ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 239/2022, 14/10/2025
print
Τίτλος:
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 239/2022, 14/10/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 239/2022)

 

14 Οκτωβρίου 2025

 

[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

________________________

 

Κ. Τούμπας για Τούμπας & Τούμπας Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Α. Μιχαήλ (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Στυλιανίδου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Τα γεγονότα τα οποία οδήγησαν στην έκδοση της ενώπιον μας εκκαλούμενης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, έχουν εν συντομία ως εξής.

 

Από έλεγχο και έρευνα σε όχημα, η αστυνομία εντόπισε σε αυτό, τσάντα με χρηματικό ποσό ύψους €51.140. Κατόπιν μονομερούς αίτησης της αστυνομίας βασιζόμενης, μεταξύ άλλων, στα Άρθρα 26, 27 και 32 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, το πρωτόδικο Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε διάταγμα για κατακράτηση του εν λόγω ποσού για περίοδο τεσσάρων μηνών.

 

Ο εφεσείων, στο όχημα του οποίου ανευρέθηκε το εν λόγω ποσόν, καταχώρισε αίτηση στο πρωτόδικο Δικαστήριο ζητώντας, αφενός, την ακύρωση του πιο πάνω διατάγματος κατακράτησης, και αφετέρου, την έκδοση διατάγματος επιστροφής του εν λόγω ποσού. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε, ως προς το πρώτο αίτημα του εφεσείοντα, πως δεν χωρεί εναντίον απόφασης εκδοθείσης ως ανωτέρω, το ένδικο μέσο της ακύρωσής της, από το Δικαστήριο που την εξέδωσε, εφόσον δυνάμει του Άρθρου 32 Α Κεφ. 155, αυτή υπόκειται σε έφεση. Απέρριψε επίσης, το δεύτερο αιτητικό για επιστροφή του ποσού, το οποίο βασιζόταν στο Άρθρο 32(3) του Κεφ. 155, διότι έκρινε ότι ο αιτητής-εφεσείοντας δεν έπεισε το Δικαστήριο ότι το κατακρατηθέν ποσόν, δεν απαιτείτο πλέον για οποιαδήποτε ποινική διαδικασία.

 

Ως θέμα δημόσιας τάξης, μας απασχόλησε αυτεπαγγέλτως, το κατά πόσον χωρεί έφεση εναντίον της εκκαλούμενης απόφασης, καθώς επίσης, και το κατά πόσον, σε τέτοια περίπτωση, η παρούσα έφεση είναι εμπρόθεσμη, (βλ. ΘΕΑΤΡΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΚΥΠΡΟΥ ν. ΟΡΕΣΤΗΣ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ (2016) 1 Α.Α.Δ 105).

 

Στην C.T. TOBACCO LIMITED ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ ν. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ (2003) 2 ΑΑΔ 212, λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

 

«Και στην περίπτωση του άρθρου 32(1) του Νόμου, ενδείκνυται η δια νόμου παραχώρηση δικαιώματος έφεσης κατά αποφάσεων επαγόμενων την κράτηση κατασχεθέντων αντικειμένων, εφόσον πρόκειται περί αυτοτελούς απόφασης πρωτόδικου δικαστηρίου η οποία άπτεται θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου, εκείνου της ιδιοκτησίας και εκείνου της χρήσης κινητής περιουσίας (Άρθρο 23 του Συντάγματος), ενδεχομένως και άλλων δικαιωμάτων, όπως του δικαιώματος ιδιωτικής ζωής (Άρθρο 15 του Συντάγματος) και του απόρρητου της επικοινωνίας (Άρθρο 17 του Συντάγματος).

Τελική μας διαπίστωση είναι ότι, η απόφαση η οποία προσβάλλεται με την έφεση δεν είναι εφέσιμη εφόσον δεν προβλέπεται δικαίωμα έφεσης από το Νόμο κατά αποφάσεων αυτής της φύσης.»

 

Ακολούθησε η τροποποίηση του Κεφ. 155 διά του Ν.219(I)/2004. Πλέον, προβλέπονται στο Άρθρο 32Α τα ακόλουθα:

 

«1. Κάθε απόφαση Δικαστηρίου η οποία εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 32, υπόκειται σε έφεση. 

2.  Έφεση δυνάμει του άρθρου αυτού ασκείται με την καταχώριση ειδοποίησης έφεσης στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου εναντίον της απόφασης του οποίου ασκείται η έφεση εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε  η απόφαση.»    

 

Υπενθυμίζουμε ότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν είναι απόφαση εκδοθείσα δυνάμει του εδαφίου (1) του Άρθρου 32, αλλά απόφαση με την οποία απορρίφθηκε αίτηση για παραμερισμό μίας τέτοιας απόφασης. Προκύπτει, επομένως, το ερώτημα εάν η εκκαλούμενη απόφαση είναι, ως προς αυτό της το σκέλος, εφέσιμη.

 

Στην ΗΣΑΪΑ ΑΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (2013) 2 ΑΑΔ 669, αναφέρθηκαν τα πιο κάτω:

 

«Ερχόμαστε τώρα στο λόγο έφεσης που αφορά στον μη ορισμό του διατάγματος ως επιστρεπτέου, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στους Εφεσείοντες να ενστούν. Έχουμε υπόψη μας ότι το Άρθρο 32 του Νόμου δεν προβλέπει για επίδοση. Όμως αυτό δεν εμποδίζει το δικαστήριο στην κατάλληλη περίπτωση να διατάξει επίδοση της αίτησης ή μόνο του διατάγματος. Στην προκειμένη περίπτωση, από τη στιγμή που ο πρωτόδικος δικαστής χειρίστηκε την αίτηση στην απουσία της άλλης πλευράς, κατά την άποψή μας ορθά διέταξε όπως αυτή επιδοθεί στους Καθ' ων η αίτηση μέσα σε 3 ημέρες από την έκδοση του διατάγματος. Το ότι δεν όρισε συγκεκριμένη ημερομηνία για επιστροφή του διατάγματος, δεν επηρεάζει την ισχύ του διατάγματος, εφόσον με την επίδοση δόθηκε η ευκαιρία στους Εφεσείοντες είτε να αιτηθούν από το πρωτόδικο δικαστήριο την ακύρωση του διατάγματος, είτε να εφεσιβάλουν την πρωτόδικη απόφαση, σύμφωνα με το Άρθρο 32Α του Κεφ. 155, πράγμα που έπραξαν

 

(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)

 

Παρόμοια σχόλια είχαν λεχθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο σε μονομελή σύνθεση, στην προγενέστερη ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2010) 1 ΑΑΔ 181, απόφαση στην οποία μας παρέπεμψε και ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα.

 

Εντούτοις, στη μεταγενέστερη, (2016) 2 ΑΑΔ 741">CH. & G. EMPORIUM CARS LTD ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (2016) 2 ΑΑΔ, λέχθηκαν τα εξής:

 

«Στην υπό κρίση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο χειρίστηκε την αρχική αίτηση στην απουσία της άλλης πλευράς, ως είχε εξουσία. Διέταξε όπως το εκδοθέν διάταγμα επιδοθεί εντός επτά ημερών στην Εφεσείουσα, η οποία, με την επίδοση, θα είχε την ευκαιρία, είτε να εφεσιβάλει την πρωτόδικη απόφαση σύμφωνα με το δικαίωμα που παρέχεται πλέον δυνάμει του Άρθρου 32Α του Νόμου, όπως δηλαδή τροποποιήθηκε με τον τροποποιητικό νόμο 219(Ι)/2004, είτε, εάν συνέτρεχαν οι αναγκαίες προϋποθέσεις, να προσέφευγε προς αναζήτηση προνομιακού εντάλματος.»

 

(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)

 

Περαιτέρω, πιο πρόσφατα, στην ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ v. ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ & ΣΙΑ ΔΕΠΕ, Ποινική Έφεση Αρ. 205/2021, 26/10/2022, λέχθηκαν τα εξής:

 

«Η δε απόφαση που εκδίδεται δυνάμει του Άρθρου 32(1) του Νόμου, είναι αυτοτελής απόφαση Δικαστηρίου ποινικής δικαιοδοσίας η οποία (απόφαση), εφεσιβάλλεται δυνάμει συγκεκριμένης πρόνοιας ποινικού Νόμου (Άρθρο 32Α (1) του Νόμου).»

 

Προκύπτει, εν όψει των πιο πάνω, ότι η εφεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία αφορούσε αίτηση παραμερισμού απόφασης εκδοθείσης δυνάμει Άρθρου 32 (1) του Κεφ.155, δεν δύναται να αποτελεί έστω εν τη ευρεία εννοία, «απόφαση η οποία εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 32,» ως προβλέπεται στο Άρθρο 32 Α του Κεφ.155, και συνακόλουθα δεν είναι εφέσιμη.

 

Δεν μας διαφεύγει ότι ο εφεσείων υπεραμύνθηκε της επιλογής του να μην εφεσιβάλει την απόφαση την οποία επιχείρησε να παραμερίσει, τονίζοντας ότι δεν θα μπορούσε να το πράξει όντας μη διάδικος στη μονομερή αίτηση που καταχώρισε η εφεσίβλητη προς έκδοσή της. Θεωρούμε ότι δεν τίθεται τέτοιο κώλυμα από τη νομοθεσία, ούτε και η θέση αυτή βρίσκει έρεισμα στη νομολογία. Η τροποποίηση διά του Άρθρου 32Α το Κεφ.155, εμφανώς, σκοπό έχει να παράσχει ένδικο μέσο εναντίον μίας τέτοιας απόφασης σε πρόσωπο, τα δικαιώματα του οποίου πλήττονται.

 

Εν όψει της πιο πάνω κατάληξής μας, οι λόγοι έφεσης οι οποίοι στρέφονται εναντίον της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην παραμερίσει απόφαση εκδοθείσα δυνάμει του Άρθρου 32(1) του Κεφ.155, δεν θα εξεταστούν.

 

Στον βαθμό που η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει το δεύτερο αίτημα του εφεσείοντα για επιστροφή του ποσού με βάση το Άρθρο 32 (3) του Κεφ.155, κρίνουμε ότι ομοίως, είναι ανυπόστατη εφόσον στρέφεται εναντίον μη εφέσιμης απόφασης. Επισημαίνουμε ότι, παρά τη διαπίστωση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην C.T. TOBACCO  LIMITED (ανωτέρω), ότι αποφάσεις «επαγόμενες» την κράτηση κατασχεθέντων αντικειμένων δεν ήταν, τότε, εφέσιμες, ο νομοθέτης περιόρισε ρητώς το ένδικο μέσο της έφεσης, μόνο σε αποφάσεις που εκδίδονται δυνάμει του Άρθρου 32 (1) του Κεφ.155 και όχι σε αποφάσεις που εκδίδονται δυνάμει του Άρθρου 32 (3) του Κεφ.155.

 

Παρατηρούμε ότι στην EMPORIUM CARS (ανωτέρω), έφεση επί απόφασης εκδοθείσης δυνάμει του Άρθρου 32(3) του Κεφ. 155, αποφασίστηκε επί της ουσίας της, χωρίς ωστόσο να εξεταστεί κατά πόσον η εκεί εκκαλούμενη απόφαση, ήταν εφέσιμη, ήτοι χωρίς να ερμηνευθεί το Άρθρο 32 Α του Κεφ.155 ως προς την εμβέλειά του. Εν όψει τούτου, θεωρούμε ότι η εν λόγω απόφαση δεν αποτελεί δεσμευτικό για το Εφετείο προηγούμενο, ως προς το ζήτημα που εξετάζουμε, (βλ. ENOTIADES AND ANOTHER ν. POLICE (1986) 2 CLR 64).

 

Για σκοπούς πληρότητας, αναφέρουμε ότι, εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με το σκεπτικό στην EMPORIUM CARS (ανωτέρω), η αίτηση του εφεσείοντα  για την επιστροφή του επίδικου ποσού ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία, εφόσον καταχωρίστηκε πριν την καταχώριση ποινικής υπόθεσης. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

 

«Αντί των πιο πάνω, η Εφεσείουσα αποτάθηκε και πάλι στο πρωτόδικο Δικαστήριο με την αίτηση ημερομηνίας 18.11.14, εδραζόμενη ουσιαστικά στο Άρθρο 32(3) του Νόμου. Η αίτηση αυτή, το αποτέλεσμα της οποίας συνιστά το αντικείμενο της παρούσας έφεσης, ήταν εκ προοιμίου καταδικασμένη σε αποτυχία. Τούτο διότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που θα νομιμοποιούσαν την Εφεσείουσα να επικαλεσθεί τις πρόνοιες του Άρθρου 32(3) του Νόμου. Όπως κρίθηκε στην υπόθεση Concrete Mix Ltd (ανωτέρω), η εξουσία που παρέχεται από το πιο πάνω άρθρο για αποδέσμευση των αντικειμένων από την αστυνομική φύλαξη, συναρτάται άμεσα με την προσαγωγή του υπόπτου στο Δικαστήριο με τη διατύπωση κατηγορίας εναντίον του. Είναι δηλαδή η πρόσαψη κατηγορίας που οριοθετεί το τρίτο στάδιο της διαδικασίας για την κράτηση κατασχεθέντων αντικειμένων, όπως αυτό ρυθμίζεται από το προαναφερθέν εδάφιο 3 του Άρθρου 32 του Νόμου. Όπως λέχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην προαναφερθείσα απόφαση Concrete Mix Ltd , σελίδες 367-368:

«Η ερμηνεία των προνοιών του Άρθρ. 32 (3), η οποία υιοθετείται σ' αυτή την απόφαση, επιβάλλεται τόσο από το λεκτικό των διατάξεων του Άρθρ. 32 (3), όσο και από την ταξινόμησή του στο πλαίσιο των σχετικών διατάξεων του Κεφ. 155. Η έννοια του όρου "criminal proceedings" (ποινικά μέτρα) προσδιορίζεται από τις διατάξεις του Άρθρ. 2 του νόμου και περιλαμβάνει μόνο την κατηγορία ενώπιον του δικαστηρίου και τη διαδικασία που ακολουθεί. Επομένως, συναρτάται η εξουσία που παρέχεται με την πρόσοψη κατηγορίας ενώπιον του δικαστηρίου. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται και από τις διατάξεις των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου 3 του Άρθρ. 32 με την αναφορά που γίνεται στον κατηγορούμενο. Ο όρος "charged" (κατηγορείται), που απαντάται στις δυο αυτές παραγράφους του Άρθρ. 32 (3), αναφέρεται αποκλειστικά σε πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει προσαφθεί κατηγορία επί δικαστηρίω σύμφωνα με την ερμηνεία που αποδίδεται στον όρο "charge" στο Άρθρο 2 του Κεφ. 155.

Προς την ερμηνεία του Άρθρ. 32 (3) που οριοθετεί η ορολογία του, συγκλίνει και η ταξινόμηση, στο πλαίσιο του Κεφ. 155, των διατάξεων που διέπουν την κατάσχεση και κράτηση αντικειμένων για τους σκοπούς των ανακρίσεων και της δίκης - Άρθρα 27, 32 (1) και 32 (3) - καθώς και η σκοπιά των προνοιών κάθε μιας από αυτές τις νομοθετικές διατάξεις. Το Άρθρο 27 διέπει και καθορίζει την κατάσχεση αντικειμένων στο προκαταρκτικό στάδιο της έρευνας, το Άρθρο 32 (1) την κράτηση και φύλαξή τους από τις αστυνομικές Αρχές μετά την κατάσχεσή τους, και το Άρθρο 32 (3) την αποδέσμευσή τους μετά την πρόσοψη κατηγορίας επί δικαστηρίω εάν η περαιτέρω κράτησή τους δεν απαιτείται για τους σκοπούς εγερθείσας ποινικής δίωξης.»

Στην υπό κρίση περίπτωση τα γεγονότα ως προς το εξεταζόμενο ζήτημα ταυτίζονται με αυτά της υπόθεσης Concrete Mix Ltd. Η αίτηση δηλαδή για αποδέσμευση των επίδικων οχημάτων από την αστυνομική φύλαξη υποβλήθηκε λίγες μέρες μετά την έκδοση διαταγής κατακράτησής τους με ταυτόχρονες οδηγίες όπως η διαταγή αυτή ισχύει μέχρι της αποπεράτωσης οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας. Όπως ήδη λέχθηκε κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης εκ μέρους της Εφεσείουσας ποινική δίωξη εναντίον της δεν είχε ακόμη λάβει χώραν. Κατ' ακολουθία λοιπόν των κριθέντων στην απόφαση Concrete Mix Ltd, όταν υποβλήθηκε η αίτηση για αποδέσμευση των επίδικων αντικειμένων δεν είχαν προκύψει οι προϋποθέσεις που θα νομιμοποιούσαν την Εφεσείουσα να επικαλεσθεί τις πρόνοιες του Άρθρου 32(3) του Νόμου, δηλαδή εναντίον της ποινική δίωξη

 

Το γεγονός ότι η επίδικη απόφαση, εκδοθείσα δυνάμει του Άρθρου 32(1) του Κεφ.155, ήταν για περίοδο τεσσάρων μηνών, ουδόλως επηρεάζει την πιο πάνω ερμηνεία και εφαρμογή του Άρθρου 32(3) του Κεφ.155 , την οποία και υιοθετούμε.

 

Κατά συνέπεια, η έφεση κρίνεται αβάσιμη.

 

Κρίνουμε ορθό ωστόσο, να μας απασχολήσει, έστω συνοπτικά, και το κατά πόσον, εάν χωρούσε έφεση δυνάμει του Άρθρου 32 Α του Κεφ.155, όπως υποστήριξε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, η παρούσα θα ήταν εμπρόθεσμη. Υπενθυμίζουμε, ότι το Άρθρο 32 Α(2) του Κεφ.155, καθορίζει ότι έφεση ασκείται εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία που εκδόθηκε η απόφαση. Εν προκειμένω, η εκκαλούμενη απόφαση, εκδόθηκε την 25.10.2022 και επί της ειδοποίησης έφεσης αναγράφεται από την Πρωτοκολλητή, ως ημερομηνία παραλαβής της, η 7.11.2022, ημερομηνία εκτός της προθεσμίας των δέκα ημερών. Ασχέτως της όποιας θέσης τέθηκε από τον συνήγορο του εφεσείοντα ως προς τα περιστατικά της καταχώρισης της έφεσης, και του ότι ο ίδιος αναγράφει επί της ειδοποίησης έφεσης ότι αυτή εχρονολογήθη την 4.11.2022, η παρούσα έφεση δεν θα μπορούσε παρά να θεωρηθεί εκπρόθεσμη.

 

Αφενός, σύμφωνα με πάγια νομολογία οι αγορεύσεις των διαδίκων δεν αποτελούν μέσο προσαγωγής μαρτυρίας, ή διερεύνησης επίδικων θεμάτων, ούτε και μέθοδο αμφισβήτησης άλλων γεγονότων, (βλ. σύγγραμμα ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ, Ηλιάδη & Σάντη, έκδοση 2014, σελίδα 127).

 

Αφετέρου, όπως αναφέρεται στο πιο πάνω σύγγραμμα, στη σελίδα 269, επίσημες σφραγίδες και υπογραφές δεν χρειάζονται απόδειξη, αφού αποτελούν αντικείμενο δικαστικής γνώσης. Το εν λόγω σύγγραμμα παραπέμπει συναφώς, στη Δ.39. θ.17 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι τα κυπριακά Δικαστήρια θα λαμβάνουν δικαστική γνώση της υπογραφής προσώπου επί οποιουδήποτε εγγράφου, εάν αυτό έχει νομίμως εξουσιοδοτηθεί να λαμβάνει όρκο. Δυνάμει δε, του Άρθρου 3(iii) του Περί Όρκων Νόμου, Κεφ. 18, ο πρωτοκολλητής είναι πρόσωπο ενώπιον του οποίου δύναται να καταρτιστεί όρκος.

 

Στην  ποινική έφεση, ΜΙΧΑΗΛ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (1995) 2 ΑΑΔ 250, το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε τα λεχθέντα σε αστική έφεση, τα οποία ερμήνευαν και εφάρμοζαν τη Δ.63 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, αναφορικά με τα πρακτικά του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Λέχθηκαν τα εξής:

 

«Το υπό κρίση θέμα έχει εξεταστεί σε βάθος στην υπόθεση Σοφοκλής Σωτηριάδης ν. Βάσος Ανδρέα Βασιλείου και Άλλων, (1992) 1 Α.Α.Δ. 801. Παρόλο που η απόφαση του Εφετείου είναι σε Πολιτική Έφεση, οι ίδιες αρχές εφαρμόζονται και στην περίπτωση της Ποινικής Έφεσης. Το Εφετείο στις σελίδες 7 και 8 της απόφασης αναφέρει τα εξής, τα οποία και υιοθετούμε:

"Σύμφωνα με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, η ετοιμασία του φακέλου της έφεσης (record of appeal) αποτελεί ευθύνη του Πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το περιεχόμενο του φακέλου καθορίζεται στη Δ.63 Θ4, και περιλαμβάνει τα πρακτικά της μαρτυρίας, αποστενογραφημένα οποτεδήποτε λαμβάνονται από στενογράφο, και τις σημειώσεις του προεδρεύοντος Δικαστή. Κανένας κανόνας δεν παρέχει εξουσία στο Εφετείο διόρθωσης των πρακτικών του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Τα πρακτικά του δικαστηρίου, δεόντως πιστοποιημένα, αποτελούν τη μόνη πηγή γνώσης για τα διαδραματισθέντα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ανάληψη εξουσίας από το Εφετείο για την αναμόρφωση των πρακτικών, θα συνιστούσε διείσδυση στο έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, χωρίς πρωτογενή γνώση των γεγονότων. Τα πρακτικά προσδιορίζουν το πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας και τη βάση για έλεγχο της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης".»

 

Κατ’ αναλογία, κρίνουμε ότι η ίδια αρχή που εφαρμόζεται σε αστικές διαδικασίες ως προς το ζήτημα της υπογραφής του Πρωτοκολλητή επί εγγράφων, εφαρμόζεται και στις ποινικές. Επομένως, η από μέρους του αρμόδιου Πρωτοκολλητή χρονολόγηση της έφεσης ημερομηνίας 7.11.2022 εξαντλεί το θέμα, καθιστώντας την έφεση εκπρόθεσμη.

 

Συνακόλουθα, εν όψει των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται.

 

Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.

 

 

Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο