ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 155/2022)
8 Οκτωβρίου 2025
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΞΥΡΙΧΗΣ
Εφεσείων
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑
Σ. Μιχαήλ (κα) για Ε. Μιχαήλ & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα
Ε. Κωνσταντίνου (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Πική, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Δ.: Με απόφαση του Ε.Δ. Λευκωσίας, ημερομηνίας 9.6.2022, μετά από ακροαματική διαδικασία, ο Εφεσείων κρίθηκε ένοχος για: (i) κοινή επίθεση (1η κατηγορία) κατά παράβαση του Άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, (ii) παρεμπόδιση τελωνειακού λειτουργού κατά την εκτέλεση του καθήκοντος του, κατά παράβαση του Άρθρου 89(5)(α)(δ) του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004 (Ν.94(Ι)/2004) (εφεξής «ο Τελωνειακός Κώδικας) (5η κατηγορία), (iii) παρεμπόδιση τελωνειακού λειτουργού κατά την εκτέλεση του καθήκοντος του, κατά παράβαση του Άρθρου 89(5)(β)(δ) του Τελωνειακού Κώδικα (6η κατηγορία), (iv) παράνομη επίθεση σε τελωνειακό λειτουργό κατά την εκτέλεση του καθήκοντος του, κατά παράβαση του Άρθρου 89(5)(α)(δ) του Τελωνειακού Κώδικα (7η κατηγορία).
Στις 23.6.2022 το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον Εφεσείοντα ποινή προστίμου €1.750 στην 5η κατηγορία, και €2.500 στην 7η κατηγορία, με το συνολικό πρόστιμο να ανέρχεται σε €4.250. Στην 1η και 6η κατηγορία δεν επιβλήθηκε καμία ποινή, καθότι κρίθηκε ότι τα γεγονότα περιλαμβάνονται στα αδικήματα της 5ης και 7ης κατηγορίας αντίστοιχα.
Με την έφεση προσβάλλεται η καταδίκη και η επιβληθείσα ποινή. Σημειωτέον ότι μαζί με τον Εφεσείοντα κρίθηκε ένοχη στην 8η κατηγορία και η τότε αρραβωνιαστικιά του, Κατηγορούμενη 2, στην οποία επιβλήθηκε ποινή προστίμου €600. Η Κατηγορούμενη 2, η οποία κατά τη δίκη εκπροσωπείτο από άλλο δικηγόρο δεν άσκησε έφεση.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως αυτά προκύπτουν μέσα από την αποδεκτή μαρτυρία, το βράδυ της 19.7.2016, περί ώρα 20:30, ο Εφεσείων, μαζί με την Κατηγορούμενη 2, προερχόμενοι από τα Κατεχόμενα περνούσαν πεζοί από το σημείο διέλευσης της οδού Λήδρας, προς τις περιοχές της Δημοκρατίας, τις ευρισκόμενες εντός του αποτελεσματικού ελέγχου της. Ο Εφεσείων είχε στην κατοχή του τέσσερεις συσκευασίες καπνού των 50 γραμμαρίων έκαστη, τις οποίες είχε κρύψει στις κάλτσες του, οι οποίες καλύπτονταν από μακρύ παντελόνι το οποίο φορούσε. Η μεταφορά των καπνικών προϊόντων υπόκειται σε έλεγχο από το Τμήμα Τελωνείων, βάσει του Κανονισμού για την Πράσινη Γραμμή και του Τελωνειακού Κώδικα.
Στο σημείο διέλευσης μετά την πράσινη γραμμή της οδού Λήδρας στο οδόφραγμα, υπάρχει Τελωνειακός Σταθμός, στον οποίο, το συγκεκριμένο βράδυ, βρίσκονταν σε υπηρεσία ο τελωνειακός υπάλληλός Μ.Κ.3, μαζί με τον συνάδελφό του Μ.Κ.6. Ο Μ.Κ.3 φορούσε την υπηρεσιακή στολή του Τμήματος Τελωνείου με διακριτικά της Κυπριακής Δημοκρατίας και έφερε κονκάρδα στην οποία αναγραφόταν το όνομα του με την εξουσιοδότηση του διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων για τον έλεγχο διερχόμενων πολιτών. Ο Μ.Κ.3 σταμάτησε τον Εφεσείοντα και την Κατηγορούμενη 2, στο σημείο διέλευσης, ζητώντας τους να δηλώσουν αν μετέφεραν καπνικά προϊόντα. Επειδή η απάντηση την οποία έλαβε δεν ήταν ικανοποιητική, και τα μακριά φαρδιά παντελόνια τα οποία και οι δυο φορούσαν ενίσχυαν την υποψία του ότι μετέφεραν καπνικά προϊόντα, τους ζήτησε να εισέλθουν στον σταθμό ελέγχου για περαιτέρω ερωτήσεις και έρευνα. Ενώ η Κατηγορούμενη 2 εισήλθε στο κατώφλι του σταθμού, ο Εφεσείων παρέμεινε στην είσοδο. Αντιλαμβανόμενος ότι επέκειτο σωματικός έλεγχος, ο Εφεσείων φώναξε στην Κατηγορούμενη 2, «έφκα έξω κόρη τζιαι βούρα να φύουμε», οπόταν έφυγαν και οι δυο από τον σταθμό τρέχοντας, με κατεύθυνση προς τη στοά που οδηγεί σε παρακείμενο χώρο στάθμευσης επί της οδού Αρσινόης.
Η ξαφνική τους φυγή ενίσχυσε την υποψία του Μ.Κ.3 ότι μετέφεραν καπνικά προϊόντα τα οποία θα έπρεπε να δηλωθούν. Περιπλέον, παρεμπόδισε την εκτέλεση του καθήκοντος του ως τελωνειακού λειτουργού, συνιστώντας αυτόφωρο αδίκημα για το οποίο είχε την εξουσία να τους συλλάβει, με βάση το Άρθρο 86(1) του Τελωνειακού Κώδικα. Ο Μ.Κ.3 μαζί με τον Μ.Κ.6 και ένα αστυνομικό έτρεξαν πίσω τους. Ο Μ.Κ.3 πρόλαβε την Κατηγορούμενη 2 και της έφραξε την πορεία με τα χέρια ανυψωμένα, χωρίς να έρθει σε σωματική επαφή μαζί της, και τής ανέφερε ότι βρισκόταν υπό σύλληψη από το Τμήμα Τελωνείων, αγγίζοντας την στον αριστερό ώμο. Η Κατηγορούμενη 2 προσπαθούσε να τον αποφύγει για να ξεφύγει, κινούμενη δεξιά και αριστερά, με τον ίδιο να εξακολουθεί να της φράσσει με το σώμα του την πορεία. Ξαφνικά ένιωσε κάποιον να περνάει τα χέρια του από τις μασχάλες του - που εκ των υστέρων διαπίστωσε ότι ήταν ο Εφεσείων - να τον αρπάζει βίαια, ασκώντας πίεση στην περιοχή της καρδιάς και του λαιμού, σπρώχνοντας τον προς το έδαφος, φωνάζοντας ταυτόχρονα στην Κατηγορούμενη 2 «Τρέξε φύε». Με την άμεση παρέμβαση των αστυνομικών (Μ.Κ.4 και ενός ακόμη μέλους) και του Μ.Κ.6, ο Μ.Κ.3 ελευθερώθηκε από τα χέρια του Εφεσείοντος, ο οποίος αμέσως συνελήφθη και μεταφέρθηκε στον σταθμό του Τμήματος Τελωνείων για έρευνα. Στον σταθμό μεταφέρθηκε για έρευνα και η Κατηγορούμενη 2. Σε σωματική έρευνα που έγινε από τον Μ.Κ.3, εντοπίστηκαν στην κατοχή του Κατηγορούμενου 1 τα εν λόγω καπνικά προϊόντα τα οποία έπρεπε να δηλωθούν, ενώ σε σωματική έρευνα της Κατηγορούμενης 2 δεν εντοπίστηκε οτιδήποτε το παράνομο.
Ως αποτέλεσμα της επίθεσης την οποία ο Μ.Κ.3 δέχτηκε από τον Εφεσείοντα, ένιωσε δυσφορία και λόγω προβλήματος καρδίας που αντιμετωπίζει (αρρυθμίες) μετέβη στο Τμήμα Ατυχημάτων και Επειγόντων Περιστατικών του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας για εξέταση, όπου διαπιστώθηκε ότι δεν είχε κάποιο πρόβλημα.
Πρωτοδίκως, ήταν η θέση του Εφεσείοντος και της Κατηγορούμενης 2, ότι ο Μ.Κ.3 δεν τους ζήτησε προσηκόντως να ερευνηθούν προσωπικά. Ειδικότερα, ισχυρίστηκαν (παρ. 3 εκκαλούμενης απόφασης) «ότι δεν τους ανέφερε ότι του είχε ανατεθεί και ασκούσε ένα τέτοιο καθήκον σύμφωνα με την τελωνειακή νομοθεσία, με αποτέλεσμα οι ίδιοι να μην γνωρίζουν και να μην αντιληφθούν τον θεσμικό του ρόλο, να αρνηθούν τη παράλογη, ως έκριναν υπό τις περιστάσεις, υπόδειξη του προς τον Κατηγορούμενο 1 - για να εισερχόταν στο γραφείο εντός του οποίου εκείνος βρισκόταν και να ξεντυνόταν - και να προσπαθήσουν, ως έκριναν ότι ήταν το λογικό υπό τις περιστάσεις να απομακρυνθούν από κάποιον που τους ήταν άγνωστος και ο οποίος ζητούσε από τον Κατηγορούμενο 1 κάτι τέτοιο». Στη συνέχεια λόγω της προσπάθειας του Μ.Κ.3 «να τους ακολουθήσει και ανακόψει, ο Κατηγορούμενος 1 τον αντιλήφθηκε να επιτίθεται στην Κατηγορούμενη 2, με αποτέλεσμα να πράξει προς άμυνα της, χωρίς καμία πρόθεση παρανομίας».
Η εν λόγω θέση απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως εγγενώς απίθανη, παράλογη και μη ανταποκρινόμενη στα πραγματικά γεγονότα. Ο δε Εφεσείων μαζί με την Κατηγορούμενη 2 κρίθηκαν αναξιόπιστοι. Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα από την εκκαλούμενη απόφαση:
«11. Το Δικαστήριο, έχοντας εξετάσει προσεκτικά τα πλάνα από τα ΚΚΒΠ και έχοντας πλέον άμεση αντίληψη των επίδικων περιστατικών που αυτά παρουσιάζουν, συνεξετάζοντας την μαρτυρία αυτή και με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό, κατέληξε να εκτιμήσει την μαρτυρία ως και προαναφέρθηκε. Οι Κατηγορούμενοι 1 και 2, είναι προφανές για το Δικαστήριο μέσα από την αποδεκτή μαρτυρία, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο προς τα επίδικα γεγονότα, είχαν πλήρη αντίληψη των ΜΚ3 και ΜΚ6 και ειδικότερα του ΜΚ3, της θέσεως, του ρόλου και του σκοπού τους στο συγκεκριμένο σημείο, τόσο αμέσως πριν, όσο και όταν ο ΜΚ3 τους απευθύνθηκε. Είναι περαιτέρω ξεκάθαρο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, από τις κινήσεις τους, ειδικότερα αυτών του Κατηγορουμένου 1, ότι, αυτό που πράγματι συνέβη, ήταν αυτό που οι ΜΚ3 και ΜΚ6 κατέθεσαν. Ότι δηλαδή, ο Κατηγορούμενος 1, ο οποίος, σε γνώση της Κατηγορούμενης 2, είχε ήδη αποφασίσει να πράξει, κατά την αντίληψη του, έκνομα σε σχέση με τα καπνικά προϊόντα που αγόρασε από τις περιοχές της Δημοκρατίας τις ευρισκόμενες εκτός του αποτελεσματικού ελέγχου της, και έχοντας ήδη θέσει ως στόχο του, την αποφυγή στην περίπτωση ενός τέτοιου ελέγχου του από τις αρχές του κράτους του εντοπισμού τους, όταν αντιλήφθηκε ότι σκοπός του ΜΚ3 ήταν να προβεί στις διαδικασίες για να τους γινόταν προσωπική έρευνα, έπραξε κατά τρόπο ώστε, τόσο ο ίδιος, όσο και η Κατηγορούμενη 2 αμέσως μετά, να τραπούν σε φυγή. Στα πλάνα των ΚΚΒΠ, φαίνεται πολύ καθαρά, κρίνει το Δικαστήριο, ότι οι αντιδράσεις του Κατηγορουμένου 1, ειδικότερα στο σημείο όπου επιστρέφει πίσω από την στοά που οδηγεί στον χώρο στάθμευσης μηχανοκίνητων οχημάτων που βρίσκεται επί της Οδού Αρσινόης στην οποία είχε εισέλθει, προφανώς για να δει για ποιο λόγο η Κατηγορούμενη 2 δεν τον ακολουθούσε ή γιατί καθυστερούσε, δεν ήταν του αρραβωνιαστικού που είδε έναν άγνωστο άντρα να επιτίθεται ή πως να πράττει έναντι της συντρόφου του, αλλά ενός ατόμου που, πράγματι, όπως ισχυρίστηκε ο ΜΚ3, κατάφερε να αποφύγει τον τελωνειακό έλεγχο και διέφυγε προς το παρόν, που παραμόνευε να δει αν η Κατηγορούμενη 2 θα κατάφερνε και σε «δεύτερο χρόνο» να αποφύγει τον ΜΚ3, ο οποίος την είχε προφτάσει, για να διαφύγουν μαζί.»
[Ιδία υπογράμμιση]
Ο Εφεσείων προσβάλλει την καταδίκη και επιβληθείσα ποινή με τέσσερεις λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης ισχυρίζεται ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη σε σχέση με την καταδίκη του στην 1η και 7η κατηγορία, επειδή ενήργησε με σκοπό να απελευθερώσει την Κατηγορούμενη 2 από παράνομη σύλληψη. Η νομιμότητα της σύλληψης ήταν ουσιώδους σημασίας για την υπεράσπιση του Εφεσείοντος, καθότι εάν η σύλληψη της Κατηγορούμενης 2 ήταν παράνομη, η άσκηση βίας για να την απελευθερώσει δεν συνιστά παράνομη επίθεση αλλά νόμιμη αντίσταση σε παράνομη σύλληψη. Είναι η θέση του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει το εν λόγω ζήτημα, το οποίο τέθηκε στο πλαίσιο της τελικής του αγόρευσης και συνιστούσε επίδικο θέμα.
Με τον δεύτερο λόγο υποστηρίζεται το συναφές ότι ο Εφεσείων δεν ενήργησε παράνομα καθότι τη δεδομένη χρονική στιγμή η Κατηγορούμενη 2 τελούσε υπό παράνομη σύλληψη. Η θέση αυτή στηρίζεται στη μη πληροφόρηση της Κατηγορούμενης 2 κατά τη στιγμή της σύλληψης, του λόγου για τον οποίο συνελήφθη, αντίθετα προς την επιταγή του Άρθρου 11.4 του Συντάγματος, συμφώνως του οποίου: «Πας συλλαμβανόμενος πληροφορείται κατά την στιγμήν της συλλήψεως αυτού εις καταληπτήν υπ’ αυτού γλώσσα τους λόγους της συλλήψεως αυτού …». Επισημαίνεται δε ότι το λεκτικό του Άρθρου 11(4) είναι αυστηρότερο από το λεκτικό του Άρθρου 5(2) της ΕΣΔΑ, το οποίο αναφέρει ότι «Παν συλληφθέν πρόσωπον δέον να πληροφορηθή κατά το δυνατόν συντομώτερον και εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί, τους λόγους της συλλήψεώς του …».
Ο τρίτος λόγος έφεσης στρέφεται κατά της ποινής προστίμου στην 5η κατηγορία, καθότι επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα το τριπλάσιο πρόστιμο από εκείνο που επιβλήθηκε στην Κατηγορούμενη 2 για το ίδιο αδίκημα. Εισηγείται ότι παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας που διασφαλίζει το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος, επειδή ούτε οι συνθήκες διάπραξης του συγκεκριμένου αδικήματος, ούτε οι προσωπικές τους συνθήκες δικαιολογούσαν την όποια διαφοροποίηση στην χρηματική ποινή. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η συνολική ποινή προστίμου ως έκδηλα υπερβολική, ενόψει της κακής οικονομικής κατάστασης του Εφεσείοντος. Υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο, δεν αποδέχτηκε την ετοιμασία έκθεσης από το Γραφείο Ευημερίας (παρότι ζητήθηκε από κοινού) για να διακριβώσει τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες του Εφεσείοντος, εσφαλμένα θεώρησε την τεθείσα από τον συνήγορο του δεινή οικονομική κατάσταση, ως αόριστη και ατεκμηρίωτη, παρά το γεγονός ότι αυτή δεν αμφισβητήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή. Επίσης, εισηγείται ότι το αδίκημα ήταν αποτέλεσμα στιγμιαίας αντίδρασης του Εφεσείοντος «ο οποίος επί της ουσίας ενστικτωδώς προσέτρεξε σε βοήθεια της αρραβωνιαστικιάς του».
Με τον πρώτο λόγο έφεσης τίθεται ζήτημα αναιτιολόγητης απόφασης. Η υποχρέωση των Δικαστηρίων για αιτιολογημένη απόφαση τίθεται επιτακτικά από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το Άρθρο 6.1 της ΕΣΔΑ. Η αιτιολόγηση της δικαστικής απόφασης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της δίκαιης δίκης. Στην Neophytou v. Police (1981) 2 C.L.R. 195, τονίστηκε ότι (σε μετάφραση): «Η ανάγκη για ορθή αιτιολόγηση δεν επιβάλλεται μόνο από τα συμφέροντα των διαδίκων, αλλά και από το συμφέρον του ευρύτερου κοινού για τη δέουσα απονομή της δικαιοσύνης. Η εντύπωση της αυθαιρεσίας είναι το στοιχείο που πρέπει διαρκώς να τηρείται αυστηρά εκτός της σφαίρας της δικαστικής λειτουργίας». Στην Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35, λέχθηκαν τα εξής:
«Οι αρχές που διέπουν την αιτιολόγηση της δικαστικής απόφασης δεν επιβάλλουν την επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας ή αναφορά σε κάθε πτυχή της. Ότι απαιτείται είναι ο ορθός προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων, η σύνοψη του ουσιώδους μέρους της μαρτυρίας, ο συσχετισμός της με τα ευρήματα και συμπεράσματα καθώς και η συνάρτηση της ετυμηγορίας με τα επίδικα θέματα και τα ευρήματα του δικαστηρίου. (Βλ. μεταξύ άλλων Theodora Ioannidou v. Charilaos Dikeos (1969) 1 C.L.R. 235 και Pioneer Candy Ltd v. Tryfon & Sons (1981) 1 C.L.R. 540)».
(βλ. και Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 14/2015 κ.ά., ημερ. 4.7.2017, Βασικές Πτυχές Κυπριακού Δικαίου (2003) του Γ.Μ. Πική, στη σελ. 95-97).
Στην Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490 διευκρινίστηκε ότι:
«Δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή διαπραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται. Η δραστικότητα ενός επιχειρήματος συναρτάται με την επίδραση που μπορεί να έχει στην θεώρηση των επιδίκων θεμάτων. Εφόσον επιχείρημα είναι δραστικό και παραγνωρίζεται, οι συνέπειες είναι ορατές στην απόφαση του δικαστηρίου και μπορεί να εξεταστούν στην έφεση».
(βλ. και Ανδρονίκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486, Torkian v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 178/2020, ημερ. 19.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:B463).
Το ερώτημα το οποίο τίθεται με τον πρώτο λόγο έφεσης είναι κατά πόσον η υπό αναφορά θέση ήταν δραστικής σημασίας για την υπεράσπιση του Εφεσείοντος. Η συνήγορος της Εφεσίβλητης, στο διάγραμμα αγόρευσης, εισηγείται, ότι κατά τη δίκη δεν προωθήθηκε τέτοια γραμμή υπεράσπισης από τον Εφεσείοντα, ούτε τέθηκε θέμα νομιμότητας σύλληψης της Κατηγορούμενης 2. Επομένως, κατά τη θέση της, δικαιολογημένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν πραγματεύεται τέτοιο ζήτημα στην εκκαλούμενη απόφαση. Αντιθέτως, επισημαίνει, πως η θέση του Εφεσείοντος κατά τη δίκη ήταν ότι δεν αντελήφθη το γεγονός ότι ο Μ.Κ.3 ήταν τελωνειακός λειτουργός, νομιζόμενος ότι η Κατηγορούμενη 2 δεχόταν επίθεση από κάποιον άγνωστο άντρα, με αποτέλεσμα να την υπερασπιστεί χωρίς καμία πρόθεση παρανομίας.
Προς υποστήριξη της θέσης της, η συνήγορος παραπέμπει σε αποσπάσματα από τα πρακτικά της δίκης. Συγκεκριμένα, αναφέρεται: (α) στην αντεξέταση του Μ.Κ.3 (πρακτικά ημερ. 9.2.22, σελ. 59), (β) στην αντεξέταση του Αστυφύλακα 1823, Μ.Κ.4 (πρακτικά ημερ. 11.2.22, σελ. 77), και (γ) στην αντεξέταση του Τελωνειακού υπαλλήλου Μ.Κ.6 (πρακτικά ημερ. 11.2.22, σελ. 91-92). Μάλιστα στον τελευταίο υπεβλήθη η θέση ότι ουδέποτε ο Μ.Κ.3 είπε στην Κατηγορούμενη 2 ότι τελούσε υπό σύλληψη.
Έχουμε διεξέλθει με προσοχή τα πρακτικά της δίκης και συμφωνούμε με τη θέση της συνηγόρου της Εφεσίβλητης. Πράγματι η γραμμή υπεράσπισης η οποία προωθήθηκε από τον συνήγορο του Εφεσείοντος, όπως και από τον ίδιο τον Εφεσείοντα στη μαρτυρία του, η οποία εκρίθη αναξιόπιστη, ήταν αυτή της γνήσιας πλάνης ως προς τα γεγονότα. Κατά το κοινοδίκαιο εάν ο κατηγορούμενος γνήσια και ειλικρινά πιστεύει ότι το πρόσωπο το οποίο επιχειρούσε τη σύλληψη δεν ήταν αστυνομικό όργανο, η ποινική του ευθύνη θα πρέπει να κριθεί βάσει της εσφαλμένης αντίληψης των γεγονότων (βλ. Archbold 2021, παρ. 19-321, 19-335, 19-336f). Επιπρόσθετα, παρατηρούμε πως ούτε η συνήγορος της Κατηγορούμενης 2, έθεσε κατά τη δίκη, θέμα παράνομης σύλληψής της.
Η μη υποβολή κατά την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας από τον συνήγορο του Εφεσείοντος, ζητήματος παράνομης σύλληψης της Κατηγορούμενης 2, και αντίστασης του ιδίου στην παράνομη της σύλληψη, καθιστούσαν δικαιολογημένη τη μη εξέταση του ζητήματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως λέχθηκε στην Pal κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:
«Η υπεράσπιση οφείλει να θέσει τα ζητήματα που έχει κατά νουν στους μάρτυρες κατηγορίας ώστε να έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν δεόντως. Ο κανόνας δεν διαφοροποιείται μεταξύ αστικών και ποινικών υποθέσεων. Η κλασσική τοποθέτηση επί του θέματος αφορούσε το αστικό δίκαιο. Έτσι στην Adidas Sportshunfabriken Adi Dassler KG v. The Jonitexo Ltd (1987) 1 C.L.R. 383, λέχθηκε ακριβώς ότι στο επίκεντρο του αντιπαραθετικού συστήματος δικαιοσύνης, πρέπει να τίθεται η θέση της υπεράσπισης στους μάρτυρες του ενάγοντος, το δε Δικαστήριο στην απουσία ικανής δικαιολογίας ως προς το λόγο της παράλειψης, δικαιούται να αγνοήσει την μονομερώς τεθείσα εκδοχή που προέρχεται από τον ένα και μόνο των διαδίκων».
Στην υπόθεση Τάκη ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 599, τονίστηκε ότι: «Στον κάθε μάρτυρα κατά την αντεξέταση του θα πρέπει να τίθεται η εκδοχή της άλλης πλευράς, ιδιαίτερα όταν αυτή αφορά σε ουσιαστικό γεγονός το οποίο αμφισβητείται» (βλ. και Πολυκάρπου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 149/2015, ημερ. 25.4.2017, ECLI:CY:AD:2017:D145, Phipson on Evidence, 19th edn., (2018), para. 12-35).
Υπό το φως των ανωτέρω ο πρώτος λόγος κρίνεται ανεδαφικός.
Η κατάληξη μας επί του πρώτου λόγου έφεσης προκρίνει την κατάληξη μας επί του δευτέρου, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι η βία την οποία ο Εφεσείων άσκησε κατά του Μ.Κ.3 συνιστά νόμιμη αντίσταση στην παράνομη σύλληψη της Κατηγορούμενης 2, η οποία κατ΄ ισχυρισμόν αντέκειτο στο Άρθρο 11.4 του Συντάγματος, εφόσον δεν της εξηγήθηκε, κατά τη στιγμή της σύλληψης, ο λόγος για τον οποίο συνελήφθη. Πέραν των όσων έχουμε ήδη αναφέρει, με κάθε σεβασμό, η εν λόγω θέση του συνηγόρου του Εφεσείοντος, βρίσκεται σε πλήρη αντινομία με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκ των οποίων προκύπτει σαφώς ότι η επίθεση κατά του Μ.Κ.3 αποσκοπούσε στην αποφυγή τελωνειακού ελέγχου της Κατηγορούμενης 2, μη συναρτώμενη καθ’ οιονδήποτε τρόπο με την ύπαρξη σύλληψης την οποία να θεώρησε παράνομη. Ο σκοπός της επίθεσης, συνιστάμενος, βάσει των ευρημάτων, στην αποφυγή τελωνειακού ελέγχου της Κατηγορούμενης 2, τον οποίο έλεγχο ο ίδιος ο Εφεσείων κατόρθωσε μέχρις εκείνου του σημείου να αποφύγει, στοιχειοθετεί την εγκληματική πρόθεση, αφενός για το αδίκημα της κοινής επίθεσης, αφετέρου για την επίθεση προς τον σκοπό παρεμπόδισης τελωνειακού λειτουργού κατά την εκτέλεση του καθήκοντος του.
Παρεμπιπτόντως, θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε ότι από τη μαρτυρία δεν προκύπτει παραβίαση του Άρθρου 11.4 του Συντάγματος κατά τη σύλληψη της Κατηγορούμενης 2, όπως ήταν η θέση του συνηγόρου του Εφεσείοντος. Ο Μ.Κ.3 είχε δικαίωμα να συλλάβει την Κατηγορούμενη 2 για αυτόφωρο αδίκημα βάσει του Άρθρου 86(1) του Τελωνειακού Κώδικα. Σύμφωνα με την κατάθεση του Μ.Κ.3 (Τεκμήριο 21), όταν πληροφόρησε την Κατηγορούμενη 2 ότι βρισκόταν υπό σύλληψη από το Τμήμα Τελωνείων και ενώ αυτή τον ρωτούσε τον λόγο της σύλληψης, προτού προλάβει να της απαντήσει, ξαφνικά δέχτηκε επίθεση από τον Εφεσείοντα. Η άμεση χρονική αλληλουχία των γεγονότων καταδεικνύει ότι η αδυναμία του Μ.Κ.3 να ολοκληρώσει την πληροφόρηση κατά τη στιγμή της σύλληψης, προκλήθηκε από την παράνομη επίθεση του Εφεσείοντος. Συνεπώς, η μη ολοκληρωμένη πληροφόρηση για τον λόγο σύλληψης δεν μπορεί να αποδοθεί στον Μ.Κ.3, αλλά στην παράνομη βίαιη παρέμβαση του Εφεσείοντος, η οποία και την προκάλεσε. Κατά τούτο, ο Εφεσείων δεν δύναται να οικοδομήσει επιχείρημα επί της δικής του παρανομίας για την απαλλαγή του από την ποινική ευθύνη. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο, δεδομένου ότι η επίθεση, βάσει των ευρημάτων, δεν είχε καμία σχέση με κατ’ ισχυρισμό αποτροπή παράνομης σύλληψης, αλλά αποσκοπούσε στην αποφυγή του τελωνειακού ελέγχου.
Υπό το φως των ανωτέρω ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός.
Στρεφόμενοι στην έφεση κατά της ποινής. Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ποινή προστίμου €1.750 στην 5η κατηγορία ως παραβιάζουσα την αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών που διασφαλίζει το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος, καθότι στην 1η κατηγορία, για το ίδιο αδίκημα, επιβλήθηκε στην Κατηγορούμενη 2 ποινή προστίμου €600. Η αρχή της ισότητας στη μεταχείριση των παραβατών και η σημασία της για την ορθή απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, εξηγήθηκε σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αποσκοπεί στον αποκλεισμό αυθαίρετων διακρίσεων μεταξύ κατηγορουμένων, οι οποίοι έχουν όμοιο βαθμό ποινικής ευθύνης, ένεκα του ρόλου και συνδρομής τους στη διάπραξη του αδικήματος, και των οποίων οι προσωπικές περιστάσεις δεν διαφέρουν ουσιωδώς (βλ. Sentencing in Cyprus, 2η έκδοση του Γ.Μ. Πική, σελ. 54, Ζαχαρίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 595). Για να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου θα πρέπει να υπάρχει ισχυρή ομοιότητα στη θέση των κατηγορουμένων αφενός, και ουσιώδης διαφορά στην επιβληθείσα ποινή αφετέρου, ώστε να δημιουργείται έντονο αίσθημα αδικίας στον εφεσείοντα. Όπως τονίστηκε από τον Πική, Δ., όπως ήταν τότε, στην Koukos v. Police (1986) 2 C.L.R. 1:
“For disparity to make an impact on appeal the difference between the sentences imposed must be substantial, such as to suggest, in the face of strong similarity in the position of the accused, that justice is not done and for that reason liable to generate feelings of injustice on the part of the appellant. Unjustified differences in the treatment of persons jointly accused tend to undermine faith in the law and the administration of justice”.
(βλ. και Georghiou a.o. v. The Republic (1986) 2 C.L.R. 109).
Στην υπόθεση Μπαλλής ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 273, λέχθηκαν τα εξής:
«Η ανισότητα μεταχείρισης σαν λόγος εφέσεως σπάνια είναι αποτελεσματική ως ένα ανεξάρτητο επιχείρημα, όπως αναφέρεται στο Principles of Sentencing 2nd Edition, D. A. Thomas στη σελ. 71 όπου αναφέρει ότι η ανισότητα μεταχείρισης πρέπει να είναι δυσμενής και να μη στηρίζεται σε λογικά, νομικά κριτήρια και να είναι τόσο συνταρακτική που το Εφετείο να αισθανθεί ότι ήτο υπόχρεο να μειώσει την ποινή και να αποτελεί άρνηση δικαιοσύνης που να αφήνει τον εφεσείοντα να υποφέρει από ένα μεγάλο πραγματικό αίσθημα παραπόνου. Είναι αδύνατο να καθοριστεί με ακρίβεια ο βαθμός της διαφοροποίησης ο οποίος θα είναι αρκετά σοβαρός που να δικαιολογεί τη μείωση μιας κατά τα άλλα κατάλληλης ποινής. Δηλαδή πρέπει αυτή να προκαλεί στον εφεσείοντα βάσιμο αίσθημα παραπόνου ή να είναι έκδηλη η άρνηση δικαιοσύνης».
(βλ. και Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28, Σιδερένου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 190, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 79/2019, ημερ. 27.4.2021, ECLI:CY:AD:2021:B173, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 10/2021, ημερ. 14.7.2022).
Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω αρχές στις περιστάσεις διάπραξης του ποινικού αδικήματος της πρώτης και πέμπτης Κατηγορίας, κρίνουμε ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Ο Εφεσείων διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στη διάπραξη του αδικήματος, φωνάζοντας στην Κατηγορούμενη 2 να τρέξουν για να αποφύγουν τον τελωνειακό έλεγχο. Το δε κίνητρο του ήταν ο μη εντοπισμός των καπνικών προϊόντων τα οποία ο ίδιος απέκρυπτε κάτω από το παντελόνι του, σε αντίθεση με την Κατηγορούμενη 2, η οποία δεν απέκρυπτε οτιδήποτε. Εν προκειμένω δεν τίθεται ζήτημα καταφανούς διαφοράς (glaring difference) στην ποινή μεταξύ συγκατηγορουμένων οι οποίοι βρίσκονται ουσιαστικά στην ίδια θέση, ώστε να δημιουργείται πραγματικό αίσθημα αδικίας [βλ. Brown and Others [1975] Crim. L.R. 177, η οποία ακολουθείται στην Georghiou, (ανωτέρω)]. Δεν δικαιολογείται επομένως η επέμβαση του Εφετείου.
Υπό το φως των ανωτέρω ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως έκδηλα υπερβολική η συνολική χρηματική ποινή προστίμου ανερχόμενη σε €4.250, στην οποία περιλαμβάνεται η ποινή των €2.500 στην 7η κατηγορία. Είναι η θέση του Εφεσείοντος ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική καθότι εσφαλμένα δεν λήφθηκε δεόντως υπόψη η δεινή οικονομική του κατάσταση. Επίσης, ότι η επίθεση κατά του τελωνειακού υπαλλήλου ήταν αποτέλεσμα στιγμιαίας αντίδρασης. Το δεύτερο δεν ανταποκρίνεται στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία καταγράφονται στο προαναφερθέν απόσπασμα και επομένως δεν θα μας απασχολήσει.
Σε σχέση με το πρώτο, αναφέρεται στην απόφαση ποινής ότι οι τοποθετήσεις του συνηγόρου του Εφεσείοντος ήταν γενικές, αόριστές και ατεκμηρίωτες, χωρίς προσκόμιση των απαραίτητων δικαιολογητικών στοιχείων, πράγμα το οποίο είχε ως αποτέλεσμα να δοθεί ελάχιστη βαρύτητα στην εν λόγω θέση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέβαλε στον Εφεσείοντα ποινή φυλάκισης, το οποίο είναι το σύνηθες και ενδεδειγμένο μέτρο τιμωρίας για τέτοιας φύσης αδίκημα, αφού έλαβε υπόψη το μεγάλο χρονικό διάστημα των έξι ετών που παρήλθε από τη διάπραξη του, επιβάλλοντας, αντ’ αυτού, ποινή προστίμου.
Παρά το γεγονός ότι ο συνήγορος του Εφεσείοντος δεν προσκόμισε δικαιολογητικά στοιχεία για τη δεινή οικονομική του κατάσταση, με κάθε σεβασμό προς το πρωτόδικο Δικαστήριο, η άσχημη οικονομική κατάσταση επιμαρτυρείτο από το γεγονός ότι η νομική του εκπροσώπηση ήταν με νομική αρωγή, εγκριθείσα από το Δικαστήριο, στη βάση κοινωνικοοικονομικής έρευνας από το Γραφείο Ευημερίας, η οποία ευρίσκετο στον δικαστικό φάκελο. Έχουμε ανατρέξει στην εν λόγω έκθεση, ημερομηνίας 28.8.2017, όπου αναφέρεται ότι ο Εφεσείων είναι άνεργος, και συντηρείται από Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα το οποίο λαμβάνει από το Κράτος. Δεν υπήρχε οποιοδήποτε στοιχείο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο να δεικνύει μεταβολή αυτής της κατάστασης. Κατά την αγόρευση του για μετριασμό της ποινής ο συνήγορος του επανέλαβε ότι είναι άνεργος και δεν έχει εισοδήματα. Επομένως, εσφαλμένα δόθηκε μειωμένη βαρύτητα στη δεινή οικονομική του κατάσταση του Εφεσείοντος.
Συνακόλουθα η επιβληθείσα χρηματική ποινή κρίνεται στο σύνολο της έκδηλα υπερβολική και αντικαθίσταται ως ακολούθως:
(α) στην 5η κατηγορία, ποινή προστίμου €1.000, και
(β) στην 7η κατηγορία, ποινή προστίμου €2.000.
Η συνολική ποινή προστίμου ανέρχεται σε €3.000.
Υπό το φως των ανωτέρω ο τέταρτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο