ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. HASSAN FARHAT, Ποινική Έφεση Αρ.: 107/2025, 15/10/2025
print
Τίτλος:
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. HASSAN FARHAT, Ποινική Έφεση Αρ.: 107/2025, 15/10/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 107/2025)

 

15 Οκτωβρίου 2025

 

[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

 

HASSAN FARHAT,

Εφεσίβλητου.

_____________________

  

Ν. Νεοκλέους για Γενικό Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Σοφοκλέους (κα), για τον Εφεσίβλητο.

Εφεσίβλητος παρών

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Ο κατηγορούμενος αντιμετώπισε πρωτόδικα το αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας κατά παράβαση των Άρθρων 309 και 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154. Συγκεκριμένα, του αποδίδετο ότι, μεταξύ άγνωστης ημερομηνίας και της 10/9/2019, στην Πάφο, μαζί με τον Π.Ν. από την Πάφο, είχαν στην κατοχή τους ένα I-PAD model A1395 με S/No. DMPHQWVGDKPH, ένα κινητό τηλέφωνο μάρκας ΜΙ χρώματος άσπρου, ένα GPS μάρκας HUAWEI, χρώματος μαύρου και ασημί, ένα κινητό τηλέφωνο μάρκας LG NEXUS, χρώματος μαύρου, με S/No. 352136066176666, μια θήκη χρώματος μαύρου με ένα ηλεκτρικό κατσαβίδι μάρκας DE WALT, χρώματος κίτρινου και μαύρου, με μπαταρία και φορτιστή και ένα ποδήλατο που διπλώνεται μάρκας ORIENT ΚΑ062, χρώματος μαύρου και γκρίζου, για τα οποία υπήρχαν εύλογες υπόνοιες ότι ήταν κλοπιμαία. Δεν παραδέχθηκε ενοχή, διεξήχθη ακροαματική διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου όπου, προς απόδειξη της κατηγορίας, η Κατηγορούσα Αρχή προσήγαγε μαρτυρία. Ειδικότερα, δόθηκε προφορική μαρτυρία από δύο μάρτυρες κατηγορίας αναφορικά με τις συνθήκες εντοπισμού των εν λόγω αντικειμένων στο σπίτι του κατηγορούμενου, την έρευνα που έγινε εκεί και τις απαντήσεις που δόθηκαν από αυτόν στις ερωτήσεις που του τέθηκαν. Κατατέθηκαν επίσης παραδεκτά γεγονότα και έγγραφα.

 

Μετά το πέρας της παρουσίασης της υπόθεσης για την Κατηγορούσα Αρχή, υποβλήθηκε από τη συνήγορο του κατηγορουμένου, εισήγηση ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση ώστε να υποχρεούται ο κατηγορούμενος να προβάλει υπεράσπιση σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 74(β) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155. Οι συνήγοροι αγόρευσαν ενώπιον του Δικαστηρίου σε σχέση με αυτή την εισήγηση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση του, αποδέχθηκε την εισήγηση της υπεράσπισης καταλήγοντας ως ακολούθως:

 

«Η μαρτυρία που υπάρχει δεν επαρκεί για την εκ πρώτης όψεως κάλυψη του συστατικού στοιχείου της δημιουργίας εύλογης υπόνοιας ότι η κινητή περιουσία που κατείχε ο Κατηγορούμενος είναι κλοπιμαία. Η υπόθεση δεν θα μπορούσε να επιβιώσει σε ένα επόμενο στάδιο.

Επειδή δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως η δημιουργία εύλογης υπόνοιας ότι αυτή η κινητή περιουσία που περιγράφεται στις λεπτομέρειες αδικήματος είναι κλοπιμαία, δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση και δεν θα εξυπηρετούσε σε οτιδήποτε η κλήση του Κατηγορούμενου σε απολογία. 

Ο Κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται από την κατηγορία που αντιμετωπίζει

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας καταχώρησε την υπό κρίση έφεση προωθώντας, ως μοναδικό λόγο έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς τον νόμο/νομολογία επί των πραγματικών γεγονότων. Ειδικότερα, είναι η θέση του, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τη μαρτυρία μικροσκοπικά και αποσπασματικά, προέβηκε σε ευρήματα στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως αξιολογώντας τη μαρτυρία, παρότι αυτό δεν δικαιολογείται, και κατέληξε, λανθασμένα, ότι δεν υπήρχε εύλογη υπόνοια ότι η κατοχή των αντικειμένων που αναφέρονται στις λεπτομέρειες του αδικήματος αφορά κλοπιμαία αντικείμενα. Θέση του είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε ορθά τις αρχές της νομολογίας που διέπουν το στάδιο εξέτασης απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης όπως έχουν διατυπωθεί, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ν. ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ (1990) 2 Α.Α.Δ. 133.

 

Αντίθετη, βέβαια, είναι η θέση της συνηγόρου του εφεσίβλητου η οποία υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

           

Πριν να εξετάσουμε την ουσία της έφεσης θα μας απασχολήσει η εισήγηση της συνηγόρου του εφεσίβλητου ότι η υπό κρίση έφεση, μέσω των λόγων έφεσης και της αιτιολογίας τους, εκφεύγει του νομιμοποιημένου πλαισίου δικαιώματος έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης που παρέχεται στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να απορριφθεί, χωρίς την εξέταση της ουσίας της.

  

Το δικαίωμα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης προνοείται στο Άρθρο 137 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155 το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

 

«137.-(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται-

(α) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

(ι) ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής

(ιι) ότι απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε

(ιιι) ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων

(ιν) ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας».

 

Η συνήγορος του εφεσίβλητου προβάλλει τη θέση ότι δεν παρέχεται η δυνατότητα αμφισβήτησης της αξιολόγησης και της αξιοπιστίας των μαρτύρων από πλευράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα πλαίσια έφεσης από αθωωτική απόφαση. Η νομολογία έχει τονίσει ότι θα πρέπει να αποκλείεται η συγκεκαλυμένη επιδίωξη της αμφισβήτησης και του παραμερισμού της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή οποιουδήποτε θέματος συναφούς προς αυτήν ή κατά της προσβολής των ευρημάτων του Δικαστηρίου επί γεγονότων που βεβαίως βρίσκεται εκτός της εμβέλειας του Άρθρου 137. Το Άρθρο 137 του Κεφ.155 εισάγει τη δυνατότητα έφεσης επί θεμάτων που ουσιαστικά ενέχουν νομικό σημείο, ώστε η διαπίστωση γεγονότος στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή θέματος σχετικού προς αυτήν, να αποκλείεται. 

 

Οι αρχές που εφαρμόζονται αναφορικά με εφέσεις κατά αθωωτικών αποφάσεων από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας έχουν επαναληφθεί στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου NOSKOV SERGEI κ.α. v. OLGA VASILYEVA, Ποινική Έφεση Αρ. 244/2019, ημερομηνίας 31/10/2023:

 

«Η εμβέλεια του Άρθρου 137 του Κεφ. 155, έχει αναλυθεί σε σωρεία αποφάσεων, αναφορά στις οποίες γίνεται μεταξύ άλλων, στην Corina Snacks Limited v. Ορφανίδη, Ποιν. Έφ. Αρ. 212/2015, ημερ. 29.5.2018, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Το εν λόγω άρθρο έχει ερμηνευθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις οποίες οι ευπαίδευτοι συνήγοροι αναφέρθηκαν, με τις οποίες το κριτήριο που διέπει το επιτρεπτό έφεσης στα πλαίσια του άρθρου αυτού καθορίστηκε με αναφορά στη διάκριση μεταξύ ευρημάτων επί γεγονότων (πρωτογενή ευρήματα) και συμπερασμάτων από τα διαπιστωθέντα γεγονότα (δευτερογενή ευρήματα), έτσι ώστε να μην παρέχεται δυνατότητα έφεσης προς αμφισβήτηση πρωτογενών ευρημάτων, αλλά σε σχέση με θέματα που ουσιαστικά εγείρουν νομικό σημείο προς εξέταση. Ο όρος «νομικό σημείο» σ' αυτά τα πλαίσια δεν έχει εξαντλητικό ορισμό, αλλά οπωσδήποτε δεν περιλαμβάνει τις διαπιστώσεις επί των γεγονότων, εκτός εάν αυτές προκύπτουν από λανθασμένη καθοδήγηση ως προς το νόμο. Η έννοια δε του «νομικού σημείου» περιλαμβάνει και την εξαγωγή συμπερασμάτων που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που προσάχθηκε ή ακόμα και άποψη πάνω στα πρωτογενή γεγονότα που δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί και ειδικότερα εκτίμηση περί της αποτυχίας απόσεισης του βάρους απόδειξης στη βάση των διαπιστωνόμενων γεγονότων. Η εμβέλεια του άρθρου 137(1)(α) περιλαμβάνει και δικαστική ενέργεια, χωρίς μαρτυρία, αλλά και λανθασμένη αποδοχή ή απόρριψη αποδεικτικού υλικού. Οπωσδήποτε όμως, η συγκεκαλυμμένη αμφισβήτηση της αξιολόγησης της μαρτυρίας ευρίσκεται εκτός της εμβέλειας του άρθρου 137. Τέλος, η νομολογία υποδεικνύει πως η φύση του θέματος, που αφορά στη δυνατότητα ανατροπής αθωωτικής απόφασης, επιβάλλει στενή ερμηνεία και αυστηρή τήρηση των προϋποθέσεων που θέτει ο Νόμος».

 

Προκύπτει από τις ανωτέρω πρόνοιες του Άρθρου 137(1)(α) και τη νομολογία ότι το δικαίωμα υποβολής έφεσης από αθωωτική απόφαση περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Δεν επιτρέπεται λόγος έφεσης κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή οποιουδήποτε θέματος συναφούς προς αυτή, ούτε η προσβολή των ευρημάτων του Δικαστηρίου επί των γεγονότων (βλ. ATTORNEY - GENERAL v. SCHIZAS (1983) 2 C.L.R. 328, ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ν. ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (2000) 2 Α.Α.Δ. 151 και ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ν. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ κ.ά. (2010) 2  Α.Α.Δ. 94).

 

Όπως επισημαίνεται στην υπόθεση ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ν. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ (ανωτέρω) στις σελίδες 125-126:

 

«Είναι θεμελιωμένο πως η φύση του θέματος, που αφορά στη δυνατότητα ανατροπής αθωωτικής απόφασης προς επανάκριση, επιβάλλει στενή ερμηνεία και αυστηρή τήρηση των προϋποθέσεων. Κατά την εξέταση του θέματος, για να αντλήσουμε τα βασικά από τη νομολογία μας, θα πρέπει να διαγιγνώσκεται και να αποκλείεται η συγκαλυμμένη επιδίωξη της αμφισβήτησης και του παραμερισμού της αξιολόγησης της μαρτυρίας που, βεβαίως, βρίσκεται εκτός της εμβέλειας του άρθρου. Το οποίο, στην ουσία, εισάγει τη δυνατότητα έφεσης επί θεμάτων που ουσιαστικά ενέχουν νομικό σημείο, ώστε η διαπίστωση γεγονότος στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή θέματος σχετικού προς αυτή να αποκλείεται».

 

Στην υπόθεση ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ν. ΧΡΙΣΤΟΥΠοιν. Έφ. Αρ. 20/2015, ημερ. 28.9.2017 αναφέρονται και τα ακόλουθα ως προς την εμβέλεια του Άρθρου 137(1)(α):

 

«Το προαναφερθέν άρθρο είναι δικαιοδοτικό. Όπως ήδη λέχθηκε, οι πρόνοιές του θέτουν, κατά τρόπο αυστηρό, περιορισμό στο δικαίωμα καταχώρησης έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης. Οι υπό αναφορά διατάξεις συνιστούν νομοθετική παρεμβολή πλήρως εναρμονισμένη με τη θεμελιακή αρχή του κοινού δικαίου ότι ένας κατηγορούμενος δεν πρέπει να τίθεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο καταδίκης για περισσότερες της μιας φορές. Αρχή η οποία ενσωματώνεται στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Άρθρο 12.2, και συνιστά ένα από τα εχέγγυα της ελευθερίας του ατόμου (Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 Α.Α.Δ. 152).»

 

Και πιο κάτω αναφέρονται και τα ακόλουθα:

 

«Όπως έχει κατ' επανάληψη τονισθεί στη νομολογία: Τα γεγονότα είναι εκείνα τα οποία συνθέτουν τα ευρήματα του δικαστηρίου. Ο όρος «γεγονότα» (facts) αντιδιαστέλλεται, στο πλαίσιο του Άρθρου 137(1)(α), προς τον όρο «μαρτυρία» (evidence) υποδηλώνει δε παραδεκτά γεγονότα, ή γεγονότα τα οποία διαπιστώνει το δικαστήριο ως υπαρκτά (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σωφρονίου (πιο πάνω)). Αν διδόταν ευρεία ερμηνεία γενικά στο άρθρο και ειδικά στον όρο «γεγονότα», ώστε στην ουσία, να περιλαμβάνει και μαρτυρία, τότε κάθε λανθασμένη αξιολόγηση μαρτυρίας θα ενέπιπτε στην αρχή της πλημμελούς εφαρμογής του νόμου, οδηγώντας σε απεριόριστο δικαίωμα έφεσης για οποιοδήποτε θέμα».

 

Είναι η θέση του εκπρόσωπου του Γενικού Εισαγγελέα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε ορθά τις αρχές της νομολογίας που διέπουν το στάδιο εξέτασης απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, εξέτασε και προέβηκε σε αξιολόγηση της μαρτυρίας μικροσκοπικά και αποτελεσματικά, προέβηκε σε ευρήματα στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως παρότι αυτό δεν δικαιολογείται και προχώρησε και αθώωσε τον κατηγορούμενο από αυτό το στάδιο της υπόθεσης.

 

Αποδίδει συναφώς στο πρωτόδικο Δικαστήριο πλημμελή εφαρμογή του νόμου και της νομολογίας επί των πραγματικών γεγονότων.

 

Στην υπόθεση ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ (ανωτέρω), έχουν αναφερθεί τα ακόλουθα:

 

«Όπως ο όρος "εκ πρώτης όψεως υπόθεση" υποδηλώνει η κλήση του κατηγορούμενου σε υπεράσπιση δικαιολογείται μόνο όταν ως θέμα πρώτης όψεως, δηλαδή, μετά την προκαταρκτική θεώρηση της υπόθεσης, δικαιολογείται η κλήση του κατηγορούμενου σε υπεράσπιση.  Ο όρος "εκ πρώτης όψεως υπόθεση" χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την εις βάθος θεώρηση και τελική όψη της υπόθεσης, δηλαδή, την απόδειξη της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Χρήσιμη ανάλυση του όρου "εκ πρώτης όψεως υπόθεση" γίνεται στην απόφαση της ολομέλειας In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250

 

To Δικαστήριο δεν προβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της κατηγορίας στο ενδιάμεσο στάδιο της δίκης. Άλλωστε, τέτοια αξιολόγηση θα οδηγούσε, μεταξύ άλλων, στη δημιουργία προκατάληψης εναντίον του κατηγορούμενου οποτεδήποτε κρινόταν ότι η μαρτυρία της κατηγορίας είναι αξιόπιστη. Και εδώ έγκειται η σημασία της Πρακτικής του 1962 που υιοθετήθηκε στην απόφαση της ολομέλειας AZINAS AND ANOTHER v. POLICE (1981) 2 C.L.R. 9 και κρίθηκε ότι ενσωματώνει τις αρχές που εφαρμόζονται για να διαπιστωθεί αν η κατηγορία έχει τεκμηριώσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Η πρώτη όψη του πράγματος είναι εκείνη η οποία χαρακτηρίζεται από τα εξωτερικά του γνωρίσματα. Είναι με αυτή την έννοια που ο όρος χρησιμοποιείται στην Πρακτική του 1962. Η απαλλαγή του εφεσίβλητου δικαιολογείται μόνο όταν,

 

(α) Δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορίας λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του εγκλήματος, και

(β) Οποτεδήποτε η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σ' αυτή την καταδίκη του κατηγορούμενου.

 

Και στη δεύτερη περίπτωση το κριτήριο είναι αντικειμενικό διότι το μέτρο δεν είναι οι εκτιμήσεις του συγκεκριμένου Δικαστηρίου αλλά εκείνες ενός νοητού λογικού Δικαστηρίου. Στην υπόθεση AZINA (ανωτέρω), το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η προγενέστερη κυπριακή απόφαση REX v. MUSTAFA KARA MEHMED 16 C.L.R. 46 συσχετίζεται με την ερμηνεία και εφαρμογή των νομοθετικών διατάξεων που ίσχυαν κατά το χρόνο της έκδοσης της, δηλαδή, των Άρθρων 143 και 144 της Περί των Κυπριακών Δικαστηρίων Διαταγής του 1927, η οποία δέσμευε το πρωτόδικο Δικαστήριο να εξετάσει, μετά το πέρας της υπόθεσης της κατηγορίας, κατά πόσο η προσαχθείσα μαρτυρία ήταν επαρκής για να υποστηρίξει την καταδίκη. Οι διατάξεις του Άρθρου 74(1)(β) του Κεφ. 155 εναρμονίζονται, όπως επεξηγείται, με τα αγγλικά θέσμια στον προσδιορισμό εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και για τον λόγο αυτό, τόσο η Πρακτική του 1962, όσο και η σχετική αγγλική νομολογία (Βλέπε μεταξύ άλλων: (α) WISEMAN & ANOTHER v. BOMEMAN & OTHERS [1967] 3 All E.R. 1045, (b) COZENS v. BRUTUS [1972] 2 All E.R. 1, (c) ELLIS v. JONES [1973] 2 All E.R. 893, (d) R. v. GALBRAITH [1981] 2 All E.R. 1061, (e) R. v. BARKER (NOTE [1975] 65 Cr.App.R. 287) οριοθετούν το πλαίσιο διαπίστωσης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.

           

Στην υπόθεση ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Κ.Α. ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (2000) 2 Α.Α.Δ. 191, το Ανώτατο Δικαστήριο επανέλαβε τη νομολογία για τον τρόπο προσέγγισης της μαρτυρίας προς διαπίστωση ύπαρξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, ως ακολούθως:

 

«Η νομολογία όμως είναι σαφέστατη επί του προκειμένου. (Ίδε: Practice Note [1962] 1 All E.R. 448, R. v. Galbraith [1981] 73 Cr. App. R. 124, Azinas v. Police (1981) 2 C.L.R. 9, Δημοκρατία ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133). Εκτός της περιπτώσεως στην οποία δεν αποδεικνύονται τα ουσιαστικά στοιχεία του αδικήματος και της περιπτώσεως στην οποία η μαρτυρία είναι τόσο ελλιπής και αδύνατη που δεν θα μπορούσε να στηρίξει καταδίκη, που δεν είναι η θέση των εφεσειόντων επί του προκειμένου, η εμβέλεια της αντίφασης στη μαρτυρία ως αναιρούσας την απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης είναι περιορισμένη. Το έργο του δικαστηρίου στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης δεν είναι να προβεί σε λεπτομερή αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας, έργο που ανάγεται στο τελικό στάδιο όταν όλη η μαρτυρία είναι ενώπιον του.  Μόνο όπου η όλη μαρτυρία που εδόθη με τη συμπλήρωση της υπόθεσης του κατηγόρου εμπεριέχει τέτοια θεμελιακή αντίφαση και αναξιοπιστία, αναγόμενη σε εγγενή αντινομία που δεν θα μπορούσε να την αντιπαρέλθει το δικαστήριο επί οποιασδήποτε δυνατής αξιολόγησης της στο σύνολό της, δεν υπάρχει υπόθεση για να απαντηθεί.»

 

          Η επίκληση από τον Γενικό Εισαγγελέα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τη μαρτυρία και την αξιολόγησε και επίσης το γεγονός ότι θεώρησε ότι δεν αποδείχθηκε ότι επρόκειτο για κλοπιμαία περιουσία, σαφώς εμπίπτουν εντός της εμβέλειας που το Άρθρο 137 του Κεφ. 155 το οποίο δίδει στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας το δικαίωμα έφεσης από αθωωτική απόφαση. Η περί του αντιθέτου θέση της συνηγόρου του εφεσίβλητου δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

 

Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε την ουσία της έφεσης.

 

          Το Άρθρο 309 του Περί Ποινικού Κώδικα Νόμου Κεφ.154 προνοεί τα ακόλουθα:

 

«309. Όποιος έχει στην κατοχή του κινητό, χρήματα, αξιόγραφο ή οποιαδήποτε άλλην περιουσία, για τα οποία υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι είναι κλοπιμαία, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση έξι μηνών, εκτός αν αποδείξει με αυτό τον τρόπο που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι απόκτησε νόμιμα την κατοχή τους.»

 

          Στην απόφαση ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση αρ. 26/2022, ημερομηνίας 7/4/2023, ECLI:CY:AD:2023:B132 έχουν λεχθεί τα ακόλουθα:

 

«Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 72/2018, ημερ. 24.10.2019, ECLI:CY:AD:2019:B444, το αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας βρίσκει εφαρμογή στις περιπτώσεις όπου δεν αποδεικνύεται ότι η περιουσία είναι κλοπιμαία. Το Άρθρο 309 τυγχάνει εφαρμογής όταν ο κατηγορούμενος κατέχει περιουσία υπό τέτοιες ύποπτες περιστάσεις ώστε, ενώ δεν αποδεικνύεται ότι είναι κλοπιμαία, εύλογα, εξ αντικειμένου, δημιουργούνται υποψίες στο πρόσωπο που τον βλέπει να κατέχει τέτοια περιουσία, ότι αυτή είναι κλοπιμαία. (Βλ. επίσης, Κλεάνθους ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 236/2018, ημερ. 11.1.2019, ECLI:CY:AD:2019:B3, και Kamilaris and Another v. The Police (Vol. 18) 1 C.L.R. 78). Επομένως,  το κλοπιμαίο της περιουσίας, δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος της παράνομης κατοχής περιουσίας.

[…]

Το αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας είναι ιδιώνυμο και ιδιότυπο. Εφόσον στοιχειοθετηθεί από την Κατηγορούσα Αρχή η κατοχή περιουσίας και η εύλογη υπόνοια περί του κλοπιμαίου αυτής, μεταφέρεται το αποδεικτικό βάρος στον κάτοχο των εκ πρώτης όψεως κλοπιμαίων αντικειμένων, ώστε αυτός να δώσει μαρτυρία που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι η κατοχή της περιουσίας αποκτήθηκε νόμιμα (βλ. Narmania v. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 4/2018 και 5/2018, ημερ. 3.4.2019).»

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην υπό κρίση απόφαση, λανθασμένα έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως η δημιουργία της εύλογης υπόνοιας ότι η περιουσία που κατείχε ο κατηγορούμενος είναι κλοπιμαία και λανθασμένα προχώρησε και αθώωσε τον κατηγορούμενο από το στάδιο αυτό.

 

Υπήρχε ενώπιον του μαρτυρία από τους δύο μάρτυρες κατηγορίας για τις συνθήκες ανεύρεσης της περιουσίας στην κατοικία του κατηγορούμενου, τις αντιφατικές απαντήσεις που έδωσε όταν κλήθηκε να δικαιολογήσει την κατοχή της και επίσης μαρτυρία ότι άλλο πρόσωπο, για το οποίο ο κατηγορούμενος είπε ότι αγόρασε από αυτόν την περιουσία, διέψευσε τους ισχυρισμούς του. Επαναλαμβάνουμε το γεγονός ότι το αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας είναι ιδιώνυμο και ιδιότυπο. Εφόσον στοιχειοθετηθεί, από την Κατηγορούσα Αρχή, η κατοχή περιουσίας και η εύλογη υπόνοια περί του κλοπιμαίου αυτής, μεταφέρεται το αποδεικτικό βάρος στον κάτοχο των εκ πρώτης όψεως κλοπιμαίων αντικειμένων, ώστε αυτός να δώσει μαρτυρία που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι η κατοχή της περιουσίας αποκτήθηκε νόμιμα. Παραπέμπουμε στην υπόθεση Narmania (ανωτέρω).

 

Καταλήγουμε ότι η Κατηγορούσα Αρχή τεκμηρίωσε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και ότι επιβαλλόταν η κλήση του εφεσίβλητου σε υπεράσπιση. Συνεπώς, η έφεση επιτυγχάνει. Η ετυμηγορία του πρωτόδικου Δικαστηρίου ακυρώνεται.

 

Μας έχει προβληματίσει ως προς την ορθή διαταγή που θα πρέπει να δοθεί, εν όψει της πιο πάνω κατάληξης μας. Υπενθυμίζουμε ότι θέση του συνηγόρου του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας είναι ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να διατάξει την επανεκδίκαση της υπόθεσης.

 

Όπως έχει αναφερθεί και στην υπόθεση ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ (ανωτέρω):

 

«Καταλήγουμε ότι η Κατηγορία τεκμηρίωσε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και ότι επιβαλλόταν η κλήση του εφεσίβλητου σε υπεράσπιση. Η διαπίστωση αυτή και μόνο δεν δικαιολογεί αυτομάτως την έκδοση διαταγής για την επανεκδίκαση της υπόθεσης. Το θέμα ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Εφετείου. Αυτό είναι το επόμενο και τελευταίο θέμα που θα μας απασχολήσει.

ΕΠΑΝΕΚΔΙΚΑΣΗ.

Το Άρθρο 25 (3) του Περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60) καθώς και το Άρθρο 145(1)(δ) του Κεφ. 155, παρέχουν εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του, να διατάξει την επανεκδίκαση ποινικής υπόθεσης οποτεδήποτε κρίνεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι επιρρεπής σε ακύρωση. Η εξουσία για την επανεκδίκαση υπόθεσης δεν επιβάλλει την αυτόματη έκδοση διαταγής οποτεδήποτε κρίνεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ακροσφαλής. Η απόφαση για επανεκδίκαση ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου μετά την συνεκτίμηση των παραγόντων εκείνων που προσδιορίζουν τα συμφέροντα της δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη υπόθεση. Οι παράγοντες αυτοί επεξηγούνται στις υποθέσεις Pierides v. Republic, (1971) 2 C.L.R. 263, Εκδοτική Εταιρεία Κόσμος ν. Της Αστυνομίας (1984) 2 C.L.R. 121, Charalambous v. The Republic (1985) 2 C.L.R. 97 και Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258. Συνεκτιμούνται και σταθμίζονται όλοι εκείνοι οι παράγοντες οι οποίοι τείνουν να διαμορφώσουν τα συμφέροντα της δικαιοσύνης στις ιδιαίτερες συνθήκες της υπόθεσης. Αφενός, τα συμφέροντα του κατηγορούμενου σε συνάρτηση με την αρχή του δικαίου ότι είναι κατά κανόνα ανεπιθύμητο για τον πολίτη να υποβάλλεται στη δοκιμασία της δίκης για περισσότερες της μιας φορές και αφετέρου, τα συμφέροντα του δημοσίου για την αποτελεσματική και ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Η σοβαρότητα και η συχνότητα του αδικήματος, το περίπλοκο της υπόθεσης, ο χρόνος ο οποίος έχει διαρρεύσει από την ισχυριζόμενη διάπραξη του αδικήματος, καθώς και η δαπάνη η οποία θα απαιτηθεί για τη νέα δίκη, είναι μεταξύ των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Το αδίκημα για το οποίο κατηγορήθηκε ο εφεσίβλητος είναι σοβαρό, ενώ η συχνότητα θανατηφόρων οδικών δυστυχημάτων λόγω έλλειψης των αναγκαίων προφυλακτικών μέτρων, έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις. Δεν υποτιμούμε την αναπόφευκτη δυσχέρεια που θα προκληθεί στον εφεσίβλητο με την έκδοση διαταγής για την επανεκδίκαση της υπόθεσης, κρίνουμε όμως ότι αυτό επιβάλλουν τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.

Καταλήγουμε στο ίδιο συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει το Εφετείο και στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. ΧατζηΚωνσταντίνου (ανωτέρω), ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης επιβάλλει την επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο μέλος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος.

Η έφεση επιτρέπεται. Η ετυμηγορία του Δικαστηρίου ακυρώνεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο μέλος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος.»

 

          Στην υπόθεση ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΛΗΛ (2010) 2 Α.Α.Δ. 87, έχουν λεχθεί τα ακόλουθα:  

 

«Σε ό,τι αφορά την εισήγηση της Υπεράσπισης ότι δε δικαιολογείται επανεκδίκαση της υπόθεσης, παρατηρούμε ότι γνώμονας για την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου κατά πόσο δικαιολογείται επανεκδίκαση ή μη μιας υπόθεσης είναι πάντοτε το συμφέρον της δικαιοσύνης - (βλ. Assadourian v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 279).

Προκαθορισμένος χρόνος καθυστέρησης, η υπέρβαση του οποίου θα οδηγούσε μια ποινική υπόθεση έξω από τα όρια του εύλογου χρόνου ολοκλήρωσής της, δεν υπάρχει. Για τη διαπίστωση εάν υπάρχει υπέρμετρη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση μιας υπόθεσης, λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες, όπως τα περιστατικά της, η δυσκολία της, η καθ' όλα στάση των ανακριτικών αρχών, οι χειρισμοί από πλευράς του κατηγορουμένου, καθώς και η δαπάνη, στην οποία συνολικά θα υποβληθεί ο κατηγορούμενος.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι κατηγορίες που εδώ αντιμετωπίζει ο εφεσίβλητος είναι σοβαρές. Ο χρόνος που παρήλθε από την, κατ' ισχυρισμό, διάπραξη των αδικημάτων, ειδικά αυτών του 2005 και του 2006, υπό τις περιστάσεις, δε βρίσκουμε ότι είναι έξω από τα αποδεκτά όρια.

Λαμβάνοντας υπόψη την πρόβλεψη επανεκδίκασης σε σύντομο χρόνο, η οποία γίνεται στη βάση του χρόνου που χρειάστηκε για την ακρόαση της υπόθεσης και την έκδοση της απόφασης - (18/6/2008 - 23/10/2008) - πιστεύουμε ότι η απονομή της δικαιοσύνης εξυπηρετείται καλύτερα με διαταγή για επανεκδίκαση.»

 

          Τα αδικήματα που αποδίδονται στον κατηγορούμενο φαίνεται να έχουν λάβει χώραν στις 10.9.2019. Το κατηγορητήριο της υπόθεσης καταχωρήθηκε στις 16.9.2019 και ορίστηκε για πρώτη φορά στις 8.11.2019. Η ακρόαση της υπόθεσης ξεκίνησε στις 18.12.2024 με την κατάθεση παραδεκτών γεγονότων και τεκμηρίων, συνεχίστηκε, μετά από διάφορα αιτήματα αναβολών, στις 20.3.2025 όπου και ολοκληρώθηκε η ακροαματική διαδικασία με το πέρας της υπόθεσης για την Κατηγορούσα Αρχή, αφού εκείνη την ημέρα, δηλαδή 20.3.2025, δόθηκε διά ζώσης μαρτυρία από τους δύο μοναδικούς μάρτυρες που παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή. Οι εν λόγω μάρτυρες εξετάστηκαν και αντεξετάστηκαν την εν λόγω ημερομηνία και τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, εκ πλευράς Υπεράσπισης, το ζήτημα μη απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης εναντίον του κατηγορουμένου και το Δικαστήριο επιφύλαξε την απόφαση του την οποία και ανακοίνωσε στις 26.3.2025.

 

Προκύπτει από τα πιο πάνω, ότι η ακροαματική διαδικασία αναμένεται να είναι σύντομη. Από την ημερομηνία που δόθηκε η ενδιάμεση απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης, μέχρι σήμερα, δεν έχει παρέλθει τέτοιο μεγάλο χρονικό διάστημα ούτως ώστε να θεωρηθεί ότι προκαλείται περαιτέρω υπέρμετρη καθυστέρηση στην υπόθεση. Λαμβάνοντας τα πιο πάνω υπόψη και τους λόγους για τους οποίους έγινε δεκτή η έφεση του Γενικού Εισαγγελέα και παραμερίστηκε η πρωτόδικη απόφαση, θεωρούμε ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης επιβάλλει την εκδίκαση της υπόθεσης από άλλο μέλος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου.

 

Ανάλογη είναι και η διαταγή μας.

 

 

M. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.

 

 

Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο