ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 136/2019)
6 Οκτωβρίου, 2025
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΣΤΕΛΙΟΣ ΑΡΓΥΡΟΥ
2. ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΡΓΥΡΟΥ
3. ΛΕΝΙΑ ΑΡΓΥΡΟΥ
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι
και
GORDIAN HOLDINGS LIMITED
Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες
------------------------------------------
Χρίστος Σ. Χριστοφόρου για Χρίστος Σ. Χριστοφόρου Δ.Ε.Π.Ε., για τους εφεσείοντες.
Πόλα Καλυβίτου για Κ. Κ. Σαβεριάδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους εφεσίβλητους.
------------------------------------------
[Η ακρόαση διεκπεραιώθηκε χωρίς την παρουσία δικηγόρων, κατόπιν σχετικής παράκλησης που διαβιβάστηκε δυνάμει του περί Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης Κανονισμού του 2021]
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Κονή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΟΝΗΣ, Δ.: Η Hellenic Bank Public Company Ltd («η Τράπεζα») καταχώρησε στις 2.12.2011 αγωγή εναντίον των εφεσειόντων βάσει τραπεζικών διευκολύνσεων που παραχώρησαν στον εφεσείοντα 1 υπό μορφή δανείου με τη γραπτή εγγύηση των εφεσειόντων 2 και 3.
Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης η Τράπεζα στις 9.3.2007 μετά από συμφωνία με τον εφεσείοντα 1 παραχώρησε σε αυτόν πιστωτικές διευκολύνσεις ή και δάνειο ανοίγοντας προς τούτο λογαριασμό επ' ονόματι του για το ποσό των Λ.Κ.100.000,00 (€170.866,14) το οποίο ήταν πληρωτέο σε μηνιαίες δόσεις των Λ.Κ.630,00 (€1.076,42) της πρώτης καταβλητέας την 30.4.2007 και της τελευταίας την 31.3.2032. Η συμφωνία προνοούσε ότι σε περίπτωση διαφοροποίησης του επιτοκίου, το ύψος της δόσης θα μεταβαλλόταν έτσι ώστε το δάνειο συμπεριλαμβανομένων των τόκων, να εξοφληθεί μέχρι την ημερομηνία της ως άνω τελευταίας δόσης. Στην Έκθεση Απαιτήσεως καταγράφονταν οι διάφοροι όροι της επίδικης συμφωνίας. Για περαιτέρω εξασφάλιση του δανείου ο εφεσείων 1 υποθήκευσε οικόπεδο του στη Λεμεσό και οι εφεσείοντες 2 και 3 με γραπτή συμφωνία εγγυήσεως εγγυήθηκαν όλες τις υποχρεώσεις του εφεσείοντα 1 που πηγάζουν από την ως άνω συμφωνία. Με βάση τον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμο, Ν.160(I)/1999, το ετήσιο χρεωστικό υπόλοιπο του πιο πάνω λογαριασμού αυξήθηκε από τις 7.6.2011 σε σταθερό επιτόκιο 13%. Λόγω της μη συμμόρφωσης του εφεσείοντα 1 με τους όρους της ως άνω συμφωνίας η Τράπεζα την τερμάτισε και αξίωσε το υπόλοιπο του λογαριασμού. Με την αγωγή της αξίωνε εναντίον των εφεσειόντων το ποσό των €178.771,23 ως χρεωστικό υπόλοιπο δανείου ή και άλλων τραπεζικών διευκολύνσεων και σταθερό τόκο προς 13% ετησίως επί ποσού €171.168,37 από 1.11.2011 μέχρι εξοφλήσεως κεφαλαιοποιημένου την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε χρόνου.
Οι εφεσείοντες στην Υπεράσπιση τους παραδέχονταν την ιδιότητα της ενάγουσας όπως και το γεγονός ότι είχε συναφθεί η επίδικη συμφωνία και διάφορους άλλους επιμέρους ισχυρισμούς της. Υποστήριζαν όμως ότι η συμφωνία δανείου δεν ήταν νόμιμη και έγκυρη και προέβαλαν προς τούτο διάφορες υπερασπίσεις περί καταχρηστικών, αορίστων και παράνομων όρων και ως εκ τούτου ανεφάρμοστων, ότι ο όρος περί επιβολής τόκου υπερημερίας ήταν παράνομος, άκυρος και ανεφάρμοστος καθώς άμεσα ή έμμεσα συνιστούσε ποινική ρήτρα, ότι ο όρος περί τερματισμού της συμφωνίας ήταν επίσης καταχρηστικός ή αόριστος ή και παράνομος, άκυρος και εν πάση περιπτώσει ανεφάρμοστος. Σε σχέση με την υποθήκη ισχυρίζονταν ότι δεν καταρτίστηκε και δεν ήταν σύμφωνη με τις πρόνοιες της νομοθεσίας και ως εκ τούτου εγγράφηκε παράνομα ή και ήταν άκυρη. Αρνούνταν ότι η Τράπεζα είχε το δικαίωμα αύξησης του επιτοκίου σε ποσοστό 13% ως επίσης το δικαίωμα της να τερματίσει τη συμφωνία δανείου ή και ότι την τερμάτισε με επιστολές της και το ποσό που αυτή αξίωνε, θέτοντας την σε αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών της. Προέβαλαν ότι σε περίπτωση που η συμφωνία υποθήκης κρινόταν ως άκυρη, τότε οι εφεσείοντες 2 και 3 θα έπρεπε να απαλλαχθούν από την προσωπική τους εγγύηση. Συνεπεία των πιο πάνω, οι εφεσείοντες αξίωναν την απόρριψη της αγωγής και περαιτέρω με Ανταπαίτηση τους αξίωναν όπως η υποθήκη, εφόσον ενεγράφη παράνομα, κηρυχθεί άκυρη και ανεφάρμοστη και ως εκ τούτου οι εφεσείοντες 2 και 3 απαλλαχθούν από οποιαδήποτε ευθύνη λόγω της εγγύησης τους.
Η Τράπεζα στην Απάντηση και την Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση επαναλάμβανε τους ισχυρισμούς της στην Έκθεση Απαίτησης και αρνείτο όλους τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων απορρίπτοντας την Ανταπαίτηση και τις θεραπείες που επιδίωκαν με αυτήν, αιτούμενη την απόρριψη της.
Η αγωγή οδηγήθηκε σε ακρόαση. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων της Τράπεζας (Μ.Ε.1, Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3), σε αντίθεση με τη μαρτυρία των εφεσειόντων 1 και 2 (Μ.Υ2 και Μ.Υ.1 αντίστοιχα) την οποία απέρριψε και της Μ.Υ.3 την οποία έκρινε ως αδιάφορη και δεν της απέδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε τη νομική πτυχή που διέπει τα επίδικα θέματα ως επίσης προέβη στα ευρήματα και συμπεράσματα του ενώ υπέδειξε ότι δεν υπήρχε αξίωση εκ μέρους της Τράπεζας για οποιαδήποτε θεραπεία σε σχέση με την υποθήκη. Έκρινε ότι η Τράπεζα δικαιούτο σε απόφαση σύμφωνα με την αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού (Τεκμήριο 2). Έτσι, προχώρησε στην έκδοση απόφασης υπέρ της Τράπεζας και εναντίον των εφεσειόντων 1, 2 και 3 ομού και/ή κεχωρισμένως για το ποσό των €230.397,04 πλέον τόκους προς 5,75% ετησίως επί ποσού €226.122,62 από 1.5.2017 μέχρι εξόφλησης του τόκου κεφαλαιοποιημένου την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους πλέον εξόδων.
Όσον αφορά την Ανταπαίτηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην απόρριψη της με έξοδα υπέρ της Τράπεζας και εναντίον των εφεσειόντων ομού και/ή κεχωρισμένως με την διευκρίνιση ότι εφόσον η Απαίτηση και η Ανταπαίτηση συνεκδικάστηκαν, η Τράπεζα θα δικαιούτο ένα σετ εξόδων.
Το εξ αποφάσεως χρέος, οι εξασφαλίσεις και οι πιστωτικές διευκολύνσεις που σχετίζονται με αυτά έχουν μεταβιβαστεί από την Τράπεζα στην εφεσίβλητη εταιρεία την 6.5.2022 με αποτέλεσμα η τελευταία να έχει αντικαταστήσει την Τράπεζα στην παρούσα έφεση.
Οι εφεσείοντες προσέβαλαν την εκκαλούμενη απόφαση αρχικά με δώδεκα λόγους έφεσης τους οποίους στη συνέχεια περιόρισαν σε πέντε, δηλαδή τους λόγους έφεσης 3, 4, 5, 6 και 7. Μέσω του περιγράμματος αγόρευσης των εφεσειόντων δηλώνεται σαφώς ότι εγκαταλείπονται οι λόγοι έφεσης 1, 2, 8, 9, 10, 11 και 12 και ότι παραμένουν προς κρίση οι λόγοι έφεσης 3, 4, 5, 6 και 7.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχτηκε ως αξιόπιστες τις μαρτυρίες των Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3 και προέβη σε εσφαλμένα ευρήματα και συμπεράσματα βασιζόμενο στην αποδοχή της μαρτυρίας τους. Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσειόντων ότι η αποδοχή και αξιολόγηση της μαρτυρίας των πιο πάνω μαρτύρων ήταν εσφαλμένη διότι αφενός υπέπεσαν σε σοβαρές και ουσιώδεις αντιφάσεις κατά την αντεξέταση τους και αφετέρου η μαρτυρία τους δεν ανταποκρινόταν στα έγγραφα που κατέθεσε η εφεσίβλητη και που οι εν λόγω μάρτυρες τα είχαν οι ίδιοι υπογράψει. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε και δεν έκανε αποδεκτή τη μαρτυρία που προσκόμισαν οι εφεσείοντες κρίνοντας τη μαρτυρία των εφεσειόντων 1 και 2 ως αναξιόπιστη και μη αποδεκτή. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προέβη σε εύρημα ή και συμπέρασμα (σελίδα 13 της εκκαλούμενης απόφασης), ότι η μαρτυρία του Μ.Ε.3, παρέμεινε αναντίλεκτη και δεν αντικρούστηκε είτε κατά την αντεξέταση του είτε με την παρουσίαση μαρτυρίας από πλευράς εφεσειόντων. Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε.3, παραγνωρίζοντας ότι η μαρτυρία του αντικρούστηκε τόσο κατά την αντεξέταση του όσο και με την παρουσίαση της μαρτυρίας των εφεσειόντων που σε ό,τι αφορά την τελευταία, εσφαλμένα και αντινομικά δεν την έκανε αποδεκτή. Ο Μ.Ε.3, συνεχίζει η πλευρά των εφεσειόντων, υπέπεσε σε αντιφάσεις σε σχέση με την κυρίως εξέταση του και την αντεξέταση του και τα όσα παρέθεσε κατά την ακροαματική διαδικασία ήταν σε σύγκρουση με τα έγγραφα τα οποία ο ίδιος υπέγραψε. Με τον έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την εισήγηση ή και τη θέση των εφεσειόντων ότι η εφεσίβλητη απέτυχε να αποδείξει τις δικογραφημένες θέσεις της ή και τη δικογραφημένη εκδοχή της διότι η μαρτυρία που προσκόμισε και η εκδοχή που παρουσίασε κατά την ακροαματική διαδικασία ήταν αντίθετη με την δικογραφημένη εκδοχή της με αποτέλεσμα να μην δικαιούται σε θεραπείες επί των αξιώσεων της. Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσειόντων ότι η εφεσίβλητη παρουσίασε στο πρωτόδικο Δικαστήριο δύο εκδοχές ως προς την έννοια ή και ισχύ ή και σημασία της επίδικης συμφωνίας στεγαστικού δανείου ή και τις συνθήκες υπό τις οποίες υπογράφηκε ή και τον σκοπό του επίδικου δανείου όπου η μια δικογραφημένη εκδοχή ήταν σε πλήρη αντίθεση και σύγκρουση με την εκδοχή που παρουσιάστηκε κατά την ακροαματική διαδικασία και τα έγγραφα αλλά και μαρτυρία που παρουσίασε ενώπιον του Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μείζον δικογραφικό ζήτημα και να μην δικαιούται σε οποιαδήποτε θεραπεία επί των αξιώσεων της, όπως ζητείτo με τις δικογραφημένες θέσεις και ισχυρισμούς της. Τέλος, με τον έβδομο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη θέση των εφεσειόντων ότι η επίδικη συμφωνία δανείου ήταν έκδηλα παράνομη και άκυρη με αποτέλεσμα να μολύνει με την παρανομία της και τις συμβάσεις των εξασφαλίσεων που παραχωρήθηκαν αναφορικά με την επίδικη συμφωνία δανείου και ως εκ τούτου να κηρυχθούν όλες παράνομες και άκυρες, διότι όπως εσφαλμένα έκρινε, το ζήτημα της παρανομίας δεν ήταν δικογραφημένο. Η πλευρά των εφεσειόντων παραδέχεται ότι πράγματι το ζήτημα της παρανομίας δεν είχε δικογραφηθεί στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση των εφεσειόντων, υποστηρίζει όμως ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε την καθιερωμένη νομολογιακή αρχή ότι όταν η παρανομία μιας συμφωνίας είναι έκδηλη, τότε το Δικαστήριο κατά παρέκκλιση του κανόνα εξέτασης δικογραφημένων μόνο ισχυρισμών, έχει δικαιοδοσία εξέτασης τέτοιου ζητήματος. Η παρανομία της επίδικης συμφωνίας δανείου ήταν ζήτημα το οποίο έκδηλα και ξεκάθαρα παρουσιάστηκε κατά τη δίκη με έγγραφα και μαρτυρία που το υποστήριζαν και που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου από την ίδια την εφεσίβλητη και με αυτό ως δεδομένο αλλά και γενικά με την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία στην ολότητα της, το Δικαστήριο είχε καθήκον όπως εξετάσει και αποφασίσει το ζήτημα της παρανομίας εφόσον τέτοιο ήταν προφανές και έκδηλο όπως τέθηκε ενώπιον του.
Έχουμε μελετήσει με προσοχή τα όσα αναφέρουν οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των δυο πλευρών στα περιγράμματα αγόρευσης τους.
Παρόλο που η πλευρά των εφεσειόντων παραθέτει και αναπτύσσει στο περίγραμμα αγόρευσης της συνολικά όλους τους λόγους έφεσης, κρίνουμε σκόπιμο όπως εξετάσουμε τον κάθε λόγο έφεσης ξεχωριστά.
Όπως προκύπτει από το περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων προωθείται η θέση ότι η δανειακή σύμβαση δεν ήταν γνήσια σύμβαση αλλά εικονική η οποία έγινε υπό καθεστώς απρεπούς επιρροής της Τράπεζας προς τους εφεσείοντες και ειδικότερα προς τον εφεσείοντα 1 και προς εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων της Τράπεζας που απώτερο σκοπό είχε την διευθέτηση των οικονομικών υποχρεώσεων της υπό εκκαθάριση εταιρείας Fashion Magazine O.C. Ltd, χρεώστιδας της Τράπεζας, μετακυλώντας αυτές τις υποχρεώσεις στον εφεσείοντα 1. Αυτή η θέση δεν ήταν δικογραφημένη. Η πλευρά των εφεσειόντων αιτήθηκε τροποποίηση της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης της στα αρχικά στάδια της ακροαματικής διαδικασίας με σκοπό να εισαγάγει την πιο πάνω θέση στο δικόγραφο της μέσω της αίτησης της ημερομηνίας 6.6.2017. Η αίτηση τροποποίησης εκδικάστηκε την 26.6.2017 και το πρωτόδικο Δικαστήριο την απέρριψε με ενδιάμεση απόφαση του που δόθηκε αυθημερόν για τους λόγους που εξηγεί σε αυτήν. Η πιο πάνω ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου δεν προσβάλλεται μέσω της παρούσας έφεσης, ούτε προκύπτει ότι εφεσιβλήθηκε μέσω του περιεχομένου των περιγραμμάτων αγόρευσης των δύο πλευρών ή του φακέλου της υπόθεσης και έτσι δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω.
Όπως γίνεται αντιληπτό όλοι οι λόγοι έφεσης αφορούν τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ως επίσης τα ευρήματα και συμπεράσματα του. Στο σημείο αυτό παραπέμπουμε στα όσα έχουν λεχθεί στη Χ'' Μάρκου v. Widehorizon (Cap. Market) Ltd (2010) 1(A) Α.Α.Δ. 108:
«Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στα συμπεράσματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, καθώς και η διαπίστωση των πρωτογενών γεγονότων, ανάγονται στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο βρίσκεται σε προνομιακή θέση να εκτιμήσει τα θέματα τούτα. (Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321). Το Εφετείο δικαιολογείται να επεμβαίνει στις διαπιστώσεις αξιοπιστίας, μόνο εφόσον καταφαίνεται ότι εξ αντικειμένου αυτές είναι ανυπόστατες. (Καννάουρου κ.ά. v. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35, 39). Περαιτέρω, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί επέμβαση του Εφετείου εκεί όπου οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δεν δικαιολογούνται από τη δοθείσα μαρτυρία, ή όπου τα συμπεράσματα είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδεχθεί το Δικαστήριο. (Βλ. Επίσης Αυξεντίου v. Δίγκλη (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1367).»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε με επιμέλεια και προσοχή τόσο τη μαρτυρία των Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3 όσο και των εφεσειόντων 1 και 2.
Ο Μ.Ε.2 ανέφερε κατά τη μαρτυρία του ότι ανάμεσα στα καθήκοντα του ήταν και ο χειρισμός της υπόθεσης μαζί με άλλους συναδέλφους του και ότι είχε στη κατοχή του το «φάκελο ασφαλείας», όπως τον χαρακτήρισε, της Τράπεζας, στον οποίο ευρίσκονταν όλα τα έγγραφα του λογαριασμού. Μεταξύ των τεκμηρίων που κατέθεσε (Τεκμήρια 4 έως 9) περιλαμβάνονταν και οι επίδικες συμφωνίες. Περιέγραψε αναλυτικά τη σύναψη της επίδικης συμφωνίας, το άνοιγμα του επίδικου λογαριασμού δανείου, των εξασφαλίσεων που δόθηκαν (εγγύηση και υποθήκη), καθώς και όλα τα έγγραφα που ήταν αναγκαία για το άνοιγμα και τη λειτουργία του επίδικου λογαριασμού. Εξήγησε ότι αφού ο λογαριασμός σταμάτησε να εξυπηρετείται, η Τράπεζα κάλεσε επανειλημμένα τόσο προφορικά όσο και γραπτώς τους εφεσείοντες να διευθετήσουν τις υποχρεώσεις τους αλλά αυτοί αρνήθηκαν να το πράξουν και ότι απεστάλη στους εφεσείοντες επιστολή τερματισμού (Τεκμήριο 8). Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι γνώριζε τους εφεσείοντες πολύ πριν από την σύναψη της επίδικης συμφωνίας αφού ήταν πελάτες της Τράπεζας, ότι αυτοί κατά τον χρόνο που προηγήθηκε της επίδικης χρηματοδότησης αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα και ότι ζήτησαν να γίνει διακανονισμός των λογαριασμών τους με την Τράπεζα. Γίνονταν συζητήσεις μεταξύ της Τράπεζας και του εφεσείοντα 2, πατέρα του εφεσείοντα 1 και έπειτα ενημερωνόταν και συμφωνούσε και ο εφεσείοντας 1. Ανέφερε επίσης ότι ο συγκεκριμένος δανεισμός έγινε με τη μορφή στεγαστικού δανείου, κάτι που επεδίωκαν οι εφεσείοντες για να επωφεληθούν χαμηλότερου επιτοκίου (κυμαινόμενο με βασικό επιτόκιο 4,5% και περιθώριο 1,25%) στο όνομα του εφεσείοντα 1 για να εξοφληθεί το χρέος της οικογενειακής επιχείρησης. Τόνισε ότι ήταν με τη σύμφωνη γνώμη όλων των εφεσειόντων ώστε το επίδικο δάνειο να δοθεί με τη μορφή στεγαστικού δανείου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Ε.2 αφού τον έκρινε ειλικρινή και τα όσα κατέθεσε ήταν τεκμηριωμένα και βασίζονταν στην έγγραφη μαρτυρία. Η μαρτυρία του περιστράφηκε σε γεγονότα που γνώριζε προσωπικά ή περιήλθαν σε γνώση του από τη θέση που κατείχε στη Τράπεζα ή διαφαίνονταν από τα έγγραφα της Τράπεζας.
Ο Μ.Ε.3 ήταν από το 2004 μέχρι το 2012 Διευθυντής του Κέντρου Επιχειρήσεων της Τράπεζας στη Λεωφόρο Μακαρίου Γ’ στη Λεμεσό και είχε υπό την επίβλεψη του δανειοδοτήσεις της οικογενειακής επιχείρησης των εφεσειόντων, Fashion Magazine O.C. Ltd η οποία αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. Μέσα στο πλαίσιο αυτών των προβλημάτων είχαν γίνει διαβουλεύσεις μεταξύ της Τράπεζας και του εφεσείοντα 2 για αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών. Κατέθεσε στο Δικαστήριο τα έγγραφα της υποθήκης και την εντολή πληρωμής (Τεκμήριο 12) που υπέγραψε ο εφεσείων 1 για μεταφορά του ποσού του δανείου σε λογαριασμούς που ο ίδιος υπέδειξε. Αντεξεταζόμενος ο Μ.Ε.3 παρέθεσε λεπτομέρειες σχετικά με τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η οικογενειακή επιχείρηση των εφεσειόντων και διευκρίνισε ότι στις συζητήσεις με τον εφεσείοντα 2, ο τελευταίος εισηγήθηκε στην Τράπεζα όπως συνάψουν στεγαστικό δάνειο για να επωφεληθούν οι εφεσείοντες το χαμηλό επιτόκιο, δηλαδή 5,75% αντί 9%, κάτι που η Τράπεζα είχε ξανακάνει με πελάτες που ήθελε να βοηθήσει. Ανέφερε ότι ο ίδιος εξήγησε στον εφεσείοντα 1 όλα τα σχετικά με το επίδικο δάνειο, το οποίο έγινε στο όνομα του τελευταίου ο οποίος υπέγραψε όλα τα σχετικά έγγραφα τα οποία κατατέθηκαν ως τεκμήρια και με τα λεφτά του δανείου εξοφλήθηκαν μεταξύ άλλων υποχρεώσεις της Fashion Magazine O.C. Ltd. Τόνισε ότι στην παρούσα υπόθεση όλα έγιναν φανερά και εμφαίνονται στα έγγραφα που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια ενώπιον του Δικαστηρίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας την μαρτυρία του Μ.Ε.3 ανέφερε ότι αυτός λόγω της θέσης που κατείχε στη Τράπεζα και της προσωπικής γνώσης των γεγονότων της υπόθεσης και αφορούσαν το επίδικο δάνειο, απάντησε με σαφήνεια, τεκμηριωμένα και αρκούντως αναλυτικά σε όλα τα ζητήματα που τέθηκαν κατά την αντεξέταση του. Υπέδειξε ακόμη ότι η μαρτυρία του, όπως και του Μ.Ε.2 παρέμεινε αναντίλεκτη εφ’ όσον οι εφεσείοντες δεν προσκόμισαν μαρτυρία για να την αντικρούσουν και ως εκ τούτου έγινε δεκτή στην ολότητα της. Για το ζήτημα της αναντίλεκτης μαρτυρίας θα επανέλθουμε στη συνέχεια.
Δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε και εξέτασε τη μαρτυρία των Μ.Ε. 2 και Μ.Ε.3 η οποία έγινε σε συνάρτηση με τη δικογραφία και τα κατατεθειμένα ενώπιον του Δικαστηρίου τεκμήρια. Οι περί του αντιθέτου εισηγήσεις της πλευράς των εφεσειόντων δεν γίνονται αποδεκτές.
Με βάση τα πιο πάνω ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόμενο στη μαρτυρία του εφεσείοντα 2 (Μ.Υ.1) υπέδειξε ότι αυτός αναφέρθηκε στην επιχειρηματική δραστηριότητα της οικογένειας του η οποία αρχικά ήταν επιτυχής, στην ίδρυση της Fashion Magazine O.C. Ltd, της οποίας ήταν ο μόνος μέτοχος και διευθυντής, ως επίσης στα οικονομικά προβλήματα που ξεκίνησαν περί τα έτη 2005 – 2006 τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά, έκρινε ότι δεν είχαν αξία ή σημασία ως προς τα επίδικα γεγονότα αλλά και ήταν εκτός δικογραφίας ενώ δεν επιρρίπτονταν ευθύνες στην Τράπεζα, ούτε και προέκυπτε ότι ευθυνόταν η Τράπεζα για αυτά. Εν συνεχεία το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στις σελίδες 15 και 16 της εκκαλούμενης απόφασης τα ακόλουθα:
«Ο κ. Α. Αργυρού (Μ.Υ.1), χαρακτήρισε το Τεκμ. 13 ως προσφορά, κάτι όμως που δεν συνάδει με το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού εφόσον αυτό είναι επιστολή και/ή έγγραφο ανειλημμένης υποχρέωσης των εναγόντων το οποίο ως ανέφερε και ο Μ.Ε. 3, έγινε μετά από αίτημα των εναγομένων και υπήρξε η έγκριση για να απαλλαγούν κάποιες υποθήκες έναντι πληρωμής κάποιου ποσού όπως σε αυτό ρητά καθορίζεται. Επομένως η διαφορετική εικόνα που προσπάθησε να προσδώσει σε αυτό το έγγραφο ο Μ.Υ.1 δεν είναι πειστική και ξεφεύγει από ό,τι ρητά αναφέρεται σε αυτό και προς τούτο τα όσα ανέφερε ο κ. Θρασυβούλου (Μ.Ε.3) σε σχέση με τις συνθήκες υπογραφής του γίνονται αποδεκτά εφόσον συνάδουν απόλυτα και με όσα αναγράφονται στο τεκμήριο αυτό.
Ούτε οι ισχυρισμοί του ως άνω μάρτυρος περί απειλών και ψευδών περιστάσεων από τους ενάγοντες έχουν αποδειχθεί, παρέμειναν αόριστοι αλλά ούτε και έχουν δικογραφηθεί και ως εκ τούτου δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί. Κατά την αντεξέταση του κ. Α. Αργυρού (Μ.Υ.1) προέκυψε ότι λόγω των οικονομικών προβλημάτων της οικογενειακής επιχείρησης ήταν σε επαφή με την τράπεζα, συγκεκριμένα, όπως ανέφερε, πήγαινε τακτικά στην Τράπεζα και συζητούσε τρόπους για να σώσει την εταιρεία του την Fashion Magazine Ο.C Ltd. Ο ισχυρισμός του μάρτυρος περί εκβιασμού του γιού του από τον ίδιο και τον κ. Θρασυβούλου για να υπογράψει την επίδικη συμφωνία δανείου είναι ατεκμηρίωτος, δεν είναι δικογραφημένος και αποσκοπούσε στο να υποστηρίξει την δική του εκδοχή σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης ότι τάχα ο υιός του ήταν αμέτοχος και δεν υπέγραψε με την θέληση του κάτι που δεν αποδέχομαι λαμβάνοντας υπόψη τόσο την ηλικία που αυτός είχε κατά τη σύναψη της συμφωνίας του όσο και την προσωπική επιχειρηματική δραστηριότητα του ίδιου, που από μόνη αποδεικνύει ότι γνώριζε από εμπορικές και τραπεζικές συναλλαγές, πρακτικές και διευκολύνσεις. Ο κ. Α. Αργυρού (Μ.Υ.1) και εναγόμενος 2 σημειώνω ότι δεν αμφισβήτησε την δοθείσα από αυτόν εγγύηση και συγκεκριμένα ανέφερε ότι με την θέληση του υπέγραψε τη συμφωνία εγγύησης. Τα όσα δε ανέφερε καταλογίζοντας ευθύνη στους ενάγοντες για τον τρόπο που χειρίστηκαν την περαιτέρω δανειοδότηση τους με την ως άνω εταιρεία του υπό εκκαθάριση και τι υπέκρυπτε δεν συνάδουν με όσα περιέχονται στα έγγραφα της επίδικης δανειοδότησης του εναγομένου 1 και τα τεκμήρια 14 και 15 που αφορούσαν την αίτηση και διάταγμα εκκαθάρισης της ως άνω εταιρείας πλην του ότι δεν έχουν δικογραφηθεί και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αξιολογηθούν δεν μπορεί επιπρόσθετα να τους αποδοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα εφόσον δεν τέθηκαν υπόψη των μαρτύρων που κατέθεσαν για τους ενάγοντες για να τα σχολιάσουν και αν ήταν σε γνώση τους αυτό το ζήτημα όταν προέβαιναν σε πρόταση διευθέτησης των υποχρεώσεων των εναγομένων και των επιχειρήσεων τους.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντικρύζοντας σφαιρικά τη μαρτυρία του εφεσείοντα 2 ανέφερε ότι ήταν άτομο που ασχολείτο χρόνια με το εμπόριο, ήταν έμπειρος επιχειρηματίας που είχε συχνές συνδιαλλαγές με τράπεζες, συναλλασσόταν και διαπραγματευόταν με αυτές όπως και με την Τράπεζα και ότι ήταν φανερή η προσπάθεια του για απαλλαγή των εφεσειόντων από τις υποχρεώσεις τους επιρρίπτοντας ευθύνες στην Τράπεζα για την οικονομική κατάρρευση της οικογενειακής του επιχείρησης και εταιρείας η οποία τέθηκε υπό εκκαθάριση λόγω παράλειψης της Τράπεζας να τη χρηματοδοτήσει περαιτέρω έγκαιρα, προσπαθώντας παράλληλα να πείσει, ανεπιτυχώς, ότι ο υιός του, εφεσείων 1, ήταν άμοιρος ευθυνών. Απέρριψε τη μαρτυρία του ως εκ των υστέρων κατασκευασμένη και αποσκοπούσα στην απέλπιδα προσπάθεια των εφεσειόντων που κατέβαλαν για να πείσουν για τη θέση τους περί σύναψης μιας παράνομης συμφωνίας και ως εκ τούτου άκυρης η οποία συμπαρέσυρε τις αξιώσεις της εφεσίβλητης εναντίον όλων των εφεσειόντων.
Όσον αφορά τη μαρτυρία του εφεσείοντα 1 (Μ.Υ.2), το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι από αυτή προέκυπτε ότι αυτός γνώριζε για τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η οικογενειακή επιχείρηση των εφεσειόντων πολύ πριν από την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στη συνέχεια (μεταξύ άλλων) τα ακόλουθα:
«Αναφέρει ότι υπέγραψε την επίδικη συμφωνία δανείου κατόπιν προτροπής του πατέρα του. Η παραδοχή του ότι ο κ. Θρασυβούλου (Μ.Ε.3) του είχε εξηγήσει στην παρουσία των γονιών του των εναγομένων 2 και 3 τη σημασία του δανείου που θα συνήπτε και την δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν η οικογενειακή τους επιχείρηση και δεν δίστασε, όπως ο ίδιος παραδέχθηκε (…), να εμπλακεί συνάπτοντας ο ίδιος δάνειο με σκοπό να βοηθήσει για να ξεπεράσουν αυτά τα προβλήματα. Αυτά δεν μπορούν να αναχθούν σε εκβιασμό εκ μέρους της τράπεζας η οποία ασφαλώς και επεδίωκε τη διασφάλιση της αποπληρωμής τους. Του εξήγησε τις συνέπειες που θα είχε η μη διευθέτηση των υποχρεώσεων της οικογενειακής τους επιχείρησης και επέλεξε να εμπλακεί για να διασωθεί. Παραδέχθηκε ότι του εξηγήθηκε από τον κ. Θρασυβούλου (Μ.Ε.3) ότι το δάνειο θα ήταν προσωπικό στο όνομα του για να εξοφληθούν χρέη της οικογενειακής επιχείρησης κάτι που επιδίωκε ο πατέρας του εναγόμενος 2 με τις συνεχείς όπως ο ίδιος ανέφερε επαφές και παραστάσεις που είχε με την τράπεζα για να εξευρεθούν τρόποι διευθέτησης αυτών των δανειακών υποχρεώσεων που είχαν καταστεί προβληματικές.
Κατά την αντεξέταση του ο κ. Στ. Αργυρού (Μ.Υ. 2), αφού αναγνώρισε την υπογραφή του στην επίδικη συμφωνία δανείου παραδέχθηκε ότι την υπέγραψε κατόπιν συμβουλής του πατέρα του και έχοντας του εμπιστοσύνη για να επωφεληθεί η εταιρεία του πατέρα του, όπως είπε. Η πιο πάνω παραδοχή του έρχεται σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του για ψευδή τίτλο του δανείου, εξ' ου και δεν προέβη σε οποιαδήποτε καταγγελία όπως παραδέχθηκε κατά την αντεξέταση του. Ο Μ.Υ. 2 αναγνώρισε την υπογραφή του στο Τεκμ. 12 που είναι η εντολή πληρωμής και στο Τεκμ. 5 που είναι το έγγραφο/επιστολή ανειλημμένης υποχρέωσης. Περαιτέρω από την αντεξέταση του Μ.Υ.2, προέκυψε ότι και ο ίδιος όταν επέστρεψε από τις σπουδές του, σε αντίθεση με όσα ανέφερε ο πατέρας του, ασχολήθηκε με τον τομέα της ένδυσης, είχε δική του εταιρεία και εξακολουθεί να ασχολείται με την ένδυση και επίσης παραδέχτηκε ότι ο πατέρας του τον ήθελε πάντα κοντά του «κατά ένα περίεργο τρόπο» όπως ανέφερε χαρακτηριστικά. (…). Αναγνώρισε και την υπογραφή του στο έγγραφο Υποθήκης και παρόλο ότι είναι η οικογενειακή κατοικία, το σπίτι ήταν από παλιά, όπως ανέφερε, στο όνομα του. (…). Παραδέχθηκε όμως ταυτόχρονα ότι όλα τα ζητήματα που αφορούσαν τον επίδικο λογαριασμό τα χειριζόταν ο πατέρας του δηλαδή ο εναγόμενος 2. (…).
Ο κ. Στ. Αργυρού (Μ.Υ.2), μου προκάλεσε πτωχή εντύπωση και όχι ειλικρινούς μάρτυρος. Δεν προσήλθε για να πει την αλήθεια και η παρουσία του δεν αποσκοπούσε σε τίποτε άλλο παρά στην αποποίηση των ευθυνών του από την ανάμειξη του στα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η οικογενειακή τους επιχείρηση με τη σύναψη εκ μέρους του προσωπικού δανείου το οποίο θα διατίθετο προς όφελος της οικογενειακής επιχείρησης. Η μαρτυρία του ήταν προσαρμοσμένη και διαπνεόταν, ως είναι η διαπίστωση μου, από την πιο πάνω προσπάθεια τόσο αυτού όσο και του πατέρα του Μ.Υ.1. Παρακολουθώντας τον να καταθέτει ήταν διάχυτη η εντύπωση που προκαλούσε ότι ήθελε να αποκρύψει ότι ο ίδιος διαθέτει εταιρεία που δραστηριοποιείται στον τομέα του λιανικού εμπορίου ειδών ένδυσης λέγοντας ότι εργάζεται σε κατάστημα ως υπάλληλος και αργότερα παραδεχόμενος ότι διαθέτει δική του εταιρεία στην οποία όμως επέμενε ότι ήταν υπάλληλος σε κατάστημα της, παρόλο ότι προηγουμένως είχε πει ότι μετά την επιστροφή του από τις σπουδές του προσπάθησε να δημιουργήσει κάτι μόνος του, μια μικρή εταιρεία για να εργαστεί ξεχωριστά από την οικογένεια του για λόγους προσωπικούς. Μάλιστα, σε παρέμβαση του ίδιου του Δικαστηρίου για να διαφωτίσει αυτή τη πτυχή της μαρτυρίας του, σε ερώτηση αν η εταιρεία που εργάζεται τώρα είναι δική του απάντησε ως εξής «Στην τωρινή; είναι δική μου, είμαι υπάλληλος». Δέχθηκε ότι η επιχειρηματική του δραστηριότητα συνεπαγόταν άνοιγμα λογαριασμών σε τράπεζα, εντούτοις σκόπιμα όπως κρίνω, δεν ήταν σαφής αν το επίδικο δάνειο το είχε συνάψει πριν ο ίδιος δραστηριοποιηθεί επιχειρηματικά όταν σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του ανέφερε ότι είχε δραστηριοποιηθεί σε αυτόν τον τομέα αμέσως μετά που επέστρεψε από τις σπουδές του και σε άλλο σημείο πάνω στο ίδιο ζήτημα απάντησε με τη φράση «λογικά ναι» σε ερώτηση αν είχε την δική του εταιρεία πριν τη σύναψη της επίδικης συμφωνίας παραδεχόμενος ταυτόχρονα ότι ήξερε από συμφωνίες και είχε συνεργασία με τράπεζες εφόσον διατηρούσε τραπεζικό λογαριασμό και ο ίδιος. Δεν κρίνεται δε ειλικρινής και ως προς τη θέση του ότι ενώ αναγνώρισε την υπογραφή του στο Τεκμ. 4 (επίδικη συμφωνία δανείου) όπου αναγράφεται ρητά ότι αναγνωρίζει την λήψη του ποσού του δανείου δηλαδή των Λ.Κ.100.000,00 εντούτοις στη συνέχεια ανέφερε ότι δεν έλαβε τίποτε σε μετρητά και προσποιήθηκε άγνοια αν αυτό το ποσό είχε μεταφερθεί αλλού. Ισχυρίστηκε ότι δεν είχε διαβάσει την επίδικη συμφωνία πριν την υπογράψει λέγοντας ότι την υπέγραψε κατόπιν συμβουλής του πατέρα του τον οποίο και εμπιστευόταν. Ο μάρτυς όμως διαψεύδεται και από την υπογραφή του στο Τεκμ. 12 στο οποίο φαίνεται ότι το ποσό του δανείου μεταφέρθηκε στον προσωπικό του λογαριασμό ταμιευτηρίου και ακολούθως διανεμήθηκε σε διάφορους λογαριασμούς τόσο δικούς του όσο και του πατέρα του και της οικογενειακής τους εταιρείας όπως παρόμοια και από το Τεκμ. 5, το οποίο επίσης αναγνώρισε ότι υπέγραψε. Πέραν όμως των πιο πάνω ο μάρτυς φανερά δεν έλεγε την αλήθεια και όταν ρωτήθηκε για τον τρόπο αποπληρωμής του δανείου του και παρόλο ότι παραδέχθηκε ότι είχε υπογράψει το έγγραφο Τεκμ. 5 και ακολούθως την συμφωνία δανείου (Τεκμ. 4) ανέφερε χαρακτηριστικά «ναι το αναγράφει αυτό. Όμως επαναλαμβάνω ότι δεν μου δόθηκε εντολή προσωπική εμένα να πληρώνω αυτό το συγκεκριμένο ποσό.» Και όλα αυτά ενώ είχε υπογράψει τα σχετικά έγγραφα. Κατά την αντεξέταση του σε σχετικές ερωτήσεις, ενώ προηγουμένως είχε αναφέρει ότι εμπιστευόταν πλήρως τον πατέρα του υπογράφοντας χωρίς να διαβάζει καν τα έγγραφα που του υποδείκνυε στην τράπεζα να υπογράψει στο τέλος και πάλι για δημιουργία και μόνον εντυπώσεων παρουσίασε τις σημερινές τους σχέσεις προβληματικές που δεν οφείλονται όμως μόνο στην παρούσα υπόθεση. Για όλους αυτούς τους λόγους κρίνω ότι δεν ήταν ειλικρινής και η μαρτυρία του απορρίπτεται καθώς φανερά αποσκοπούσε στο να αποφύγει τις ευθύνες του. Από την ίδια τη μαρτυρία του όμως βγήκε και η αλήθεια της εμπλοκής του στην υπόθεση αυτή η οποία μπορεί να συμπυκνωθεί στην ακόλουθη απάντηση που έδωσε όταν ρωτήθηκε για την υποθήκη μιας οικίας που ήταν στο όνομα του και αν του είχαν εξηγηθεί όλα όσα υπέγραφε: Απ. «Όχι. Το μόνο που γνώριζα είναι ότι βοηθούσα την εταιρεία που ήταν η μόνη λύση γιατί αντιμετώπιζε πρόβλημα ο πατέρας μου με τη συγκεκριμένη εταιρεία με τη συγκεκριμένη τράπεζα και ότι η μόνη λύση που μπορεί να την κάμει να ξαναβγεί να ξαναπροσπαθήσει ήταν να κάνουμε δάνειο, να κάνω εγώ το δάνειο των Λ.Κ.100.000,00».
Σε σχέση με τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα 1 ότι αγνοούσε τι υπέγραφε ή και αγνοούσε τους όρους του επίδικου δανείου ή τους ισχυρισμούς του ότι προχώρησε στην υπογραφή της επίδικης συμφωνίας δανείου λόγω πίεσης που ασκήθηκε στον Μ.Ε.3 ή και κατόπιν διαβεβαιώσεων εκ μέρους του ότι δεν ήταν αυτός που θα αποπλήρωνε το εν λόγω δάνειο ή ότι η εντύπωση που του δημιουργήθηκε ήταν ότι η υπογραφή του ήταν τυπική, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά, έκρινε ότι δεν είχαν έρεισμα στη δοθείσα μαρτυρία, ακόμη και τη δική του, απορρίπτοντας τους ως νόμω και ουσία αβάσιμους και ανεδαφικούς ενώ υπέδειξε ότι τέτοιοι ισχυρισμοί ήταν εκτός δικογραφίας. Παρέπεμψε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Μακρή κ.ά. ν. Χ’’ Ευαγγέλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 203, 209 - 210 όπου εξετάζεται η υπεράσπιση του non est factum και υιοθετείται απόσπασμα από την Saunders v. Anglia Building Society [1970] 3 AII E.R. 961, 963 και επαναλαμβάνεται ο γενικός κανόνας ότι ο καθένας θεωρείται πως έχει γνώση του περιεχομένου ενός εγγράφου το οποίο υπογράφει και πως το βάρος απόδειξης σε υπόθεση που η υπεράσπιση στηρίζεται στην αρχή non est factum είναι στον εναγόμενο, δηλαδή στον εφεσείοντα 1, το οποίο είναι βαρύ («heavy»). Ορθά επίσης σχολίασε ότι σύμφωνα με την αρχή που έχει καθιερωθεί με την υπόθεση Saunders (ανωτέρω) όταν ένας ενήλικας που δεν έχει μειωμένη αντίληψη και δεν είναι αναλφάβητος «υπογράψει κάποιο έγγραφο το οποίο είναι εμφανές ότι προορίζεται να έχει νομική ισχύ, χωρίς να το διαβάσει δεν μπορεί αργότερα να αποφύγει τις συνέπειες του ακόμα και αν έχει υπογράψει βασιζόμενος στα όσα κάποιος άλλος του έχει πει σχετικά με το τι προνοεί το έγγραφο.»
Ορθά επίσης παρέπεμψε (παραθέτοντας απόσπασμα) στην Τουτζικιάν κ.ά ν. Λαϊκής Κυπρ. Τράπεζας (Χρημ.) Λτδ (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1240 όπου γίνεται αναφορά στην United Dominions Trust v. Western [1976] 2 W.L.R. 64 και λέχθηκε μεταξύ άλλων ότι:
«Στην απόφαση του το Δικαστήριο επικαλέστηκε και την απόφαση της Βουλής των Λόρδων στη Gallie v. Lee [1971] A.C. 1004 παραπέμποντας και στο πιο κάτω απόσπασμα απ΄αυτή:
«. . . a person who signs a document, and parts with it so that it may come into other hands, has a responsibility, that of the normal man of prudence, to take care what he signs, which, if neglected, prevents him from denying his liability under the document according to its tenor. I would add that the onus of proof in this matter rests upon him, i.e. to prove that he acted carefully, and not upon the third party to prove the contrary."
Σε μετάφραση:
«Πρόσωπο που υπογράφει έγγραφο, και το αποχωρίζεται με τρόπο που μπορεί να περιέλθει στα χέρια άλλων, έχει ευθύνη, εκείνη του συνηθισμένου σώφρονα ανθρώπου να προσέχει τι υπογράφει, ώστε, αν δεν το πράξει εμποδίζεται από του να αρνηθεί την ευθύνη του με βάση το έγγραφο και σύμφωνα με το περιεχόμενο του. Θα προσέθετα ότι το βάρος απόδειξης ευρίσκεται στους ώμους του, δηλαδή να αποδείξει ότι ενήργησε επιμελώς, και όχι επί των ώμων του τρίτου προσώπου να αποδείξει το αντίθετο».
Καταλήγοντας στην απόφαση αναφέρεται ότι, κάποιος που υπογράφει έγγραφο εν λευκώ, καθιστά το έγγραφο δικό του και αναλαμβάνει την ευθύνη γι΄αυτό, διακινδυνεύοντας τη δόλια συμπλήρωση του, και η υπεράσπιση non est factum δεν μπορεί να επιτύχει και δεν μπορεί αυτός να ισχυρίζεται ότι κάτω απ΄αυτές τις συνθήκες δεν υπήρξε συμφωνία (consensus ad idem). (Δέστε και Ιωάννου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τράπεζας Κύπρου Λτδ, (1999) 1 Α.Α.Δ. 1522).»
Με βάση τα πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσείοντα 1 και την απέρριψε σε όσο μέρος της δεν σύναδε με την έγγραφη μαρτυρία και τις παραδοχές του σε αυτή αλλά και με τις ίδιες του τις παραδοχές για όσα θέματα είχε ερωτηθεί κατά την αντεξέταση του.
Όπως σε σχέση με τη μαρτυρία των Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3, έτσι και σε σχέση με τη μαρτυρία των Εφεσειόντων 1 και 2 δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε το μεμπτό σε σχέση με την προσέγγιση και εξέταση της από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο την εξέτασε με βάση τις έγγραφες προτάσεις, την έγγραφη μαρτυρία, δηλαδή τα κατατεθειμένα ενώπιον του Τεκμήρια, καθοδηγούμενο ταυτόχρονα, ορθά από την νομολογία. Την εξέτασε δηλαδή στο σύνολο της (βλ. Τσεκούρα ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 563, Ιωάννου ν. Παλάζη (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 576, Παπακόκκινου κ.ά. ν. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ.1653, Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου κ.ά. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 552, σύγγραμμα Τάκη Ηλιάδη & Νικόλα Γ. Σάντη, «Το Δίκαιο Της Απόδειξης, Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές», Έκδοση 2014, σελ. 128 - 129) και την αντιπαρέβαλε και τη διερεύνησε στο σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε ενώπιον του (Φώτσιου ν. Ηροδότου (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1172, «Το Δίκαιο της Απόδειξης», σελ. 135). Όπως έχει νομολογηθεί τα επίδικα θέματα περιορίζονται σ΄ εκείνα τα οποία προσδιορίζονται στις έγγραφες προτάσεις (βλ. μεταξύ άλλων Εταιρεία Bulk Oil AG v. Α.Η.Κ. κ.ά. (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1277, Καθητζιώτης v. Μέλιος & Παφίτης (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 252, Καζάκου v. Αβρααμίδου κ.ά. (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1626, Πιττάλης κ.ά. v. Ianira Enter. Ltd κ.ά. (1997) 1(B) A.A.Δ. 814 και Τσαγγάρη v. Γαβριηλίδου κ.ά. (2003) 1(Α) Α.Α.Δ.472). Επομένως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε μαρτυρία των εφεσειόντων επειδή, μεταξύ άλλων ήταν εκτός δικογραφίας. Οι περί του αντιθέτου εισηγήσεις της πλευράς των εφεσειόντων δεν γίνονται αποδεκτές στερούμενες ερείσματος.
Με βάση τα πιο πάνω ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Στις σελίδες 5 και 6 της απόφασης του το πρωτόδικο Δικαστήριο επισήμανε τα ακόλουθα:
«Οι ενάγοντες όφειλαν με την προσκομισθείσα μαρτυρία να αποδείξουν τα ακόλουθα:
1. Το κατά πόσο ο εναγόμενος 1 συνήψε έγκυρη συμφωνία δανείου με τους ενάγοντες.
4. Το ύψος του χρέους του πρωτοφειλέτη και την ανάλογη υποχρέωση εξόφλησης από τους εγγυητές.»
Η Τράπεζα παρουσίασε ικανοποιητική μαρτυρία, μέσω των Μ.Ε 1, Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ενώ δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία των εφεσειόντων 1 και 2, πλην από κάποια μέρη αυτής ως αναφέρεται στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου έφεσης. Υπενθυμίζουμε ότι η μαρτυρία της Μ.Υ.3 κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αδιάφορη, κρίση η οποία δεν προσβάλλεται με την παρούσα έφεση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα/ συμπέρασμα ότι με την αποστολή εκ μέρους της Τράπεζας της επιστολής τερματισμού ημερομηνίας 15.9.2011 (Τεκμήριο 9) αλλά και των επιστολών ημερομηνίας 7.8.2011 και 15.11.2011 που αποστάληκαν στην ίδια διεύθυνση, που είναι και η διεύθυνση που αναγράφεται στις επίδικες συμφωνίες δανείου και εγγύησης, τερματίστηκε νομότυπα η επίδικη συμφωνία δανείου και το χρέος των εφεσειόντων κατέστη απαιτητό και πληρωτέο. Ούτε αυτό το εύρημα/συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλεται με αυτοτελή λόγο έφεσης.
Εν συνεχεία το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:
«Σύμφωνα με νομολογία μας η Υπεράσπιση αποτελεί δικόγραφο στο οποίο προσδιορίζονται οι θέσεις του εναγομένου έναντι των διεκδικήσεων του ενάγοντος και το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφασίζει για ζητήματα που δεν αποτελούν μέρος της δικογραφίας.
Εν τέλει οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν από τους εναγομένους στην Υπεράσπιση τους κρίνονται ως γενικοί και αόριστοι και σε κάθε περίπτωση παρέμειναν αναπόδεικτοι. Με τη μαρτυρία που οι ενάγοντες έχουν προσκομίσει έχει αποδειχθεί ο καταρτισμός των επίδικων συμφωνιών μεταξύ των εναγόντων και εναγομένου 1, το άνοιγμα του λογαριασμού προς όφελος του εναγομένου 1, τις υποχρεώσεις του οποίου εγγυήθηκαν γραπτώς οι εναγόμενοι 2 και 3 καθώς και ότι υπογράφτηκε η επίδικη υποθήκη. Ο τερματισμός της επίδικης συμφωνίας έχει αποδειχθεί όπως και η απαίτηση των εναγόντων εναντίον των εναγομένων με τη μαρτυρία που έχουν προσκομίσει. Όσον αφορά τις καταστάσεις λογαριασμού κρίνω ότι η μαρτυρία της κας Γεωργιάδη (Μ.Ε. 1), ήταν αξιόπιστη και ικανοποίησε το σύνολο των προϋποθέσεων του άρθρου 22 του περί Απόδειξης Νόμου και δεν έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε μαρτυρία προς αντίκρουση της. Επομένως αποδέχομαι τις καταστάσεις λογαριασμού και ότι αυτές αντικατοπτρίζουν τις δοσοληψίες στις οποίες προέβαινε για όσο λειτουργούσε ο επίδικος λογαριασμός ο εναγόμενος 1. Κατά την αντεξέταση του παραδέχθηκε ότι είχαν καταβληθεί κάποιες δόσεις έναντι του επίδικου δανείου με την τελευταία να καταβάλλεται στις 14.10.2010 και έκτοτε να μην έχει καταβληθεί οποιοδήποτε ποσό.
………………………………………………………………………………………………..
Ο εύσχημος τρόπος με τον οποίο οι εναγόμενοι προσπαθούν να αποποιηθούν της ευθύνης τους για τη σύναψη του επίδικου δανείου ξεφεύγει κατά την άποψη μου από τα πλαίσια της λογικής. Από τη μια οι ίδιοι είχαν βρεθεί σε προβληματική οικονομική κατάσταση και αναζητούσαν τρόπο απεγκλωβισμού τους από αυτή. Προς τούτο κατά παραδοχή του εναγομένου 1 αλλά και του εναγομένου 2 ότι αποτάθηκαν επανειλημμένα στους ενάγοντες σκοπεύοντας στην εξεύρεση τρόπων απεγκλωβισμού της οικογενειακής τους επιχείρησης από την δεινή κατάσταση στην οποία είχε βρεθεί. Από την άλλη οι ενάγοντες τους πρότειναν και αυτοί έλαβαν μέρος σε διεργασία εξασφάλισης των δανειακών τους υποχρεώσεων με τη σύναψη του συγκεκριμένου στεγαστικού δανείου που οι ίδιοι εισηγήθηκαν στους ενάγοντες και θα λειτουργούσε προς όφελος τους εφόσον θα επιβαρυνόταν με χαμηλότερο επιτόκιο. Μια σύμβαση αποτελείται από τους όρους της, οι οποίοι ρυθμίζουν τις σχέσεις των μερών και καθορίζουν τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα τους. Οι όροι αυτοί της συμφωνίας είτε γραπτοί είτε προφορικοί αντικατοπτρίζουν το τι είχαν οι συμβαλλόμενοι κατά νούν κατά την υπογραφή της συμφωνίας (βλ. Δημοκρατία v. Μουζούρη κ.ά. (1990) 1 ΑΑΔ 134). Επομένως κρίνω ότι η σχετική επιχειρηματολογία του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εναγομένων περί προώθησης δύο θέσεων από τους ενάγοντες δεν έχει έρεισμα από τα γεγονότα της υπόθεσης ούτε και [ότι] η μαρτυρία των εναγόντων δεν συνάδει με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς τους. Επομένως κρίνεται ως ανεδαφική η θέση του εναγομένου 1 ότι ουδέν ποσό έλαβαν από το επίδικο δάνειο, επειδή δεν τους παραδόθηκαν χρήματα σε μετρητά, με αποτέλεσμα να αμφισβητούν εκ των υστέρων τα πάντα στην προσπάθεια τους να αποποιηθούν των υποχρεώσεων τους. Παρόλα αυτά από την μαρτυρία των εναγομένων 1 και 2 προκύπτει ξεκάθαρα ότι γνώριζαν ότι ο επίδικος λογαριασμός ήταν προβληματικός και το δάνειο δεν εξυπηρετείτο. Βρίσκω στη βάση αδιαμφισβήτητης έγγραφης μαρτυρίας ότι το ποσό του δανείου εκταμιεύθηκε σύμφωνα με τους όρους της επίδικης Συμφωνίας Δανείου και ότι η περί του αντιθέτου θέση των εναγομένων είναι εντελώς ανυπόστατη και εκτός πραγματικότητας. Εξ' άλλου ο Μ.Υ. 2 αναγνώρισε την υπογραφή του στην επίδικη συμφωνία στην οποία αναφέρεται η λήψη του ποσού του δανείου και επίσης αναγνώρισε την υπογραφή του στην εντολή πληρωμής (Τεκμ. 12). Αν δεν είχαν γίνει έτσι τα πράγματα προκαλείται η εύλογη απορία προς τι τότε η υπογραφή του σε αυτά τα έγγραφα;
Το καθήκον του Δικαστηρίου είναι να διαπιστώσει κατά πόσο οι ενάγοντες έχουν αποσείσει το βάρος της απόδειξης της υπόθεσης τους επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων (βλ. Αγκαστινιώτη v. Φιλιππίδης Σπριγκ Κο Λτδ, (2000) 1(Γ) ΑΑΔ 1590, 1596 και Νικολάου v. Γεωργίου, (1993) 1 ΑΑΔ 938, 945 με παραπομπή στην Rhesa Shipping Co. S.A. v. Edmunds, (1985) 1 WLR 948, 954).»
Εν συνεχεία το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Τράπεζα απέδειξε στο βαθμό που απαιτείται την ύπαρξη της οφειλής που αξίωνε και επομένως δικαιούτο σε απόφαση σύμφωνα με την αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού.
Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά εντόπισε τα επίδικα θέματα με βάση τη Δικογραφία, προέβηκε σε αξιολόγηση της μαρτυρίας εντός των ορθών παραμέτρων, χωρίς οτιδήποτε το επιλήψιμο, όπως επεξηγούμε στο πλαίσιο του τρίτου και του τέταρτου λόγου έφεσης ενώ τα ευρήματα και συμπεράσματα στα οποία προέβηκε ήταν εύλογα. Η πλευρά του εφεσείοντα δεν έχει καταφέρει να καταδείξει ότι τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένα (βλ. μεταξύ άλλων Χ'' Μάρκου (ανωτέρω), T.J.S. Enterpr. Ltd v. Λαϊκής Κυπρ. Τράπ. (Χρηματ.) Λτδ (2005) 1(Α) Α.Α.Δ.108 και Πολάτογλου v. Μασούρα (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 150).
Οι θέσεις των εφεσειόντων περί στησίματος σκηνικού εκ μέρους της Τράπεζας διά χρηματοδότησης του εφεσείοντος 1 με ψευδείς παραστάσεις, μέσω σύμβασης στεγαστικού δανείου για εξόφληση των δανειακών υποχρεώσεων της Fashion Magazine O.C. Ltd και προς εξυπηρέτηση της ίδιας της Τράπεζας σε βλάβη των οικονομικών συμφερόντων του εφεσείοντα 1 δεν υποστηρίζονταν από τις δικογραφημένες θέσεις τους. Υπενθυμίζουμε ότι το αίτημα τους για τροποποίηση της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης τους απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο μέσω της ενδιάμεσης απόφασης του ημερομηνίας 26.6.2017.
Η επαναφορά των πιο πάνω θέσεων στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων δεν μπορούσε να διαφοροποιήσει τα δεδομένα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας αποδεχθεί την μαρτυρία των Μ.Ε. 1. Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3 και αξιολογώντας τα τεκμήρια που κατατέθηκαν ενώπιον του, ορθά απέρριψε τη θέση των εφεσειόντων περί δήθεν προώθησης δύο εκδοχών ως επίσης τη θέση ότι η μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους της Τράπεζας δεν ήταν σε συμφωνία με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της.
Με βάση τα πιο πάνω ο έκτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ορθά επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση και εισήγηση των εφεσειόντων ότι η επίδικη συμφωνία δανείου ήταν παράνομη και άκυρη με αποτέλεσμα να συμπαρασύρει σε ακυρότητα και τη σύμβαση εγγύησης, αλλά και της υποθήκης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα ως ακολούθως:
«Παρατηρώ ότι η επίκληση παρανομίας στο δικόγραφο αφορούσε διάφορα ζητήματα που άπτονταν των συμφωνηθέντων τόκων και του τερματισμού της. Συγκεκριμένα στην παρ. 4 της Υπεράσπισης γίνεται αναφορά για τους όρους της συμφωνίας που δικογραφούνται στην παρ. 4 (α),(δ),(ε) και (στ) της Έκθεσης Απαιτήσεως που όπως ανέφερα και πιο πριν άπτονται επί μέρους όρων της που αφορούσαν το συμφωνηθέν επιτόκιο, για το δικαίωμα μονομερούς μεταβολής του κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, τον τόκο υπερημερίας και τον όρο για τερματισμό της. Επομένως ως προς το γενικότερο ζήτημα όπως το θέτει στην αγόρευση του σήμερα ο ευπαίδευτος συνήγορος περί του παράνομου της συμφωνίας για τον λόγο ότι αυτή έλαβε τον τίτλο του στεγαστικού δανείου ενώ σύμφωνα με τη μαρτυρία δεν αποσκοπούσε πράγματι σε κάλυψη στεγαστικών αναγκών παρατηρώ ότι σύμφωνα με τη νομολογία η υπεράσπιση της παρανομίας θα πρέπει να εγείρεται ρητά στη δικογραφία προς ικανοποίηση των αναγκών της Δ.19 Θ.13 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Θα πρέπει να καταγράφονται ρητά τα γεγονότα που οδηγούν στην παρανομία.
Στο σύγγραμμα Bullen & Leak and Jacobs Precedents of Pleadings 12η Έκδοση στη σελ. 1106, αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Where the defendant relies upon the defence of illegality, he should distinctly raise that defence by his pleading, and should state the facts or refer to facts already stated in the Statement of Claim, so as to show clearly whot the illegality is. If a man ¨intends to charge illegality, he must state facts for the purpose of showing what the illegality is¨ (Bullvant v. Att.Gen. for Victoria (1901) A.C.196, per Lord Davey at 204».
Σύμφωνα με τα ως άνω η ανωτέρω δικογράφηση δεν καλύπτει το ζήτημα που ηγέρθη στην αγόρευση και επομένως δεν θα πρέπει να με απασχολήσει περαιτέρω.»
Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το όλο ζήτημα στο ορθό πλαίσιο και παραμέτρους.
Η πλευρά των εφεσειόντων υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει το εγερθέν, μέσω των τελικών αγορεύσεων, ζήτημα της παρανομίας, παρά το γεγονός ότι δεν δικογραφείτο εκ μέρους τους, επικαλούμενη τις υποθέσεις Ιωάννου κ.ά. ν. Μουσκαλλή κ.ά. (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1595 και Χριστοδούλου ν. Antonius H.F.M. Vraets (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 802. Παρατηρούμε ότι οι πιο πάνω υποθέσεις βασίζονται σε γεγονότα πολύ διαφορετικά από ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Στην Ιωάννου κ.ά. (ανωτέρω) κινήθηκε αγωγή για παράβαση συμφωνίας και ο εφεσίβλητος/ενάγοντας 2 ανέφερε κατά τη μαρτυρία του ότι πλήρωσε συγκεκριμένο ποσό «κάτω από το τραπέζι» ώστε να μην φαίνεται ότι ο πωλητής είχε εισπράξει τέτοιο ποσό από την πώληση του κτήματος του. Το Εφετείο αποφάσισε ότι εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε την παρανομία, έπρεπε να αρνηθεί την απόδοση θεραπείας και να απορρίψει την αγωγή. Αποφάσισε επίσης ότι όταν διαπιστώνεται από το Δικαστήριο παράνομη συναλλαγή, το Δικαστήριο οφείλει αυτεπάγγελτα να επιληφθεί του θέματος με τον ίδιο τρόπο που αυτεπάγγελτα επιλαμβάνεται θέματος έλλειψης δικαιοδοσίας. Στην παρούσα υπόθεση δεν έχουμε περίπτωση έκδηλης παρανομίας την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε. Αντίθετα το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από αξιολόγηση αποδέχθηκε αιτιολογημένα τη μαρτυρία που προσκομίσθηκε από πλευράς Τράπεζας και επομένως την εκδοχή της ενώ ταυτόχρονα απέρριψε την επί του θέματος μαρτυρία που προσκόμισαν οι εφεσείοντες, απορρίπτοντας την εκδοχή τους. Τα ίδια ισχύουν και για τη Χριστοδούλου (ανωτέρω) που αφορούσε σύμβαση μεταξύ των διαδίκων για αγορά και λαθρεμπόριο ακατέργαστων διαμαντιών στη μαύρη αγορά από την Αγκόλα και μεταφορά τους για επεξεργασία στο Βέλγιο (Αμβέρσα), με απώτερο σκοπό την αποκόμιση μεγάλου κέρδους και το διαμοιρασμό των κερδών. Το Εφετείο αποφάσισε μεταξύ άλλων ότι το Δικαστήριο οφείλει να αποστερεί το διάδικο που αναμειγνύεται σε παράνομες ενέργειες από οποιαδήποτε θεραπεία, έστω και αν επιχειρεί τεχνηέντως να θεμελιώσει τέτοια θεραπεία διατρέχοντας μέσα από διάφορες πιθανές νομικές βάσεις. Κρίθηκε ότι τύγχανε εφαρμογής το Λατινικό αξίωμα «ex turpi causa non oritur actio». Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει καταδειχθεί αξίωση που να βασίζεται σε παράνομη ενέργεια.
Με βάση τα πιο πάνω ο έβδομος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Απομένει ο πέμπτος λόγος έφεσης όπου προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η μαρτυρία του Μ.Ε.3 παρέμεινε αναντίλεκτη. Έχοντας υπόψη την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε.3 από το πρωτόδικο Δικαστήριο και την αποδοχή της, η οποία εξετάστηκε στο πλαίσιο του τρίτου λόγου έφεσης και δεν εντοπίστηκε οτιδήποτε το μεμπτό σ’ αυτή, κρίνουμε ότι η εξέταση του λόγου αυτού έφεσης θα αποτελούσε ακαδημαϊκό εγχείρημα και πράξη επί ματαίω. Είναι γνωστό ότι τα Δικαστήρια δεν εξετάζουν θέματα ακαδημαϊκά ούτε πράττουν επί ματαίω (βλ. μεταξύ άλλων Polytropo Advertising Ltd v. Adboard Ltd (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1486, Olympic Building and Metal Construction Ltd v. Παπαϊωάννου (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1958, Mohammed v. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 753, Γενικός Εισαγγελέας ν. Tudor (2011) 1(B) Α.Α.Δ. 1176 και Ρωσική Ομοσπονδία (Αρ. 1) (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 20).
Με βάση τα πιο πάνω ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Συνεπεία των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €4.000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο