρία με μεγάλη προσοχή και επιμέλεια εντοπίζοντας τις αδυναμίες και τα κενά που αναφύονταν από τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε εκ μέρους της εφεσίβλητης. Δεν διαπιστώνουμε να έχει διαπράξει οποιοδήποτε σφάλμα αρχής ή να έχει παρερμηνεύσει οποιαδήποτε διάταξη νόμου ή να έχει εξετάσει ζητήματα που δεν θα έπρεπε ή ήταν αχρείαστα, όπως εισηγείται η πλευρά της εφεσίβλητης. Εξέτασε ζητήματα που εγέρθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία και που αφορούσαν τα επίδικα θέματα ενώ τα συμπεράσματα του ήταν εύλογα υπό τις περιστάσεις. Η πλευρά της εφεσίβλητης δεν έχει καταφέρει να πείσει ότι ευρήματα και συμπεράσματα αυτά του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένα (βλ. Πολάτογλου, T.J.S. Enterpr. Ltd και Χ’ Μάρκου (ανωτέρω)).

 

Με βάση τα πιο πάνω ο πρώτος λόγος αντέφεσης απορρίπτεται.     

 

Με τον δεύτερο λόγο αντέφεσης προβάλλεται από πλευράς εφεσίβλητης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι δεν είχε αποδειχθεί το οφειλόμενο υπόλοιπο του τρεχούμενου λογαριασμού της εφεσείουσας 1, έστω και αν κατέληξε ότι η κατάσταση του τρεχούμενου λογαριασμού δεν αποτελούσε αντίγραφο τραπεζικού βιβλίου. Υποστηρίζει ότι με την Υπεράσπιση γινόταν απλή άρνηση του χρέους που θεωρείται μη αποδεκτή υπεράσπιση. Οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων αφορούσαν ουσιαστικά παράλειψη αποκάλυψης προς τους εγγυητές της δεινής οικονομικής κατάστασης της εφεσείουσας 1 λόγω ακριβώς των υποχρεώσεων της δυνάμει των επίδικων συμφωνιών και αποτελούσαν έμμεσα παραδοχή των οφειλών της εφεσείουσας 1.Κατατέθηκε κατάσταση λογαριασμού που ήταν προϊόν της μεταφοράς των καταχωρήσεων των δοσοληψιών της εφεσείουσας 1 από την Emporiki στην Alpha, στο πλαίσιο μεταβίβασης τραπεζικών εργασιών και καμία μαρτυρία δεν δόθηκε, ούτε μπορούσε να δοθεί, που να υποστηρίζει σφάλμα στην κατάσταση λογαριασμού ή που να καταδεικνύει οποιαδήποτε λανθασμένη χρέωση ή οποιαδήποτε παράλειψη πίστωσης ή που να σχετίζεται με οποιαδήποτε διαμαρτυρία της εφεσείουσας 1 σε σχέση με το οφειλόμενο υπόλοιπο και η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν αρκετή για να αποδείξει το υπόλοιπο του τρεχούμενου λογαριασμού.

 

Ούτε αυτός ο λόγος αντέφεσης μπορεί να επιτύχει.

  

        Όπως τονίζει και το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 17 της απόφασης του, η απόρριψη των θέσεων των μαρτύρων των εφεσειόντων δεν οδηγούσε χωρίς άλλο στην επιτυχία της αγωγής αφού θα έπρεπε να διαπιστωθεί κατά πόσο από τη μαρτυρία που προσέφερε η τράπεζα είχε αποδειχθεί η αξίωση της. Όφειλε δηλαδή η τράπεζα να αποδείξει την υπόθεση της με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, κάτι που δεν κατόρθωσε σε σχέση με τον τρεχούμενο λογαριασμό (βλ. Μαρσέλ κ.ά. (ανωτέρω)). Όπως υποδεικνύει το πρωτόδικο Δικαστήριο υπήρξε αντεξέταση και έγιναν υποβολές από πλευράς εφεσειόντων σε σχέση με την κατάσταση του τρεχούμενου λογαριασμού. Επομένως οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα κενά στη μαρτυρία που προσφέρθηκε εκ μέρους της τράπεζας ήταν λογικές και ορθές υπό τις περιστάσεις. Όσον αφορά την κατάσταση λογαριασμού που καταχωρήθηκε εκ μέρους της τράπεζας, ισχύουν τα όσα αναφέρουμε σε σχέση με τον πρώτο λόγο αντέφεσης.

 

        Με βάση τα πιο πάνω ο δεύτερος λόγος αντέφεσης επίσης απορρίπτεται.

       

Συνεπεία των πιο πάνω η αντέφεση απορρίπτεται.

 

Λόγω της απόρριψης τόσο της έφεσης όσο και της αντέφεσης κρίνουμε ορθό όπως μη εκδοθεί οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα και όπως η κάθε πλευρά επιβαρυνθεί τα έξοδα της.                         

 

 

 

ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


 

_____________________________

1 Άρθρο 22 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ.9:

 

Τραπεζικά βιβλία

22.-(1) Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ παρόvτoς άρθρoυ, αvτίγραφo καταχώρισης σε τραπεζικά βιβλία γίvεται δεκτό σε όλες τις voμικές διαδικασίες ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη τέτoιας καταχώρισης και τωv θεμάτωv, δoσoληψιώv και λoγαριασμώv πoυ είvαι καταχωρισμέvα σ' αυτό.

(2) Αvτίγραφo καταχώρισης σε τραπεζικό βιβλίo δε γίvεται δεκτό ως απόδειξη δυvάμει τoυ παρόvτoς άρθρoυ, εκτός αv απoδειχθεί ότι κατά τo χρόvo της καταχώρισης τo βιβλίo ήταv έvα από τα συvήθη βιβλία της τράπεζας και η καταχώριση έγιvε κατά τη συvήθη και καvovική διεξαγωγή τωv εργασιώv και ότι τo βιβλίo βρίσκεται υπό τη φύλαξη και τov έλεγχo της τράπεζας.

Μαρτυρία για τo πιo πάvω δύvαται vα δoθεί από διευθυvτή ή υπάλληλo της τράπεζας είτε πρoφoρικά είτε με έvoρκη δήλωση.

(3) Αvτίγραφo της καταχώρισης σε τραπεζικό βιβλίo δε γίvεται δεκτό ως απόδειξη δυvάμει τoυ παρόvτoς άρθρoυ, εκτός αv απoδειχθεί περαιτέρω ότι τo αvτίγραφo έχει συγκριθεί με τηv αρχική καταχώριση και διαπιστώθηκε ότι  είvαι oρθό.

Μαρτυρία για τo πιo πάvω δύvαται vα δoθεί είτε πρoφoρικά είτε με έvoρκη δήλωση, από πρόσωπo τo oπoίo έλεγξε τo αvτίγραφo με τηv αρχική καταχώριση.

(4) Τραπεζίτης ή τραπεζικός υπάλληλoς δεv είvαι υπόχρεoς vα παρoυσιάσει oπoιoδήπoτε τραπεζικό βιβλίo, τo περιεχόμεvo τoυ oπoίoυ δύvαται vα απoδειχθεί δυvάμει τoυ παρόvτoς άρθρoυ, ή vα εμφαvισθεί ως μάρτυρας, για vα απoδείξει τα θέματα, τις συvαλλαγές και τoυς λoγαριασμoύς πoυ είvαι καταχωρισμέvoι σ' αυτό, παρά μόvo με δικαστικό διάταγμα, τo oπoίo εκδίδεται ειδικά για τo σκoπό αυτό.

(5) Κατόπιv αίτησης διαδίκoυ, δικαστήριo δύvαται vα εκδώσει διάταγμα, σύμφωvα με τo oπoίo vα επιτρέπεται σε διάδικo vα επιθεωρήσει και vα λάβει αvτίγραφα καταχωρίσεωv σε τραπεζικό βιβλίo για σκoπoύς της διαδικασίας.

Διάταγμα δυvάμει τoυ παρόvτoς άρθρoυ δύvαται vα εκδoθεί με κλήτευση ή μη της τράπεζας ή άλλoυ διαδίκoυ και επιδίδεται στηv τράπεζα τρεις ημέρες πριv από τηv ημέρα κατά τηv oπoία πρέπει vα υπάρξει συμμόρφωση με τo διάταγμα, εκτός αv τo δικαστήριo ήθελε διαφoρετικά διατάξει.

Οι τραπεζικές αργίες, oι oπoίες oρίζovται στov περί Τραπεζικώv Αργιώv Νόμo, και τo άρθρo 65 τoυ περί Κεvτρικής Τραπέζης της Κύπρoυ Νόμoυ, εξαιρoύvται από τov υπoλoγισμό τoυ χρόvoυ δυvάμει τoυ παρόvτoς εδαφίoυ.

(6) Στo παρόv άρθρo-

"τράπεζα" ή "τραπεζίτης" σημαίvει τράπεζα η oπoία έχει άδεια vα διεξάγει τραπεζική εργασία δυvάμει τoυ περί Τραπεζικώv Εργασιώv (Πρoσωριvoί Περιoρισμoί) Νόμoυ.

"τραπεζικά βιβλία", oπoυδήπoτε απαvτάται, εκτός αv από τo κείμεvo πρoκύπτει

διαφoρετική έvvoια, περιλαμβάvει καθoλικά, ημερoλόγια, ταμεία, λoγιστικά βιβλία και άλλα αρχεία χρησιμoπoιoύμεvα κατά τη συvήθη εργασία τράπεζας,  είτε αυτά είvαι σε γραπτή μoρφή είτε φυλάσσovται σε μικρoταιvίες, μαγvητoταιvίες ή σε oπoιαδήπoτε άλλη μoρφή μηχαvικoύ ή ηλεκτρovικoύ μηχαvισμoύ αvάκτησης πληρoφoριώv.

 

2 Άρθρο 5 του περί Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμου  197(Ι)/2003

Προηγούμενη ενημέρωση προτιθέμενου εγγυητή

5. Προτού ο προτιθέμενος εγγυητής υπογράψει σύμβαση εγγύησης σε σχέση με την παραχώρηση δανείου για ποσό πέραν των πέντε χιλιάδων λιρών, ο προτιθέμενος πιστωτής παραδίδει ή διευθετεί την παράδοση στον προτιθέμενο εγγυητή ή σε πληρεξούσιο αντιπρόσωπό του·

(α) επιστολή στην οποία αποκαλύπτονται και καταγράφονται τα ακόλουθα σχετικά με την παροχή της εγγύησης : -

(i) Το ποσό του δανείου που παραχωρείται δυνάμει της συμφωνίας δανείου, τα επιτόκια και οποιαδήποτε άλλη ρύθμιση σε σχέση με τον τόκο και ο τρόπος και χρόνος αποπληρωμής της συνολικής οφειλής από τον πρωτοφειλέτη,

(ii) το ποσό εκάστης δόσης αποπληρωμής σε περίπτωση αποπληρωμής του δανείου τμηματικώς και η ημερομηνία ή η προθεσμία εντός της οποίας αυτή καθίσταται πληρωτέα δυνάμει της συμφωνίας δανείου,

(iii) το ποσοστό του τόκου που χρεώνεται δυνάμει της συμφωνίας δανείου σε περίπτωση υπερημερίας του πρωτοφειλέτη στην αποληρωμή του δανείου ή των δόσεων αποπληρωμής ή αθέτισης της υπόσχεσης ή υποχρέωσής του να το αποπληρώσει κατά τα διαλαμβανόμενα στην εν λόγω συμφωνία,

(iv) σε περίπτωση ύπαρξης συνεγγυητών, τα ονόματά τους και κατά πόσο ο εγγυητής και έκαστος των συνεγγυητών του κεχωρισμένως, θα παρέχει την εγγύησή του στον πιστωτή σε σχέση με ολόκληρο το ποσό που αποτελεί υπόσχεση ή υποχρέωση του πρωτοφειλέτη να καταβάλει στον πιστωτή δυνάμει της συμφωνίας δανείου ή κατά πόσο ο εγγυητής θα παρέχει στον πιστωτή την εγγύησή του μόνο για καθορισμένο μέρος του εν λόγω ποσού.

(β) γραπτή δήλωση του προτιθέμενου πρωτοφειλέτη σχετικά με όλα τα περιουσιακά στοιχεία του προτιθέμενου πρωτοφειλέτη, περιλαμβανομένων των λεπτομερειών τυχόν επιβαρύνσεων της περιουσίας του που θα ισχύουν με τη σύναψη της συμφωνίας δανείου.

 

3 Άρθρο 97 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ.149

Απαλλαγή εγγυητή λόγω πράξης ή παράλειψης του πιστωτή η οποία παραβλάπτει τελική ικανοποίηση του εγγυητή

97. Αν ο πιστωτής τελέσει πράξη ασυμβίβαστη με τα δικαιώματα του εγγυητή, ή παραλείψει να τελέσει πράξη η οποία επιβάλλεται από τις υποχρεώσεις του προς τον εγγυητή, και συνεπεία αυτού παραβλάπτεται η τελική ικανοποίηση του ίδιου του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη, ο εγγυητής απαλλάσσεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο