ZILOS LTD v. ΛΑΖΑΡΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.: 41/2019, 30/9/2025
print
Τίτλος:
ZILOS LTD v. ΛΑΖΑΡΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.: 41/2019, 30/9/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 41/2019)

 

30 Σεπτεμβρίου 2025

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Θ. ΘΩΜΑ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ZILOS LTD

Εφεσείουσα/Ενάγουσα

v.

 

1.    ΛΑΖΑΡΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

2.    RUTH ABBOT

Εφεσιβλήτων/Εναγομένων 

 

___________________________

Μ. Κέστωρος (κα) για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για την  Εφεσείουσα

Λ. Κινοσίδου (κα) με κ. Γ. Ματσάγκο για Χρ. Λάρκου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο 

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Θ. Θωμά, Δ.


 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΘΩΜΑ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 14.1.2019, με την οποία οι Εφεσίβλητοι 1 και 2 διατάχθηκαν όπως πληρώσουν το εξ αποφάσεως χρέος τους, ανερχόμενο σε €100.000 πλέον τόκο και έξοδα, με μηνιαίες δόσεις ύψους €1.000 (ο Εφεσίβλητος 1) και €500 (η Εφεσίβλητη 2). Η αίτηση της Εφεσείουσας εταιρείας, στη βάση της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, στηρίχθηκε στο Μέρος VIII άρθρα 82-91Ι του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.

 

Το βασικό παράπονο της Εφεσείουσας εστιάζεται στη θέση της πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι το ποσό το οποίο μπορούσαν να πληρώνουν μηνιαίως οι Eφεσίβλητοι 1 και 2, ήταν €1.000 και €500 αντίστοιχα.  Όπως υποστηρίζει στους δύο λόγους έφεσής της, το ποσό αυτό θα έπρεπε να είχε καθοριστεί από το Δικαστήριο σε €2.000 για έκαστο εξ αυτών.  

 

Όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση και τα πρακτικά της διαδικασίας, αμφότεροι οι Εφεσίβλητοι εξετάστηκαν ενόρκως αναφορικά με την ικανότητά τους να πληρώσουν το εξ αποφάσεως χρέος. Περαιτέρω, η Εφεσείουσα παρουσίασε ως μάρτυρα τον λειτουργό των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κ. Κέκκο. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου 1, την οποία αποδέχθηκε το Δικαστήριο, ο ίδιος λαμβάνει καθαρό μηνιαίο μισθό €4.365, που είναι το μοναδικό εισόδημα της τετραμελούς οικογένειάς του. Καθόρισε τα μηνιαία έξοδα της οικογένειας ως ακολούθως: (α) €480 για ενοίκιο, (β) €1.000 περίπου για τα έξοδα συντήρησης της, στα οποία περιλαμβάνεται ποσό €200 για τις εξωσχολικές δραστηριότητες των δύο ανηλίκων παιδιών του (μαθήματα χορού, ποδοσφαίρου, τέχνης, καθώς και γυμναστικής) και (γ) €1.947 ως δόση για την αποπληρωμή αναδιαρθρωθέντος στεγαστικού δανείου. Διευκρίνισε ότι η ως άνω δόση καταβάλλεται χωρίς να έχει εκδοθεί δικαστικό διάταγμα. Η θέση του δε, ήταν ότι δύναται να πληρώνει ποσό €1.000 μηνιαίως προς εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους, αδυνατεί όμως να πληρώνει €2.000 το οποίο αξίωνε η Εφεσείουσα. Το Δικαστήριο στην απόφασή του καταλήγει στα ακόλουθα:

 

«Αφού συνυπολογισθούν οι αναγκαίες και εύλογες μηνιαίες δαπάνες της οικογένειας των καθ΄ων η αίτηση, επί τη βάσει πάντοτε των όσων ο ίδιος ο  καθ΄ου η αίτηση αρ.1 εδήλωσε ενώπιον του Δικαστηρίου, διαπιστώνεται πως αυτός διαθέτει περίσσευμα ύψους €1.000 το οποίο θα μπορούσε να αποτελεί τη μηνιαία δόση για την αποπληρωμή του επίδικου εξ αποφάσεως χρέους του. Υπό τις περιστάσεις και ως έχουν εκτεθεί τα γεγονότα ενώπιον του Δικαστηρίου κρίνεται πως αποκοπή του ποσού αυτού δεν θα έθετε σε κίνδυνο την προοπτική μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης του ιδίου και της οικογένειάς του.  Είναι, βεβαίως, γεγονός πως, κατ΄αρχήν, το ποσόν που καταβάλλεται προς αποπληρωμή δανείου χωρίς να έχει εκδοθεί σχετικό δικαστικό διάταγμα, θεωρείται ως «περίσσευμα» για σκοπούς αποπληρωμής εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους με μηνιαίες δόσεις.  Όμως, εν προκειμένω, προκρίνεται η αντιμετώπιση, ως περισσεύματος, του ποσού των €1.000, αντί του ποσού των €1.947,07, ως είναι η μηνιαία δόση την οποίαν ο καθ΄ου η αίτηση αρ.1 καταβάλλει σε πιστωτικό ίδρυμα για την αποπληρωμή στεγαστικού δανείου που έλαβε. Αυτό θα επιτρέψει στον καθ΄ου η αίτηση αρ.1 να επαναδιαπραγματευθεί με το πιστωτικό ίδρυμα για σκοπούς μείωσης της δόσης που καταβάλλει για αποπληρωμή του δανείου του.  Εάν τέτοια επαναδιαπραγμάτευση επιτύχει θα αποφευχθεί ο κίνδυνος να επιβαρυνθεί καθ΄ου η αίτηση αρ.1 με ένα νέο υπερήμερο χρέος».  

 

Καθ’ όσον αφορά την Εφεσίβλητη 2, σύζυγο του Εφεσίβλητου 1, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει στην απόφασή του, ότι είναι κάτοχος πτυχίου νομικής και μεταπτυχιακού τίτλου στο «Child Law», καθώς και ότι τους τελευταίους μήνες εγκατέλειψε, για οικογενειακούς και προσωπικούς της λόγους, την προσοδοφόρα εργασία της, η οποία απαιτούσε πολυήμερα ταξίδια στο εξωτερικό.  Αναζητεί νέα εργασία, συμβατή με τις οικογενειακές και προσωπικές της ανάγκες, καθώς και τα ενδιαφέροντά της. Έχει ήδη εγγραφεί στον σχετικό κατάλογο του αρμόδιου κυβερνητικού τμήματος, προβαίνει όμως και η ίδια σε σχετικές ενέργειες. Στη συνέχεια το Δικαστήριο καταλήγει ως ακολούθως:

 

«Όσον αφορά στην καθ΄ης η αίτηση αρ.2, διαπιστώνεται πως το γεγονός ότι, επί του παρόντος, αυτή δεν εργάζεται οφείλεται μάλλον στις πεποιθήσεις της και τις συγκεκριμένες προσδοκίες της και όχι σε αντικειμενική αδυναμία. Εφ΄όσον η καθ΄ης η αίτηση αρ.2 είναι εξ αποφάσεως οφειλέτης, έχει υποχρέωση να μειώσει τις προσδοκίες της για να καταστεί δυνατή η άμεση εργοδότησή της και έχει υποχρέωση να καταβάλει κάθε προσπάθεια για την αποπληρωμή των χρεών της. Η καθ΄ης η αίτηση αρ.2 οφείλει να προσαρμόσει τις επιδιώξεις της στο μέτρο του εφικτού και οφείλει να εκμεταλλευτεί αμέσως τα υψηλά ακαδημαϊκά της προσόντα, τις ικανότητες και τις εμπειρίες της. Η καθ΄ης η αίτηση αρ. 2 οφείλει να δεχθεί να εργασθεί έστω και με απολαβές χαμηλότερες των προσδοκιών της ως, επίσης, και σε εργασία λιγότερο ενδιαφέρουσα από αυτήν που επιδιώκει.  Δεδομένων των οικονομικών συνθηκών οι οποίες ισχύουν σήμερα στον τόπο μας και οι οποίες δημοσιοποιούνται επισήμως από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες (Στυλιανού v. Ανδρεάδη (2005) 1 Α.Α.Δ. 509), κρίνεται πως η εργοδότηση της καθ΄ης η αίτηση αρ.2 είναι εφικτή. Εφ΄όσον εργοδοτηθεί, η καθ΄ης η αίτηση αρ.2 θα είναι σε θέση να συνεισφέρει στις αναγκαίες και εύλογες μηνιαίες δαπάνες της οικογένειάς της καθώς και να αποπληρώσει το εξ αποφάσεως χρέος της.  Kατά συνέπειαν, διαπιστώνεται πως η καθ΄ης η αίτηση αρ.2, εφ΄όσον εξεύρει εργασία, θα διαθέτει περίσσευμα το οποίο θα μπορεί να αποτελεί τη μηνιαία δόση για την αποπληρωμή του επίδικου εξ αποφάσεως χρέους. Το περίσσευμα αυτό υπολογίζεται περί τα €500= μηνιαίως.  Υπό τις περιστάσεις, και ως έχουν εκτεθεί τα γεγονότα ενώπιον του Δικαστηρίου, κρίνεται πως αποκοπή του ποσού αυτού δεν θα θέσει σε κίνδυνο την προοπτική μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης της ίδιας της καθ΄ης η αίτηση αρ.2 και της οικογένειάς της».

 

Σύμφωνα με τη διαχρονική θέση της νομολογίας μας, το Δικαστήριο κατά την εξέταση αίτησης για μηνιαίες δόσεις θα πρέπει να εξισορροπήσει μεταξύ δύο παραγόντων, ήτοι αφενός της ανάγκης για εκτέλεση της δικαστικής απόφασης, παράγοντας που άπτεται άμεσα του κύρους της δικαστικής διαδικασίας, και αφετέρου της προοπτικής αξιοπρεπούς διαβίωσης του χρεώστη στο πλαίσιο του κράτους δικαίου (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. ν. Κωνσταντίνου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1034). Στην υπόθεση Φλαγκοφάς v. Αταλέζα Λτδ (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ 689 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Πρέπει να επισημάνουμε ότι η διαδικασία που προβλέπει το Μέρος IX του ΚΕΦ. 6 έχει ουσιαστικά ανακριτικό χαρα­κτήρα και αποβλέπει στην παροχή ευχέρειας στο Δικαστήριο μετά την διεξαγωγή της αναγκαίας έρευνας σχετικά με τα μέσα του χρεώστη να αποφασίσει κατά πόσο είναι σε θέση να αποπληρώσει με δόσεις το χρέος του. H οικονομική ευχέρεια για την αποπληρωμή εξ αποφάσεως χρέους με δόσεις, μετά τον προσδιορισμό των μέσων του χρεώστη, συναρτάται άμεσα με τις ανάγκες του χρεώστη και της οικογένειάς του για αξιοπρεπή διαβίωση. Αυτές περιλαμβάνουν τη στέγαση, τη διατροφή και την ιατρική περίθαλψη των μελών της οικο­γένειας καθώς και τη μόρφωση των παιδιών και κάποια ευ­χέρεια για την κοινωνική διακίνηση του χρεώστη.»

 

Καθ’ όσον αφορά την Εφεσίβλητη 2, επικροτούμε την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του ζητήματος. Το ότι αυτή δεν εργάζεται επί του παρόντος δεν είναι παράγοντας ο οποίος αφ’ εαυτού αποκλείει ή εμποδίζει την έκδοση εναντίον της  διατάγματος μηνιαίων δόσεων. Όπως εύστοχα σημειώνει η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής στην απόφασή της, η Καθ’ ης η αίτηση 2 (Εφεσίβλητη 2) «… οφείλει να δεχθεί να εργαστεί έστω και με απολαβές χαμηλότερες των προσδοκιών της, όπως επίσης και σε εργασία λιγότερο ενδιαφέρουσα από αυτήν που επιδιώκει». Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Σωτηρίου v. Universal Bank Public Ltd, Πολ. Έφ. 271/2013, ημερ. 9.3.2020, ECLI:CY:AD:2020:A93, είναι απόλυτα σχετικό με τα ανωτέρω παρατεθέντα:

 

«Είναι νομολογημένο ότι είναι δυνατή η έκδοση διατάγματος μηνιαίων πληρωμών έστω και αν κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή ο εξ αποφάσεως οφειλέτης δεν εργάζεται, εφόσον διαπιστωθεί ότι έχει δυνατότητα για προσοδοφόρα απασχόληση (Λέφου xxx ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Πολιτική Έφεση αρ. 9542, ημερ. 20.6.1997 (μη δημοσιευμένη) και McEvan v. McEvan [1972] 2 All E.R. 708, 714).

 

 Η διαχρονική προσέγγιση της νομολογίας εναποθέτει στον εξ' αποφάσεως οφειλέτη την υποχρέωση να αναζητήσει προσοδοφόρα απασχόληση και να εργαστεί για να αποπληρώσει τα δικαστικά του χρέη.  Έτσι στην Χριστάκη ή άλλως Παναγιώτου ν. Μιχαήλ (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 422, κρίθηκε ότι τα προβλήματα υγείας της εφεσείουσας που μπορούσαν να αντιμετωπιστούν, η αφοσίωση της προς τον συμβίο της τον οποίο ήθελε να φροντίζει και οι ευθύνες της προς το παιδί της που διέμενε μαζί τους, δεν αποτελούσαν ακόμα και σωρευτικά ιδωμένα, βάσιμες αιτίες για τη μη αναζήτηση εργασίας από μέρους της.  Αναφέρθηκε πως η κατάληξη ότι μπορούσε να εργοδοτηθεί δεν ήταν μόνο εύλογη αλλά και επιβεβλημένη.  Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε στην Προκοπίου κ.ά. ν. Ανδρέας Λάμπρου Λτδ (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 310 και στη Λουγκρίδης ν. Eurolife Limited (2004) 1 (B) A.A.Δ. 886.»

 

Η Εφεσείουσα με τον δεύτερο λόγο έφεσης της διατείνεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της Εφεσίβλητης 2 ότι δεν είχε εισοδήματα και εργαζόταν αμισθί σε ιδιωτική εταιρεία, με αποτέλεσμα να καταλήξει στο εύρημα ότι το ποσό που μπορούσε να καταβάλλει ήταν €500 μηνιαίως εφόσον εξεύρει εργασία. Σύμφωνα με την αιτιολογία του υπό εξέταση λόγου έφεσης, το ως άνω εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου βρίσκεται σε προφανή αντίθεση με γραπτή μαρτυρία, με βάση την οποία η Εφεσίβλητη 2 είχε εξεύρει εργασία και ή εργαζόταν ήδη κατά τον ουσιώδη χρόνο, με απολαβές τέτοιου ύψους, ώστε να δικαιολογείται η έκδοση διατάγματος για ποσό €2.000 μηνιαίως.

 

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του λειτουργού των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κ. Κέκκου, η Εφεσίβλητη 2 κατά τις 10.8.2018 είχε παρουσιαστεί στο Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Κλάδος Ανεργίας) και δήλωσε ότι «έπιασε δουλειά», ζήτησε δε να «κλείσει» η εγγραφή της για λήψη ανεργιακού επιδόματος. Όπως διαπιστώνουμε, η ανωτέρω δήλωση ουδόλως σχολιάζεται από την ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστή στην απόφασή της. Αυτό το οποίο όμως έχουμε παρατηρήσει είναι πως δεν έχει τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου σαφής και επακριβής μαρτυρία ότι η Εφεσίβλητη 2 έχει πράγματι εργοδοτηθεί και πάντως δεν υπήρξε οποιαδήποτε μαρτυρία σε σχέση με συγκεκριμένο μισθό. Επισημαίνουμε ότι όπως αναφέρθηκε από τον κ. Κέκκο, δεν φαίνεται νέα εργοδότηση της Εφεσίβλητης 2 στο μηχανογραφημένο σύστημα Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Δεν έχει τεθεί ενώπιον μας οτιδήποτε από πλευράς Εφεσείουσας, το οποίο θα μπορούσε να δικαιολογήσει την ανατροπή του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσίβλητη 2 «δεν εργάζεται επί του παρόντος». Κατ’ επέκταση δεν συμμεριζόμαστε τη θέση της Εφεσείουσας ότι η Εφεσίβλητη 2 εργαζόταν κατά τον ουσιώδη χρόνο με απολαβές τέτοιου ύψους ώστε να δικαιολογείται η έκδοση διατάγματος εναντίον της για ποσό ύψους €2.000 μηνιαίως.

 

Κρίνουμε ότι το ποσό των €500 στο οποίο κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο οποίο και καθόρισε τη μηνιαία δόση για την Εφεσίβλητη 2, ήταν απόλυτα δικαιολογημένο υπό τις περιστάσεις.

 

Κατά συνέπεια ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης στρέφεται εναντίον του ποσού της μηνιαίας δόσης, την οποία διατάχθηκε να καταβάλλει ο Εφεσίβλητος 1. Με αυτόν η Εφεσείουσα παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι το ποσό το οποίο μπορούσε να καταβάλλει ο Εφεσίβλητος 1 ήταν €1.000 υπό μορφή περισσεύματος, καθώς αυτό δεν συνήδε με τα γεγονότα της υπόθεσης, αλλά ούτε και με τις αληθείς του απολαβές. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου, το Δικαστήριο διέπραξε το λάθος να θεωρήσει τη δόση για το δάνειο του Εφεσίβλητου 1 ως αναγκαία μαζί με το επίδικο εκ δικαστικής απόφασης χρέος, με αποτέλεσμα, καθ’ υπέρβαση της εξουσίας του, να εισηγηθεί όπως «επαναδιαπραγματευτεί με το πιστωτικό ίδρυμα για σκοπούς μείωσης της δόσης που καταβάλλει για αποπληρωμή του δανείου του».

 

Προβάλλεται ακόμα στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου πως το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε το ότι η προφορική μαρτυρία του Εφεσίβλητου 1 ερχόταν σε αντίθεση με την Αναλυτική Κατάσταση Αποδοχών του (Τεκμήριο Χ1), την οποία κατέθεσε ο λειτουργός των Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

 

 Πρωτίστως θα θέλαμε να αναφέρουμε ότι η αμέσως πιο πάνω θέση της Εφεσείουσας είναι παντελώς αβάσιμη. Εξετάσαμε με προσοχή τόσο το περιεχόμενο του Τεκμηρίου Χ1 όσο και την προφορική μαρτυρία του Εφεσίβλητου 1. Αυτό το οποίο έχουμε παρατηρήσει είναι ότι ουδόλως αμφισβητήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο της Εφεσείουσας κατά την αντεξέταση του Εφεσίβλητου 1 ότι ο τελευταίος μισθός του ανέρχεται σε €4.365 (καθαρά). Συνεπώς δεν ευσταθεί το παράπονο της Εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να μην λάβει υπόψη την ως άνω μαρτυρία του Εφεσίβλητου 1, ως αντιβαίνουσα την παρουσιασθείσα γραπτή μαρτυρία.

 

Σύμφωνα με τα αναντίλεκτα γεγονότα της υπόθεσης, στα μηνιαία έξοδα του Εφεσίβλητου 1 περιλαμβάνεται δόση ύψους €1.947,07, την οποία καταβάλλει σε πιστωτικό ίδρυμα για στεγαστικό δάνειο που του παραχωρήθηκε. Η πιο άνω δόση καταβάλλεται στη βάση συμφωνίας με το πιστωτικό ίδρυμα και όχι στη βάση δικαστικού διατάγματος.

 

        Πρωτίστως θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε τη νομολογιακή αρχή ότι χρέη για τα οποία δεν έχουν κινηθεί δικαστικές διαδικασίες και για τα οποία δεν έχουν εκδοθεί διατάγματα μηνιαίων δόσεων δεν μπορούν και δεν προηγούνται του εξ αποφάσεως χρέους (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. v. Κωνσταντίνου (ανωτέρω) και Μαρκαντώνη ν. Παναγιώτου κ.ά., Πολ. Έφ. Ε138/2018, ημερ. 4.9.2024).

 

        Στην προκείμενη περίπτωση, παρά το ότι ορθά η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής θεώρησε ότι το ποσό της δόσης που καταβάλλεται από τον Εφεσίβλητο 1 για το στεγαστικό του δάνειο αποτελεί «περίσσευμα» για σκοπούς αποπληρωμής του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους, εντούτοις «προέκρινε» ως περίσσευμα ποσό €1.000 αντί το ποσό των €1.947,07, με την αιτιολογία ότι αυτό θα επιτρέψει στον Εφεσίβλητο 1 να επαναδιαπραγματευθεί με το πιστωτικό ίδρυμα για σκοπούς μείωσης της δόσης που καταβάλλει για αποπληρωμή του δανείου. Αξίζει δε να επισημανθεί ότι το ποσό των €1.000, το οποίο η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής καθόρισε ως μηνιαία δόση, αποτελεί το περίσσευμα από τον μισθό του Εφεσίβλητου 1, μετά την αφαίρεση όλων των μηνιαίων εξόδων, τα οποία ο ίδιος καθόρισε στη μαρτυρία του, περιλαμβανομένου και του ποσού της μηνιαίας δόσης των €1.947,07. Για να είμαστε πιο ακριβείς, το ποσό το οποίο ο Εφεσίβλητος 1 καθόρισε στη μαρτυρία του ως περίσσευμα από τον μισθό του είναι €950 και όχι €1.000.

 

        Με κάθε σεβασμό, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι ο καθορισμός της μηνιαίας δόσης στο ήμισυ περίπου του ποσού που καταβάλλει ο Εφεσίβλητος 1 στο πιστωτικό ίδρυμα θα του επιτρέψει να επαναδιαπραγματευθεί τη δόση που καταβάλλει για σκοπούς μείωσης της. Στην ουσία η ευπαίδευτη δικαστής άφησε άθικτο το ποσό της δόσης που καταβάλλει ο Εφεσίβλητος 1 στο πιστωτικό ίδρυμα, αφού το ποσό των €1.000 που καθόρισε ως μηνιαία δόση προς τον σκοπό της εξόφλησης του εξ αποφάσεως χρέους, αποτελεί το περίσσευμα από το μισθό του, αφαιρουμένων των μηνιαίων του εξόδων, στα οποία όμως περιλαμβάνεται και η δόση προς το πιστωτικό ίδρυμα. Θα θέλαμε ακόμα να επισημάνουμε ότι από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας δεν φαίνεται να είχε συζητηθεί ζήτημα επαναδιαπραγμάτευσης της δόσης του Εφεσιβλήτου 1 με το πιστωτικό ίδρυμα για σκοπούς μείωσής της. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, η οποιαδήποτε προοπτική επαναδιαπραγμάτευσης της μηνιαίας δόσης που καταβάλλει ο Εφεσίβλητος 1 δεν μπορεί να μεταβάλει το γεγονός ότι εκείνη η δόση καταβάλλεται στη βάση συμφωνίας του με το πιστωτικό ίδρυμα και όχι στη βάση δικαστικού διατάγματος. Αναμφισβήτητα δε η πληρωμή της δεν έχει προτεραιότητα έναντι του εξ αποφάσεως χρέους του Εφεσίβλητου 1 προς την Εφεσείουσα.

 

        Για τους λόγους που έχουμε παραθέσει πιο πάνω, καταλήγουμε ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο καθόρισε τη μηνιαία δόση του Εφεσίβλητου 1 στο ποσό των €1.000. Με βάση μαρτυρία την οποία αποδέχθηκε το Δικαστήριο, το ποσό της θα έπρεπε να ήταν μεγαλύτερο, γι’ αυτό κρίνουμε αναγκαία την παρέμβαση μας. Ως έχει ήδη αναφερθεί, η Εφεσείουσα εισηγείται ότι η μηνιαία δόση θα έπρεπε να είχε καθοριστεί στο ποσό των €2.000.

 

        Έχοντας κατά νουν ότι οι μέχρι σήμερα δόσεις τις οποίες διατάχθηκαν να καταβάλλουν αμφότεροι οι Εφεσίβλητοι, συμποσούμενες στο ποσό των €118.000 (μέχρι 1.9.2025), έχουν ήδη καλύψει το ποσό των €100.000 για το οποίο εκδόθηκε η απόφαση, καθώς και ένα σημαντικό μέρος των τόκων, θεωρούμε ότι η αύξηση του ποσού της μηνιαίας δόσης του Εφεσίβλητου 1 από €1.000 σε €1.500 είναι επαρκής υπό τις περιστάσεις προς εξόφληση του εναπομείναντος εξ αποφάσεως χρέους στο προσεχές διάστημα.  

 

        Με βάση τα πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει εν μέρει και δη όσον αφορά το μέρος που αφορά τον Εφεσίβλητο 1. Η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται μόνο ως προς το ποσό της μηνιαίας δόσης του Εφεσίβλητου 1, το οποίο αυξάνεται από €1.000 σε €1.500. Ο Εφεσίβλητος 1 διατάσσεται να καταβάλλει μηνιαίως το ως άνω ποσό προς την Εφεσείουσα μέχρι εξόφλησης του εξ αποφάσεως χρέους και εξόδων. Η διαταχθείσα διαφοροποίηση θα ισχύει από την επόμενη καταβλητέα δόση.

 

        Μας έχει προβληματίσει το ζήτημα των εξόδων. Η Εφεσείουσα είναι επιτυχούσα διάδικος εν σχέσει με την έφεσή της κατά του Εφεσίβλητου 1 και αποτυχούσα εν σχέσει με την Εφεσίβλητη 2. Με βάση τον γενικό και καλώς γνωστό κανόνα και δεδομένου ότι υπήρξε μια κοινή διαδικασία θα μπορούσε να δικαιούται στο ½ των εξόδων από τον Εφεσίβλητο 1 και παράλληλα να οφείλει το έτερο ½ των εξόδων στην Εφεσίβλητη 2. Συνεκτιμώντας όμως ότι οι Εφεσίβλητοι είναι σύζυγοι και ότι έχουν εκπροσωπηθεί από την ίδια συνήγορο, κρίνουμε ορθότερο όπως μην προβούμε σε οποιαδήποτε τέτοια διαταγή. Κάθε πλευρά να επωμιστεί τα δικά της έξοδα.

 

 

 

 

 

Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

 

Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 

 

 

Θ. ΘΩΜΑ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο