
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 448/2019)
3 Σεπτεμβρίου 2025
[ΚΙΤΣΙΟΣ, ΑΜΠΙΖΑΣ, ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΛΟΪΖΟΣ ΚΡΑΣΙΑΣ,
Εφεσείοντας,
v.
ΖΑΧΑΡΙΑ ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ,
Εφεσίβλητου.
___________________
Μ. Χατζηδάκης για Ανδρέας Γ. Δανός & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Α. Χρ. Ευτυχίου, για τον Εφεσίβλητο.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.: Ο εφεσείοντας καταχώρησε, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αγωγή με την οποία αξίωνε από τον εφεσίβλητο ΛΚ4.000,00 (€6.834,41) για χρέος αναγνωρισμένο εγγράφως ή/και δυνάμει αξιογράφου ημερομηνίας 3.3.2005.
Το ιστορικό της υπόθεσης είναι το ακόλουθο: Στις 12.3.1999, εκδόθηκε απόφαση από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην αγωγή αρ. 1465/96, προς όφελος του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου, για το ποσό των ΛΚ.7.500,00, πλέον τόκο 8% από 29.11.1996. Ο εφεσίβλητος, σε αίτηση μηνιαίων δόσεων, διατάχθηκε όπως καταβάλει το εξ αποφάσεως χρέος του με μηνιαίες δόσεις εκ €100,00 έκαστη. Λόγω του ότι ο εφεσίβλητος δεν κατέβαλλε τις μηνιαίες δόσεις, ο εφεσείοντας καταχώρησε εναντίον του ποινικές αιτήσεις, προς είσπραξη του οφειλόμενου ποσού, μεταξύ των οποίων και την 16745/04.
Η θέση του εφεσείοντα, κατά την πρωτόδικη διαδικασία, ήταν ότι στις 3.3.2005 συμφώνησε με τον εφεσίβλητο πως ο τελευταίος του χρωστούσε το ποσό των ΛΚ11.250,00 (€19.221,17) μαζί με τους τόκους και ότι υπέγραψαν δύο έγγραφα, ημερομηνίας 3.3.2005 (Τεκμήριο 2 και 3). Συγκεκριμένα, ο εφεσίβλητος, στις 3.3.2005, έναντι νόμιμου ανταλλάγματος ή αντιπαροχής, συμφώνησε γραπτώς μαζί του και ανέλαβε όπως του καταβάλει το ποσό των ΛΚ4.000,00 (€6.834,41) (Τεκμήριο 2). Περαιτέρω, ο εφεσίβλητος, με «Συμφωνητικό Έγγραφο», επίσης ημερομηνίας 3.3.2005, ανέλαβε να μεταβιβάσει κτήμα αξίας ΛΚ3.000,00 για πλήρη εξόφληση. Το υπόλοιπο ποσό ύψους ΛΚ 4.250,00 (€7.261,56) το χάρισε. Ο εφεσίβλητος συμφώνησε όπως καταβάλει το πιο πάνω ποσό μέχρι τις 3.9.2007. Αν του κατέβαλλε το ποσό αυτό μέχρι τις 3.9.2006, θα του έκανε περαιτέρω έκπτωση ύψους ΛΚ1.000,00 (€1.708,60). Ο εφεσίβλητος δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό έναντι του χρέους του. Αντίθετα, το «Συμφωνητικό Έγγραφο» (Τεκμήριο 3) τηρήθηκε και το κτήμα μεταβιβάστηκε στη σύζυγο του.
Στο σημείο αυτό θεωρούμε χρήσιμο όπως παραθέσουμε το λεκτικό του Τεκμηρίου 2:
«Συμφωνητικόν Έγγραφον
3.3.2005
Συμφωνία γενόμενη μεταξύ του Λοΐζου Σ. Κρασιά Αρ. Ταυτότητος [ ] εκ [ ] και του Ζαχαρία Ζαχαρόπουλλου Αρ. Ταυτότητος [ ] εκ [ ] οδός [ ]. Εγώ ο Ζαχαρίας Ζαχαρόπουλλος χρωστώ στον Λοΐζο Σάββα Κρασιά το ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων λιρών £4.000 το οποίον εάν πληρωθεί εντός δεκαοκτώ μηνών θα πληρώσει μόνος τρις χιλιάδες λίρες £3.000. Εάν όχι το ποσόν που θα πληρώση θα είναι τέσσερις χιλιάδες μόνον £4.000.
Ημερομηνία πληρωμής θα είναι 3.9.2007.»
Παραθέτουμε, επίσης, το λεκτικό του Τεκμηρίου 3:
«Συμφωνητικόν Έγγραφον
3.3.2005
Εμείς οι κάτωθι υπογεγραμμένοι Λοΐζος Σάββα Κρασιά Αρ. Ταυτότητος [ ] εκ [ ] και Ζαχαρίας Ζαχαρόπουλλος Αρ. Ταυτότητος [ ] εκ [ ] οδός [ ] συμφωνούμεν όπως οι δύο υποθέσεις που εκκρεμούν Αρ. 1465/96 και 16745/04 που τις χειρίζεται ο κύριος Δανός εξωφλούνται πλήρως με την μεταβίβαση του κτήματος αρ. εγγραφής 9662 τοποθεσία Μαζόκαμπος χωρίον Πάνω Ζώδιας τεμάχιον 361 το 1/3.
Σημείωσις εάν υπάρχουν έξοδα διά τις δύο υποθέσεις αρ. 1465/96 και 16745/04 θα πληρωθούν από τον κύριον Ζαχαρία Ζαχαρόπουλλο.»
Ο εφεσίβλητος δεν αρνήθηκε ότι υπέγραψε τις πιο πάνω συμφωνίες, αντέτεινε, όμως, ότι οι συμφωνίες συσχετίζονται και πως με βάση αυτές, αν ο ίδιος δεν κατέβαλλε το ποσό, θα μεταβίβαζε το κτήμα στον εφεσείοντα, όπως και έγινε. Ο ίδιος μεταβίβασε το κτήμα στη σύζυγο του εφεσείοντα, κατέβαλε τα δικηγορικά έξοδα και οι υποθέσεις που εκκρεμούσαν μεταξύ τους, αποσύρθηκαν. Συνεπώς, δεν όφειλε, πλέον, οποιοδήποτε ποσό στον εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στις νομικές αρχές που διέπουν την ερμηνεία των συμβάσεων, μνημονεύοντας, μεταξύ άλλων, την Θεολόγου κ.ά. v. Κτηματικής Εταιρείας Νέμεσις Λτδ (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 407, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«...συνεχής είναι η τάση προς εναρμόνιση των αρχών ερμηνείας των συμβάσεων με τα κρατούντα στην καθημερινή ζωή. Το κριτήριο είναι η έννοια την οποία μεταδίδει το κείμενο της συμφωνίας στο μέσο λογικό άνθρωπο. Για το σκοπό αυτό μπορεί να εμπλουτισθεί η γνώση με την αποκάλυψη του υπόβαθρου της συμφωνίας, εξαιρουμένων πάντοτε των διαπραγματεύσεων, καθώς και μονομερών δηλώσεων και υποκειμενικών προθέσεων των συμβαλλομένων. Μαρτυρία που αναφέρεται στους υποκειμενικούς παράγοντες μπορεί να γίνει δεκτή μόνο σε αγωγή για διόρθωση του εγγράφου (rectification). (Βλ. ICS v. West Bromwich BS [1998] 1 All E.R. 98 (HL)). Το αντικείμενο βέβαια της ερμηνείας παραμένει πάντοτε η έννοια των όρων της συμφωνίας κατά το μέσο λογικό άνθρωπο. Η έννοια, η οποία μεταδίδεται σ' αυτόν, για τα συμφωνηθέντα.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολόγησε, ακολούθως, τη μαρτυρία των διαδίκων, απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα, αλλά ταυτόχρονα υπέμνησε ότι ούτε η μαρτυρία του εφεσίβλητου ήταν ξεκάθαρη. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:
«Ο ΜΕ1 θεωρώ ότι απέτυχε να πείσει το Δικαστήριο ότι είχε καθαρή εικόνα ή αντίληψη των συμφωνηθέντων. Παρά το γεγονός ότι στην κυρίως εξέταση του ήταν σαφής όσον αφορά τα όσα συμφωνήθηκαν, στην αντεξέτασή του δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει τα όσα περιβάλλουν τα συμφωνηθέντα και δεν φαινόταν καθόλου σίγουρος για το τι συμφώνησε. Ομολογουμένως ξενίζει η αναφορά του κατά την κυρίως εξέτασή του σε οφειλόμενο σε αυτόν ποσό ΛΚ11.250 το οποίο δεν συνάδει με τα ποσά των συμφωνιών που κατατέθηκαν (και που συνιστά εξωγενή μαρτυρία που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή) αλλά ούτε και με τις αναφορές του στην αντεξέτασή του ότι του οφείλονται τα ποσά των συμφωνιών. Ούτε και η θέση του ότι η αξία του κτήματος ήταν £3.000 βρίσκει έρεισμα στα Τεκμήρια 2 και 3. Προσθέτω στο σημείο αυτό ότι η θέση του στην αντεξέτασή του ότι ο λόγος της κατάρτισης της συμφωνίας Τεκμήριο 3 ήταν η μη συμμόρφωση του εναγομένου με τη συμφωνία Τεκμήριο 2 δεν προκύπτει από το περιεχόμενο των συμφωνιών. Με βάση το Τεκμήριο 2 η ημερομηνία πληρωμής θα ήταν στις 03/09/07 συνεπώς στις 03/03/05, ημερομηνία σύναψης του Τεκμηρίου 3 δεν θα μπορούσε να γνωρίζει ο ενάγοντας κατά πόσο ο εναγόμενος θα είχε συμμορφωθεί με την πληρωμή του ποσού του Τεκμηρίου 2. Επίσης η πιο πάνω θέση του δεν παραπέμπει σε ξεχωριστές συμφωνίες ως ήταν οι δικογραφημένες θέσεις του στην Απάντηση στην Υπεράσπιση αλλά σε αλληλένδετες. Δεν έχω κανένα ενδοιασμό ότι η μαρτυρία του ενάγοντα στερείται λογικότητας και πειστικότητας και δεν μπορώ να τη δεχτώ.
Από την άλλη ούτε και η μαρτυρία του ΜΥ1 ήταν ξεκάθαρη. Σίγουρα δεν προκύπτει από το λεκτικό των συμφωνιών η θέση του ότι η δεύτερη .συμφωνία έγινε λόγω μη εκπλήρωσης των όρων της πρώτης αφού, όπως προανέφερα, οι συμφωνίες έγιναν ταυτόχρονα και δεν είχαν παρέλθει οι 18 μήνες προθεσμία που δόθηκαν με το Τεκμήριο 2.»
Το Δικαστήριο κατέληξε πως ο εφεσείοντας απέτυχε να αποδείξει την απαίτησή του, με το εξής σκεπτικό:
«Προκύπτουν αναντίλεκτα από τα πιο πάνω τόσο η σύναψη των συμφωνιών Τεκμήριο 2 και 3 όσο και η μεταβίβαση του ακινήτου που αναφέρεται στο Τεκμήριο 3. Από το λεκτικό των συμφωνιών δεν προκύπτει οτιδήποτε που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η μία συμφωνία ήταν πρόσθετη της άλλης και θεωρώ ότι αν αυτή ήταν η πρόθεση των μερών θα μεριμνούσαν να την θέσουν ρητά. Κρίνω συνεπώς πως στην αναφορά στο Τεκμήριο 3 ότι οι υποθέσεις «εξωφλούνται πλήρως με την μεταβίβαση του κτήματος αρ. εγγραφής 9662 τοποθεσία Μαζόκαμπος χωρίον Πάνω Ζώδιας τεμάχιον 361 το 1/3» δεν μπορεί να δοθεί άλλη ερμηνεία από αυτήν που εκφράζει η φράση, δεδομένης και της παραδεκτής μεταβίβασης του κτήματος.
Με βάση τα πιο πάνω ο ενάγοντας απέτυχε να αποδείξει την απαίτησή του στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων.»
Ο εφεσείοντας, με εννέα λόγους έφεσης, προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση. Διατείνεται πως η απόφαση είναι λανθασμένη αφού το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά τα γεγονότα (πρώτος λόγος), ότι είναι αυθαίρετη και καταχρηστική των εξουσιών του Δικαστηρίου (δεύτερος λόγος), ότι είναι αντιφατική όσον αφορά τα ευρήματά του (τρίτος λόγος), ότι είναι καταχρηστική η σημασία ‑ ερμηνεία των Τεκμηρίων 2 και 3 (τέταρτος λόγος), ότι είναι αυθαίρετη και δεν συνάδει με τη μαρτυρία και ότι το Δικαστήριο πλανήθηκε (πέμπτος λόγος), ότι είναι αντίθετη με το ισοζύγιο των πιθανοτήτων (έκτος λόγος), ότι είναι νομικώς εσφαλμένη και ελλιπής (έβδομος λόγος), ότι είναι αντίθετη τόσο με το Άρθρο 25 του Κεφ. 149, όσο και με τη μαρτυρία (όγδοος λόγος) και τέλος, ότι είναι αντίθετη με τη δικογραφημένη θέση του εφεσίβλητου (ένατος λόγος).
Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι γενικός και αόριστος στην καταγραφή του, εφόσον δεν εξειδικεύει ποια γεγονότα δεν αξιολόγησε ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η δε αιτιολογία που υποστυλώνει τον λόγο έφεσης, η οποία αποτελείται από ενάμιση γραμμή και αναφέρει πως το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα τα Τεκμήρια 2 και 3 «όσον αφορά τόσο την υπογραφή όσο και την αξία και σημασία τους», εκφράζεται, επίσης, με ασαφή και γενικό τρόπο, εφόσον δεν εξειδικεύει ποιο είναι το σφάλμα του Δικαστηρίου σε σχέση με την «υπογραφή όσο και την αξία και σημασία» των Τεκμηρίων 2 και 3. Σύμφωνα με τη νομολογία, τα συστατικά στοιχεία των λόγων έφεσης αποτελούνται, πρώτον, από τον προσδιορισμό του λάθους και δεύτερον τους λόγους που στοιχειοθετούν το σφάλμα. Χωρίς το ένα ή το άλλο, ο λόγος έφεσης είναι ατελής (βλ. Μιχαηλίδου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112, Σαμουρίδης v. Inzeyannis, Πολιτική Έφεση Αρ. 326/2014, ημερομηνίας 18.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:A133).
Για τους λόγους που έχουμε επεξηγήσει, ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ατελής και απορρίπτεται.
Ατελής κρίνεται και ο έβδομος λόγος έφεσης, με τον οποίο προβάλλεται, κατά γενικό και αόριστο τρόπο, πως η εκκαλούμενη απόφαση είναι νομικά εσφαλμένη και ελλιπής, η δε αιτιολογία, που αποτελείται από μια γραμμή, είναι εξίσου αόριστη.
Συνεπώς ο έβδομος λόγος έφεσης, ως ατελής, απορρίπτεται.
Ατελής είναι επίσης και ο ένατος λόγος έφεσης, με τον οποίο προβάλλεται ότι η απόφαση είναι αντίθετη «με τη δικογραφηθείσα θέση του Εναγομένου», χωρίς να εξειδικεύει ποιο είναι το σφάλμα του Δικαστηρίου.
Συνεπώς, ο ένατος λόγος έφεσης απορρίπτεται, ως ατελής.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ο εφεσείοντας παραπονείται πως η απόφαση του Δικαστηρίου είναι αυθαίρετη και καταχρηστική, στη δε αιτιολογία επεξηγεί πως το Δικαστήριο δεν έλαβε καθόλου υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου στην αγωγή 1465/1996 (Τεκμήριο 1). Από τη μελέτη της απόφασης, προκύπτει πως το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο παραδεκτό και από τις δύο πλευρές, γεγονός της έκδοσης απόφασης στην αγωγή 1465/1996 για το ποσό των ΛΚ7.500,00 προς όφελος του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου. Δεν επεξηγείται στον λόγο έφεσης, αλλά ούτε και στην αιτιολόγηση αυτού, πώς περαιτέρω θα έπρεπε το Δικαστήριο να τη λάβει υπόψη, έχοντας κατά νου πως η βάση της αγωγής στην εκκαλούμενη απόφαση ( Αγωγή Αρ. 6323/1914) ήτο το ποσό των ΛΚ4.000,00 δυνάμει της συμφωνίας αναγνώρισης χρέους, ημερομηνίας 3.3.2025.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο εφεσείοντας προβάλλει ότι η απόφαση του Δικαστηρίου είναι αντιφατική ως προς τα ευρήματα, εξειδικεύοντας στην αιτιολογία αυτού πως το Δικαστήριο αποδέκτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, παρόλο που τη χαρακτήρισε ως μη ξεκάθαρη.
Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι έργο κατ' εξοχήν του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Παραπέμπουμε στην απόφαση Χ"Λουκάς κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 96/2016 ημερομηνίας 17.07.2024, όπου τονίστηκαν τα εξής:
«Επειδή και στους τρεις πιο πάνω λόγους γίνεται αναφορά σε κατ' ισχυρισμόν εσφαλμένη αξιολόγηση μαρτυρίας και/ή γεγονότων, θα αρκεστούμε να επαναλάβουμε ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων και η αξιολόγηση τους είναι έργο των πρωτόδικων Δικαστηρίων. Διάδικος ο οποίος προσβάλλει ενώπιον Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου ευρήματα πρωτόδικου Δικαστηρίου που αφορούν σε αξιοπιστία μαρτύρων, έχει να επιτελέσει ένα πολύ δύσκολο έργο (Φρουταρία Το Πανέρι Λίμιτεδ κ.ά. ν. Hellenic Bank Public Company Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 426/2011, ημερ. 29.11.2017 και Prestos Confectionery Ltd κ.ά. ν. Alpha Bank Cyprus Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 114/2015, ημερ. 30.4.2024).»»
Σύμφωνα με τη νομολογία, η απόφαση θα πρέπει να εξετάζεται ως ενιαίο σύνολο και όχι αποσπασματικά (Βλ. Kanika Hotels Plc v. Χρυσάνθου, Πολιτική Έφεση Αρ. 305/2015, ημερομηνίας 11.1.2024, Badawi ν. Γεώργιος Λεωνίδα Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 399/2018, ημερομηνίας 15.7.2024). Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εκκαλούμενη απόφαση, προέβη σε αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα και επεξήγησε τους λόγους για τους οποίους δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του, ως επίσης και τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι ούτε η μαρτυρία του εφεσίβλητου ήτο ξεκάθαρη. Αφού έλαβε υπόψη τα παραδεκτά γεγονότα της σύναψης των δύο συμφωνιών και το περιεχόμενο τους ως επίσης και τη μεταβίβαση κτήματος του εφεσίβλητου στη σύζυγο του εφεσείοντα, κατέληξε πως ο εφεσείοντας δεν απέδειξε την απαίτηση του στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων.
Κρίνουμε ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί οτιδήποτε το μεμπτό στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι το αποτέλεσμα αξιολόγησης η οποία διεξάχθηκε εντός των επιτρεπτών πλαισίων και συνάδουν με την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία.
Έπεται πως ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ο εφεσείοντας επανέρχεται στη θέση ότι η ερμηνεία των Τεκμηρίων 2 και 3 είναι καταχρηστική και στην αιτιολογία αυτού υποστηρίζει πως ενώ και τα δύο Τεκμήρια φέρουν την ίδια ημερομηνία, το Δικαστήριο θεώρησε ότι το Τεκμήριο 3 διαδέχθηκε το Τεκμήριο 2.
Η πιο πάνω θέση του εφεσείοντα δεν έχει έρεισμα. Το Δικαστήριο κατέγραψε στην απόφαση ότι και οι δύο συμφωνίες έφεραν ως ημερομηνία τις 3.3.2005. Ορθά δε ερμήνευσε αυτές ως αλληλένδετες. Επιπρόσθετα, η ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι με τη μεταβίβαση του κτήματος στη σύζυγο του εφεσείοντα, εξοφλήθηκαν πλήρως οι δύο εκκρεμούσες υποθέσεις που καταχώρησε ο εφεσείοντας εναντίον του εφεσίβλητου ήτο εύλογη και επιτρεπτή με βάση τα δεδομένα, ως τα αποδέχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης, προβάλλεται, και πάλιν γενικά και αόριστα, ότι η απόφαση είναι αυθαίρετη και δεν συνάδει με την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, χωρίς να αναφέρεται ποιά συγκεκριμένα σημεία της απόφασης δεν συνάδουν με τη δοθείσα μαρτυρία. Η δε αιτιολογία πως «δεν υπήρξε αντίθετος μαρτυρία για την αξία του κτήματος του ΤΕΚ 3», είναι άσχετη με τον λόγο έφεσης που υποστηρίζει.
Ως εκ των ανωτέρω, ο πέμπτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Απορριπτέος είναι και ο έκτος λόγος έφεσης που αφορά το βάρος απόδειξης. Κρίνουμε ότι το Δικαστήριο εφάρμοσε ορθά το βάρος απόδειξης, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων.
Με βάση τα πιο πάνω, ο έκτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον όγδοο λόγο έφεσης, ο εφεσείοντας προβάλλει πως η απόφαση είναι αντίθετη με το Άρθρο 25 του περί Συμβάσεων Νόμου (Κεφ. 149) και με τη μαρτυρία. Κρίνουμε πως ο λόγος έφεσης εκφράζεται με γενικό και ασαφή τρόπο. Στη δε αιτιολογία αυτού δεν δίδεται οποιαδήποτε διευκρίνιση ή επεξήγηση ποιο είναι το σφάλμα του Δικαστηρίου ως προς την εφαρμογή του Άρθρου 25 του Κεφ. 149, το οποίο αφορά τις συμφωνίες χωρίς αντιπαροχή.
Ως εκ των ανωτέρω, ο όγδοος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €1.900,00 πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο