W.O.G. HOLDING LTD κ.α. v. ΧΡΙΣΤΙΑ ΜΙΧΑΗΛ, ως διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντος Igor Myronovich Ieremeiev κ.α., Πολιτικές Εφέσεις Αρ.: Ε56/23, Ε59/23, Ε60/23 και Ε62/23, 15/9/2025
print
Τίτλος:
W.O.G. HOLDING LTD κ.α. v. ΧΡΙΣΤΙΑ ΜΙΧΑΗΛ, ως διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντος Igor Myronovich Ieremeiev κ.α., Πολιτικές Εφέσεις Αρ.: Ε56/23, Ε59/23, Ε60/23 και Ε62/23, 15/9/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ.: Ε56/23, Ε59/23, Ε60/23 και Ε62/23)
(
i-justice)

 

 

15 Σεπτεμβρίου 2025

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε56/23)


1.
W.O.G. HOLDING LTD
2.
STEPAN IVAKHIV
3. SERGII LAGUR
4. WEST OIL GROUP HOLDONG BV 

Εφεσείοντες

και

1. ΧΡΙΣΤΙΑ ΜΙΧΑΗΛ, ως διαχειρίστρια της περιουσίας του
   αποβιώσαντος
Igor Myronovich Ieremeiev
2.
TETIANA IEREMEIEVA
3.
ROMAN IEREMEIEV
4.
SOFIA IEREMEIEVA, ανήλικη διά της μητέρας, κηδεμόνας
   και πλησιέστερης φίλης της (
next friend) Tetiana Ieremeieva

Εφεσίβλητοι

 

Σωτήρης Πίττας και Κυριάκος Πίττας για Σωτήρης Πίττας & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

Κώστας Βελάρης για Βελάρης & Βελάρης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

 

-------------------------------

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε59/23)


ΡΟΗΣ ΠΟΤΑΜΙΤΗΣ 

Εφεσείοντας

και

1. ΧΡΙΣΤΙΑ ΜΙΧΑΗΛ, ως διαχειρίστρια της περιουσίας του
   αποβιώσαντος
Igor Myronovich Ieremeiev
2.
TETIANA IEREMEIEVA
3.
ROMAN IEREMEIEV
4.
SOFIA IEREMEIEVA, ανήλικη διά της μητέρας, κηδεμόνα
   και πλησιέστερη φίλη της (
next friend) Tetiana Ieremeieva

Εφεσίβλητοι

 

Παντελής Βορκάς για Μιχάλης Βορκάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Κώστας Βελάρης για Βελάρης & Βελάρης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

-------------------------------

(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε60/23)

PAUL PRETLOVE 

Εφεσείοντας

και

1. ΧΡΙΣΤΙΑ ΜΙΧΑΗΛ, ως διαχειρίστρια της περιουσίας του
   αποβιώσαντος
Igor Myronovich Ieremeiev
2.
TETIANA IEREMEIEVA
3.
ROMAN IEREMEIEV
4.
SOFIA IEREMEIEVA, ανήλικη διά της μητέρας, κηδεμόνα
   και πλησιέστερη φίλη της (
next friend) Tetiana Ieremeieva

Εφεσίβλητοι

 

Νεόφυτος Πιριλλίδης μαζί με Σάββα Θεοφάνους για N. Pirilides & Associates LLC, για τον Εφεσείοντα.

Κώστας Βελάρης για Βελάρης & Βελάρης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

-------------------------------

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε62/23)

SVETLANA IVAKHIV 

Εφεσείουσα

και

1. ΧΡΙΣΤΙΑ ΜΙΧΑΗΛ, ως διαχειρίστρια της περιουσίας του
   αποβιώσαντος
Igor Myronovich Ieremeiev
2.
TETIANA IEREMEIEVA
3.
ROMAN IEREMEIEV
4.
SOFIA IEREMEIEVA, ανήλικη διά της μητέρας, κηδεμόνα
   και πλησιέστερη φίλη της (
next friend) Tetiana Ieremeieva

Εφεσίβλητοι

 

Θεόδωρος Οικονόμου, για την Εφεσείουσα.

Κώστας Βελάρης για Βελάρης & Βελάρης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

 

-------------------------------

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από    την Στ. Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

 

-------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η


            ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με ενδιάμεση απόφασή του ημερομηνίας 09/08/2023, (η εκκαλούμενη απόφαση), απέρριψε τις αιτήσεις παραμερισμού που προωθούσαν οι
Eναγόμενοι Εφεσείοντες, οι οποίες βασίζονταν στα ίδια γεγονότα και έγγραφα και είχαν κοινή νομική βάση και ως εκ τούτου, είχαν συνεκδικαστεί.


            Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει στην εκκαλούμενη απόφασή του, η αιτία της αγωγής και της επίδικης διαφοράς είχε ως έρεισμα τη μεταβίβαση 1.750 μετοχών της Εναγόμενης 2 (Κυπριακής Εταιρείας) που ανήκαν στην Εναγόμενη 1 (εταιρεία από τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους) προς τους Εναγόμενους 3 και 4, η οποία έλαβε χώρα στις 30/12/2021, καθώς και η συνακόλουθη μεταβίβασή τους σε άλλα πρόσωπα. Σύμφωνα με τους
Eνάγοντες (Καθ’ ων η Αίτηση στις αιτήσεις παραμερισμού) η μεταβίβαση είναι προϊόν απάτης και ή συνωμοσίας και είναι άκυρη και ή στερείται εκ νόμου αποτελέσματος. Με την αγωγή αξιώνονται μεταξύ άλλων διατάγματα αποκατάστασης στους Εναγόμενους 2 των κερδών και ή άλλα οφέλη που δυνατόν να έχουν αποκομίσει από οποιανδήποτε συναλλαγή, δικαιοπραξία, πράξη, ενέργεια ή οποιουδήποτε είδους άλλη δραστηριότητα από τις 15/08/2015 και εντεύθεν σε σχέση με το μετοχικό κεφάλαιο και ή τα έσοδα των Εναγομένων 2 και 10 και αξιώνεται, επίσης, όπως διανεμηθεί στην Εναγόμενη 1 το μερίδιο στο οποίο δικαιούται. Αξιώνονται, επίσης, αποζημιώσεις για συνωμοσία και ή απάτη και ή παράνομη κατακράτηση και ή ειδοποίηση και ή δόλια βοήθεια και ή δόλια παραλαβή και ή αμέλεια και ή παραβίαση θέσμιων καθηκόντων, όπως και αυξημένες και ή τιμωρητικές και ή παραδειγματικές αποζημιώσεις.

 

            Κάποιοι από τους Εναγόμενους και συγκεκριμένα οι 2, 5, 6 και 7 είναι ημεδαποί ενώ οι υπόλοιποι, Εναγόμενοι 3, 4, 8, 9 και 10 είναι αλλοδαποί. Με την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος οι εναγόμενοι 2, 3, 4, 7, 8, 9 και 10 καταχώρησαν σημειώματα εμφάνισης υπό διαμαρτυρία και ακολούθως αιτήσεις παραμερισμού της αγωγής όπως και των ενδιάμεσων διαταγμάτων του Δικαστηρίου ημερ. 15/5/2023 και 29/6/2023 με τα οποία επιτράπηκε η επίδοση εκτός δικαιοδοσίας του κλητηρίου εντάλματος και της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος και υποκατάστατης επίδοσης τους. Οι ενάγοντες (Καθ΄ων η αίτηση στις αιτήσεις παραμερισμού) καταχώρησαν κοινή ένσταση σε όλες τις αιτήσεις.

 

            Οι βασικοί λόγοι για τους οποίους οι Αιτητές ζητούσαν την απόρριψη της αγωγής με τις αιτήσεις παραμερισμού μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως:
 

-          Το Κυπριακό Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί  της αγωγής.

-          Δεν αποκαλύπτεται αγώγιμο δικαίωμα εναντίον των Εναγομένων.

-          Η αγωγή είναι καταχρηστική, επειδή τα επίδικα θέματα που την αφορούν συμπίπτουν με αυτά αγωγής που εκκρεμεί στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους. 

-          Απαραίτητη προϋπόθεση για έγερση της παρούσας αγωγής ήταν όπως ληφθεί άδεια από το Δικαστήριο των Βρετανικών Παρθένων Νήσων. 

-          Το κυπριακό Δικαστήριο δεν είναι το κατάλληλο βήμα, για να εκδικαστεί η διαφορά μεταξύ των διαδίκων (Forum non conveniens).

-          Οι Ενάγοντες δεν προέβηκαν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη στη μονομερή αίτησή τους, ημερομηνίας 11/05/2023, για εξασφάλιση άδειας επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας. 

-          Η επίδοση σε αυτούς δεν ήταν ορθή.

 

            Όπως προκύπτει μέσα από το κείμενο της υπό αμφισβήτηση απόφασης, η ακροαματική διαδικασία των αιτήσεων, διεξήχθη στη βάση του περιεχομένου αυτών και των ενστάσεων που έχουν καταχωριστεί, όπως και των ενόρκων δηλώσεων και τεκμηρίων που αντίστοιχα τις υποστηρίζουν, και στις γραπτές και προφορικές εισηγήσεις, στις οποίες προέβησαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων.
           

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 5 μέχρι 7 της πρωτόδικης απόφασης καταγράφει τις αποφάσεις και τη Νομολογία από τις οποίες προκύπτουν οι προϋποθέσεις για την έκδοση διαταγμάτων παραμερισμού του δικόγραφου της αγωγής και ή της επίδοσης του δικόγραφου της αγωγής με αναφορά στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, Coucal Limited v. Scully, ημερ. 21/3/2022 στο πλαίσιο της αγωγής αρ. 2782/2020.

 

            Στην υπόθεση S.P.P. Projects Ltd v. Integral Equipment Sarl (1993) 1 ΑΑΔ 762 ειπώθηκαν τα εξής:

 

«Η διαταγή για επίδοση του κλητηρίου στο εξωτερικό, εκδίδεται μετά από μονομερή αίτηση του ενάγοντα. Διαφυλάσσεται όμως στον εναγόμενο το δικαίωμα να ακουστεί, χάριν της φυσικής δικαιοσύνης και να ζητήσει τον παραμερισμό του διατάγματος

 

Στο πλαίσιο του αιτήματος για παραμερισμό του διατάγματος, μπορεί να αμφισβητηθούν τόσο τα γεγονότα που το στοιχειοθετούν όσο και η δικαιοδοτική του βάση. Το δικαίωμα κατοχυρώνεται από την Δ.16 Θ.9 ως ίσχυε τότε, η οποία προνοούσε τα εξής:

«9. A defendant before appearing shall be at liberty, without obtaining an order to enter or entering a conditional appearance, to take out a summons to set aside the service upon him of the writ or of notice of the writ, or to discharge the order authorizing such service.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθετώντας τα όσα έχουν αναφερθεί στη νομολογία σημείωσε στις σελίδες 5-7 της απόφασης του τα εξής:

«Η πιο πάνω διάταξη αντιστοιχεί στην Order 12 Rule 30 των παλαιών αγγλικών θεσμών και ως εκ τούτου η αγγλική νομολογία επί του θέματος είναι καθοδηγητική.

Μελετώντας προσεχτικά τις πρόνοιες της προαναφερόμενης διάταξης και αντλώντας καθοδήγηση από σχετική νομολογία, διαπιστώνω ότι το ζήτημα αυτό, μπορεί να προσεγγιστεί από τον εναγόμενο με τους εξής τρείς τρόπους:

 

1. Χωρίς καν να εμφανισθεί δηλαδή πριν να καταχωρήσει κανονική και χωρίς όρους εμφάνιση (unconditional appearance), δικαιούται να αιτηθεί από το Δικαστήριο με αίτηση δια κλήσεως, τον παραμερισμό της επίδοσης σε αυτόν του κλητηρίου εντάλματος ή της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος ή να ζητήσει την ακύρωση του διατάγματος που εξουσιοδοτεί τέτοια επίδοση. Αυτή είναι και η έννοια της φράσης «without obtaining an order to enter or entering unconditional appearance».

2. Να καταχωρήσει χωρίς άδεια του Δικαστηρίου εμφάνιση υπό αίρεση ή υπό διαμαρτυρία και είτε ταυτόχρονα είτε το ταχύτερο δυνατό και προτού προβεί σε οποιοδήποτε νέο δικονομικό ή άλλο διάβημα στη διαδικασία (fresh step in the action), να καταχωρήσει αίτηση δια κλήσεως για παραμερισμό της επίδοσης σ' αυτόν του κλητηρίου εντάλματος ή της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος ή να ζητήσει την ακύρωση του διατάγματος που εξουσιοδοτεί τέτοια επίδοση.

3.    Εναλλακτικά, η διαμαρτυρία του εναγομένου ως προς το κλητήριο ένταλμα που καταχωρείται εναντίον του, μπορεί να εκδηλωθεί κατόπιν εξασφάλισης άδειας του Δικαστηρίου μέσω σχετικής μονομερούς αίτησης για εμφάνιση υπό αίρεση με την ταυτόχρονη λήψη οδηγιών από το Δικαστήριο για καταχώρηση αίτησης παραμερισμού του κλητηρίου εντάλματος εντός τακτού χρονικού διαστήματος.

 

Νοείται ότι οποιαδήποτε ενέργεια επιλεγεί, αυτή θα πρέπει να εκδηλωθεί προτού καταχωρηθεί σημείωμα εμφάνισης άνευ όρων. Η φράση «before appearing» σημαίνει τον χρόνο πριν την καταχώρηση ανεπιφύλακτης και χωρίς όρους εμφάνισης (unconditional appearance), η οποία στην ουσία αποτελεί αποποίηση του δικαιώματος του εναγομένου να αμφισβητήσει την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος σε αυτόν.

[…]

Η πιο πάνω δικονομική διάταξη είναι πανομοιότυπη με την Δ.25 Θ.4 των παλαιών Αγγλικών Θεσμών με αποτέλεσμα η Αγγλική Νομολογία να είναι καθοδηγητική επί του θέματος. Τόσο η Αγγλική όσον και η Κυπριακή Νομολογία καταδεικνύουν ότι η διαγραφή αγωγής δυνάμει της Δ.27 Θ.3 θα πρέπει να ασκείται με φειδώ. Πρόσθετα, στην Κύπρο η θεραπεία αυτή θα πρέπει να εξετάζεται σε συνδυασμό με τις πρόνοιες του Άρθρου 30 του Συντάγματος που καθιερώνει το δικαίωμα κάθε διαδίκου να προσφεύγει στο Δικαστήριο και να προβάλλει τις θέσεις του. Σχετική είναι η υπόθεση Ιn Re Pelmaco Development Ltd (1991) 1 AAΔ 246, 255 στην οποία αναφέρθηκαν τα εξής:

«Η διαγραφή δικογράφου, και ιδιαίτερα  δικογράφου με το οποίο ο διάδικος επικαλείται την άσκηση της δικαιοδοσίας του  Δικαστηρίου, αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, το οποίο δικαιολογείται μόνο εφ' όσον το δικόγραφο κρίνεται αναντίλεκτα ανυπόστατο. Διαφορετικά η διαγραφή θα συνεπαγόταν και παραβίαση του δικαιώματος διαδίκου να προσφύγει ενώπιον Δικαστηρίου στο οποίο δικαιούται να προσφύγει βάσει του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.1. του Συντάγματος.»

[…]

Σύμφωνα με το σύγγραμμα Bullen and Leake and Jacob's Precedents of Pleadings (12η έκδοση) στη σελίδα 144, στα πλαίσια μιας τέτοιας αίτησης, το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσον αποκαλύπτεται βάσιμη αιτία αγωγής με κάποια πιθανότητα επιτυχίας στη βάση των ισχυρισμών που περιέχονται στα δικόγραφα.  Το ερώτημα δεν θα πρέπει να είναι κατά πόσον αποκαλύπτεται καλή βάση αγωγής, αλλά εάν αποκαλύπτεται μία εύλογη αιτία αγωγής. Προκύπτει, επίσης, από το εν λόγω σύγγραμμα ότι εάν αποκαλύπτεται κάποια αιτία αγωγής ή κάποιο ερώτημα, είτε αυτό αφορά γεγονότα είτε το νόμο, το οποίο πρέπει να απαντηθεί από το Δικαστήριο, το γεγονός ότι η υπόθεση είναι αδύνατη ή χωρίς πιθανότητες επιτυχίας, δεν είναι λόγος για διαγραφή της αγωγής.

Οι προϋποθέσεις που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη στην έκδοση του δραστικού μέτρου απόρριψης αγωγής, συνοψίστηκαν στην υπόθεση Λοΐζος Λουκά ν. Εθνικής Τράπεζας (ανωτέρω) ως ακολούθως:

«Προκύπτει από την εξέταση της Νομολογίας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν  στέργει σε ικανοποίηση αιτήματος για απόρριψη Αγωγής, για το λόγο που προβλήθηκε, παρά μόνο στην περίπτωση που διαπιστώνεται ότι:

·   Πράγματι το δικόγραφο του Ενάγοντα δεν περιέχει έξω από κάθε αμφιβολία, αιτία Αγωγής, και

·   Η Αγωγή δεν μπορεί να δικασθεί ύστερα από τροποποίηση που μπορεί νόμιμα το Δικαστήριο να επιτρέψει.

Διαφορετικά θα ήταν κενό γράμμα το Συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα εκάστου να προσφύγει στο Δικαστήριο για διάγνωση των δικαιωμάτων του σε συγκεκριμένη διαφορά.»

Ως προς το τι συνιστά 'εύλογη αιτία αγωγής' σχετική είναι η υπόθεση Drummond - Jackson -v- British Medical Association and Others [1970] 1 All E.R. 1094,1101 όπου λέχθηκε ότι εύλογη αιτία αγωγής σημαίνει αιτία αγωγής με κάποια προοπτική επιτυχίας, λαμβανομένων υπ' όψιν αποκλειστικά και μόνον των ισχυρισμών στο δικόγραφο. Εάν η εξέταση των ισχυρισμών αυτών δείχνει ότι η αγωγή είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, το δικόγραφο πρέπει να διαγραφεί.»

 

Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι οι εν λόγω αρχές συνοψίζονται στις ακόλουθες:

 

α) Πρέπει να εξασφαλιστεί άδεια του Δικαστηρίου μέσω μονομερούς αίτησης για εμφάνιση υπό αίρεση και η ταυτόχρονη λήψη οδηγιών για καταχώρηση αίτησης παραμερισμού και

β) Με την καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης υπό διαμαρτυρία ή υπό αίρεση, υποβάλλεται αίτηση διά κλήσεως για τον παραμερισμό της επίδοσης ή της ειδοποίησης της επίδοσης ή του διατάγματος που επιτρέπει τέτοια επίδοση.

 γ) Η αγωγή, πρέπει να μην αποκαλύπτει οποιανδήποτε αιτία αγωγής, ακόμη και αν επιτραπεί η τροποποίησή της.

 

            Προκύπτει σαφώς ότι πρόκειται για άσκηση διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, η οποία πάντοτε πρέπει να ασκείται δικαστικά.

 

            Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αμφισβητείται από τους Εφεσείοντες με 7 λόγους έφεσης. Οι λόγοι έφεσης μπορούν να ομαδοποιηθούν. Οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3 και 4 ουσιαστικά αφορούν τους ισχυρισμούς των Εφεσείοντων ότι έπρεπε να είχε ληφθεί προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου των Βρετανικών Παρθένων Νήσων από τους Εφεσείοντες, για να εγερθεί και να προωθηθεί στην Κύπρο αγωγή τόσο κατά του Εναγόμενου 8 – Εφεσείοντα Ενδιάμεσου Παραλήπτη που είχε διοριστεί από το Δικαστήριο των Βρετανικών Παρθένων Νήσων, αλλά και τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αυθαίρετα και αδικαιολόγητα αποφάσισε ότι το περιορισμένο παραχωρητήριο (limited grant), ημερομηνίας 14/01/2022, που έλαβε η Eναγόμενη 1 ‑ Εφεσίβλητη, για να διοριστεί διαχειρίστρια του αποβιώσαντος στο πλαίσιο της διαχείρισης αριθμός 34/2022 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, αποτελούσε ρητή άδεια από το κυπριακό Δικαστήριο, για να εγερθεί και προωθηθεί η κυπριακή αγωγή εναντίον, μεταξύ άλλων, του Εναγόμενου 8 και ως εκ τούτου, δεν απαιτείτο οποιαδήποτε άλλη άδεια από το Δικαστήριο των Βρετανικών Παρθένων Νήσων. 

 

            Οι πέμπτος, εκτός και έβδομος λόγος έφεσης, αποτελούν λόγους που άπτονται τη θέση των Εφεσείοντων, ότι οι Εφεσίβλητοι έπρεπε να είχαν λάβει την προηγούμενη άδεια του αρμόδιου Δικαστηρίου των Βρετανικών Παρθένων Νήσων για να εγείρουν και να προωθήσουν παράγωγη αγωγή (derivative action) εκ μέρους της Eναγόμενης 1 που είναι εταιρεία που εδρεύει στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους και τέτοια άδεια απαιτείται επιτακτικά από το δίκαιο των Βρετανικών Παρθένων Νήσων. Πραγματεύονται, επίσης, την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι Ενάγοντες ‑ Εφεσίβλητοι είχαν προσωπικά αγώγιμα δικαιώματα εναντίον των Εναγομένων και ότι η αγωγή δεν είναι εξ ολόκληρου παράγωγη και αντίθετα ότι εγείρεται και ως προσωπική.

            Προτού ασχοληθούμε με τους λόγους έφεσης θεωρούμε ορθό να εξετάσουμε τη θέση των Εφεσιβλήτων ότι η υπό κρίση έφεση είναι αλυσιτελής, καθότι με τις υπό κρίση εφέσεις οι Εφεσείοντες δεν προσβάλλουν το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι έχει δικαιοδοσία επί της υπόθεσης στη βάση του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1215/2012 (ΕΚ1215/2012). Είναι η θέση τους, ότι εφόσον η δικαιοδοσία των κυπριακών Δικαστηρίων δεν αμφισβητείται πλέον από τους Εφεσείοντες, αυτοί δεν μπορούν να ζητούν παραμερισμό ή αναστολή της διαδικασίας, καθώς όπως είναι καλά καθιερωμένο, το Δικαστήριο εφόσον κέκτηται δικαιοδοσίας, υποχρεούται να προχωρήσει στην εκδίκαση της ενώπιόν του υπόθεσης.


            Με επίκληση στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου,
Polytropo Advertising Limited v. Adboard Ltd [2003] 1Γ ΑΑΔ 1486, σελ. 1491, είναι η θέση των Εφεσιβλήτων ότι η μη προσβολή ουσιώδους συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου καθιστά την έφεση αλυσιτελή και συνεπώς απορριπτέα, έστω και αν οι προβληθέντες λόγοι έφεσης θα μπορούσαν να επιτύχουν.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 8 μέχρι 12 της απόφασής του και με τον τίτλο «Δικαιοδοσία του Κυπριακού Δικαστηρίου», αφού αναφέρει ότι οι Εναγόμενοι 2 και 7 είναι Κύπριοι διάδικοι και απορρίπτει οποιανδήποτε θέση περί στέρησης δικαιοδοσίας του κυπριακού Δικαστηρίου να εκδικάσει την υπόθεση εναντίον τους, προχωρεί σε εξέταση του ΕΚ1215/2012 και αφού εξετάζει τις αξιώσεις που εγείρονται εναντίον τους, συνωμοσία και άλλες συναφείς αδικοπραξίες, όπως και τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας ως ίσχυαν τότε, και κατ’ εφαρμογή της Νομολογίας που δημιουργήθηκε με την απόφαση Digimed Communications Ltd v. Nera Asa κ.α. (2010) 1Α ΑΑΔ 625, σελ. 636‑7, καταλήγει ότι το κυπριακό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία, για να εκδικάσει την υπόθεση έναντι όλων των Εναγομένων, έχει καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως αγώγιμο δικαίωμα εναντίον όλων των Εναγομένων και έχουν εκπληρωθεί οι πρόνοιες των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
 

            Οι Εφεσείοντες δεν απαντούν στη θέση των Εφεσιβλήτων ότι η μη προσβολή του συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το κυπριακό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία που είναι ουσιώδες συμπέρασμα, καθιστά την έφεση αλυσιτελή και συνεπώς απορριπτέα.

 

            Σε σχέση με το θέμα αυτό, παραπέμπουμε στην πρόσφατη απόφασή μας Πολιτική Έφεση Αρ. 13/2018, Εργοληπτική Εταιρεία ΚΩ.ΜΙ.ΚΩ Ltd και Αντρούλλας Τρυφωνίδου ημερομηνίας 31/05/2024, και τα όσα έχουμε αναφέρει σε σχέση με το θέμα αυτό, τα οποία και επαναλαμβάνουμε:

 

«Επικαλούμενη σχετική νομολογία (Polytropo Advertising Ltd v. Adboard Ltd (2003) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1486, Marketrends Insurance Ltd v. Μιχαήλ κ.α. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ.734, Φυλακτού v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 321) η πλευρά της εφεσίβλητης υποστηρίζει ότι η απουσία αμφισβήτησης από τη πλευρά της εφεσείουσας των συγκεκριμένων μερών της πρωτόδικης απόφασης, αφήνει την πρωτόδικη απόφαση ανέπαφη και ως εκ τούτου δεν μπορεί παρά η έφεση να θεωρηθεί αλυσιτελής.  Οι πέντε λόγοι έφεσης και η αιτιολογία τους, παραμένουν ασαφείς, αόριστοι και γενικοί και καλείται το Δικαστήριο να διατυπώσει άποψη επί ακαδημαϊκού θέματος και κατ΄ επέκταση να ενεργήσει επί ματαίω (βλ. Polytropo Advertising Ltd (ανωτέρω)).

 

 Έχουμε μελετήσει τις πιο πάνω εισηγήσεις της πλευράς της εφεσίβλητης και βρίσκουμε ότι ευσταθούν.

 

Στην Polytropo Advertising Ltd (ανωτέρω) που αφορούσε έφεση εναντίον ακυρώσεως προσωρινού διατάγματος που εκδόθηκε με μονομερή αίτηση, αποφασίστηκε ότι τα όσα ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο για δημιουργία παραπλανητικής εικόνας από τους εφεσείοντες αποτελούσαν αυτοτελή λόγο ακύρωσης. Η μη προσβολή τους με έφεση τα άφηνε άθικτα με συνέπεια να καθίστατο αλυσιτελής η έφεση έστω και αν οι προβληθέντες δύο λόγοι της έφεσης ήθελαν αποφασιστεί υπέρ των εφεσειόντων.  Επομένως η διατύπωση της άποψης επί των δύο προβληθέντων λόγων έφεσης θα καθίστατο ακαδημαϊκό εγχείρημα, πλην όμως τα δικαστήρια δεν συνηθίζουν να αποφαίνονται επί ακαδημαϊκών θεμάτων.  Περαιτέρω στη Marketrends Insurance Ltd (ανωτέρω), που αφορούσε αγωγή για απαίτηση καθορισμένου ποσού χρημάτων, αποφασίστηκε ότι παρόλο που ο μοναδικός λόγος έφεσης που προβλήθηκε ευσταθούσε, η έφεση απορρίφθηκε για το λόγο ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μοναδική μαρτυρία που παρουσίασε η εφεσείουσα/ενάγουσα προς υποστήριξη της απαίτησης της απορρίφθηκε ως απαράδεκτη και εξ ακοής, δεν εφεσιβλήθηκε με αποτέλεσμα να παραμένει ισχυρό.  Τέλος, στην Φυλακτού (ανωτέρω) η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πράξη είναι βεβαιωτική δεν προσβάλλεται και συνεπώς το Δικαστήριο αδυνατεί να υπεισέλθει στην ουσία της υπόθεσης και να εξετάσει αν πράγματι οι καθ΄ων η αίτηση είχαν υποχρέωση να προβούν σε νέα έρευνα ή όχι.

 

Αντίστοιχα στην παρούσα υπόθεση, η μη προσβολή των πιο πάνω τεσσάρων ευρημάτων από την πρωτόδικη απόφαση με ξεχωριστούς λογους έφεσης, ότι δηλαδή ο ίδιος ο Επιδιαιτητής καθόρισε ότι η διαδικασία θα γίνει μέσω συναντήσεων σε κάποιο χώρο, ότι προχώρησε στην έκδοση απόφασης χωρίς να ακούσει τα μέρη, ότι το έργο του διαιτητή είναι οιωνεί δικαστικό και το πρέπον της συμπεριφοράς του σχετίζεται όχι μόνο με τα εχέγγυα της αμεροληψίας, αλλά και με τη συμπεριφορά εκείνη η οποία αναμένεται από άτομο το οποίο λειτουργεί δικαστικά και ότι η διαιτησία διεξάγεται υπό μορφή ακρόασης εκτός αν οι διάδικοι συμφωνήσουν διαφορετικά και τέλος ότι ή εφεσίβλητη απαίτησε από τον Επιδιαιτητή όλη την αλληλογραφία και να εκπροσωπηθεί στη διαδικασία από τους δικηγόρους της και να της δοθεί το δικαίωμα να ακουστεί και να προβάλει την υπεράσπιση και ανταπαίτηση της, έχει ως αποτέλεσμα αυτά να παραμένουν ισχυρά. Ως εκ τούτου ακόμη και αν κάποιος (ή κάποιοι) από τους λόγους έφεσης επιτύχει, η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.  Καταλήγουμε επομένως ότι η έφεση είναι προδήλως αβάσιμη και θα πρέπει για τον λόγο αυτό να απορριφθεί».

 

            Συμφωνούμε με τη θέση των Εφεσιβλήτων ότι συνεπεία της μη αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας των κυπριακών Δικαστηρίων η παρούσα έφεση θεωρείται αλυσιτελής, δεν μπορεί να προχωρήσει και συνεπώς απορρίπτεται.

            Παρά την πιο πάνω κατάληξη μας, θεωρούμε ορθό για σκοπούς πληρότητας της απόφασης και ενόψει και των καινοτόμων θεμάτων που αναφύονται, να ασχοληθούμε και με την ουσία των λόγων έφεσης.

 

 

            Πλείστοι των λόγων έφεσης που προβάλλονται περιστρέφονται γύρω από τη θέση των εφεσειόντων ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την έγερση της αγωγής αποτελούσε η λήψη άδειας από το αλλοδαπό Δικαστήριο και συγκεκριμένα το Δικαστήριο των Βρετανικών Παρθένων Νήσων. Οι πρώτοι 4 λόγοι έφεσης, υποστηρίζουν ότι αυτό έπρεπε να γίνει λόγω της ιδιότητας του Εναγόμενου 8 ως ενδιάμεσου παραλήπτη, ενώ οι υπόλοιποι προωθούν τη θέση ότι για να εγερθεί στην Κύπρο παράγωγη αγωγή έπρεπε να ληφθεί και πάλι άδεια από το Δικαστήριο των Βρετανικών Παρθένων Νήσων.

 

 

            Υπενθυμίζουμε, αρχικά, το Άρθρο 30 του Συντάγματος που διασφαλίζει το δικαίωμα του κάθε διάδικου να προσφύγει σε αρμόδιο Δικαστήριο. Η Εφεσίβλητη, συνεπώς, (διάδικος) έχει το δικαίωμα να προσφύγει σε αρμόδιο Δικαστήριο, στην παρούσα περίπτωση το κυπριακό Δικαστήριο, αφού η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, όπως έχει αναφερθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφασή του, δεν προσβάλλεται από τους Εφεσείοντες. Η υπαγωγή του βασικού αυτού δικαιώματος σε προϋποθέσεις και δη λήψη άδειας από αλλοδαπό Δικαστήριο που εδρεύει και σε άλλη ήπειρο φαντάζει παράλογη και έκδηλα προσκρούει στο Σύνταγμα. Σημειώνουμε στο σημείο αυτό ότι δεν έχει τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά ούτε και ενώπιόν μας οποιαδήποτε διμερής ή πολυμερής σύμβαση που να μπορούσε να δώσει έρεισμα στη θέση των Εφεσείοντων ότι υπάρχουν περιπτώσεις, όπου η καταχώρηση αγωγής σε κυπριακό Δικαστήριο δεν επιτρέπεται χωρίς την εκ των προτέρων λήψη άδειας από Δικαστήριο των Βρετανικών Παρθένων Νήσων.

 

            Με τους λόγους έφεσης 1 μέχρι 4 οι Εφεσείοντες ουσιαστικά προωθούν τη θέση ότι ο Eναγόμενος 8 στην πρωτόδικη διαδικασία καλύπτεται από κάποιας μορφής ασυλία που δεν επιτρέπει την καταχώρηση αγωγής εναντίον του. Αυτό, σύμφωνα με τη θέση των Εφεσείοντων συμβαίνει, επειδή διορίστηκε ως ενδιάμεσος παραλήπτης από Δικαστήριο της χώρας του και συνεπώς, πάντα κατά τους ισχυρισμoύς τους, είναι αξιωματούχος του εν λόγω Δικαστηρίου και δεν μπορεί να εναχθεί σε άλλη δικαιοδοσία.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 22 μέχρι 24 της εκκαλούμενης απόφασής του εξέτασε τους ισχυρισμούς που τέθηκαν αναφορικά με την κατ΄ ισχυρισμό ασυλία του Εναγόμενου 8. Απέρριψε τόσο τη θέση ότι οι Ενάγοντες δεν μπορούν να εγείρουν αγωγή εναντίον του Εναγόμενου 8 χωρίς να λάβουν πρώτα την άδεια του Δικαστηρίου της πατρίδας του, επειδή ο Eναγόμενος 8 είναι αξιωματούχος του Δικαστηρίου, επιβεβαιώνοντας τη θεμελιώδη αρχή ότι το κυπριακό Δικαστήριο δεν υπόκειται στη δικαιοδοσία των Βρετανικών Παρθένων Νήσων και δεν έχει καμία υποχρέωση να λαμβάνει την άδεια των αρχών της χώρας αυτής, ώστε να επιτρέπει την καταχώρηση αγωγών ενώπιόν του. Απέρριψε, επίσης, τη θέση ότι ο Eναγόμενος 8 καλύπτεται από κρατική ή διπλωματική ασυλία, καθώς παρουσιάζεται ως οιονεί δικαστικός λειτουργός, καθότι αυτός ενάγεται υπό την προσωπική του ιδιότητα και του καταλογίζεται συμμέτοχη σε αστικά αδικήματα που διαπράχθηκαν εν όλω ή εν μέρει στην Κύπρο, κυρίως αυτά της απάτης και της συνωμοσίας, και με κύπριους εναγόμενους. Δεν ενάγεται, συνεπώς υπό την οποιαδήποτε επίσημη ή αντιπροσωπευτική του ιδιότητα, και κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν τίθεται για τον Eναγόμενο 8 θέμα ασυλίας ή ετεροδικίας ούτε και μπορεί να επικαλεστεί την ιδιότητα αξιωματούχου στη χώρα του. Όπως έχει αναφερθεί και από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Tlais Enterprises Ltd v. Her Majesty's Revenue and Customs, (2015) 1 AAD 616, «αυτό που μπορεί να εξαχθεί από το Εθιμικό Διεθνές Δίκαιο είναι ότι η ασυλία παραμένει μόνο σε σχέση με κυβερνητικές πράξεις που συνδέονται με τη Διοίκηση και δεν επεκτείνεται σε ενέργειες που είναι περισσότερο εμπορικές παρά διοικητικές».

 

            Ο Eναγόμενος 8 ξεκάθαρα ενάγεται για αδικοπραξίες που του καταλογίζεται ότι διέπραξε ο ίδιος και συντελέστηκαν στο έδαφος της Κύπρου. Δεν απολαμβάνει οποιοδήποτε προνόμιο σε σχέση με τα αστικά αδικήματα που του προσάπτονται, τα οποία δεν έχουν σχέση με την εκ μέρους του άσκηση οποιασδήποτε κρατικής εξουσίας. Έτσι, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις σχετικές αιτήσεις εκ μέρους των αιτητών ως ανεδαφικές και μη συνάδουσες με τα γεγονότα της υπόθεσης, ως αυτά παρουσιάζονται από πλευράς των Καθ’ ων η Αίτηση.

 

            Σημειώνουμε, επίσης, ότι στο περίγραμμα αγόρευσής τους οι Εφεσείοντες επικαλούνται μεγάλο αριθμό αυθεντιών, κυρίως αγγλικών, οι οποίες καταπιάνονται με το καθεστώς ενός επίσημου παραλήπτη και με την ορθή διαδικασία αντιμετώπισής του σε περίπτωση που πρέπει να εγερθεί αγωγή εναντίον του στη χώρα της οποίας το Δικαστήριο διέταξε τον διορισμό του. Είναι όμως άσχετες με τα επίδικα θέματα στην παρούσα υπόθεση. Οι αυθεντίες που αναφέρουν οι Εφεσείοντες δεν υποστηρίζουν αυτό που ισχυρίζονται, ότι δηλαδή για να εγερθεί μια αγωγή στην Κύπρο (είτε στην Αγγλία) θα πρέπει να ληφθεί άδεια από αλλοδαπό Δικαστήριο. Όπως ορθά σημειώνουν και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Εφεσιβλήτων μια τέτοια θέση πέραν από έκδηλα παράλογη και επικίνδυνη, θα υπέσκαπτε τη δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της χώρας αυτής, των οποίων η εξουσία θα προοριζόταν και θα υπαγόταν σε σχέση με υποτέλεια έναντι των Δικαστηρίων μιας άλλης χώρας.

 

            Ο Εφεσείων στην Έφεση 60/23 (Eναγόμενος 8) ενάγεται για τη συμμέτοχή του σε αστικά αδικήματα, τα οποία διαπράχθηκαν εν όλο ή εν μέρει στην Κύπρο εξού και το αναντίλεκτο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι κέκτηται δικαιοδοσίας, για να εκδικάσει την υπόθεση εναντίον του. Η όποια ιδιότητά του ως αξιωματούχου στη χώρα του δεν μπορεί να έχει καμία επίπτωση στη δικαιοδοσία του κυπριακού Δικαστηρίου να εξετάσει τους ισχυρισμούς που προβάλλονται εναντίον του. Από τη στιγμή που του καταλογίζεται η διάπραξη αστικού αδικήματος στην Κύπρο, η όποια ιδιότητά του στη χώρα του είναι εντελώς αδιάφορη.
 

            Ορθή είναι, επίσης, η παρατήρηση των ευπαίδευτων συνηγόρων των Εφεσιβλήτων, ότι για την αλλοδαπή απόφαση που επικαλούνται οι Εφεσείοντες δεν υπάρχει οποιοσδήποτε ισχυρισμός από πλευράς Εφεσειόντων, ότι έχει τύχει αναγνώρισης ή εγγραφής στην Κύπρο, με αποτέλεσμα να μην έχει οποιαδήποτε νομική ισχύ. Παραπέμπουμε σχετικά στην απόφαση Ισλαμική Δημοκρατία του Πακιστάν v. Khan κ.α. Πολ. Εφ. 259/2013, ημερ. 08/04/2020, ECLI:CY:AD:2020:A116.

 

            Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τις γνωματεύσεις που είχαν τεθεί ενώπιόν του περί του δικαίου των Βρετανικών Παρθένων Νήσων, σημειώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο με αρκετή λεπτομέρεια στις σελίδες 19 μέχρι 21 της εκκαλούμενης απόφασής του έχει πραγματευτεί με ικανότητα το θέμα. Επαναλαμβάνει ότι στη χώρα μας ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης το εφαρμοστέο δίκαιο και για τις εξωσυμβατικές ενοχές καθορίζεται με βάση τον Κανονισμό ΕΚ864/2007 («Ρώμη ΙΙ»). Ειδικότερα, σχετικό είναι το άρθρο 4 του εν λόγω Κανονισμού. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ανέφερε ότι δεδομένου του ότι δεν έχουν ακόμα ανταλλαγεί δικόγραφα στο πλαίσιο της αγωγής, οι ισχυρισμοί των Εναγόντων περιστρέφονται γύρω από ισχυρισμούς για απάτη και συνωμοσία, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα την υπεξαίρεση περιουσίας των Εναγομένων 2, που είναι κυπριακή εταιρεία. Συνεπώς, η χώρα στην οποία θα επέλθει η ζημιά είναι η Κύπρος και κατά συνέπεια το εφαρμοστέο δίκαιο είναι το κυπριακό. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει, ορθά, ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να στηριχθεί η θέση ότι τυγχάνει εφαρμογής το δίκαιο των Βρετανικών Παρθένων Νήσων, μίας χώρας με την οποία κανένας από τους διαδίκους, εκτός από τους Eναγόμενους 1 και 8, έχουν την παραμικρή σχέση.

 

            Επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο πολύ ορθά στη σελίδα 21 της απόφασής του αναφέρει ότι η εισήγηση των Αιτητών ότι για να απευθυνθεί ένας διάδικος στο κυπριακό Δικαστήριο και να παραπονεθεί για αδικοπραξίες που συνέβησαν στην Κύπρο πρέπει να πάρει την άδεια του Δικαστηρίου μίας χώρας με την οποία δεν έχει καμία σχέση και πάλι θα παραβίαζε ευθέως το Άρθρο 30 του Συντάγματος.

 

            Αναφορικά με τη θέση των ευπαίδευτων συνηγόρων των Εφεσείοντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του γνωμάτευση αναφορικά με το δίκαιο των Βρετανικών Παρθένων Νήσων που είχαν προσκομιστεί ως τεκμήρια, αναφέρουμε ότι ορθά γίνεται αναφορά στην υπόθεση Vetabet v. Kythreotis κ.α. (Πρωτογενής Αίτηση) 9/2010 Ε.Δ. Λεμεσού, ημερ. 05/08/2010, στην οποία έχουν αναφερθεί χαρακτηριστικά τα ακόλουθα:

 

«Το ζήτημα είναι νομικό με την εφαρμογή των νομικών αρχών που διέπουν το ζήτημα επί των γεγονότων της υπόθεσης. Η γνώμη οποιουδήποτε νομομαθούς οιασδήποτε εμβέλειας εάν αυτός είναι και ως και αν μπορεί να πλεονεκτεί στην εφαρμογή στο δίκαιο της επικράτειας, όπου εργάζεται, δεν επιτρέπεται και δεν μπορεί να υποκαταστήσει την κρίση του Δικαστηρίου, το οποίο είναι επιφορτισμένο με το καθήκον να διαπιστώσει την ύπαρξη ή όχι των πιο πάνω προϋποθέσεων».

 

 

            Σημειώνουμε και μια άλλη παράμετρο, την οποία πραγματεύτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο και της οποίας η νομική εμβέλεια είναι καθοριστική. Η Ενάγουσα 1 στις 14/01/2022 έλαβε περιορισμένο παραχωρητήριο, για να διοριστεί διαχειρίστρια του αποβιώσαντα στο πλαίσιο διαχείρισης 34/2022 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Το εν λόγω διάταγμα την εξουσιοδοτούσε ρητά να προωθήσει την παρούσα αγωγή. Το εν λόγω διάταγμα ανανεώθηκε στις 04/02/2022, ECLI:CY:AD:2022:D141 για όσο χρόνο θα εκκρεμεί η προτιθέμενη αγωγή. Επομένως, η Ενάγουσα 1 είχε λάβει ρητή άδεια από κυπριακό Δικαστήριο, για να προωθήσει την παρούσα αγωγή. Δεν έχει τεθεί τίποτε τόσο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά ούτε και του Εφετείου ότι οι Εναγόμενοι έχουν προέβη σε οποιοδήποτε διάβημα για ακύρωση ή παραμερισμό του εν λόγω διατάγματος και είναι ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι Αιτητές κωλύονται και εξαιτίας του λόγου αυτού να προωθούν οποιαδήποτε θέση που δεν συνάδει με το διάταγμα αυτό. 

 

          Στους λόγους έφεσης 5 μέχρι 7 οι Εφεσείοντες εμμένουν στη θέση τους ότι θα έπρεπε να είχε ληφθεί άδεια από το αλλοδαπό Δικαστήριο, αυτήν τη φορά επειδή η αγωγή είχε εγερθεί εν μέρει ως παράγωγη. Είναι ορθή η θέση των Εφεσιβλήτων ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν υπήρχε στην Κύπρο υποχρέωση λήψη άδειας για την καταχώρηση παράγωγης αγωγής. Αυτή η υποχρέωση εισήχθη με τους νέους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας 2023 Μέρος 20.13, οι οποίοι, όμως, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην πρωτόδικη διαδικασία της παρούσας υπόθεσης, καθότι η αγωγή καταχωρήθηκε πριν την 01/09/2023. Σχετικό είναι το Μέρος 60 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας με τίτλο ΠΑΛΙΕΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ - Μεταβατική διευθέτηση και δη η παράγραφος (2) αυτού.

 

 

            Εν πάση περιπτώσει, η θέση των Εφεσείοντων ότι θα έπρεπε να είχε ληφθεί η άδεια αλλοδαπού Δικαστηρίου, με δεδομένο ότι δικαιοδοσία για εκδίκαση της υπόθεσης έχει το κυπριακό Δικαστήριο, είναι έκδηλα παράλογη και καμία από τις αυθεντίες που παραθέτουν οι Εφεσείοντες δεν τείνει να τις υποστηρίξει.

 

 

 

 

            Οι εφέσεις απορρίπτονται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον των Εφεσειόντων αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα ένα σετ εξόδων της παρούσας διαδικασίας.

 

 

 

ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο