ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΝΤΟΛΕ, Ποινική Έφεση Αρ.: 252/2022, 14/10/2025
print
Τίτλος:
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΝΤΟΛΕ, Ποινική Έφεση Αρ.: 252/2022, 14/10/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 252/2022)

 

14 Οκτωβρίου 2025

 

[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

 

v.

 

ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΝΤΟΛΕ,

Εφεσίβλητου.

______________________

 

Κ. Χατζηκωνσταντίνου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Εφεσείοντα.

Σ. Χριστοδούλου για Χρίστο Τριανταφυλλίδη, για τον Εφεσίβλητο.

Εφεσίβλητος παρών

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Στυλιανίδου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ. : Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού έκρινε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει εναντίον του εφεσίβλητου την κατηγορία ότι οδηγούσε όχημα υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, κατά παράβαση των Άρθρων 11Β και 11Ζ του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου του 1986 (Ν.174/1986), όπως τροποποιήθηκε, στο εξής «ο Νόμος».

 

Ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση βασιζόμενος  στο Άρθρο 137(1)(α)(iii) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155, προωθώντας ως μοναδικό λόγο έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς τον νόμο επί των πραγματικών γεγονότων και επομένως, εσφαλμένα αθώωσε τον εφεσίβλητο.

 

Όπως επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, σχετικό με την απόδειξη του αδικήματος είναι το Άρθρο 11 Ε του Νόμου, το οποίο προβλέπει:

 

«Απόδειξη παραβίασης του άρθρου 11Β

11Ε.-(1) Για σκοπούς απόδειξης της παραβίασης των διατάξεων του άρθρου 11Β λαμβάνονται υπόψη μόνο τα αποτελέσματα της εργαστηριακής εξέτασης, δεδομένου ότι σε αυτά έχουν εντοπιστεί ναρκωτικά ανεξάρτητα από την ποσότητα.

(2) Τα αποτελέσματα της εργαστηριακής εξέτασης περιλαμβάνονται σε εργαστηριακή έκθεση που υπογράφεται από χημικό που υπηρετεί στο Γενικό Χημείο του Κράτους, η οποία αποστέλλεται στην Αστυνομία για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου...»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρέθεσε τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας, κατέληξε ότι δεν είχε πειστεί ότι το δείγμα το οποίο εξετάστηκε από το Γενικό Χημείο του Κράτους, το οποίο θα μπορούσε να αποδείξει την κατηγορία, ήταν αυτό που λήφθηκε από τον κατηγορούμενο. Με αυτή τη διαπίστωση, κατέληξε ότι συνακόλουθα, δεν είχε αποδειχθεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος και ως εκ τούτου, ο εφεσίβλητος αθωώθηκε και απαλλάχθηκε.

 

Συγκεκριμένα, για να καταλήξει στο πιο πάνω εύρημά του, ως προς το ότι δεν είχε αποδειχθεί στον απαιτούμενο σε ποινική διαδικασία βαθμό, ότι το δείγμα το οποίο εξετάστηκε ως ανωτέρω, ήταν αυτό που λήφθηκε από τον κατηγορούμενο, έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, τα πιο κάτω:

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία κατατέθηκε από την ΜΚ1, εργαζόμενη στο Γενικό Χημείο του Κράτους, αίτηση για επιστημονική εξέταση δείγματος σάλιου, ως τεκμήριο 3, καθώς και ως τεκμήριο 4, φωτογραφίες του δείγματος, το οποίο εξέτασε. To τεκμήριο 3 ετοιμάστηκε από την ΜΚ4, εξεταστή της υπόθεσης, και περιέγραφε το τεκμήριο το οποίο στάλθηκε στο χημείο για εξέταση, ως «ένα φιαλίδιο με δείγμα σάλιου με τα διακριτικά «Ν.Μ»». Συγκρίνοντας το τεκμήριο 4, ήτοι τις φωτογραφίες του δείγματος, με την περιγραφή του δείγματος στο τεκμήριο 3, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα εν λόγω διακριτικά «Ν.Μ», δεν φαίνονταν στις φωτογραφίες. Επί τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε αντίφαση στη μαρτυρία της ΜΚ4, λόγω του ότι το τεκμήριο 3, το οποίο η ίδια συμπλήρωσε, αναφερόταν στα πιο πάνω διακριτικά, ενώ η ίδια διαπίστωσε ότι αυτά, δεν περιλαμβάνονταν σε καμία φωτογραφία του τεκμηρίου 4. Έκρινε πως η ΜΚ4,  υποστήριξε κατά τη μαρτυρία της την εκδοχή, ότι παρά ταύτα, το δείγμα το οποίο φαινόταν στις φωτογραφίες - τεκμήριο 4, ήταν αυτό που λήφθηκε από τον εφεσίβλητο, «λαμβάνοντας ενδεχομένως υπόψη τις διαδικασίες που ακολουθεί σε παρόμοιες περιπτώσεις, χωρίς ενδεχομένως να θυμάται πραγματικά και με ακρίβεια ακριβώς τι είχε λάβει χώρα στην προκειμένη περίπτωση». Εν όψει όλων των πιο πάνω, έκρινε ότι δεν μπορούσε να δεχθεί το μέρος της μαρτυρίας της ΜΚ4, το οποίο αφορούσε την περιγραφή που έδωσε ως προς το δείγμα, το οποίο τελικά έστειλε προς εξέταση στο Γενικό Χημείο του Κράτους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε και αξιολόγησε επίσης, τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων κατηγορίας, αποφασίζοντας ότι από κανενός τη μαρτυρία δεν μπορούσε να καταλήξει σε συμπέρασμα για το ότι το δείγμα που στάλθηκε στο χημείο ήταν αυτό που λήφθηκε από τον εφεσίβλητο.

 

Με την αιτιολογία του μοναδικού λόγου έφεσης συγκεκριμενοποιείται, το πού εδράζεται το παράπονο του εφεσείοντα, ως ακολούθως:

 

Στην πρώτη παράγραφο, ο εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν αποδείχθηκε ότι το δείγμα σάλιου που κατέληξε στο Κρατικό Χημείο και εξετάστηκε, είναι αυτό του εφεσίβλητου. Στη δεύτερη παράγραφο αναφέρεται ότι λανθασμένα έκρινε ότι με την υπάρχουσα μαρτυρία δεν αποδείχθηκε το αδίκημα της κατηγορίας. Στην τρίτη παράγραφο αναφέρεται ότι λανθασμένα προσέδωσε αξία σε μαρτυρία μόνο συγκεκριμένου μάρτυρα και όχι στη μαρτυρία που προσκομίστηκε ενώπιόν του από άλλους μάρτυρες. Με την τέταρτη παράγραφο αναφέρεται ότι λανθασμένα έκρινε ότι έσπασε η αλυσίδα τεκμηρίων.

 

Στο διάγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου του εφεσίβλητου, καθώς και με την προφορική του αγόρευση, ηγέρθη το ζήτημα ότι ο μοναδικός λόγος έφεσης, δεν μπορεί να προωθηθεί εφόσον δεν καλύπτεται από το Άρθρο 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155 το οποίο περιορίζει στις εκεί αναφερόμενες περιπτώσεις, το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα να ασκήσει έφεση επί αθωωτικής απόφασης.

 

Η σχετική νομολογία συνοψίσθηκε στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ v. ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΥΛΙΔΗ, Ποινική Έφεση Αρ.: 120/2022, 29/9/2025, ως ακολούθως:

 

«Παρότι δεν έχει εγερθεί από οποιονδήποτε κάποιο σχετικό ζήτημα, εντούτοις έχοντας υπ' όψιν ότι το Άρθρο 137 της Ποινικής Δικονομίας είναι δικαιοδοτικό, θα πρέπει να πούμε ότι σε σχέση με αθωωτικές αποφάσεις, όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151 είναι πρόδηλο από το κείμενο του Άρθρου 137(1)(α) της Ποινικής Δικονομίας, κρινόμενο στην ολότητά του, ότι το δικαίωμα υποβολής έφεσης από τον Γενικό Εισαγγελέα, περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Είχαμε την ευκαιρία να αναφερθούμε εκτεταμένα στο θέμα στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Παπανικόλα, Ποιν. Έφ. 214/21, ημερ. 20.12.23 και πιο μετά στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριακίδη κ.ά., Ποιν. Έφ. 256/22, ημερ. 27.2.25, με αναφορά σε παλαιότερη καθοδηγητική νομολογία. Αρκούμαστε εδώ στην παράθεση από την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου κ.ά. (2010) 2 Α.Α.Δ. 94, του ακόλουθου αποσπάσματος:

«Κατά την εξέταση του θέματος, για να αντλήσουμε τα βασικά από τη νομολογία μας, θα πρέπει να διαγιγνώσκεται και να αποκλείεται η συγκαλυμμένη επιδίωξη της αμφισβήτησης και του παραμερισμού της αξιολόγησης της μαρτυρίας που, βεβαίως, βρίσκεται εκτός της εμβέλειας του άρθρου. Το οποίο, στην ουσία, εισάγει τη δυνατότητα έφεσης επί θεμάτων που ουσιαστικά ενέχουν νομικό σημείο, ώστε η διαπίστωση γεγονότος στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή θέματος σχετικού προς αυτή να αποκλείεται. .................... .

Προσεγγίζουμε εδώ τον όρο «νομικό σημείο», όπως ακριβώς τον βρίσκουμε στη νομολογία μας κατά την αναφορά στο Άρθρο 137(1)(α), έχοντας υπόψη και τα εν γένει νομολογηθέντα ως προς το τι μπορεί να περιλαμβάνει αυτός ο όρος. Δεν υπάρχει εξαντλητικός ορισμός αλλά είναι στοιχειώδες πως δεν περιλαμβάνει τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου επί των γεγονότων, εκτός αν, όπως εξηγήθηκε, αυτές προκύπτουν από λανθασμένη καθοδήγηση ως προς το νόμο. Έπεται πως η απόφανση προϋποθέτει δοσμένη κατάσταση πραγμάτων αλλά δεν προϋποθέτει πάντοτε και κάποια ιδιαίτερη νομοθετική διάταξη με ζητούμενο το κατά πόσο αυτά τα γεγονότα καλύπτονται ή όχι από αυτή. Είναι ευρύτερη η έννοια του όρου και περιλαμβάνει, όπως ρητά αναγνωρίστηκε σε σειρά υποθέσεων, την εξαγωγή συμπερασμάτων που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που προσάχθηκε ή ακόμα και άποψη πάνω στα πρωτογενή γεγονότα που δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί αλλά και, ειδικότερα, εκτίμηση περί της αποτυχίας απόσεισης του βάρους απόδειξης στη βάση των διαπιστωνόμενων γεγονότων............................... .

Μαζί με αυτά, κατά την πιο πάνω νομολογία, δικαστική ενέργεια χωρίς μαρτυρία αλλά και λανθασμένη αποδοχή ή απόρριψη αποδεικτικού υλικού. Περιπτώσεις που συσχετίζονται και με το Άρθρο 137(1)(α) (ι) και (ιι). Κατά την (ι) είναι δυνατή η άσκηση έφεσης για το ότι δεν υπήρξε απόδειξη, εννοείται μαρτυρία (evidence), βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικά γεγονότα ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής. Και κατά την (ιι) για το ότι απόδειξη (evidence) πλημμελώς έγινε δεκτή ή αποκλείστηκε. Όπως εξηγήσαμε, όχι ως το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της ως αναξιόπιστης αφού προηγουμένως έγινε δεκτή ως μαρτυρία. Αλλά ως το αποτέλεσμα κρίσης πως ήταν ή δεν ήταν αποδεκτή ως μαρτυρία κατά το δίκαιο της απόδειξης. Όρος που πρέπει να θεωρηθεί ότι εκτείνεται σε κάθε αρχή δικαίου που καθορίζει την αποδοχή της προσαγωγής ορισμένης μαρτυρίας ή τον αποκλεισμό της. Ενώ, σε σχέση με την (ιιι), στην (ιν) δεν αναφερόμαστε γιατί δεν έχουμε εδώ κάτω από οποιαδήποτε εκδοχή αντικανονικότητα διαδικασίας, για το ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων».

(έμφαση δοθείσα)».

 

Επίσης σχετικά, είναι και τα λεχθέντα στην ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΑΥΡΕΑ κ.α., Ποινικές Εφέσεις Αρ. 13/2022, 14/2022, 15/2022, 16/2022, 17/2022 & 18/2022, 25/2/2025, στην οποία παρέπεμψε ο συνήγορος του εφεσίβλητου, προς υποστήριξη των θέσεων του.

 

Θεωρούμε πως, εμφανώς, οι αιτιάσεις του εφεσείοντα υπό την πρώτη, τρίτη και τέταρτη παράγραφο ανωτέρω, προσβάλλουν διαπίστωση γεγονότος από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η οποία ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης από πλευράς του, της ενώπιον του μαρτυρίας. Όπως προκύπτει από τη νομολογία, η διεργασία στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο και η συνακόλουθη κατάληξή του, δεν εμπίπτει, εν προκειμένω, στον όρο «νομικό σημείο» όπως απαντάται στο Άρθρο 137 του Κεφ.155, και όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία.

 

Ως εκ τούτου, στον βαθμό που ο πρώτος λόγος έφεσης στηρίζεται στην πιο πάνω αιτιολογία, είναι εκτός της εμβέλειας του Άρθρου 137 του Κεφ.155, και επομένως, δεν θα εξεταστεί η ουσία των εν λόγω παραπόνων.

 

Στρεφόμενοι τώρα στη δεύτερη παράγραφο της αιτιολογίας του λόγου έφεσης, επισημαίνουμε ότι σε αυτή, καταλογίζεται, ουσιαστικά, στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι παρά την κατάληξη του, λανθασμένα θεώρησε ότι δεν αποδείχτηκε το αδίκημα. Θεωρούμε ότι η θέση αυτή αποτελεί νομικό σημείο και ως εκ τούτου εξετάσαμε το σχετικό σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Θεωρούμε ότι αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος, το αν το πρόσωπο που οδηγούσε το όχημα τελούσε υπό την επήρεια ναρκωτικών . Ο μόνος δε τρόπος απόδειξης της επήρειας ναρκωτικών,  αποτελεί το εργαστηριακό αποτέλεσμα από το Γενικό Χημείο του Κράτους, το οποίο αφορά το δείγμα που λήφθηκε από τον κατηγορούμενο κατά τον ουσιώδη χρόνο, ως συνάγεται από το Άρθρο 11Β του Νόμου. Επομένως, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο,  εν όψει του ότι δεν κατέληξε σε εύρημα ότι το δείγμα το οποίο εξετάστηκε στην παρούσα υπόθεση από το Γενικό Χημείο του Κράτους, αφορούσε τον κατηγορούμενο, τον αθώωσε και απάλλαξε από την κατηγορία.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

                                                Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.             

                                                Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο