ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΙΧΑΗΛ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 161/2024, 16/10/2025
print
Τίτλος:
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΙΧΑΗΛ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 161/2024, 16/10/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 161/2024)

 

16 Οκτωβρίου 2025

 

[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΙΧΑΗΛ,

Εφεσείων,

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

_____________________

 

Δ. Λοχίας για Ευάγγελο Πουργουρίδη Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα.

Π. Αβρααμίδης για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.

Εφεσείων απών.

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Στον εφεσείοντα, επιβλήθηκαν, κατόπιν δικής του παραδοχής, οι πιο κάτω ποινές άμεσης φυλάκισης, οι οποίες διατάχθηκε να συντρέχουν:

 

Κατηγορία 8 – Κατοχή ναρκωτικών τάξεως Α με σκοπό την προμήθεια: 2 ½ έτη.

Κατηγορία 9 – Κατοχή ναρκωτικών τάξεως Α με σκοπό την προμήθεια: 2 έτη.

Κατηγορία 10 – Κατοχή ναρκωτικών τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια: 2 έτη.

Κατηγορία 11 – Προμήθεια ναρκωτικών τάξεως Α: 2 ½ έτη.

Κατηγορία 12 – Προμήθεια ναρκωτικών τάξεως Β: 20 μήνες.

Κατηγορία 13 – Κάπνισμα ναρκωτικών τάξεως Β: 6 μήνες.

Κατηγορία 14 -  Κατοχή ναρκωτικών τάξεως Β: 18 μήνες.

Κατηγορία 15 - Κατοχή ναρκωτικών τάξεως Β: 16 μήνες.

Κατηγορία 16 – Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες: 1 έτος.

 

          O εφεσείων είχε, επίσης, παραδεχτεί, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, άλλες 4 κατηγορίες, συγκεκριμένα τις κατηγορίες 1, 2, 3 και 4, αναφορικά με το αδίκημα της συνωμοσίας προς διάπραξη των αδικημάτων της κατοχής και της κατοχής με σκοπό την προμήθεια ελεγχόμενων φαρμάκων τάξεως Α και Β, στις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέβαλε ποινή εφαρμόζοντας τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση ΧΑΣΣΑΝ Κ.Α. ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2014) 2Β Α.Α.Δ. 742. Επίσης, δεν του επιβλήθηκε καμία ποινή στις κατηγορίες 5, 6 και 7 του κατηγορητηρίου, τις οποίες επίσης παραδέχθηκε, και οι οποίες αφορούσαν κατοχή ναρκωτικών τάξεως Α και Β, αφού, όπως ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα γεγονότα που τις συνθέτουν εμπεριέχονται στις κατηγορίες 8, 9 και 10, στις οποίες επιβλήθηκε ποινή.

 

Όπως αναφέρεται στο κείμενο της πρωτόδικης απόφασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο πλαίσιο επιβολής ποινής, έλαβε υπόψη του και άλλη μια ποινική υπόθεση στην οποία ο εφεσείων, επίσης, παραδέχθηκε τα αδικήματα της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α, της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α με σκοπό την προμήθεια, της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια, της προμήθειας ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, του καπνίσματος του φυτού κάνναβης και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

 

Τα αδικήματα που παραδέχθηκε ο κατηγορούμενος έλαβαν χώρα στις 4/8/2023, ενώ τα γεγονότα της υπόθεσης που λήφθηκε υπόψη για σκοπούς επιβολής ποινής διαδραματίστηκαν ένα χρόνο προηγουμένως.

 

Με την υπό κρίση έφεση, ο εφεσείων προώθησε, τελικά, μόνο τον δεύτερο λόγο έφεσης που περιλαμβάνεται στο έντυπο ειδοποίησης έφεσης και ειδικότερα τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα αρχής κατά την εξέταση του κατά πόσο θα ανέστελλε την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης και/ή εσφαλμένα δεν άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της αναστολής.

 

Ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εξ αντικειμένου σοβαρότητα των αδικημάτων που παραδέχθηκε ο εφεσείων ήταν λόγος ικανός να οδηγήσει στην άμεση εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης. Ανέφερε, επίσης, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε, στην ουσία, τον εφεσείοντα ως άτομο με προηγούμενη καταδίκη, λόγω της άλλης υπόθεσης που έλαβε υπόψη του κατά το στάδιο επιβολής ποινής δυνάμει του Άρθρου 81 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, και όχι ως άτομο λευκού ποινικού μητρώου που ήταν. Καταλογίζει, επίσης, στο πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένη κρίση ότι δεν υπήρχαν ενώπιον του στοιχεία που δικαιολογούσαν την αναστολή ποινής φυλάκισης. Προώθησε, επίσης, ενώπιον μας, τη θέση ότι η αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος που έχει διαπραχθεί δεν αποτελεί και/ή δεν πρέπει να αποτελεί λόγο για μη διαταγή αναστολής ποινής φυλάκισης, αφού δεν υπάρχει τίποτε το αντικειμενικό που εξετάζεται στο στάδιο του κατά πόσο θα πρέπει να διαταχθεί η αναστολή στην έκτιση ποινής φυλάκισης. Αντίθετα, ήταν η θέση του ότι, στο στάδιο εξέτασης κατά πόσο θα διαταχθεί αναστολή στην έκτιση ποινής φυλάκισης, απαιτείται εξέταση των υποκειμενικών δεδομένων τόσο της υπόθεσης, όσο και του κατηγορούμενου. Προχώρησε, επίσης, ο συνήγορος να προβάλει τη θέση ότι αν η αντικειμενική σοβαρότητα οποιουδήποτε αδικήματος αποτελεί λόγο μη αναστολής της ποινής, τότε στην ουσία μιλούμε για κατάργηση του νόμου για την αναστολή, για ορισμένα αδικήματα.

 

Ήταν η θέση του δικηγόρου του εφεσείοντα, ότι το νεαρό της ηλικίας του, το λευκό ποινικό του μητρώο αλλά και το γεγονός ότι ολοκλήρωσε πρόγραμμα απεξάρτησης με επιτυχία δικαιολογούσαν και δικαιολογούν τη διαταγή για αναστολή της ποινής φυλάκισης και ότι δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου με την ανάλογη διαταγή για αναστολή, των επιβληθεισών ποινών φυλάκισης. Παρέπεμψε σχετικά στις υποθέσεις ΑΡΓΥΡΙΔΗΣ Κ.Α. ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (2013) 2 Α.Α.Δ. 449 και ΓΕΩΡΓΙΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (2016) 2 Α.Α.Δ. 753.

 

Αντίθετη, βέβαια, ήταν η θέση του συνηγόρου της εφεσίβλητης ο οποίος προώθησε τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο συνεκτίμησε με προσοχή ό,τι τέθηκε ενώπιον του και ορθά άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια για μη αναστολή της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε. Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης του Εφετείου στον τρόπο με τον οποίο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια το πρωτόδικο Δικαστήριο και ότι, αντίθετα, σε περίπτωση που το Εφετείο επέμβει στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αυτό θα στείλει λανθασμένα μηνύματα.

 

Προκύπτει, από το κείμενο της εκκαλούμενης απόφασης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε πολύ προσεκτικά, τόσο τα αντικειμενικά δεδομένα των αδικημάτων που παραδέχθηκε ο εφεσείων, αλλά και της υπόθεσης που λήφθηκε υπόψη, τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες, τη νομολογία αλλά και τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου και κατέληξε, ορθά και εμπεριστατωμένα, ότι η ορθή  ποινή που θα έπρεπε να επιβληθεί στον κατηγορούμενο ήταν ποινή φυλάκισης. Παρέπεμψε, σχετικά, στη σοβαρότητα των αδικημάτων αλλά και στο γεγονός ότι τα αδικήματα αυτά είναι ιδιαιτέρως σοβαρά, όχι μόνο ως αποτέλεσμα της προβλεπόμενης ποινής, αλλά και από τις ολέθριες συνέπειες που επιφέρει αυτού του είδους η εγκληματική συμπεριφορά ευρύτερα στην κοινωνία. Δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στην έξαρση των αδικημάτων που αφορούν την κατοχή, διακίνηση και εμπορία ναρκωτικών και την υποχρέωση των δικαστηρίων να πατάξουν τη διάθεση ναρκωτικών οποιασδήποτε φύσης και να προστατεύσουν την κοινωνία και ιδιαίτερα τα νεαρά άτομα που είναι πιο ευάλωτα σε αυτόν τον κίνδυνο. Παρέθεσε, σχετικά, νομολογία αναφορικά με επιβληθείσες ποινές σε υποθέσεις παρόμοιας φύσης και με παρόμοια περιστατικά όπως αυτά που είχε ενώπιον του, σημειώνοντας την αρχή ότι προηγούμενες αποφάσεις αναφορικά με επιβληθείσες ποινές είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων καθορισμού της ποινής. Δεν έχουν, όμως, τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου και τούτο γιατί η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν αλλά και των συνθηκών του παραβάτη. Σχετικές είναι οι υποθέσεις ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2000) 2 Α.Α.Δ. 1 και ΜΙΧΑΗΛ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2003) 2 Α.Α.Δ. 123.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τον ρόλο του εφεσείοντα στην παρούσα υπόθεση, ορθά αναφέροντας ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ο ιθύνων νους της συγκεκριμένης διακίνησης ναρκωτικών, σημειώνοντας, όμως, ότι ο ρόλος του τον καθιστά αναπόσπαστο και αναγκαίο μέρος μιας οργανωμένης τέτοιας διακίνησης και είχε τη σημασία του για την επιτυχή εκτέλεση της όλης επιχείρησης. Παρέπεμψε σχετικά σε πρόσφατη νομολογία και ειδικότερα στην υπόθεση ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ν. ΜΑΡΙΟΥ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑ, Ποινική Έφεση 214/2021, ημερομηνίας 19/1/2024, στην οποία έχουν αναφερθεί τα ακόλουθα:

 

«Δεν είναι όμως αυτό το ζητούμενο. Η παρούσα έχει αφ' εαυτής τη δική της σοβαρότητα στη βάση των δικών της γεγονότων. Αυτά δε τα γεγονότα καταδεικνύουν ότι η περίπτωση δεν αφορά μεν εμπόρους ή διακινητές μεγάλων ποσοτήτων (όπως στις πιο πάνω) πλην όμως αφορούν μιαν άλλη ομάδα εμπόρων ή διακινητών ή προμηθευτών ή πωλητών και συγκεκριμένα αυτούς οι οποίοι προμηθεύουν τον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας και δη τον χρήστη. Υπενθυμίζουμε πως από το 2001 είχε λεχθεί πως αν και για τους χρήστες υπήρχε κάποιο περιθώριο (επιείκειας) το οποίο στένευε προϊόντος του χρόνου, εντούτοις για τους εμπόρους είναι δύσκολο να ανευρεθούν ερείσματα μετριασμού (Afroughi v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 174). Προειδοποίηση η οποία είχε επαναληφθεί και το 2008 με την προσθήκη ότι όσο αυτοί επιμένουν να σπέρνουν τον όλεθρο τόσο περισσότερο θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με αυστηρότητα από τα Δικαστήρια αφού οι αυστηρές ποινές, όπου αρμόζει, είναι ένα από τα διαθέσιμα  μέσα καταπολέμησης του φαινομένου (Ηροδότου v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 175). Είναι θέμα κοινής λογικής πως οι προαναφερθείσες μεγάλες ποσότητες κάποια στιγμή διαμοιράζονται σε άλλους εμπόρους οι οποίοι εν είδει λιανικού πλέον εμπορίου θα προωθήσουν τις μικρότερες ποσότητες (δόσεις) στους τελικούς πελάτες‑ χρήστες. Οι οποίοι, ως έχει ήδη λεχθεί, είναι κυρίως νεαρά, ακόμα και ανήλικα άτομα (βλ. Κλεομένης, άνω, Γ.Ε. v. Πέτρου, άνω).

Αναφερόμαστε συγκεκριμένα στο ότι η επίδικη ποσότητα των 96,41γρ. ήταν επιμελώς διαμοιρασμένη σε 27 επιμέρους συσκευασίες, οι οποίες (εκτός μιας) είχαν ήδη ετοιμαστεί και ευρίσκοντο σε πλαστική τσάντα, ενώ δίπλα υπήρχε ηλεκτρονική ζυγαριά και 75 χαρτονομίσματα διαφόρων αξιών. Δεν χρειάζεται, πιστεύουμε, να ενδιατρίψουμε στο ότι η απαξία της πράξης έγκειται ακριβώς στη συμμετοχή σε αυτή την αλυσίδα διακίνησης και διάδοσης των ναρκωτικών, η οποία συμμετοχή είναι άκρως απαραίτητη στους μεγαλεμπόρους αφού χωρίς αυτή δεν θα ήταν δυνατή η διάθεση του παράνομου προϊόντος τους, ήτοι της μάστιγας των ναρκωτικών. Προς την ίδια κατεύθυνση θεωρούμε ότι ευρίσκονται και τα λεχθέντα από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Βαρδάκη v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 186/21, ημερ. 14.7.22, ECLI:CY:AD:2022:B302, ECLI:CY:AD:2022:B302, τα οποία έχουν ως εξής:

«Δεν είναι δυνατό να αναζητηθεί μέσα από τη νομολογία αριθμητική αντιστοιχία των παραμέτρων αυτών με το εύρος των ποινών φυλάκισης που επιβάλλονται.  Η δε εμφάνιση ενώπιον των Δικαστηρίων υποθέσεων που αφορούν σε πολύ μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών τα τελευταία χρόνια, δεν πρέπει να οδηγήσει στην υποβάθμιση της σοβαρότητας των υποθέσεων με μικρότερες ποσότητες.  Αντίθετα, αναδεικνύεται το τεράστιο πρόβλημα και η ανάγκη καταπολέμησης της διάδοσης των ναρκωτικών σε κάθε της έκφανση».»

 

Έλαβε ακολούθως υπόψη του τις προσωπικές, οικογενειακές και άλλες περιστάσεις του κατηγορούμενου, όπως αυτές φαίνονται μέσα από την έκθεση του γραφείου ευημερίας και όπως αναλύθηκαν από τη συνήγορο του, τη συνεργασία του με την αστυνομία, την απεξάρτηση του από τα ναρκωτικά, τη νεαρή του ηλικία και την αλλαγή στις προσωπικές του περιστάσεις, έχοντας πλέον αρραβωνιαστεί, αλλά και την επιστροφή του στο σχολείο με σκοπό την ολοκλήρωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσής του. Έλαβε, επίσης, υπόψη του το χρόνο που μεσολάβησε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την ημερομηνία που επέβαλε σε αυτόν ποινή.

 

Έχοντας αποφασίσει για το ύψος των ποινών, το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθως προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο συνέτρεχαν λόγοι για αναστολή εκτέλεσης των ποινών. Αναφέρθηκε στον Ν.186(Ι)/03 ο οποίος επέφερε τροποποίηση στον Περί της Υφ’ Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλάκισης εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμο Ν.92/75 διευρύνοντας τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου αναφορικά με την αναστολή ποινών φυλάκισης, και δη το Άρθρο 3(2) αυτού. Αναφέρθηκε, επίσης, σε σχετική νομολογία. Ακολούθως, έλαβε υπόψη του τη σοβαρότητα των αδικημάτων που παραδέχθηκε ο εφεσείων, την ανάγκη αποτροπής, τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου και ιδιαίτερα το λευκό του ποινικό μητρώο, το νεαρό της ηλικίας του, την απεξάρτηση του από τα ναρκωτικά και έκρινε ότι δεν δικαιολογείται η αναστολή των ποινών φυλάκισης που του επιβλήθηκαν. Σημείωσε το Δικαστήριο τα εξής:

 

«Ως προς τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου και ειδικότερα το λευκό του ποινικό μητρώο, το νεαρό της ηλικίας του, η απεξάρτησή του από εξαρτησιογόνες ουσίες αλλά και όλοι οι λοιποί ελαφρυντικοί παράγοντες που αναφέρονται ανωτέρω και τους οποίους λαμβάνω υπόψη κρίνω ότι δεν είναι ικανοί να οδηγήσουν σε αναστολή των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν ιδιαίτερα έχοντας υπόψη ότι ο κατηγορούμενος επέδειξε την ίδια έκνομη συμπεριφορά ένα χρόνο προ της διάπραξης των αδικημάτων της κύριας υπόθεσης, προβαίνοντας στη διάπραξη των αδικημάτων της υπόθεσης 110147/2023, κάτι που δεικνύει, κατά την κρίση μου, τη ροπή του στην επίδειξη εγκληματικής συμπεριφοράς με σκοπό μάλιστα το οικονομικό όφελος. Είναι λοιπόν σαφές ότι προέχει το στοιχείο της αποτροπής όχι μόνο για το κοινό γενικότερα αλλά πρώτιστα για τον ίδιο τον κατηγορούμενο».

 

Όπως έχει πολύ πρόσφατα αναφερθεί από το Εφετείο, στην υπόθεση ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ν. ΜΑΡΙΟΥ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑ (ανωτέρω):

 

«Η βασική νομολογιακή αρχή είναι ότι στο στάδιο αυτό επανεξετάζεται κάθε στοιχείο και κάθε παράγοντας ο οποίος δυνατόν να έχει σημασία ως προς την αναστολή. Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Ιωσήφ v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930: «[Η] υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες ‑ είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς ‑ οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.

[…]

Με κάθε σεβασμό προς τη σχετική εισήγηση δεν συμμεριζόμαστε την άποψη ότι το σύνολο των συνθηκών της υπόθεσης και οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσίβλητου δικαιολογούν τη χορήγηση αναστολής. Αφενός όλες οι προαναφερθείσες προσωπικές περιστάσεις δεν εκφεύγουν του συνήθους μέτρου, έχοντας σε συνδυασμό με τον χρόνο συμβάλει σε ουσιωδώς μειωμένη ποινή (η οποία υπό άλλες περιστάσεις θα ήταν ψηλότερη) και αφετέρου οι συνθήκες της υπόθεσης κατά την άποψή μας υποδεικνύουν προς την απόρριψη της εισήγησης ακριβώς για λόγους αποτροπής και αποτελεσματικότητας της ποινής. Μας εκφράζει το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Νεοφύτου v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 9/21, ημερ. 29.7.21:

«Σε πλήρη συμφωνία με την Αριστοδήμου προσθέτουμε ότι ποινή φυλάκισης, που θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυστηρή λόγω του εύρους της, μπορεί να απωλέσει το στοιχείο της αποτροπής εφόσον ανασταλεί, ακόμα και να καταστεί ανεπαρκής για την τιμωρία του καταδικασθέντα. Το στοιχείο της γενικής αποτροπής γεννάται από την αντίδραση του κοινού, μέσα στο οποίο είναι και ο επίδοξος παραβάτης, στο άκουσμα της ποινής που επιβλήθηκε στον καταδικασθέντα.  Η ποινή φυλάκισης με αναστολή είναι ποινή φυλάκισης για όλους τους σκοπούς, με τη δραματική όμως διαφορά ότι η εκτέλεση της αναστέλλεται υπό όρους. Την αποτροπή δημιουργεί η επίπτωση που είχε η συναφής καταδίκη, με έμφαση στο άμεσο αποτέλεσμα και εφόσον η ποινή φυλάκισης ανασταλεί, το στοιχείο της αποτροπής εξασθενεί σε μεγάλο βαθμό».

(έμφαση δοθείσα)».

 

Το πιο πάνω απόσπασμα, θεωρούμε ότι εφαρμόζεται και στην παρούσα υπόθεση. Δεν συμμεριζόμαστε τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου για τον εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα και όλα τα ελαφρυντικά που συγκέντρωνε στο πρόσωπο του. Διαφωνούμε με τη θέση του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ο εφεσείων δεν ήταν ουσιαστικά πρόσωπο λευκού ποινικού μητρώου. Η ανωτέρω αναφορά στην άλλη υπόθεση που λήφθηκε υπόψη για σκοπούς επιβολής ποινής έγινε ορθά, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέταζε μια ενιαία συμπεριφορά του εφεσείοντα. Ζύγισε, επίσης, την απεξάρτηση του κατηγορουμένου από τις εξαρτησιογόνες ουσίες, το νεαρό της ηλικίας του, αλλά και όλες τις προσωπικές του περιστάσεις.

 

Στην πρόσφατη απόφαση μας ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ν. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ποινική Έφεση 133/2025, ημερομηνίας 30/9/2025, έχουμε σημειώσει τα ακόλουθα:

 

«[…] Επιπλέον των όσων αναφέρονται για τη συσχέτιση της ανάγκης αποτροπής με το ζήτημα της αναστολής της ποινής στο πιο πάνω απόσπασμα από την υπόθεση ΚΥΡΙΑΚΟΥ (ανωτέρω), παραπέμπουμε στην υπόθεση ΚΟΥΚΚΙΔΗ (ανωτέρω), στην οποία λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

«Η εγγενής σοβαρότητα των αδικημάτων και οι συνέπειες που προέκυψαν, καθώς και η ανάγκη για αποτροπή, καθιστούν αναπόφευκτη την άμεση εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής», παρατήρησε το Εφετείο. Τα ίδια ακριβώς θεωρούμε ότι ισχύουν και στην παρούσα υπόθεση. Η εγγενής σοβαρότητα του αδικήματος, η αλόγιστη, επικίνδυνη και σχεδόν απερίσκεπτη συμπεριφορά του εφεσίβλητου, και οι τραγικές συνέπειες της, υπό τις περιστάσεις, επέβαλλαν τη μείωση της σημασίας των μετριαστικών παραγόντων και περιστάσεων του εφεσίβλητου, σε σχέση με την ανάγκη επιβολής ποινής που να προστατεύει επαρκώς το κοινωνικό σύνολο και να είναι αποτρεπτική. Σχετικές με το ζήτημα της αναστολής της ποινής φυλάκισης είναι και οι αποφάσεις Ηλιάδη ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 412 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161

(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο).

Τα πιο πάνω νομολογηθέντα, υιοθετήθηκαν σε σειρά πρόσφατων αποφάσεων του Εφετείου. Στην υπόθεση ΟΡΕΣΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 50/24, ημερομηνίας 2/8/2024, λέχθηκαν τα εξής:

«Έχοντας συνεκτιμήσει τα όσα τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντος, καταλήγουμε πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως δεν μπορούσαν να αποτελέσουν επαρκείς λόγους για να δικαιολογηθεί η αναστολή της ποινής φυλακίσεως, ενώ τυχόν αναστολή της «θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα, θα υπονόμευε τον σκοπό της αποτελεσματικής εφαρμογής του Νόμου και την αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικής ποινής σε τέτοιας φύσεως αδικήματα».

(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο).

Παρομοίως, στην υπόθεση INA YASAR v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 229/2024, ημερομηνίας 8/11/2024, λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

«Τυχόν αναστολή της ποινής φυλάκισης δεν θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος εξασθενώντας σε μεγάλο βαθμό το στοιχείο της αποτροπής [βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουκκίδη (ανωτέρω), Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 9/21, ημερ. 29.7.2021, Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (ανωτέρω)].»

Περαιτέρω, στην υπόθεση ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΜΑΡΙΝΟΥ ΤΑΚΚΑ, Ποινική Έφεση Αρ.: 160/2022, 26/6/2025, υιοθετήθηκε το εξής απόσπασμα από την υπόθεση Soliman ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 234/23, ημερομηνίας 27.6.2024:

«Καταληκτικά, επαναλαμβάνουμε το λεχθέν στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 9/21, ημερ. 29.7.21 ότι: «[Τ]ην αποτροπή δημιουργεί η επίπτωση που είχε η συναφής καταδίκη, με έμφαση στο άμεσο αποτέλεσμα και εφόσον η ποινή φυλάκισης ανασταλεί, το στοιχείο της αποτροπής εξασθενεί σε μεγάλο βαθμό».

(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο).

Στην ακόμη πιο πρόσφατη υπόθεση ΠΑΥΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 68/2024, 71/2024, ημερομηνίας 16/7/2025, ενώ τονίστηκαν τα πιο πάνω τα οποία λέχθηκαν στην υπόθεση Νεοφύτου (ανωτέρω), το Εφετείο, κατέληξε ότι τα όποια ενώπιόν του ελαφρυντικά στοιχεία δεν ήταν αρκετά για να δικαιολογούσαν την αναστολή, αφού ένας τέτοιος χειρισμός, δεν θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς της ποινής. Έλαβε δε υπόψη, τα πιο κάτω λεχθέντα στην υπόθεση ΝΙΚΟΛΑΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, (2015) 2(Α) Α.Α.Δ. 103:

«Αυτό που είναι σημαντικό σε τέτοιες περιπτώσεις είναι κατά πόσο σε περίπτωση που ανασταλεί η ποινή, θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους σκοπούς της τιμωρίας. Στην προκείμενη περίπτωση, η σοβαρότητα των αδικημάτων και των περιστάσεων διάπραξής τους είναι τέτοια που, όπως ορθά υπεδείχθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα ελαφρυντικά στοιχεία που τέθηκαν δεν είναι αρκετά ώστε να δικαιολογούν την αναστολή της επιβληθείσας ποινής.»

(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο).»

 

Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έλαβε υπόψη του όλα τα δεδομένα της υπόθεσης, τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα, τη σοβαρότητα των αδικημάτων που αυτός παραδέχθηκε αλλά και την ανάγκη αποτροπής.

 

Ενόψει των ανωτέρω, ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι καταδικασμένος σε αποτυχία και απορρίπτεται. 

 

Η παρούσα έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. 

 

 

Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.

 

 

Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο