ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 245/2022)
9 Οκτωβρίου 2025
[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΤΑΣΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
______________________________
Κ. Δ. Καμένος με Κ. Κ. Καμένο, για εφεσείοντα.
Χ. Θεμιστοκλέους (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για εφεσίβλητη.
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι τόσο η καταδίκη όσο και η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στο πλαίσιο ποινικής υπόθεσης για απείθεια σε διάταγμα Δικαστηρίου, κατά παράβαση του Άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.
Συγκεκριμένα, στον εφεσείοντα, με βάση κατηγορητήριο, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, αποδιδόταν ότι, στις 3.11.2015, απείθησε σε προσωρινό διάταγμα που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στην αίτηση με αριθμό 5391/2015, με το οποίο απαγορευόταν να εμποδίσει ή διαταράσσει ή με οποιοδήποτε τρόπο επεμβαίνει ή παρεμβαίνει στην ελεύθερη διακίνηση των λεωφορείων που βρίσκονται στο χωριό Αρεδιού. Παρεμβάλλεται ότι, ως προκύπτει και από την πρωτόδικη απόφαση, σε αστική διαδικασία στην οποία ο εφεσείων ήταν ένας εκ των εναγομένων, είχαν εκδοθεί, μονομερώς, διάφορα συναφή διατάγματα, ένα εκ των οποίων προνοούσε ως ανωτέρω, ως μέρος ευρύτερου διατάγματος. Παρεμβάλλεται, επίσης, ότι συγκατηγορούμενη του εφεσείοντα για το ίδιο αδίκημα ήταν η σύζυγός του, η οποία αθωώθηκε και απαλλάχθηκε της κατηγορίας στο στάδιο κρίσης κατά πόσο αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, για λόγους που αφορούσαν τη μη ορθή επίδοση του διατάγματος σε αυτήν.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού κατέγραψε την προσκομισθείσα μαρτυρία και τη νομική πτυχή του ζητήματος υπό εξέταση και, αφού αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία, κατέληξε ότι είχαν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Ως αποτέλεσμα, βρήκε τον κατηγορούμενο ένοχο στην προσαχθείσα κατηγορία. Στη βάση δε των επιβαρυντικών αλλά και ελαφρυντικών παραγόντων, ως τα κατέγραψε στην απόφασή του για την ποινή, το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης 15 μηνών, την οποία, για τους λόγους που εξήγησε, ανέστειλε για περίοδο 3 ετών.
Η πρωτόδικη απόφαση, όσον αφορά την καταδίκη, εφεσιβάλλεται με πέντε λόγους έφεσης, ενώ η απόφαση για την ποινή, με δύο λόγους έφεσης. Αναφορικά με την καταδίκη, ο πρώτος λόγος έφεσης προβάλλει ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι προϊόν αντισυνταγματικής και παράνομης διαδικασίας η οποία έπληττε θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα με συνέπεια την παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης, οδηγώντας σε εσφαλμένη καταδίκη του εφεσείοντα. Ο λόγος έφεσης αυτός αφορά παράλληλη ύπαρξη αστικής διαδικασίας παρακοής του διατάγματος η οποία αποσύρθηκε σε προχωρημένο της στάδιο. Ο δεύτερος λόγος έφεσης αποδίδει στο πρωτόδικο Δικαστήριο άνιση μεταχείριση των μερών, λόγω παρεμβάσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την ακροαματική διαδικασία αλλά και παρεμβάσεων της εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής, τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεπε. Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε ή ερμήνευσε λανθασμένα το επίδικο διάταγμα και κατά συνέπεια, με εσφαλμένη υπαγωγή των γεγονότων και εσφαλμένες εξηγήσεις και νομικά ευρήματα, κατέληξε σε εσφαλμένο καταλογισμό της ανυπακοής στο επίδικο διάταγμα στον εφεσείοντα. Ο τέταρτος λόγος έφεσης αποδίδει σφάλμα στο πρωτόδικο Δικαστήριο στην αποδοχή της επίδοσης του διατάγματος στον εφεσείοντα ως καλής και νομότυπης. Ο πέμπτος λόγος έφεσης, αφορά την αξιολόγηση, από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, της προφορικής μαρτυρίας, κυρίως αυτής κατά την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας. Αναφορικά με τους λόγους έφεσης κατά της ποινής, προβάλλεται ότι η επιβολή ποινής 15μηνης φυλάκισης με ανασταλτικό χαρακτήρα είναι προϊόν παραβίασης των αρχών εξατομίκευσης και επιμέτρησης της ποινής (πρώτος λόγος) ενώ, ανεξαρτήτως του πρώτου λόγου, η επιβληθείσα ποινή είναι υπερβολικά υψηλή με δεδομένο ότι η φυλάκιση με ανασταλτικό χαρακτήρα δεν αποτελεί άλλο είδος ποινής.
Έχοντας υπ' όψιν το τι προβάλλουν οι λόγοι έφεσης 3 και 4, αναφορικά με την καταδίκη, παρουσιάζουν τέτοια συνάφεια αλλά και εμβέλεια, που επιτρέπει την, κατ' αρχάς, εξέτασή τους παράλληλα.
Τα εγειρόμενα από τους εν λόγω λόγους έφεσης αφορούν το θέμα της επίδοσης του διατάγματος στον εφεσείοντα, η κατάληξη της πρωτόδικης κρίσης επί του οποίου, ικανοποίησε το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με το συστατικό στοιχείο του αδικήματος, της γνώσης του διατάγματος. Επί τούτου, το παράπονο του εφεσείοντα εστιάζεται, μεταξύ άλλων, στη διαχείριση, από μέρους του Δικαστηρίου, της μαρτυρίας που η υπεράσπιση παρουσίασε σχετικά. Τηρουμένων δε, τούτων, αλλά και συγκεκριμένων ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε σχέση με απουσία μαρτυρίας για ενέργειες, από μέρους του εφεσείοντα, προς παράβαση του διατάγματος, το παράπονο του εφεσείοντα εστιάζεται, περαιτέρω, στους λόγους για τους οποίους κρίθηκε ότι προέβη σε ανυπακοή του διατάγματος και σε παρερμηνεία, από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, του τι επιβαλλόταν με το υπό κρίση διάταγμα.
Είναι χρήσιμο, υπό τις περιστάσεις, να τεθεί ότι ορθά, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποτύπωσε τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος στη γνώση του διατάγματος και των όρων του από τον κατηγορούμενο, την παρακοή των όρων αυτών από τον κατηγορούμενο και την ύπαρξη πρόθεσης παρακοής του διατάγματος. Με αναφορά δε σε σχετική νομολογία (μεταξύ άλλων, MOUZOURIS AND ANOTHER v. XYLOPHAGOU PLANTATIONS LTD (1977) 1 CLR 287), ανέλυσε τις αρχές που αφορούν το υπό κρίση θέμα. Ανέδειξε, συναφώς, την αναγκαιότητα ύπαρξης σαφήνειας στους όρους ενός διατάγματος, καθώς επίσης γνώσης αυτών από τον κατηγορούμενο. Περαιτέρω, την αναγκαιότητα αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος με τέλεση πράξης ανυπακοής του διατάγματος ή παράλειψης συμμόρφωσης μ' αυτό, όχι τυχαία αλλά ηθελημένα, δηλαδή με πρόθεση καταστρατήγησής του, ώστε να υφίσταται και η υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος.
Από τη στιγμή που το τι βάλλεται περιλαμβάνει την ορθότητα συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί γεγονότων, είναι επίσης χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι, ως εξηγήθηκε και στην ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (2016) 2 Α.Α.Δ. 705:
«Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει και πράττει αυτό μόνο στις περιπτώσεις όπου τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή όταν τα συμπεράσματα του είναι εξ αντικειμένου παράλογα ή αυθαίρετα (βλ. Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, Πισιάρας κ.ά. ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 817, R.K.B. Leathergoods Ltd v. Αγγελίδη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1071, Zevkas Bros (Fig Tree Bay) Restaurant Ltd v. Αναστασίου κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 822).
Το Εφετείο δύναται βέβαια πάντοτε να επέμβει όπου η αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή συγκρούονται με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία ή ακόμη και όπου τα ευρήματα παρουσιάζονται προβληματικά υπό το φως λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων, (Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ., 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε, ως αναφέρθηκε ανωτέρω, σε παράθεση της μαρτυρίας καθενός από τους οκτώ μάρτυρες που κάλεσε η Κατηγορούσα Αρχή και των μαρτύρων προς υπεράσπιση, ήτοι του ιδίου του εφεσείοντα και άλλων τριών, και για κάθε ένα, αμέσως μετά την παράθεση της μαρτυρίας του, προέβαινε σε αξιολόγησή του, δηλώνοντας την αποδοχή ή μη της μαρτυρίας του. Προβαίνοντας σε υπαγωγή των ευρημάτων του στις νομικές αρχές που ανέλυσε, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε τα εξής:
«Με την αξιόπιστη μαρτυρία που προσκόμισε η Κατηγορούσα Αρχή προκύπτει ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του άρθρου 137 του Κεφ. 154 πληρούνται. Εξηγώ.
· Αν και δεν υπάρχει θετική μαρτυρία ότι, την ώρα που ο Ιορδάνους ανέγνωσε το Διάταγμα στον σταθμό Αρεδιού ο Κατηγορούμενος ήταν παρών στον χώρο, η γνώση του περί των όρων του Διατάγματος μαρτυρείται από το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η επίδοση του Διατάγματος ως τη διενέργησε ο ΜΚ7, ήταν προσωπική και καλή.
· Η επίδοση στον Κατηγορούμενο του Διατάγματος στις 3/11/15 ήταν καλή, σύμφωνα με την αξιόπιστη μαρτυρία του ΜΚ7. Αφού ήταν καλή, τεκμαίρεται ότι ο Κατηγορούμενος γνώριζε από εκείνη τη στιγμή και έπειτα το περιεχόμενο των επιδοθέντων εγγράφων. Το αποδεικτικό βάρος (evidential burden) του ισχυρισμού ότι, δεν γνώριζε το περιεχόμενο του Διατάγματος βρισκόταν στους ώμους του ιδίου και δεν το απέσεισε.
· Γνώριζε, κατά τον επίδικο χρόνο, τις πρόνοιες του Διατάγματος το οποίο ήταν σαφές και, εν ολίγοις, του απαγόρευε και τον παρεμπόδιζε από το να προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη που θα μπορούσε να παρέμβει στην ελεύθερη διακίνηση των λεωφορείων του Παραρτήματος Α του Διατάγματος.
· Γνώριζε επίσης ότι με τις πράξεις του, που έλαβαν χώρα το επίδικο βράδυ, παράκουε το Διάταγμα σε μια πεισματική προσπάθεια του να εναντιωθεί στους άλλους διευθυντές του ΟΣΕΛ, με επικεφαλής τον Ιορδάνους. Δεν εξηγείται αλλιώς, η έντονη τοποθέτησή του στον ΜΚ6 ότι ο χώρος του ανήκει (στην πραγματικότητα άνηκε στον αδελφό του Μ. Μιχαηλίδη (βλ. Τεκμήριο 31)) και πως αν χρειαστεί θα φέρει όλο το Παλαιχώρι και θα κάνει ό,τι είναι δυνατό για να μην μετακινηθούν τα λεωφορεία, αφού οι διαφορές του με τον ΟΣΕΛ θα λυθούν στα Δικαστήρια.
· Αν και δεν υπάρχει μαρτυρία ότι, ο κατηγορούμενος έδωσε εντολή να ανοιχθούν τα ορύγματα στο έδαφος ώστε να μην μπορούν να μετακινηθούν τα επίδικα λεωφορεία, ούτε υπάρχει μαρτυρία ότι ο ίδιος ο κατηγορούμενος έδωσε εντολή να μπουν άλλα οχήματα μπροστά από τα επίδικα λεωφορεία, ούτε ο ίδιος προέβη σε οποιαδήποτε από τις πιο πάνω πράξεις, εν τούτοις υπάρχει μαρτυρία ότι δεν απέτρεψε ούτε προσπάθησε να αποτρέψει τους συγγενείς και υποστηριχτές του από το να παραβαίνουν το Διάταγμα όταν πήγε στον σταθμό Αρεδιού το επίδικο βράδυ. Δεν τους έδωσε οδηγίες να σταματήσουν να μπλοκάρουν τα λεωφορεία, είτε κλείνοντας τα ορύγματα που είχαν ανοιχθεί, είτε μετακινώντας τα άλλα οχήματα που τα εμπόδιζαν, είτε άλλως πως. Και με αυτόν τον τρόπο ακριβώς παραβίασε το Διάταγμα.
· Η απείθειά του στο Διάταγμα δεν έχω αμφιβολία ότι έγινε με πρόθεση καταστρατήγησης αυτού. Αν δεν ήταν έτσι και αν πράγματι, ως ισχυρίζεται, την επόμενη ημέρα στις 4/11/15 έμαθε ότι υπήρχε το Διάταγμα και τι αυτό προνοούσε γιατί δεν έθεσε τα λεωφορεία στη διάθεση του ΟΣΕΛ εκείνη την ημέρα; Ή την επόμενη; Εν τέλει, μόνο μερικές μέρες αργότερα έθεσε τα λεωφορεία δικής του ιδιοκτησίας στη διάθεση του ΟΣΕΛ, που ήταν άλλα από τα επίδικα που περιγράφονται στο Παράρτημα Α του Διατάγματος.
· Η παράβαση, λοιπών, των όρων του Διατάγματος από τον Κατηγορούμενο, δεν ήταν ούτε τυχαία ούτε ακούσια. Ήταν ηθελημένη και στοχευμένη σε μία προσπάθειά του να εναντιωθεί στους λοιπούς Διευθυντές του ΟΣΕΛ.
· Εξάλλου, όταν διάταγμα Δικαστηρίου διατάσσει τη διενέργεια συγκεκριμένης πράξης, όπως εν προκειμένω την παράδοση των λεωφορείων του Παραρτήματος Α, η ίδια η παράλειψη τέλεσης της πράξης αυτής συνιστά την αναγκαία ένοχη διάνοια (βλ. κατ' αναλογία Stancombe (ανωτέρω)).»
Είναι πρόσφορο, σ' αυτό το σημείο να αναφερθούμε στην τελευταία ως άνω αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία, προφανώς, παραπέμπει σε διάταγμα προστακτικής φύσης. Όμως, στην υπό κρίση περίπτωση, δεν επρόκειτο για κάτι τέτοιο. Το διάταγμα ή το μέρος αυτού, το οποίο αφορούσε η υπόθεση, και για το οποίο αποδιδόταν στον εφεσείοντα ανυπακοή, δεν προέβλεπε διαταγή παράδοσης των λεωφορείων του Παραρτήματος Α. Ακόμη και να προβλεπόταν κάτι τέτοιο σε άλλο μέρος του διατάγματος, το τι παρέμενε επίδικο στην πρωτόδικη διαδικασία περιοριζόταν στο τι η προσαπτόμενη κατηγορία απέδιδε στον εφεσείοντα, ήτοι παράβαση της απαγόρευσης να εμποδίσει ή διαταράσσει ή με οποιονδήποτε τρόπο επέμβει ή παρέμβει στην ελεύθερη διακίνηση των λεωφορείων που βρίσκονταν στο χωριό Αρεδιού κατά την 3.11.2015.
Επομένως, η εν λόγω αναφορά, από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου προβάλλει άστοχη και εν πολλοίς σε αντίθεση με το σκεπτικό του, ως προηγήθηκε και, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, παρουσιάζεται λανθασμένη.
Επανερχόμενοι στο ουσιώδες ζήτημα της γνώσης του διατάγματος και των όρων του, διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ικανοποιήθηκε περί τούτου στη βάση του συμπεράσματός του ότι η επίδοση, ως τη διενέργησε ο δικαστικός επίδοσης, ήταν προσωπική και καλή. Και ως ανέφερε, αφού ήταν καλή, τεκμαίρετο ότι ο εφεσείων γνώριζε από εκείνη τη στιγμή και έπειτα το περιεχόμενο των επιδοθέντων εγγράφων, με το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού ότι δεν γνώριζε αυτό να ήταν στον εφεσείοντα.
Επί τούτου, από τη μια πλευρά, υπήρχε η μαρτυρία του επιδότη και από την άλλη η μαρτυρία του ιδίου του εφεσείοντα, του δικηγόρου του (ΜΥ1), τον οποίο συμβουλεύτηκε και μίας άλλης μάρτυρος. Από την υπεράσπιση προβαλλόταν η θέση ότι το τι επιδόθηκε ήταν η αγωγή, ο εφεσείων εισήλθε στο γραφείο του για να επικοινωνήσει με τον δικηγόρο του, ενώ ο επιδότης μετά από πάροδο δέκα λεπτών αποχώρησε, αφήνοντας ένα box file με έγγραφα σε ένα τραπέζι. Είναι την επομένη που έγινε αντιληπτή η έκδοση διατάγματος.
Δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι, υπό τα δεδομένα ως τέθηκαν, το ζητούμενο δεν ήταν αυτή καθ' αυτή η επίδοση των εγγράφων, αν δηλαδή ορθά επιδόθηκαν ή όχι, αλλά η γνώση του εφεσείοντα για το διάταγμα και τους όρους του. Το ζήτημα, άλλωστε, αφορούσε συστατικό στοιχείο του αδικήματος και μέσω του τι προβαλλόταν, κατέστη επίδικο και αμφισβητούμενο. Εύστοχα είναι που ανέδειξε το σημείο ο ΜΥ1 σε απάντησή του στη σελίδα 286 των πρακτικών, λέγοντας «εγώ δεν είπα ότι δεν παρέλαβε με την έννοια ότι δεν ήρθαν στην κατοχή του έγγραφα, αφού είπα ότι στο box file που μου έφερε την ίδια ημέρα, διαπίστωσα εγώ ότι υπήρχε διάταγμα. Άρα το παρέλαβε με αυτήν την έννοια, όταν το άφησε ο επιδότης πάνω στο τραπέζι τζιαι το πήρε τζιαι μου το έφερε την επόμενη ημέρα. Δεν του είπε ο επιδότης, όπως μου είπε ότι "σου έφερα μια αγωγή", συν μια ex parte αίτηση, συν διάταγμα, εν μια αγωγή να σου επιδώσω με το μπλε χαρτί, εκείνη τη στιγμή που μου τηλεφωνούσε, εκείνο είχε υπόψιν του, δεν είχε κάτι άλλο υπόψη του. Το αν λέει ότι το παρέλαβα, με αυτήν την έννοια παρέλαβε το box file. Δεν ήταν ότι εν ήταν μες το box file το διάταγμα».
Παρεμβάλλεται ότι στη μαρτυρία του ο εν λόγω μάρτυρας αναφέρθηκε ότι η επικοινωνία του εφεσείοντα αφορούσε την αγωγή μόνο, δεν είχε άλλα έγγραφα στην κατοχή του αλλά αργότερα βρήκε, αφημένο σε τραπέζι έξω από το γραφείο ένα μαύρο box file. Στη μαρτυρία του, ο μάρτυρας εξήγησε ότι απεκόμισε την εντύπωση ότι ο εφεσείων δεν είχε γνώση για την έκδοση διατάγματος κατά τον επίδικο χρόνο, κάτι το οποίο έγινε την επομένη, όταν τον επισκέφθηκε και αυτός του το υπέδειξε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τον εν λόγω μάρτυρα ως αξιόπιστο, θεωρώντας ότι δεν είχε λόγο να αναφέρει στο Δικαστήριο οτιδήποτε άλλο από την ειλικρινή του εντύπωση ως προς το πως εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα της επίδικης μέρας. Έκρινε, όμως, ότι η μαρτυρία του βασίζεται στα λεγόμενα του εφεσείοντα και ότι είναι το Δικαστήριο που θα αποφάσιζε στη βάση ολόκληρης της ενώπιον του μαρτυρίας.
Εντοπίζουμε σφάλμα στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το ζήτημα. Παρά τη διακήρυξή του ότι η μαρτυρία του κάθε μάρτυρα θα αξιολογείτο στη βάση του συνόλου της προσκομισθείσας μαρτυρίας, φαίνεται ότι, με τον τρόπο που προσέγγισε την αξιολόγηση της μαρτυρίας κάθε μάρτυρα αμέσως μετά την παράθεσή της, οδηγήθηκε σε σφάλμα.
Επαναλαμβάνουμε, φορτικά έστω, ότι το ζητούμενο παρέμενε πάντοτε η γνώση του διατάγματος. Κρίνοντας, λοιπόν, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι τα έγγραφα επιδόθηκαν, παρέλειψε να αντιπαραβάλει τα ως άνω, τα οποία αποδέκτηκε, ως ειλικρινή εντύπωση του αξιόπιστου μάρτυρα υπεράσπισης, με τη μαρτυρία του ΜΚ7 ως προς τις περιστάσεις της κατ’ ισχυρισμόν επίδοσης, οδηγούμενο στην απόρριψή τους ως ενδεχόμενο, λόγω της αποδοχής της ύπαρξης επίδοσης σύμφωνα με τον ΜΚ7 επιδότη. Κι ενώ, τα ως άνω υποστήριζαν τον συναφή ισχυρισμό του εφεσείοντα, δεν αποτέλεσαν αντικείμενο εξέτασης σε αυτό το πλαίσιο προς ανατροπή, έστω, του τεκμηρίου γνώσης στο οποίο κατέληξε.
Έχουμε την άποψη ότι, επί του προκειμένου, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τη γνώση, από μέρους του εφεσείοντα, του διατάγματος και των όρων αυτού σε χρόνο πριν τα όσα διαδραματίστηκαν το βράδυ της 3.11.2015, για τα οποία είναι που κατηγορείτο, ελέγχεται ως ακροσφαλής. Τα δεδομένα τα οποία είχε ενώπιόν του όφειλαν να λειτουργήσουν προς την κατεύθυνση της ανάδυσης υποβόσκουσας αμφιβολίας στη σκέψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το συστατικό αυτό στοιχείο του αδικήματος.
Η διαπίστωση αυτή, από μόνη της καθίσταται καθοριστική για την τύχη της έφεσης, αφού συμπαρασύρει ό,τι έπεται αναφορικά με τα υπόλοιπα συστατικά στοιχεία, αλλά και τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, τόσο επί της καταδίκης, όσο και επί της ποινής, καθιστώντας ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος μόνο τυχόν περαιτέρω ενασχόλησή μας μ' αυτούς.
Κατά συνέπεια, η έφεση επιτυγχάνει στη βάση των ως άνω. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται τόσο ως προς την καταδίκη, όσο και ως προς την επιβληθείσα ποινή, οι οποίες ακυρώνονται.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο