ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 459/2019)
30 Σεπτεμβρίου, 2025
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]
1. ΠΑΜΠΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ,
2. TRIANTOS DEVELOPERS LIMITED,
Εφεσείοντες,
v.
1. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΤΡΙΣΒΕΗ υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος Θεόδωρου Τρισβέη,
2. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΤΡΙΣΒΕΗ,
Εφεσίβλητοι.
____________________
Δρ. Α. Ποιητής με Π. Σιήκκη (κα) για Δρ. Ανδρέας Π. Ποιητής & Σία, για τους Εφεσείοντες.
Π. Χατζήχριστοφής για Ανδρέου, Χατζήχριστοφής Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας απέρριψε, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, με απόφαση του ημερομηνίας 02.12.2019, αγωγή την οποία είχαν καταχωρίσει οι εφεσείοντες εναντίον των εφεσίβλητων. Ουσιώδη γεγονότα και ισχυρισμοί που υποστήριξαν την εκδοχή των εφεσειόντων καταγράφηκαν, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως ακολούθως:
«Σύμφωνα με τους προβαλλόμενους στην Έκθεση Απαίτησης ισχυρισμούς, οι ενάγοντες (η ενάγουσα 2 είναι εταιρεία συμφερόντων της οικογένειας του ενάγοντα 1, ο οποίος είναι ένας εκ των διευθυντών της) κατά ή περί τον Ιούλιο του 2008 συμφώνησαν με τον εναγόμενο 1, όπως ο τελευταίος τους «καταστήσει» είτε και τους δύο είτε οποιονδήποτε από αυτούς, συνιδιοκτήτες σε χωράφι που θα αγόραζαν από κοινού στην περιοχή Bergeni-Vidra κοντά στο Βουκουρέστι.
Ειδικώτερα συμφωνήθηκε πως:
(i) η αναλογία την οποία θα κατέβαλλαν οι ενάγοντες ήταν €170.000=.
(ii) το μερίδιο των εναγόντων θα ενεγράφετο επ' ονόματι των εναγόντων αρ.2.
(iii) το ακριβές μερίδιο των εναγόντων θα εξαρτάτο από το τίμημα το οποίο θα εσυμφωνείτο για την αγορά του κτήματος.
(iv) οι ενάγοντες, στους οποίους είχε υποδειχθεί η τοποθεσία του κτήματος, το αποδέχθησαν και εσυμφώνησαν.
(v) το κτήμα θα επωλείτο στην συνέχεια για προσπορισμό κέρδους.
Οι ενάγοντες κατέβαλαν στον εναγόμενο 1:
(α) κατά ή περί τον Μάϊο του 2008 €10.000=.
(β) κατά τον Σεπτέμβριο του 2008 €160.500=.
(γ) την ίδια περίοδο (Σεπτέμβριο 2008) κατέβαλαν για τα μεταβιβαστικά τέλη €300=.
________________
Σύνολο: €170.800=.
________________
Σε «κάποιο στάδιο» ο εναγόμενος 1 ανέφερε στους ενάγοντες πως στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις του από την συμφωνία «υπεισήλθε» ο εναγόμενος 2, ο οποίος και ανέλαβε από κοινού ή/και χωριστά με τον ίδιο, την υλοποίηση των συμφωνηθέντων.
Οι ενάγοντες επανειλημμένα ζήτησαν από τους εναγόμενους την μεταβίβαση του ακινήτου, πλην όμως οι τελευταίοι δεν ανταποκρίθηκαν. Για να καθησυχάσουν τους ενάγοντες, οι εναγόμενοι έδιναν εξηγήσεις οι οποίες στο τέλος της ημέρας διεφάνη πως ήσαν εντελώς αβάσιμες ή/και δεν ανταποκρίνοντο στην πραγματικότητα.
Οι εναγόμενοι προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους πρότειναν στους ενάγοντες την παραχώρηση άλλου κτήματος, το οποίο οι ενάγοντες δεν απεδέχθησαν αφού ήταν πολύ χαμηλής αξίας.
Οι ενάγοντες εζήτησαν από τους εναγόμενους την επιστροφή των χρημάτων τους, αλλά «αυτοί εκώφευσαν».
Ενάντια στην εκδοχή των εφεσειόντων, οι εφεσίβλητοι πρόταξαν τη δική τους εκδοχή, συνοψισμένη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως εξής:
«(α) σε «τυχαία» συνάντηση του ενάγοντα 1 με τον εναγόμενο 1 στο αεροδρόμιο του Βουκουρεστίου, ο τελευταίος ανέφερε στον πρώτο πως του «είχε προταθεί» η αγορά συγκεκριμένου κτήματος στην Ρουμανία, έκτασης περίπου 30.000 τ.μ. προς €64= το τετραγωνικό μέτρο και πως ο ίδιος ενδιαφερόταν για την αγορά 5.500 περίπου τ.μ. και πως επιθυμούσε να το αγοράσει μαζί με άλλους «συναγοραστές».
(β) ο ενάγοντας 1 επέδειξε ενδιαφέρον για την συμμετοχή του σε 2.500 περίπου τ.μ. Ενδιαφέρον επέδειξαν επίσης και άλλα άτομα από την Λάρνακα όπως και «κάποιος» Ρώσσος διαμένων στην Λάρνακα.
(γ) Ο ενάγοντας 1, ο εναγόμενος 1 καθώς και τα άλλα πρόσωπα που θα συμμετείχαν στην αγορά του κτήματος, συμφώνησαν να ιδρύσουν κυπριακή μητρική εταιρεία, η οποία θα ήταν ο μοναδικός μέτοχος ρουμάνικης εταιρείας η οποία θα αγόραζε το κτήμα. Όλοι οι ενδιαφερόμενοι, όντως, είχαν καταστεί μέτοχοι της κυπριακής «ιθύνουσας» μητρικής εταιρείας, όχι όμως με την προσωπική τους ιδιότητα, αλλά μέσω της «κυπριακής» εταιρείας του, ο καθένας.
(δ) με την συγκατάθεση των «συμμετεχόντων», η αγορά του κτήματος έγινε από την δικηγόρο ή/και κτηματομεσίτρια Cosmina Sheldon Dana, την οποία ο εναγόμενος 1 (όπως και πάρα πολλοί άλλοι κύπριοι), χρησιμοποιούσε για πολλά χρόνια για πάρα πολλές συναλλαγές του στην Ρουμανία και η οποία διατηρούσε εκτεταμένη πελατεία στην Κύπρο και στην Ευρώπη.
(ε) η αγορά του κτήματος έγινε στην βάση αγοραπωλητηρίου εγγράφου, στο οποίο η «εν λόγω κυρία» εμφανιζόταν, προσωρινά, ως αγοράστρια μέχρις ότου συσταθεί νέα ρουμάνικη εταιρεία, στην οποία θα εγγραφόταν το κτήμα. Η εταιρεία αυτή θα ήταν θυγατρική της κυπριακής και ο μοναδικός μέτοχος της.
(στ) όλοι οι μέτοχοι απέστειλαν την αναλογία τους για το τίμημα πώλησης και για τα διάφορα έξοδα. Το κτήμα αγοράστηκε πριν την σύσταση της ρουμάνικης εταιρείας, λόγω των χρονοδιαγραμμάτων μέσα στα οποία έπρεπε να καταβληθεί το τίμημα, και επειδή για διάφορους λόγους, είχε καθυστερήσει η ίδρυση της κυπριακής μητρικής εταιρείας.
(ζ) η εγγραφή του κτήματος στην ρουμάνικη εταιρεία που είχε ιδρυθεί, καθυστέρησε. Η Cosmina προέβαλε διάφορους λόγους, κυρίως πως έπρεπε να καταβληθεί φόρος προστιθέμενης αξίας ή και άλλοι φόροι (υπεβλήθησαν λόγω της εναρμόνισης της νομοθεσίας στην Ρουμανία για σκοπούς ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση) αναδρομικά από το 2005-2008.
(η) η Cosmina από τον Φεβρουάριο του 2012 μέχρι και σήμερα (25.1.2013, ημερομηνία καταχώρησης της Έκθεσης Υπεράσπισης), βρίσκεται στις φυλακές για σωρεία καταχρήσεων και ποινικών αδικημάτων που διέπραξε σε βάρος πάρα πολλών επενδυτών από την Κύπρο και το εξωτερικό. Η Cosmina διέθεσε το εν λόγω κτήμα, όπως και όλη την περιουσία του εναγομένου 1 στην Ρουμανία, για δικό της λογαριασμό.”
Ως προκύπτει από το κείμενο της πρωτόδικης, εκκαλούμενης, απόφασης, κύρια αιτία απόρριψης της αγωγής είναι η μη αποδοχή της μαρτυρίας του εφεσείοντα 1 (ως ενάγοντα 1 και ΜΕ1), την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκανε αποδεκτή.
Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης με εννέα (9) λόγους έφεσης. Ειδικότερα, παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε το λειτούργημα του στη βάση των δικογραφημένων θέσεων των διαδίκων (πρώτος λόγος έφεσης), ότι κατέληξε λανθασμένα πως «τα χρήματα για την αγορά του χωραφιού, περιλαμβανομένων των χρημάτων του ενάγοντα 1, στάληκαν στην Kosmena Shelton» (δεύτερος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει, στην εκκαλούμενη απόφαση, πως «είναι γι’ αυτό που η Κοσμήνα έστειλε το χαρτί τεκμήριο 4 ότι έχει τόσα μέτρα.» (τρίτος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα διαπίστωσε πως «με τη συναίνεση και των 3 (Γαβριήλ, Αχιλλέως και Θεόδωρου Τρισβέη) το κτήμα γράφτηκε στο όνομα της Κοσμήνας τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 2008 αντίστοιχα» (τέταρτος λόγος έφεσης), ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν έλαβε υπόψη του στοιχεία της μαρτυρίας του ενάγοντα (προφανώς εννοείται του εφεσείοντα 1) ή τα σύγχυσε με επουσιώδη (πέμπτος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα βασίστηκε επί της δικογράφησης των εφεσειόντων στην παράγραφο 6 της Απάντησης τους, και δη ότι γνώριζαν την Κοσμήνα (δις πέμπτος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν έλαβε υπόψη πως τα βασικά γεγονότα ήταν ότι (α) η πληρωμή έγινε από τους εφεσείοντες, (β) εκείνος που έλαβε τα χρήματα ήταν ο εφεσίβλητος 1, (γ) ο εφεσίβλητος 1 δεν μαρτύρησε, (δ) δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε σχέση απευθείας εφεσειόντων και Κοσμήνας και (ε) ήταν παραδεκτό από τους εφεσίβλητους ότι είχαν απεριόριστη εμπιστοσύνη στην Κοσμήνα (έκτος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατατρύχεται σε μία προσπάθεια αν τα χρήματα που απέστειλαν οι εφεσείοντες τα έλαβαν από τη Συνεργατική σαν δάνειο ή σαν τρεχούμενο λογαριασμό, ενώ, το βασικό στοιχείο είναι ότι τα χρήματα τα έλαβαν οι εφεσείοντες από τη Συνεργατική και τα απέστειλαν στον εφεσίβλητο (προφανώς εννοείται τον εφεσίβλητο 1) (έβδομος λόγος έφεσης), και, τέλος, ότι λανθασμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε πως ο ΜΥ1, εφεσίβλητος 2, δεν περιέπεσε σε αντιφάσεις και αποδέχθηκε τη μαρτυρία του στο σύνολο της (όγδοος λόγος έφεσης).
Ως καθίσταται αντιληπτό με τους λόγους έφεσης 5, 5 δις και 8 βάλλεται ο τρόπος αξιολόγησης, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, των μαρτύρων ΜΕ1 (εφεσείοντα 1) και του ΜΥ1 (εφεσίβλητου 2). Κρίνουμε, ως εκ τούτου, πως η εξέταση τους χρήζει προτεραιότητας, καθ’ ότι αν κριθούν βάσιμοι πιθανότατα να καταστούν άνευ σημασίας, για εξέταση, οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης.
Η εξουσία επέμβασης του Εφετείου στο θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας, από τα πρωτόδικα Δικαστήρια, είναι, νομολογιακά, ξεκαθαρισμένη. Στην πρόσφατη απόφαση Χρ. Χ’’Χριστοφή (Αθηαινίτης) Λίμιτεδ v. Technoplastics Limited, Πολιτική Έφεση 278/2019, ημερομηνίας 15.05.2025, λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
«Υπενθυμίζουμε, σ’ αυτό το στάδιο, ότι, όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι έργο κατ’ εξοχήν του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να ακούει τους μάρτυρες και να παρακολουθεί τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο, κατά κανόνα, σπάνια επεμβαίνει (βλέπε (1) Μιχαηλίδης v. Οικονομίδη, Πολιτική Έφεση 94/2013, ημερομηνίας 30.06.2022, ECLI:CY:AD:2022:D288, (2) Παρσών v. M&M Decoration Centre Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 161/2015, ημερομηνίας 30.04.2015 και (3) Stark κ.α. v. Marsland κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 233/2019, ημερομηνίας 06.05.2025). Στην υπόθεση Ιωάννου v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 26/2021, ημερομηνίας 28.04.2024, επαναλήφθηκε η αρχή, ως προς την επέμβαση του Εφετείου στο ζήτημα της αξιολόγησης, με το ακόλουθο απόσπασμα:
«Θεωρούμε χρήσιμο να επαναλάβουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο. Κατά κανόνα, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην πρωτόδικη κρίση για την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν αυτά καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα υπό κρίση ευρήματα σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.»
Κρίνουμε χρήσιμο, σ’ αυτό το στάδιο, να παραθέσουμε αποσπάσματα, από την εκκαλούμενη απόφαση, τα οποία διαφωτίζουν, ως προς το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναφορικά με την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των ΜΕ1 και ΜΥ1, τα οποία έχουν ως ακολούθως:
«Εξέτασα την κάθε πτυχή της μαρτυρίας του ενάγοντα 1 Πάμπου Γαβριήλ και την μελέτησα σε βάθος. Θεωρώ, για τους λόγους που θα αναφέρω στην συνέχεια, πως δεν μπορώ να βασιστώ σ' αυτήν για να εξάξω ασφαλή συμπεράσματα. Διέκρινα μία συνεχή αναδίπλωση των θέσεων του. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρω τα εξής. Η εκδοχή του την οποία προέβαλε τόσο δικογραφικά όσο και κατά την κυρίως εξέταση, ήταν πως «δυνατό να υπήρχαν και άλλοι συνιδιοκτήτες» αλλά αυτόν τον ενδιέφερε μόνο η συμφωνία του με τον Θεόδωρο Τρισβέη. Και πως είναι γι' αυτόν τον λόγο που δεν γνώριζε από την «αρχή» πως ο Αχιλλέως θα ήταν επίσης συνιδιοκτήτης στο κτήμα. Όταν ρωτήθηκε αντεξεταζόμενος πότε γνώρισε τον Αχιλλέως, απάντησε «το 2012». Όταν του υπεδείχθη πως η επιταγή (μέρος του Τεκμηρίου 2), ύψους €300= η οποία εδόθη για τα μεταβιβαστικά τέλη εκδόθηκε στο όνομα του Αχιλλέως, απάντησε: «Σαφώς δεν θυμάμαι ούτε να είδα τον Αχιλλέα το 09, η επιταγή αυτή κατατέθηκε στον λογαριασμό του, δεν είμαι βέβαιος του Θεόδωρου Τρισβέη και εκπλήττομαι που δεν είναι Θεόδωρος Τρισβέη στην επιταγή. Όμως μπορεί να μου ζητήθηκε, βγάλε μια επιταγή στο όνομα του Αχιλλέα για τα μεταβιβαστικά και την έβγαλα. Μπροστά στις 170.000 οι 300.000 για τα μεταβιβαστικά, ήταν επουσιώδες ποσό και δεν έδωσα την απαιτούμενη σημασία.» Θεωρώ πως η απάντηση του αυτή δεν ήταν καθόλου πειστική. Πώς είναι δυνατό να του ζητήθηκε από τον Τρισβέη να εκδώσει την επιταγή στο όνομα του Αχιλλέως και ο ίδιος να μην διερωτήθηκε για ποιό λόγο θα έπρεπε να το κάμει τούτο, αφού ούτε γνώριζε τον Αχιλλέως όπως ο ίδιος διατείνετο, ούτε ο τελευταίος είχε εμπλοκή στην συμφωνία του με τον Τρισβέη; Στο σημείο αυτό θα πρέπει να λεχθεί πως η εν λόγω επιταγή με αρ. 02817206, εκδόθηκε το 2008 (18.09.2008) και όχι το 2009 όπως ο ΜΕ1 κατέθεσε. Τούτο καταδεικνύεται και από την Κατάσταση (Τεκμήριο 3) του Τρεχούμενου Λογαριασμού της ενάγουσας 2 εταιρείας όπου η επιταγή φαίνεται να είχε κατατεθεί και ο Λογαριασμός χρεώθηκε με το ποσό των €300= στις 24.9.2008.
Κατά την κυρίως εξέταση κατέθεσε επίσης πως δεν γνώριζε ότι η NOSEGO LTD «έκαμε» την ZULKA LTD. Αντεξεταζόμενος δέχθηκε πως «εάν δεν έχεις ρουμάνικη εταιρεία ο αλλοδαπός δεν μπορεί να δραστηριοποιηθεί στα ακίνητα στην Ρουμανία». Όταν ερωτήθηκε για ποιο λόγο ιδρύθηκε η NOSEGO κατέθεσε πως ιδρύθηκε για σκοπούς της αγοράς του χωραφιού της Ρουμανίας. Όταν ρωτήθηκε περαιτέρω κατά πόσο η ZULKA LTD θα μπορούσε να καταστεί ιδιοκτήτης γης στην Ρουμανία, απάντησε «δεν έχω υπόψη μου». Όταν στην συνέχεια του υπεδείχθη πως άλλα απάντησε προηγουμένως, δέχθηκε πως η NOSEGO θα έπρεπε να είναι μέτοχος σε ρουμάνικη εταιρεία για να είναι ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας στην Ρουμανία. Όταν τέλος ρωτήθηκε, τι συμφώνησε με τον Τρισβέη, απάντησε πως «συμφώνησα να αγοράσω μερίδιο στο χωράφι το οποίο θα μεταπωλείτο. Τα άλλα όλα ήταν εκ των υστέρων προσπάθειες του κ. Τρισβέη, όπως μου εξηγούσε, για να εγγράψει το χωράφι και τον εμπιστεύτηκα.». Στην συνέχεια κατέθεσε πως «όταν δεν υπήρξε ο αγοραστής, έπρεπε να βρεθεί τρόπος πώς να κατοχυρώσει ο καθένας το δικαίωμα του, την περιουσία του, και ήξερε ο κ. Τρισβέης ότι έχω εταιρείες στην Ρουμανία και περιμέναμε, αναμέναμε, να μεριμνήσει να γραφτεί το μερίδιο που αντιστοιχούσε στα λεφτά που δόθηκαν, σε εταιρεία μου στην Ρουμανία». Όταν ρωτήθηκε εάν γνώριζε ότι θα εδημιουργείτο η NOSEGO η οποία θα είχε μετοχές σε δεύτερη κυπριακή εταιρεία (ZULKA LTD), η οποία με την σειρά της θα ήταν μέτοχος σε ρουμάνικη εταιρεία (ZULKA DEVELOPMENT SRL), απάντησε πως «εκ των υστέρων έμαθα γι' αυτά». Η NOSEGO LTD ενεγράφη στον Έφορο Εταιρειών στις 23.5.2008, η δε ZULKA LTD ενεγράφη στις 17.6.2008 σύμφωνα με τα καταστατικά τους Τεκμήρια 10 και 11 αντίστοιχα. Μέτοχος της NOSEGO LTD είναι η ενάγουσα 2 εταιρεία TRIANDOS DEVELOPERS LTD με 82 μετοχές. Όταν ερωτήθηκε ποιος υπέγραψε το ιδρυτικό έγγραφο της NOSEGO εκ μέρους της TRIANDOS, απάντησε «η γυναίκα μου». Το εύλογο ερώτημα που τίθεται και στο οποίο ο ενάγοντας 1 δεν έδωσε καμιά πειστική απάντηση, είναι πώς «εκ των υστέρων» έμαθε για την σύσταση των εταιρειών NOSEGO και ZULKA LTD όταν και οι δύο εταιρείες ιδρύθηκαν τον Μάϊο και Ιούνιο του 2008 αντίστοιχα, η δε γυναίκα του υπέγραψε το ιδρυτικό έγγραφο της NOSEGO; Η απάντηση που έδωσε («επειδή όταν φάνηκε ότι δεν υπήρχε ο αγοραστής και θα διαχωριζόταν το χωράφι σε εταιρείες μας, δεν θυμήθηκα την ύπαρξη της NOSEGΟ στην όλη υπόθεση και οι συζητήσεις μας ήταν συνέχεια πότε θα μεταβιβαστεί μέρος του ακινήτου σε εταιρεία δική μου, γι'αυτό.»), όχι μόνο δεν ήταν πειστική αλλά ήταν και αντιφατική σε σχέση με τα λεγόμενα του, όπως είχε διαφανεί, στην συνέχεια.
Σε μεταγενέστερο στάδιο κατέθεσε σε σχέση με την υπογραφή του Ιδρυτικού Εγγράφου της NOSEGO LTD, «η υπογραφή εκείνη είναι της γυναίκας μου, όμως αυτές οι εταιρείες, αυτά τα καταστατικά των εταιρειών, ούτε συζητήθηκαν ποτέ, ούτε λήφθηκαν υπόψη ποτέ, μέχρι που απαίτησα τα λεφτά μου πίσω».
Δεν έχω καμιά αμφιβολία πως ο ενάγοντας 1 όχι μόνο γνώριζε αλλά και συμφώνησε στην σύσταση, αρχικά της NOSEGO LTD, στην συνέχεια της ZULKA LTD, και τέλος στην σύσταση της ρουμάνικης εταιρείας ZULKA DEVELOPMENT SRL στην οποία θα εγγράφετο εν τέλει το ακίνητο.
Αναδίπλωση υπήρχε και στα όσα κατέθεσε σε σχέση με την συμφωνία του με τον Θεόδωρο Τρισβέη. Ενώ η θέση του ήταν πως εκείνο που συμφωνήθηκε ήταν «να βρεθούν τα κεφάλαια να αγοραστεί το χωράφι, είχε έτοιμο τον αγοραστή τον νέο να πουληθεί και να διανεμηθούν οι εισπράξεις αναλόγως των λεφτών που έδωσε ο καθένας», σε μεταγενέστερο στάδιο, και πάλι κατά την αντεξέταση, κατέθεσε πως «θα αγοράζετο το χωράφι από εταιρεία του κυρίου Τρισβέη, τα λεφτά θα θεωρούνταν σαν δάνειο, έτσι πρακτικά αυτό συμβαίνει σαν δάνειο προς την εταιρεία του Τρισβέη που θα αγόραζε το χωράφι και όταν πωλείτο το χωράφι θα επέστρεφε τα λεφτά και το ανάλογο κέρδος». Τελικά, τα χρήματα δόθηκαν στον Τρισβέη ως δάνειο ή βάσει της συμφωνίας τους για την αγορά του κτήματος;
Η θέση του επίσης πως δεν γνώριζε την δικηγόρο του Τρισβέη, Cosmina Shelton, έρχεται σε αντίθεση με τον δικογραφημένο ισχυρισμό πως «η Cosmina Shelton Dana ήταν δικηγόρος ή/και έμπιστη των εναγομένων, οι δε ενάγοντες την γνώριζαν προηγουμένως».
Στην βάση των όσων έχω προαναφέρει, η εκδοχή και η θέση του ενάγοντα 1 δεν γίνεται αποδεκτή και απορρίπτεται.
………………………………………………………………………………………..
Ο εναγόμενος 2 Θεόδωρος Τρισβέης (ΜΥ1) μου έδωσε την εικόνα μάρτυρα της αλήθειας. Δεν περιέπεσε σε αντιφάσεις κατά την αντεξέταση. Ήταν σταθερός στην θέση και στην εκδοχή του. Τα όσα κατέθεσε υποστηρίζονται και από την γραπτή μαρτυρία που κατατέθηκε. Αποδέχομαι τα όσα κατέθεσε στο σύνολο τους.”
Έχουμε ανατρέξει στα πρακτικά της δίκης, διήλθαμε τις θέσεις και επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν ενώπιον μας, από τους ευπαίδευτους συνηγόρους των διαδίκων, αναφορικά με τους υπό συζήτηση λόγους έφεσης (5, 5 δις και 8) με αναφορά στο περιεχόμενο και στην αιτιολογία αυτών. Έχουμε αξιολογήσει τις θέσεις και τα επιχειρήματα. Δεν διαπιστώνουμε ότι προκύπτει οποιοδήποτε σφάλμα αρχής ή παράλογο ή αυθαίρετο συμπέρασμα στη διεργασία αξιολόγησης του ΜΕ1, εφεσείοντα 1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντλώντας στοιχεία από την ενώπιον του μαρτυρία (προφορική και γραπτή), προέβη σε εντοπισμό συγκεκριμένων στοιχείων μαρτυρίας του εφεσείοντα τα οποία εύλογα δικαιολογούσαν την έκφραση αμφιβολιών ως προς την αξιοπιστία του. Ουδεμία παράλειψη ουσιωδών στοιχείων μαρτυρίας ή σύγχυσης της με επουσιώδη μαρτυρία εντοπίζουμε, αντίθετα, οι λόγοι που το Δικαστήριο παρέθεσε, για την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα 1, στηρίζονται στην ουσία της εκδοχής του, ως την έχει δικογραφήσει, συναρτημένης με την εκδοχή των εφεσίβλητων. Συνεπώς, δεν αφορούσαν σε δευτερεύοντα ή επουσιώδη ζητήματα, ως είναι η θέση των εφεσειόντων, την οποία απορρίπτουμε. Ορθά χρησιμοποίησε δε και το περιεχόμενο της παραγράφου 3 της Απάντησης (προφανώς η αναφορά σε παράγραφο 6, στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 5, γίνεται εκ λάθους), με την οποία καταγράφηκε ότι ο εφεσείοντας 1 γνώριζε την Kosmena Shelton, ενώ στη μαρτυρία του κατέθεσε για το αντίθετο. Προφανώς, ο εφεσείοντας 1, ως το αντιλήφθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη μαρτυρία του ήθελε να «διαγράψει» τη συμμετοχή οποιουδήποτε άλλου προσώπου, ως εμπλεκόμενου, στη διαδικασία αγοράς, ως ήταν η θέση της υπεράσπισης, και να στοχεύσει στην εκδοχή του πως μόνο με τον Θ. Τρισβέη, αποβιώσαντα, είχε συμφωνήσει για την αγορά του κτήματος στη Ρουμανία. Όμως, ο εφεσείοντας 1, εκτός από μάρτυρας, ήταν και διάδικος, οπότε, δεσμευόταν από τη δικογραφημένη θέση του και, ελλείψει κάποιας εξήγησης εκ μέρους του, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία του ως αντίθετη με τη δικογραφημένη θέση του.
Όσον αφορά δε στις επί μέρους αιτιάσεις, επί του λόγου έφεσης 5, και τα σχετικά παράπονα των εφεσειόντων, αφού έχουμε εξετάσει τα επιχειρήματα των δύο πλευρών, κρίνουμε πως δεν παρέχεται έρεισμα για να οδηγηθούμε σε συμπέρασμα ότι ο λόγος έφεσης 5 είναι βάσιμος. Εξηγούμε. Παραπονούνται οι εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε αναφορά πως τα χρήματα στάλθηκαν στην Kosmena Shelton, παρ’ ότι δεν υπήρξε υποβολή προς αυτόν ότι οι πληρωμές είχαν γίνει απ’ ευθείας σ’ αυτήν. Διαπιστώνουμε κατ’ αρχάς ότι η εν λόγω αναφορά του Δικαστηρίου προκύπτει από την αποδεκτή μαρτυρία του ΜΥ1, εφεσίβλητου 2, μετά που η μαρτυρία του εφεσείοντα 1, για επαρκείς λόγους, απορρίφθηκε. Το γεγονός, επίσης, ότι δεν υπήρξε υποβολή ότι ο εφεσείοντας 1 είχε σχέσεις με την Kosmena δεν είναι δυνατό να διαφοροποιήσει τη σχετική πρωτόδικη κρίση ως προς την αξιολόγηση. Εξ’ άλλου, οι εφεσίβλητοι δεν είχαν ιδιαίτερο λόγο να υποβάλουν στον εφεσείοντα 1 ότι είχε σχέσεις με την Kosmena Shelton, όταν ο ίδιος, στο δικόγραφο του, ανέφερε ότι την γνώριζε από προηγουμένως. Επίσης, το ότι λέγει, ο εφεσείοντας 1, στην αιτιολογία, πως την γνώριζε και έμαθε το επίθετο της εκ των υστέρων αποτελεί αντιφατική θέση, αφού στη δίκη κατέθεσε ότι δεν την γνώριζε ή δεν γνώριζε ότι ήταν δικηγόρος και τούτο σε αντίθεση πάλι με την παράγραφο 3 της Απάντησης όπου προβάλλεται η θέση πως «Οι ενάγοντες αναφερόμενοι στην παράγραφο 6 της Εκθέσεως Υπερασπίσεως ισχυρίζονται ότι η Cosmina Sheldon Dana ήταν δικηγόρος ή και έμπιστη των Εναγομένων, οι δε ενάγοντες την εγνώριζαν προηγουμένως». Η δε κατάληξη του Δικαστηρίου, ότι τα χρήματα στάλθηκαν στην Kosmena, ομοίως, ουδόλως επηρεάζει την εγκυρότητα της κρίσης του Δικαστηρίου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.
Περαιτέρω, ως προς το παράπονο των εφεσειόντων, το οποίο εκτείνεται, επί του ίδιου θέματος, και στο ότι δεν υπήρχε δικογραφημένος ισχυρισμός πως η Kosmena ενεργούσε ως δικηγόρος του εφεσείοντα 1, αποβιώσαντα Θ. Τρισβέη, και του Αχιλλέως, διαπιστώνουμε, ότι υπήρχε σχετική αναφορά στην Υπεράσπιση των εφεσίβλητων, στην παράγραφο 6, όπου διατυπώνεται ο ισχυρισμός πως «Η αγορά του κτήματος έγινε με γνώση και συγκατάθεση των συμμετεχόντων (εννοώντας προφανώς και τον εφεσείοντα 1) από την δικηγόρο και/ή κτηματομεσίτρια Cosmina Shelton Daina την οποία ο εναγόμενος 1, όπως και πάρα πολλοί άλλοι Κύπριοι, χρησιμοποιούσε από πολλά χρόνια για πάρα πολλές συναλλαγές του στη Ρουμανία…». Σχετική, επίσης, αναφορά γίνεται και στην παράγραφο 9 της Υπεράσπισης όπου διαβάζουμε ότι «Η εν λόγω δικηγόρος ή/και κτηματομεσίτρια ανέφερε διάφορους λόγους ή/και δικαιολογίες για την καθυστέριση και τα εμπόδια για να εγγραφεί το κτήμα στη ρουμανική εταιρεία που είχε ιδρυθεί για το σκοπό αυτό….». Ανεξάρτητα όμως από τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων, σημασία έχει ότι η εκδοχή γεγονότων που έθεσαν οι εφεσείοντες, περιλαμβανομένου ότι δεν γνώριζαν την Kosmina, δεν έγινε αποδεκτή, για καλούς λόγους, συνδεδεμένους με το ουσιώδες περιεχόμενο της μαρτυρίας που προσέφεραν και την αξιοπιστία της εκδοχής τους. Δεν εντοπίζουμε, άλλωστε, κάποιον αντίλογο, εκ μέρους των εφεσειόντων, υπό τύπο εξήγησης ή εναλλακτικής ερμηνείας στα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως κλονιστικά της αξιοπιστίας του εφεσείοντα 1.
Όσον αφορά στον όγδοο λόγο έφεσης, ο οποίος συνδέεται με τον πρώτο λόγο έφεσης, και στο παράπονο των εφεσειόντων ότι ο εφεσίβλητος 2 (ΜΥ1 – εναγόμενος 2) περιέπεσε σε αντιφάσεις και πως το πρωτόδικο Δικαστήριο τις αγνόησε ή δεν τις εντόπισε, κρίνουμε ότι πρόκειται για αβάσιμο παράπονο. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στο περιεχόμενο της παραγράφου 13 της Υπεράσπισης, με το οποίο οι εφεσίβλητοι αναφέρουν ότι «… πράγματι μεταξύ των διαβουλεύσεων, είχε λεχθεί από τον νέο αντιπρόσωπο του εναγόμενου 1 προς τον ενάγοντα 1 ότι εάν κάποιο από τα πολλά κτήματα του εναγόμενου 1 είχε διασωθεί τότε θα το διέθετε και στον ενάγοντα 1. Δυστυχώς κανένα από τα 29 του κτήματα δεν διεσώθη εκτός από ένα, το οποίο οι αρμόδιες κυβερνητικές αρχές στη Ρουμανία δέσμευσαν για να χρησιμοποιηθεί ως σιδηροδρομικός σταθμός». Έχουμε εξετάσει το σχετικό παράπονο, πλην όμως, κρίνουμε πως οι εφεσίβλητοι, με την παράγραφο 13 της Υπεράσπισης τους, δεν διατυπώνουν οτιδήποτε το οποίο έστω και έμμεσα να θεωρηθεί ως αποδοχή ή παραδοχή της εκδοχής των εφεσειόντων, και ειδικότερα παραδοχή περί οφειλής. Απλά γίνεται αναφορά πως αν κάποιο κτήμα από τα πολλά που είχε ο αποβιώσαντας στη Ρουμανία διασωζόταν, τότε θα το διέθετε προς τον εφεσείοντα. Είναι σημαντικό δε να υποδειχθεί πως ο λόγος, για αυτή την προθυμία του αποβιώσαντα, ήταν επειδή, ως μαρτύρησε ο εφεσίβλητος 2, ο πατέρας του ένοιωθε άσχημα που οι συνέταιροι του, στην αγορά του κτήματος, έπαθαν ζημιά. Αυτή την εξήγηση έδωσε στην κύρια εξέταση του ο εφεσίβλητος 2 αλλά την επικαλέστηκε, παρεμπιπτόντως, και στην αντεξέταση του, πλην όμως, ούτε αντεξετάστηκε ούτε αμφισβητήθηκε επ’ αυτής. Εν πάση, όμως, περιπτώσει οι εφεσείοντες, ως ενάγοντες, όφειλαν να πείσουν το πρωτόδικο για την αλήθεια της εκδοχής τους. Δεν το πέτυχαν αφού ο εφεσείοντας 1 δεν κρίθηκε αξιόπιστος για πολύ καλούς και ουσιαστικούς λόγους που εξήγησε το Δικαστήριο, οι οποίοι καταγράφονται με σαφήνεια στην εκκαλούμενη απόφαση του. Επίσης, το γεγονός πως δεν μαρτύρησε στη δίκη ο αποβιώσαντας ουδόλως δικαιολογεί, υπό τις περιστάσεις και τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, παρέμβαση στην αξιολόγηση των μαρτύρων. Άλλωστε, κρίθηκε αξιόπιστος ο εφεσίβλητος 2 που ήταν παρών σε ουσιώδη γεγονότα, ενώ η μαρτυρία του εφεσείοντα 1 δεν έγινε αποδεκτή.
Συνακόλουθα, οι λόγοι έφεσης 5, 5 δις και 8, κρίνονται αβάσιμοι.
Κατ’ επέκταση των προλεγόμενων αβάσιμος κρίνεται και ο πρώτος λόγος έφεσης. Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, δεν εντοπίζουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε εκτός δικογράφων, είτε κατά τη διεργασία αξιολόγησης της μαρτυρίας είτε κατά την εξαγωγή των ευρημάτων του.
Προχωρώντας στην εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης, κρίνεται χρήσιμο, σ’ αυτό το στάδιο, να αναφέρουμε πως, στη βάση της αποδεκτής μαρτυρίας και των ευρημάτων, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε με τα ακόλουθα ευρήματα και διαπιστώσεις:
«Στην βάση της αποδεχθείσης μαρτυρίας καταδεικνύονται τα εξής. Ο ενάγοντας 1, ο εναγόμενος 1 και κάποιος Αχιλλέας Αχιλλέως, αποφάσισαν το 2008 να επενδύσουν στην αγορά ακινήτου στην Ρουμανία και συγκεκριμένα να αγοράσουν χωράφι στην περιοχή Bergeni-Vidra στο Βουκουρέστι. Επειδή το ακίνητο, βάσει της νομοθεσίας στην Ρουμανία, δεν μπορούσε να εγγραφεί στο όνομα αλλοδαπών εταιρειών ή αλλοδαπών φυσικών προσώπων, και οι τρεις αποφάσισαν να ιδρύσουν μία ρουμάνικη εταιρεία στην οποία θα εγγράφετο το ακίνητο. Με στόχο την πληρωμή μειωμένου φόρου ή και καθόλου (δικό μου συμπέρασμα) προς το κυπριακό κράτος, αποφασίστηκε η ίδρυση δύο κυπριακών εταιρειών (μητρικής και θυγατρικής), η μία εκ των οποίων θα ήταν μέτοχος της ρουμάνικης εταιρείας. Έτσι στις 23.5.2008 ιδρύθηκε η κυπριακή εταιρεία NOSEGO LIMITED, με μετόχους την ενάγουσα 2 εταιρεία (TRIANDOS DEVELOPERS LIMITED), τον Αχιλλέα Αχιλλέως και την T & A PROPERTIES LIMITED, ιδιοκτησίας των εναγομένων. Στις 17.6.2008 ιδρύθηκε η κυπριακή εταιρεία ZULKA LIMITED, μέτοχος της οποίας ήταν η NOSEGO LIMITED. Στην συνέχεια ιδρύθηκε στις 20.8.2008 στην Ρουμανία, η εταιρεία ZULKA DEVELOPMENT SRL με αντικείμενο εργασιών, μεταξύ άλλων, την ανάπτυξη και αγορά ακινήτων. Μέτοχος της εταιρείας ήταν η κυπριακή εταιρεία ZULKA LIMITED με 75% του μετοχικού κεφαλαίου και η Shelton Cosmina Dana, δικηγόρος από την Ρουμανία, με 25%. Τα χρήματα για την αγορά του χωραφιού, περιλαμβανομένων των χρημάτων του ενάγοντα 1, στάληκαν στην Cosmina Shelton. Με την συναίνεση και των τριών (Γαβριήλ, Αχιλλέως και Θεόδωρου Τρισβέη), το κτήμα (επρόκειτο για δύο συνεχόμενα οικόπεδα) γράφτηκε στο όνομα της Cosmina τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 2008 αντίστοιχα. Τούτο έγινε επειδή σημειώθηκε καθυστέρηση στην εγγραφή των κυπριακών εταιρειών και ο πωλητής του χωραφιού, κατά την Cosmina, ζητούσε επίμονα την ολοκλήρωση της πράξης της αγοράς, δηλαδή της γης.
Με την ολοκλήρωση της εγγραφής της ρουμάνικης εταιρείας, το ακίνητο, βάσει των όσων συμφωνήθηκαν με την Shelton, θα μεταβιβαζόταν στην ZULKA DEVELOPMENT SRL. Η Shelton, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, δεν προχώρησε στην μεταβίβαση του ακινήτου. Η Shelton εν τέλει καταδικάστηκε σε φυλάκιση για τα αδικήματα της κατάχρησης και της πλαστογραφίας (από το 2012 τελούσε υπό κράτηση).»
Έχουμε εξετάσει τις αιτιάσεις που διατυπώνονται στον δεύτερο λόγο έφεσης, δεν εντοπίζουμε όμως σφάλμα ή αντίφαση στη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, επί της σελίδας 38, ότι «τα χρήματα για την αγορά του χωραφιού, περιλαμβανομένων των χρημάτων του ενάγοντα 1, στάληκαν στην Kosmena Shelton» και της αναφοράς του, προγενέστερα, στη σελίδα 23, ότι «τα λεφτά που τους έδωσε ο Γαρβιήλ στάληκαν στο λογαριασμό του πατέρα του στη Ρουμανία και χρησιμοποιήθηκαν για την προκαταβολή που ζητούσε ο πωλητής». Δεν αντιλαμβανόμαστε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εννοούσε δύο, διαφορετικά, πράγματα, εκτός από το ότι ο εφεσείοντας 1 έδωσε τα χρήματα στον εφεσίβλητο 1 και ο τελευταίος τα απέστειλε στην Kosmena για την αγορά του χωραφιού. Δεν θεωρούμε ότι προκύπτει αντίφαση μεταξύ της μαρτυρίας του εφεσίβλητου 2, ως την παραθέτει το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 23, με το σχετικό εύρημα του επί της σελίδας 38.
Συνεπώς, κρίνεται αβάσιμος και ο δεύτερος λόγος έφεσης.
Ομοίως, αβάσιμο κρίνουμε και τον τρίτο λόγο έφεσης, με τον οποίο οι εφεσείοντες θεωρούν λανθασμένη την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου «είναι γι’ αυτό που η Κοσμήνα έστειλε το χαρτί τεκμήριο 4 ότι έχει τόσα μέτρα…». Ως προκύπτει από το κείμενο της εκκαλούμενης απόφασης, η εν λόγω αναφορά περιέχεται στη διατύπωση και παράθεση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου 2, συνεπώς, δεν πρόκειται για κάποιο εύρημα ή συμπέρασμα του Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, ελλείπει το υπόβαθρο για έλεγχο τέτοιας αναφοράς, δεδομένου ότι δεν υπάρχει θέση ότι τέτοια μαρτυρία δεν δόθηκε πλην όμως το Δικαστήριο στηρίχθηκε σ’ αυτήν.
Ούτε ο τέταρτος λόγος έφεσης παρουσιάζει κάποιο έρεισμα ώστε να ανατραπεί το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «με τη συναίνεση και των 3 (Γαβριήλ, Αχιλλέως και Θεόδωρου Τρισβέη) το κτήμα γράφτηκε στο όνομα της Κοσμήνας τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 2008, αντίστοιχα». Το εν λόγω εύρημα ήταν εντός των δικογραφημένων θέσεων των εφεσίβλητων και συνεπώς ήταν δικαιολογημένο δικογραφικά και εντός του περιεχομένου της Υπεράσπισης, ειδικότερα, των παραγράφων 6, 7 και 8. Συνεπώς κρίνεται αβάσιμος και ο τέταρτος λόγος έφεσης.
Τέλος, αβάσιμοι κρίνονται και οι έκτος και έβδομος λόγοι έφεσης. Τα παράπονα των εφεσειόντων, ως διατυπώνονται στην αιτιολογία των προαναφερόμενων λόγων έφεσης, έχουν ήδη απαντηθεί μέσα από την απόρριψη των υπόλοιπων λόγων έφεσης. Σχετίζονται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και την απόρριψη της εκδοχής των εφεσειόντων, η οποία, για τους λόγους που εξήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά, ως κρίνουμε δεν έγινε αποδεκτή.
Συνακόλουθα με όλα τα πιο πάνω και εφόσον ουδείς λόγος έφεσης κρίθηκε βάσιμος, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η εκκαλούμενη απόφαση, ως ορθή, επικυρώνεται.
Επιδικάζονται έξοδα της παρούσας έφεσης, προς όφελος των εφεσίβλητων και εναντίον των εφεσειόντων, για το ποσό των €4.000,00, πλέον Φ.Π.Α. (αν υπάρχει).
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο