ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 243/2022)
29 Οκτωβρίου 2025
[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΙΧΑΛΗΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΝΤΩΝΗ ΒΑΓΙΑΝΟΥ,
Εφεσίβλητου.
______________________________
Α. Αντωνέλλος για Ηλίας Νεοκλέους & Σία, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Παυλίδης για Δημήτρη Παυλίδη & Συνεργάτες, για τον Εφεσίβλητο.
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας έκρινε ένοχο τον εφεσίβλητο, κατόπιν ακρόασης, σε τέσσερεις κατηγορίες οι οποίες αφορούσαν τα αδικήματα της εξασφάλισης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και της απάτης κατά παράβαση των Άρθρων 297, 298 και 300 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Επέβαλε ποινή φυλάκισης 9 μηνών και 18 μηνών αντίστοιχα, για τις δύο κατηγορίες που αφορούσαν την απόσπαση χρημάτων. Στη συνέχεια, διέταξε την αναστολή των εν λόγω ποινών. Αναφορικά με τις κατηγορίες οι οποίες αφορούσαν το αδίκημα της απάτης, έκρινε ότι τα σχετικά γεγονότα περιλαμβάνονταν στα γεγονότα των κατηγοριών για τα αδικήματα της εξασφάλισης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και συνακόλουθα δεν επέβαλε οποιαδήποτε ποινή.
Ο εφεσείων προσβάλλει με ένα λόγο έφεσης, την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αναστείλει της επιβληθείσες ποινές.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας την εισήγηση της συνηγόρου του εφεσίβλητου για αναστολή, ανέφερε τα εξής:
«Το θέμα της αναστολής ποινής φυλάκισης ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 186(1)/2003 καθώς επίσης και οι αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λούκας Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161).
Στα πλαίσια της αγόρευσής της η δικηγόρος του κατηγορούμενου εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη του το χρονικό διάστημα το οποίο μεσολάβησε από τον χρόνο διάπραξης των επίδικων αδικημάτων μέχρι σήμερα σε συνάρτηση με τη μεταβολή που επήλθε στις προσωπικές και οικογενειακές του συνθήκες και κυρίως στο γεγονός ότι πλέον είναι συνταξιούχος και πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη καθώς επίσης ότι τα πιο πάνω μπορούν να οδηγήσουν σε αναστολή της ποινής φυλάκισης.
Λαμβάνοντας υπόψη μου α) το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος σε συνδυασμό με την ηλικία του έχει λευκό ποινικό μητρώο, β) τον σεβασμό και την τήρηση της νομιμότητας την οποία επέδειξε αφού δεν παρανόμησε ξανά μετά τη διάπραξη των αδικημάτων και γ) ότι από τον χρόνο που μεσολάβησε μέχρι σήμερα οι προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου έχουν αλλάξει ουσιαστικά αφού πλέον είναι συνταξιούχος και αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, κρίνω ότι δικαιολογείται η αναστολή της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο.»
Κύρια θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα αποτελεί το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα παρέλειψε να συνεκτιμήσει τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων. Το ζήτημα που εγείρεται, αναλύθηκε στην ΙΩΣΗΦ ΑΓΓΕΛΟΣ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2012) 2 ΑΑΔ 930:
«Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»
Είναι εμφανές από το απόσπασμα, το οποίο παραθέσαμε από την πρωτόδικη απόφαση, ότι δεν υπήρξε εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος. Σημειωτέο ότι ο εφεσίβλητος απέσπασε από τον εφεσείοντα το συνολικό ποσόν των €185.000, ισχυριζόμενος ότι θα διατίθετο για την αγορά ακίνητης περιουσίας στη Ρουμανία, ενώ γνώριζε ότι θα το χρησιμοποιούσε για προσωπικούς λόγους. Θα συμφωνήσουμε επομένως, με την πιο πάνω θέση του εφεσείοντα περί σχετικού σφάλματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Ευσταθεί, επίσης, η θέση του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι, εσφαλμένα δεν απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το ερώτημα κατά πόσον η ανασταλείσα ποινή θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων και θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας. Ειδικότερα, ως προς τα οικονομικά εγκλήματα, σημειώνουμε ότι στην AΣΤΥΝΟΜΙΑ v. ΒΑΚΑΝΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 173/20, ημερομηνίας 20/5/2021, ECLI:CY:AD:2021:B200, το Ανώτατο Δικαστήριο, ανατρέποντας το διάταγμα για αναστολή της ποινής ανέφερε:
«Όπως υποδείχθηκε ήδη πριν χρόνια στην Sydenham v. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 210:
«Τo οικονομικό έγκλημα βρίσκεται τον τελευταίο καιρό σε έξαρση και δραττόμαστε της ευκαιρίας να δηλώσουμε την αποφασιστικότητα των δικαστηρίων να συμβάλουν με αυστηρές ποινές στην πάταξη του.»
Το ίδιο το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στην έξαρση με την οποία διαπράττονται εγκλήματα αυτής της φύσης και στην συνεπακόλουθη ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής. Παρέβλεψε όμως πλήρως ότι όταν υπάρχει τέτοια ανάγκη, η εξατομίκευση της ποινής δεν θα πρέπει να εξουδετερώνει το στοιχείο της αποτροπής. Η διαδικασία εξατομίκευσης δεν συνεπάγεται την εξουδετέρωση της σοβαρότητας του εγκλήματος ή του στοιχείου της αποτροπής όταν διαπιστώνεται η ανάγκη να αποδοθεί αποτρεπτικός χαρακτήρας στην ποινή (Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1994) 2 ΑΑΔ 132). Όπως υποδείχθηκε στην Κόκκινος ν. Αστυνομίας (1995) 2 ΑΑΔ 135:
«Η εξατομίκευση της ποινής έχει ως λόγο τον συσχετισμό της τιμωρίας και με το άτομο του παραβάτη∙ όχι όμως την αποκλειστική συνάρτηση της με τις προσωπικές συνθήκες του παραβάτη (βλ. Eleni Evagorou v. The Police (1971) 2 CLR 194).»
Συνεπώς, ναι μεν όταν επιβάλλεται η πρόσδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή δεν ατονεί η υποχρέωση για εξατομίκευση, όμως η σημασία των προσωπικών περιστάσεων ελαχιστοποιείται. Καθοριστικός είναι ο παράγοντας της επιβαλλόμενης αποτροπής ακόμα και σε περιπτώσεις όπου οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις είναι ιδιαίτερες (Memic v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 197/2011, ημερ. 16.4.2014).»
Εν όψει των πιο πάνω παραλείψεων και μόνο, η πρωτόδικη απόφαση κρίνεται ακροσφαλής και παραμερίζεται.
Εν όψει του ότι έχουν παρέλθει περί τα τρία έτη από την έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης, θα εξετάσουμε κατά πόσον δικαιολογείται η αναστολή στον παρόν στάδιο.
Στην ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ. 168/2016, ημερομηνίας 19/4/2018, ενώ το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν δικαιολογείτο η πρωτόδικη κρίση υπέρ της αναστολής, εντούτοις εν όψει της παρόδου ενός έτους μέχρι την εκδίκαση της έφεσης, αποφάσισε να αναστείλει το ίδιο την ποινή φυλάκισης. Το έπραξε όμως, διαπιστώνοντας ότι εν τω μεταξύ σημειώθηκαν «σοβαρές αλλαγές» στις προσωπικές συνθήκες του εφεσίβλητου, ενός νέου ανθρώπου στο ξεκίνημα της ζωής του και μέλλοντα πατέρα.
Θεωρούμε άκρως σημαντικά σε σχέση με τα ενώπιόν μας δεδομένα τα πιο κάτω λεχθέντα στην ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ν. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ (Αρ. 2) (2016) 2 ΑΑΔ 584:
«Δεν είναι όμως μόνο το ζήτημα του μεγάλου χρονικού διαστήματος που παρήλθε. Είναι και όσα μεσολάβησαν στο μεταξύ αναφορικά με τον εφεσίβλητο. Αυτός τα τελευταία τρία χρόνια είναι αρραβωνιασμένος και έχει προγραμματίσει την τέλεση του γάμου του την 9.10.2016. Από τη σχέση αυτή απέκτησε στις 17.10.2015 παιδί. Παράλληλα, τον Ιανουάριο του 2011 εντάχθηκε στο πρόγραμμα ψυχολογικής απεξάρτησης από παράνομες ουσίες στο θεραπευτικό πρόγραμμα Πυξίδα και σύμφωνα με βεβαίωση της Επιστημονικής Συντονίστριας του Κέντρου Πολλαπλής Παρέμβασης Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας του Υπουργείου Υγείας στο οποίο συνενώθηκε το θεραπευτικό πρόγραμμα Πυξίδα, ο εφεσίβλητος υπήρξε συνεπής και σταθερός στη συμμετοχή του τόσο στα ομαδικά πλαίσια, όσο και στις ατομικές του συνεργασίες με την κλινική ψυχολόγο και εργοθεραπεύτρια. Το καλοκαίρι του 2013 ολοκλήρωσε το πρόγραμμα με επιτυχία διατηρώντας τη λειτουργικότητά του σε όλους τους τομείς της ζωής του. Καθόλη τη διάρκεια του προγράμματος διενεργούνταν ουροληψίες για ανίχνευση παράνομων ουσιών, πάντα με αρνητική ένδειξη σε όλες τις ουσίες, αλλά και πολύ πρόσφατα, όπως μαρτυρεί βεβαίωση ψυχιάτρου στα εξωτερικά ιατρεία Ψυχιατρικής στο Παλαιό Νοσοκομείο Λεμεσού ημερομηνίας 8.6.2016, την ημέρα εκείνη ο εφεσίβλητος υπεβλήθη στην Μονάδα Απεξάρτησης Άνωση σε δεκαπλό τεστ ανίχνευσης ναρκωτικών ουσιών του οποίου τα αποτελέσματα ήταν αρνητικά, δηλαδή ο εφεσίβλητος ήταν καθαρός από οποιαδήποτε ναρκωτική ουσία.
Όμως, παρά τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης και τις δυσμενείς προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του δράστη, η επιβολή ποινής φυλάκισης κρίνεται αναπόφευκτη για τους λόγους γενικής αποτροπής στους οποίους έχουμε ήδη αναφερθεί. Η ποσότητα του ναρκωτικού φαρμάκου της πρώτης κατηγορίας ήταν πολύ μικρή, όμως δεν παύει να είναι φάρμακο τάξεως Α. Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι η κατοχή του φαρμάκου τάξεως Β γινόταν με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα. Συνεκτιμώντας όλους τους σχετικούς παράγοντες, επιβάλλεται ποινή φυλάκισης τριών μηνών στην πρώτη κατηγορία και εννέα μηνών στην τρίτη κατηγορία και οι ποινές να συντρέχουν. Στην δεύτερη κατηγορία δεν επιβάλλεται ποινή γιατί περιέχεται στην τρίτη. Λόγω όμως των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης, ήτοι της διαγωγής του κατηγορούμενου κατά τη μακρά περίοδο που παρήλθε, λόγω καθυστέρησης, η οποία ευλόγως δημιουργεί εικόνα έμπρακτης μεταμέλειας και απεξάρτησής του από τα ναρκωτικά και γενικά των όσων θετικών έλαβαν χώρα στη ζωή του, στο μεταξύ και με δεδομένη πάντοτε την καθυστέρηση, θεωρούμε ότι είναι δίκαιο η εκτέλεση των ποινών να ανασταλεί και αναστέλλεται για περίοδο τριών ετών από σήμερα. Ας προσθέσουμε ότι τέτοια ήταν η προσέγγιση του Εφετείου (αποτελούμενου από την Πλήρη Ολομέλεια) σε υπόθεση με αναλογίες προς την παρούσα, την Γενικός Εισαγγελέας ν. Κανάρη (Αρ. 2) (2005) 2 Α.Α.Δ. 327.»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Προκύπτει από τα πιο πάνω πως η πάροδος του χρόνου, εξετάζεται, κατά κανόνα, στο πλαίσιο της εξέτασης κατά πόσον θα διαταχθεί αναστολή, σε συνάρτηση με τη μεταβολή των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου. Σχετική είναι επίσης, η ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΚΑΡΑΟΛΗ, Ποινική Έφεση Αρ. 230/2019, ημερομηνίας 27/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:B177.
Στην παρούσα υπόθεση η μία ποινή επιβλήθηκε για αδίκημα το οποίο διαπράχθηκε το έτος 2010, και η άλλη για αδίκημα το οποίο διαπράχθηκε στην περίοδο μεταξύ του έτους 2010 και του Ιανουάριου του 2012. Η εκκαλούμενη απόφαση εκδόθηκε την 18/10/2022.
Δεν παραβλέπουμε ότι έχουν παρέλθει πέραν των δεκατριών ετών από τη διάπραξη των αδικημάτων. Σημειώνουμε, επίσης, ότι υπήρξε καθυστέρηση τεσσάρων ετών μέχρι την καταχώριση του κατηγορητηρίου. Δεν μας διαφεύγει, ωστόσο, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα της εν λόγω καθυστέρησης, στο πλαίσιο της επιμέτρησης της ποινής και έλαβε υπόψη ότι ο εφεσείοντας κατήγγειλε την υπόθεση στις Εισαγγελικές Αρχές της Ρουμανίας και ότι οι εν λόγω διαδικασίες διήρκησαν έως το έτος 2015.
Λαμβάνουμε, επίσης, υπόψη ότι ο εφεσίβλητος είναι σήμερα συνταξιούχος, ηλικίας 66 ετών και έγινε αναφορά από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο ότι πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη. Εντούτοις, ουσιωδώς, παρατηρούμε, ότι δεν διευκρινίστηκε εάν η ασθένεια αυτή επήλθε στο διάστημα το οποίο μεσολάβησε μεταξύ διάπραξης των αδικημάτων και επιβολής ποινής, ώστε να αποτελεί μεταβολή των προσωπικών του συνθηκών.
Δεν διαπιστώνουμε, κάποια σοβαρή αλλαγή στις προσωπικές συνθήκες του εφεσιβλήτου, ούτε μεταξύ της εκκαλούμενης υπόθεσης και της ακρόασης της έφεσης. Ούτε υπήρξε, όπως στην ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ (ανωτέρω), έμπρακτη μεταμέλεια του εφεσιβλήτου, η οποία ενδεχομένως, να μπορούσε να συνυπολογιστεί στην εξισορρόπηση των διαφόρων σχετικών παραγόντων.
Εξετάζοντας δε το ζήτημα της ασθένειας του εφεσιβλήτου, σημειώνουμε ότι για να αποτελέσει αυτοτελή παράγοντα υπέρ της αναστολής, θα πρέπει να έχει τεθεί το απαιτούμενο από τη νομολογία υπόβαθρο, ήτοι ότι το όποιο πρόβλημα υγείας αντιμετωπίζει ο εφεσίβλητος να είναι τέτοιας σοβαρότητας που να μην μπορεί να τύχει χειρισμού από τις Αρχές των Φυλακών, στο πλαίσιο του σχετικού Νόμου και Κανονισμών. Δεν υπάρχει ενώπιόν μας τέτοιο υπόβαθρο, (βλ. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΜΑΡΙΝΟΥ ΤΑΚΚΑ, Ποινική Έφεση Αρ.: 160/2022, ημερομηνίας 26/6/2025).
Σημειώνεται επίσης ότι στην ΒΑΚΑΝΑ (ανωτέρω), λέχθηκαν τα εξής σχετικά με τις προσωπικές περιστάσεις του εκεί εφεσίβλητου:
«Εν προκειμένω, ούτως ή άλλως, οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου δεν ήταν τέτοιες ώστε να χαρακτηριστούν ιδιόμορφες και να τους δοθεί η ιδιαίτερη βαρύτητα που τους δόθηκε. Ανέτρεξε το δικαστήριο στο μακρινό παρελθόν του εφεσίβλητου, ο οποίος αναφέρεται στο κατηγορητήριο ως 54 ετών, όταν ήταν το ένατο παιδί από τα δέκα της οικογένειας του το οποίο για να βοηθήσει την οικογένεια του δεν ολοκλήρωσε το σχολείο και ότι ήταν το μόνο άτομο που φρόντιζε στο τέλος της ζωής τους, τους γονείς του. Ανέφερε επίσης ότι λαμβάνει υπόψιν το πρόβλημα υγείας που έχει, το οποίο δεν είναι άλλο από το ότι λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή ως «ινσουλινοεξαρτώμενος.»
Προς υποστήριξη της αναστολής ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου, κατά την προφορική του αγόρευση, εστίασε στην εισήγηση ότι η παρούσα προσομοιάζει με την ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ν. ΒΡΥΩΝΗΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 92/2017, 93/2017, ημερομηνίας 19/7/2019. Με κάθε σεβασμό, θα διαφωνήσουμε. Στην εν λόγω υπόθεση, το Ανώτατο Δικαστήριο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία διατάχθηκε αναστολή, σημείωσε τα εξής:
«Στα πλαίσια αυτά έκρινε ότι η ηλικία του εφεσείοντα, το λευκό του ποινικό μητρώο, η κατάσταση της υγείας του, καθώς και οι δυσμενείς επιπτώσεις στην οικογένεια και τα παιδιά του, το γεγονός ότι η επιβολή ποινή φυλάκισης θα έχει ως συνέπεια την απόλυση από την εργασία του και τον πρότερο έντιμο βίο του στην ΥΚΑΝ, δικαιολογείτο να του παραχωρηθεί μία δεύτερη ευκαιρία. Οι επιπτώσεις στην οικογένεια του δράστη δεν είναι άνευ σημασίας. Ο αντίκτυπος της καταδίκης, πέραν της ψυχολογικής αστάθειας που φυσιολογικά επέρχεται στη συνοχή της οικογένειας και των μελών της, εδώ είχε και πρακτικό αποτέλεσμα που επηρέασε ανεπανόρθωτα τη θυγατέρα του, φοιτήτρια ιατρικής και, μάλιστα, σε προχωρημένο έτος, η οποία αναγκάστηκε να διακόψει τις περαιτέρω σπουδές της.
Στο στάδιο αυτό το Εφετείο καλείται να επανεξετάσει την ορθότητα της αναστολής της ποινής όπου όλες οι περιστάσεις της υποθέσεις και οι προσωπικές συνθήκες του κατηγορούμενου επαναξιολογούνται. Σε αυτά τα πλαίσια δεν μπορεί να παραγνωριστεί ότι ο χρόνος που διέρρευσε από την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης μέχρι σήμερα, είχε ως αποτέλεσμα την επιδείνωση των οικογενειακών και προσωπικών συνθηκών του εφεσιβλήτου. Το στοιχείο αυτό έχει τη δική του επίδραση στο στάδιο αυτό, επί του ζητήματος της αναστολής.»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Είναι εμφανές, ότι η παρούσα περίπτωση διαφοροποιείται από τις περιστάσεις στην ΒΡΥΩΝΗΣ (ανωτέρω), τόσο επειδή δεν βρισκόμαστε ενώπιον πρωτόδικης απόφασης στην οποία διαπιστώθηκαν σοβαρές συνέπειες στον εκεί εφεσίβλητο και την οικογένειά του, ούτε και διαπιστώνουμε στο στάδιο της έφεσης, επιδείνωση των οικογενειακών και προσωπικών συνθηκών του εφεσιβλήτου. Θεωρούμε δε, σημαντικό να επισημάνουμε ότι, στην εν λόγω απόφαση, το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε ότι η επιλογή της αναστολής ήταν μια οριακά επιτρεπόμενη επιλογή, ακόμη και υπό τις συνθήκες που προαναφέρθηκαν.
Ο συνήγορος υποστήριξε, επίσης, ότι η παρούσα προσομοιάζει με την ΚΟΝΙΖΙΔΟΥ ΕΛΕΝΑ ν. ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ ΑΡΕΣΤΗ (Αρ. 2) (2009) 2 ΑΑΔ 579. Επισημαίνουμε ότι οι δύο σημαντικοί παράγοντες που προσμέτρησαν στην κρίση του Δικαστηρίου υπέρ της αναστολής στην ΚΟΝΙΖΙΔΟΥ (ανωτέρω), ήταν το ότι υπήρξε εκεί σημαντική αλλαγή στις προσωπικές συνθήκες του κατηγορούμενου, ήτοι η δημιουργία νέας οικογένειας, καθώς επίσης, και η προσπάθειά του να ανεύρει το οφειλόμενο ποσό και να πληρώσει την παραπονούμενη, παρόλο ότι η προσπάθεια αυτή μόνο μερικώς επέτυχε. Τα εν λόγω στοιχεία δεν υπάρχουν ενώπιον μας, στην παρούσα υπόθεση. Συνεπώς, ούτε η παραπομπή στην εν λόγω υπόθεση, υποστηρίζει τη θέση του συνηγόρου του εφεσίβλητου, υπέρ της αναστολής.
Εν πάση περιπτώσει, θεωρούμε σημαντικό να τονίσουμε ότι όπως έχει αναφερθεί στην ΙΩΣΗΦ (ανωτέρω), η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών, και η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα, θα συνιστούσε σφάλμα αρχής.
Κρίνουμε, υπό τας περιστάσεις της παρούσας, ότι δεν δικαιολογείται αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης.
Εν όψει όλων των ανωτέρω, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη διαταγή για αναστολή της ποινής φυλάκισης παραμερίζεται. Διατάζεται η άμεση εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο