ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πειθαρχική Έφεση Αρ.: 4/2022)
29 Σεπτεμβρίου 2025
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
Ρ. Σ.
Εφεσείουσας
v.
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ
Εφεσιβλήτων
-----------------------------------------
Γ. Εφφέ για Γ. Πολυχρόνη Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα
Ν. Τριανταφυλλίδη (κα) με Ν. Κλεάνθους (κα) για Χρ. Τριανταφυλλίδη Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Πική, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η ποινή του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων ημερομηνίας 14.10.2022, με την οποία αποφασίστηκε η διαγραφή του ονόματος της Εφεσείουσας από το μητρώο των δικηγόρων, κατόπιν παραδοχής της σε οκτώ κατηγορίες επίδειξης ασυμβίβαστης προς το επάγγελμα διαγωγής, κατά παράβαση του Άρθρου 17(1) του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2. Προσβάλλεται επίσης η καταδίκη της στην όγδοη κατηγορία.
Ειδικότερα, οι επτά πρώτες από τις οκτώ κατηγορίες αφορούν πράξεις ή παραλείψεις της Εφεσείουσας κατά ή περί την χρονική περίοδο 2014 - 2019, ενόσω ήταν εκτελέστρια της διαθήκης του αποβιώσαντα Λ.Κ., ως ακολούθως: (α) παρέλειψε να ενημερώνει την παραπονούμενη και τη μητέρα της, οι οποίες ήσαν οι νόμιμοι κληρονόμοι της περιουσίας, αναφορικά με τις ενέργειες και χειρισμό της πορείας της διαχείρισης περιουσίας (1η κατηγορία), (β) παρέλειψε να επιδείξει προς τους κληρονόμους εύλογα αναμενόμενη επιμέλεια καθότι δεν προέβη εντός των χρονικών προθεσμιών που καθορίζει ο νόμος, στην απογραφή της περιουσίας, τη διαχείριση και διανομής της, ως και την καταχώρηση τελικών λογαριασμών (2η κατηγορία), (γ) εισέπραξε το ποσό των €50.000 το οποίο προήλθε από την πώληση διαμερίσματος δυο υπνοδωματίων, το οποίο ποσό δεν απέδωσε στη μητέρα της παραπονούμενης Α.Ρ., ως οι εντολές οι οποίες της είχαν δοθεί (3η κατηγορία), (δ) εισέπραξε το ποσό των €75.000 το οποίο προήλθε από την πώληση διαμερίσματος τριών υπνοδωματίων, το οποίο ποσό δεν απέδωσε στην παραπονούμενη, ως οι εντολές οι οποίες της είχαν δοθεί (4η κατηγορία), (ε) εισέπραξε το ποσό των €1.922,78, που αφορούν εισπράξεις ενοικίων δυνάμει επιταγής εκδομένης στο όνομα της Εφεσείουσας, το οποίο δεν απέδωσε στην παραπονούμενη ως οι εντολές οι οποίες της είχαν δοθεί (5η κατηγορία), (στ) εισέπραξε το ποσό των €1.432,99, που αφορά εισπράξεις ενοικίων δυνάμει επιταγής εκδοθείσας στο όνομα της Εφεσείουσας, το οποίο δεν απέδωσε στη μητέρα της παραπονούμενης Α.Ρ. ως οι εντολές οι οποίες της είχαν δοθεί (6η κατηγορία), (ζ) εισέπραξε το ποσό των €20.000, το οποίο δεν απέδωσε στη μητέρα της παραπονούμενης Α.Ρ., ως οι εντολές οι οποίες της είχαν δοθεί (7η κατηγορία).
Η όγδοη κατηγορία αφορά την παράλειψη της Εφεσείουσας να απαντήσει σε επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα με την οποία τής ζητήθηκε να εκφράσει τις απόψεις της σχετικά με τα γεγονότα που αναφέρονται στις κατηγορίες 1 - 7.
Στις 14.10.2022, που η πειθαρχική υπόθεση ήταν ορισμένη για γεγονότα και ποινή, η Εφεσείουσα δεν παρουσιάστηκε ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, παρότι γνώριζε την ορισθείσα ημερομηνία (της γνωστοποιήθηκε στις 7.7.2022, όταν παραδέχτηκε ενοχή σε όλες τις εναντίον της κατηγορίες), με αποτέλεσμα το Πειθαρχικό Συμβούλιο να προχωρήσει αυθημερόν, ερήμην της, στην επιβολή της εκκαλούμενης πειθαρχικής ποινής.
Στην απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου επισημαίνεται ότι πρόκειται για ιδιαίτερα σοβαρές κατηγορίες, οι οποίες δεν περιποιούν τιμή στο δικηγορικό επάγγελμα. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στην υπόθεση Πετράκη ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων (2000) 1 Α.Α.Δ. 1456, όπου τονίστηκε:
«Το επάγγελμα του δικηγόρου είναι από τα ύψιστα κοινωνικά λειτουργήματα. Τα αυστηρά ήθη του επαγγέλματος πρέπει να τηρούνται και να διαφυλάσσονται. Η όποια χαλάρωση των κανόνων δεοντολογίας που διέπουν ή που άπτονται του δικηγορικού επαγγέλματος αντανακλαστικά δημιουργεί δυνητικό κίνδυνο αποσταθεροποίησης του ευρύτερου συστήματος απονομής της δικαιοσύνης του οποίου αναπόσπαστο μέρος είναι οι δικηγόροι».
Στην απόφαση επιβολής ποινής λήφθηκαν υπόψη προηγούμενες καταδίκες της Εφεσείουσας στις οποίες της είχαν επιβληθεί ποινές προστίμου. Στη συνέχεια αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Η σοβαρότητα των αδικημάτων που αντιμετωπίζει η εγκαλούμενη είναι αδιαμφισβήτητη και το γεγονός ότι η ίδια επέλεξε να μην εμφανιστεί ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου δεικνύει και την αδιαφορία της ως προς τους Θεσμούς αλλά και ως προς τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν. Να σημειώσουμε ότι η 8η κατηγορία αφορά μη παράθεση των ισχυρισμών της κατόπιν επιστολής του Γενικού Εισαγγελέα με την οποία την καλούσε να εκθέσει τους ισχυρισμούς της σε σχέση με το εναντίον της καταχωρισθέν παράπονο. Η επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά απαξίωσης των θεσμών δεν δύναται να μην ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής.
Αποτιμώντας, από τη μία, τη σοβαρότητα των υπό τιμωρία αδικημάτων αλλά και την ανάγκη να προσλάβει η ποινή αποτρεπτικό χαρακτήρα, κρίνουμε ότι υπό τις περιστάσεις η αρμόζουσα για την εγκαλούμενη ποινή, είναι η ποινή της διαγραφής του ονόματος της από το Μητρώο των Δικηγόρων στη βάση του άρθρου 17(1)(α) του περί Δικηγόρων Νόμου».
Με τους λόγους έφεσης κατά της ποινής προβάλλονται εν συντομία τα εξής, κατά σειρά θεματολογίας:
(i) Παραβιάστηκε το δικαίωμα δίκαιης δίκης και οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης καθότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο προχώρησε να επιβάλει ποινή στην απουσία της Εφεσείουσας, χωρίς να της δοθεί το δικαίωμα να αγορεύσει προς μετριασμό της ποινής (1ος λόγος). Σημειωτέον ότι στους λόγους έφεσης περιλαμβανόταν και ισχυρισμός περί παραβίασης του δικαιώματος δίκαιης δίκης, αναφορικά με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά την πειθαρχική ακρόαση, ο οποίος εγκαταλείφθηκε μετά τη διαπίστωση ότι η Εφεσείουσα είχε παραδεχθεί ενοχή στις εναντίον της κατηγορίες. Η ίδια θέση εγκαταλείφθηκε και σε σχέση με τις προηγούμενες πειθαρχικές καταδίκες οι οποίες λήφθηκαν υπόψη. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη του δευτέρου, καθώς και μέρους των υπολοίπων λόγων έφεσης (1ος, 4ος, 7ος και 9ος), οι οποίοι εν τέλει περιορίστηκαν στην έφεση κατά της ποινής. Με δήλωση του συνηγόρου της Εφεσείουσας η έφεση εναντίον της καταδίκης περιορίστηκε στην κατηγορία 8, το οποίο εξυπακούει εγκατάλειψη κάθε άλλου λόγου έφεσης στρεφόμενου κατά της καταδίκης.
(ii) O Κανονισμός 6(7) της Κ.Δ.Π.299/2005 των περί Δικηγόρων (Πειθαρχική Διαδικασία) Κανονισμών του 2005, συμφώνως του οποίου: «Αν ο εγκαλούμενος δικηγόρος, δεν εμφανιστεί στην ημερομηνία που όρισε το Πειθαρχικό Συμβούλιο για ακρόαση της υπόθεσης, τότε, κατόπιν, απόδειξης της επίδοσης της κλήσης σ’ αυτόν η ακρόαση διεξάγεται στην απουσία του», αντίκειται στο συνταγματικό δικαίωμα παρουσίας του εγκαλούμενου δικηγόρου στην πειθαρχική δίκη (7ος λόγος), και επομένως είναι αντισυνταγματικός.
(iii) Διαζευκτικά, το Πειθαρχικό Συμβούλιο παρερμήνευσε τον εν λόγω Κανονισμό, προχωρώντας να επιβάλει ποινή στην απουσία της Εφεσείουσας (9ος λόγος).
(iv) Εσφαλμένα το Πειθαρχικό Συμβούλιο καταδίκασε την Εφεσείουσα στην κατηγορία 8, καθώς οι λεπτομέρειες κατηγορίας δεν αποκαλύπτουν πειθαρχικό αδίκημα με αποτέλεσμα η καταδίκη να αντίκειται στο Άρθρο 12.1 του Συντάγματος και στο Άρθρο 7.1 της ΕΣΔΑ. Ειδικότερα, η πειθαρχική καταδίκη της Εφεσείουσας για παράλειψη απάντησης στην επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα, με την οποία καλείτο να τοποθετηθεί στους εναντίον της ισχυρισμούς, παραβιάζει το δικαίωμα της σιωπής και της μη αυτοενοχοποίησης που κατοχυρώνουν τα Άρθρα 12.4 του Συντάγματος και 6.2 της ΕΣΔΑ, καθώς και το άρθρο 3Γ του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 (3ος λόγος). Παρότι η Εφεσείουσα παραδέχτηκε την εν λόγω κατηγορία, είναι η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της ότι χωρεί έφεση κατά της καταδίκης βάσει των προνοιών του άρθρου 135 της Ποινικής Δικονομίας.
(v) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν νομιμοποιείτο να λάβει δικαστική γνώση των προηγούμενων καταδικών της Εφεσείουσας, το οποίο καταδεικνύει μεροληπτική στάση και συμπεριφορά (4ος λόγος).
(vi) Η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική υπό τις περιστάσεις καθότι επιβλήθηκε στην Εφεσείουσα η ύψιστη των πειθαρχικών ποινών χωρίς να της δοθεί το δικαίωμα να προβάλει στο Πειθαρχικό Συμβούλιο τους μετριαστικούς παράγοντες (5ος λόγος). Η δε παραδοχή της στις κατηγορίες δεν αναφέρεται ότι λήφθηκε υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας στην επιβολή ποινής (6ος λόγος).
(Ι) Η επιβολή ποινής ερήμην της Εφεσείουσας
O πρώτος λόγος έφεσης είναι καθοριστικής σημασίας για την έκβαση της παρούσας έφεσης καθότι, σε περίπτωση επιτυχίας, εκθεμελιώνει την εκκαλούμενη πειθαρχική ποινή. Ο πρώτος λόγος συναρτάται άμεσα και συνεξετάζεται με τον έβδομο λόγο έφεσης.
Είναι θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της Εφεσείουσας πως, παρόλο που κατά την ημερομηνία που παραδέχτηκε ενοχή στις πειθαρχικές κατηγορίες (7.7.2022) ειδοποιήθηκε από το Πειθαρχικό Συμβούλιο για την ημερομηνία ορισμού της υπόθεσης για γεγονότα και ποινή (14.10.2022), κατά την οποία κλήθηκε και ήταν απούσα, εντούτοις, η φύση και σοβαρότητα των κατηγοριών για τις οποίες της επιβλήθηκε η μέγιστη προβλεπόμενη ποινή του Άρθρου 17(1) του περί Δικηγόρων Νόμου, επέβαλλε την εξέταση του λόγου της απουσίας της και την αναβολή της υπόθεσης σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Το γεγονός ότι η Εφεσείουσα γνώριζε την ημερομηνία ορισμού της υπόθεσης για την εξέταση των γεγονότων και την επιβολή ποινής, δεν συνεπάγεται αυτοδικαίως ότι η απουσία της συνιστά παραίτηση του δικαιώματός της να παραστεί ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Στον αντίποδα, η ευπαίδευτη συνήγορος για τους Εφεσίβλητους υποστήριξε ότι η γνώση της Εφεσείουσας για την ημερομηνία ορισμού της υπόθεσης για γεγονότα και ποινή και η μη παρουσία της κατ’ εκείνη την ημερομηνία, εξυπακούει εκούσια παραίτηση της από το δικαίωμα της να είναι παρούσα στην υπό αναφορά διαδικασία, λαμβανομένου υπόψη ότι επρόκειτο για έμπειρη δικηγόρο η οποία όφειλε να γνωρίζει τη διακριτική εξουσία την οποία είχε το Πειθαρχικό Συμβούλιο να προχωρήσει με την επιβολή ποινής στην απουσία της. Προς υποστήριξη της θέσης της έγινε επίσης αναφορά σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Προς υποστήριξη των θέσεων τους οι δυο συνήγοροι επικαλέστηκαν νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην οποία αναφερόμαστε στη συνέχεια. Επιπροσθέτως ο συνήγορος για την Εφεσείουσα έδωσε ιδιαίτερη έμφαση σε σχετική νομολογία του ΕΔΑΔ.
Με βάση τον Κανονισμό 6(5) των περί Δικηγόρων (Πειθαρχική Διαδικασία) Κανονισμών του 2005 (Κ.Δ.Π.299/2005), η ακρόαση της υπόθεσης ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου διεξάγεται κατά το δυνατόν όπως η ακρόαση ποινικής υπόθεσης η οποία εκδικάζεται συνοπτικά. Με βάση τον Κανονισμό 6(7): «Αν ο εγκαλούμενος δικηγόρος, δεν εμφανιστεί στην ημερομηνία που όρισε το Πειθαρχικό Συμβούλιο για ακρόαση της υπόθεσης, τότε, κατόπιν, απόδειξης της κλήσης σ’ αυτόν η ακρόαση διεξάγεται στην απουσία του». Ο δε Κανονισμός 7(2) προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι σε περίπτωση που το Πειθαρχικό Συμβούλιο διαπιστώσει την ενοχή του εγκαλούμενου δικηγόρου σε όλα ή ορισμένα εκ των παραπτωμάτων για τα οποία κατηγορείται, αφού τον ακούσει επιβάλλει σ’ αυτόν οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες στον περί Δικηγόρο Νόμο πειθαρχικές ποινές.
Το Άρθρο 89(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, προνοεί ότι:
«(1) Αν σε συνοπτική δίκη κατηγορούμενος ο οποίος δεν έχει απαλλαγεί από την υποχρέωση να παραστεί αυτοπροσώπως δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 45, παραλείπει να εμφανιστεί στον ορισμένο χρόνο για εμφάνιση, κατόπι απόδειξης επίδοσης σε αυτόν κλητηρίου εντάλματος, το Δικαστήριο δύναται να προχωρήσει στην ακρόαση της υπόθεσης και να αποφασίσει στην απουσία του ή, αν θεωρεί σκόπιμο να αναβάλει την υπόθεση και να εκδώσει ένταλμα για τη σύλληψη του δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού».
Η διαφορά μεταξύ του λεκτικού του Κανονισμού 6(7) και του Άρθρου 89(1), έγκειται στη χρήση της λέξης «δύναται» στο Άρθρο 89(1), το οποίο εξυπακούει ότι η ακρόαση ερήμην του κατηγορούμενου επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. To Άρθρο 89(1), όπως έχει ερμηνευτεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καίτοι αναφέρεται σε «ακρόαση της υπόθεσης» περιλαμβάνει, εκτός από την ακροαματική διαδικασία, και το στάδιο επιμέτρησης της ποινής σε περίπτωση καταδίκης μετά από ακρόαση, ή παραδοχής του κατηγορούμενου στην κατηγορία ή κατηγορίες που αντιμετωπίζει. Κατά πόσο το Πειθαρχικό Συμβούλιο έχει ανάλογη διακριτική εξουσία βάσει του Κανονισμού 6(7), εξετάζεται στη συνέχεια.
Σε κάθε περίπτωση η παρουσία του κατηγορούμενου καθόλη τη διάρκεια της δίκης προβλέπεται από το Άρθρο 63(1) της Ποινικής Δικονομίας, εφόσον συμπεριφέρεται ευπρεπώς, και διασφαλίζεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και 6.1 της ΕΣΔΑ. Στο σύγγραμμα Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, 2η αναθεωρημένη έκδοση, του Γεώργιου Μ. Πική, αναφέρεται, στη σελ. 139:
«Το δικαίωμα παρουσίας του κατηγορούμενου κατά τη δίκη διασφαλίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 12 και 30 του Συντάγματος και από τις πρόνοιες του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων … Περαιτέρω, δεν είναι μόνο δικαίωμα του κατηγορούμενου, αλλά παράλληλα, και καθήκον του να παρίσταται κατά τη δίκη του εκτός εάν η απουσία του μπορεί να δικαιολογηθεί από τις διατάξεις του Κεφ. 155 και ειδικά από εκείνες των άρθρων 45(1) και 63(3). Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην R. v. Demetriades and Another [(1973) 2 CLR 289] αποφασίστηκε ότι η υποχρέωση του κατηγορούμενου να παρίσταται κατά τη δίκη του, δεν είναι ασυμβίβαστη και δεν υπονομεύει το δικαίωμα να παρίσταται. Κατ’ εξαίρεσιν, το δικαστήριο μπορεί, κατά την ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, να προχωρήσει στην εκδίκαση και σοβαρής ποινικής υπόθεσης στην απουσία του κατηγορούμενου. Λόγοι σχετιζόμενοι με την πρέπουσα λειτουργία της δικαιοσύνης, μπορεί να επιβάλουν αυτή την επιλογή, κυρίως όπου η απουσία του κατηγορούμενου είναι προϊόν ηθελημένης πράξης, σκοπούσας να υπονομεύσει το θεμέλιο της δικαιοσύνης [βλ. R v Jones (1972) 2 All ER 731]».
Και στην επόμενη σελίδα:
«Το δικαίωμα του κατηγορούμενου να παρίσταται κατά τη δίκη του ή να εκπροσωπείται από δικηγόρο – ως η περίπτωση – υποστηρίζεται με ζήλο από τα δικαστήρια …. Οι αρχές επί του θέματος συνοψίζονται στην Hayward».
Στην Hayward [2001] EWCA Crim 168, το Αγγλικό Εφετείο, μετά από ανασκόπηση μεγάλου αριθμού αποφάσεων των Αγγλικών δικαστηρίων και του ΕΔΑΔ, συγκεφαλαιώνει τις αρχές τις οποίες οφείλει να εφαρμόζει το Δικαστήριο σε περίπτωση απόντος κατηγορουμένου κατά τη δίκη. Αφετηρία αποτελεί η θεμελιώδης αρχή ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να παρίσταται στη δίκη του. Η απόφαση για τη διεξαγωγή ή συνέχιση της δίκης ερήμην του κατηγορούμενου ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία πρέπει να ασκείται με ιδιαίτερη προσοχή. Η άσκηση της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας υπέρ της συνέχισης της διαδικασίας στην απουσία του κατηγορουμένου, ιδιαίτερα όταν ο κατηγορούμενος στερείται νομικής εκπροσώπησης, δικαιολογείται μόνο σε σπάνιες και εξαιρετικές περιπτώσεις. Στην απόφαση (παρ. 22) γίνεται ειδική αναφορά σε έντεκα κριτήρια, τα οποία ο δικαστής θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, εκ των οποίων τα ακόλουθα είναι άμεσα συναφή με την παρούσα υπόθεση (σε μετάφραση):
«(i) η φύση και οι περιστάσεις της συμπεριφοράς του κατηγορουμένου κατά την απουσία του από τη δίκη ή την παρεμπόδισή της, ανάλογα με την περίπτωση, και, ειδικότερα, κατά πόσον η συμπεριφορά του ήταν εσκεμμένη, εκούσια και τέτοια ώστε να συνιστά σαφή παραίτηση από το δικαίωμά του να εμφανιστεί·
(ii) κατά πόσον η αναβολή ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα τη σύλληψη του κατηγορουμένου ή την εκούσια παρουσία του και/ή τη μη παρεμπόδιση της διαδικασίας·
(iii) η πιθανή διάρκεια μιας τέτοιας αναβολής·
………………………………………………………..
(viii) η σοβαρότητα του αδικήματος, η οποία επηρεάζει τον κατηγορούμενο, το θύμα και το κοινό·».
Στην Hayward (ανωτέρω) επισημαίνεται ότι σε περίπτωση απουσίας του κατηγορούμενου από τη δίκη, η διεξαγωγή της θα πρέπει να είναι όσον το δυνατόν πιο δίκαιη, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες. Ειδικότερα, το Δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνει εύλογα μέτρα, τόσο κατά τη διάρκεια της εξέτασης των μαρτύρων όσο και στη σύνοψη της μαρτυρίας (summing up) για να αναδείξει τις αδυναμίες της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής, και να προβάλει τα σημεία εκείνα που είναι προς όφελος του κατηγορούμενου με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία. Στη σύνοψη της μαρτυρίας, το Δικαστήριο θα πρέπει να προειδοποιεί τους ενόρκους ότι η απουσία του κατηγορούμενου δεν αποτελεί ομολογία ενοχής και δεν προσθέτει τίποτα στην υπόθεση της κατηγορούσας αρχής. (Βλ. Blackstone’s Criminal Practice, 2023, D15.84).
Το πιο πάνω σκεπτικό, κατά λογική προέκταση, υπαγορεύει, ότι η απουσία του κατηγορούμενου στο στάδιο της επιβολής ποινής, όχι μόνο δεν μπορεί να προσμετρήσει εναντίον του ως επιβαρυντικό στοιχείο, αλλά το Δικαστήριο έχει την υποχρέωση να διασφαλίσει υπερ εκείνου το δίκαιο της διαδικασίας επιμέτρησης της ποινής.
Η απόφαση Hayward (ανωτέρω) ακολουθήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Γρηγορίου ν. Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών (2016) 2 Α.Α.Δ. 816, και στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Αίτηση Αρ. 24/2020, ημερ. 10.3.2020, ECLI:CY:AD:2020:D96.
Το δικαίωμα παρουσίας του κατηγορούμενου στη δίκη συνιστά μια από τις βασικές προϋποθέσεις της δίκαιης δίκης και είναι άρρηκτα συνυφασμένο με την άσκηση των διαδικαστικών εγγυήσεων του Άρθρου 6(3) της Σύμβασης, ως τονίστηκε, από το Τμήμα Μείζονας Σύνθεσης του ΕΔΑΔ, στην υπόθεση Sejdovic v. Italy, Application No. 56581/00, ημερ. 1.3.2006, παρ. 81, 84. Στην ίδια απόφαση επισημαίνεται ότι το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ δεν εμποδίζει ένα πρόσωπο να παραιτηθεί εκούσια, είτε ρητά είτε σιωπηρά, από το δικαίωμα παρουσίας του στη δίκη. Ωστόσο, για να είναι αποτελεσματική για τους σκοπούς της Σύμβασης, η παραίτηση από το δικαίωμα συμμετοχής στη δίκη πρέπει να διαπιστώνεται με σαφή και αδιαμφισβήτητο τρόπο και να συνοδεύεται από ελάχιστες εγγυήσεις ανάλογες με τη σπουδαιότητά της (παρ. 86). Έχει επίσης επισημανθεί ότι, προτού θεωρηθεί ότι ένας κατηγορούμενος έχει παραιτηθεί σιωπηρά, μέσω της συμπεριφοράς του, από ένα σημαντικό δικαίωμα βάσει του Άρθρου 6 της Σύμβασης, πρέπει να αποδειχθεί ότι θα μπορούσε ευλόγως να έχει προβλέψει ποιες θα ήταν οι συνέπειες της συμπεριφοράς του (παρ. 87). Επιπλέον, ένα πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα δεν πρέπει να επιφορτίζεται με το βάρος της απόδειξης ότι δεν επεδίωκε να διαφύγει τη δικαιοσύνη ή ότι η απουσία του οφειλόταν σε ανωτέρα βία. Εναπόκειται στις εθνικές αρχές να συνεκτιμήσουν αν ο κατηγορούμενος είχε βάσιμο λόγο για την απουσία του ή αν υπήρχε κάτι στο φάκελο της υπόθεσης που να δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι απουσίαζε για λόγους πέραν του ελέγχου του (παρ. 88). Οι ίδιες αρχές επαναλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, στην απόφαση του Τμήματος Μείζονας Σύνθεσης του ΕΔΑΔ, στην υπόθεση Hermi v. Italy, Application No. 18114/02, ημερ. 18.10.2006, παρ. 68, 73-76 (βλέπε και Law of the European Convention on Human Rights, των Harris, O’Boyle and Warbrick, 5η έκδοση (2023), σελ. 415 - 418).
Το δικαίωμα παρουσίας του κατηγορούμενου στη δίκη περιλαμβάνει το στάδιο επιμέτρησης της ποινής, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο και ιδιαίτερα σημαντικό μέρος της ποινικής διαδικασίας. Η νομολογία του ΕΔΑΔ έχει καταστήσει σαφές ότι οι διαδικαστικές εγγυήσεις του Άρθρου 6(3) της Σύμβασης εκτείνονται στο στάδιο επιμέτρησης της ποινής. Στην υπόθεση Cuscani v. The United Kingdom (2002) 36 EHRR 11, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η απουσία διερμηνέα κατά την ακροαματική διαδικασία για την επιβολή της ποινής, παραβίασε τις εν λόγω διαδικαστικές εγγυήσεις και δη το Άρθρο 6(3)(ε) της Σύμβασης.
Το δικαίωμα του κατηγορούμενου ή του δικηγόρου του να αγορεύσει για τον μετριασμό της ποινής αποτελεί θεμελιώδη πτυχή του δικαιώματος υπεράσπισης, το οποίο προστατεύεται από το Άρθρο 6(3)(γ) της Σύμβασης. Το δικαίωμα υπεράσπισης δεν περιορίζεται στην αντίκρουση της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής, αλλά εκτείνεται και στο στάδιο της επιμέτρησης της ποινής. Σε περίπτωση παραδοχής, εάν υπάρχει ουσιώδης διάσταση μεταξύ κατηγορούσας αρχής και υπεράσπισης, ως προς τα γεγονότα, η οποία δυνατόν να έχει αντίκτυπο στην ποινή, διεξάγεται διαδικασία τύπου Newton, με την κατηγορούσα αρχή να φέρει το βάρος απόδειξης πέραν λογικής αμφιβολίας (βλ. Underwood [2005] 1 Cr. App. R. 13).
Είναι παγίως νομολογημένο ότι η πειθαρχική δίκη συνιστά οιονεί ποινική διαδικασία στην οποία εφαρμόζονται τα δικαιώματα του κατηγορούμενου τα οποία εγγυάται το Άρθρο 12.5 του Συντάγματος και το Άρθρο 6(3) της ΕΣΔΑ. Στην υπόθεση Φιλίππου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1839, συνοψίζεται η θέση της νομολογίας:
«Είναι θεμελιωμένο ότι ο κατηγορούμενος σε πειθαρχική δίκη απολαμβάνει των δικαιωμάτων, τα οποία εγγυάται το Άρθρο 12.5 του Συντάγματος σε κατηγορούμενο σε ποινική δίκη - (βλ., μεταξύ άλλων, Nicolaos D. Haros and The Republic (Minister of The Interior) 4 R.S.C.C. 39. Stelios K. Morsis and The Republic (Public Service Commission) 4 R.S.C.C. 133. Petrou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 203. Menelaou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 467. Papacleovoulou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 187. Christodoulou v. Disciplinary Board (1983) 1 C.L.R. 999. Matsas v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1448). Ανάλογη υπήρξε η προσέγγιση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη θεώρηση και στην εφαρμογή των εχέγγυων της υπεράσπισης, που κατοχυρώνει το Άρθρο 6(3) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, (η «Σύμβαση»), πρόνοια που αντιστοιχεί προς το Άρθρο 12.5 του Συντάγματος και η οποία αποτέλεσε το πρότυπο για τη διαμόρφωσή του - (βλ. Engel v. Netherlands, Series A, 22 (1976). Campbell and Fell v. U.K., Series A 80 (1984). Ozturk v. FRG, Series A, 73 (1984)). Σύμφωνα με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Dewur v. Belgium, Series A 35, para 46 (1980), επιβάλλεται η τήρηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης, που κατοχυρώνει το Άρθρο 6(3) της Σύμβασης, σε κάθε διαδικασία που είναι δυνατό να επηρεάσει ουσιωδώς το άτομο - (βλ., επίσης, Κυριακίδης, κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 298/96, 299/96 και 300/96, 26/11/97, (απόφαση Ολομέλειας)».
(βλ. και Παπασάββας ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 134, Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας Γιάννης Παπαζαχαρία Δ.Ε.Π.Ε., Πολιτική Αίτηση 70/2024, ημερ. 8.7.2024, «Το Πειθαρχικό Δίκαιο στην Κύπρο», των Ν.Γ. Παπαευσταθίου και Σ.Χ. Μαξούτη, σελ. 342).
Η οιονεί ποινική φύση της πειθαρχικής διαδικασίας με την εφαρμογή των εγγυήσεων του Άρθρου 12.5 του Συντάγματος και ανάλογου Άρθρου 6.3 της Σύμβασης, οδηγεί αναμφίβολα στο συμπέρασμα ότι το δικαίωμα του πειθαρχικώς διωκόμενου να παρίσταται στη δίκη του, και οι περιπτώσεις στις οποίες το πειθαρχικό όργανο δύναται να προχωρήσει σε ακρόαση και επιβολή ποινής στην απουσία του, διέπεται από τις ίδιες αρχές που εφαρμόζονται σε κατηγορούμενο πρόσωπο σε συνοπτική δίκη.
Εν όψει του λεκτικού του Κανονισμού 6(7) της Κ.Δ.Π.299/2005, το ερώτημα το οποίο τίθεται είναι κατά πόσο: (α) καθίσταται επιτακτική η ακρόαση στην απουσία του πειθαρχικώς διωκόμενου, αν δεν εμφανιστεί κατά την ορισθείσα ημερομηνία κατόπιν απόδειξης επίδοσης της κλήσης σ’ αυτόν, ή (β) πρόκειται για ζήτημα το οποίο επαφίεται στην διακριτική εξουσία του Πειθαρχικού Συμβουλίου, η οποία ασκείται με γνώμονα το συνταγματικό δικαίωμα παρουσίας του διωκόμενου στην πειθαρχική δίκη. Σε περίπτωση που ισχύει το (α) ανωτέρω, φρονούμε ότι βάσει της προαναφερθείσας νομολογίας, η εν λόγω διάταξη αντίκειται προς το συνταγματικό δικαίωμα παρουσίας του διωκόμενου στη δίκη.
Με βάση τις αρχές ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων: (α) «Κάθε νόμος θεωρείται συνταγματικός εκτός αν αποφασισθεί το αντίθετο «πέρα από κάθε λογική αμφιβολία». Καμιά νομοθετική διάταξη δεν κηρύσσεται άκυρη, εκτός αν είναι αντισυνταγματική πέρα από κάθε λογική αμφιβολία», και (β) «Aν είναι δυνατόν τα Δικαστήρια θα ερμηνεύσουν τον νόμο έτσι ώστε να τον εντάξουν μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος» (βλ. Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640, Lapertas Fisheries κ.ά. ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 335). Στις πιο πάνω αποφάσεις το Ανώτατο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Πρόσφατα, στην υπόθεση National Federation of Independent Business v. Sebelius, 576 U.S. 519 (2012), στην απόφαση του Αρχιδικαστή Roberts, λέχθηκαν τα εξής:
“The text of a statute can sometimes have more than one possible meaning. To take a familiar example, a law that reads “no vehicles in the park” might, or might not, ban bicycles in the park. And it is well established that if a statute has two possible meanings, one of which violates the Constitution, courts should adopt the meaning that does not do so. Justice Story said that 180 years ago: “No court ought, unless the terms of an act rendered it unavoidable, to give a construction to it which should involve a violation, however unintentional, of the constitution.” Parsons v. Bedford, 3 Pet. 433, 448–449 (1830). Justice Holmes made the same point a century later: “[T]he rule is settled that as between two possible interpretations of a statute, by one of which it would be unconstitutional and by the other valid, our plain duty is to adopt that which will save the Act.” Blodgett v. Holden, 275 U.S. 142, 148 (1927) (concurring opinion)”.
(ιδία υπογράμμιση)
Σχετικά με την ερμηνεία η οποία θα διασώσει τη νομοθεσία από το να κηρυχθεί αντισυνταγματική διευκρινίζεται ότι:
“The question is not whether that is the most natural interpretation of the mandate, but only whether it is a “fairly possible” one. Crowell v. Benson, 285 U.S. 22, 62 (1932). As we have explained, “every reasonable construction must be resorted to, in order to save a statute from unconstitutionality.” Hooper v. California, 155 U.S. 648, 657 (1895)”.
(ιδία έμφαση και υπογράμμιση)
Κατά την κρίση μας ο Κανονισμός 6(7) της Κ.Δ.Π.299/2005, μπορεί βάσιμα να ερμηνευτεί κατά τρόπον ώστε η συνέχιση της ακρόασης κατόπιν απόδειξης της επίδοσης της κλήσης στον εγκαλούμενο δικηγόρο, να επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του πειθαρχικού οργάνου. Στον εν λόγω Κανονισμό δεν χρησιμοποιούνται λέξεις ή φράσεις που να καθιστούν επιτακτική τη συνέχιση της ακρόασης ερήμην του εγκαλούμενου δικηγόρου. Φρονούμε επίσης ότι ο Κανονισμός 6(7), κατ’ ανάλογο τρόπο με το Άρθρο 89(1) της Ποινικής Δικονομίας, καλύπτει πέραν της ακρόασης, και το στάδιο επιμέτρησης της ποινής, σε περίπτωση καταδίκης μετά από ακρόαση, ή παραδοχής στις πειθαρχικές κατηγορίες.
Το δικαίωμα παρουσίας του κατηγορούμενου στη δίκη απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο σε αριθμό υποθέσεων, οι οποίες είναι καθοδηγητικές ως προς τον τρόπο άσκησης της ανάλογης διακριτικής εξουσίας του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Στην υπόθεση Ποταμός ν. Alpha Bank Cyprus Ltd (2012) 2 Α.Α.Δ. 167, λέχθηκαν τα εξής:
«Είναι καλά νομολογημένη αρχή ότι κατηγορούμενος σε ποινική υπόθεση έχει δικαίωμα να είναι παρών κατά τη δίκη του και να ακούεται, γι' αυτό, άλλωστε, κλητεύεται. Σε περιπτώσεις συνοπτικής δίκης, το ζήτημα της παρουσίας ή μη κατηγορουμένου διέπεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 89(1)*** του Νόμου. Κατά πόσο το πρωτόδικο δικαστήριο θα προχωρήσει στην απουσία κατηγορουμένου να ακούσει την υπόθεση και να επιβάλει ποινή ή να εκδώσει ένταλμα σύλληψης για να είναι αυτός παρών, επαφίεται στη διακριτική του εξουσία, η οποία ασκείται δικαστικά. Κατά την άσκησή της, λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες, όπως η φύση και η σοβαρότητα των κατηγοριών, κατά πόσο αυτές ενέχουν το στίγμα της ανεντιμότητας, το είδος και το ύψος της ποινής που επιβάλλεται για τέτοιου είδους κατηγορίες, εάν ο κατηγορούμενος βαρύνεται ή όχι με προηγούμενες καταδίκες - (βλ. Niazi Ahmed v. Police 19 C.L.R. 127 Michael a.o. v. Police (1987) 2 C.L.R. 78 και Αριστοδήμου v. Κ.Ο.Τ. (2007) 2 Α.Α.Δ. 193) - κατά πόσο αυτός έχει παραιτηθεί οικειοθελώς του δικαιώματος να είναι παρών, ή, καίτοι απών, εκπροσωπείται από συνήγορο και δηλώνει ότι επιθυμεί να είναι παρών.
(ιδία υπογράμμιση)
Επί των γεγονότων, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι υπήρξε λανθασμένη άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 89(1) του Κεφ. 155, το οποίο προχώρησε στην απουσία του κατηγορούμενου να ακούσει την εναντίον του ποινική υπόθεση και να τον κρίνει ένοχο, για παράλειψη καταβολής εξ αποφάσεως χρέους με μηνιαίες δόσεις στη βάση δικαστικού διατάγματος. Το σκεπτικό περιέχεται στο κάτωθι απόσπασμα:
«Στην παρούσα περίπτωση, εξετάζοντας τη διαδικασία που ακολουθήθηκε και, ιδιαίτερα, τα πρακτικά των ημερομηνιών 16/11/2010 και 23/11/2010, διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και άκουσε την υπόθεση, χωρίς να εξετάσει, παρά την προηγούμενη απόφασή του ότι η παρουσία του εφεσείοντα ήταν απαραίτητη - γι' αυτό, άλλωστε, και τον δέσμευσε με εγγύηση - εάν η παρουσία του έπαυσε να είναι απαραίτητη και η δίκη μπορούσε να προχωρήσει στην απουσία του. Δεδομένης της άρνησης των κατηγοριών από τον εφεσείοντα, κατά την πρώτη δικάσιμο, και της, κατ' επανάληψη, παρουσίας του μέχρι τις 24/9/2010, ημερομηνία, μάλιστα, που αυτός δήλωσε ότι θα εκπροσωπηθεί από συνήγορο, το Δικαστήριο, προτού προχωρήσει να ορίσει την υπόθεση για απόδειξη, θα έπρεπε να εξετάσει κατά πόσο δικαιολογείτο αυτή να ακουστεί στην απουσία του, ή κατά πόσο θα έπρεπε να εκδοθεί ένταλμα σύλληψής του και να κατασχεθεί η εγγύησή του. Αυτά δε φαίνεται να το απασχόλησαν, με αποτέλεσμα τόσο η καταδίκη όσο και η ποινή να επηρεάζονται».
(ιδία υπογράμμιση)
Στην υπόθεση Αριστοδήμου ν. Κ.Ο.Τ. (2007) 2 Α.Α.Δ. 193, ο εφεσείων αντιμετώπιζε κατηγορίες λειτουργίας Κέντρου Αναψυχής χωρίς άδεια. Παρόλο που του επιδόθηκε δεόντως το κατηγορητήριο, ο εφεσείων δεν παρουσιάστηκε στη δίκη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασκώντας την διακριτική του εξουσία δυνάμει του Άρθρου 89(1) του Κεφ. 155, άκουσε την υπόθεση ερήμην του εφεσείοντος, και αφού τον καταδίκασε, εξέδωσε διάταγμα τερματισμού λειτουργίας του Κέντρου Αναψυχής. Η έφεση στρεφόταν μόνο κατά της επιβληθείσας ποινής. Το Ανώτατο Δικαστήριο, αναφερόμενο στην υπόθεση Michael a.o. v. The Police (1987) 2 C.L.R. 78, όπου το εν λόγω άρθρο έτυχε εξέτασης με παραπομπή σε προγενέστερη νομολογία, τόνισε τα εξής:
«Η ουσία της πιο πάνω υπόθεσης είναι ότι, παρόλο που το όλο θέμα αν θα προχωρήσει δηλαδή το πρωτόδικο δικαστήριο να ακούσει την υπόθεση και επιβάλει ποινή στην απουσία του κατηγορουμένου ή αν θα εκδώσει ένταλμα σύλληψης για να είναι αυτός παρών, είναι στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου, σε υποθέσεις που ενέχουν το στοιχείο της ανεντιμότητας (dishonesty) και η ποινή είναι φυλάκιση, είναι ορθό όπως το δικαστήριο εκδίδει ένταλμα σύλληψης για να είναι παρών ο κατηγορούμενος.
Στη δική μας περίπτωση το παράπονο του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έφερε πιο μπροστά την υπόθεση για σκοπούς απόδειξης, σίγουρα δεν ευσταθεί. Άλλωστε όπως είναι διατυπωμένη η έφεση, αυτή περιορίζεται «κατά της διαταγής και/ή ποινής» του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Δεν προσβάλλει την καταδίκη. Αυτό που μας προβλημάτισε είναι το κατά πόσο θα έπρεπε το Δικαστήριο να εκδώσει ένταλμα σύλληψης για να είναι παρών ο εφεσείων και να ακουστεί στο θέμα της ποινής, ιδιαίτερα στην έκταση που θα εκδιδόταν διάταγμα τερματισμού της λειτουργίας του κέντρου, ποινή που είναι δραστικής μορφής. Η προαναφερθείσα υπόθεση Μichael & Others v. Police, μιλά για ποινή φυλάκισης. Είμαστε όμως της άποψης ότι σε περιπτώσεις που εκτός από χρηματική ποινή το δικαστήριο σκοπεύει να εκδώσει και κάποιο διάταγμα εναντίον ενός κατηγορουμένου, όπως για παράδειγμα διάταγμα κατεδάφισης μιας οικοδομής ή τερματισμού λειτουργίας ενός κέντρου αναψυχής, η απονομή της δικαιοσύνης επιτυγχάνεται καλύτερα με το να είναι ο κατηγορούμενος παρών και να ακούεται επί του θέματος».
(υπογράμμιση δική μας)
Στην υπόθεση Γρηγορίου ν. Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών (2016) 2 Α.Α.Δ. 816, το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να προχωρήσει σε ακρόαση της υπόθεσης ερήμην του κατηγορούμενου, και να τον καταδικάσει επιβάλλοντας του ποινή προστίμου €2.100, καθώς και διάταγμα με το οποίο «απαγορεύετο στον εφεσείοντα να ασκεί καθ' οιονδήποτε τρόπο οιανδήποτε ενέργεια σχετική με την κτηματομεσιτεία χωρίς να είναι εγγεγραμμένος στο σχετικό μητρώο και χωρίς να έχει εν ισχύ την απαιτούμενη άδεια». Τούτο όμως έγινε κατόπιν επανειλημμένης απουσίας του Εφεσείοντος από τη δίκη (ο οποίος αρχικά εμφανίστηκε σε διάφορες δικασίμους της υπόθεσης), τη μη εκτέλεση εντάλματος σύλληψης εναντίον του και, τέλος, τη δήλωση του δικηγόρου του ότι ο πελάτης του απουσιάζει μόνιμα στο εξωτερικό και δεν έχουν επικοινωνία μαζί του, ζητώντας άδεια να αποσυρθεί. Εκρίθη ότι ως εκ της συμπεριφοράς του, ο Εφεσείων απεμπόλησε το δικαίωμα παρουσίας του στη δίκη, δείχνοντας αδιαφορία για το αποτέλεσμα και την εξέλιξή της. Στην απόφαση επισημαίνεται η ανάγκη διασφάλισης του κύρους της διαδικασίας, ως μέρος της σύμφυτης διαδικασίας του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, αναφέρεται ότι γεγονότα ήταν ανάλογα με αυτά στην R v. Jones [2002] UKHL 5, το δε είδος και φύση της ποινής διαφοροποιούν την υπόθεση από την Αριστοδήμου ν. Κ.Ο.Τ. (ανωτέρω).
Από την άλλη, σε ποινική υπόθεση στην οποία ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε κατηγορία δημόσιας εξύβρισης και είχε δεόντως πληροφορηθεί την ημερομηνία ορισμού της υπόθεσης για ακρόαση, η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ακούσει την υπόθεση ερήμην του κατηγορούμενου και να επιβάλει ποινή προστίμου, εκρίθη δικαιολογημένη (βλ. Λουκαΐδης ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 884). Τα γεγονότα της υπόθεσης διακρίθηκαν από εκείνα στις υποθέσεις Michael a.o. v. Police (ανωτέρω) και Αριστοδήμου ν. Κ.Ο.Τ. (ανωτέρω), καθότι, το υπό κατηγορία αδίκημα δεν ήταν εκ της φύσεως του σοβαρό, λαμβανομένης υπόψη της προβλεπόμενης ποινής προστίμου και το ότι δεν ενείχε το στοιχείο του δόλου ή ανεντιμότητας.
Στην υπόθεση Superfood Ltd v. Μιχαήλ, Ποιν. Έφ. 46/2015, ημερ. 7.11.2018, το Ανώτατο Δικαστήριο παραμέρισε πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η ποινική υπόθεση και απαλλάχτηκε ο εφεσίβλητος, από κατηγορία έκδοσης ακάλυπτης επιταγής την οποία είχε παραδεχτεί, κρίνοντας εσφαλμένη τη μη επιβολή ποινής ερήμην του, η οποία δικαιολογείτο, υπό τις περιστάσεις, βάσει του Άρθρου 89(1) της Ποινικής Δικονομίας. Το Ανώτατο Δικαστήριο προχώρησε να επιβάλει το ίδιο ποινή στον Εφεσίβλητο, ο οποίος δεν παρουσιάστηκε ούτε στην έφεση. Επισημαίνεται στην απόφαση ότι μετά την παραδοχή στην κατηγορία, ο Εφεσίβλητος εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία την οποία του έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν δικού του αιτήματος για εξόφληση της επιταγής (ώστε να μπορεί να ληφθεί υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής), και δεν εμφανίστηκε την ημερομηνία ορισμού της υπόθεσης για γεγονότα και ποινή, με αποτέλεσμα την έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον του. Το οποίο όμως δεν εκτελέστηκε, παρότι η υπόθεση επαναορίστηκε σε άλλες δυο ημερομηνίες για γεγονότα και ποινή. Περιπλέον, ελήφθη υπόψη ότι πριν την παραδοχή του Εφεσίβλητου, εκδόθηκαν άλλα τρία εντάλματα σύλληψης εναντίον ένεκα μη παρουσίας του κατά την ημερομηνία ορισμού της υπόθεσης για απάντηση και ακρόαση. Εκρίθη ότι, υπό τις περιστάσεις, ο Εφεσίβλητος είχε πλήρη γνώση της εναντίον του δικαστικής διαδικασίας, και συνειδητά δεν άσκησε το δικαίωμα παρουσίας του ενώπιον το Δικαστηρίου με αποτέλεσμα να το απεμπολήσει.
(βλ. και Uniframe Ltd v. Φυλακτού, Ποιν. Έφ. 79/2021, ημερ. 23.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:B135).
Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω αρχές στα γεγονότα της υπόθεσης, κρίνουμε ότι η επιβολή της συγκεκριμένης δραστικής πειθαρχικής ποινής ερήμην της Εφεσείουσας, συνιστά παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος παρουσίας της στο στάδιο επιμέτρησης της ποινής. Παρότι η Εφεσείουσα είχε γνώση της ημερομηνίας ορισμού της υπόθεσης για γεγονότα και ποινή, το Πειθαρχικό Συμβούλιο, εν όψει (α) της σοβαρότητας των πειθαρχικών αδικημάτων στα οποία παραδέχτηκε ενοχή, πλείστα εκ των οποίων ενέχουν έντονα το στίγμα της ανεντιμότητας, (β) του γεγονότος ότι βαρυνόταν με προηγούμενες καταδίκες, και (γ) της μεγίστης των πειθαρχικών ποινών την οποία προσανατολιζόταν να επιβάλει (διαγραφή από το μητρώο των δικηγόρων), εν τη ασκήσει της διακριτικής του εξουσίας, θα έπρεπε πρώτα να εξετάσει κατά πόσον η απουσία της οφειλόταν σε λόγους πέραν του ελέγχου της, ή εάν είχε εκουσίως και ανεπιφύλακτα παραιτηθεί από το δικαίωμα παρουσίας της. Τα ζητήματα αυτά, ωστόσο, δεν φαίνεται να απασχόλησαν το Πειθαρχικό Συμβούλιο. Για τον σκοπό αυτό η ορθή και ενδεδειγμένη ενέργεια ήταν το Συμβούλιο να αναβάλει την υπόθεση σε μεταγενέστερη ημερομηνία, μεριμνώντας ώστε η Εφεσείουσα να ειδοποιηθεί δεόντως περί τούτου. Όπως τονίστηκε από το ΕΔΑΔ, η παραίτηση από το δικαίωμα συμμετοχής στη δίκη πρέπει να διαπιστώνεται με σαφή και αδιαμφισβήτητο τρόπο. Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης διακρίνονται από εκείνα της Γρηγορίου ν. Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών (ανωτέρω) και Superfood Ltd v. Μιχαήλ (ανωτέρω). Επιπλέον, το Πειθαρχικό Συμβούλιο, όχι μόνο δεν διερεύνησε τον λόγο απουσίας της Εφεσείουσας, αλλά προσμέτρησε την ίδια την απουσία ως επιβαρυντικό στοιχείο, δεικνύον αδιαφορία και έλλειψη σεβασμού προς τους θεσμούς, πράγμα το οποίο αποτελεί πρόσθετο σφάλμα με βάση τον λόγο της Hayward (ανωτέρω).
Η παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος παρουσίας της Εφεσείουσας στο στάδιο επιμέτρησης της ποινής, επιφέρει, αναπόφευκτά την πλήρη ακύρωση της επιβληθείσας ποινής.
Υπό το φως των ανωτέρω ο πρώτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει ενώ ο έβδομος κρίνεται ανεδαφικός.
Εν όψει της επιτυχίας του πρώτου λόγου έφεσης παρέλκει η εξέταση όλων των υπολοίπων λόγων έφεσης, οι οποίοι σχετίζονται με την ποινή.
(ΙΙ) Η καταδίκη για παράλειψη απάντησης σε επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα
Στρεφόμαστε στον τρίτο λόγο έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται η πειθαρχική καταδίκη της Εφεσείουσας στην κατηγορία 8. Παρά την παραδοχή της στην πιο πάνω κατηγορία, εν όψει του λόγου αντισυνταγματικότητας, για τον οποίο προσβάλλεται η καταδίκη, η έφεση εμπίπτει στο πλαίσιο του Άρθρου 135 της Ποινικής Δικονομίας, το οποίο, τηρουμένων των αναλογιών, εφαρμόζεται δυνάμει του Κανονισμού 10 του Περί Δικηγόρων (Εφέσεις εις Πειθαρχικάς Υποθέσεις) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1980 (15/1980), ο οποίος προνοεί ότι:
«Δι' οιονδήποτε ζήτημα διά το οποίον δεν ετέθη ειδική διάταξις εν τω παρόντι Κανονισμώ περί της ακολουθητέας διά τούτο δικονομίας, θα εφαρμόζωνται, τηρουμένων των αναλογιών, αι σχετικαί με τας εφέσεις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και του περί Ποινικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού».
Με βάση τις λεπτομέρειες αδικήματος, η εν λόγω κατηγορία για ασυμβίβαστη με το επάγγελμα διαγωγή, στηρίζεται στη μη απάντηση της Εφεσείουσας σε επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα, με την οποία καλείτο να εκφέρει τις απόψεις της σε σχέση με τους εναντίον της προβληθέντες ισχυρισμούς, οποίοι, εν τέλει, οδήγησαν στη σύνταξη των κατηγοριών 1 - 7. Με βάση τα διαλαμβανόμενα στην Κ.Δ.Π.299/2005, η επίμαχη επιστολή, φαίνεται να στηρίζεται στον Κανονισμό 3, ο οποίος προνοεί ότι:
«Οποτεδήποτε περιέρχεται σε γνώση του Πειθαρχικού Συμβουλίου ότι δικηγόρος δυνατό-
(α) Να είναι ένοχος επονείδιστου, δόλιας ή ασυμβίβαστης διαγωγής προς το επάγγελμα× ή/ και
(β) να έχει ενεργήσει ή συμπεριφερθεί κατά τρόπο που αντιβαίνει ή συγκρούεται με τις πρόνοιες των περί Δεοντολογίας των δικηγόρων Κανονισμών,
θέτει υπόψη του δικηγόρου αυτού τα εις χείρας του Πειθαρχικού Συμβουλίου στοιχεία ή τους προβληθέντες ισχυρισμούς και ζητά τις απόψεις του μέσα σε καθορισμένη ημερομηνία».
Ο πλαγιότιτλος του εν λόγω κανονισμού αναφέρει: «Έναρξη έρευνας για διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος». Σύμφωνα με το Άρθρο 16(2)(α) του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2, ο Γενικός Εισαγγελέας προεδρεύει του Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Είναι η θέση του συνηγόρου της Εφεσείουσας ότι παρά την παραδοχή της νομιμοποιείται να προσβάλει την καταδίκη της στην κατηγορία 8, καθότι η παράλειψη για την οποία κατηγορήθηκε δεν συνιστά πειθαρχικό αδίκημα με βάση τον νόμο και επομένως παραβιάζει το Άρθρο 12.1 του Συντάγματος και το Άρθρο 7.1 της ΕΣΔΑ.. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι η εν λόγω κατηγορία και συνακόλουθη καταδίκη αντίκειται στο δικαίωμα της σιωπής και της μη αυτοενοχοποίησης που κατοχυρώνει το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος και το Άρθρο 6.2 της ΕΣΔΑ, καθώς και το Άρθρο 3Γ της Ποινικής Δικονομίας, το οποίο θεσπίστηκε για σκοπούς ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2016/343/ΕΕ. Από την άλλη, η συνήγορος των Εφεσιβλήτων υποστηρίζει ότι η εμβέλεια των εν λόγω Άρθρων τα οποία ενσωματώνουν την αρχή «κανένα αδίκημα, καμία ποινή χωρίς νόμο» (nullum crimen, nulla poena sine lege), περιορίζεται σε ποινικά αδικήματα. Προς τούτο επικαλείται την υπόθεση Θεοδωρίδης ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (1989) 3 Α.Α.Δ. 1457, στην οποία αποφασίστηκε ότι το Άρθρο 12.1 του Συντάγματος δεν εφαρμόζεται στην πειθαρχική διαδικασία λόγω της εγγενώς διαφορετικής φύσης του ποινικού αδικήματος από το πειθαρχικό. Υποστηρίζει επίσης, ότι το Άρθρο 3Γ της Ποινικής Δικονομίας, εφαρμόζεται στην πειθαρχική διαδικασία μόνο κατά το στάδιο της ακρόασης και όχι στο προδικαστικό στάδιο, επειδή ο Κανονισμός 6(5) της Κ.Δ.Π.299/2005, αναφέρει ότι η ακρόαση της υπόθεσης διεξάγεται κατά το δυνατό με τον ίδιο τρόπο ως η ακρόαση ποινικής υπόθεση.
Κατ’ αρχάς επισημαίνουμε ότι παρά τη μη εφαρμογή του Άρθρου 12.1 του Συντάγματος σε πειθαρχικά αδικήματα βάσει του λόγου της Θεοδωρίδης (ανωτέρω), το βασικό προς εξέταση ζήτημα είναι κατά πόσον η κατηγορία 8 και η συνακόλουθη καταδίκη, παραβιάζει το δικαίωμα της σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης της Εφεσείουσας το οποίο εμπεριέχεται στο τεκμήριο της αθωότητας που κατοχυρώνει το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος, και διασφαλίζεται από το Άρθρο 3Γ της Ποινικής Δικονομίας. Η κεφαλαιώδης σημασία του τεκμηρίου της αθωότητας και δικαιώματος μη αυτοενοχοποίησης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, τονίστηκε στην Κυριακίδης κ.ά ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 485, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο κατοχυρώνεται στο Άρθρο 12.4 του Συντάγματος, έχει προέλευση το άρθρο 6(2) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία επίσης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του Κυπριακού δικαίου. (Βλ. Κυρωτικό Νόμο 39/62.) Το τεκμήριο της αθωότητας θεωρείται βασικό εχέγγυο της ελευθερίας και υπόστασης του ανθρώπου, τόσο κατά το Αγγλικό όσο και το Ηπειρωτικό δίκαιο. Θεώρηση της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποκαλύπτει ότι δεν χωρεί κανένας συμβιβασμός ούτε παρέκκλιση από το δικαίωμα που εξασφαλίζει το άρθρο 6(2) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Το τεκμήριο της αθωότητας εμπεριέχει και την ελευθερία κατά της αυτοενοχοποίησης. (Βλ. Funke v. France Series A, 265 - A [1993] και την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Saunders v. U.K. No.19187/91 [1994] Com. Rep. 69-75)».
Εν όψει του ότι συμφώνως της προμνησθείσας νομολογίας η πειθαρχική δίκη αποτελεί οιονεί ποινική διαδικασία, με τον διωκόμενο να απολαμβάνει τα ίδια δικαιώματα υπεράσπισης τα οποία εγγυάται το Άρθρο 12.5 του Συντάγματος και 6.3 της ΕΣΔΑ, έπεται, κατά λογική ακολουθία, ότι ο διωκόμενος απολαμβάνει και το δικαίωμα της σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης που κατοχυρώνει το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος.
Με αφετηρία ότι οι εγγυήσεις του Άρθρου 12.5 του Συντάγματος εκτείνονται, βάσει της νομολογίας, στο προδικαστικό στάδιο, από τη στιγμή που γνωστοποιείται από την αρμόδια αρχή σε πρόσωπο η ύπαρξη ισχυρισμού ότι έχει διαπράξει ποινικό αδίκημα (βλ. ανασκόπηση νομολογίας στην Α.Ν.Κ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 136/2022, ημερ. 1.8.2025), και δεδομένου ότι ο πειθαρχικά διωκόμενος απολαμβάνει των ίδιων συνταγματικών εγγυήσεων με κατηγορούμενο πρόσωπο, έπεται, ότι οι εν λόγω συνταγματικές εγγυήσεις εκτείνονται ωσαύτως στην πειθαρχική έρευνα, από της επισήμου γνωστοποιήσεως στον ερευνώμενο των προβληθέντων ισχυρισμών για τη διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος. Όπως συνέβη εν προκειμένω, με την περί ης ο λόγος επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα. Πέραν των εγγυήσεων του Άρθρου 12.5, ένα από τα πλέον θεμελιώδη δικαιώματα υπόπτου προσώπου στο ανακριτικό στάδιο, είναι το δικαίωμα της σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης που κατοχυρώνει το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος και το Άρθρο 3Γ της Ποινικής Δικονομίας. Μάλιστα το Άρθρο 3Γ αναφέρει ρητά ότι εφαρμόζεται και στην περίπτωση υπόπτου προσώπου, ενσωματώνοντας έτσι την πιο πάνω αρχή της νομολογίας. Κατ’ αναλογίαν, τα ίδια δικαιώματα ισχύουν και για την πειθαρχική έρευνα, με το ερευνώμενο πρόσωπο να απολαμβάνει το δικαίωμα της σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν δύναται να εξαχθούν ενοχοποιητικά συμπεράσματα από την άσκηση του δικαιώματος της σιωπής (βλ. Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 250). Πολλώ δε μάλλον, η άσκηση του δικαιώματος της σιωπής δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμη βάση για τη διάπραξη ποινικού ή πειθαρχικού αδικήματος. Όπως τονίστηκε στην Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) δεν χωρεί κανένας συμβιβασμός ή παρέκκλιση από το δικαίωμα που διασφαλίζει το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος. Συνακόλουθα, η καταδίκη της Εφεσείουσας στην κατηγορία 8 παραβιάζει το συνταγματικό δικαίωμα της σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης.
Τέλος, επισημαίνεται ότι το εν λόγω συνταγματικό δικαίωμα παραβιάστηκε και στο στάδιο επιβολής ποινής καθώς, πέραν της καθαυτής κατηγορίας, η παράλειψη της Εφεσείουσας να απαντήσει στην επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα προσμετρήθηκε εναντίον της, ως συμπεριφορά που κατεδείκνυε απαξίωση προς τους θεσμούς.
Υπό το φως των ανωτέρω ο τρίτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η επιβληθείσα πειθαρχική ποινή και η καταδίκη στην κατηγορία 8 ακυρώνονται.
Οι εξουσίες του Εφετείου κατά την ακρόαση έφεσης κατά απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου, καθορίζονται από το Άρθρο 17(5)(β) του περί Δικηγόρων Νόμο, Κεφ. 2. Μας απασχόλησε κατά πόσο μετά πάροδο τεσσάρων σχεδόν χρόνων η υπόθεση θα πρέπει να σταλεί πίσω στο Πειθαρχικό Συμβούλιο των Δικηγόρων για να επιβληθεί πειθαρχική ποινή στην Εφεσείουσα, αφού πρώτα ακουστεί η ίδια για μετριασμό της ποινής. Εν όψει της σοβαρότητας των πειθαρχικών αδικημάτων στα οποία η Εφεσείουσα παραδέχτηκε ενοχή (κατηγορίες 1 - 7) κρίνουμε ότι η υπόθεση θα πρέπει να παραπεμφθεί πίσω στο Πειθαρχικό Συμβούλιο για τον πιο πάνω σκοπό και συνακόλουθα εκδίδεται ανάλογο διάταγμα.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο