ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ v. C. A., Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 97/2024, 10/9/2025
print
Τίτλος:
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ v. C. A., Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 97/2024, 10/9/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ

 

 (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 97/2024)

 

10 Σεπτεμβρίου, 2025

 

     [ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ Π., ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

  ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

 

                                                                                                           Εφεσείουσα,

v.

 

C.    A.

 

                                                                                                          Εφεσίβλητης.

--------------------

Ρ. Χαραλάμπους (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσείουσα.

Α. Δ. Πλιάκα (κα), για Εφεσίβλητη.

--------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: H Εφεσίβλητη υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου και, εν συνεχεία, προσέβαλε την απορριπτική απόφαση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δια της Προσφυγής Αρ. 7221/21 την οποία το τελευταίο αποδέχθηκε με το εξής σκεπτικό:

 

Δεδομένου ότι η αιτηθείσα διεθνής προστασία συνίσταται από το καθεστώς πρόσφυγα ή/και το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (σύμφωνα με τον συναφή ορισμό του Άρθρου 2(1) των περί Προσφύγων Νόμων), το πρωτόδικο Δικαστήριο καταρχάς αξιολόγησε κατά πόσο οι ισχυρισμοί της Εφεσίβλητης αναφορικά με τους λόγους τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της (Καμερούν) συνιστούσαν βάσιμο φόβο δίωξης που να δικαιολογεί τη χορήγηση του καθεστώτος ασύλου σε αυτήν.

 

Επ’ αυτού, το πρωτόδικο Δικαστήριο συμφώνησε με την Υπηρεσία Ασύλου ως προς το ότι η χορήγηση ασύλου δεν εδικαιολογείτο, κρίνοντας την Εφεσίβλητη αναξιόπιστη ως προς την εξιστόρηση επί της οποίας βάσισε τον ισχυρισμό της περί φόβου δίωξης. 

Εντούτοις, το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλόγισε στην Υπηρεσία Ασύλου ελλιπή έρευνα, ανεπαρκή αιτιολόγηση και πλάνη περί τα πράγματα αναφορικά με το γεγονός ότι η Εφεσίβλητη διαγνώστηκε θετική στον ιό ΗΙV μετά από ιατρικές εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε στη Δημοκρατία.  Κατά προέκταση, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έπασχε από ελλιπή αιτιολογία όσον αφορά τη μη αντιμετώπιση κινδύνου από την Εφεσίβλητη -λόγω της κατάστασης της υγείας της- σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν. 

 

Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τον λόγο ακύρωσης περί ελλιπούς δέουσας έρευνας και, ως δικαστήριο ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας, εξέτασε το ίδιο την αίτηση διεθνούς προστασίας προς έκφραση της δικής του κρίσης.

 

Συναφώς, η Εφεσίβλητη, αφενός, προσκόμισε στο πρωτόδικο Δικαστήριο επίκαιρη ιατρική βεβαίωση περί της HΙV λοίμωξης από την οποία πάσχει και για τη σχετική φαρμακευτική αγωγή την οποία λαμβάνει και, αφετέρου, ενημέρωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο πως είχε αποβιώσει πρόσφατα η μόνη συγγενής της στο Καμερούν.  Το δε πρωτόδικο  Δικαστήριο διεξήγαγε δική του έρευνα που κατέδειξε ότι στο Καμερούν τα οροθετικά άτομα δεν έχουν πρόσβαση σε όλα τα φάρμακα τα οποία η Εφεσίβλητη ελάμβανε στη Δημοκρατία σύμφωνα με την ιατρική βεβαίωση.

 

Η κατάσταση της υγείας της Εφεσίβλητης ομού με το ενδεχόμενο αυτή να μην έχει πρόσβαση σε επαρκή φαρμακευτική αγωγή στο Καμερούν δεν στοιχειοθετούσε -κατά την πρωτόδικη κρίση- βάσιμο φόβο δίωξης με βάση τα κριτήρια που παρατίθενται στο Άρθρο 3(1) των περί Προσφύγων Νόμων, ώστε να δικαιολογείται η χορήγηση ασύλου στην Εφεσίβλητη.

 

Επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τα άνω δεδομένα, αλλά και το σύνολο των ενώπιόν του στοιχείων, δεν στοιχειοθετούσαν σοβαρή βλάβη βάσει των κριτηρίων που παρατίθενται στο Άρθρο 19(2)(α) και (β) των περί Προσφύγων Νόμων.  

 

Εντούτοις, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι πληρούται στην περίπτωση της Εφεσίβλητης το κριτήριο του Άρθρου 19(2)(γ) των περί Προσφύγων Νόμων το οποίο αναφέρεται σε σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή σωματικής ένοπλης σύρραξης.

Συναφώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο διερεύνησε την κατάσταση που επικρατούσε στη βορειοδυτική περιοχή του Καμερούν, όπου υπάγεται η πόλη συνήθους διαμονής της Εφεσίβλητης, διαπιστώνοντας ότι υφίστανται εχθροπραξίες μεταξύ των κρατικών και αυτονομιστικών δυνάμεων με αποτέλεσμα να επηρεαστεί σημαντικά το σύστημα υγείας και βασικές υπηρεσίες και υποδομές και να διαπράττονται σοβαρά περιστατικά βίας κατά αμάχων, όπως απαγωγές, λεηλασίες, δολοφονίες και βιασμοί.

 

Ενόψει τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα επίπεδα αδιάκριτης βίας στην εν λόγω περιοχή είναι υψηλά, όχι όμως τόσα ώστε ένας οποιοσδήποτε άμαχος να κινδυνεύει απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας του εκεί. Η γενικά επισφαλής κατάσταση στην εν λόγω περιοχή, σε συνδυασμό -κατόπιν εξατομικευμένης εξέτασης- με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της Εφεσίβλητης (ιδιαίτερα, το ότι δε διαθέτει υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της και χρήζει τακτικής ιατρικής παρακολούθησης και λήψης φαρμακευτικής αγωγής λόγω HIV) οδήγησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το κριτήριο του Άρθρου 19(2)(γ) των περί Προσφύγων Νόμων πληρούται στο πρόσωπο της Εφεσίβλητης, χωρίς αυτή να έχει εύλογη προοπτική εσωτερικής μετεγκατάστασης κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 12Γ των περί Προσφύγων Νόμων.

 

Η Εφεσείουσα (πρωτόδικα, η Καθ’ης η αίτηση) εφεσιβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ημερ. 6.9.2024 ως λανθασμένη, προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους έφεσης:

 

Πρώτος Λόγος Έφεσης:

Κατά την Εφεσείουσα, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο χορήγησε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας στην Εφεσίβλητη, καθότι η τελευταία δεν ζήτησε από το πρωτόδικο Δικαστήριο τέτοια θεραπεία μέσω της πρωτοδίκως καταχωρισθείσας αίτησης ακύρωσης.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, ναι μεν η Εφεσίβλητη ζήτησε (διά του αιτητικού Α) ρητά την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου (και όχι την τροποποίησή της ή τη δικαστική χορήγηση οποιουδήποτε εκ των δύο καθεστώτων διεθνούς προστασίας), αλλά ταυτόχρονα ζήτησε (διά του αιτητικού Β) οποιαδήποτε άλλη θεραπεία το πρωτόδικο Δικαστήριο ήθελε κρίνει ορθή και δίκαιη υπό τις περιστάσεις. 

 

Κατά την κρίση μας, όχι η (αόριστα διατυπωμένη) αιτούμενη θεραπεία Β, αλλά η υποχρέωση ελέγχου ουσίας την οποία του εντέλλει το Άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων (εφεξής «ο Νόμος 73(Ι) του 2018») ήταν η επαρκής νομιμοποιητική βάση ώστε το πρωτόδικο Δικαστήριο να υπερκεράσει τη Διοίκηση και να χορηγήσει το ίδιο στην Εφεσίβλητη συμπληρωματική προστασία, ως έχει ήδη νομολογιακά κριθεί (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 107/2023 Δημοκρατία ν. Q.B.T., απόφαση Εφετείου ημερ. 11.2.2025). 

 

Δεύτερος και τρίτος λόγος έφεσης:

Κατά την Εφεσείουσα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση αποδεχόμενο λόγο ακύρωσης περί ελλιπούς δέουσας έρευνας, σε σχέση με την κατάσταση της υγείας της Εφεσίβλητης και την επάρκεια της ιατροφαρμακευτικής αγωγής την οποία θα λάβει στο Καμερούν, εάν επιστρέψει εκεί.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:

 

Για να αξιολογήσει το βάσιμο ή μη της πρωτόδικης κρίσης η εφεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναγνωστεί σφαιρικά και όχι αποσπασματικά. Η πρωτόδικη κρίση τεκμηριώνεται διά της αντιπαραβολής της έρευνας την οποία διεξήγαγε το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο με την προηγηθείσα έρευνα της Υπηρεσίας Ασύλου.  

 

Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η φαρμακευτική αγωγή την οποία η Εφεσίβλητη λαμβάνει στη Δημοκρατία δεν είναι εν συνόλω διαθέσιμη στο Καμερούν.

 

Ενόψει αυτού του συγκεκριμένου ευρήματος, ευλόγως το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλόγισε στην Υπηρεσία Ασύλου ελλιπή έρευνα, αφού η τελευταία βασίστηκε σε γενική διαπίστωση (ως παρατίθεται στην έκθεση της EASO η οποία προπαρασκεύασε την προσβαλλόμενη απόφαση) ότι:

 

 «According to UNAIDS, 510 000 adults and children in Cameroon were living with HIV in 2019, while 310 000 of them were in antiretroviral therapy16. [see RED 51-50].  Difficulties to access that treatment appear among people who living in rural areas and have difficulties accessing  the medical centres17, which is not the case for the Applicant.»

 

Συν τοις άλλοις, η (περί ελλιπούς έρευνας από πλευράς της Υπηρεσίας Ασύλου) πρωτόδικη κρίση βασίζεται στη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως το άνω απόσπασμα της προπαρασκευαστικής έκθεσης επικαλείται μη επικαιροποιημένες πληροφορίες καθώς αναφέρονται στα δεδομένα του 2019, ενώ η έκθεση συντάχθηκε το 2021.

 

Συμφωνούμε με την πρωτόδικη κρίση για το ότι τα συμπεράσματα της προπαρασκευαστικής έκθεσης (περί της επαρκούς αντιμετώπισης της νόσου της Εφεσίβλητης στο Καμερούν) βασίστηκαν σε μη επικαιροποιημένη πηγή.  Συναφές είναι το Άρθρο 18(3)(α) των περί Προσφύγων Νόμων που υποχρεώνει την Υπηρεσία Ασύλου να αποφασίζει επί αίτησης διεθνούς προστασίας στη βάση (μεταξύ άλλων) στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης.

Eνόψει των ανωτέρω, κρίνουμε αβάσιμο και τον τρίτο λόγο έφεσης, ο οποίος είναι συναφής αφού αιτιάται το πρωτόδικο Δικαστήριο για το ότι εσφαλμένα, πεπλανημένα και αναιτιολόγητα διαπίστωσε ελλιπή διοικητική έρευνα ως προς την κατάσταση της υγείας της Εφεσίβλητης.

 

Κατά την κρίση μας, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έψεξε τη Διοίκηση για επιφανειακό χειρισμό του θέματος, ιδίως ως προς το ότι δεν διερεύνησε την ιατροφαρμακευτική αγωγή την οποία η Εφεσίβλητη λάμβανε στη Δημοκρατία ώστε να αξιολογήσει εμπεριστατωμένα κατά πόσο μπορεί να επιστρέψει στο Καμερούν χωρίς να καμφθούν τα περί διεθνούς προστασίας κριτήρια.  Το δε πρωτόδικο σκεπτικό ξεδιπλώνεται με τρόπο που στοιχειοθετεί επαρκή αιτιολογία της εφεσιβαλλόμενης απόφασης, χωρίς να διαπιστώνουμε ότι αυτή η αιτιολογία χαρακτηρίζεται από αντιφατικότητα, ως υποστηρίζει η Εφεσείουσα.

 

Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έψεξε απλώς την Υπηρεσία Ασύλου για ελλιπή έρευνα σε σχέση με την κατάσταση της υγείας της Εφεσίβλητης την οποία γνώριζε, αλλά και κατέληξε -ως δικαστήριο ελέγχου ουσίας- και σε διαφορετικά συμπεράσματα ως προς αυτό το δεδομένο το οποίο ήταν ενώπιον τόσο της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Ενώ, δηλαδή, η Διοίκηση έκρινε ότι η κατάσταση της υγείας της Εφεσίβλητης διαγνώστηκε στη Δημοκρατία οπότε και δεν θα είναι γνωστή άμα τη επιστροφή της στo Καμερούν (σελ. 10 προπαρασκευαστικής έκθεσης), το πρωτόδικο Δικαστήριο διαφώνησε με αυτή τη συλλογιστική επειδή ευλόγως αναμένεται ότι η Εφεσίβλητη θα συνεχίσει να λαμβάνει ιατροφαρμακευτική αγωγή στο Καμερούν. 

 

Η εκ της Εφεσείουσας μη απόδειξη πιθανολόγησης ουσιώδους πλάνης στο άνωθεν πρωτόδικο σκεπτικό καθιστά αλυσιτελείς τους λόγους έφεσης περί ελλιπούς έρευνας.

 

Τέταρτος Λόγος Έφεσης:

Κατά την Εφεσείουσα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα χορήγησε στην Εφεσίβλητη καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας βάσει του κριτηρίου του Άρθρου 19(2)(γ) των περί Προσφύγων Νόμων, επειδή κατά την αξιολόγηση της εφαρμογής αυτού του κριτηρίου επί αιτητή διεθνούς προστασίας δεν λαμβάνονται υπόψη οι προσωπικές περιστάσεις.

Ο τέταρτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:

 

Έχει ήδη προαναφερθεί το κριτήριο που παρατίθεται στο Άρθρο 19(2)(γ) των περί Προσφύγων Νόμων για τη χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας σε αιτητή διεθνούς προστασίας.

 

Παρότι το κριτήριο αυτό παραπέμπει στην επισφαλή κατάσταση η οποία επικρατεί γενικά στη χώρα καταγωγής του αιτητή διεθνούς προστασίας, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε αυτό το κριτήριο σε συνάρτηση με το προσωπικό προφίλ της Εφεσίβλητης, για να αξιολογήσει κατά πόσο αυτό το κριτήριο πληρούται στην περίπτωσή της ώστε να δικαιολογείται η χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας σε αυτήν.

 

Συναφώς, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ημερ. 17.2.2009 επί της Υπόθεσης C-465/07 Elgafaji και ιδίως στην σκέψη 39 αυτής, όπου λέχθηκε ότι όσο περισσότερο ο αιτητής είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικά λόγω των χαρακτηριστικών της κατάστασής του, τόσο μικρότερος είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτητής να τύχει συμπληρωματικής προστασίας.

 

Η δε προηγηθείσα σκέψη 38 της ίδιας δικαστικής απόφασης διασαφηνίζει ότι το στοιχείο γ΄ του Άρθρου 15 της Οδηγίας 2004/83/ΕΚ[1] (το οποίο Άρθρο αντιστοιχεί στο Άρθρο 15 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ η οποία κατάργησε και αντικατέστησε την Οδηγία 2004/83/ΕΚ) εφαρμόζεται εξατομικευμένα επί του αιτητή διεθνούς προστασίας όπως και τα στοιχεία α΄και β΄του ίδιου Άρθρου, παρότι το στοιχείο γ΄ παραθέτει κριτήριο το οποίο αφορά γενικότερα τον πληθυσμό της χώρας ιθαγενείας.

 

Η ίδια η ερμηνεία πρέπει να αποδοθεί και στο Άρθρο 19(2)(γ) των περί Προσφύγων Νόμων αφού ενσωματώνει το Άρθρο 15 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (Δημοκρατία ν. JOANNOU & PARASKEVAIDES (OVERSEAS) LTD (2016) 3 A.A.Δ. 389· Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 106/2015 ZORA LIMITED ν. Δημοκρατίας, απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 20.6.2023).

Μπορεί να υπάρχουν περιπτώσεις που το κριτήριο του Άρθρου 19(2)(γ) των περί Προσφύγων Νόμων πληρούται χωρίς ο αιτητής διεθνούς προστασίας να αποδείξει ότι θίγεται ειδικά από την αδιάκριτη άσκηση βίας στη χώρα ιθαγένείας του, λόγω των υψηλών επιπέδων στα οποία έφτασε αυτή η βία, όμως σε λιγότερο εξαιρετικές περιπτώσεις, αποβαίνουν κρίσιμα τα στοιχεία που αφορούν την ατομική κατάσταση του αιτητή διεθνούς προστασίας και οι προσωπικές του περιστάσεις (απόφαση του ΔΕΕ ημερ. 9.11.2023 στην Υπόθεση C-125/22 X και Y, σκέψεις 40-42).

 

Αυτό δεικνύει ότι όντως η Υπηρεσία Ασύλου και το πρωτόδικο Δικαστήριο λαμβάνουν υπόψη το προσωπικό προφίλ του αιτητή διεθνούς προστασίας όταν αξιολογούν κατά πόσο αυτός χρήζει συμπληρωματικής προστασίας στη βάση του Άρθρου 19(2)(γ) των περί Προσφύγων Νόμων.

 

 

Πέμπτος Λόγος Έφεσης:

Αφότου έκρινε ότι η Εφεσίβλητη χρήζει συμπληρωματικής προστασίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο αυτή του η κρίση αίρεται στη βάση του Άρθρου 12Γ(1) των περί Προσφύγων Νόμων το οποίο επιτρέπει στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου να αποφασίσει ότι ο αιτητής δεν χρήζει συμπληρωματικής προστασίας εάν δεν διατρέχει κίνδυνο σε τμήμα της χώρας ιθαγένειάς του, μπορεί νόμιμα και με ασφάλεια να ταξιδέψει και να γίνει δεκτός εκεί και μπορεί εύλογα να αναμένεται να εγκατασταθεί εκεί.  

 

Καίτοι το ως άνω Άρθρο 12Γ(1) χορηγεί την άνωθεν εξουσία στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, το πρωτόδικο Δικαστήριο προφανώς εστίασε στη δυνατότητα εφαρμογής του εν λόγω Άρθρου από το ίδιο στο πλαίσιο ελέγχου ουσίας τον οποίο διενεργεί.

 

Πριν εστιάσει στην εφαρμογή του ως άνω Άρθρου 12Γ(1), το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ήδη κρίνει ότι -σε περίπτωση επιστροφής της Εφεσίβλητης στο Καμερούν- δεν ήταν εφικτή η μετεγκατάστασή της από την πόλη συνήθους διαμονής της στην πόλη Duala ακόμα και αν η θεία της ήταν ακόμα εν ζωή (δηλαδή, ακόμα και αν είχε στην Duala υποστηρικτικό δίκτυο), ενόψει των δυσχερειών που αντιμετωπίζουν οι αγγλόφωνοι (όπως η Εφεσίβλητη) όταν μετεγκαθίστανται στο γαλλόφωνο τμήμα του Καμερούν.

 

Ως προς την εφαρμογή του ως άνω Άρθρου 12Γ, η πρωτόδικη κατάληξη ήταν ότι:

«Εν προκειμένω, η Αιτήτρια κατά τη συνέντευξή της ανέφερε ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Kumba της Νοτιοδυτικής περιοχής του Καμερούν, όπου διέμεινε με την οικογένειά της για διάστημα λίγων ετών.  Στη βάση των πληροφοριών που έχουν εκτεθεί ανωτέρω αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας τόσο στην Βορειοδυτική όσο και στην Νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν, σε συνδυασμό με τις ειδικές ατομικές περιστάσεις της Αιτήτριας (γυναίκα, μονήρης, που έχει προσβληθεί από HIV και λαμβάνει αγωγή που δεν είναι διαθέσιμη στη χώρα καταγωγής της, χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο και που βρίσκεται εκτός της χώρας καταγωγής της πλέον των πέντε ετών), κρίνεται εξίσου μη εύλογη η μετεγκατάστασή της στην Kumba καθώς δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 12Γ του περί Προσφύγων Νόμου.».

 

Η Εφεσείουσα ψέγει το πρωτόδικο Δικαστήριο για νομική πλάνη, επειδή κατέληξε ότι η Εφεσίβλητη δεν μπορεί να μετεγκατασταθεί με ασφάλεια σε τμήμα της χώρας της άλλο από την πόλη συνήθους διαμονής της, ενώ θα έπρεπε πρώτα να διερευνήσει τη δυνατότητα ασφαλούς μετεγκατάστασης σε όλα τα άλλα τμήματα της χώρας.  Επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο ψέγεται για το ότι αγνόησε τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου που δεικνύουν ότι η πάθηση της Εφεσίβλητης τυγχάνει επαρκούς ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στα αστικά κέντρα του Καμερούν.

 

Τέλος, κατά την αξιολόγηση της εφαρμογής του ως άνω Άρθρου 12Γ επί της Εφεσίβλητης, η Εφεσείουσα διατείνεται ότι αναιτιολόγητα το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη το προσωπικό προφίλ της Εφεσίβλητης, καθότι αυτό δεν προβλέπεται από τη νομοθεσία ή τη νομολογία.

 

Ο πέμπτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:

 

Το ως άνω Άρθρο 12Γ(1) δεν επιβάλλει υποχρέωση αλλά χορηγεί ευχέρεια στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την αίτηση διεθνούς προστασίας εάν -ως προαναφέρθηκε- κρίνει ότι α. τμήμα της χώρας καταγωγής είναι ασφαλές για τον αιτητή, β. ο τελευταίος μπορεί νόμιμα και με ασφάλεια να ταξιδέψει και να γίνει δεκτός εκεί και γ. μπορεί επίσης εύλογα να εγκατασταθεί εκεί.

 

Συναφώς, ερμηνεύοντας το Άρθρο 8 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ  το οποίο ενσωματώνεται στο Άρθρο 12Γ των περί Προσφύγων Νόμων, το ΔΕΕ έκρινε ότι παρέχεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη να αποκλείουν τη χορήγηση διεθνούς προστασίας όταν είναι πράγματι πιθανό ο αιτητής διεθνούς προστασίας να μην υποστεί πράξεις δίωξης και σοβαρής βλάβης ή να τύχει προστασίας από τις εν λόγω πράξεις και βλάβες σε περιοχή της χώρας καταγωγής του (απόφαση ΔΕΕ ημερ. 5.6.2025 στην Υπόθεση C-349/24 Nuratau, σκέψη 40).

 

Έπεται ότι η Εφεσείουσα σφάλλει όταν ομιλεί περί «υποχρέωσης» του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει κατά πόσο έστω ένα τμήμα του  Καμερούν ήταν ασφαλές για την Εφεσίβλητη πριν της χορηγήσει διεθνή προστασία.

 

Περαιτέρω, η ορθή εφαρμογή του ως άνω Άρθρου 12Γ συνίσταται στο εύλογο της κρίσης περί του ότι συγκεκριμένο τμήμα της χώρας ιθαγένειας είναι ασφαλές και προσβάσιμο για τον αιτητή διεθνούς προστασίας ώστε να απορριφθεί η αίτησή του, χωρίς η εφαρμογή του Άρθρου να συνεπάγεται υποχρέωση εξέτασης του κατά πόσο οποιοδήποτε άλλο ή κάθε τμήμα της χώρας είναι ασφαλές και προσβάσιμο.

 

Το άνω συμπέρασμα υποστηρίζεται από το συναφές εδάφιο (2) του Άρθρου 12Γ των περί Προσφύγων Νόμων το οποίο προβλέπει τους παράγοντες τους οποίους ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου συνεκτιμά για την άσκηση της προβλεπόμενης στο εδάφιο (1) του ίδιου Άρθρου ευχέρειας, απαιτώντας από τον Προϊστάμενο να λάβει υπόψη (μεταξύ άλλων) τις γενικές περιστάσεις που επικρατούν στο συγκεκριμένο τμήμα της χώρας το οποίο προσανατολίζεται να χαρακτηρίσει ως ασφαλές και προσβάσιμο για τον αιτητή διεθνούς προστασίας.

 

Εν προκειμένω, η Εφεσείουσα δεν αποδεικνύει  ότι τμήμα του Καμερούν (η Kumba στην οποία αναφέρεται η πρωτόδικη κρίση ή τμήμα άλλο από την πόλη συνήθους διαμονής της Εφεσίβλητης) ήταν όντως ασφαλές και προσβάσιμο για την Εφεσίβλητη ώστε να χρειαστεί να προβληματιστούμε για το κατά πόσο αυτή η απόδειξη θα ήταν επαρκής για να δικαιολογήσει την παρέμβασή μας επί της άσκησης της ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Ως προς την άσκηση της προβλεπόμενης στο ως άνω Άρθρο 12Γ ευχέρειας από το πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

Όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο διενεργεί έλεγχο ουσίας, το Εφετείο επεμβαίνει όταν επιτυχώς πιθανολογείται ουσιώδης πλάνη.

 

Καταρχάς, ως υποδείχθηκε ανωτέρω, ευλόγως το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε μέσω της δικής του πιο εξειδικευμένης έρευνας (εν συγκρίσει με την προηγηθείσα διοικητική έρευνα) ότι η διοικητική κρίση ήταν επιφανειακή ως προς την επάρκεια της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης την οποία αναμένεται να λάβει η Εφεσίβλητη με την επιστροφή της στο Καμερούν.

 

Δευτερευόντως, είναι η Εφεσείουσα που βαρύνεται να αποδείξει πιθανολόγηση ουσιώδους πλάνης στο πρωτόδικο σκεπτικό, όπως -κατ’ αναλογία- είναι ο προσφεύγων που βαρύνεται να αποδείξει την παρανομία της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης και όχι η καθ’ης η αίτηση τη νομιμότητά της.

 

Σε αυτό το πλαίσιο, εναπόκειτο στην Εφεσείουσα να στοιχειοθετήσει ότι η Kumba (στην οποία εστιάζει το εφεσιβαλλόμενο απόσπασμα) ήταν ασφαλής για την Εφεσίβλητη.  Πλην όμως, διαπιστώνουμε ότι οι θέσεις της δεν επαρκούν προς τούτο.

 

Επιπρόσθετα, ακόμα και αν η Kumba ήταν ασφαλής για την Εφεσίβλητη, η Εφεσείουσα δεν στοιχειοθέτησε πιθανολόγηση ουσιώδους πλάνης του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπό την έννοια ότι όντως ήταν ευλόγως αναμενόμενο για την Εφεσίβλητη να μετεγκατασταθεί εκεί, ως απαιτεί το Άρθρο 12Γ(1) των περί Προσφύγων Νόμων.

 

Παρότι στο περίγραμμα αγόρευσής της (σελ. 45) η  Εφεσείουσα αναγνωρίζει τη σωρευτικότητα των προαναφερόμενων προϋποθέσεων τις οποίες θέτει το ως άνω Άρθρο 12Γ(1) ως προς την εφαρμογή του, δεν παραθέτει οτιδήποτε που να επιτυγχάνει να σπείρει αμφιβολία για το εύλογο των πρωτόδικων ευρημάτων. 

 

Το να προβάλλει την πρωτόδικη κρίση ως αναιτιολόγητη (που, κατά την κρίση μας, δεν είναι) δεν αρκεί.  Μήτε συμφωνούμε με το επιχείρημα της Εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να καταλήξει -στην απουσία της μαρτυρίας εμπειρογνώμονα- σε κρίση σε σχέση με την επάρκεια της ιατροφαρμακευτικής αγωγής στην οποία η Εφεσίβλητη αναμένεται να έχει πρόσβαση με την επιστροφή της στο Καμερούν.  Αυτό το επιχείρημα προσκρούει στην εκ του νόμου δικαιοδοσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου για έλεγχο ουσίας.

 

Κρίνουμε άστοχη και την παραπομπή της Εφεσείουσας στη σελ. 30 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης, όπου -κατόπιν δικής του έρευνας- το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε πως σε δύο πόλεις του Καμερούν (Yaounde και Kumba) ήταν διαθέσιμο το ένα εκ των τριών φαρμάκων τα οποία λαμβάνει η Εφεσίβλητη στη Δημοκρατία προς αντιμετώπιση της ασθένειάς της.

 

Εφόσον, το πρωτόδικο Δικαστήριο ρητά διαπίστωσε ότι τα άλλα δύο φάρμακα δεν ήταν διαθέσιμα, χωρίς η Εφεσείουσα να αντικρούει με οποιοδήποτε τρόπο αυτή τη διαπίστωση, ήταν επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να μην θεωρήσει εύλογη τη δυνατότητα μετεγκατάστασης της Εφεσίβλητης στην Kumba και να μην προσανατολιστεί για ένα τέτοιο ενδεχόμενο σε σχέση με την Yaounde.

 

H πρωτόδικη προσέγγιση καθίσταται έτι ευλογότερη από το γεγονός ότι η Kumba βρίσκεται στη νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν (ως αναφέρεται στο προρρηθέν πρωτόδικο απόσπασμα το οποίο εφεσιβάλλεται διά του πέμπτου λόγου έφεσης), για την οποία νοτιοδυτική περιοχή το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης προβλήματα ασφάλειας που παρακωλύουν την ιατρική περίθαλψη, όπως ισχύει για τη βορειοδυτική περιοχή στην οποία βρίσκεται η πόλη συνήθους διαμονής της Εφεσίβλητης.

 

Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:

Η έφεση απορρίπτεται.

Επιδικάζεται το ποσό των 2000 ευρώ (επιπλέον Φ.Π.Α.), ως κατ’ έφεση έξοδα, υπέρ της Εφεσίβλητης και κατά της Εφεσείουσας.

 

 

 

                                                       Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π. 

                                                                                   

                                                          Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                          Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 



[1] Οδηγία 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004, για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους (Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, L 304, 30.9.2004, σελ.12).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο