ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 171/2022)
31 Οκτωβρίου 2025
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΓΑΠΙΟΣ (ΑΓΙΣ) ΑΓΑΠΙΟΥ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ GERHARD WOLFGANG ARNOLD EWERT
Εφεσείων
v.
1. CHR. KARAOLIS CONTRACTORS -
DEVELOPERS LIMITED
2. ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΚΑΡΑΟΛΗ
3. ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΟΛΗ
Εφεσιβλήτων
‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑
Κ. Γεωργιάδης για Χρύση Δημητριάδη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα
Κ. Θεοδωρίδης με Ν. Αγαπίου για Θεοδωρίδη, Γεωργίου, Ιακώβου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη 1
Ρ. Κωνταντίνου (κα) για Θεόδωρο Τ. Κατσικίδη, για τους Εφεσίβλητους 2 και 3
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι Εφεσίβλητοι αντιμετώπισαν σε ιδιωτική ποινική υπόθεση την κατηγορία της Κλοπής ποσού €41.122,48 κατά παράβαση των Άρθρων 255, 259 και 262 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (εφεξής «Π.Κ.»). Μετά από ακροαματική διαδικασία το πρωτόδικο Δικαστήριο αθώωσε τους Εφεσίβλητους αφού κατέληξε ότι το πιο πάνω ποσό δεν είχε ληφθεί για λογαριασμό της περιουσίας του αποβιώσαντος αλλά αποτελούσε τίμημα πώλησης, το οποίο η Εφεσίβλητη 1 έλαβε ως πωλήτρια του επίδικου ακινήτου και συνεπώς δεν ετίθετο ζήτημα απόκτησης, κατοχής και αποκόμισης χρημάτων άλλου. Η αθωωτική αυτή Απόφαση προσβάλλεται με τέσσερεις λόγους έφεσης και συγκεκριμένα προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε: (α) ότι το τίμημα πώλησης δεν το έλαβε η Εφεσίβλητη 1 για λογαριασμό της περιουσίας του αποβιώσαντος ή των κληρονόμων του (Λόγος Έφεσης 1), (β) ότι ήταν απαραίτητη η κατάθεση της ακυρωτικής συμφωνίας του αρχικού πωλητηρίου εγγράφου (Λόγος Έφεσης 2), (γ) ότι δεν τίθεται ζήτημα απόκτησης, κατοχής και αποκόμισης χρημάτων άλλου (Λόγος Έφεσης 3), και (δ) ότι πρόκειται για διαφορά καθαρά αστικής φύσης (Λόγος Έφεσης 4).
Όπως προκύπτει από το κείμενο του Άρθρου 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, σε αθωωτικές αποφάσεις το δικαίωμα έφεσης περιορίζεται σε νομικά ζητήματα (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Παπανικόλα, Ποιν. Έφ. 214/21, ημερ. 20.12.2023, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριακίδη κ.ά., Ποιν. Έφ. 256/22, ημερ. 27.2.2025). Μέσα στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει «…να αποκλείεται η συγκαλυμμένη επιδίωξη της αμφισβήτησης και του παραμερισμού της αξιολόγησης της μαρτυρίας που, βεβαίως, βρίσκεται εκτός της εμβέλειας του άρθρου» (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου κ.ά. (2010) 2 Α.Α.Δ. 94). Από μελέτη της πρωτόδικης Απόφασης και των Λόγων Έφεσης ικανοποιούμαστε ότι η παρούσα εμπίπτει εντός της εμβέλειας του Άρθρου 137 του Κεφ. 155 αφού οι θέσεις που προβάλλονται αφορούν σε από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατ΄ ισχυρισμόν, εσφαλμένη εξαγωγή συμπερασμάτων και εφαρμογή του Νόμου επί της αποδεκτής μαρτυρίας και ευρημάτων.
Κρίνουμε χρήσιμη μια σύνοψη των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
Ο Εφεσείων είναι ο διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Gerhard Wolfgang Arnold Ewert (εφεξής ο «Gerhard»), ο οποίος απεβίωσε στις 15.3.2011 με κληρονόμους τους Peter Michael Ewert και Monica Campbell. Ο αποβιώσας είχε αγοράσει από την Εφεσίβλητη 1 εταιρεία (διευθυντές της οποίας είναι οι Εφεσίβλητοι 2 και 3) μια κατοικία στο χωριό Πισσούρι. Σε σχέση με την κατοικία είχαν εκδοθεί δύο τίτλοι και η κατοικία ενεγράφη στις 25.2.2011 στο όνομα της Εφεσίβλητης 1, αλλά δεν μεταβιβάστηκε στο όνομα του αποβιώσαντος πριν από τον θάνατο του παρά το ότι το συμφωνημένο τίμημα πώλησης είχε καταβληθεί.
Μετά τον θάνατο του Gerhard οι κληρονόμοι ήλθαν σε επαφή με τους Εφεσίβλητους και τους ενημέρωσαν ότι ενδιαφέρονταν να πωλήσουν την κατοικία. Απέστειλαν στον Εφεσίβλητο 2 πληρεξούσιο έγγραφο (Τεκμήριο 9) με το οποίο τον εξουσιοδοτούσαν να υπογράψει ακυρωτική συμφωνία της αρχικής συμφωνίας πώλησης προς τον αποβιώσαντα. Συμφώνησαν όπως η κατοικία πωληθεί σε τρίτους έναντι ποσού €50.000 ενώ επιπλέον ο αγοραστής θα κατέβαλλε στον Εφεσίβλητο 2 ποσό €4.600 που ο αποβιώσαντας όφειλε στην Εφεσίβλητη 1. Από το ποσό των €50.000 θα αφαιρείτο ποσό €8.877,52 το οποίο οφείλετο για φόρους και το υπόλοιπο ποσό θα διαιρείτο από τον Εφεσίβλητο 2 πληρεξούσιο αντιπρόσωπο σε δύο ποσά των €20.561,24 έκαστο, τα οποία και θα κατατίθεντο στους λογαριασμούς των κληρονόμων (ηλεκτρονικές επιστολές, Τεκμήρια 10 και 11).
Η Εφεσίβλητη 1 υπέγραψε σε σχέση με την κατοικία δύο Συμφωνίες Πώλησης με τους νέους αγοραστές (Τεκμήρια 19 και 20) και εισέπραξε το ποσό των €50.000, το οποίο ο Εφεσίβλητος 3 κατέθεσε στον τραπεζικό λογαριασμό της Εφεσίβλητης 1. Στις 26.7.2016 ο Εφεσίβλητος 2 ενημέρωσε τον ένα κληρονόμο για τα πιο πάνω και για την πρόθεση του να πληρώσει τους οφειλόμενους φόρους και να εμβάσει το υπόλοιπο ποσό στους κληρονόμους το αργότερο μέχρι τον Αύγουστο 2016. Το έμβασμα δεν έγινε. Ακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ του Εφεσείοντος διαχειριστή και του Εφεσίβλητου 2, στο πλαίσιο της οποίας ο τελευταίος ζητούσε παρατάσεις χρόνου για να το πράξει.
Από 1.8.2016 μέχρι και 31.8.2016 έγιναν αναλήψεις μετρητών από τον λογαριασμό της Εφεσίβλητης 1 συνολικού ποσού €49.860, εκ των οποίων ποσό €41.860 από τον Εφεσίβλητο 2 και €8.000 από άλλο διευθυντή της Εφεσίβλητης 1. Μετά τις αναλήψεις αυτές, καθώς και δύο πληρωμές για οφειλές της Εφεσίβλητης 1 στην Α.ΤΗ.Κ., ο εν λόγω λογαριασμός είχε κατά τις 31.12.2016 υπόλοιπο €2,14 (Τεκμήριο 23). Ο λογαριασμός μηδενίστηκε στις 22.11.2017 μετά από έμβασμα €120.869,26 στην Τράπεζα Κύπρου και η Εφεσίβλητη 1 τέθηκε υπό διαχείριση στις 5.10.2017.
Το ποσό των €41.122,48 δεν έχει καταβληθεί είτε προς τον Εφεσείοντα είτε προς τους κληρονόμους μέχρι σήμερα.
Το Άρθρο 255(1) του Π.Κ. αναφέρει τα εξής:
«Ορισμός
255.-(1) Κλέβει όποιος, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, με δόλιο τρόπο και χωρίς αξίωση δικαιώματος με καλή πίστη, αποκτά κατοχή και αποκομίζει ο,τιδήποτε που μπορεί να καταστεί αντικείμενο κλοπής με σκοπό, κατά το χρόνο της απόκτησης, να αποστερήσει τον ιδιοκτήτη μόνιμα από αυτό:
Νοείται ότι πρόσωπο δύναται να είναι ένοχο κλοπής οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος, ανεξαρτήτως του ότι κατέχει αυτό νόμιμα, αν είναι θεματοφύλακας ή συνιδιοκτήτης του, με δόλιο τρόπο σφετερίζεται αυτό για χρήση από τον ίδιο ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο παρά του ιδιοκτήτη.
Σημασία για την παρούσα έχουν και τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 259 του Π.Κ. τα οποία και παραθέτουμε:
«Χρηματικό ποσό που λήφθηκε για λογαριασμό άλλου
259. Όταν κάποιο πρόσωπο, είτε μόνο είτε από κοινού με άλλο, πάρει κάποιο χρηματικό ποσό για λογαριασμό τρίτου, το ποσό αυτό θεωρείται ότι ανήκει στον τρίτο για λογαριασμό του οποίου λήφθηκε, εκτός αν λήφθηκε με τον όρο ότι δυνατόν να καταχωριστεί σε χρεωστικό πιστωτικό λογαριασμό και ότι η σχέση οφειλέτη-πιστωτή θα υφίσταται μόνο μεταξύ των μερών αναφορικά με το πιο πάνω ποσό».
Ο συνδυασμός των Άρθρων 255 και 259 του Π.Κ. καταδεικνύει ότι για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα θα πρέπει να καταδειχθεί σωρευτικά ότι ο κατηγορούμενος:
(1) Απέκτησε κατοχή και αποκόμισε οτιδήποτε δυνάμενο να καταστεί αντικείμενο κλοπής ή πήρε χρηματικό ποσό για λογαριασμό τρίτου.
(2) Χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη
(3) Δολίως
(4) Χωρίς να υφίσταται καλόπιστη αξίωση δικαιώματος
(5) Επί σκοπώ κατά τον χρόνο της κτήσης να αποστερήσει το αποκτηθέν μόνιμα από τον ιδιοκτήτη.
(βλ. Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486, R v. Cockburn (1968) 1 All E.R. 466).
Το χρήμα είναι αντικείμενο το οποίο δύναται να κλαπεί. Τα χρήματα από την πώληση της κατοικίας δύνανται ξεκάθαρα να αποτελέσουν αντικείμενο κλοπής. Προκύπτει επιπλέον αναμφισβήτητα ότι οι Εφεσίβλητοι έλαβαν κατοχή του επίδικου ποσού. Όσον αφορά στο κατά πόσο στοιχειοθετήθηκε το στοιχείο του δόλου επισημαίνουμε ότι από την Platritis v. Police (1967) 2 C.L.R. 174 καθορίστηκε πως ο όρος “fraudulently” σημαίνει σκόπιμα και εκ προθέσεως. Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, η πρόθεση πολλές φορές δεν είναι δεκτική άμεσης απόδειξης και κατά κανόνα ανευρίσκεται ως εξυπακουόμενο γεγονός μέσα από τα γεγονότα (βλ. Archbold: Criminal Pleading, Evidence and Practice 2007, σελ. 1754 - 1756, Ζακακιώτης ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 175).
Εν πρώτοις, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε εξετάζοντας απομονωμένα τα δύο Πωλητήρια Έγγραφα, Τεκμήρια 19 και 20. Το σφάλμα αυτό οδήγησε και στην κατάληξη πως η πώληση της κατοικίας έγινε «…απευθείας από την Κατηγορούμενη 1 ως πωλήτρια και όχι από τους ίδιους ή μέσω του διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντα».
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχε ηλεκτρονική αλληλογραφία η οποία έδειχνε με σαφήνεια τα συμφωνηθέντα μεταξύ των κληρονόμων και των Εφεσιβλήτων. Μεταξύ των εγγράφων αυτών, ιδιαίτερη σημασία έχουν τα Τεκμήρια 10 και 11 στα οποία καταγράφεται ρητώς ότι:
· Οι κληρονόμοι συμφωνούσαν στην πώληση της κατοικίας από την Εφεσίβλητη 1 σε τρίτο έναντι ποσού €50.000. Πέραν του πιο πάνω ποσού ο αγοραστής θα κατέβαλλε το ποσό των €4.600 που οφείλετο βάσει της κατάστασης λογαριασμού που ετοιμάστηκε από την Εφεσίβλητη 1 στις 6.7.2016 (Τεκμήριο 8).
· Το ποσό των €8.877,52 που συμφώνησαν οι κληρονόμοι να καταβάλουν για φόρους και τέλη ιδιοκτησίας, θα το αφαιρούσε ο Εφεσίβλητος 2 (πληρεξούσιος) από το ποσό των €50.000 που θα εισέπραττε από τον αγοραστή.
· Ακολούθως θα αποστέλλετο σε τραπεζικό λογαριασμό εκάστου των δύο κληρονόμων ποσό €20.561,24 από τον Εφεσίβλητο 2.
Με το Τεκμήριο 12 η Εφεσίβλητη 1 αναφέρει ότι συμφωνεί με όλα τα σημεία της πιο πάνω αλληλογραφίας.
Επισημαίνουμε επιπλέον ότι η επιστολή του συνηγόρου των Εφεσίβλητων 2 και 3 προς τον Γενικό Εισαγγελέα κατατέθηκε ως Τεκμήριο 28 από κοινού. Σε αυτήν ο συνήγορος αναφέρεται, μεταξύ άλλων, σε «δέσμευση» των Εφεσίβλητων για «πληρωμή του υπολειπόμενου ποσού των €41.122,48», προβάλλει δε κάποιους λόγους για τους οποίους αυτοί δεν συμμορφώθηκαν με την πιο πάνω δέσμευση (οι οποίοι λόγοι, να σημειωθεί, δεν τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου με μαρτυρία).
Το συμπέρασμα που εξάγεται από την μαρτυρία που αποδέχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ξεκάθαρα ότι η Εφεσίβλητη 1 κατείχε το ποσό της πώλησης της κατοικίας για λογαριασμό της περιουσίας του αποβιώσαντος. Μέσα στο πλαίσιο αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν η πράξη της πώλησης έγινε απευθείας από τους κληρονόμους ή από τον ίδιο τον Εφεσείοντα διαχειριστή. Το προϊόν της πώλησης αποτελούσε κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ιδιοκτησία της περιουσίας του αποβιώσαντος. Ούτε και ήταν απαραίτητη η προσκόμιση της ακυρωτικής συμφωνίας στο Δικαστήριο, αφού τα γεγονότα που περιέβαλλαν τη σύναψη της (τα οποία ήταν και η ουσία της επίδικης διαφοράς) βρίσκονταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Στην Ανδρονίκου (πιο πάνω) κρίθηκε ότι η εκ μέρους των εφεσειόντων τοποθέτηση των υπό εμπίστευση ποσών σε λογαριασμό άλλο από τον συμφωνημένο έδειχνε χωρίς αμφιβολία την πρόθεση του εφεσείοντος για μόνιμη αποστέρηση του χαρτοφυλακίου από το Ταμείο, ενώ έδειχνε και την αποστέρηση και διακίνηση των υπό εμπίστευση χρημάτων εκτός των όρων εντολής των εφεσειόντων. Ομοίως, τέτοια πρόθεση κρίθηκε πως υφίστατο στην Χρυσάνθου ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 1293 όπου ο εκεί κατηγορούμενος διέθεσε τα χρήματα που είχε λάβει από τον παραπονούμενο για άλλο λόγο εκτός από αυτόν που είχαν συμφωνήσει.
Έτσι και στην υπό κρίση περίπτωση. Η ανάληψη του εισπραχθέντος (για λογαριασμό της περιουσίας του αποβιώσαντος) ποσού σε μετρητά από τους Εφεσίβλητους και η χρησιμοποίηση του για σκοπούς άλλους από το να καταβληθεί στους κληρονόμους, δεν μπορούσε λογικά να οδηγήσει σε άλλη κατάληξη πλην του ότι αυτό έγινε δολίως και με πρόθεση μόνιμης αποστέρησης του. Ούτε και διαφοροποιεί την κατάσταση το ότι το τίμημα πώλησης της κατοικίας το είχε αρχικά λάβει η Εφεσίβλητη 1 στο πλαίσιο των συμφωνηθέντων με τους κληρονόμους. Εδώ ακριβώς παρεμβάλλετο η λειτουργία και εφαρμογή του Άρθρου 259 του Π.Κ. δεδομένου ότι το επίμαχο ποσόν το είχαν λάβει για λογαριασμό τρίτων και δη της περιουσίας του αποβιώσαντος (των κληρονόμων). Από το στιγμή που τα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν για σκοπό άλλο από το να αποδοθούν στους κληρονόμους, δημιουργείται ζήτημα αξιόποινης συμπεριφοράς (βλ. Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 14).
Κατά τον χρόνο που έγιναν οι αναλήψεις ο τραπεζικός λογαριασμός της Εφεσίβλητης 1 παρέμεινε με πιστωτικό υπόλοιπο €2,14. Δεν μπορεί, συναφώς, να γίνει λογικά δεκτό ότι οι Εφεσίβλητοι προσδοκούσαν να το καταβάλουν στην περιουσία. Παραθέτουμε προς τούτο απόσπασμα από την υπόθεση Platritis (πιο πάνω), τα γεγονότα της οποίας παρουσιάζουν ομοιότητες με τα επίδικα:
“... In the present case, as it has been found by the trial Court, the appellant knew at the time of the taking of the money\from the safe that it was the property of the widow of the late Sergeant and that he took the money deliberately; he converted the money to his own use and with an intent to deprive the owner of the money. As I said the Court took this view which was reasonably open to the trial Court and I see no reason to interfere. With regard to the argument of the counsel for the appellant that he intended to repay to and had reasonable grounds or repay it, does it make any difference that he intended to repay the money which can on mean from the facts in this ease that he only hoped he would be able to repay the money? I consider it constructive to quote from the judgment of Lord Goddard, C.J., in the case of Rex v. Williams and-Another. [1953] I All E.R. 1068 at p. 1070; as I am in agreement with the reasoning behind this case I would adopt and apply it in the case before us.
"It is one thing if a person with good credit and plenty of money uses somebody else's money which is in his possession-it having been entrusted to him or he having the opportunity of taking it-he merely intending to use those coins instead of some of his own which he has only to go to his room or to his hank to get. No jury will then say that there was any intent to defraud or any fraudulent taking, but it is quite another matter if the person who takes the money is not in a position to replace it at the time but only has a hope or expectation that he will be able to do so in the future and, in considering whether this court 'is to give effect to the rider of the jury we must bear in mind the pronouncement which is the locus classicus in this matter-Channell, J.'s charge to the Jury in Rex v. Carpenter (1911), 76 J.P.158 referred to by this Court in R. v. Kritz [1949] 2 All E.R. 406".
In the present case the appellant intended to use the money and in fact has used it for purposes different from those for which he was holding it and for which the persons of the Police Force who paid the money intended it to be used, namely, for aiding financially the widow of the late Sergeant. Therefore, it seems to this Court that by taking the money and using it for his own purposes, the appellant intended to deprive of the money the widow and in so doing he acted fraudulently and without a claim of right, because he knew that he had no right 'to take the money which he knew was not his. The fact that he may have had a hope or expectation in the future of repaying that money, and in the present case it has been proved that he was not in a position to do so at the time, is a matter which at most can go to mitigation. It does not amount to a defence”.
Κατά πάντα ουσιώδη για την παρούσα υπόθεση χρόνο οι Εφεσίβλητοι 2 και 3 ήταν διευθυντές της Εφεσίβλητης 1 εταιρείας. Με την αγόρευση του ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσίβλητη 1 εισηγείται ότι δεν είχε εξουσιοδοτηθεί η εταιρεία να πωλήσει προς όφελος των κληρονόμων την κατοικία και να τους αποδώσει το τίμημα, αλλά ο Εφεσίβλητος 2. Θέση του αποτέλεσε ότι οι συμφωνίες και συνεννοήσεις του Εφεσίβλητου 2 με τους κληρονόμους του αποβιώσαντος δεν δεσμεύουν την Εφεσίβλητη 1.
Οι Εφεσίβλητοι 2 και 3, όμως, ήσαν διευθυντές της Εφεσίβλητης 1. Κατ’ επέκταση θα πρέπει να εξεταστεί εάν αυτοί μπορούσαν να θεωρηθούν ο «ιθύνων νους και βούληση» της εταιρείας για σκοπούς απόδοσης ποινικής ευθύνης στην τελευταία. Όπως λέχθηκε στην Ερωτοκρίτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 53/17 κ.ά., ημερ. 15.12.2017 (απόφαση Οικονόμου Δ)]:
«Έχουμε ήδη αναφερθεί στην παραδοσιακή προσέγγιση της Tesco («αρχή ταύτισης») όπου το κριτήριο για τον «ιθύνοντα νου» τέθηκε ως εξής από τον Viscount Dilhorne, στη σελ. 187:
«a person who is in actual control of the operations of a company or of part of them and who is not responsible to another person in the company for the manner in which he discharges his duties in the sense of being under his orders.»
Στην HL Bolton (Engineering) Co Ltd v. TJ Graham & Sons Ltd [1957] 1 QB 159, 172, CA, η αντιδιαστολή τέθηκε παραστατικά από τον Lord Denning ως ακολούθως:
«Some of the people in the company are mere servants and agents who are nothing more than hands to do the work and cannot be said to represent the mind or will. Others are directors and managers who represent the directing mind and will of the company and control what it does. The state of mind of those managers is the state of mind of the company and is treated by the law as such.»
Τα κριτήρια με βάση τα οποία είναι δυνατό να καθοριστούν τα φυσικά πρόσωπα των οποίων οι πράξεις και η νοητική στάση μπορούν να αποδοθούν στην εταιρεία («rules of attribution»), εξηγήθηκαν από τον Lord Hoffmann στην Meridian Global Funds Management Asia Ltd v Securities Commission [1995] 2 A.C. 500, PC. Πηγή κατ΄αρχάς αποτελεί το καταστατικό της εταιρείας, το οποίο, κατά το σύνηθες, ορίζει ότι οι εργασίες μιας εταιρείας διευθύνονται από το διοικητικό συμβούλιο. («βασικός κανόνας απόδοσης ευθύνης»,«primary rules of attribution»). Σ΄αυτά τα πλαίσια, οι διευθυντές μιας εταιρείας μπορούν εκ πρώτης όψεως να θεωρηθούν ως ο «ιθύνων νους και βούληση» της. Όπως όμως έχει υποδειχθεί στη Δημοκρατία ν. Δράκου κ.α. (2012) 2 ΑΑΔ 851, το ζήτημα «δεν μπορεί να υπεραπλουστευθεί με αναφορά μόνο στη θέση και στις αρμοδιότητες του αξιωματούχου, αλλά επεκτείνεται σε όλα όσα μπορούν να αφορούν την καθόλα λειτουργία της εταιρείας και τη συμμετοχή και ευθύνη του συγκεκριμένου αξιωματούχου σ΄αυτή.»
Περιπλέον, εφόσον τα συστατικά έγγραφα της εταιρείας δεν μπορούν να ρυθμίζουν την καθημερινή άσκηση των εργασιών της και προς αποφυγή της ανάγκης για απόφαση επί παντός του διοικητικού συμβουλίου, στην πράξη οι δραστηριότητες μιας εταιρείας διενεργούνται διά εργοδοτουμένων στα πλαίσια σχέσης αντιπροσώπευσης, οπότε είναι δυνατό για τις πράξεις τούτων να αποδοθεί ευθύνη στην εταιρεία («γενικός κανόνας απόδοσης ευθύνης», «general rules of attribution»). Προχώρησε περαιτέρω ο Lord Hoffmann αναφερόμενος στην ανάγκη και ειδικότερου κριτηρίου για απόδοση ευθύνης με αναφορά στο σκοπό του συγκεκριμένου νόμου, στις εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις που εκ της διατύπωσης του νόμου δεν είναι δυνατή η εφαρμογή εκ προστήσεως ευθύνης («ειδικός κανόνας απόδοσης ευθύνης», «special rule of attribution»). Στη συνήθη όμως κατάσταση πραγμάτων η απόδοση ευθύνης της εταιρείας γίνεται μέσα από το συνδυασμό του «βασικού» με το «γενικό κανόνα απόδοσης ευθύνης» με βάση τα συγκεκριμένα γεγονότα της κάθε περίπτωσης.
Έτσι, στην Tesco, κρίθηκε ότι η παράλειψη του διευθυντή ενός από τις εκατοντάδες καταστήματα της εταιρείας να βεβαιωθεί ότι αγαθά που διαφημίζονταν προς πώληση σε συγκεκριμένη τιμή προσφέρονταν όντως στην τιμή εκείνη, δεν μπορούσε να αποδοθεί στην εταιρεία, εφόσον το πρόσωπο εκείνο δεν μπορούσε να θεωρηθεί ο «ιθύνων νους και βούληση» της εταιρείας.
Επίσης, στην υπόθεση R. v. St Regis Paper Co Ltd [2012] 1 Cr. App. R. 14, δεν θεωρήθηκε ως «ιθύνων νους» ο τεχνικός διευθυντής στο μικρότερο από τα πέντε εργοστάσια της εταιρείας, υπόλογος ο ίδιος σε τρεις ιεραρχικά ανωτέρους, σε σχέση με την ενέργειά του, παρά τις απαιτήσεις και προδιαγραφές που επέβαλλε η εταιρεία, να παρουσιάζει στην υπηρεσία περιβάλλοντος παραπλανητικά στοιχεία για την εκροή χημικών από το εργοστάσιο.
Αντιθέτως στην υπόθεση El Ajou v. Dollar Land Holdings Plc [1994] 2 All ER 685 CA, ένας μη εκτελεστικός διευθυντής της εναγόμενης εταιρείας, ως εκ του ρόλου του στη συγκεκριμένη περίπτωση, κρίθηκε ότι μπορούσε να δεσμεύσει από πλευράς ευθύνης την εταιρεία. Όπως διατυπώθηκε στην υπόθεση εκείνη από τον Rose LJ, στη σελ. 699j:
«. First, the directors of a company are prima facie likely to be regarded as its 'directing mind and will' whereas particular circumstances may confer that status on non-directors. Secondly, a company's 'directing mind and will' may be found in different persons for different activities of the company.»
Ο δε Hoffmann LJ (ως ήτο τότε) κατέληξε ως εξής, στη σελ. 706e:
«The authorities show clearly that different persons may for different purposes satisfy the requirements of being the company's directing mind and will»».
Η εμπλοκή των Εφεσιβλήτων 2 και 3 στα επίδικα γεγονότα είναι διάχυτη σε όλα τα στάδια. Αφενός, αποτέλεσε εισήγηση του Εφεσίβλητου 2 όπως οι κληρονόμοι τον διόρισαν πληρεξούσιο αντιπρόσωπο τους με σκοπό να υπογράψει την ακυρωτική συμφωνία. Αφετέρου, το τίμημα πώλησης κατατέθηκε από τον Εφεσίβλητο 3 στον τραπεζικό λογαριασμό της Εφεσίβλητης 1, από όπου και έκανε τις αναλήψεις σε μετρητά. Ο Εφεσίβλητος 2 προέβαινε στις συνεννοήσεις με τους κληρονόμους (βλ. Τεκμήριο 8) και αναλάμβανε να εμβάσει από τον λογαριασμό της Εφεσίβλητης 1 τα ποσά σε εκείνους (βλ. Τεκμήριο 14). Υπό αυτές τις περιστάσεις η κατάληξη ότι οι Εφεσίβλητοι 2 και 3 αποτελούσαν το “directing mind and will” της Εφεσίβλητης 1 αποτελεί το μόνο λογικό και αναπόφευκτο συμπέρασμα. Ούτως ή άλλως στην Κατηγορία περιέχεται και το Άρθρο 20 του Π.Κ., το οποίο θα οδηγούσε και πάλι σε εύρημα ενοχής των Εφεσιβλήτων 1 και 2.
Τέλος, επισημαίνεται το γεγονός πως η αρχική βάση της συμφωνίας πώλησης της κατοικίας αποτελούσε μεν εμπορική πράξη, εντούτοις με την ιδιοποίηση του τιμήματος πώλησης από τους Εφεσίβλητους, άνευ οιασδήποτε καλόπιστης αξίωσης επί του ποσού, διαπράχθηκε και ποινικό αδίκημα. Ζήτημα ενδεχομένως θα εγείρετο προς εξέταση εάν υπήρχε οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς τον δικαιούχο του ποσού. Δεν είναι αυτή η περίπτωση. Κατ’ επέκταση δεν συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η «διαφορά των μερών είναι καθαρά αστικής φύσεως και ως τέτοια έπρεπε εξ αρχής να προωθηθεί στο Δικαστήριο». Η μία οδός δεν αποκλείει την άλλη.
Εν όψει όλων των πιο πάνω όλοι οι Λόγοι Έφεσης επιτυγχάνουν. Η αθωωτική απόφαση ακυρώνεται και οι Εφεσίβλητοι 1, 2 και 3 κρίνονται ένοχοι στην Κατηγορία που αντιμετωπίζουν.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο