ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 12/2023)
23 Οκτωβρίου 2025
[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΝΙΚΟΣ ΗΛΙΑ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
______________________________
Κ. Χ. Τούμπας για Τούμπας & Τούμπας Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα.
Ε. Γιακουμεττή (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Με δύο ξεχωριστές αιτήσεις, ο εφεσείων αναζήτησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, την έκδοση διατάγματος για επιστροφή περιουσίας, η οποία κατακρατείτο από την Αστυνομία στο πλαίσιο διατάγματος κατακράτησης τεκμηρίων. Με δύο ξεχωριστές αποφάσεις, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας ενέκρινε το αίτημα στην καθεμία εκδίδοντας διαταγή για επιστροφή της περιουσίας του αιτητή/εφεσείοντα. Επιδίκασε, επίσης, σε κάθε μία τα έξοδα της διαδικασίας. Ετοιμάστηκε και καταχωρήθηκε σχετικός κατάλογος υπολογισμού εξόδων από πλευράς του εφεσείοντα. Ό,τι ενδιαφέρει την παρούσα είναι ότι έγινε υπολογισμός των εξόδων στην κλίμακα €500 ‑ €2.000, ο οποίος εγκρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Το παράπονο του εφεσείοντα, ως εκφράζεται μέσω του προβαλλόμενου λόγου έφεσης, είναι ότι «το Ποινικό Πρωτοκολλητείο Λάρνακας, εσφαλμένα αποφάσισε τον υπολογισμό των καταλόγων εξόδων υπέρ του Εφεσείοντα, στις Αιτήσεις 55/2022 και 56/2022 και/ή το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα τους ενέκρινε».
Από την πλευρά της εφεσίβλητης εγείρεται ζήτημα ότι η έφεση στερείται νομιμότητας λόγω εκπρόθεσμης καταχώρισής της αλλά και λόγω εκπρόθεσμης καταχώρισης του διαγράμματος αγόρευσης του εφεσείοντα. Καθηκόντως, επιλαμβανόμαστε του θέματος. Διαπιστώνεται ότι η παρούσα έφεση δεν καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα, αφού η ημερομηνία λήξης της προθεσμίας ήταν αργία και η έφεση καταχωρήθηκε την πρώτη εργάσιμη μέρα μετά την εν λόγω ημερομηνία. Περαιτέρω, όσον αφορά το ζήτημα της εκπρόθεσμης καταχώρησης του διαγράμματος αγόρευσης, δεν θεωρούμε ότι υφίσταται πλέον πρόβλημα αφού το Εφετείο, στις 27.10.2023, ανέφερε ότι «εφόσον υπάρχει ήδη στον φάκελο της υπόθεσης το διάγραμμα αγόρευσης και της Εφεσίβλητης, η υπόθεση θα οριστεί από το Πρωτοκολλητείο για ακρόαση και θα ενημερωθείτε...».
Ο συνήγορος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι νομιμοποιείτο να καταχωρίσει έφεση, ως η παρούσα, στη βάση του ότι η αίτηση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ποινική αίτηση, ενώ, παράλληλα, το Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60 προνοεί για το πότε μπορεί να καταχωρηθεί ποινική έφεση, ήτοι εναντίον απόφασης, σε αντιδιαστολή με το Άρθρο 25(2) του ιδίου νόμου το οποίο προνοεί καταχώριση έφεσης εναντίον καταδίκης ή ποινής. Επικαλέστηκε, προς τούτο, την Ποινική Έφεση 263/14.
Σύγχυση προκαλείται από το ότι η ως άνω ποινική έφεση στην οποία παρέπεμψε ο συνήγορος, ΑΔΑΜΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (2015) 2 Α.Α.Δ. 798, δεν φαίνεται να υποστηρίζει τις εισηγήσεις του. Η υπόθεση αφορούσε έφεση η οποία σκοπούσε στο να διαφοροποιηθεί μη έγκριση του Δικαστηρίου σε σχέση με συγκεκριμένα κονδύλια που αφορούσαν στα έξοδα της συνηγόρου. Αποφασίστηκε ότι δεν στοιχειοθετείτο δικαίωμα έφεσης αφού δεν επρόκειτο για αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση ή απόφαση ποινής.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι από το έτος 2022, όταν τέθηκε σε ισχύ ο τροποποιητικός Νόμος 146(I)/2022, το Άρθρο 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60 προνοεί ότι:
«(2) Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ περί Πoιvικής Δικovoμίας Νόμoυ πληv ως άλλως πρoβλέπεται εις τo εδάφιov τoύτo, πάσα απόφασις δικαστηρίoυ ασκoύvτoς πoιvικήv δικαιoδoσίαv θα υπόκειται εις έφεσιv, ως νόμος ήθελε ορίσει, στο Εφετείο ή στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Πάσα τoιαύτη έφεσις δύvαται vα ασκηθή κατά της αθωωτικής ή καταδικαστικής απoφάσεως ή της επιβαλλoύσης πoιvήv τoιαύτης δι' oιovδήπoτε λόγov.»
Το εδάφιο (3) του Άρθρου 25 του Ν.14/60, δεν προκύπτει να έχει εφαρμογή σε οτιδήποτε αφορά την παρούσα.
Από την ως άνω νομοθετική πρόνοια, αλλά και τις πρόνοιες του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, διαπιστώνεται, όπως και στην ΑΔΑΜΟΥ (ανωτέρω), ότι η παρούσα δεν αφορά ζήτημα το οποίο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ποινικής έφεσης. Το γεγονός ότι πρόκειται για διαταγή που αφορά τα έξοδα σε διαδικασία ποινικής αίτησης, ουδόλως διαφοροποιεί το γεγονός αυτό. Ειρήσθω εν παρόδω ότι, με την πρόσφατη απόφασή μας στην ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση 239/2022, ημερομηνίας 14.10.2025, κρίθηκε ότι το Άρθρο 32 Α(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, δεν προνοεί για δικαίωμα έφεσης σε απόφαση που αφορά το Άρθρο 32(3) του Νόμου, αλλά συγκεκριμένα, αναφέρεται σε απόφαση δυνάμει του εδαφίου 32(1) του Νόμου. Πόσω μάλλον, απόφαση αναφορικά με τα έξοδα σε τέτοια αίτηση.
Στην απουσία νομοθετικής πρόνοιας που να δίδει τέτοιο δικαίωμα έφεσης (καθ’ όσον αφορά διαταγή για έξοδα) και στη βάση των προνοιών του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60 και του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, είναι ξεκάθαρο ότι δεν στοιχειοθετείται δικαίωμα έφεσης για το συγκεκριμένο θέμα που εγείρεται στην παρούσα.
Άλλωστε, ως καθορίζεται στη νομολογία η δυνατότητα άσκησης έφεσης δεν αποτελεί απόλυτο δικαίωμα. Στην ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΚΑΡΑΝΤΖΑ, Ποινική Έφεση 281/2018, ημερομηνίας 1.3.2019, ECLI:CY:AD:2019:B70 λέχθηκε:
«Συμπληρώνουμε, προς ολοκλήρωση, ότι δεν αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα, ούτε από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ως δικαίωμα, η δυνατότητα άσκησης έφεσης. Τέτοια δυνατότητα μπορεί να προσδιοριστεί και να ρυθμιστεί με νόμο, χωρίς τον οποίο δεν χωρεί έφεση, όπως επισημαίνεται στη σχετική επί του θέματος απόφαση Γρηγορίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (Αρ. 2) (1999) 2 ΑΑΔ 174, 183:
«Ούτε το Σύνταγμα ούτε η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναγνωρίζουν ως δικαίωμα τη δυνατότητα άσκησης έφεσης. Η δυνατότητα άσκησης έφεσης μπορεί να προσδιοριστεί και να ρυθμιστεί με νόμο. Χωρίς τον οποίο, δεν χωρεί έφεση. Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε από τον Τριανταφυλλίδη Π. Στην Photini Polycarpou Georkadji and Another v. The Republic (1971) 2 C.L.R. 229, με αναφορά στην Healy v. Ministry of Health [1954] 3 All E.R. 449, τα Δικαστήρια δεν εφευρίσκουν δικαίωμα έφεσης όταν τέτοιο δεν παρέχεται ούτε σφετερίζονται κατ’ έφεση δικαιοδοσία όταν τέτοια δεν δημιουργείται. (Βλ. Συναφώς και Εvangelos Christofi v. The Police (1970) 2 C.L.R. 117, Georghios Lazarou and Others v. The Police (1973) 2 C.L.R. 81, Attorney‑General v. Pouris & Others, (ανωτέρω), Γενικός Εισαγγελέας ν. Λαζαρίδης κ.ά. (1992) 2 Α.Α.Δ. 8, Κυριάκου ν. Δήμου Έγκωμης (1992) 2 Α.Α.Δ. 414, Δημοκρατία ν. Ερμογένους κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ. 459 και Χριστοδούλου και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 443.).»»
Με αυτά τα δεδομένα, δεν θα μας απασχολήσει, ούτε το γεγονός ότι με μία έφεση προσβάλλονται δύο αποφάσεις, ούτε οτιδήποτε άλλο αφορά στην παρούσα.
Κατά συνέπεια, η παρούσα έφεση δεν έχει οποιοδήποτε έρεισμα και θα πρέπει να απορριφθεί.
Ως και στην ΑΔΑΜΟΥ (ανωτέρω), μας έχει απασχολήσει το ζήτημα των εξόδων της παρούσας έφεσης, ως έφεσης στερουμένης παντός ερείσματος. Καθοδήγηση επί τούτου δίδεται στην εν λόγω απόφαση στην οποία λέχθηκε:
«Ως προς τα έξοδα έχουμε προβληματιστεί. Είναι βέβαια γνωστό ότι η πρακτική επιβάλλει κατά κανόνα σε ποινικές εφέσεις τη μη έκδοση διαταγής για έξοδα.
Από την άλλη υπάρχει νομολογιακό έρεισμα σε περίπτωση που κάποιος ασκεί έφεση στερουμένη παντός ερείσματος, να μπορεί να καταδικασθεί στην καταβολή εξόδων. «Διαταγή για έξοδα συνιστά μέσο αποθάρρυνσης εφέσεων χωρίς κανένα έρεισμα». (Βλ. Kefalas v. The Police (1969)2 C.L.R. 90, Leonidou v. The Police (1971) 2 C.L.R. 165 και το Σύγγραμμα Πική (ως άνω) σελ.371). Άλλωστε η ίδια η πρόνοια του Άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου παρέχει τη δυνατότητα για έκδοση τέτοιας διαταγής (βλ. Rodosthenous v. The Republic (1961) C.L.R. 382 και το Άρθρο 151 της Ποινικής Δικονομίας το οποίο έχει ως εξής: «151.—(1) Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εξουσία σε κάθε διαδικασία δυνάμει του Μέρους αυτού να επιδικάζει όπως καταβληθούν από τους διαδίκους σε αυτή ή στους διαδίκους σε αυτή τέτοια έξοδα ως αυτό ήθελε θεωρήσει σκόπιμο: Νοείται ότι δεν εκδίδεται τέτοιο διάταγμα εναντίον Νομικού Λειτουργού. (2) Οποιαδήποτε έξοδα που επιδικάστηκαν δυνάμει του άρθρου αυτού είναι εισπρακτέα κατά τον τρόπο που προβλέπεται για την είσπραξη χρηματικών ποινών δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού»).
Σίγουρα εν προκειμένω πρόκειται για εφέσεις στερούμενες παντός ερείσματος, οπότε, κρίνουμε ορθό να καταδικαστεί η εφεσείουσα στην πληρωμή €1,500 ως συνολικό ποσό εξόδων για όλες τις πιο πάνω ποινικές εφέσεις.»
Σύμφωνα με το Άρθρο 2 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, «Ανώτατο Δικαστήριο» περιλαμβάνει, στον ορισμό του, και το Εφετείο, στην έκταση που αφορά στη δικαιοδοσία του.
Και η παρούσα περίπτωση είναι περίπτωση έφεσης στερουμένης παντός ερείσματος. Είναι γεγονός ότι η εν λόγω συναφής νομολογία ήταν εις γνώση της πλευράς του εφεσείοντα, άλλωστε μας παρέπεμψε σε αυτήν. Παρόλα αυτά και με ξεκάθαρο το επερχόμενο αποτέλεσμα της διαδικασίας, η πλευρά του εφεσείοντα δεν αποθαρρύνθηκε από του να καταχωρίσει και προωθήσει την παρούσα έφεση. Κρίνουμε ότι, υπό τας περιστάσεις, ενδείκνυται να διατάξουμε όπως η πλευρά του εφεσείοντα καταδικαστεί στην πληρωμή των εξόδων της παρούσας έφεσης, στο ποσό των €500.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα ως ανωτέρω.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο