ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΛΑΖΑΡΟΥ v. ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΜΙΧΑΗΛ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.: 117/2019, 8/10/2025
print
Τίτλος:
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΛΑΖΑΡΟΥ v. ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΜΙΧΑΗΛ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.: 117/2019, 8/10/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 117/2019)

 

8 Οκτωβρίου 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΛΑΖΑΡΟΥ,

Εφεσείοντας,

v.

 

1.  ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΜΙΧΑΗΛ,

2.  ΣΕΛΕΥΚΙΑΣ ΣΕΛΕΥΚΟΥ,

3.  ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΡΥΣΟΔΟΝΤΑ,

4.  ΜΑΡΙΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΙΧΑΗΛ,

5.  ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ,

6.  ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΙΤΑ,

Εφεσιβλήτων.

 

ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 15.04.2013 ΚΑΙ 16.05.2013

 

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΛΑΖΑΡΟΥ,

Εφεσείοντας,

v.

 

1.  ΜΑΡΙΟΥ ΜΙΧΑΗΛ,

2.  ΣΕΛΕΥΚΙΑΣ ΣΕΛΕΥΚΟΥ,

3.  ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΡΥΣΟΔΟΝΤΑ,

4. ΜΑΡΙΟΥ ΜΙΧΑΗΛ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΙΧΑΗΛ,

5. ΑΝΝΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ,

6.  ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΙΤΑ,

Εφεσιβλήτων.

___________________________

Κ. Μάμαντος για Μιχάλης Βορκάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Μ. Χατζηδάκης και Κλ. Κχαταπ (κα) για κ.κ. Μανούσος Χατζηδάκης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο 1. 

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.: Ο εφεσείοντας – ενάγοντας (στο εξής εφεσείοντας), ως εγγυητής, ήγειρε αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου 1 – εναγόμενου 1 και εναντίον των συνεγγυητών του, με την οποία αξίωνε την επιστροφή των ποσών που κατέβαλε, σε τρία, εκ δικαστικής αποφάσεως, χρέη του εφεσίβλητου 1.  Το κλητήριο ένταλμα επιδόθηκε μόνο στον εφεσίβλητο 1 και στην εναγόμενη 2.  Στις 4.12.2015, εκδόθηκε, εναντίον της εναγομένης 2 εκ συμφώνου απόφαση για το ποσό των €4.416,60, ως συνεγγυήτριας, δυνάμει του αιτητικού Β της αγωγής που ήγειρε ο εφεσείοντας, το οποίο την αφορούσε.

 

Ο εφεσίβλητος, ο οποίος ήταν πτωχεύσας, με την υπεράσπιση του, προέβαλε ότι η αποκατάσταση του από την πτώχευση είχε ως συνέπεια τα χρέη του να θεωρούνται εξοφλημένα, δυνάμει των σχετικών προνοιών του περί Πτώχευσης Νόμου, Κεφ. 5, ως τροποποιήθηκε με τον περί Πτώχευσης (Τροποποιητικό) Νόμο του 2015 (Ν. 61(Ι)/2015) και ζήτησε, ως εκ τούτου, η αγωγή να απορριφθεί.

 

Κατά την ακρόαση, δεν προσφέρθηκε προφορική μαρτυρία.  Οι δύο πλευρές δήλωσαν τα πιο κάτω παραδεκτά γεγονότα, ως αυτά καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση:

 

«Στην αγωγή 9142/2002 εκδόθηκε απόφαση υπέρ της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσια Εταιρεία Λτδ και εναντίον των διαδίκων. Στα πλαίσια της αγωγής 9142/2002 ο ενάγων ως εγγυητής του εναγομένου 1 κατέβαλε στην Ελληνική Τράπεζα το ποσό των €22.800 στις 29.12.2011.

Στην αγωγή 9942/2002 εκδόθηκε απόφαση υπέρ της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ και εναντίον των διαδίκων. Στα πλαίσια της αγωγής 9942/2002 ο ενάγων ως εγγυητής του εναγομένου 1 κατέβαλε στην Εθνική Τράπεζα το ποσό των €11.522,70 στις 26.10.2011.

Στην αγωγή 13321/2002  εκδόθηκε απόφαση υπέρ της Alpha Bank Cyprus Ltd και εναντίον των διαδίκων. Στα πλαίσια της αγωγής 13321/2002 ο ενάγων ως εγγυητής του εναγομένου 1 κατέβαλε στην Alpha Bank το ποσό των €13.000 στις 17.5.2011.

Εναντίον του εναγομένου 1 κ. Μάριου Μιχαήλ εκδόθηκε διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του στις 11.6.2008 μέσα στα πλαίσια της Αίτησης Πτώχευσης 198/2008 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Στις 13.5.2014 ο ως άνω αναφερόμενος κ. Μάριος Μιχαήλ κηρύχτηκε σε πτώχευση. Στις 7.11.2015 ο κ. Μάριος Μιχαήλ αποκαταστάθηκε αυτοδίκαια βάσει του άρθρου 27Α του περί Πτωχεύσεως Νόμου Κεφ. 5. Ο ενάγων στις 7.3.2012 επαλήθευσε τα πιο πάνω ποσά στον Επίσημο Παραλήπτη με 3 διαφορετικές ένορκες δηλώσεις που αφορούν την κάθε τράπεζα ξεχωριστά.

Ο εναγόμενος στις 12.1.2009 υπέβαλε την Έκθεση Καταστάσεως προς τον Επίσημο Παραλήπτη και της προκαταρτικής του κατάθεσης κατά τον καθορισμένο τύπο δυνάμει του άρθρου 27Α παράγραφο 1 του Νόμου 61(Ι)/2015. Ο εναγόμενος που αυτοδίκαια αποκαταστάθηκε συνεργάζεται με τον Επίσημο Παραλήπτη σχετικά με την εκποίηση και διανομή πτωχευτικής περιουσίας η οποία παραμένει στον Επίσημο Παραλήπτη, άρθρο 27Α παράγραφος 5 του Νόμου 61(Ι)/2015. Ο εναγόμενος ενεργεί με καλή πίστη και συνεργάζεται πλήρως με τον Επίσημο Παραλήπτη για την εκποίηση και διανομή πτωχευτικής περιουσίας, άρθρο 27Α παράγραφος 8 του Νόμου 61(Ι)/2015».

 

Θεωρούμε κατάλληλο στάδιο να παραθέσουμε τις σχετικές πρόνοιες του Άρθρου 27Α του Ν.61(Ι)/2015, το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 7.5.2015 και προβλέπει τα ακόλουθα:

 

«27Α.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3), ο πτωχεύσας αποκαθίσταται αυτοδικαίως κατά την ημερομηνία συμπλήρωσης τριών (3) ετών από την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος πτώχευσης, εκτός εάν αυτός έχει ήδη αποκατασταθεί προηγουμένως ή εάν το εν λόγω διάταγμα έχει ήδη ακυρωθεί:

 

Νοείται ότι, απαραίτητη προϋπόθεση για την αυτοδίκαιη αποκατάσταση του πτωχεύσαντα, αποτελεί η υποβολή από τον πτωχεύσαντα της Έκθεσης Καταστάσεως της περιουσίας του και της προκαταρκτικής του κατάθεσης κατά τον καθορισμένο τύπο στον Επίσημο Παραλήπτη ή τον διαχειριστή τουλάχιστο ένα έτος πριν την αυτοδίκαιη αποκατάσταση.

 

(2) Πτωχεύσας, για τον οποίο το σχετικό διάταγμα πτώχευσης είχε εκδοθεί τρία (3) έτη πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015 και το διάταγμα αυτό συνεχίζει να ισχύει κατά την εν λόγω ημερομηνία, αποκαθίσταται αυτοδικαίως μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από την ημερομηνία αυτή, εκτός εάν αυτός έχει ήδη αποκατασταθεί προηγουμένως ή εάν το εν λόγω διάταγμα έχει ήδη ακυρωθεί:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση που το σχετικό διάταγμα πτώχευσης είχε εκδοθεί σε διάστημα μικρότερο από τρία (3) έτη πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015 και το διάταγμα αυτό συνεχίζει να ισχύει κατά την εν λόγω ημερομηνία, τότε ο πτωχεύσας αποκαθίσταται αυτοδικαίως μετά την πάροδο τριών (3) ετών και έξι (6) μηνών από την ημερομηνία του διατάγματος παραλαβής, εκτός εάν αυτός έχει ήδη αποκατασταθεί προηγουμένως ή εάν το διάταγμα πτώχευσης ή διάταγμα παραλαβής έχει ήδη ακυρωθεί.

……………………………………………………………………………………………

 

(4) Σε περίπτωση αποκατάστασης πτωχεύσαντος δυνάμει του παρόντος άρθρου, το μη διανεμηθέν μέρος της πτωχευτικής περιουσίας παραμένει, ανάλογα με την περίπτωση, στον Επίσημο Παραλήπτη ή στον διαχειριστή, προς όφελος των πιστωτών ή των εγγυητών που καθίστανται μη εξασφαλισμένοι πιστωτές δυνάμει του εδαφίου (12) του άρθρου 37Β:

 

Νοείται ότι, μη διανεμηθέν μέρος της πτωχευτικής περιουσίας που παραμένει στη διαχείριση του Επίσημου Παραλήπτη ή του διαχειριστή, μετά την αποπληρωμή όλων των πιστωτών και εγγυητών που καθίστανται μη εξασφαλισμένοι πιστωτές δυνάμει του εδαφίου (12) του άρθρου 37Β, επιστρέφεται στον πτωχεύσαντα, νοουμένου ότι το κόστος της επιστροφής δεν είναι μεγαλύτερο από το πόσο που θα επιστραφεί.

 

(5) Το πρόσωπο που αποκαθίσταται δυνάμει του παρόντος άρθρου υποχρεούται να συνεργάζεται με τον διαχειριστή σχετικά με την εκποίηση και διανομή της πτωχευτικής περιουσίας που παραμένει, ανάλογα με την περίπτωση, στον Επίσημο Παραλήπτη ή στον διαχειριστή.

 

……………………………………………………………………………………………

 

(8) Τηρουμένων, κατ' αναλογίαν, των διατάξεων των εδαφίων (1), (2), (3) και (5) του άρθρου 30 του παρόντος Νόμου, η αυτοδίκαιη αποκατάσταση πτωχεύσαντα, που επέρχεται δυνάμει του παρόντος άρθρου ή που επήλθε πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015, επιφέρει πλήρη απαλλαγή του εν λόγω προσώπου από όλα τα επαληθεύσιμα χρέη, νοουμένου ότι το πρόσωπο αυτό ενεργεί με καλή πίστη και συνεργάζεται πλήρως, είτε με τον Επίσημο Παραλήπτη είτε με τον διαχειριστή, ανάλογα με την περίπτωση, για την εκποίηση και διανομή της πτωχευτικής περιουσίας:

 

Νοείται ότι, η αυτοδίκαιη αποκατάσταση πτωχεύσαντα δεν απαλλάσσει οποιοδήποτε πρόσωπο, από τα χρέη τα οποία προκύπτουν από:

 

(α) Φόρο, τέλος ή άλλη χρέωση παρόμοιας φύσης ή υποχρεώσεις οφειλόμενες ή καταβλητέες στη Δημοκρατία·

(β) οποιοδήποτε ποσό καταβλητέο από τον πτωχεύσαντα δυνάμει του περί Δήμων Νόμου και οποιωνδήποτε δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται·

(γ) οποιοδήποτε ποσό καταβλητέο από τον πτωχεύσαντα δυνάμει του περί Κοινοτήτων Νόμου και οποιωνδήποτε δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται·

(δ) οποιαδήποτε χρηματοοικονομική υποχρέωση του πτωχεύσαντα που πηγάζει από διάταγμα διατροφής·

(ε) οποιαδήποτε χρηματοοικονομική υποχρέωση του πτωχεύσαντα που πηγάζει από δικαστική απόφαση για αποζημίωση οποιουδήποτε προσώπου για θάνατο ή σωματική βλάβη συνεπεία αστικού αδικήματος του χρεώστη·

(στ) χρέος ή χρηματοοικονομική υποχρέωση του πτωχεύσαντα που πηγάζει από δάνειο ή επίδειξη ανοχής στην ανάκτηση οφειλών που προκύπτουν από δάνειο, το οποίο εξασφαλίστηκε μέσω απάτης, κατάχρησης, υπεξαίρεσης ή δόλιας παραβίασης της εμπιστοσύνης·

(ζ) χρέος ή χρηματοοικονομική υποχρέωση του πτωχεύσαντα που πηγάζει από δικαστικό διάταγμα ή απόφαση δυνάμει του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου ή από απόφαση Δικαστηρίου με την οποία επιβάλλεται οποιαδήποτε χρηματική ποινή λόγω καταδίκης για ποινικό αδίκημα·

(η) χρέος ή χρηματοοικονομική υποχρέωση που πηγάζει από οφειλόμενους μισθούς σε μισθωτούς του πτωχεύσαντα.

 

(9) Οποιαδήποτε περιουσία η οποία προέκυψε κατά τη διάρκεια της πτώχευσης ασχέτως αν περιήλθε στον πτωχεύσαντα ακόμα και μετά την αποκατάστασή του, η περιουσία αυτή εμπίπτει στην πτωχευτική περιουσία και ως εκ τούτου θα πρέπει να περιέλθει στον Επίσημο Παραλήπτη ή στον διαχειριστή προς όφελος των πιστωτών του πτωχεύσαντα ή του αποκατασταθέντα πτωχεύσαντα.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση των πιο πάνω παραδεκτών γεγονότων, κατέληξε με απόφαση ημερομηνίας 21.2.2019, πως συνέτρεχαν οι σχετικές προϋποθέσεις του Άρθρου 27Α(8) του Ν. 61(Ι)/2015, και ότι με την αποκατάσταση του εφεσίβλητου από την πτώχευση, επήλθε πλήρης απαλλαγή του από τα επαληθεύσιμα χρέη του, μεταξύ των οποίων και από τα ποσά που αξίωνε ο εφεσείοντας με την αγωγή.  Ως εκ τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή.  Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:

 

«Πράγματι το άρθρο 27Α (8) προβλέπει ότι η αυτοδίκαιη αποκατάσταση προσώπου το οποίο τελούσε υπό πτώχευση επιφέρει την πλήρη απαλλαγή του από όλα τα επαληθεύσιμα χρέη του. Έχοντας υπόψη μου το περιεχόμενο του εν λόγω άρθρου κρίνω ότι πλήρης απαλλαγή πτωχεύσαντα επέρχεται εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) πρόκειται για πρόσωπο το οποίο κηρύχθηκε σε πτώχευση, (β) υπήρξε αυτοδίκαιη αποκατάσταση του εν λόγω προσώπου από την πτώχευση, (γ) η αποκατάστασή του να επήλθε πριν ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015, (δ) το χρέος του να αποτελεί επαληθεύσιμο χρέος και (ε) ο πτωχεύσας να ενεργεί με καλή πίστη και να συνεργάζεται πλήρως, είτε με τον Επίσημο Παραλήπτη είτε με τον διαχειριστή για την εκποίηση και διανομή της πτωχευτικής περιουσίας.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, από τα παραδεκτά γεγονότα τα οποία δηλώθηκαν από τους διαδίκους προκύπτουν τα ακόλουθα: ο εναγόμενος 1 υπήρξε πτωχεύσας αφού κηρύχθηκε σε πτώχευση στις 13.5.2014 και αποκαταστάθηκε από αυτή στις 7.11.2015, μετά τις 7.5.2015 που ο περί Πτώχευσης (Τροποποιητικός) Νόμος του 2015 τέθηκε σε ισχύ. Τα επίδικα ποσά τα οποία αξιώνει ο ενάγων αποτελούν επαληθεύσιμα χρέη τα οποία ο ίδιος επαλήθευσε στον Επίσημο Παραλήπτη στις 7.3.2012. Ο εναγόμενος 1 ενήργησε με καλή πίστη και συνεργάστηκε με τον Επίσημο Παραλήπτη για την εκποίηση και διανομή της πτωχευτικής του περιουσίας.  

 

Λόγω των ως άνω κρίνω ότι συντρέχουν όλες οι σχετικές προϋποθέσεις του άρθρου 27Α(8) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5 και ότι με την αποκατάστασή του εναγομένου 1 από την πτώχευση στην οποία τελούσε επήλθε πλήρης απαλλαγή του από τα επαληθεύσιμα χρέη του, μεταξύ των οποίων είναι και τα ποσά τα οποία αξιώνει ο ενάγων εναντίον του με την παρούσα αγωγή.»

 

 

Ο εφεσείοντας καταχώρισε την υπό κρίση έφεση, προβάλλοντας τους ακόλουθους πέντε λόγους έφεσης:

 

«ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ:

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή νομικώς εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα και/ή βασιζόμενο σε λανθασμένη και/ή ανεπαρκή εφαρμογή των νομικών αρχών και/ή εκτίμηση των βασικών γεγονότων της υπόθεσης και/ή αδικαιολόγητα και/ή χωρίς να αιτιολογήσει επαρκώς την απόφαση του και/ή ερμηνεύοντας λανθασμένα τις πρόνοιες του περί Πτώχευσης Νόμου (ΚΕΦ.5), έκρινε πως η αυτοδίκαιη αποκατάσταση του Εναγόμενου 1 επέφερε πλήρη απαλλαγή του από όλα τα επαληθεύσιμα χρέη του, χωρίς να λάβει υπόψη του το γεγονός πως το άρθρο 27 Α του περί Πτώχευσης Νόμου (ΚΕΦ.5) δεν έχει αναδρομική ισχύ και/ή χωρίς να λάβει υπόψη του πως το άρθρο 27 Α του περί Πτώχευσης Νόμου (ΚΕΦ.5) θεσπίστηκε μεταγενέστερα της καταχώρισης της υπό κρίση Αγωγής και δεν δύναται να εφαρμοστεί επί των γεγονότων αυτής.

 

…………………………………………………………………………………………...

 

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ:

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή νομικώς εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα και/ή βασιζόμενο σε λανθασμένη και/ή ανεπαρκή εφαρμογή των νομικών αρχών και/ή εκτίμηση των βασικών γεγονότων της υπόθεσης και/ή αδικαιολόγητα και/ή χωρίς να αιτιολογήσει επαρκώς την απόφαση του δεν έλαβε υπόψη του το γεγονός πως ο Ενάγοντας σε καμία περίπτωση δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση της εκδίκασης της παρούσας Αγωγής, εκδίκαση η οποία μέχρι να πραγματοποιηθεί μεσολάβησε η τροποποίηση του Πτώχευσης Νόμου (ΚΕΦ.5) και κατ’ επέκταση η εισαγωγή του άρθρου 27 Α.

 

…………………………………………………………………………………………..

 

ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ:

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατά παράβαση του Άρθρου 30(2) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως επίσης και του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και/΄λανθασμένα και/ή νομικώς εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα και/ή βασιζόμενο σε λανθασμένη και/ή ανεπαρκή εφαρμογή των νομικών αρχών και/ή εκτίμηση των βασικών γεγονότων της υποθεσης και/ή αδικαιολόγητα και/ή χωρίς να αιτιολογήσει επαρκώς την απόφαση του και/ή ερμηνεύοντας λανθασμένα τις πρόνοιες του περί Πτώχευσης Νόμου (ΚΕΦ.5), δεν εξέτασε τους ισχυρισμούς που τέθηκαν από τον Ενάγοντα κατά την ακρόαση και/ή με τις γραπτές αγορεύσεις των δικηγόρων του, αναφορικά με το ζήτημα ότι η επαλήθευση των επίδικων ποσών από τον Ενάγοντα, ουσιαστικά δεν υφίσταται αφού αυτή ήταν πρόωρη και/ή παράνομη και/ή αντίθετη με τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου (ΚΕΦ.5) και/ή κατά την επαλήθευση των επίδικων ποσών ακολουθήθηκε διαφορετική διαδικασία από αυτή που προβλέπεται στο Δεύτερο Παράρτημα του Κεφαλαίου 5.

 

…………………………………………………………………………………………..

 

ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ:

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή νομικώς εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα και/ή βασιζόμενο σε λανθασμένη και/ή ανεπαρκή εφαρμογή των νομικών αρχών και/ή εκτίμηση των βασικών γεγονότων της υπόθεσης και/ή αδικαιολόγητα επιδίκασε τα έξοδα της υπό κρίση αγωγής υπέρ του Εναγόμενου 1 και εναντίον του Ενάγοντα, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

…………………………………………………………………………………………...

 

ΠΕΜΠΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το άρθρο 27 Α(8) του περί Πτώχευσης Νόμου (ΚΕΦ.5), το οποίο τροποποιήθηκε με τον περί Πτώχευσης (Τροποποιητικό) Νόμο του 2015 (Ν. 61(Ι)/2015) είναι αντισυνταγματικό και/ή αντιβαίνει σε θεμελιώδες πρόνοιες και άρθρα του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και/ή παραβιάζει το συνταγματικώς κατοχυρωμένο με το άρθρο 23, Δικαίωμα της Ιδιοκτησίας, ως επίσης και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), το οποίο κατοχυρώνει την προστασία της ιδιοκτησίας και/ή το Δικαίωμα στην Ιδιοκτησία.»

 

Θα ξεκινήσουμε, κατ’ αρχάς, με την εισήγηση που προέβαλε ο δικηγόρος του εφεσίβλητου στο περίγραμμα αγόρευσης του, πως η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί, καθότι ο τίτλος του περιγράμματος αγόρευσης του εφεσείοντα διαφέρει από τον τίτλο της καταχωρηθείσας έφεσης. Διαφωνούμε με την εισήγηση ότι η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί για το λόγο αυτό. Δεν είναι δυνατό ο τίτλος του περιγράμματος έφεσης να καθορίζει την έκβαση της ουσίας της έφεσης.  Εξάλλου, στο περίγραμμα αγόρευσης συμπεριλαμβάνονται τα ορθά ονόματα των διαδίκων στην έφεση, που είναι μόνο ο εφεσείοντας και ο εφεσίβλητος 1.

 

Θα προχωρήσουμε με την συνεξέταση του πρώτου και του δεύτερου λόγου έφεσης, οι οποίοι αφορούν στο παράπονο του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ερμήνευσε το Άρθρο 27Α(8) του Ν.61(Ι)/2015, το οποίο τέθηκε σε ισχύ μετά την καταχώρηση της αγωγής του.  Συγκεκριμένα, ο εφεσείοντας, μέσω του δικηγόρου του, προβάλλει πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η αυτοδίκαιη αποκατάσταση του εφεσίβλητου επέφερε την πλήρη απαλλαγή του από όλα τα επαληθεύσιμα χρέη του βασιζόμενο, εσφαλμένα, στο τροποποιημένο Άρθρο 27Α(8) το οποίο και τέθηκε σε ισχύ μετά την καταχώριση της αγωγής του εφεσείοντα.  Με βάση το επιχείρημα, το εν λόγω Άρθρο δεν είχε εφαρμογή αναδρομικά, εφόσον δεν υπάρχει ρητή αναφορά στο Νόμο για αναδρομικότητα.  Περαιτέρω, προβάλλεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι ο εφεσείοντας δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση της εκδίκασης της αγωγής του, η οποία στηριζόταν στον περί Συμβάσεων Νόμο (Κεφ. 149) και/ή στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού και στο ότι, εν τω μεταξύ, τροποποιήθηκε ο Νόμος. Αντιθέτως, ο εφεσίβλητος, μέσω των δικηγόρων του, υπεραμύνθηκε της ορθότητας της πρωτόδικης κρίσης.

 

Η υπό κρίση αγωγή καταχωρήθηκε στις 11.10.2012.  Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, δεν προσφέρθηκε προφορική μαρτυρία και στις 12.6.2018 και 27.6.2018 δηλώθηκαν τα πιο πάνω παραδεκτά γεγονότα.  Κατ’ αρχάς, είναι παραδεκτό γεγονός ότι ο εφεσείοντας κατέβαλε, ως εγγυητής των χρεών του εφεσίβλητου, τα ποσά τα οποία δηλώθηκαν. Όπως ανέφερε ο δικηγόρος του εφεσείοντα, στη γραπτή του αγόρευση στην πρωτόδικη διαδικασία, κατόπιν του παραδεκτού γεγονότος της πληρωμής των χρεών του εφεσίβλητου από τον εφεσείοντα, ως εγγυητής, «…το ζήτημα το οποίο έχει παραμείνει προς απάντηση, είναι κατά πόσο τελικά η αυτοδίκαιη αποκατάσταση του Εναγομένου 1 με βάση το άρθρο 27Α του περί Πτώχευσης Νόμου (Κεφ. 5) απαλλάσσει πλήρως αυτόν από τα πιο πάνω χρέη του…».  Αυτό είναι και το ζήτημα που εξέτασε και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Δεν συμμεριζόμαστε την εισήγηση του εφεσείοντα πως το τροποποιημένο Άρθρο 27Α(8) δεν έχει εφαρμογή, λόγω του ότι η αγωγή καταχωρίστηκε πριν τη θέσπιση του.  Το Άρθρο 27Α(2) του Ν. 61(Ι)/2015 και η σχετική επιφύλαξη αυτού προβλέπουν και για διατάγματα πτώχευσης που έλαβαν χώρα πριν την έναρξη της ισχύος του Ν. 61(Ι)/2015, δηλαδή πριν την 7.5.2015. Στην υπό κρίση υπόθεση, είναι παραδεκτό ότι ο εφεσίβλητος, στις 13.5.2014, πριν δηλαδή την έναρξη της ισχύος του τροποποιητικού Νόμου του 2015, κηρύχθηκε σε πτώχευση, επομένως εφαρμογή έχει η επιφύλαξη του Άρθρου 27Α(2). Το Άρθρο 27Α(8) του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015, ρητά αναφέρεται σε «… αυτοδίκαιη αποκατάσταση πτωχεύσαντα, που επέρχεται δυνάμει του παρόντος άρθρου ή που επήλθε πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015, επιφέρει πλήρη απαλλαγή του εν λόγω προσώπου από όλα τα επαληθεύσιμα χρέη, …».  Καταλήγουμε πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ο Ν. 61(Ι)/2015 εφαρμόζετο στην επίδικη διαφορά.

 

Ως εκ των ανωτέρω, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο εφεσείοντας παραπονείται πως το Δικαστήριο δεν εξέτασε τους ισχυρισμούς που τέθηκαν από τον εφεσείοντα αναφορικά με το ότι η επαλήθευση των επίδικων ποσών δεν υφίστατο, αφού αυτή ήταν πρόωρη και/ή παράνομη και/ή αντίθετη με τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου Κεφ. 5.  Ο εφεσείοντας προβάλλει πως, σύμφωνα με τα όσα διαλαμβάνονται στο Δεύτερο Παράρτημα του Κεφ. 5, ο ίδιος ως πιστωτής, έπρεπε να υποβάλει επαλήθευση γραπτώς στον Επίσημο Παραλήπτη ή στον διαχειριστή εντός τριανταπέντε ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης του διατάγματος πτώχευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, όμως ο ίδιος (ο εφεσείοντας) υπέβαλε την επαλήθευση στις 7.3.2012, πριν δηλαδή την ημερομηνία που καθορίζει το Κεφ. 5, εφόσον ο εφεσίβλητος πτώχευσε στις 13.5.2014.  Επομένως, προχώρησε σε υποβολή ενόρκων δηλώσεων, προτού καν να δικαιούται να προβεί σε μια τέτοια ενέργεια και κατά συνέπεια, δεν μπορεί να υφίσταται επαλήθευση υπό την έννοια που αναφέρεται στο Άρθρο 27Α(8).  Κατ’ επέκταση, ο εφεσίβλητος δεν νομιμοποιείται να ισχυρίζεται πως τα επίδικα ποσά έχουν διαγραφεί, δυνάμει της αυτοδίκαιης αποκατάστασης του.

 

Κατ’ αρχάς να επισημάνουμε πως ο εφεσείοντας πουθενά στα δικόγραφα που καταχώρησε δεν συμπεριέλαβε τέτοιο ισχυρισμό, παρά μόνο στη γραπτή αγόρευση του στην πρωτόδικη διαδικασία, ισχυρισμό τον οποίο δεν αγνόησε, αλλά κατέγραψε στην απόφαση του ο πρωτόδικος Δικαστής.  Η μη ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περαιτέρω ήταν εύλογη, εφόσον καταγράφηκε, ως παραδεκτό γεγονός, ότι «Ο ενάγων στις 7.3.2012 επαλήθευσε τα πιο πάνω ποσά στον Επίσημο Παραλήπτη με 3 διαφορετικές ένορκες δηλώσεις που αφορούν την κάθε τράπεζα ξεχωριστά», χωρίς να καταγράφεται οποιαδήποτε επιφύλαξη εκ μέρους του εφεσείοντα.  Συνεπώς, ο εφεσείοντας κωλύεται να εγείρει οποιοδήποτε ζήτημα αντικανονικότητας της διαδικασίας επαλήθευσης, στην οποία ο ίδιος προέβη.  Ως εκ τούτου, οι αιτιάσεις που προέβαλε ο εφεσείοντας για παραβίαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ για μη δίκαιη δίκη κρίνονται ανεδαφικές.

 

Ως εκ των ανωτέρω, ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται η απόφαση του Δικαστηρίου αναφορικά με την επιδίκαση εξόδων σε βάρος του εφεσείοντα.  Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς να αιτιολογήσει επαρκώς την απόφαση του για τα έξοδα, προέβη σε κακή άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας και δεν έλαβε υπόψη τα γεγονότα της υπόθεσης, και συγκεκριμένα, το γεγονός ότι ο εφεσείοντας, ως εγγυητής του εφεσίβλητου, κατέβαλε προς όφελος του σε διάφορα τραπεζικά ιδρύματα τα ποσά που αξίωνε με την αγωγή του. 

 

Όπως προκύπτει από τη νομολογία, η γενική αρχή είναι ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης.  Όπως λέχθηκε στην Χάσικος κ.ά. v. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389:

 

«Η απονομή των εξόδων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Η ευχέρεια ασκείται δικαστικά με γνώμονα, ως κύριο μέτρο, το αποτέλεσμα της υπόθεσης. Τόσο βαθειά θεμελιωμένη είναι η αρχή αυτή στην αστική διαδικασία, τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, ώστε να μη δίδονται κατά κανόνα λόγοι (εξυπακούονται) για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου όταν η διαταγή για τα έξοδα συνάδει με την αρχή αυτή.»

 

Τα πιο πάνω υιοθετήθηκαν στην Ζαβρού v. Μιχαηλίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 477, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Η έκδοση διαταγής για έξοδα εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του εκδικάζοντος δικαστηρίου. Στην άσκηση αυτής της εξουσίας προέχει ο κανόνας λογικής σύμφωνα με τον οποίο τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της υπόθεσης. Τόσο μάλιστα είναι ισχυρός που από μόνος του παρέχει την αιτιολόγηση στην κάθε αντίστοιχη εξέλιξη χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξειδίκευσης. Παρέκκλιση δικαιολογείται μόνο εφόσον συντρέχει άλλη επαρκής περίσταση που πρέπει βέβαια να εκτίθεται. Χρήσιμη υπόμνηση περί τούτου γίνεται στην Χάσικος Μιχαήλ ν. Ανδρέα Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389

 

Περαιτέρω, στην Μιχαηλίδου v. Μάρκου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1020 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Το θέμα των εξόδων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου η οποία όμως πρέπει να ασκείται δικαστικά και με βάση ορισμένα καθιερωμένα κριτήρια και όχι αυθαίρετα. Ο γενικός κανόνας είναι ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα εκτός αν υπάρχει κάποιος καλός λόγος για έκδοση διαφορετικής διαταγής, όπως για παράδειγμα ευθύνη του επιτυχόντα διαδίκου για την αδικαιολόγητη επιμήκυνση του χρόνου δίκης, νεοφανές νομικό σημείο κ.λ.π. (βλ. μεταξύ άλλων Talyon ν. Soteriou (1982) 1 C.L.R. 777, Γιαννάκης Φιλίππου ν. Έλενας Φιλίππου (1990) 1 Α.Α.Δ. 890, Κυριάκου ν. Φιλικής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ. (2000) 1 Α.Α.Δ. 416, Λοφίτη ν. Δημητρίου (2000) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1402 και Χρίστος Πασιαρδής ν. Αντωνία Θεοδοσίου, ανωτέρω).»

 

Σχετικές επί του θέματος των εξόδων είναι και οι αποφάσεις Χαραλάμπους v. Γενικές Ασφάλειες Κύπρου Λίμιτεδ, Πολιτική Έφεση 337/2019, ημερομηνίας 25.11.2024 και Λοϊζου v. Λοϊζου, Πολιτική Έφεση Αρ. 17/2024, ημερομηνίας 21.01.2025.

 

Στην εκκαλούμενη απόφαση, ο πρωτόδικος Δικαστής προφανώς ακολούθησε τη νομολογιακή αρχή ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα.  Κρίνουμε ότι άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια  εφόσον ακολούθησε τον γενικό κανόνα. 

 

Έπεται πως ο τέταρτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης, προβάλλεται πως το Άρθρο 27Α(8) του Ν. 61(Ι)/2015 είναι αντισυνταγματικό, καθότι αντιβαίνει στο Άρθρο 23 του Συντάγματος το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα απόκτησης, κυριότητας, κατοχής, απόλαυσης ή διάθεσης κινητής ή ακίνητης ιδιοκτησίας και του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που αναφέρεται στον σεβασμό της περιουσίας του ατόμου.  

 

Κατ’ αρχάς, επισημαίνουμε ότι θέμα αντισυνταγματικότητας δεν εγέρθηκε ούτε με τα δικόγραφα του εφεσείοντα, αλλά ούτε και σε οποιοδήποτε στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας. Το Άρθρο 144.1 του Συντάγματος, όμως, όπως τροποποιήθηκε με τον περί της Δέκατης Έβδομης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2022, Ν.103(Ι)/2022, προνοεί ότι κάθε διάδικος, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, περιλαμβανομένης της κατ' έφεση, δύναται να εγείρει ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου για τη διάγνωση της εκκρεμούσης ενώπιον του δικαστηρίου υπόθεσης. Ωστόσο, είναι νομολογιακά καθιερωμένο πως τα Δικαστήρια δεν αποφασίζουν επί ζητημάτων αντισυνταγματικότητας, αν δεν είναι απαραίτητο για την επίλυση της ενώπιον τους διαφοράς (βλ. Δημοκρατία v. Kirnough κ.α. (1996) 2 Α.Α.Δ. 126).

 

Η υπό εξέταση υπόθεση κρίθηκε στη βάση παραδεκτών γεγονότων, με μόνο επίδικο θέμα την εφαρμογή του Άρθρου 27Α(8) του Ν. 61(Ι)/2025.  Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, ήταν παραδεκτό γεγονός ότι ο εφεσείοντας επαλήθευσε στις 7.3.2012 στον Επίσημο Παραλήπτη τα ποσά που κατέβαλε ως εγγυητής προς όφελος του εφεσίβλητου 1, και τα οποία αξίωνε με την αγωγή που καταχώρησε.  Είναι, επίσης, παραδεκτό πως ο εφεσίβλητος 1 με βάση την επιφύλαξη του Άρθρου 27Α(1) του Νόμου υπέβαλε στον Επίσημο Παραλήπτη την Έκθεση Κατάστασης της Περιουσίας του.  Κρίνουμε πως με βάση το Άρθρο 27Α(8), ο εφεσείοντας δεν χάνει τα οποιαδήποτε περιουσιακά δικαιώματα έχει, αφ’ ης στιγμής επαλήθευσε τα χρέη του, τα οποία πλέον συμπεριλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία, η οποία θα τύχει διανομής από τον Επίσημο Παραλήπτη.  Το Άρθρο 27Α(8) ναι μεν απαλλάσσει τον πτωχεύσαντα ο οποίος αποκαταστάθηκε αυτοδίκαια, από τα επαληθεύσιμα χρέη του, όμως η πτωχευτική περιουσία του παραμένει προς όφελος των πιστωτών.  Δεν τίθεται επομένως θέμα αποστέρησης της περιουσίας του εφεσείοντα και κατ’ ακολουθία, δεν θα εξετάσουμε θέμα αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 27Α(8) του Ν. 61(Ι)/2015, εφόσον δεν είναι απαραίτητο για την επίλυση της διαφοράς.

 

Συνεπώς και ο πέμπτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα €3.000,00 πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ του εφεσίβλητου 1 και εναντίον του εφεσείοντα.

 

 

Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο