ΑΝΔΡΕΑΣ Γ. ΖΟΡΠΑΣ, ΔΙΕΞΑΓΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΘΠΟ ΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΠΩΝΥΜΙΑ A.G. ZORPAS TRAVEL v. ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. E187/2022, 8/9/2025
print
Τίτλος:
ΑΝΔΡΕΑΣ Γ. ΖΟΡΠΑΣ, ΔΙΕΞΑΓΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΘΠΟ ΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΠΩΝΥΜΙΑ A.G. ZORPAS TRAVEL v. ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. E187/2022, 8/9/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. E187/2022)

 

8 Σεπτεμβρίου 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ,  Δ/στες]

 

ΑΝΔΡΕΑΣ Γ. ΖΟΡΠΑΣ, ΔΙΕΞΑΓΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΘΠΟ ΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΠΩΝΥΜΙΑ A.G. ZORPAS TRAVEL,

Εφεσείων

v.

 

ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

Εφεσίβλητης

 

Γ. Παπαθεοδώρου για Εφεσείοντα

Ε. Βλάχου (κα) για Πιερίδης & Πιερίδης για Εφεσίβλητη

 

------------------------

 

 ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.

 

----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Ως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση, προκύπτει να είναι κοινώς αποδεκτό ότι την 21.1.1999 καταχωρήθηκε αγωγή του εφεσείοντα εναντίον της εφεσίβλητης, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Το κλητήριο ένταλμα επιδόθηκε στην εφεσίβλητη την 28.1.1999 και την 10.2.1999 καταχωρήθηκε μονομερής αίτηση με την οποία ζητείτο η έκδοση απόφασης εναντίον της. Την 18.3.1999 εκδόθηκε απόφαση εναντίον της εφεσίβλητης και την 21.4.1999 καταχωρήθηκε αίτηση, με την οποία ζητείτο η εξέταση της σε σχέση με την ικανότητά της να αποπληρώσει το εξ αποφάσεως χρέος της, δια μηνιαίων δόσεων. Η εν λόγω αίτηση επιδόθηκε στην εφεσίβλητη την 26.4.1999 και, λόγω του ότι η εφεσίβλητη δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο, εκδόθηκε αριθμός ενταλμάτων σύλληψης της, σε διάφορες ημερομηνίες. Την 1.3.2000 η εφεσίβλητη παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο και αποδέχθηκε Διάταγμα όπως αποπληρώσει το εξ αποφάσεως χρέος της προς τον αιτητή, με μηνιαίες δόσεις των τότε 50 Λ.Κ από 1.4.2000 μέχρι τελείας εξοφλήσεως. Την 2.11.2000 καταχωρήθηκε αίτηση εναντίον της εφεσίβλητης, με την οποία ζητείτο η είσπραξη των καθυστερημένων δόσεων της ως χρηματικής ποινής. Η αίτηση αυτή δεν κατέστη δυνατό να επιδοθεί. Ο λόγος της μη επίδοσής της, με βάση τη σχετική ενημέρωση του ιδιώτη δικαστικού επιδότη, ήταν ότι η εφεσίβλητη έφυγε από την Ψημολόφου, κανείς δεν γνώριζε που βρισκόταν και αφυπηρέτησε από την εργασία της. Λόγω ανεπιτυχών προσπαθειών επίδοσης της σχετικής αίτησης, αυτή αποσύρθηκε, από τον εφεσείοντα, με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του για καταχώρηση νέας.

 

Με αίτηση του, ημερομηνίας 15.9.2021, ο εφεσείων αναζήτησε παράταση χρόνου για καταχώρηση αίτησης για άδεια εκτέλεσης της απόφασης και άδεια για εκτέλεση αυτής για περίοδο δέκα ετών από την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Στην υποστηρικτική προς την αίτηση ένορκη δήλωση, καταγράφονταν ότι ουδέν ποσό  καταβλήθηκε από την εφεσίβλητη έναντι του οφειλόμενου ποσού, το οποίο αναλύετο, ότι δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστεί η εφεσίβλητη, η οποία είχε αλλάξει διεύθυνση, καθώς επίσης, ότι πρόσφατα έγινε κατορθωτή η εξεύρεση της διεύθυνσης της εφεσίβλητης. Από την πλευρά της, η εφεσίβλητη προέβαλε ένσταση στην εν λόγω αίτηση του εφεσείοντα στη βάση εννέα λόγων τους οποίους κατέγραψε στο σώμα της ένστασης της.

 

Κατόπιν ακρόασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, επιδικάζοντας, υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα τα πρωτόδικα έξοδα.

 

Την απόφαση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο εφεσείων προσβάλλει με την παρούσα έφεση.  Προβάλλονται τέσσερεις λόγοι έφεσης. Ο πρώτος αποδίδει σφάλμα στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ουσιαστικό και νομικό, ως προς την κατάληξη του να απορρίψει την αίτηση λόγω της μεγάλης καθυστέρησης σε συσχετισμό με το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν έλαβε οποιαδήποτε μέτρα οδηγώντας την εφεσίβλητη να πιστεύει ότι αυτός, με την απραξία του, δεν επρόκειτο να εκτελέσει τη δικαστική απόφαση και, παράλληλα, αυτή θα παρέμενε υπόλογη επί μακρόν στην επίδικη απόφαση χωρίς να υπάρχει προς τούτο επαρκής λόγος ή να δίδεται επαρκής αιτιολογία. Ο δεύτερος λόγος έφεσης αποδίδει, στο πρωτόδικο Δικαστήριο, σφάλμα στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας και τη λήψη της απόφασης του, λαμβάνοντας υπόψη άσχετα και ανύπαρκτα στοιχεία και αγνοώντας υπαρκτά και σχετικά στοιχεία που αφορούσαν την υπόθεση. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ως αστήριχτη και νομικά λανθασμένη, η πρωτόδικη κατάληξη ότι η μεγάλη καθυστέρηση του εφεσείοντα να λάβει μέτρα εκτέλεσης εναντίον της εφεσίβλητης οδήγησε αυτήν να πιστεύει ότι αυτός, με την απραξία του, δεν επρόκειτο να εκτελέσει την απόφαση εναντίον της. Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται η πρωτόδικη κρίση για επιδίκαση αλλά και καθορισμό του ύψους των εξόδων υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.

 

Έχουμε μελετήσει κάθε τι σχετικό με τους εγειρόμενους λόγους έφεσης, την αιτιολογία αυτών και την επιχειρηματολογία της πλευράς του εφεσείοντα, αλλά και την αντίθετη επιχειρηματολογία της πλευράς της εφεσίβλητης, η οποία υπεραμύνεται της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης.

 

Συναφείς παρουσιάζονται να είναι οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 4, σε βαθμό που ενδείκνυται η παράλληλη εξέταση τους. Αξίζει, φυσικά, να καταγραφεί ότι αξιοπερίεργος φαντάζει ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης, στην ένορκη της δήλωση προς υποστήριξη της ένστασης, περί άλλου ονόματος της ίδιας από τη διάδικο -εναγόμενη, περί το ότι δεν έχει υπόψη της την υπόθεση, την απόφαση εναντίον της και το διάταγμα μηνιαίων δόσεων και το ότι  είναι άλλο πρόσωπο από την διάδικο. Κι αυτό γιατί ουδείς από τους προβαλλόμενους λόγους ένστασης δεν αναφέρει κάτι τέτοιο, ενώ υποστηρίζεται ένσταση για ουσιαστικούς λόγους. Ένα τέτοιο ζήτημα είναι, δυνητικά, σημαντικό, αφού εάν ετίθετο θέμα επίδοσης τέτοιας αίτησης σε πρόσωπο άλλο από τη διάδικο, θα ετίθεντο συναφή θέματα προς εξέταση. Φυσικά, το όλο θέμα δεν φαίνεται να απασχόλησε οποιοδήποτε από τα μέρη, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο παρουσιάζεται να προσέγγισε την ουσία της αίτησης με δεδομένο ότι αφορούσε την εφεσίβλητη. Εξ ου και, κατά την εξέταση της ουσίας της αίτησης, έλαβε υπόψη του στοιχεία από τη μαρτυρία της, όπως το ότι δεν έφυγε ποτέ από τη Ψημολόφου. Αν και το σημείο εντοπίζεται, δεν αποτελεί εγειρόμενο ζήτημα στην έφεση, από πλευράς εφεσίβλητης.

 

Όπως εξηγείται στην ΚΤΩΡΙΔΗΣ ν. ALPHA BANK CYPRUS LTD, (2014) 1 ΑΑΔ 1173:

 

«Όπως παρατηρεί ο δικαστής Λόρδος Brightman στην υπόθεση Roberts Petroleum v. Bernard Kenny Ltd [1983] 2 AC 192, στη σελ. 207Ε: 

«... Α judgment creditor is in general entitled to enforce a money judgment which he has lawfully obtained against a judgment debtor by all or any of the means of execution prescribed by the relevant rules of court.»

Παρομοίως, στην Credit Lyonnais v. SK Global Hong Kong Ltd [2003] HKCA 250, το Εφετείο του Χονγκ-Κονγκ ανέφερε τα ακόλουθα στην παρ. 4: 

«Where, as in the present case, party (the judgment creditor) has obtained a judgment against another party (the judgment debtor), the starting (and often, finishing) point is that the judgment creditor should be able to take all legitimate measures to enforce that judgment. That is, after all, his right.»  

Τα κριτήρια που θα πρέπει να απασχολήσουν το δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχερείας να εγκρίνει ή όχι αίτηση για άδεια εκτέλεσης, δεν απαριθμούνται στη Δ.40,θ.8.  Ωστόσο, η θέση του εφεσείοντα ότι θα πρέπει να καταδειχθούν ειδικές περιστάσεις, δεν έχει απήχηση στη δική μας νομολογία.  Στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Μακρίδης κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1218, το Εφετείο ανέτρεψε την πρωτόδικη κρίση ότι οι εκεί αιτητές (εφεσείοντες) θα έπρεπε να είχαν καταδείξει την ύπαρξη ειδικών περιστάσεων, με το ακόλουθο σκεπτικό: 

«το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε, κατά την κρίση μας, και θεωρώντας ότι οι τότε αιτητές (εφεσείοντες) θα έπρεπε να είχαν αναφερθεί σε «ειδικές περιστάσεις» οι οποίες τους έδιναν δικαίωμα εκτέλεσης, μετά την παρέλευση 6 ετών. Κάτι τέτοιοι όμως δεν επιβάλλει, ούτε δικαιολογεί η Δ.40 θ.8 στην οποία αναγράφεται απλά ότι ο αιτών διάδικος θα πρέπει να ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι δικαιούται να εκτελέσει την υπέρ του απόφαση. Μας φαίνεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε, ως Εφετείο, την προηγούμενη απόφαση του ομοβάθμιου του δικαστηρίου και μάλιστα έθεσε και δυσανάλογα ψηλά κριτήρια που δεν δικαιολογούνταν.» 

Δεν χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε στα όσα μνημονεύονται στην πιο πάνω απόφαση για το ζήτημα της κατάδειξης ειδικών περιστάσεων, η οποία απαντά άμεσα στη θέση του εφεσείοντα. 

Το ζήτημα των κριτηρίων απασχόλησε και στη μεταγενέστερη απόφαση του Εφετείου (με άλλη σύνθεση) Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Κοντέας ν. Μιχαήλ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1604, στην οποία δεν αναφέρεται η Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Μακρίδης (ανωτέρω). Λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα: 

«Τα κριτήρια που το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αναφέρονται σε αγγλικά συγγράμματα όπου ερμηνεύθηκε παρόμοια πρόνοια των αγγλικών θεσμών. (βλ. The Annual Practice 1958 σελ. 1019-1020). Θα πρέπει η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση να περιέχει τα εξής στοιχεία: (α) Την ημερομηνία, το αρχικό ποσό της απόφασης και το οφειλόμενο ακόμα ποσό, (β) ότι ο αιτητής δικαιούται σε εκτέλεση της απόφασης και (γ) να αιτιολογεί την καθυστέρηση. 

Από αριθμό αγγλικών αποφάσεων (βλ. μεταξύ άλλων W.T. Lamb & Sons v. Rider [1948] 2 All E.R. 402, Good Challenger Nevugante SA v. Metalexportimport SA [2003] Q.B. 471, Duer v. Frazer [2001] 1 All E.R. 249 και Patel v. Singh (2002) EWCA 1668) φαίνεται ότι ο κανόνας είναι ότι η διακριτική ευχέρεια πρέπει να είναι ενάντια της έγκρισης της αίτησης μετά την παρέλευση των 6 ετών (τώρα 10) εκτός αν υπάρχουν τέτοια γεγονότα που η δικαιοσύνη εξυπηρετείται καλύτερα με την έγκριση της αίτησης. 

Στην υπόθεση Pater v. Singh (πιο πάνω) λέχθηκε ότι προτού δοθεί άδεια για εκτέλεση μετά τα 6 χρόνια ο εξ αποφάσεως πιστωτής θα πρέπει να δώσει στο δικαστήριο ικανοποιητική εξήγηση για την καθυστέρηση ενώ αντίθετα ο εξ αποφάσεως χρεώστης δεν έχει υποχρέωση να δείξει δυσμενή επηρεασμό εξαιτίας της καθυστέρησης. Με δεδομένο ότι μετά τα 6 χρόνια δεν επιτρέπεται εκτέλεση χωρίς την άδεια του δικαστηρίου, ο αιτητής υποχρεούται να ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι συντρέχουν τέτοιες περιστάσεις οι οποίες θέτουν την υπόθεση σε ασύνηθες πλαίσιο (take the case out of the ordinary) ούτως ώστε να είναι δίκαιο όπως δοθεί η άδεια για ανανέωση της απόφασης.» 

Οι αγγλικές υποθέσεις στις οποίες το Δικαστήριο αρνήθηκε να παράσχει αρωγή στον εξ αποφάσεως πιστωτή, αφορούν, ως επί το πλείστον, περιπτώσεις που είχε παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τα 6 έτη μέχρι την υποβολή της αίτησης για άδεια εκτέλεσης και που δεν είχε καταβληθεί οποιαδήποτε προσπάθεια για την εκτέλεση της απόφασης για πολύ μεγάλη χρονική περίοδο. Τέτοια είναι η Patel v. Singh (ανωτέρω), στην οποία ο εξ αποφάσεως πιστωτής δεν είχε λάβει οποιαδήποτε μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης πριν την υποβολή της αίτησης για άδεια εκτέλεσης, 8 έτη μετά την έκδοση της απόφασης, ενώ παρέλειψε επίσης να δώσει οδηγίες σε δικηγόρους για την εκτέλεση της απόφασης στη Γερμανία, όπου είχε μετοικήσει ο χρεώστης σύντομα μετά την απόφαση.  Μετά που ο πιστωτής εξασφάλισε τη διεύθυνση του χρεώστη στην Αγγλία, καθυστέρησε για 6 μήνες να υποβάλει την αίτηση. Ούτε στην Duer v. Frazer (ανωτέρω) είχαν γίνει οποιαδήποτε ουσιαστικά διαβήματα για την εκτέλεση της απόφασης, η οποία εκδόθηκε στη Γερμανία τον Μάρτιο του 1982 και ενεγράφη στην Αγγλία μερικούς μήνες αργότερα. Πριν από το 1989 έγιναν κάποια διαβήματα για εντοπισμό περιουσίας με σκοπό την εκτέλεση της απόφασης. Έκτοτε όμως και μέχρι το 1997 δεν υπήρξε οποιαδήποτε επαφή μεταξύ της εξ αποφάσεως πιστώτριας και του εξ αποφάσεως χρεώστη για να δείξει ότι επέμενε στην ικανοποίηση της απόφασης. Yπήρχε δε θετική μαρτυρία ότι ο χρεώστης είχε επηρεαστεί δυσμενώς από την καθυστέρηση των 16 ετών από την εγγραφή της απόφασης μέχρι την υποβολή της αίτησης για άδεια εκτέλεσης της απόφασης, λόγω της μεταβολής, στο μεταξύ, των οικονομικών του περιστάσεων. 

Όπως προκύπτει από την αγγλική νομολογία, η λυδία λίθος για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, και το πιο σημαντικό κριτήριο, είναι ο δυσμενής επηρεασμός του εξ αποφάσεως χρεώστη (βλ. Westacre Investments Inc. v. Yugoimport SDPR [2008] EWHC 801 και Good Challenger Navegante SA v. Mineralexportimport SA [2004] 1 Lloyds Rep. 67).»

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας παραθέσει τις νομολογιακές αρχές επί του θέματος, αποφάσισε αυτό εξηγώντας το σκεπτικό του. Χρήσιμη κρίνεται η παράθεση αυτούσιου του σχετικού αποσπάσματος:

«Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω νομικές αρχές στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης σημειώνω εξ αρχής ότι ο αιτητής απέδειξε τα τυπικά στοιχεία για χορήγηση άδειας για εκτέλεση, εφόσον στην αίτησή του επισύναψε την απόφαση που εκδόθηκε, την ημερομηνία έκδοσής της, το αρχικό ποσό της απόφασης, το οφειλόμενο ακόμα ποσό καθώς και ότι δικαιούται σε εκτέλεση της.

Το κύριο επίδικο ζήτημα που προκύπτει είναι κατά πόσον ο αιτητής αιτιολόγησε την καθυστέρηση, καθώς και εάν τυχόν έγκριση του αιτήματός του οδηγεί σε δυσμενή επηρεασμό της εξ αποφάσεως οφειλέτιδας, στην προκειμένη της καθ' ης η αίτηση.

Επί του προκειμένου αποτελεί διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι ενώ η απόφαση εκδόθηκε την 18.03.1999 ο Αιτητής έλαβε μέτρα εκτέλεσης μόνο μέχρι το έτος 2000, δηλαδή αφενός με την καταχώρηση αίτησης για έκδοση διαταγμάτων μηναίων δόσεων και αφετέρου με καταχώρηση σχετικής αίτησης για την τιμωρία της, λόγω μη καταβολής των καθυστερημένων δόσεων. Έκτοτε, παρά την παρέλευση 22 ολόκληρων ετών, ο αιτητής δεν έλαβε οποιονδήποτε μέτρο εκτέλεσης εναντίον της καθ' ης η αίτηση. Αξίζει να σημειωθεί περαιτέρω ότι ο Αιτητής παρέλειψε να αποταθεί στο Δικαστήριο για λήψη Διατάγματος για άδεια εκτέλεσης της απόφασης από τις 18.02.2005 (η διάρκεια μίας απόφασης κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν 6 έτη-και δέκα έτη από 9.9.11 όπου τροποποιήθηκε η Δ.40 Θ.8) μέχρι την ημερομηνία καταχώρησης της παρούσας αίτησης. Συνεπώς προκύπτει ότι ο αιτητής άφησε να παρέλθει άπρακτο το πιο πάνω χρονικό διάστημα, στο οποίο ούτε καν αποτάθηκε για λήψη άδειας προς εκτέλεση της απόφασης με την λήξη της. Συνεπώς αντικειμενικά παρήλθε πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα στο οποίο ο αιτητής δεν έλαβε οποιοδήποτε μέτρο προς εκτέλεση της.

Ο αιτητής αιτιολογώντας την καθυστέρηση αυτή ανέφερε στο Δικαστήριο ότι ο λόγος που δεν λήφθηκε οποιονδήποτε άλλο μέτρο εκτέλεσης ήταν γιατί δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστεί η καθ' ης η αίτηση, η οποία είχε αλλάξει διεύθυνση και ότι προσφάτως έγινε κατορθωτή η εξεύρεση της διεύθυνσής της.

Με κάθε σεβασμό ο αιτητής δεν δίδει επαρκή εξήγηση και αιτιολογία με δεδομένο και το μεγάλο χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει, ως προς την καθυστέρηση λήψης μέτρων. Δεν προσκόμισε οτιδήποτε στο Δικαστήριο που να δικαιολογεί σε ποιες ενέργειες έχει προβεί, από το 2000 μέχρι και σήμερα, για εντοπισμό της καθ' ης η αίτηση, αλλά και ούτε έδωσε περαιτέρω εξηγήσεις στο Δικαστήριο πότε και κάτω υπό ποιες προϋποθέσεις έγινε σήμερα κατορθωτή η εξεύρεση της διεύθυνσης της. Τουναντίον αξίζει να σημειωθεί ότι η παρούσα αίτηση επιδόθηκε στην καθ’ής η αίτηση σε διεύθυνση στην Ψημολόφου, που σύμφωνα με την τελευταία πάντοτε διέμενε εξ αρχής. Ο ισχυρισμός της αυτός παρέμεινε αναντίλεκτος εφόσον δεν αντεξετάστηκε επ’ αυτού.  Όλα τα πιο πάνω, με δεδομένη την παράλειψη του αιτητή να προβεί σε ενέργειες για άδεια εκτέλεσης και λήψης οποιουδήποτε μέτρου, χωρίς την προβολή οποιασδήποτε ικανοποιητικής δικαιολογίας ή εξήγησης, καθιστά την αίτηση απορριπτέα. Το γεγονός ότι μόλις πρόσφατα ο αιτητής αντιλήφθηκε τη διεύθυνση της καθ' ης η αίτηση, χωρίς άλλη εξήγηση, δεν επαρκή για να δικαιολογήσει τη μακρά καθυστέρηση που παρατηρείται. Προβάλλει επίσης τη θέση ο Αιτητής ότι σε περίπτωση που το αίτημα του εγκριθεί θα γίνει προσπάθεια έκδοσης νέου εντάλματος για πώληση της ακίνητης περιουσίας της καθ’ής η αίτηση. Κανένα όμως μέτρο δεν λήφθηκε, μέχρι στιγμής, σε σχέση με την ακίνητη περιουσία της καθ’ής η αίτηση, ούτε καν προσκομίσθηκε οποιοδήποτε στοιχείο από τον αιτητή επί αυτού (ότι δηλαδή η καθ’ής η αίτηση είναι ιδιοκτήτρια ακίνητης περιουσίας) αλλά ούτε και καταχωρίστηκε οποιοδήποτε memo επί της περιουσίας της. Η μη καταχώρηση μέμο δεικνύει, μαζί με όλα τα πιο πάνω, την πλήρη αδιαφορία του αιτητή για την λήψη μέτρων προς εκτέλεση της δικαστικής απόφασης που είχε εκδοθεί υπέρ του. Ούτε και δίδονται οποιεσδήποτε εξηγήσεις ή πληροφορίες για το πότε ο αιτητής έλαβε γνώση για το γεγονός αυτό. Το ότι μόλις πρόσφατα ο αιτητής αντιλήφθηκε ότι η καθ’ής η αίτηση έχει περιουσία, χωρίς άλλη εξήγηση, δεν επαρκεί για να δικαιολογήσει τη μακρά καθυστέρηση που παρατηρείται.»

 

            Στην εξέταση των υπό κρίση λόγων έφεσης, έχουμε κατά νου ότι το τι εξετάζουμε είναι τον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία. Όπως έχει νομολογηθεί, το Εφετείο δεν εξετάζει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης στη βάση υποκειμενικής κρίσης. Ως εξηγείται στην ΛΥΣΙΩΤΗ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, (2000) 1 ΑΑΔ 364:

 

«Πρόκειται για απόφαση που απορρέει από την άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται, 

(α)      Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες. 

(β)      Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 Α.Α.Δ. 710). 

(γ)      Όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954Donald Campbell & Co. Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892).»

 

          Κρίνουμε δικαιολογημένα τα παράπονα του εφεσείοντα. Το χρονικό διάστημα που παρήλθε, όντως μεγάλο, δεν φαίνεται να ήταν αποτέλεσμα αδράνειας από μέρους του εφεσείοντα. Εξηγήθηκε, και έγινε αποδεκτό από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι διαδικασία, στο πλαίσιο προσπάθειας εκτέλεσης της απόφασης, δεν μπόρεσε να προωθηθεί λόγω μη ανεύρεσης της εφεσίβλητης. Αυτό είναι που οδήγησε στην αδυναμία λήψης μέτρων εκτέλεσης. Όταν δε, ανευρέθη η διεύθυνση της, ο εφεσείων αποτάθηκε στο Δικαστήριο για άδεια εκτέλεσης. Παρά την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα ως άνω, δεν φαίνεται να προέβη σε ουσιαστική εξέταση τους ως αιτιολόγηση της καθυστέρησης, ήτοι αδυναμία λήψης μέτρων εκτέλεσης. Τουναντίον, φαίνεται να απασχόλησε ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης περί μη φυγής της από την Ψημολόφου. Αναφέρει, το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι «αξίζει να σημειωθεί ότι η παρούσα αίτηση επιδόθηκε στην καθ’ ης η αίτηση σε διεύθυνση στην Ψημολόφου, που σύμφωνα με την τελευταία πάντοτε διέμενε εξ αρχής.» Μα δεν ισχυρίστηκε, η εφεσίβλητη ότι δεν άλλαξε διεύθυνση. Ο ισχυρισμός της, μπερδεμένος, ως ήταν, με το ότι είναι άλλο πρόσωπο από τη διάδικο, αναφερόταν σε διαμονή της πάντοτε στην Ψημολόφου. Επομένως, δεν αναιρεί, κάτι τέτοιο, τη μη ανεύρεση της στη διεύθυνση όπου επιχειρήθηκε επίδοση και μετέπειτα ανεύρεση της διεύθυνσης της, έστω και πάλι στην Ψημολόφου.

 

          Αποδεκτή, επίσης, έγινε, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, και η πρόσφατη ανεύρεση διεύθυνσης της εφεσίβλητης, για να κριθεί, όμως, ότι δεν δικαιολογεί τη μακρά καθυστέρηση. Κι αυτό στη βάση μη λήψης μέτρων. Πώς, όμως, θα μπορούσαν να ληφθούν μέτρα εκτέλεσης χωρίς εντοπισμό της εφεσίβλητης.

 

          Κρίνουμε ότι, έστω με συνοπτικό τρόπο, ο εφεσείων έθεσε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα στοιχεία που τον εμπόδιζαν από το να προβεί σε λήψη μέτρων εκτέλεσης. Το γεγονός αυτό, αν και είχε ως αποτέλεσμα την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος, δικαιολογούσε την καθυστέρηση αυτή, με την παροχή άδειας για εκτέλεση να μην μπορούσε να θεωρηθεί ότι θα επέφερε δυσμενή επηρεασμό της εφεσίβλητης, η στάση της οποίας ουδόλως φανέρωνε ότι θεώρησε την απραξία στη λήψη μέτρων εκτέλεσης ως ένδειξη μη πρόθεσης εκτέλεσης της απόφασης από μέρους του εφεσείοντα.

 

          Είναι στη βάση αυτή που κρίνουμε ότι δικαιολογείται η παρέμβαση μας στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία επί του προκειμένου. Με βάση τα δεδομένα της υπό κρίση περίπτωσης, φρονούμε, αντικειμενικά, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να καταλήξει υπέρ της έγκρισης της αίτησης.

 

          Βάσιμοι κρίνονται οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 4, συμπαρασύροντας και τον τρίτο λόγο έφεσης χωρίς να παρίσταται ανάγκη να λεχθεί οτιδήποτε περαιτέρω.

 

Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, περιλαμβανομένης της διαταγής για τα έξοδα.

 

Με βάση όλα τα δεδομένα της αίτησης, παρέχεται στον εφεσείοντα άδεια για εκτέλεση της απόφασης, ημερομηνίας 18.3.1999, για περίοδο τριών χρόνων από σήμερα.

 

Επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης τόσο τα πρωτόδικα έξοδα όσο και τα έξοδα της έφεσης.  Τα πρωτόδικα έξοδα καθορίζονται να είναι ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή του πρωτόδικου Δικαστηρίου και εγκριθούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Τα έξοδα της έφεσης καθορίζονται να είναι στο ποσό των €1.200.- πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 

 

 

 

 

 

  Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.     

 

 

 

 Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.  

 

 

 

                                                                              Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο