ΝΙΚΟΛΑΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ v. ΜΙΧΑΛΗ ΣΠΥΡΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ.: 157/2022, 31/10/2025
print
Τίτλος:
ΝΙΚΟΛΑΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ v. ΜΙΧΑΛΗ ΣΠΥΡΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ.: 157/2022, 31/10/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 157/2022)

 

31 Οκτωβρίου 2025

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΝΙΚΟΛΑΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ

Εφεσείων

v.

 

ΜΙΧΑΛΗ ΣΠΥΡΟΥ

Εφεσιβλήτου

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Μ. Αρμεύτης, για τον Εφεσείοντα

Σ. Χριστοδούλου για Χρίστος Μ. Τριανταφυλλίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Πική, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΠΙΚΗΣ, Δ.: Με την έφεση προσβάλλεται η καταδικαστική απόφαση του Ε.Δ. Λευκωσίας ημερομηνίας 30.6.2022, μετά από ακροαματική διαδικασία σε ιδιωτική ποινική δίωξη, στην οποία ο Εφεσείων κρίθηκε ένοχος σε τρεις κατηγορίες, οι οποίες αφορούσαν: (Α) εσκεμμένη υποκλοπή και παρακολούθηση ιδιωτικής επικοινωνίας (κατηγορία 1) κατά παράβαση του Άρθρου 3(1)(α) του περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμου του 1996 (Ν.92(I)/1996) (εφεξής «ο Νόμος»), (Β) εσκεμμένη αποκάλυψη σε άλλο πρόσωπο του περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας, γνωρίζοντας ότι η πληροφορία λήφθηκε από υποκλοπή ή παρακολούθηση ιδιωτικής επικοινωνίας (κατηγορία 2) κατά παράβαση του Άρθρου 3(1)(γ) του Νόμου, και, (Γ) εσκεμμένη χρησιμοποίηση του περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας γνωρίζοντας ότι η πληροφορία λήφθηκε από υποκλοπή ή παρακολούθηση ιδιωτικής επικοινωνίας (κατηγορία 3) κατά παράβαση του Άρθρου 3(1)(δ) του Νόμου. Με την έφεση προσβάλλεται επίσης η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης 4 μηνών ως έκδηλα υπερβολική.

 

        Η επίδικη μαγνητοφώνηση της ιδιωτικής τηλεφωνικής επικοινωνίας μεταξύ του Εφεσείοντος και του Εφεσίβλητου, έλαβε χώρα κατά την περίοδο 2010 - 2011, πραγματοποιηθείσα από τον πρώτο εν αγνοία και άνευ της συγκατάθεσης του τελευταίου. Εκ του περιεχομένου της προκύπτει ότι ο Εφεσίβλητος ζητούσε από τον Εφεσείοντα ευνοϊκή μεταχείριση στη διαιτησία για ποδοσφαιρικές ομάδες χαμηλότερων κατηγοριών, και ποδοσφαιρικές ομάδες νέων. Κατά τον χρόνο εκείνο ο Εφεσείων ήταν εγγεγραμμένος διαιτητής και ο Εφεσίβλητος μέλος της Επιτροπής Διαιτησίας της ΚΟΠ. Η αποκάλυψη και χρησιμοποίηση του περιεχομένου της ιδιωτικής επικοινωνίας έγινε στο πλαίσιο κατάθεσης του Εφεσείοντος στην Αστυνομία, ημερομηνίας 24.12.2014, με την οποία κατήγγειλε τον Εφεσίβλητο για την παράνομη συμπεριφορά του. Ακολούθησε η καταχώριση ποινικής υπόθεσης κατά του Εφεσίβλητου, ο οποίος παραδέχτηκε ενοχή και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης με αναστολή. Ένεκα της μη καταχώρισης ποινικής υπόθεσης κατά του Εφεσείοντος από την Αστυνομία, ο Εφεσίβλητος στις 21.12.2018, καταχώρισε εναντίον του την κρινόμενη εδώ ιδιωτική ποινική δίωξη.

 

        Η έφεση θεμελιώνεται σε δέκα λόγους, εκ των οποίων οι εννέα αφορούν την καταδίκη και ο δέκατος την επιβληθείσα ποινή. Κατά την ενώπιον μας ακρόαση, ο δεύτερος και ο έκτος λόγος έφεσης αποσύρθηκαν.

 

Πρώτος λόγος έφεσης

 

        Με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο Εφεσείων προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη την εισήγηση της Υπεράσπισης, η οποία τέθηκε τόσο στο προκαταρκτικό όσο και στο τελικό στάδιο της δίκης, περί κατάχρησης της διαδικασίας από τον Κατήγορο, εξαιτίας της αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην καταχώριση της ποινικής υπόθεσης. Η εισήγηση αυτή στηρίχθηκε στις αποφάσεις L.C.A. Domiki Limited, Ποιν. Αίτ. 14/2018, ημερ. 2.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:D424 και Μ & Π Αρτοποιείο Άγιος Μάμας Λίμιτεδ ν. Αθανασίου, Ποιν. Έφ. 104/2019, ημερ. 3.7.2020, ECLI:CY:AD:2020:B216.

 

        Ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αντί να εξετάσει την εν λόγω εισήγηση για κατάχρηση διαδικασίας βάσει των κριτηρίων που θέτει η νομολογία, εξέτασε κατά πόσο υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος για διάγνωση της ποινικής του ευθύνης εντός εύλογου χρόνου βάσει του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος. Ειδικότερα, στο προκαταρκτικό στάδιο, η εισήγηση εξετάστηκε με βάση τα νομολογηθέντα στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Μενελάου (2004) 2 Α.Α.Δ. 223, όπου αποφασίστηκε, ότι ελλείψει κοινώς παραδεκτών γεγονότων, το ζήτημα της παραβίασης του εν λόγω συνταγματικού δικαιώματος ήταν καταλληλότερο να κριθεί στο πλαίσιο της κύριας δίκης. Περαιτέρω, στην τελική του απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ρητά ότι εξέτασε την εισήγηση περί παραβίασης του εν λόγω συνταγματικού δικαιώματος, παραπέμποντας στη σχετική προς τούτο νομολογία (βλέπε, μεταξύ άλλων, Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2009) 2 Α.Α.Δ. 376, Procurator Fiscal v. Watson (2004) 4 All E.R. 1). Στο ίδιο πλαίσιο, το Δικαστήριο αναφέρεται και στην υπόθεση Μ & Π Αρτοποιείο Άγιος Μάμας Λίμιτεδ ν. Αθανασίου (ανωτέρω), πράγμα το οποίο, κατά τον συνήγορο του Εφεσείοντος, καταδεικνύει εσφαλμένη ταύτιση του ζητήματος της κατάχρησης αφενός, με την παραβίαση του ειρημένου συνταγματικού δικαιώματος, αφετέρου.

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, βάσει των πραγματικών γεγονότων, δεν υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην καταχώριση της ποινικής υπόθεσης και, ως εκ τούτου, δεν παραβιάστηκε το συνταγματικό δικαίωμα του Εφεσείοντος για διάγνωση της ποινικής του ευθύνης εντός εύλογου χρόνου. Η κρίση αυτή θεμελιώθηκε στο γεγονός ότι η αποκάλυψη και χρησιμοποίηση του περιεχομένου της παράνομης μαγνητοφώνησης έλαβε χώρα μόλις στις 24.12.2014, με την κατάθεση του Εφεσείοντος στην Αστυνομία. Μέχρι τότε, ήταν αντικειμενικά αδύνατο να είχε περιέλθει σε γνώση του Εφεσίβλητου, ο οποίος πληροφορήθηκε το γεγονός εκ των υστέρων, όταν κλήθηκε από την Αστυνομία στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης.

 

        Εν σχέσει με την καταχώριση του κατηγορητηρίου στις 21.12.2018, αναφέρεται στην πρωτόδικη Απόφαση ότι ο Εφεσίβλητος δεν προχώρησε ενωρίτερα στην καταχώριση ιδιωτικής ποινικής δίωξης, επειδή ο τότε δικηγόρος του τον διαβεβαίωνε πως το θέμα ήταν σε γνώση της Αστυνομίας η οποία θα προωθούσε ποινική δίωξη. Όταν το έτος 2018 διεφάνη πως αυτό δεν είχε ακόμη συμβεί, έλαβε συμβουλή από τον νυν δικηγόρο του να προχωρήσει στην καταχώριση της παρούσας ποινικής υπόθεσης, όπως και έπραξε.

 

        Με κάθε σεβασμό, έχει δίκιο ο συνήγορος του Εφεσείοντος ότι το ζήτημα της κατάχρησης διαδικασίας δεν εξετάζεται υπό το πρίσμα του συνταγματικού δικαιώματος για διάγνωση της ποινικής ευθύνης εντός εύλογου χρόνου. Ωστόσο, η τελική κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δηλαδή ότι δεν υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην καταχώριση της ποινικής δίωξης, είναι ορθή βάσει των πραγματικών περιστατικών.

 

        Στην υπόθεση Μ & Π Αρτοποιείο Άγιος Μάμας Λίμιτεδ ν. Αθανασίου (ανωτέρω) λέχθηκαν τα εξής:

 

        «Όταν ζήτημα κατάχρησης εξετάζεται με αναφορά στη καθυστέρηση στη καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης, το υπόβαθρο για την εξέταση του είναι η διάσταση χρόνου μεταξύ της ημερομηνίας διάπραξης του αδικήματος της κατηγορίας, όπως αποκαλύπτεται από τις λεπτομέρειες του αδικήματος και η ημερομηνία της καταχώρησης του κατηγορητηρίου. Υπεισέρχονται στη συνέχεια και άλλες παράμετροι, όπως, για παράδειγμα, ο χρόνος εξιχνίασης, κατά πόσο ο κατηγορούμενος απουσίαζε στο εξωτερικό ή στη περίπτωση ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης τυχόν αντικειμενική αδυναμία του παραπονούμενου να προωθήσει τη δίωξη.

 

        Ότι το αδίκημα της κατηγορίας δεν έχει παραγραφεί δεν αποτρέπει το Δικαστήριο από του να εξετάσει ζήτημα κατάχρησης. Αντίθετα, είναι με δεδομένο ότι το αδίκημα δεν παραγράφηκε που αποκτά σημασία η διαπίστωση κατάχρησης. Όπως αναφέρεται στη DOMIKI: «Η μη παραγραφή δεν εξισούται με ελευθερία άσκησης δίωξης οπότε το κρίνει πρόσφορο ο παραπονούμενος.»

 

        Στα πλαίσια της φυσικής δικαιοσύνης ο κατήγορος έχει το δικαίωμα να ακουστεί και να προβάλει γεγονότα που μπορεί να ανατρέπουν την εκ πρώτης εντύπωση για κατάχρηση λόγω καθυστέρησης, όπως μπορεί να αναδύεται από την αντικειμενική διάσταση χρόνου μεταξύ της κατ' ισχυρισμό διάπραξης του αδικήματος και της καταχώρησης του κατηγορητηρίου. Εάν τα γεγονότα αυτά αμφισβητούνται και δεν κρίνεται ευχερές να διαπιστωθούν έξω από το πλαίσιο της εκδίκασης της υπόθεσης δεν θα μπορεί να διαπιστωθεί κατάχρηση σε εκείνο το στάδιο και μπορεί να επανεξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο όταν θα καταστεί πρόσφορο ή στο τέλος. Το ζήτημα θα κριθεί με αναφορά αποκλειστικά στην ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος και στην ημερομηνία καταχώρησης του κατηγορητηρίου, όταν δεν έχει προσφερθεί καμιά ή καμιά αποδεχτή εξήγηση για την καθυστέρηση».

(ιδία υπογράμμιση)

 

        (βλ. και Αγγελίδης, Ποιν. Αίτ. 17/2018, ημερ. 6.12.2018, Amsteso Electric Ltd, Ποιν. Αίτ. 14/2019, ημερ. 9.5.2019, Πολυκάρπου ν. Τελεβάντου, Ποιν. Έφ. 69/2021, ημερ. 7.12.2022, Ellinas Finance Public Company Limited, Ποιν. Αίτ. 2/2024, ημερ. 16.12.2024).

 

        Εν προκειμένω, δεδομένης της ουσιαστικής αμφισβήτησης από τον Εφεσίβλητο των πραγματικών περιστατικών που άπτονται του ζητήματος της κατ’ ισχυρισμό καθυστέρησης στην καταχώριση του κατηγορητηρίου, καθώς και της απουσίας κοινώς παραδεκτών γεγονότων, δεν ήταν πρόσφορο για το πρωτόδικο Δικαστήριο να εξετάσει το ζήτημα της κατάχρησης διαδικασίας στο προκαταρκτικό στάδιο της δίκης. Η δε κατάληξη, την οποία συμμεριζόμαστε, ότι βάσει των γεγονότων δεν προέκυπτε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην καταχώριση του κατηγορητηρίου, οδηγεί ευθέως στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε κατάχρηση της διαδικασίας.

 

        Υπό το φως των ανωτέρω ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός.

 

Τρίτος λόγος έφεσης

 

        Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την ένσταση της Υπεράσπισης για την αποδεκτότητα της κατάθεσης του Εφεσείοντος στην Αστυνομία, και την εισήγηση για αναγκαιότητα διεξαγωγής δίκης εντός δίκης, με αποτέλεσμα την εισαγωγή παρανόμως ληφθείσας μαρτυρίας, κατά παράβαση του δικαιώματος της μη αυτοενοχοποίησης που κατοχυρώνει το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος. Κατά τον συνήγορο του Εφεσείοντος, εσφαλμένα κρίθηκε η αποδεκτότητα της κατάθεσης στο τέλος της δίκης, καθώς η σχετική απόφαση έπρεπε να ληφθεί κατά το στάδιο της εισαγωγής της ως μαρτυρίας. Η καθυστερημένη αυτή κρίση είχε ως αποτέλεσμα τον επηρεασμό των δικαιωμάτων του Εφεσείοντος.

 

        Από μελέτη των πρακτικών συνάγεται ότι όντως το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί της αποδεκτότητας της κατάθεσης, όταν επιχειρήθηκε να κατατεθεί ως τεκμήριο, με το σκεπτικό ότι: (α) σε εκείνο το στάδιο δεν αξιολογείται η μαρτυρία, και (β) η κατάθεση ήταν σχετική με τα επίδικα θέματα. Με κάθε σεβασμό, διαπιστώνουμε σφάλμα στο πρώτο σκέλος της εν λόγω προσέγγισης. Η αποδεκτότητα και η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι δυο διαφορετικά πράγματα. Το πρώτο κρίνεται με βάση τους κανόνες του αποδεικτικού δίκαιου, ενώ το δεύτερο αφορά την αξιοπιστία, τη βαρύτητα (weight of evidence) και την αποδεικτική δύναμη (probative value) μιας αποδεκτής κατά το δίκαιο μαρτυρίας. Εν σχέσει με το στάδιο στο οποίο κρίνεται η αποδεκτότητα της μαρτυρίας, στην υπόθεση Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628, επισημαίνεται ότι: 

 

        «… το παραδεκτό της μαρτυρίας, κατά τους κανόνες της αποδείξεως, κρίνεται κατά το χρόνο που επιχειρείται η εισαγωγή της μαρτυρίας και όχι αργότερα. Επίμετρο της αποδοχής μαρτυρίας είναι, εκτός από τη σχετικότητά της, το παραδεκτό της, κατά τους κανόνες της αποδείξεως. Η αποδοχή, κατά τη δίκη, μόνο αποδεκτής, κατά το δίκαιο της αποδείξεως, μαρτυρίας επιβάλλεται και από τη θεμελιακή αρχή ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να γνωρίζει την υπόθεση έναντι της οποίας υπερασπίζεται».

 

        Ως προς την αναγκαιότητα διεξαγωγής δίκης εντός δίκης, η Υπεράσπιση δεν αναφέρθηκε στην ύπαρξη οποιωνδήποτε γεγονότων τα οποία περιέβαλλαν τις συνθήκες λήψης της κατάθεσης, ούτως ώστε να καθίστατο αναγκαία η διεξαγωγή δίκης εντός δίκης [βλέπε Blackstones Criminal Practice 2023, D.16.41, par. (d)]. Η θέση της Υπεράσπισης επί της αποδεκτότητας της κατάθεσης περιορίστηκε αποκλειστικά στην εισήγηση για εξέταση του περιεχομένου της, στοιχείο που διαφάνηκε καθαρά στην τελική αγόρευση.

 

        Στο τέλος της δίκης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε επί της δεκτότητας της κατάθεσης, με αναφορά σε απόσπασμα από την υπόθεση Δήμος Λεμεσού ν. Χριστοφίδη κ.ά. (1994) 2 Α.Α.Δ. 206, όπου ελέχθη: « …η απουσία ένστασης όταν επιχειρείται η παράθεση μαρτυρίας δεν απαλλάσσει το δικαστήριο της υποχρέωσης του να ενεργήσει πάνω σε νομικά επιτρεπόμενη μαρτυρία». Αυτό κατά τον συνήγορο του Εφεσείοντος, αποτελεί έτερο σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εφόσον η ένσταση κατά της δεκτότητας του εγγράφου απερρίφθη, γεγονός που βεβαιώνεται στην εκκαλούμενη απόφαση. Η τοποθέτηση αυτή είναι ορθή. Από την άλλη, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφαρμόζοντας τη βασική αρχή ότι μόνο αποδεκτή κατά το δίκαιο μαρτυρία μπορεί να θεμελιώσει καταδίκη, ήταν υπόχρεο να εξετάσει την αποδεκτότητα της κατάθεσης, εν όψει του ισχυρισμού της Υπεράσπισης για παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος της μη αυτοενοχοποίησης.

 

        Στην εκκαλούμενη απόφαση υπογραμμίζεται ότι ο αστυνομικός, ο οποίος λάμβανε την κατάθεση, ευθύς όταν αντιλήφθηκε ότι ο Εφεσείων ομολογούσε τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, του έδωσε άμεσα τη νενομισμένη προειδοποίηση, αλλά αυτός επέλεξε να προχωρήσει, αναφέροντας επί λέξει:

 

          «Καταλαβαίνω τι μου λες αλλά κατάλαβε και εσύ τη θέση μου. Δεν είχε τρόπο να προστατευτώ και ήταν ή να κάνω αυτό και να καταφέρω να τον διώξουν ή να υποκύψω σε ότι μου έλεγε ο Μιχάλης Σπύρου να κάνω ….Εμένα η συνείδηση μου είναι καθαρή και ελπίζω ότι ο Γενικός Εισαγγελέας θα δει το θέμα μου ανθρώπινα. Προτρέπω και άλλους συναδέλφους μου αν έχουν στοιχεία να έρθουν να σας τα πουν».

 

        Σχολιάζοντας την ως άνω απάντηση το πρωτόδικο Δικαστήριο λέγει τα εξής:

 

          «…ο κατηγορούμενος αναφέροντας τα πιο πάνω εν γνώσει του και με την ελεύθερη βούληση αποποιήθηκε της προστασίας που του παρέχει το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης. Ο κατηγορούμενος ακόμη και μετά που του έγινε επίστηση διατηρούσε το δικαίωμα να αποσύρει όσα είχε αναφέρει μέχρι τότε αλλά παρά τούτο επέλεξε να συνεχίσει. Συνεπώς κρίνω ότι στη βάση των πιο πάνω δεδομένων η εν λόγω κατάθεση του κατηγορούμενου πρέπει να γίνει δεκτή αφού δεν παραβιάζει το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης».

 

        Συμφωνούμε με την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Από το περιεχόμενο της κατάθεσης προκύπτει ότι δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος μη αυτοενοχοποίησης του Εφεσείοντος, και επομένως ορθώς η κατάθεση εκρίθη ως αποδεκτή κατά το δίκαιο μαρτυρία.

 

        Υπό το φως των ανωτέρω ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός.

 

Τέταρτος και Πέμπτος λόγος έφεσης

 

        Ο τέταρτος και πέμπτος λόγος έφεσης, στρέφονται κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου και του δικηγόρου (Μ.Υ.1) ο οποίος χειριζόταν την αστική αγωγή η οποία καταχωρίστηκε από τον Εφεσίβλητο κατά του Εφεσείοντος, για την παράνομη ηχογράφηση της μεταξύ τους ιδιωτικής επικοινωνίας.

 

        Είναι παγιωμένες και καλά γνωστές οι αρχές οι οποίες διέπουν τη δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Συνοψίζονται στο κάτωθι απόσπασμα από την υπόθεση Αθανάση ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 867:

 

          «Η νομολογία επί του θέματος της δυνατότητας επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση των μαρτύρων από πρωτόδικο δικαστήριο είναι ευθυγραμμισμένη. Με δεδομένο ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου βασίζονται κυρίως πάνω στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας που παρουσιάζεται, μπορεί να αποτυπωθεί ως απόσταγμα της όλης σχετικής νομολογίας, ότι το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στα πλαίσια της ενώπιόν του ζωντανής διαδικασίας την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, θα πρέπει πάντοτε να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το μεγάλο πλεονέκτημα που έχει το πρωτόδικο δικαστήριο της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος.»

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον Εφεσίβλητο αξιόπιστο μάρτυρα. Ο βασικός του ισχυρισμός ότι ο Εφεσείων έδωσε την εν λόγω κατάθεση στην Αστυνομία, δεν αμφισβητήθηκε κατά τη δίκη. Τούτο, άλλωστε αποδεικνύεται εκ του περιεχομένου της προαναφερθείσας κατάθεσης, η οποία κρίθηκε ως αποδεκτή μαρτυρία. Μετά τη λήψη της κατάθεσης, καταχωρίστηκε εναντίον του Εφεσίβλητου ποινική υπόθεση στην οποία παραδέχτηκε ενοχή, και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης με αναστολή, πράγμα το οποίο επίσης δεν αμφισβητήθηκε κατά τη δίκη. Το Δικαστήριο αποδέχτηκε επίσης ότι: (α) η επιστολή παραίτησης του Εφεσίβλητου από την Επιτροπή Διαιτησίας της ΚΟΠ, ημερομηνίας 10.11.2011, έγινε για να κατέλθει ως υποψήφιος στις Δημοτικές Εκλογές (δεν είχε δηλαδή σχέση με την επίδικη ηχογράφηση της ιδιωτικής συνομιλίας), (β) ότι ήταν αντικειμενικά αδύνατο η προαναφερθείσα κατάθεση να είχε περιέλθει στην αντίληψη του Εφεσίβλητου πριν τις 24.12.2014, και (γ) ότι το 2015 άκουσε σε κάποιο τηλεοπτικό σταθμό μέρος της επίδικης ηχογράφησης.

 

        Σε ό,τι αφορά τη μαρτυρία του Μ.Υ.1, αυτή εκρίθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως τυπική και μη υποβοηθητική στην επίλυση των επιδίκων θεμάτων. Η δε μαρτυρία του εν σχέσει με τα δικόγραφα και άλλα έγγραφα που καταχωρίστηκαν στο πλαίσιο της αστικής αγωγής, κρίθηκαν ως μη σχετιζόμενα με τα όσα πράγματι έλαβαν χώρα ως γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.

 

        Ο συνήγορος του Εφεσείοντος παραπονείται ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου υπήρξε εσφαλμένη για λόγους τους οποίους εξειδικεύει στο διάγραμμα αγόρευσης, με παραπομπή στα πρακτικά της δίκης. Δεν θεωρούμε σκόπιμο να επαναλάβουμε τα όσα ο ευπαίδευτος συνήγορος αναφέρει, τα οποία έχουμε εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή. Η ίδια επιχειρηματολογία προβλήθηκε και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας το οποίο να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου, καίτοι θα αναμέναμε μια πιο λεπτομερή ενασχόληση με την επιχειρηματολογία της Υπεράσπισης. Πιο συγκεκριμένα:

 

(i)      Δεν συμφωνούμε ότι υπήρχε κίνητρο εκδικητικότητας, συνεπεία του οποίου να πλήττεται η αξιοπιστία του Εφεσίβλητου. Η αναφορά στη μαρτυρία ότι επιθυμεί την τιμωρία του Εφεσείοντος, όπως και ο ίδιος τιμωρήθηκε για το λάθος του, δεν δικαιολογεί τέτοιο συμπέρασμα. Για να πληγεί η αξιοπιστία του Εφεσίβλητου θα απαιτείτο να καταδειχθεί ότι το εκδικητικό κίνητρο ήταν τόσο ισχυρό, ώστε ο Εφεσίβλητος να καταφύγει στο ψεύδος ή στην υπερβολή, κάτι το οποίο δεν προκύπτει από τη μαρτυρία του.

 

(ii)     Δεν υπήρξε εκ μέρους του Εφεσίβλητου αμφισβήτηση ότι παραδέχθηκε και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης με αναστολή στην ποινική υπόθεση την οποία αντιμετώπισε, η οποία βασίστηκε στη μαρτυρία του Εφεσείοντος. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι τούτο αφορούσε παρεμφερές ζήτημα σε σχέση με την παρούσα ποινική υπόθεση, η οποία άπτεται της παράνομης παρακολούθησης, αποκάλυψης και χρησιμοποίησης της επίδικης ιδιωτικής επικοινωνίας. Κατά συνέπεια, τα όσα αναφέρονται από τον συνήγορο του Εφεσείοντος, περί προσπάθειας υποβάθμισης της προηγούμενης καταδίκης του Εφεσίβλητου, στερούνται της αποδιδόμενης σε αυτά σημασίας, και δεν δύνανται να έχουν ουσιώδη επίδραση στην αξιοπιστία του σε σχέση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Η απόδειξη των υπό κατηγορία αδικημάτων συνάγεται τόσο από την ίδια την κατάθεση του Εφεσείοντος στην Αστυνομία, όσο και από τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου, η οποία επιβεβαιώνει ότι η καταγραφή της μεταξύ τους ιδιωτικής επικοινωνίας διενεργήθηκε εν αγνοία και χωρίς τη συγκατάθεσή του.

 

(iii)   Το γεγονός ότι ο Εφεσίβλητος δεν ήγειρε ένσταση για τη δεκτότητα του USB με την παράνομη ηχογράφηση στην ποινική υπόθεση που αντιμετώπισε (ενέργεια που άπτεται του χειρισμού υπό του τότε συνηγόρου του), αφενός, ενώ στην παρούσα υπόθεση δήλωσε ότι είναι τοις πάσι γνωστόν πως οι παράνομες ηχογραφήσεις είναι αντισυνταγματικές, αφετέρου, δεν συνιστά αντίφαση ικανή να πλήξει την αξιοπιστία του. Η πρώτη περίπτωση αφορά νομικό χειρισμό επί της κατάθεσης τεκμηρίου, ενώ η δεύτερη αποτελεί έκφραση γνώμης επί αμιγώς νομικού ζητήματος, για το οποίο το δικάζον Δικαστήριο είναι το καθ' ύλην αρμόδιο να αποφασίσει. Προς τούτο, για να πληγεί η αξιοπιστία του μάρτυρα, απαιτείται να υφίσταται αντιφατική εκδοχή επί ουσιαστικού πραγματικού γεγονότος, η οποία να είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργεί ρήγμα στην αξιοπιστία του.

 

(iv)        Το ότι η επιστολή παραίτησης του Εφεσίβλητου από την ΚΟΠ περιλαμβάνεται στην αποκάλυψη εγγράφων στην παρούσα ποινική υπόθεση (Τεκμήριο 6), δεν εξυπακούει ότι ο Εφεσίβλητος γνώριζε την παράνομη ηχογράφηση της ιδιωτικής τους επικοινωνίας κατά τον χρόνο εκείνο, ούτε ότι η περί του αντιθέτου μαρτυρία του δεν είναι αληθής. Τα ίδια συμπεράσματα ισχύουν για τον ονομαστικό κατάλογο και τη σύνοψη μαρτυρίας (Τεκμήριο 5), που κατατέθηκε από τον Εφεσίβλητο στο πλαίσιο της αγωγής υπ’ αριθμό 10/2019, όπου γίνεται απλώς αναφορά σε αρμόδιο λειτουργό της ΚΟΠ και τη λήψη ηχογραφήσεων από την ΚΟΠ (χωρίς προσδιορισμό ημερομηνίας). Εκ των εγγράφων και μόνο, ελλείψει άλλης μαρτυρίας, δεν τεκμηριώνεται το συμπέρασμα στο οποίο μας καλεί να καταλήξουμε ο συνήγορος του Εφεσείοντος.

 

        Εν σχέσει με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Υ.1 συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η μαρτυρία αυτή ήταν τυπικής και όχι ουσιαστικής μορφής για τα επίδικα θέματα. Ο Μ.Υ.1 δεν ήταν μάρτυρας γεγονότων, με αποτέλεσμα τα έγγραφα που κατέθεσε, αναφερόμενα στο (iv) ανωτέρω, καθώς και η ένορκη δήλωση αποκάλυψης εγγράφων (Τεκμήριο 4), να μη δύνανται, για τους προεκτεθέντες λόγους, να πλήξουν την αξιοπιστία του Εφεσίβλητου.

 

Υπό το φως των ανωτέρω ο τέταρτος και πέμπτος λόγος έφεσης κρίνονται αβάσιμοι.

 

Έβδομος Λόγος Έφεσης

 

        Με τον έβδομο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε την εισήγηση της Yπεράσπισης ότι τα γεγονότα της υπόθεσης δεν μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν τα ποινικά αδικήματα του Νόμου βάσει του οποίου καταδικάστηκε, και συνακόλουθα η καταδίκη του ήταν νομικά εσφαλμένη. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Νόμου και την ερμηνεία η οποία δίνεται στον όρο «ιδιωτική επικοινωνία», δεν ήταν δυνατή η καταδίκη του Εφεσείοντος, καθότι αφορά μόνο την περίπτωση παρακολούθησης ή υποκλοπής η οποία διενεργείται από τρίτο πρόσωπο. Επομένως, δεν καλύπτει την περίπτωση υποκλοπής ή παρακολούθησης από ένα εκ των δυο συμμετεχόντων σε ιδιωτική επικοινωνία, εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση του άλλου συμμετέχοντος.

 

        Προς υποστήριξη της θέσης του, ο ευπαίδευτος συνήγορος επικεντρώνεται στο λεκτικό του ορισμού της ιδιωτικής επικοινωνίας, στο Aρθρο 2 του Νόμου:

 

          «“ιδιωτική επικοινωνία” σημαίνει οποιαδήποτε προφορική ή γραπτή ή άλλης μορφής επικοινωνία ή οποιαδήποτε τηλεπικοινωνία ή ηλεκτρονική επικοινωνία γίνεται από πρόσωπο κάτω από περιστάσεις κατά τις οποίες είναι λογικό το πρόσωπο αυτό να αναμένει ότι δε θα υποκλαπεί ή θα παρακολουθηθεί από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, εκτός από εκείνο το οποίο σκοπείται να λάβει την επικοινωνία αυτή και περιλαμβάνει τη ραδιοεπικοινωνία και την ενσύρματη επικοινωνία».

 

        Στο ίδιο άρθρο οι λέξεις «παρακολούθηση» και «υποκλοπή» ορίζονται ως εξής:

 

        «“παρακολούθηση” σημαίνει την ακουστική ή άλλως πως λήψη του περιεχομένου οποιασδήποτε ιδιωτικής επικοινωνίας με τη χρήση οποιασδήποτε ηλεκτρονικής, μηχανικής, ηλεκτρομαγνητικής, ακουστικής ή άλλης συσκευής ή μηχανήματος και περιλαμβάνει ακρόαση, μαγνητοφώνηση ή οποιασδήποτε άλλης μορφής καταγραφή ή λήψη του περιεχομένου της επικοινωνίας αυτής είτε στο σύνολο είτε εν μέρει είτε ως προς την ουσία είτε τη σημασία ή την έννοια ή το σκοπό της˙

        “υποκλοπή” σημαίνει παρακολούθηση ιδιωτικής επικοινωνίας κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου».

 

        Έχουμε ανατρέξει στα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας και πράγματι ο Εφεσείων ήγειρε το εν λόγω ζήτημα, τόσον στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, όσον και στη τελική του αγόρευση. Με κάθε σεβασμό, το ζήτημα αυτό θα έπρεπε να είχε εξεταστεί πρωτοδίκως, καθότι ήταν κεφαλαιώδους σημασίας για την υπόθεση. Όπως λέχθηκε στην Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490:

 

        «Δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή διαπραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται. Η δραστικότητα ενός επιχειρήματος συναρτάται με την επίδραση που μπορεί να έχει στην θεώρηση των επιδίκων θεμάτων. Εφόσον επιχείρημα είναι δραστικό και παραγνωρίζεται, οι συνέπειες είναι ορατές στην απόφαση του δικαστηρίου και μπορεί να εξεταστούν στην έφεση».

[ιδία υπογράμμιση]

 

        Εξετάσαμε με ιδιαίτερη προσοχή την εν λόγω εισήγηση. Για λόγους τους οποίους παραθέτουμε στη συνέχεια, η απάντηση μας είναι αρνητική. Αρχίζοντας από τον ορισμό της ιδιωτικής επικοινωνίας στο Άρθρο 2 του Νόμου, δεν συμφωνούμε ότι επιτρέπει την παρακολούθηση και δη τη μαγνητοφώνηση του περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας από το ένα μέρος, εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση του άλλου μέρους στην επικοινωνία. Κατά τη γνώμη μας, η ερμηνεία την οποία εισηγείται ο συνήγορος του Εφεσείοντος, είναι αντίθετη προς το δικαίωμα ιδιωτικής ζωής και απορρήτου της επικοινωνίας που διασφαλίζουν τα Άρθρα 15.1 και 17.1 του Συντάγματος, αντίστοιχα. Στο Άρθρο 17.2 του Συντάγματος τίθενται εξαντλητικά οι περιπτώσεις στις οποίες χωρεί επέμβαση στο απόρρητο της επικοινωνίας.

 

        Με βάση το τεκμήριο συνταγματικότητας των νόμων, τεκμαίρεται ότι o νομοθέτης είχε την πρόθεση να νομοθετήσει εντός των ορίων του Συντάγματος. Σύμφωνα με τις αρχές ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, αν είναι δυνατόν, τα Δικαστήρια θα ερμηνεύσουν τον νόμο έτσι ώστε να τον εντάξουν μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος (βλ. The Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640, Police v. Ekdotiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63, Lapertas Fisheries Ltd κ.ά. ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 335). Εν προκειμένω φρονούμε ότι ο ορισμός της ιδιωτικής επικοινωνίας στο Άρθρο 2 του Νόμου, δύναται να ερμηνευτεί κατά τρόπο συμβατό με τα Άρθρα 15.1 και 17.1 του Συντάγματος.

 

        Υπογραμμίζεται ότι η «ιδιωτική επικοινωνία» προστατεύεται από τη στιγμή που ο συνομιλητής έχει τη λογική προσδοκία ότι η επικοινωνία του παραμένει ιδιωτική έναντι οποιουδήποτε, συμπεριλαμβανομένου του συνομιλητή του, όσον αφορά την καταγραφή και διατήρηση του περιεχομένου της. Εάν επιτρεπόταν η καταγραφή και διατήρηση του περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση ενός των συνομιλητών, θα ακυρωνόταν ο ουσιαστικός πυρήνας του απορρήτου, δηλαδή η ελευθερία του ατόμου να εκφράζεται ελεύθερα, με τη βεβαιότητα ότι τα λεγόμενά του θα παραμείνουν μεταξύ των συνομιλητών. Η καταγραφή μετατρέπει την τηλεφωνική επικοινωνία σε μόνιμο «έγγραφο» με όλες τις δυνατότητες εκμετάλλευσης και διαρροής, γεγονός που αντιβαίνει στην έννοια της εμπιστευτικότητας. Χωρίς την προστασία αυτή, οι πολίτες θα ήταν επιφυλακτικοί σε κάθε ιδιωτική επικοινωνία, γνωρίζοντας ότι τo περιεχόμενο της θα μπορούσε να καταγραφεί και χρησιμοποιηθεί εναντίον τους, οδηγώντας σε αυτολογοκρισία και περιορισμό της ελεύθερης έκφρασης. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Ατομικά Δικαιώματα, 4η έκδοση (2012) του Π.Δ. Δαγτόγλου, σελ. 354, παρ. 546α:

 

          «Η προφορική συνομιλία είναι περαστική, το γραπτό κείμενο αντιθέτως μένει (verba volant, scripta manent). O συνηθισμένος συνομιλητής δεν προσέχει τα λόγια του όσο τα γραπτά του. Η χαλαρότητα του απορρήτου μιας συνομιλίας τελεί υπό τον σιωπηρό όρο ότι δεν αποτυπώνεται σε μαγνητοταινία. Μία τέτοια μαγνητοταινία που αποτυπώθηκε χωρίς τη γνώση του ενός από τους συνομιλητές παραβιάζει πάντοτε το κατά το άρθρο 19 Συντ. απόρρητο της επικοινωνίας και αποτελεί αθέμιτο αποδεικτικό μέσο».

[ιδία υπογράμμιση]

 

        Επισημαίνεται ότι το Άρθρο 19 του Ελληνικού Συντάγματος προστατεύει το απόρρητο της επικοινωνίας κατά τρόπον ανάλογο με το Άρθρο 17 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

        Ιδιαίτερα διαφωτιστική και καθοδηγητική ως προς την εμβέλεια του απορρήτου της επικοινωνίας, είναι η Απόφαση 1/2001, ημερ. 11.1.2001, της ολομέλειας του Αρείου Πάγου στην οποία αποφασίστηκε ότι «…η μαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνομιλίας χωρίς τη συναίνεση ενός των συνομιλητών αποτελεί ανεπίτρεπτο περιορισμό της συνταγματικά προστατευόμενης ελεύθερης άσκησης της επικοινωνίας [άρθρα 2 §1, 9 §1 εδ. β' και 19 Σ και άρθρο 8 ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974), σε συνδ. προς το άρθρο 28 §7 Σ]». Το σκεπτικό του Αρείου Πάγου, περιέχεται στο κάτωθι απόσπασμα:

 

          «Στην προστατευόμενη από το Σύνταγμα και μάλιστα «πρωταρχικά», αξία του ανθρώπου περιλαμβάνεται και η ελευθερία της επικοινωνίας, αφού μέσω και αυτής εκφράζεται και πραγματώνεται η αξία του ανθρώπου. Η συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας αυτής προκύπτει και από το άρθρο 9 παρ. 1 εδαφ. β΄ του Συντάγματος, που ορίζει ότι «η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη», καθώς και από το άρθρο 19 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Το τελευταίο αυτό άρθρο αναφέρεται μεν στο απόρρητο της ελεύθερης ανταποκρίσεως ή επικοινωνίας, είναι, όμως, πρόδηλο ότι προϋποθέτει την ελευθερία της ανταποκρίσεως ή επικοινωνίας ως συνταγματικά προστατευόμενο έννομο αγαθό. Ανάλογα προκύπτουν και από την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Η εν αγνοία, όμως, και χωρίς τη συναίνεση ενός των συνομιλητών μαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνομιλίας ενέχει παγίδευσή του και συνεπώς, αποτελεί δέσμευση και περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας. Γι' αυτό, ασχέτως του χώρου όπου έγινε η συνομιλία, η μαγνητοταινία, στην οποία αυτή χωρίς τη συναίνεση του ετέρου των συνομιλητών αποτυπώθηκε, είναι συνταγματικά απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί εναντίον του σε πολιτική δίκη, ανεξαρτήτως του προσώπου που επιχείρησε τη μαγνητοφώνηση, δηλ. έστω κι αν πρόκειται για πρόσωπο που μετέσχε στη μαγνητοφωνηθείσα συζήτηση. Πράγματι, η απονομή της δικαιοσύνης δεν πρέπει να γίνεται έναντι οιουδήποτε τιμήματος. Η αντίθετη άποψη θα μπορούσε να οδηγήσει -υπό την επίκληση της ανάγκης αποκτήσεως αποδεικτικού μέσου για ενδεχόμενα δικαιώματα- στη γενίκευση της χρήσεως μαγνητοφώνων από τους συνομιλητές προσώπων, η φωνή των οποίων θα καταγραφόταν χωρίς τη συναίνεσή τους. Κατ' αυτόν, όμως, τον τρόπο η ελευθερία της επικοινωνίας θα περιοριζόταν, διότι τότε ο καθένας θα ζούσε με το καταθλιπτικό συναίσθημα ότι κάθε αστόχαστη ή υπερβολική, έστω, έκφρασή του, στα πλαίσια μιας προφορικής ιδιωτικής συζητήσεως, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια υπό άλλες περιστάσεις ως αποδεικτικό μέσο εναντίον του, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν τα σύγχρονα τεχνικά μέσα παρέχουν ευρείες δυνατότητες αλλοιώσεως του περιεχομένου των αποτυπώσεων, οι οποίες (αλλοιώσεις) είναι πολύ δύσκολο ή και αδύνατο να διαγνωσθούν.

[ιδία υπογράμμιση]

 

        Ανάλογες είναι οι επισημάνσεις οι οποίες γίνονται στην απόφαση του Πική Δ., όπως ήταν τότε στη θεμελιώδη υπόθεση Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33, οι οποίες υιοθετήθηκαν και  επαναλήφθηκαν από την ολομέλεια, στην υπόθεση Αστυνομία ν. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147, όπου τονίστηκαν τα εξής:

 

          «Τo δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής είναι συνυφασμένο με το στοιχείο της ατομικότητας του ανθρώπου και τη διαφύλαξη του στον κοινωνικό χώρο. Στην ιδιωτική του ζωή και τις ιδιαίτερες επικοινωνίες με τους συνανθρώπους του, όπως είναι η τηλεφωνική επικοινωνία, το άτομο δικαιούται να λειτουργεί ελεύθερα και να δρα αυτόνομα. Ο κίνδυνος για παράνομη σκέψη, σχεδιασμό ή δράση στην ιδιωτική του ζωή και στην επικοινωνία του με το συνάνθρωπό του …. είναι υπαρκτός.

        Αντισταθμίζεται όμως από το βέβαιο κίνδυνο καθήλωσης της αυτόνομης λειτουργίας του ανθρώπου στον ιδιαίτερο χώρο του που αναπόφευκτα θα επιφέρει η παρακολούθηση και κατόπτευση της ιδιωτικής του ζωής και επικοινωνίας. Όπως υποδείξαμε στη Georghiades, είναι μέσα από τις διεργασίες της ελεύθερης και αυτόνομης σκέψης που διαμορφώνεται η προσωπικότητα και εκδηλώνεται δημιουργικότητα του ανθρώπου, τόσο ευεργετική για τον ίδιο και το κοινωνικό σύνολο. Η ανθρώπινη φύση συνιστά και προσδιορίζει το λόγο για τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες του ατόμου, αναγκαία για την περιφρούρηση της προσωπικότητας του και την ισορροπημένη λειτουργία του στον κοινωνικό χώρο. Επέμβαση στο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής και του απόρρητου της επικοινωνίας επιτρέπεται μόνο για τους σκοπούς που καθορίζουν τα άρθρα 15.2 και 17.2 του Συντάγματος εφόσο τούτο κρίνεται αναγκαίο από το νομοθέτη».

 

        Παρότι τα γεγονότα των υποθέσεων Georghiades και Γιάλλουρου αφορούσαν παρακολούθηση ιδιωτικής επικοινωνίας από τρίτο πρόσωπο, οι πιο πάνω παρατηρήσεις, ισχύουν κατ’ αναλογία (mutatis mutandis) και στην υπό εξέταση περίπτωση.

 

        Η προρρηθείσα ερμηνεία του όρου «ιδιωτική επικοινωνία» ενισχύεται έτι περαιτέρω, εκ του ότι με βάση το Άρθρο 3(2) του Νόμου, οι διατάξεις του εδαφίου (1) δεν εφαρμόζονται σε σχέση με πρόσωπο το οποίο:

 

          «(α) Έχει την προηγούμενη ρητή έγκριση για παρακολούθηση ή πρόσβαση στο περιεχόμενο της ιδιωτικής επικοινωνίας από το πρόσωπο που προβαίνει ή έχει προβεί στην επικοινωνία αυτή και από το πρόσωπο το οποίο έλαβε ή σκοπείται να λάβει την επικοινωνία αυτή ή από το ένα από τα δύο σε περίπτωση άσεμνων, ενοχλητικών ή απειλητικών ανώνυμων τηλεφωνικών συνδιαλέξεων».

(ιδία υπογράμμιση)

 

        Από την πιο πάνω διατύπωση προκύπτει ευθέως ότι απαιτείται η συναίνεση και των δυο μερών στην ιδιωτική επικοινωνία για «παρακολούθηση ή πρόσβαση στο περιεχόμενό της».

 

        Υπό το φως των ανωτέρω, η μαγνητοφώνηση της επίδικης ιδιωτικής επικοινωνίας από τον Εφεσείοντα εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση του Εφεσίβλητου, εμπίπτει στον ορισμό της ιδιωτικής επικοινωνίας με βάση το Άρθρο 2 του Νόμου. Συνακόλουθα, ο έβδομος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός.

 

Όγδοος λόγος έφεσης

 

        Με τον όγδοο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι πληρούνται τα συστατικά στοιχεία της δεύτερης και τρίτης κατηγορίας, οι οποίες βασίζονται στο Άρθρο 3(1)(γ) και (δ) του Νόμου, καθότι ο Εφεσείων αποκάλυψε και χρησιμοποίησε σε κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία, το περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας με τον Εφεσίβλητο, η οποία δεν συνιστά επικοινωνία η οποία λήφθηκε από υποκλοπή ή παρακολούθηση. Κατά τη θέση του ορισμός της ιδιωτικής επικοινωνίας στο Άρθρο 2 του Νόμου, περιορίζεται σε παρακολουθήσεις ή υποκλοπές ιδιωτικής επικοινωνίας από πρόσωπα άλλα από τους συμμετέχοντες, το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης στον προηγούμενο λόγο έφεσης, με αρνητική κατάληξη. Για τους λόγους που έχουμε ήδη εξηγήσει, η μαγνητοφώνηση της ιδιωτικής επικοινωνίας μεταξύ του Εφεσείοντος και του Εφεσίβλητου, εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου, εμπίπτει στον ορισμό της ιδιωτικής επικοινωνίας, καθώς και στον ορισμό της παρακολούθησης, με βάση το Άρθρο 2 του Νόμου. Το ότι η αποκάλυψη και χρησιμοποίηση της παράνομης ηχογράφησης έγινε στο πλαίσιο κατάθεσης την οποία ο Εφεσίβλητος έδωσε στην Αστυνομία, δεν αίρει τον παράνομο χαρακτήρα των πράξεων. Τυχόν αντίθετη κρίση θα καταστρατηγούσε την ίδια την απαγόρευση.

 

        Υπό το φως των ανωτέρω ο όγδοος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός.

 

Ένατος λόγος έφεσης

 

        Με τον ένατο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αυθαίρετα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Εφεσίβλητος παρέδωσε USB με παράνομες ηχογραφήσεις στην Αστυνομία. Στην εκκαλούμενη απόφαση, ως μέρος των ευρημάτων, αναφέρεται ότι ο Εφεσίβλητος έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία, στην οποία δήλωσε ότι μαγνητοφώνησε ιδιωτική επικοινωνία την οποία είχε με τον παραπονούμενο, την οποία μετέφερε σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και στη συνέχεια σε USB, το οποίο την ίδια μέρα παρέδωσε στην Αστυνομία. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντος εισηγείται ότι «προφανώς το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε την αναφορά του Κατηγορούμενου στην κατάθεση του στην Αστυνομία όπου αναφέρει (σελ.6): «Το usb που σου είπα ότι τα έγραψα πάνω το έχω μαζί μου θα σου το παραδώσω και είναι μάρκaς «<m» χωρητικότητας 4gb». Στη συνέχεια, επιστήθηκε η προσοχή του Εφεσίβλητου στον νόμο. Παρά ταύτα, στην κατάθεσή του δεν γίνεται καμία αναφορά σε παράδοση του USB στην Αστυνομία.

 

        Έχουμε ανατρέξει στην εν λόγω κατάθεση (τεκμήριο 1) και όντως διαπιστώνουμε ότι εκ του περιεχομένου της δεν προκύπτει η παράδοση του USB στην Αστυνομία. Ούτε υπάρχει άλλη μαρτυρία εκ της οποίας δύναται να εξαχθεί μετά βεβαιότητας τέτοιο συμπέρασμα. Στα πρακτικά της δίκης, ο Εφεσίβλητος ανέφερε (σελ. 17, 24, 30, 31) ότι στην εναντίον του ποινική υπόθεση κατατέθηκε το USB με τις παράνομες ηχογραφήσεις, το οποίο όμως δεν αποδεικνύει ότι το USB παραδόθηκε στην Αστυνομία, πολλώ δε μάλλον ότι κατατέθηκε στη δίκη από αστυνομικό όργανο το οποίο το παρέλαβε από τον Εφεσείοντα. Στην ποινική δίκη δεν επιτρέπονται υποθέσεις για την ύπαρξη γεγονότων όσο εύλογες και αν είναι. Η απόδειξη της κατηγορίας και κάθε στοιχείου που την συνιστά βαρύνει εξ ολοκλήρου την κατηγορούσα αρχή (βλ. Λοϊζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363).

 

        Για τη στοιχειοθέτηση των αδικημάτων που καθορίζει το Άρθρο 3(1)(γ) και (δ), απαιτείται η εσκεμμένη αποκάλυψη και χρησιμοποίηση του περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας από πρόσωπο το οποίο γνωρίζει ή έχει λόγο να γνωρίζει ότι η πληροφορία λήφθηκε από υποκλοπή ή παρακολούθηση ή πρόσβαση στο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας. Παρά την έλλειψη μαρτυρίας για παράδοση του USB στην Αστυνομία, η διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων τεκμηριώνεται μέσω της κατάθεσης του Εφεσείοντος, στην οποία παραδέχεται την παράνομη ηχογράφηση της ιδιωτικής επικοινωνίας, πληροφορία την οποία αποκαλύπτει και χρησιμοποιεί, προκειμένου να καταγγείλει την έκνομη συμπεριφορά του Εφεσίβλητου.

 

        Υπό το φως των ανωτέρω ο ένατος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός.

 

Δέκατος λόγος έφεσης

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε ποινές φυλάκισης τεσσάρων μηνών με αναστολή στην πρώτη και δεύτερη κατηγορία, ενώ στην τρίτη κατηγορία δεν επέβαλε καμία ποινή, εφόσον τα γεγονότα της περιλαμβάνονταν στη δεύτερη κατηγορία. Ο Εφεσείων προσβάλλει την ποινή ως έκδηλα υπερβολική.

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη προς όφελος του Εφεσείοντος, την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος μεταξύ της ημερομηνίας διάπραξης των αδικημάτων (2010, 2011 και 2014) και επιβολής ποινής (30.6.2022), γεγονός το οποίο επηρέασε το εύρος αλλά όχι το είδος της ποινής. Λήφθηκε επίσης υπόψη το σχετικά νεαρό της ηλικίας του (33 ετών), το ότι δεν αποκόμισε οποιοδήποτε οικονομικό ή άλλο όφελος από τη διάπραξη των αδικημάτων, οι προσωπικές και οικονομικές του περιστάσεις, καθώς και το ότι το περιεχόμενο της ιδιωτικής επικοινωνίας την οποία μαγνητοφώνησε δεν αφορούσε επικοινωνία αυστηρά προσωπικής φύσης ή ευαίσθητου χαρακτήρα. Ένας άλλος παράγοντας στον οποίο δόθηκε ιδιαίτερη σημασία είναι η μέγιστη προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης κατά τον χρόνο διάπραξης των επίδικων αδικημάτων, η οποία ήταν τρία έτη, σε αντίθεση με δέκα έτη φυλάκισης που προβλέπονται σήμερα. Ως προς την αναγκαιότητα επιβολής ποινής φυλάκισης το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι ως άνω ελαφρυντικοί παράγοντες δεν ήταν τέτοιας έκτασης ώστε να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής, επισημαίνοντας ότι οποιαδήποτε άλλη ποινή θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα στους επίδοξους παραβάτες. Μετά την επιβολή ποινής φυλάκισης, το Δικαστήριο εξέτασε την εισήγηση του συνηγόρου Υπεράσπισης για αναστολή της ποινής, κρίνοντας ότι η αναστολή δικαιολογείτο λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προαναφερθέντων μετριαστικών παραγόντων.

 

        Ο συνήγορος του Εφεσείοντος εισηγείται ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική καθότι το Δικαστήριο αναγνώρισε μόνο λεκτικά τους μετριαστικούς παράγοντες, δεν έλαβε δεόντως υπόψη ότι εν όψει της μέγιστης ποινής των τριών ετών την οποία ο Νόμος προέβλεπε κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, αυτά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ιδιαίτερα σοβαρά, ούτε πρόκειται για αδικήματα τα οποία παρουσιάζουν έξαρση ώστε να προβάλλει έντονα το στοιχείο της αποτροπής. Περαιτέρω, είναι η θέση του ότι εφόσον το Δικαστήριο προσανατολιζόταν να επιβάλει ποινή φυλάκισης θα έπρεπε να ζητήσει την ετοιμασία κοινωνικοοικονομικής έκθεσης από το Γραφείο Ευημερίας.

 

        Αρχίζοντας από το τελευταίο, όπως αποφασίστηκε στην Τηλεμάχου ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 701:

 

          «…η ετοιμασία τέτοιας έκθεσης δεν είναι απαραίτητη σε όλες τις περιπτώσεις που το δικαστήριο έχει υπόψη του να επιβάλει ποινή φυλάκισης. Τέτοια έκθεση είναι επιθυμητό να ετοιμάζεται στις περιπτώσεις νεαρών παραβατών (Βλ. Stylianou and Others v. Republic (1961) C.L.R. 265, Attorney-General v. Stavrou and Another (1962) C.L.R. 272) και στις υποθέσεις Κακουργιοδικείου. Κατά τα άλλα εναπόκειται στον ίδιο τον κατηγορούμενο να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου όλα εκείνα τα ελαφρυντικά που θα μπορούσαν να περιληφθούν σε μια έκθεση του Γραφείου Ευημερίας».

 

        Εν όψει της συνοπτικής φύσης της διαδικασίας και του γεγονότος ότι ο Εφεσείων δεν ήταν νεαρός παραβάτης εν τη εννοία της ανωτέρω νομολογίας, δεν ήταν απαραίτητη η ετοιμασία έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας. Εναπόκειτο στον δικηγόρο του Εφεσείοντος να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου τις ελαφρυντικές περιστάσεις που θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τέτοια έκθεση. Επομένως, η μη ετοιμασία έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας, δεν αποτελεί παράγοντα ο οποίος δύναται να επηρεάσει την ποινή.

 

        Οι αρχές οι οποίες διέπουν τη δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου στην επιβολή ποινής είναι και καλά εδραιωμένες στη νομολογία. Συγκεφαλαιώνονται στο ακόλουθο απόσπασμα από την Γεωργίου ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 565:

 

        «Το καθήκον επιμέτρησης της ποινής βρίσκεται στους ώμους του πρωτόδικου δικαστή. Το Εφετείο επεμβαίνει όχι όταν απλώς κρίνει ότι η ποινή ενδεχομένως θα μπορούσε να είναι επιεικέστερη αλλά όταν καταφαίνεται ότι ήταν το αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν είναι έκδηλα υπερβολική (Βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222, Fields v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 316, Κουφού και Άλλου ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 396, Σουπουρής ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 58, Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 245 και Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 227). Δυνατότητα επέμβασης παρέχεται μόνο όπου το στοιχείο της υπερβολής στην ποινή βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα μετά από το συσχετισμό της με το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένου του ατόμου του κατηγορουμένου (Βλ. Philippou, πιο πάνω, Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179, 182, Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 132, 136, Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222, 226, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, 530, 553 και Ψωμά ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 40, 43, 44)».

 

        Δεν διακρίνουμε οποιοδήποτε στοιχείο υπερβολής, τοσούτω μάλλον έκδηλης υπερβολής, στην ποινή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σταχυολόγησε και προσμέτρησε δεόντως όλους τους σχετικούς παράγοντες τόσο στην επιβολή ποινής φυλάκισης, όσο και στην απόφαση του για την αναστολή της. Σε ό,τι αφορά το στοιχείο της αποτροπής, ορθώς δόθηκε σημασία σε αυτό τον παράγοντα ένεκα της φύσης των αδικημάτων τα οποία αφορούν παραβίαση του απορρήτου της ιδιωτικής επικοινωνίας.

 

        Υπό το φως των ανωτέρω ο δέκατος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός.

 

        Οι Εφέσεις κατά της καταδίκης και ποινής απορρίπτονται.

 

 

 

 

                                                                            Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                            Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                            Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο