GEORGIOS TSINTSARATZE v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 139/2025, 141/2025, 30/10/2025
print
Τίτλος:
GEORGIOS TSINTSARATZE v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 139/2025, 141/2025, 30/10/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

30 Οκτωβρίου 2025

 

[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 139/2025)

 

GEORGIOS TSINTSARATZE,

Εφεσείων,

 

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ.: 141/2025)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ,

Εφεσείων,

 

v.

 

 1. ΔΑΜΙΑΝΟΥ ΔΑΜΙΑΝΟΥ,

   2. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΣΙΝΤΑΡΑΤΖΕ,

Εφεσιβλήτων.

________________________

 

Α. Κληρίδης για Φοίβο, Χρίστο Κληρίδη Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα στην 139/2025 και για τον Εφεσίβλητο 2 στην 141/2025.

Ε. Κωνσταντίνου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη στην 139/2025 και για τον Εφεσείοντα στην 141/2025.

Δ. Νικολετόπουλος για Ε. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο 1 στην 141/2025. 

Εφεσείων/ Εφεσίβλητος 2 αντίστοιχα παρών.

Εφεσίβλητος 1 απών.

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Κατηγορητήριο, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, το οποίο αφορούσε κατηγορίες κατοχής και διανομής παιδικής πορνογραφίας, κατά παράβαση του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου, Ν.91(I)/2014, στρεφόταν εναντίον τριών κατηγορουμένων. Εναντίον του κατηγορουμένου 2, η υπόθεση είχε ολοκληρωθεί από τις 20.11.2020, με επιβολή ποινής σε αυτόν. Παρέμεινε, συνεπώς, εναντίον των κατηγορουμένων 1 και 3, εφεσιβλήτων 1 και 2 στην 141/2025, αντιστοίχως.

 

Οι παρούσες εφέσεις ακούστηκαν μαζί γιατί αφορούν την ίδια απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία επιβλήθηκε ποινή στους κατηγορουμένους 1 και 3 στην εν λόγω υπόθεση, κατόπιν παραδοχής τους στις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν.

 

Η έφεση 139/2025 αποτελεί έφεση του κατηγορουμένου 3 εναντίον της ποινής που του επιβλήθηκε. Ο μοναδικός λόγος έφεσης προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα, αποφάσισε να μην αναστείλει την ποινή φυλάκισης στη βάση της αιτιολογίας που έδωσε, ως εμφαίνεται στο κείμενο της απόφασης της ποινής.

 

Η έφεση 141/2025 αποτελεί έφεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας εναντίον της ποινής που επιβλήθηκε και στους δύο κατηγορουμένους/εφεσίβλητους. Προβάλλονται έξι λόγοι έφεσης, με κάθε έναν από αυτούς να αφορά την ξεχωριστή ποινή που επιβλήθηκε στους εφεσίβλητους στην κάθε κατηγορία που αντιμετώπιζαν. Συναφώς, προβάλλεται ότι η ποινή αυτή είναι έκδηλα ανεπαρκής, λαμβανομένων υπ' όψιν, σωρευτικά, της σοβαρότητας του αδικήματος, των προβλεπόμενων από τον νόμο ποινών και της νομολογίας, των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, της έξαρσης στη διάπραξη των συγκεκριμένων αδικημάτων, της ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικών ποινών, καθώς και της ανάγκης για γενική και ειδική πρόληψη και αποτροπή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως περαιτέρω προβάλλεται, δεν έλαβε υπ' όψιν καθόλου τους επιβαρυντικούς παράγοντες βάσει των αδικημάτων και των γεγονότων της υπόθεσης. Αναφορικά με τους δύο λόγους έφεσης που αφορούν τον εφεσίβλητο 1, προβάλλεται περαιτέρω, ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στους μετριαστικούς του παράγοντες.

 

Έχουμε την άποψη ότι είναι ορθότερο να ξεκινήσουμε την εξέταση των εφέσεων από την 141/2025, η οποία προσβάλλει την ορθότητα των ποινών που επιβλήθηκαν. Χρήσιμο είναι να τεθεί το αντικείμενο της υπό κρίση υπόθεσης, ως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση.  

 

Ο εφεσίβλητος 1 κρίθηκε ένοχος, μετά από δική του παραδοχή, σε μία κατηγορία κατοχής παιδικής πορνογραφίας, κατά παράβαση του Άρθρου 8(1) του Ν. 91(I)/2014, και μία κατηγορία διανομής παιδικής πορνογραφίας, κατά παράβαση του Άρθρου 8(3) του ιδίου νόμου. Οι κατηγορίες απέδιδαν στον εφεσίβλητο 1 ότι, στις 28.10.2018, είχε στην κατοχή του 270 αρχεία φωτογραφίας με παιδικό πορνογραφικό υλικό, στα οποία απεικονίζονται παιδιά ηλικίας άνω των 13 ετών (πρώτη κατηγορία), περαιτέρω δε, ότι, μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου του έτους 2018, απέστειλε, μέσω συγκεκριμένης εφαρμογής, μία φωτογραφία με παιδικό πορνογραφικό υλικό, στην οποία απεικονίζεται παιδί άνω των 13 ετών. Το υλικό που βρέθηκε στην κατοχή του εφεσίβλητου 1 αποτελείτο από 270 εικόνες επιπέδου 1, δηλαδή εικόνες που απεικονίζουν ερωτικές πόζες με μη σεξουαλική δραστηριότητα, παιδιών άνω των 13 ετών. Σε σχέση με το αδίκημα της διανομής, επρόκειτο για εικόνα επιπέδου 1, με κορίτσι άνω των 13 ετών.

 

Ο εφεσίβλητος 2, μετά από δική του παραδοχή, βρέθηκε ένοχος σε τέσσερεις κατηγορίες, ήτοι κατοχής παιδικής πορνογραφίας, κατά παράβαση του Άρθρου 8(2) του ως άνω νόμου, κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας, κατά παράβαση του Άρθρου 8(1)(6) του ως άνω νόμου, κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας, κατά παράβαση του Άρθρου 8(1) του ως άνω νόμου και διανομής υλικού παιδικής πορνογραφίας κατά παράβαση του Άρθρου 8(3) του ως άνω νόμου. Το τι αποδίδεται στον εφεσίβλητο 2, με τις ως άνω κατηγορίες, είναι ότι την 1.11.2018, είχε στην κατοχή του 133 αρχεία φωτογραφίας με παιδικό πορνογραφικό υλικό, στα οποία απεικονίζονται παιδιά ηλικίας άνω των 13 ετών (έβδομη κατηγορία), ότι, κατά τον ίδιο χρόνο, είχε στην κατοχή του μία εικόνα με παιδικό πορνογραφικό υλικό στην οποία απεικονίζεται παιδί ηλικίας κάτω των 13 ετών (όγδοη κατηγορία), ότι, κατά τον ίδιο χρόνο, είχε στην κατοχή του 23 αρχεία video με παιδικό πορνογραφικό υλικό στο οποίο απεικονίζονται παιδιά ηλικίας άνω των 13 ετών (ένατη κατηγορία) και ότι, μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου 2018, απέστειλε μία φωτογραφία με παιδικό πορνογραφικό υλικό, στην οποία απεικονίζεται παιδί άνω των 13 ετών. Το υλικό που βρέθηκε στην κατοχή του εφεσίβλητου 2 αποτελείται από μία εικόνα παιδιού ηλικίας κάτω των 13 ετών και 133 εικόνες με παιδιά άνω των 13 ετών. Στις 133 εικόνες περιλαμβάνονται 113 εικόνες επιπέδου 1, 12 εικόνες επιπέδου 2 (δηλαδή που παρουσιάζουν σεξουαλική δραστηριότητα χωρίς διείσδυση μεταξύ παιδιών ή αυνανισμό σόλο από παιδί), τέσσερεις εικόνες επιπέδου 3 (δηλαδή σεξουαλική δραστηριότητα χωρίς διείσδυση μεταξύ ενηλίκων παιδιών) και τέσσερεις εικόνες επιπέδου 5 (δηλαδή εικόνες που περιλαμβάνουν σαδισμό ή διείσδυση από ή με ζώο). Τα 23 αρχεία video περιλαμβάνουν ένα επιπέδου 1, 12 επιπέδου 2, πέντε επιπέδου 3, τρία επιπέδου 4 και δύο επιπέδου 5. Σε σχέση με το αδίκημα της διανομής, επρόκειτο για εικόνα επιπέδου 1, με κορίτσι άνω των 13 ετών.

 

(Η αναφορά σε επίπεδα αφορά αυτά, ως καθορίστηκαν στην αγγλική υπόθεση R. v. OLIVER [2003] 1 Cr. App. R. 28 και η οποία ακολουθήθηκε σε κυπριακές αποφάσεις).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μέσα από τη διεργασία της παράθεσης των γεγονότων της υπόθεσης, των προσωπικών περιστάσεων των εφεσιβλήτων, των επιβαρυντικών και ελαφρυντικών στοιχείων, αλλά και της νομολογίας επί του θέματος, κατέληξε στην επιβολή ποινής στον εφεσίβλητο 1, άμεσης φυλάκισης 2 μηνών στην πρώτη κατηγορία και 4 μηνών στη δεύτερη κατηγορία. Στον εφεσίβλητο 2, επέβαλε ποινή άμεσης φυλάκισης 12 μηνών στην 7η κατηγορία, 18 μηνών στην 8η κατηγορία, 12 μηνών στην 9η κατηγορία και 4 μηνών στην 10η κατηγορία. Όλες οι επιβληθείσες ποινές διατάχθηκε να συντρέχουν.  

 

Προβάλλεται, από τον εφεσείοντα, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στη σοβαρότητα των αδικημάτων, ως προβάλλει από τη μέγιστη προβλεπόμενη ποινή, ούτε έλαβε υπ' όψιν την έξαρση που παρατηρείται σε αδικήματα αυτής της φύσης, ώστε η ποινή να ανταποκρίνεται στην πρόθεση του νομοθέτη για αποτελεσματική πάταξη τέτοιας φύσεως αδικημάτων. Τίθεται, παράλληλα, ότι δεν λήφθηκαν υπ' όψιν επιβαρυντικοί παράγοντες, έστω και αν τέθηκαν από το Δικαστήριο, ενώ δεν λήφθηκαν υπ' όψιν τα αγγλικά Sentencing Sexual Offences Guidelines 2014. Με αναφορά στα χαρακτηριστικά στοιχεία της κάθε κατηγορίας, τίθεται ότι δόθηκε υπέρμετρα μεγάλη βαρύτητα στις προσωπικές περιστάσεις των εφεσιβλήτων και άλλους μετριαστικούς παράγοντες, με αποτέλεσμα να έχει ασκηθεί υπέρμετρη και αδικαιολόγητη επιείκεια.

 

Από την πλευρά τους, οι συνήγοροι των εφεσιβλήτων έδωσαν έμφαση στη μη ύπαρξη πεδίου επέμβασης στην ποινή από το Εφετείο, καθώς επίσης στον χρόνο που παρήλθε από τη διάπραξη των αδικημάτων, το νεαρό της ηλικίας των εφεσιβλήτων κατά τη διάπραξη και τη μεταβολή στις περιστάσεις τους μετά από τέτοιο μεγάλο χρονικό διάστημα.

 

Έχουμε εξετάσει κάθε τι σχετικό με την παρούσα έφεση, συμπεριλαμβανομένων των θέσεων της κάθε πλευράς, υπό το φως και της σχετικής νομολογίας. Κρίνουμε ότι παρέχεται ευχέρεια παράλληλης εξέτασης όλων των λόγων έφεσης λόγω της συνάφειάς τους.

 

Στην ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΜΥΛΩΝΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 65/2017, ημερομηνίας 14.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:B537, επαναλήφθηκαν  οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας του Εφετείου προς επανακαθορισμό επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, ως τέθηκαν σε σχετικό απόσπασμα στην ΚΥΠΡΙΖΟΓΛΟΥ κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 53/2017 κ.ά., ημερομηνίας 15.12.2017:

 

«Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου επί επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, επαναλαμβάνονται στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 235/13 και 236/13, ημερομηνίας 5.10.2016, όπου λέχθηκαν τα εξής:

“Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2015  και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015).”»

 

Ανάλογες αρχές αφορούν και στην αποτίμηση των ελαφρυντικών στοιχείων, η οποία, και πάλι, ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνον όταν διαπιστώνεται λανθασμένη άσκηση αυτής της διακριτικής ευχέρειας ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της πρωτόδικης εξουσίας (ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ v. ΣΑΤΑΝΑ κ.ά (1996) 2 Α.Α.Δ. 257, ΑΝΤΩΝΙΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινικές Εφέσεις 68/2024, 71/2024, ημερομηνίας 16.7.2025). Είναι δε, σαφώς νομολογημένο ότι διαπίστωση έκδηλης ανεπάρκειας ή υπερβολής στην ποινή προϋποθέτει ύπαρξη πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή ουσιώδους απόκλισης της ποινής από το πλαίσιο το οποίο οριοθετείται από τη νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (ΓΕΩΡΓΙΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (1991) 2 Α.Α.Δ. 525).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού κατέγραψε τις προβλεπόμενες από τον νόμο ποινές ‑ 10 και 15 έτη φυλάκισης για τις κατηγορίες 1 και 2, αντιστοίχως και 10, διά βίου, 10 και 15 έτη για τις κατηγορίες 7‑10 αντιστοίχως ‑ κατέγραψε τις επιβαρυντικές περιστάσεις, ως προβλέπονται στο Άρθρο 19 του Ν.91(I)/2014. Παρέπεμψε δε, σε νομολογία επί του θέματος, μεταξύ άλλων στην ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση 71/2027, ημερομηνίας 27.9.2017 και στην ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ v. ΧΑΤΖΗΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Ποινική Έφεση 20/2021, ημερομηνίας 19.10.2021, ώστε να αναδείξει τη σοβαρότητα των αδικημάτων και την κοινωνική και ηθική απαξία που συνοδεύει τέτοια απαράδεχτη συμπεριφορά. Ανέδειξε, επίσης, τη συχνότητα διάπραξης τέτοιας φύσης αδικημάτων. Στο πλαίσιο αυτό, αναγνώρισε τη διαφορά της προβλεπόμενης ποινής στην Κύπρο, καθ' όσον αφορά παιδιά κάτω των 13 ετών αλλά και τη σημασία των ιδιαίτερων περιστάσεων της κάθε υπόθεσης, ώστε να επιβληθεί ποινή.

 

Όπως λέχθηκε στην ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ (ανωτέρω):

 

«Η εν γένει σοβαρότητα τέτοιας φύσεως αδικημάτων, η κοινωνική κοινωνική και ηθική απαξία που συνοδεύει τέτοια απαράδεκτη από κάθε άποψη συμπεριφορά και η συχνότητα, αλλά και η ευχέρεια με την οποία μπορούν να διαπράττονται τέτοια αδικήματα, είναι παράγοντες που αδιαμφισβήτητα λειτουργούν υπέρ της επιβολής αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών στις κατάλληλες περιπτώσεις. Κατευθυντήριες γραμμές έχουν δοθεί στην υπόθεση Oliver, ανωτέρω, για το πότε είναι κατάλληλη ποινή φυλάκισης, ή χρηματική ποινή, ή ποινή κοινοτικής εργασίας. Παραθέτουμε εκτενές απόσπασμα σε υποσημείωση[1]. Συνοψίζουμε δε, όσα έχουν ιδιαίτερη σημασία για την υπό εξέταση περίπτωση. Η κατοχή μεγάλου όγκου υλικού επιπέδου 1 δεν καθιστά αναγκαία την επιβολή ποινής φυλάκισης. Τέτοιο ζήτημα τίθεται σε περίπτωση που υπάρχει επίδειξη ή διανομή υλικού οποιουδήποτε επιπέδου σε άλλους ή όταν πρόκειται για κατοχή μεγάλης ποσότητας υλικού επιπέδου 2 ή μικρής έστω ποσότητας επιπέδου 3. Ποινές φυλάκισης μεταξύ έξι και δώδεκα μηνών θεωρούνται, γενικά, αρμόζουσες σε περιπτώσεις επίδειξης και διανομής μεγάλης ποσότητας υλικού επιπέδου 2 ή 3 ή κατοχής μικρής ποσότητας υλικού επιπέδου 4  ή 5. Πιο σοβαρές ποινές φυλάκισης, από 12 μήνες μέχρι 3 χρόνια είναι λ.χ. κατάλληλες σε περίπτωση κατοχής μεγάλης ποσότητας υλικού των επιπέδων 4 ή 5. Σημειώνεται, επίσης, ότι οι κατευθυντήριες γραμμές που δόθηκαν στην Oliver αναφέρονται σε ενήλικες παραβάτες μετά από ακρόαση και χωρίς προηγούμενη καταδίκη.

Στην υπόθεση Oliver, επίσης, καθορίστηκαν ελαφρυντικοί και επιβαρυντικοί παράγοντες. Στους επιβαρυντικούς, συγκαταλέγεται η επίδειξη ή η διανομή του υλικού σε παιδί, ο μεγάλος αριθμός φωτογραφιών, η οργάνωση του υλικού στον υπολογιστή με πολυσύνθετη, εξειδικευμένη (sophisticated) μεθοδολογία προς εμπορία ή ένα ψηλότερο επίπεδο προσωπικού ενδιαφέροντος, η δημόσια ανάρτηση του υλικού στο διαδίκτυο ή η διανομή του με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι πιο πιθανή η τυχαία ανεύρεση του από χρήστες οι οποίοι δεν αναζητούν πορνογραφικό υλικό. Επίσης επιβαρυντικοί παράγοντες είναι η εμπλοκή του κατηγορούμενου στην αρχική παραγωγή των εικόνων, ιδιαίτερα όταν το παιδί ανήκει στην οικογένειά του ή σε συγκεκριμένες ευάλωτες ομάδες ή σε περιπτώσεις όπου ο κατηγορούμενος καταχράται της θέσης εμπιστοσύνης που κατέχει. Από την άλλη, ελαφρυντικοί παράγοντες είναι, η παραδοχή και χωρίς ιδιαίτερη βαρύτητα, ο καλός χαρακτήρας.»

 

Στην ΧΑΤΖΗΑΘΑΝΑΣΙΟΥ (ανωτέρω), εξηγήθηκε ότι:

 

«Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε κατ' επανάληψη την ευκαιρία να καταγράψει τη σοβαρότητα των αδικημάτων αυτής της μορφής. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Xxx Niland, Ποινική Έφεση Αρ. 18/2017, ημερ. 14/2/2018, ECLI:CY:AD:2018:B79, τονίστηκαν τα ακόλουθα, τα οποία και επαναλαμβάνουμε:

«Με το Νόμο, Ν.91(Ι)/2014, εισάγονται αυστηρότερες ποινές για τα αδικήματα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών, συμπεριλαμβανομένης της παιδικής πορνογραφίας. Αναγνωρίζεται ότι αυτής της μορφής τα εγκλήματα συνιστούν σοβαρές παραβιάσεις των θεμελιακών δικαιωμάτων των παιδιών, όσον αφορά την προστασία και τη φροντίδα, που είναι αναγκαίες για την ευημερία τους. Η Κυπριακή Δημοκρατία, κατ’ ακολουθία του άρθρου 34 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, την οποία έχει υπογράψει και κυρώσει, ανέλαβε την υποχρέωση προστασίας των παιδιών από κάθε μορφή σεξουαλικής εκμετάλλευσης και σεξουαλικής κακοποίησης. Συνεπώς, η εισαγωγή αυστηρότερων ποινών από το Νόμο προέκυψε ως επιτακτική, αφού τέτοιας φύσεως αδικήματα βρίσκονται σε έξαρση και επιφέρουν ολέθριες συνέπειες.

........................................................................

Η αναχαίτηση των υπό αναφορά εγκληματικών συμπεριφορών, απότοκο των οποίων είναι η σύνθλιψη του ψυχικού κόσμου των παιδιών, ο εξευτελισμός της προσωπικότητας των οποίων συνεχίζει με την προβολή του εν λόγω πορνογραφικού υλικού, καθιστά αδήριτη ανάγκη την καταφυγή των Δικαστηρίων σε επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν ήταν ορθή πρόσδοση τόσο αποφασιστικής σημασίας στο λευκό ποινικό μητρώο και στις προσωπικές συνθήκες. Προέχει η διασφάλιση των δικαιωμάτων των παιδιών. Η δε παραδοχή, ήταν περιορισμένης σημασίας, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη αφενός ότι δεν ήταν άμεση και αφετέρου τα μηδαμινά περιθώρια αντίδρασης.»

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Xxx Νικολάου, Ποινική Έφεση αρ. 185/2016, ημερ. 20/3/2018, ECLI:CY:AD:2018:B118, αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα:

«Σε πρόσφατες αποφάσεις, επαναξιολογώντας το σοβαρό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η κυπριακή κοινωνία τα τελευταία χρόνια από σεξουαλικά αδικήματα τέτοιου είδους στρεφόμενα κατά παιδιών, τονίστηκε η ανάγκη προστασίας του παιδιού από τέτοιες επιβουλές που έχουν πάρει παγκοσμίως ανησυχητικές διαστάσεις, όπως διαφαίνεται και από την Ευρωπαϊκή Οδηγία (Explanatory Report to the Convention on Cybercrime, paragraphs 93 and 98).

......................................................................

Τέλος, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν ότι την παραγωγή τέτοιου υλικού που όχι απλώς προσβάλλει αλλά εξουδετερώνει κάθε ανθρώπινη αξία, είναι η ανώμαλη και διαστροφική αναζήτησή του από άτομα όπως ο εφεσίβλητος που την προκαλεί.»

Όπως ορθά σημείωσε το Κακουργιοδικείο, η σοβαρότητα του αδικήματος ποικίλει αναλόγως με το περιεχόμενο του πορνογραφικού υλικού. Αναφέρθηκε δε στην υπόθεση Oliver (ανωτέρω), όπου το Αγγλικό Εφετείο έθεσε υπό μορφή καθοδήγησης προς τα κατώτερα δικαστήρια κατευθυντήριες γραμμές για σκοπούς επιβολής ποινής, κατατάσσοντας το πορνογραφικό υλικό σε 5 Κατηγορίες/Επίπεδα (levels) με το υλικό στην 1η Κατηγορία να επισύρει τις ελαφρότερες ποινές, ενώ αυτό στην τελευταία Κατηγορία να επισύρει τις πλέον αυστηρές ποινές.

Δεν παρέλειψε δε να επισημάνει ότι η κατηγοριοποίηση αυτή έχει πλέον διαφοροποιηθεί και ότι οι 5 Κατηγορίες/Επίπεδα περιορίστηκαν σε τρεις. Πρόκειται για κατηγοριοποίηση που παρατίθεται στο Εγχειρίδιο "Sexual Offences Definitive Guideline" του Sentencing Council ("Definitive Guideline") το οποίο εφαρμόζεται από 1η Απριλίου 2014. Βάσει αυτών, το αδίκημα της κατοχής για τη σοβαρότερη Κατηγορία Α (διείσδυση, σαδισμός, κτηνοβασία), έχει ως εναρκτήριο σημείο (starting point) τον ένα χρόνο φυλάκισης με την ποινή αυτή να κυμαίνεται, αναλόγως ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών παραγόντων, μεταξύ 26 εβδομάδων και 3 χρόνων φυλάκισης. Η Κατηγορία Β (σεξουαλική δραστηριότητα χωρίς διείσδυση) ξεκινά από τις 26 βδομάδες φυλάκισης και κυμαίνεται μεταξύ του διατάγματος για κοινοτική εργασία μέχρι 18 μήνες φυλάκισης. Και η Κατηγορία Γ (όλες οι περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στο Α ή Β) έχει ως έναρξη το διάταγμα για κοινοτική εργασία και κυμαίνεται από μέτριας μορφής διατάγματος κοινοτικής εργασίας μέχρι 26 βδομάδες φυλάκισης.

Ορθά το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι υπάρχουν διαφορές στην Κύπρο σε σχέση με τα ισχύοντα στην Αγγλία λόγω διαφορετικών προνοιών ως προς τις προβλεπόμενες ποινές. Και τούτο ενόψει των προβλεπόμενων από την Κυπριακή νομοθεσία ποινών που, όπως ήδη έχει πιο πάνω αναφερθεί, θέτει τα 10 χρόνια ως μέγιστη ποινή για κατοχή πορνογραφικού υλικού με παιδιά άνω των 13 ετών και τη δια βίου φυλάκιση ως τη μέγιστη ποινή με παιδιά κάτω των 13 ετών. Ωστόσο καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από το Definitive Guideline στο συγκεκριμένο τομέα ως προς τους σχετικούς παράγοντες κατά την επιμέτρηση της ποινής (Λευκαρίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 135/2014 και 138/2014, ημερ. 22/11/2016, Αστυνομία ν. Πατούρη, Ποινική Έφεση αρ. 51/2020, ημερ. 3/12/2020 και Δημοκρατία ν. Κουφού, Ποινική Έφεση αρ. 94/2019, ημερ. 20/7/2021, ECLI:CY:AD:2021:B333).

Κατά την επιμέτρηση της ποινής το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε και σε προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με τις επιβληθείσες ποινές. Οι προηγούμενες αποφάσεις είναι, βεβαίως, ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας για παρόμοιας φύσης αδικήματα, χωρίς, όμως, να έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα που ο καθορισμός αρχών ενέχει, εφόσον η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που την συνθέτουν και των συνθηκών του παραβάτη (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1 και Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123).»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε τις προσωπικές περιστάσεις των εφεσιβλήτων 1 και 2 και τα όσα οι συνήγοροι τους έθεσαν ενώπιόν του προς μετριασμό της ποινής. Στο πλαίσιο αυτό, μεταξύ άλλων, σημείωσε  ότι ο εφεσίβλητος 1, ηλικίας 27 ετών, διέπραξε τα αδικήματα όταν ήταν σε ηλικία 20 ετών και έχει προχωρήσει με τη ζωή του και την επαγγελματική του καριέρα. Ο δε εφεσίβλητος 2, ηλικίας 30 ετών, από τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, παντρεύτηκε και είναι πατέρας δύο θυγατέρων ηλικίας 4.5 ετών και 7 μηνών.

 

Όσον αφορά τον εφεσίβλητο 1, χωρίς να αποδέχεται τη θέση της υπεράσπισης ότι η δραστηριότητά του περιοριζόταν σε μία μεμονωμένη ενέργεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπ' όψιν ότι είναι πρόσωπο λευκού ποινικού μητρώου το οποίο δεν διέπραξε άλλο αδίκημα μετά τη διάπραξη των υπό κρίση αδικημάτων. Περαιτέρω, την παραδοχή του, ως ένδειξη έμπρακτης μεταμέλειας αλλά και ενέργειας προς εξοικονόμηση πολύτιμου δικαστικού χρόνου, τις προσωπικές περιστάσεις αυτού και ότι από αυτόν εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η οικογένεια του αδελφού του, ο οποίος αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας. Έλαβε επίσης υπ' όψιν το γεγονός ότι, κατά τη διάπραξη των αδικημάτων, ο εφεσίβλητος 1 ήταν πρόσωπο νεαρής ηλικίας και την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη των αδικημάτων, μέρος της οποίας, όμως, οφείλετο στην υπεράσπιση. Τέλος, στάθμισε το ότι το υλικό που βρέθηκε στην κατοχή του εφεσίβλητου 1 και αυτό που διένειμε, ήταν επιπέδου 1, με παιδιά ηλικίας άνω των 13 ετών, αλλά και την απουσία επιβαρυντικών περιστάσεων δυνάμει του Άρθρου 19 του νόμου (ανωτέρω).

 

Όσον αφορά τον εφεσίβλητο 2, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα γεγονότα της υπόθεσης αποκαλύπτουν ενασχόληση, που δεν εξαντλείται σε ένα μεμονωμένο περιστατικό. Έλαβε υπ' όψιν το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσίβλητου 2, τη μη διάπραξη άλλου αδικήματος έκτοτε και την παραδοχή του. Έλαβε, επίσης, υπ' όψιν τις προσωπικές του περιστάσεις και ότι αυτές έχουν μεταβληθεί ουσιωδώς μετά τη διάπραξη των αδικημάτων, καθώς ο εφεσίβλητος 2 έχει πλέον παντρευτεί και αποκτήσει δύο παιδιά. Περαιτέρω δε, το νεαρό της ηλικίας του, κατά τη διάπραξη των αδικημάτων, την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από τότε, έστω και αν μέρος αυτής οφείλετο στην υπεράσπιση και την απουσία επιβαρυντικής περίστασης, ως η πρόνοια του Άρθρου 19 του νόμου. Στην αντίπερα όχθη, αναγνώρισε, ως επιβαρυντικό παράγοντα, το γεγονός ότι το είδος του υλικού στην κατοχή του εφεσίβλητου 2 ήταν όλων των επιπέδων (1 μέχρι 5) και περιλάμβανε μία εικόνα παιδιού κάτω των 13 ετών.

 

Είναι υπό αυτά τα δεδομένα που το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε τις πιο πάνω αναφερόμενες ποινές.

 

Όσον αφορά τον εφεσίβλητο 1 και την ποινή που του επιβλήθηκε, δεν εντοπίζουμε σφάλμα στην προσέγγιση και κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Παρά την απαξίωση που ο καθένας έχει για τέτοιας φύσης αδικήματα, η δραστηριότητα του εφεσίβλητου 1, ως ανωτέρω περιγράφεται, δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μία από τις πλέον σοβαρές του είδους. Με βάση δε, τα καθοδηγητικά κριτήρια που καθορίζει η νομολογία, δεν θα μπορούσε να διαπιστωθεί σφάλμα αρχής ως προς τον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε το ζήτημα του είδους και ύψους της ποινής. Επαναλαμβάνουμε, ότι το ζητούμενο δεν είναι το Εφετείο να υποκαταστήσει την υποκειμενική του άποψη επανακαθορίζοντας την ποινή με βάση τη δική του άποψη. Δεν θεωρούμε ότι η επιβληθείσα στον εφεσίβλητο 1 ποινή εκφεύγει των επιτρεπτών ορίων ώστε να είναι έκδηλα ανεπαρκής, παρέχοντας στο Εφετείο πεδίο επέμβασης.

 

Ούτε, όμως, κρίνουμε ότι παρέχεται πεδίο επέμβασής μας στην ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο 2 για τα σοβαρότερα, ως εκ των γεγονότων, αδικήματα που αυτός αντιμετώπιζε. Η διαφορά στη σοβαρότητα καταγράφηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την ανάλυση των όσων αφορούσαν το υλικό που βρέθηκε στην κατοχή του εφεσίβλητου 2. Προφανώς, η συμπερίληψη στο υλικό εικόνων όλων των επιπέδων αλλά και εικόνας παιδιού ηλικίας κάτω των 13 ετών, καθιστούσαν αναπόφευκτη την αυστηρότερη αντιμετώπιση του εφεσίβλητου 2, κάτι που αντικατοπτρίστηκε στην ποινή που επιβλήθηκε.

 

Και πάλι, σημειώνουμε ότι το ζητούμενο δεν είναι η ταυτοποίηση της εκάστοτε υπό κρίση υπόθεσης με προηγούμενες αποφάσεις του είδους. Η κάθε περίπτωση θα πρέπει να εξετάζεται με βάση τα δικά της δεδομένα τα οποία, ενδεχομένως να επιβάλουν αυστηρότερη αντιμετώπιση ή το αντίθετο. Δεν αποτελεί σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου η απόδοση σημασίας στα στοιχεία τα οποία λήφθηκαν υπ' όψιν κατά την επιμέτρηση της ποινής. Ούτε μπορεί να λεχθεί ότι η επιβληθείσα ποινή εκφεύγει των πλαισίων που καθορίζονται από τη νομολογία. Μεταξύ των υπολοίπων στοιχείων, αποτελεί σημαντικό παράγοντα η παρέλευση τέτοιου μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη των αδικημάτων, κατά το οποίο διαφοροποιήθηκαν δραματικά οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου 2. Είναι προφανές ότι το γεγονός αυτό άφησε το αποτύπωμά του στον καθορισμό της ποινής που επιβλήθηκε, χωρίς, όμως, να διαπιστώνεται παραγνώριση, από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, των επιβαρυντικών στοιχείων που υπάρχουν.

 

Αν και, αναφορικά με τον εφεσίβλητο 2, η ποινή που του επιβλήθηκε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επιεικής, κρίνουμε ορθότερο, υπό τας περιστάσεις, να μην επέμβουμε στο ύψος της. Έχουμε την άποψη ότι αντικειμενικά κρινόμενη, δεν εκφεύγει των επιτρεπτών ορίων ώστε να δικαιολογείται επέμβασή μας.

 

Συνακόλουθα των ως άνω, καταλήγουμε ότι οι λόγοι έφεσης που αφορούν κάθε μία από τις επιβληθείσες ποινές στερούνται ερείσματος.

 

Η έφεση 141/2025 απορρίπτεται.

 

Με την έφεση 139/2025, ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη κρίση να μην αναστείλει την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης σε αυτόν. Προβάλλεται, συναφώς, η μεταβολή, ουσιωδώς, των προσωπικών περιστάσεων του εφεσείοντα από τη διάπραξη των αδικημάτων, ως ανωτέρω περιγράφεται αλλά και το σύνολο των κριτηρίων που αφορούν το θέμα αναστολής επιβληθείσας ποινής φυλάκισης. Προβάλλεται, επίσης, ότι λανθασμένα λήφθηκε υπ' όψιν η αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος, με την εισήγηση ότι για το θέμα αυτό κριτήριο είναι η σοβαρότητα των περιστάσεων υπό τις οποίες διαπράχθηκε το αδίκημα και όχι η σοβαρότητα του αδικήματος.

 

Σε συνάρτηση με τον ως άνω λόγο έφεσης και την αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι, σύμφωνα με το Άρθρο 3(2) του περί της Υφ' Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιστάσεις Νόμου του 1972, Ν.95/1972, αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης διατάσσεται αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορούμενου (ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ v. ΤΖΙΑΟΥΧΑΡΗ, (2005) 2 Α.Α.Δ. 161).

  

Σύμφωνα με την ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ v. ΚΥΡΙΑΚΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ. 168/2016, ημερομηνίας 19.4.2018:

 

«Η απόφαση για αναστολή της ποινής ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στην απουσία δε οποιουδήποτε λάθους αρχής δεν δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου».

 

Ως εξηγείται στην ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΜΥΛΩΝΑΣ (ανωτέρω):

 

«Όπως αναλύεται το όλο ζήτημα στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930, 938‑939:

“Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων θα μπορούσε ή έπρεπε αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί το να δοθεί στον εφεσείοντα μία δεύτερη ευκαιρία (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22). Η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες ‑ είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς ‑ οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.”

Το θέμα της αναστολής παραμένει πρωτίστως εντός της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Οι μετριαστικοί όμως παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της ποινής και του ύψους της δεν μπορούν να είναι ταυτόσημοι και να αποτελούν ταυτόχρονα και αιτιολογία για την αναστολή της ποινής φυλάκισης. Το σύνολο των περιστάσεων μαζί με τα προσωπικά περιστατικά του παραβάτη θα πρέπει να αναδύουν μία εικόνα που να δικαιολογεί την απόφαση για αναστολή. Όπως για παράδειγμα η απόφαση στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσάνθου Πολ. Έφεση Αρ. 137/2015, ημερομηνίας 23.6.2018, όπου μετά την ανατροπή της πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης, προσμέτρησαν ως ιδιαίτεροι παράγοντες για αναστολή της επιβληθείσας από το Εφετείο ποινής η μεγάλη πάροδος του χρόνου και η ύπαρξη νέων δεδομένων όπως ο αρραβώνας και ο προγραμματισμός γάμου και η απόκτηση παιδιού στο μεταξύ.»  

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας το θέμα, αναφέρθηκε στις νομολογιακές αρχές που αφορούν την απόφαση για αναστολή ποινής φυλάκισης. Ως καθορίζει και η σχετική νομολογία, κατέγραψε ότι σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας. Στη βάση της σοβαρότητας των αδικημάτων, του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστάσεων των κατηγορουμένων, έκρινε ότι δεν δικαιολογείται η αναστολή των ποινών φυλάκισης που είχαν επιβληθεί.

 

 

Δεν εντοπίζουμε σφάλμα αρχής στην πρωτόδικη κρίση. Είναι προφανές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας λάβει όλα εκείνα τα στοιχεία, τα οποία λειτουργούσαν προς όφελος του εφεσείοντα, υπ' όψιν κατά την επιμέτρηση της ποινής, δεν έκρινε ότι μπορούσαν να δικαιολογήσουν την αναστολή της. Εφάρμοσε, με άλλα λόγια, το τι  αναφέρθηκε στην ΜΥΛΩΝΑΣ (ανωτέρω), αναφορικά με το ότι οι μετριαστικοί παράγοντες που λαμβάνονται υπ' όψιν για τον καθορισμό της ποινής και του ύψους της δεν μπορούν να είναι ταυτόσημοι και να αποτελούν ταυτόχρονα και αιτιολογία για την αναστολή της ποινής φυλάκισης. Αυτό, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα στοιχεία της υπόθεσης, ήτοι σοβαρότητα των αδικημάτων αλλά και των περιστάσεων της υπόθεσης, του επέτρεπαν να καταλήξει στον υπό κρίση τρόπο άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας.

 

Είναι εμφανές ότι τυχόν απόφαση για αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης δεν θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων, ως προβάλλει με βάση τα περιστατικά της υπόθεσης, ούτε θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας για αυτά, ως αναλύονται ανωτέρω στο πλαίσιο των όσων αφορούν την έφεση 141/2025.

  

Δεν θεωρούμε ότι υφίσταται πεδίο επέμβασής μας στην πρωτόδικη κρίση.

 

Κατά συνέπεια, η έφεση 139/2025 επίσης απορρίπτεται.

 

 

Αμφότερες οι εφέσεις 139/2025 και 141/2025 απορρίπτονται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται στο σύνολό της.

 

 

 

                                                          Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                          ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.             

                                                          Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο