ΚΟΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ v. ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΥΡΙΜΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 87/2019, 29/9/2025
print
Τίτλος:
ΚΟΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ v. ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΥΡΙΜΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 87/2019, 29/9/2025

 ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 87/2019)

 

29 Σεπτεμβρίου 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ,  Δ/στες]

 

ΚΟΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες

v.

 

1. ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΥΡΙΜΟΥ

2. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ

3. A. L. VASILIOU MOTORS LTD,

Εφεσιβλήτων

 

Αίτηση για επανάνοιγμα αντέφεσης, ημερομηνίας 23.6.2025

 

Θ. Ιωαννίδης για Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης & Σία ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητο 1/Αιτητή

Καμία εμφάνιση για Εφεσείοντες/Καθ’ ων η αίτηση 1

Μ. Ξιαρής με Ε. Σούπερμαν (κα) (ασκούμενη δικηγόρο) για Λέλλος Π. Δημητριάδης Δικηγορικό Γραφείο ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητο 2/Καθ’ ου η αίτηση 2

Καμία εμφάνιση για Εφεσίβλητους 3/Καθ’ ων η αίτηση 3

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ:  Με απόφαση μας, ημερομηνίας 17.6.2025, δώσαμε, στον εφεσίβλητο 1/αιτητή, άδεια για υποβολή αίτησης για επανάνοιγμα της παρούσας αντέφεσης, δυνάμει του Μέρους 41.15 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023. Στην εν λόγω απόφαση μας προβήκαμε σε μία σκιαγράφηση των όσων προηγήθηκαν και αφορούν την παρούσα υπόθεση. Χρήσιμο είναι να επαναλάβουμε τα λεχθέντα μας στο πλαίσιο του τι εξετάζεται στην παρούσα αίτηση. Τίθεται, συναφώς, ότι, ως αναφέραμε και στην απόφαση μας, ημερομηνίας 29.4.2025, τροχαίο δυστύχημα, στο οποίο ενεπλάκησαν όχημα και μοτοσυκλέτα, είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό του οδηγού της τελευταίας. Με αγωγή του, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ο οδηγός της μοτοσυκλέτας, ως ενάγων (αιτητής στην παρούσα αίτηση), αξίωσε αποζημιώσεις για υλικές ζημιές και σωματικές βλάβες, αποδίδοντας αποκλειστική αμέλεια στον οδηγό του οχήματος, ως εναγόμενου 1 (καθ’ ου η αίτηση 2 στην παρούσα αίτηση). Στράφηκε, όμως, εναντίον και των εγγεγραμμένων ιδιοκτητών του οχήματος, ως εναγομένων 2, για, κατ’ ισχυρισμόν του, εκ προστήσεως ευθύνη τους, αλλά και εναντίον της ασφαλιστικής εταιρείας στην οποία είχε ασφαλιστεί το όχημα, ως εναγομένων 3. Το εν λόγω όχημα είχε πωληθεί από τους εναγόμενους 2 στον εναγόμενο 1, με πρόβλεψη καταβολής του τιμήματος διά μηνιαίων δόσεων, παρέμεινε εγγεγραμμένο επ’ ονόματι των εναγομένων 2 και ασφαλίστηκε από αυτούς στους εναγόμενους 3 για ευθύνη έναντι τρίτου.

 

Πρωτοδίκως, επίδικα θέματα, πέραν της ευθύνης των εμπλεκομένων οδηγών και των ζημιών που ο ενάγων υπέστη και, κατ’ επέκταση, των αποζημιώσεων που δικαιούτο, είχαν αποτελέσει το κατά πόσο οι εναγόμενοι 2 ήταν εκ προστήσεως υπεύθυνοι για τυχόν αμέλεια του εναγομένου 1, αλλά και το κατά πόσο το εκδοθέν ασφαλιστήριο έγγραφο κάλυπτε τον εναγόμενο 1, εφόσον, σύμφωνα με τους εναγόμενους 3, αυτός, ως εκ της πώλησης του οχήματος σ’ αυτόν, απέκτησε την κυριότητα του οχήματος, ανεξαρτήτως του ότι το όχημα παρέμεινε εγγεγραμμένο στο όνομα των εναγομένων 2.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν ακρόασης, κατέληξε ότι η ευθύνη για το επίδικο δυστύχημα θα έπρεπε να καταμεριστεί σε ποσοστό 80% εναντίον του εναγομένου 1 και 20% εναντίον του ενάγοντα. Κατέληξε, περαιτέρω, ότι οι εναγόμενοι 3 ήσαν υπεύθυνοι, καθότι, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, ο εναγόμενος 1 καλύπτετο από έγκυρη και σε ισχύ ασφάλεια. Στη βάση αυτής της κατάληξης, έκρινε ότι οι αξιώσεις του ενάγοντα εναντίον του εναγομένου 1 ήταν αβάσιμες και απέρριψε την αγωγή εναντίον του. Απέρριψε, επίσης, την αγωγή εναντίον των εναγομένων 2, αφού έκρινε ότι δεν υφίστατο εκ προστήσεως ευθύνη από μέρους τους. Συνακόλουθα, εξέδωσε απόφαση, αποδίδοντας, υπέρ του ενάγοντα και εναντίον των εναγομένων 3, διάφορες θεραπείες, ενώ απέρριψε την αγωγή εναντίον των εναγομένων 1 και 2. Με βάση το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι εναγόμενοι 3 επωμίστηκαν όλα τα έξοδα της διαδικασίας.

 

          Η πρωτόδικη απόφαση εφεσιβλήθηκε, με την παρούσα έφεση, από τους εναγόμενους 3 πρωτοδίκως (εφεσείοντες). Ως εφεσίβλητοι είχαν καταστεί οι ενάγοντας, ως εφεσίβλητος 1, εναγόμενος 1, ως εφεσίβλητος 2 και εναγόμενοι 2, ως εφεσίβλητοι 3. Με την έφεση, εγείρονταν συνολικά δέκα λόγοι έφεσης, οι πρώτοι έξι των οποίων αφορούσαν θέματα ουσίας της αξίωσης του εφεσίβλητου 1, ενώ οι λόγοι έφεσης 7 έως 9 αφορούσαν την εγειρόμενη υπεράσπιση των εφεσειόντων περί μη ασφαλιστικής κάλυψης του εφεσίβλητου 2. Ο δέκατος λόγος έφεσης αφορούσε την πρωτόδικη κρίση ως προς την επιδίκαση των εξόδων.

 

          Από την πλευρά του, ο εφεσίβλητος 1/αιτητής είχε καταχωρήσει ειδοποίηση αντέφεσης, εγείροντας τρεις λόγους που αφορούσαν, ο πρώτος, το καταμερισθέν ποσοστό ευθύνης προς 20% εις βάρος του, ο δεύτερος, την απόρριψη της αγωγής εναντίον του εφεσίβλητου 2, και ο τρίτος, τις γενικές αποζημιώσεις που είχαν επιδικαστεί.

 

          Οι εφεσείοντες είχαν καταχωρήσει περίγραμμα αγόρευσης αναφορικά με την έφεση τους και έτερο περίγραμμα αγόρευσης αναφορικά με την αντέφεση του εφεσίβλητου 1, ενώ ο εφεσίβλητος 1 είχε καταχωρήσει περίγραμμα αγόρευσης αναφορικά με την έφεση και την αντέφεση. Οι εφεσίβλητοι 2 και 3, καταχώρησαν το περίγραμμα αγόρευσης τους αναφορικά με την έφεση.

 

          Το Εφετείο έκρινε βάσιμους τους λόγους έφεσης που αφορούσαν τη διαπίστωση ύπαρξης έγκυρης ασφαλιστικής κάλυψης από μέρους των εφεσειόντων. Συνακόλουθα, η πρωτόδικη απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου 1/αιτητή και εναντίον των εφεσειόντων παραμερίστηκε. Αυτό συμπαρέσυρε τους υπόλοιπους λόγους έφεσης. Επιλαμβανόμενοι της αντέφεσης, εξηγήσαμε τα ακόλουθα:

 

          «Παραμένουν προς εξέταση τα όσα αφορούν την αντέφεση μεταξύ εφεσιβλήτου 1 και εφεσειόντων.  Ως λέχθηκε στην αρχή της παρούσας απόφασης, ο εφεσίβλητος 1 έκρινε ορθό να αμφισβητήσει τα όσα αμφισβητεί από την πρωτόδικη απόφαση μέσω αντέφεσης. Στο πλαίσιο αυτό, περιορίστηκε εναντίον των εφεσειόντων, χωρίς να στραφεί εναντίον οποιουδήποτε άλλου διαδίκου στην παρούσα υπόθεση. Σύμφωνα με τη Δ.35 Θ.10 των σε ισχύ κατά την καταχώριση της αντέφεσης Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας «10. It shall not under any circumstances be necessary for a respondent to make a cross-appeal; but if he intends upon the hearing of the appeal to contend that the decision of the Court below should be varied, he shall give a written notice of his intention, specifying in what respects he contends that the decision should be varied, to any parties or person who may be affected by his contention, and to the Registrar of the Court of Appeal. Such notice shall set forth fully the respondent's grounds and reasons therefor for seeking to have the decision varied on appeal.  …»

          Ο εφεσίβλητος 1 δεν έδωσε τέτοια ειδοποίηση προς τον εφεσίβλητο 2 ή τους εφεσίβλητους 3.

          Διαπιστώνεται από τους λόγους αντέφεσης ότι ο πρώτος και τρίτος λόγος αντέφεσης, θα μπορούσε να κριθεί ότι αφορούν τους εφεσείοντες, αφού, εφόσον η απόφαση περί ύπαρξης ευθύνης τους επικυρωνόταν, θα υπήρχε ενδεχόμενος επηρεασμός τους από την ενδεχόμενη ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης επί της ευθύνης του εφεσίβλητου 1 (πρώτος λόγος αντέφεσης) ή του ποσού των αποζημιώσεων (τρίτος λόγος αντέφεσης). Οι λόγοι αυτοί, όμως, έχουν καταστεί άνευ αντικειμένου ως εκ της ως άνω κρίσης μας επί των λόγων έφεσης επτά και οκτώ.  Συνεπώς, εκ των πραγμάτων απορρίπτονται.

          Όσον αφορά το δεύτερο λόγο αντέφεσης, ο οποίος προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση να απορρίψει την αγωγή εναντίον του εφεσιβλήτου 2 ενώ αυτός είχε ευθύνη για το δυστύχημα, παρατηρείται ότι ο λόγος αυτός δεν αφορά τους εφεσείοντες υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Αντιθέτως, τον μόνο που αφορά είναι τον εφεσίβλητο 2, ο οποίος, όμως, δεν έχει καταστεί από τον εφεσίβλητο 1 διάδικο μέρος στην αντέφεση.

          Υπό αυτά τα δεδομένα, κρίνουμε ότι δεν μας παρέχεται ευχέρεια να εξετάσουμε τον εν λόγω λόγο αντέφεσης, μη έχοντας, ο εφεσίβλητος 2, που είναι το μόνο διάδικο μέρος το οποίο ο λόγος έφεσης αφορά, καταστεί μέρος της αντέφεσης, ώστε να έχει την ευκαιρία να ακουστεί και τοποθετηθεί επ’ αυτού.  Κρίνουμε ότι κάτι τέτοιο θα παραβίαζε όχι μόνο τον ως άνω διαδικαστικό κανονισμό, αλλά και κάθε αρχή φυσικής δικαιοσύνης.

          Κατά συνέπεια, απορρίπτουμε και τον τρίτο λόγο αντέφεσης.»

 

          Με την παρούσα αίτηση του, ο εφεσίβλητος 1/αιτητής ζητά διάταγμα για επανάνοιγμα της αντέφεσης μετά την έκδοση τελικής απόφασης την 29/04/2019, στην Έφεση 87/2019, σύμφωνα με την άδεια που δόθηκε από το Εφετείο την 17.6.2025. Την αίτηση αυτή, ο αιτητής βασίζει, μεταξύ άλλων, στους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2023, Μέρος 41.15(1)-(6).

 

          Ως πραγματικό υπόβαθρο, τίθενται, εκ νέου, οι επιπτώσεις που έχει για τον αιτητή η μη εξέταση της αντέφεσης του. Ως ο ενόρκως δηλών προβάλλει, το αποτέλεσμα της απόφασης είναι άδικο για αυτόν διότι ο αδικοπραγήσας έχει απαλλαγεί, ενώ αυτός καλείται να πληρώσει τα έξοδα της διαδικασίας και να μην αποζημιωθεί.

 

          Υπενθυμίζουμε ότι, στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης για άδεια υποβολής αίτησης για επανάνοιγμα, δηλώθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή, ότι το αίτημα περιορίζεται στον λόγο αντέφεσης 2. Για ευνόητο λόγο, ήτοι ότι το θέμα πλέον δεν τους αφορά, οι εφεσείοντες και εφεσίβλητοι 3 εξακολουθούν να μην εμπλέκονται στην παρούσα αίτηση.

Ο εφεσίβλητος 2 φέρει ένσταση στο αίτημα του εφεσίβλητου 1, προβάλλοντας τρεις λόγους ένστασης. Ο πρώτος λόγος ένστασης βασίζεται στο ότι τυχόν έγκριση της αίτησης παραβιάζει τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του καθ’ ου η αίτηση 2 να τύχει δίκαιης δίκης και/ή να υπερασπιστεί τον εαυτό του ενώπιον του Δικαστηρίου. Προβάλλεται, συναφώς, αμφισβήτηση της επάρκειας του μέτρου της αντέφεσης που ο αιτητής επέλεξε να καταχωρήσει προς επιδίωξη προσβολής της πρωτόδικης κρίσης.

 

Ο δεύτερος λόγος ένστασης προβάλλει κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας από μέρους του αιτητή και έλλειψη καλής πίστης. Αναφορά γίνεται σε διαδικασία, ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 9(3)(γ) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964, Ν.33/1964, η οποία καταχωρήθηκε την 4.6.2025 και δεν έτυχε αναφοράς στο Εφετείο. Σημειώνεται ότι μεταγενέστερη απόσυρση της διαδικασίας εκείνης, μετά που δόθηκε άδεια για επανάνοιγμα της αντέφεσης, οδήγησε στην εγκατάλειψη της βάσης ένστασης περί κατάχρησης.

 

Ο τρίτος λόγος ένστασης προβάλλει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Μέρους 41.15(1)(α) – (γ) των Κανονισμών.

 

          Το Μέρος 41.15 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023 προνοεί για το επανάνοιγμα εφέσεων μετά την έκδοση τελικής απόφασης. Προβλέπεται ότι:

 

«(1) Το Εφετείο δεν επανανοίγει έφεση μετά την έκδοση της τελικής απόφασης εκτός αν:

(α) είναι αναγκαίο να το πράξει προκειμένου να αποφευχθεί πραγματική αδικία·

(β) οι περιστάσεις είναι εξαιρετικές και καθιστούν κατάλληλο το επανάνοιγμα της έφεσης· και

(γ) δεν υπάρχει εναλλακτική αποτελεσματική θεραπεία».

 

          Έχουμε εξετάσει κάθε τι σχετικό με το υπό κρίση θέμα. Ως υποδείξαμε και στην απόφαση μας, ημερομηνίας 17.6.2025, από τα ενώπιον μας στοιχεία, μπορεί να επιβεβαιωθεί ότι, κατά την έκδοση της απόφασης μας στην έφεση, όλα τα μέλη του Εφετείου θεωρήσαμε ως δεδομένο ότι η αντέφεση του εφεσίβλητου 1 δεν επιδόθηκε στους εφεσίβλητους 2 και 3. Σ’ αυτό το συμπέρασμα οδήγησε αφενός, το περιεχόμενο του ενώπιον του κάθε μέλους του Εφετείου φακέλου, στον οποίο δεν περιλαμβανόταν η όποια επίδοση εγγράφων, και, αφετέρου, οι τοποθετήσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων κατά την ακρόαση της έφεσης. Επισημαίνεται ότι, ως εμφαίνεται και στο πρακτικό της ακρόασης της έφεσης, ο μεν κ. Ξιαρής αναφέρθηκε στο ότι δεν είχε ευκαιρία να ακουστεί και τοποθετηθεί επί του λόγου αντέφεσης, χωρίς αναφορά περί προηγούμενης επίδοσης της αντέφεσης στην πλευρά του, ενώ ο κ. Ιωαννίδης αναφέρθηκε, προφανώς εκ παραδρομής, σε επίδοση της έφεσης στους εφεσίβλητους, αντί της αντέφεσης. Μπορεί, παράλληλα, να επιβεβαιωθεί, ως είναι πλέον κοινώς αποδεκτό, ότι η αντέφεση επιδόθηκε στους συνηγόρους των εφεσειόντων και των εφεσιβλήτων 2 και 3. Σύμφωνα με τον κυρίως φάκελο της έφεσης, ο οποίος τηρείται από το Πρωτοκολλητείο, αυτό έγινε στις 17.4.2019, 8.4,2019 και 3.4.2019, αντιστοίχως. Η έφεση, επί της πρωτόδικης απόφασης, ημερομηνίας 22.2.2019, είχε καταχωρηθεί στις 15.3.2019, ενώ η αντέφεση, στις 2.4.2019.

 

          Καθίσταται προφανές ότι, αν το γεγονός της επίδοσης της αντέφεσης στον εφεσίβλητο 2 δεν διελάνθανε της προσοχής του Εφετείου, η ουσία του θέματος, ήτοι κατά πόσο ο λόγος αντέφεσης 2, στον οποίο το αίτημα περιορίζεται, είναι βάσιμος ουσιαστικά αλλά και δεδομένης της καταχώρησης αντέφεσης αντί ξεχωριστής έφεσης, θα εξεταζόταν. Κάτι το οποίο, εκ των πραγμάτων, δεν έγινε. Εξ ου και η προβαλλόμενη θέση περί πραγματικής αδικίας, αποφυγή της οποίας παρέχει ευχέρεια στο Εφετείο να επανανοίξει έφεση μετά την έκδοση τελικής απόφασης.

 

          Υπό αυτά τα δεδομένα, κρίνεται ότι τυχόν αρνητική αντιμετώπιση του υπό κρίση αιτήματος θα είχε ως αποτέλεσμα τη στέρηση εξέτασης του τι δεν εξετάστηκε στην κυρίως διαδικασία υπό τα ως άνω δεδομένα και περιστάσεις. Το κατά πόσο ο δεύτερος λόγος αντέφεσης είναι βάσιμος ή μη, είτε για ουσιαστικούς, είτε για διαδικαστικούς λόγους, δεν είναι του παρόντος, ούτε μπορεί, κατά την άποψη μας, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, ως εξηγούνται ανωτέρω, να αποτελέσει λόγο ένστασης για το αιτούμενο διάταγμα. Περαιτέρω, ούτε η καταχώρηση, ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άλλης διαδικασίας, χωρίς αναφορά της στο Εφετείο, επιβαρύνει τον αιτητή με κακή πίστη. Φρονούμε ότι, απλή ανάγνωση των προνοιών της συγκεκριμένης διάταξης του Ν. 33/1964, φανερώνει ότι ουδόλως μπορεί να συσχετιστεί με το τι το Εφετείο είχε και έχει να εξετάσει. Άλλωστε, η αναφερόμενη διαδικασία, μεταγενέστερη της αίτησης για άδεια καταχώρησης αίτησης, αποσύρθηκε. Ούτε, βεβαίως, δύναται να θεωρηθεί, υπό τας περιστάσεις, εναλλακτική της παρούσας διαδικασία.

 

          Στη βάση των δεδομένων που έχουμε παραθέσει ανωτέρω, κρίνουμε ότι η παρούσα περίπτωση εμπίπτει στις περιπτώσεις που, δυνάμει των προνοιών του Μέρους 41.15, η επηρεαζόμενη διαδικασία θα πρέπει να επανανοιχθεί. Από μόνοι τους οι λόγοι που οδήγησαν στην απόρριψη του λόγου αντέφεσης 2, ως ανωτέρω αναλύονται, επιβάλλουν οι πλευρές να τεθούν στο σημείο στο οποίο ήταν, κατά την ακρόαση της έφεσης και αντέφεσης, ώστε να ακουστούν επί της ουσίας των θέσεων τους και να δύναται το Εφετείο να αποφασίσει τα εγειρόμενα ζητήματα, απονέμοντας, ορθά, δικαιοσύνη. Αυτό, άλλωστε, επιτάσσει και η άσκηση της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου, ως Δικαστηρίου που απονέμει δικαιοσύνη.

 

          Συνακόλουθα, η αίτηση επιτυγχάνει.

 

          Εκδίδεται διάταγμα για επανάνοιγμα της αντέφεσης στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο διαδικασία, καθ’ όσον αφορά τον λόγο αντέφεσης 2. Η Πρωτοκολλητής καλείται να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες ορισμού της διαδικασίας, ειδοποιώντας σχετικά τις επηρεαζόμενες πλευρές.

 

          Επιδικάζονται υπέρ του εφεσίβλητου 1/αιτητή και εναντίον του εφεσίβλητου 2/καθ’ ου η αίτηση 2 €2.400.- πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, ως έξοδα της παρούσας αίτησης. Λόγω μη εμπλοκής των καθ’ ων η αίτηση 1 και 3 στην αίτηση, καμία διαταγή για έξοδα, όσον αφορά αυτούς.

 

 

 

 

Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.    

 

 

 

Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.   

 

 

 

Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο