EDUARD EFREMOV v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε80/2025, 11/9/2025
print
Τίτλος:
EDUARD EFREMOV v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε80/2025, 11/9/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε80/2025)

 

11 Σεπτεμβρίου 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Μ. ΔΡΟΥΣΙΩΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

EDUARD EFREMOV,

Εφεσείοντας,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητη.

___________________

 

Αλέξανδρος Χρ. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα.

Στάθης Ερωτοκρίτου, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον δικαστή Δρουσιώτη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΡΟΥΣΙΩΤΗΣ, Δ.: Ο εφεσείοντας συνελήφθη στις 04.08.2025 κατόπιν έκδοσης προσωρινού εντάλματος σύλληψης, εκδοθέντος από Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου.  Στις 05.08.2025 προσάχθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, - στο εξής το πρωτόδικο Δικαστήριο -, οπότε, ζητήθηκε προθεσμία, εκ μέρους του συνηγόρου για τον Γενικό Εισαγγελέα, προκειμένου να παραληφθούν τα απαιτούμενα έγγραφα, ως προνοούνται στο Άρθρο 12 του Περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων (Κυρωτικού) Νόμου του 1970 (Ν. 95/1970), αλλά και η απαιτούμενη εξουσιοδότηση για έναρξη διαδικασίας εκδόσεως, προβλεπόμενη στο Άρθρο 7 του Περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου, Ν. 97/1970.  Η υπόθεση, ως εκ τούτου, ορίστηκε για ακρόαση την 01.09.2025.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν σχετικού αιτήματος του συνηγόρου της εφεσίβλητης, διέταξε, στις 08.08.2025, την κράτηση του τελευταίου, μέχρι την 01.09.2025, για λόγους που σχετίζονται με τον κίνδυνο φυγοδικίας. 

 

Την 01.09.2025, ημερομηνία κατά την οποία η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο επειδή δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα έγγραφα και η προβλεπόμενη εξουσιοδότηση για να μπορεί να αρχίσει η ακροαματική διαδικασία, μετά από αίτημα του συνηγόρου που εμφανίστηκε για τον Γενικό Εισαγγελέα όρισε την υπόθεση στις 12.09.2025 για να εξασφαλιστούν τα έγγραφα και η απαιτούμενη εξουσιοδότηση. Με απόφαση, ημερομηνίας 02.09.2025, το πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε εκ νέου την κράτηση του εφεσείοντα, μέχρι τότε. 

 

Της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, για συνέχιση της κράτησης του εφεσείοντα, μέχρι τις 12.09.2025, προηγήθηκε  ένσταση του εφεσείοντα, δια μέσω του δικηγόρου του, ο οποίος υπέδειξε πως κατά τη δική του γνώμη υπήρξε λάθος από την πλευρά του Δικαστηρίου, το οποίο αρχικά επιλήφθηκε της υπόθεσης, εφόσον δεν όρισε, κατ’ αρχάς, την υπόθεση στο χρονικό διάστημα των 18 ημερών για να ληφθούν τα έγγραφα και η εξουσιοδότηση.  Επίσης, ότι δεν αποφάσισε την επέκταση του ορίου πέραν των 18 ημερών σύμφωνα με το Νόμο, αφού όρισε την υπόθεση για ακρόαση την 01.09.2025, ημερομηνία η οποία υπερβαίνει τις 18 ημέρες.  Σε σχέση με την απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 02.09.2025, ανέφερε ότι ενώ η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση την 01.09.2025, ζητήθηκε από την εφεσίβλητη όπως το Δικαστήριο εξαντλήσει τον χρόνο που προβλέπεται για την αποστολή των απαιτούμενων εγγράφων και της εξουσιοδότησης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην κράτηση του εφεσείοντα, αφού εξέτασε και αξιολόγησε τις θέσεις του, κρίνοντας ότι αυτή ήταν η ορθή επιλογή για την εξασφάλιση της παρουσίας του, στο Δικαστήριο, την 12.09.2025.

 

Ο εφεσείοντας, με τρεις λόγους έφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης κράτησης του. Ειδικότερα, θεωρεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εντελώς εσφαλμένα και αντινομικά έκρινε ότι οι εθνικές αρχές ενήργησαν με τη δέουσα ταχύτητα και επιμέλεια σε σχέση τόσο με την αποστολή των δικαιολογητικών στοιχείων, από την αιτούσα χώρα, που προβλέπονται από το Άρθρο 12(2) του περί Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου, Ν. 95/1970, όσο και για την έκδοση της εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, σύμφωνα με το Άρθρο 7 του Ν. 97/1970 του ίδιου Νόμου.  Είναι η θέση του ότι, τα στοιχεία τα οποία τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου καταδείκνυαν το αντίθετο, και δη, την ολιγωρία και/ή αδράνεια που παρατηρήθηκε από τις αρμόδιες αρχές (πρώτος λόγος έφεσης), ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αντινομικά στις 02.09.2025 διέταξε την κράτηση του εφεσείοντα, κατά παράβαση του Άρθρου 5 της ΕΣΔΑ, το οποίο προστατεύει τα δικαιώματα στην ελευθερία και ασφάλεια, οι δε διαδικασίες που διενεργήθηκαν σε σχέση με το αίτημα έκδοσης δεν ήταν με τη δέουσα επιμέλεια, από τον χρόνο σύλληψης μέχρι την έκδοση της απόφασης. Είναι η θέση του ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που τέθησαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου διαπιστώνεται αδράνεια και ολιγωρία, τόσο από την πλευρά του αιτούντος κράτους όσο και την κεντρική αρχή της Κυπριακής Δημοκρατίας, αφού από την επιστολή που έλαβε από τις ρωσικές αρχές στις 07.08.2025 δεν ζήτησε να αποσταλούν όλα τα δικαιολογητικά εντός της προθεσμίας των 18 ημερών, ως προνοείται στο Άρθρο 16(4) του Νόμου 95/1970.  Θεωρεί, επίσης, ότι η καθυστέρηση που παρατηρείται επηρεάζει το δικαίωμα ελευθερίας του εφεσείοντα (δεύτερος λόγος έφεσης). Ακόμη, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αντινομικά αποφάσισε την κράτηση του, αφού άσκησε λανθασμένα τη διακριτική εξουσία που του παρέχεται από το Νόμο, καθότι δεν συνεκτίμησε σωστά όλα τα στοιχεία που τέθησαν ενώπιον του, τα οποία αφορούν στο θέμα κράτησης και δεν εφάρμοσε ορθά τις πρόνοιες του Άρθρου 16(4) του Νόμου 95/1970. Συγκεκριμένα, δεν έλαβε υπόψη του τον χρόνο τελέσεως του αδικήματος, τον χρόνο έκδοσης του εντάλματος σύλληψης από τις ρωσικές αρχές, τους ισχυρούς δεσμούς που δημιούργησε ο εφεσείοντας με την Κυπριακή Δημοκρατία, και τον χρόνο των 18 ημερών που διατάσσει αρχικά το Άρθρο 16 (τρίτος λόγος έφεσης).

 

Είναι κοινό έδαφος ότι ο εφεσείοντας είναι ρώσσος υπήκοος και καταζητείται από τις ρωσικές αρχές, δυνάμει εντάλματος σύλληψης το οποίο εκδόθηκε από τις εν λόγω αρχές στις 23.07.2021 για αδίκημα σεξουαλικής φύσεως, κατά παράβαση του Άρθρου 132(1) του Ρωσικού Ποινικού Κώδικα, που διαπράχθηκε στις 18.02.2020 στη Ρωσία.  Το αδίκημα που διερευνάται εναντίον του εφεσείοντα συνιστά παράβαση του πιο πάνω άρθρου και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης από 3 μέχρι 6 έτη, ενώ ταυτόχρονα συνιστά παράβαση του Άρθρου 144 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης δια βίου. 

 

Λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου των λόγων έφεσης, κρίνουμε ορθό να παραθέσουμε, στη συνέχεια, αυτούσια αποσπάσματα από το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με το οποίο οδηγήθηκε στην κατάληξη να διατάξει την κράτηση του εφεσείοντα μέχρι τις 12.09.2025, τα οποία έχουν ως ακολούθως:

 

«12.  Το εφαρμοστέο πλαίσιο που προκύπτει από την παράθεση των προαναφερόμενων διατάξεων είναι, στη σύνοψή του, πως κατά το άρθρο 16 § 4 ν. 95/1970, η προσωρινή σύλληψη μπορεί να τερματιστεί εάν εντός 18 ημερών από τη σύλληψη δεν περιέλθει η αίτηση έκδοσης με τα προβλεπόμενα δικαιολογητικά· σε κάθε περίπτωση όμως η προσωρινή κράτηση δεν μπορεί να υπερβεί τις 40 ημέρες. Παράλληλα το άρθρο 9 § 4 ν. 97/1970 ορίζει ότι εάν δεν έχει παρασχεθεί εξουσιοδότηση και ο εκζητούμενος κρατείται με προσωρινό ένταλμα, το Δικαστήριο τάσσει εύλογη προθεσμία και εάν αυτή παρέλθει άπρακτη, διατάσσει την απόλυση του εκζητούμενου. Πρόκειται για σαφείς χρονικές και διαδικαστικές δικλείδες, οι οποίες αποκλείουν τον κίνδυνο αυθαίρετης ή αόριστης κράτησης.

 

13.  Σχετικά με τη φύση του 18ημέρου, η παρέλευσή του χωρίς αποστολή εγγράφων δεν συνεπάγεται αυτοδίκαιη λήξη της κράτησης, η οποία έχει κριθεί ως αναγκαία. Η διάταξη του άρθρου 16 § 4 ν. 95/1970 δεν καθιερώνει υποχρεωτική αποφυλάκιση· απλώς προβλέπει ότι δύναται να τερματιστεί η κράτηση, ενώ παράλληλα προβλέπει ρητά ανώτατη προθεσμία 40 ημερών. Το δεσμευτικό όριο είναι το 40ήμερο και όχι το 18ήμερο. Το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να ορίσει δικάσιμο εντός 18 ημερών ή αμέσως μετά τη λήξη του 18ημέρου, αλλά να εξασφαλίσει ότι η κράτηση δεν υπερβαίνει τις 40 ημέρες και ότι στο μεσοδιάστημα υπάρχει δέουσα επιμέλεια για την ολοκλήρωση της διαδικασίας.

 

14.  Σε σχέση με τη δέουσα επιμέλεια, η αλληλογραφία του Κράτους έκδοσης καταδεικνύει ότι από τις 07.08.2025 ζητήθηκε ρητά η αξιοποίηση της μέγιστης προθεσμίας των 40 ημερών λόγω των αναγκαίων μεταφράσεων. Επιπλέον, στις 30.08.2025 διαβιβάστηκαν ήδη τα έγγραφα ανεπίσημα και γνωστοποιήθηκε η αποστολή των πρωτοτύπων μέσω της διπλωματικής οδού. Το σύνολο αυτών των ενεργειών δεν αφήνει να υπερισχύει ο ισχυρισμός περί «ολιγωρίας». Αντίθετα, επιβεβαιώνει ότι οι αρμόδιες Αρχές ενεργούν με δέουσα ταχύτητα και επιμέλεια.

 

…………………………………………………………………………………………...

 

21.  Η παράταση της κράτησης πέραν του 18ημέρου και μέχρι την 12.09.2025, ως το αίτημα του συνηγόρου της πλευράς του Γενικού Εισαγγελέα, στηρίζεται σε αντικειμενικά δεδομένα: α) το αίτημα του Κράτους έκδοσης για αξιοποίηση του 40ημέρου για τον προαναφερόμενο λόγο που το δικαιολογεί, β) την ήδη μερική αποστολή των εγγράφων με ανεπίσημο τρόπο για διάσωση χρόνου μέχρι την παραλαβή τους με τη διπλωματική οδό και γ) την αναγκαιότητα διεξαγωγής του προβλεπόμενου στον νόμο ελέγχου από τον Υπουργό προς πιθανή έκδοση εξουσιοδότησης, σύμφωνα με το άρθρο 7 ν. 97/1970, ή και όχι, διαδικασία που απαιτεί επίσης χρόνο. Αυτά τα δεδομένα καθιστούν τη συνέχιση της κράτησης, στο πλαίσιο της προσωρινής σύλληψης, θεμιτή αλλά και επιβεβλημένη, στη στάθμιση αφενός του δικαιώματος της ατομικής ελευθερίας του εκζητούμενου αφετέρου στη διεξαγωγή της προβλεπόμενης στον νόμο διαδικασίας προς το συμφέρον της Δικαιοσύνης.

 

22. Η προθεσμία έκδοσης της εξουσιοδότησης του άρθρου 7 ν. 97/1970 που δεν εξαντλεί το 40ήμερο του άρθρου 16 § 4 ν. 95/1970 προκύπτει, με τη συνεφαρμογή των διατάξεων, ως εύλογη. Η 12η Σεπτεμβρίου του 2025, ημερομηνία που προτάθηκε από την πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα, είναι εντός του 40ημέρου.»

 

Έχοντας υπόψη μας το αντικείμενο της παρούσας έφεσης, γενικότερα, θεωρούμε ότι είναι χρήσιμη η αναφορά σε νομολογία η οποία διέπει τη διαδικασία έκδοσης φυγόδικου, ευρύτερα.

 

Όπως διατυπώθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 361, η δικαιοδοσία έκδοσης φυγόδικου ανάγεται στην πολιτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Alekseyevich, Πολιτική Έφεση Αρ. 83/2020, ημερομηνίας 17.02.2021, ECLI:CY:AD:2021:A47, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Ως γνωστό, η διαδικασία έκδοσης φυγοδίκων αποσκοπεί «στον παραμερισμό των συνόρων ως φραγμού στη δίωξη του σοβαρού εγκλήματος που αποτελεί κοινή επιδίωξη των Εθνών» (Hachem (1991) 1 ΑΑΔ, 723). Κατ’ επέκταση, οι διεθνείς συμβάσεις που αφορούν στην έκδοση φυγοδίκων, ερμηνεύονται κατά φιλελεύθερο τρόπο για να επιτευχθεί ο στόχος που επιδιώκουν, που δεν είναι άλλος από την καταπολέμηση του εγκλήματος σε διεθνές επίπεδο (Atapina v. Διευθυντή των Κεντρικών Φυλακών (2003) 1(Γ) ΑΑΔ, 1509).»

 

Παραθέτουμε, επίσης, την πολύ σημαντική καθοδήγηση η οποία διατυπώθηκε, από παλαιότερα, στην υπόθεση Carter v. Αρχηγού Αστυνομίας (1996) 1 Α.Α.Δ. 299, η οποία έχει ως ακολούθως:

 

«Η εξουσία για την κράτηση προσώπου, εναντίον του οποίου εκκρεμεί διαδικασία έκδοσης του ως φυγοδίκου, συναρτάται μεν, αλλά δεν ταυτίζεται με τη διαδικασία έκδοσης. Εξουσία για την κράτηση του καθ’ ου η αίτηση σε διαδικασία έκδοσης φυγόδικου παρέχεται από το Άρθρο 9(2) του περί Εκδόσεως Φυγόδικων Νόμου του 1970, (Ν. 97/70).  Και οι εξουσίες που παρέχονται στο δικαστήριο να διατάξει την κράτηση του ταυτίζονται με εκείνες δικαστή Επαρχιακού Δικαστηρίου, ο οποίος διενεργεί προανάκριση.  Η κράτηση του φυγόδικου δε συναρτάται με το βάσιμο της αίτησης για έκδοση, αλλά, όπως και στην προανάκριση, με την πρόβλεψη αναφορικά με την προσέλευση του καθ’ ου η αίτηση κατά τη δίκη, κατ’ ανάλογο τρόπο προς την προανάκριση – (βλ. “πριανάκρισης” στον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 155, Άρθρο 92 και επόμενα). Η προανάκριση αποτελεί πτυχή της ποινικής διαδικασίας.

 

Το αντικείμενο της διαδικασίας βάσει του Άρθρου 9(2) είναι η λήψη απόφασης σε σχέση με την κράτηση του καθ’ ου η αίτηση.  Η άσκηση της μπορεί να απολήξει στη στέρηση της ελευθερίας του ατόμου.  Η διαδικασία εξομοιούται με ποινική διαδικασία, με ανάλογες προεκτάσεις.»

 

Παραπέμπουμε, επίσης, στην Ogbechi v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 93/2025, ημερομηνίας 29.04.2025 όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Το αίτημα κράτησης είχε στηριχθεί επί του κινδύνου φυγοδικίας. Ο κίνδυνος φυγοδικίας εξετάζεται σε συνάρτηση αφενός με (i) τη σοβαρότητα του αδικήματος, (ii) την αυστηρότητα της τυχόν επιβληθησομένης ποινής και (iii) την πιθανότητα καταδίκης (αντικειμενικά στοιχεία) και αφετέρου με άλλα δεδομένα τα οποία αφορούν τον κατηγορούμενο (υποκειμενικά στοιχεία). Υπάρχει πλούσια νομολογία για το θέμα, όπως και για τις προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου σε διαταγή κράτησης (βλ. Γενικού Εισαγγελέα v. Γ.Ν., Ποιν. Έφ. 145/2023, ημερ. 21.7.23, Θεοχάρους κ.ά. v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48, Hajali v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 213/2024, ημερ. 30.9.24).»

 

Είναι προφανές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα της κράτησης ή μη του εφεσείοντα υπό το πρίσμα των διατάξεων του Περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 (Ν. 97/1970), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, καθώς και υπό το πρίσμα των σχετικών αρχών της νομολογίας.

 

Τα Δικαστήρια, κατά την άσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας, καθοδηγούνται από νομικά κριτήρια και πραγματικά δεδομένα.  Τέτοια στην παρούσα υπόθεση είναι η διεθνής δέσμευση της Κυπριακής Δημοκρατίας για εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων, η οποία κυρώθηκε με τον Ν. 95/1970, σύμβαση την οποία έχει υπογράψει και η Ρωσσία.  Οφείλουν, συνεπώς, τα Δικαστήρια της χώρας να συνδράμουν προς την κατεύθυνση της συμμόρφωσης της Δημοκρατίας με τις διεθνείς υποχρεώσεις της. 

 

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Βασίλειου Βαφιάδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 2315 αναφέρθηκε ότι το Άρθρο 16(4) του Νόμου 95/1970, προβλέπει περιορισμό της χρονικής περιόδου κράτησης και πως η σύλληψη δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 40 ημέρες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο αδικαιολόγητα παρατείνει τον χρόνο μέχρι το ανώτατο όριο του, δηλαδή τις 40 ημέρες.

 

Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο παράτεινε τον χρόνο όχι αδικαιολόγητα, ως ισχυρίζεται ο δικηγόρος του εφεσείοντα, αφού έλαβε υπόψη του την ήδη αποστολή των εγγράφων με ανεπίσημο τρόπο και την αναγκαιότητα διεξαγωγής του προβλεπόμενου από το Νόμο ελέγχου από τον Υπουργό Δικαιοσύνης προς πιθανή έκδοση ή όχι της σχετικής εξουσιοδότησης, σύμφωνα με το Άρθρο 7 του Νόμου 97/1970.  Υπό τις εν λόγω περιστάσεις δεν ήταν επιτρεπτό, για το πρωτόδικο Δικαστήριο, να θεωρήσει ότι υπήρχαν ενώπιον του στοιχεία τα οποία δικαιολογούσαν συμπέρασμα μη επίδειξης της απαραίτητης επιμέλειας και σπουδής εκ μέρους των ρωσικών αρχών, αφού η αποστολή ανεπίσημα των εγγράφων συνιστούσε προώθηση της διαδικασίας, η οποία βρισκόταν σε εξέλιξη σε σχέση με τον σκοπό που άρχισε και προοριζόταν.  Τα δεδομένα αυτά διαφοροποιούν και την αντιμετώπιση της παρούσας υπόθεσης από τα κριθέντα στην υπόθεση Nazarychev v. Κυπριακής Δημοκρατίας εκ μέρους της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Πολιτική Έφεση Ε49/2025, ημερομηνίας 27.06.2025, όπου μεταξύ άλλων, σε σχέση με το Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ' άρθρο, του Λίνου-Αλέξανδρου Σεσιλιάνου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2η έκδοση, στη σελίδα 167, με αναφορά σε νομολογία του ΕΔΔΑ, «Ο βασικός σκοπός του άρθρου 5 είναι η αποτροπή αυθαίρετων ή αδικαιολόγητων στερήσεων της ελευθερίας. Το ΕΔΔΑ έχει επανειλημμένως τονίσει τη θεμελιώδη σημασία των εγγυήσεων που προβλέπει το άρθρο 5 για τη διασφάλιση του δικαιώματος των ατόμων σε μία δημοκρατία να είναι ελεύθερα από αυθαίρετη κράτηση στα χέρια των αρχών

 

Στην παράγραφο 1 (στ) του Άρθρου 5 της ΕΣΔΑ προβλέπεται ρητώς ότι επιτρέπεται η κράτηση ενός ατόμου εναντίον του οποίου εκκρεμεί διαδικασία απέλασης ή έκδοσης.

 

Σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως αναφέρεται στο πιο πάνω σύγγραμμα, στη σελ.193, «Αυτό που απαιτείται για να δικαιολογείται η κράτηση είναι «να λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα με σκοπό την απέλαση ή έκδοση».Κάθε στέρηση ελευθερίας αυτού του είδους θα δικαιολογείται, ωστόσο, μόνο ενόσω οι διαδικασίες απέλασης ή έκδοσης βρίσκονται σε εξέλιξη. Εάν οι διαδικασίες αυτές δεν διενεργούνται με τη δέουσα επιμέλεια, τότε η κράτηση θα παύσει να είναι επιτρεπτή υπό το Άρθρο 5, παρ.1». Γίνεται δε, στο εν λόγω σύγγραμμα, σχετική παραπομπή στις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, Quinn κ. Γαλλίας, 22.03.1995, Silvenko κ. Λετονίας, 9.10.2003 και Α. κ.ά κ. Ηνωμένου Βασιλείου (Ευρεία Σύνθεση), 9.12. 2003.»

 

 

Η διαφοροποίηση των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης έγκειται στο ότι στην υπόθεση Nazarychev (ανωτέρω), το Εφετείο ακύρωσε την κράτηση του εφεσείοντα αφού μέσα από τα γεγονότα διαπίστωσε ότι υπήρξε ολιγωρία, τόσο από τις εθνικές αρχές αλλά και τις αρχές του αιτούντος κράτους. Ο δικηγόρος ο οποίος εμφανίστηκε για τη Δημοκρατία δεν ήταν δυνατό να πιστοποιήσει ή να απορρίψει καίριους ισχυρισμούς του εφεσείοντα, που αφορούσαν ακόμη και την ακύρωση του εντάλματος σύλληψης, κάτι το οποίο δεν παρουσιάζεται στην παρούσα υπόθεση. 

 

Στην απόφαση του το Δικαστήριο, ορθά, αναφέρει ότι τα πιο πάνω καθιστούν τη συνέχιση της κράτησης στο πλαίσιο της προσωρινής σύλληψης θεμιτή αλλά και επιβεβλημένη στη στάθμιση, αφενός, του δικαιώματος της ατομικής ελευθερίας του εκζητούμενου και, αφετέρου, στη διεξαγωγή της προβλεπόμενης από το Νόμο διαδικασίας προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.

 

Σχετικά με τις αναφορές του ευπαίδευτου δικηγόρου του εφεσείοντα, στον πρώτο λόγο έφεσης, ότι υπήρξε λάθος από πλευράς του Δικαστηρίου που επιλήφθηκε αρχικά την υπόθεση και ότι αυτό δεν είχε ορίσει την υπόθεση μέσα στο χρονικό διάστημα των 18 ημερών, ώστε να ληφθούν τα έγγραφα και η εξουσιοδότηση, επισημαίνουμε ότι η συγκεκριμένη απόφαση του Δικαστηρίου δεν έχει εφεσιβληθεί, ως εκ τούτου δεν δύνανται να εξεταστούν οποιεσδήποτε αναφορές σε σχέση με αυτή την απόφαση.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.

 

Αναφορικά με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ο εφεσείοντας ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να εφαρμόσει το Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, καθότι δεν τηρήθηκε το καθήκον της δέουσας επιμέλειας και προσοχής, επειδή υπήρξε αδράνεια και ολιγωρία, τόσο από το κράτος που έχει αιτηθεί την έκδοση του εφεσείοντα όσο και την κεντρική αρχή της Δημοκρατίας. Συγκεκριμένα, είναι η θέση του ότι η Κυπριακή Δημοκρατία έλαβε την επιστολή των ρωσικών αρχών, ημερομηνίας 07.08.2025, και από τότε δεν ζήτησε από τις εν λόγω αρχές να αποστείλουν όλα τα δικαιολογητικά εντός της προθεσμίας των 18 ημερών.

 

Το Άρθρο 16(4) του Νόμου 95/1970 προβλέπει ότι προσωρινή σύλληψη μπορεί να τερματιστεί εάν εντός 18 ημερών από τη σύλληψη η Αίτηση Έκδοσης με τα προβλεπόμενα δικαιολογητικά δεν ληφθούν από το κράτος προς το οποίο υποβλήθηκε το αίτημα.  Από το λεκτικό του συγκεκριμένου Άρθρου δεν διαπιστώνεται ότι ο χρόνος των 18 ημερών καθορίζει υποχρεωτική λήξη της προσωρινής  κράτησης. Ο χρόνος των 18 ημερών δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να εξετάσει, και αφού πεισθεί ότι έχουν προχωρήσει οι σχετικές ενέργειες, να επεκτείνει τον χρόνο μέχρι και τις 40 ημέρες.  Φρονούμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά δεν έχει διαπιστώσει ολιγωρία, ως προς τις ενέργειες τόσο του κράτους έκδοσης όσο και του κράτους εκτέλεσης. Με αναφορά στην υπάρχουσα αλληλογραφία και τις σχετικές επιστολές που έχουν ανταλλάξει μεταξύ τους οι αρχές των δύο κρατών, δεν διαπίστωσε ύπαρξη οποιασδήποτε ολιγωρίας, εφόσον είναι αναγκαία η μετάφραση όλων των εγγράφων τα οποία θα αποσταλούν στην Κυπριακή Δημοκρατία.  

 

Υπενθυμίζουμε, δε, ότι ο δικηγόρος που είχε εμφανιστεί εκ μέρους της εφεσίβλητης την 01.09.2025 ανέφερε ότι προχωρούσε η μετάφραση των δικαιολογητικών εγγράφων στα ελληνικά και θα αποστέλλονταν στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της διπλωματικής οδού. Περαιτέρω, κατάθεσε ως Τεκμήριο Γ τη σχετική αλληλογραφία, η οποία είχε αποσταλεί από την Interpol Μόσχας, στην οποία επισυνάπτονται και διάφορα έγγραφα.  Αυτό ορθά κρίθηκε ότι αποδεικνύει πως συνεχίζονταν οι ενέργειες για ολοκλήρωση και προώθηση του αιτήματος. Όλα τα πιο πάνω δηλώνουν ότι η συγκεκριμένη διαδικασία βρίσκεται σε εξέλιξη και δεν προκύπτει οποιαδήποτε αδράνεια, τόσο από πλευράς των εθνικών αρχών αλλά και του αιτούντος κράτους.  Συνακόλουθα η κράτηση του εφεσείοντα ορθά κρίθηκε δικαιολογημένη.  Κατ’ επέκταση, το πρωτόδικο Δικαστήριο εύλογα και ορθά κατέληξε επί του εν λόγω ζητήματος.

 

Συνεπώς, με τα δεδομένα που διέπουν την παρούσα υπόθεση δεν υπάρχει οποιαδήποτε παραβίαση του Άρθρου 5 της ΕΣΔΑ.  Κατ’ επέκταση και ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.

 

Η πιο πάνω κατάληξη μας, ως προς τον πρώτο και δεύτερο λόγο έφεσης, συμπαρασύρει και τον τρίτο λόγο έφεσης. Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε δεόντως τα στοιχεία που παρατέθηκαν ενώπιον του και κατέληξε στο ορθό συμπέρασμα, ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε ολιγωρία, τόσο από το κράτος έκδοσης όσο και την  Κυπριακή Δημοκρατία. Ως αποτέλεσμα τούτου δεν υπάρχει οποιοδήποτε σφάλμα ως προς τη διαταγή για κράτηση του εφεσείοντα μέχρι και τις 12.09.2025.  Η εν λόγω ημερομηνία εμπίπτει στο χρονικό περιθώριο των 40 ημερών που απαιτεί ο Νόμος. 

 

Κατ’ επέκταση, κρίνεται αβάσιμος και ο τρίτος λόγος έφεσης.

 

Κλείνοντας την παρούσα απόφαση μας υπενθυμίζουμε ότι, ως είναι νομολογιακά αναγνωρισμένο, ο χρόνος της κράτησης έχει τη δική του σημασία. Η υπόθεση είναι ορισμένη πολύ σύντομα, αύριο, στις 12.09.2025 για την παρουσίαση των απαραίτητων εγγράφων και της σχετικής εξουσιοδότησης και αναλόγως για ακρόαση. Είναι σημαντικό ότι το εκδικάζον Δικαστήριο, στην απόφαση του, καθόρισε πως «Σε περίπτωση που δεν εκδοθεί εξουσιοδότηση μέχρι την ανωτέρω προθεσμία ο εκζητούμενος να αφεθεί ελεύθερος».

 

Εν κατακλείδι, κρίνουμε ότι τα κυρίαρχα στοιχεία και δεδομένα της υπόθεσης ορθά οδήγησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο στη διαταγή κράτησης του εφεσείοντα και όχι στην απόλυση του με όρους, ως εισηγήθηκε ο συνήγορος του.

 

Ενόψει του ότι ουδείς λόγος έφεσης κρίθηκε βάσιμος, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

                                                                             Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

 

                                                                             Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.

 

 

 

                                                                             Μ. ΔΡΟΥΣΙΩΤΗΣ, Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο