ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 252/2025)
16 Οκτωβρίου 2025
[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
AHMET AL DHIAB,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
___________________________________
Μ. Αρμεύτης, για τον Εφεσείοντα.
Π. Αβρααμίδης για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Στυλιανίδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Αυθημερόν)
ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Κατόπιν αιτήματος του εφεσίβλητου για προσωρινή κράτηση του εφεσείοντα μέχρι την εμφάνισή του ενώπιον του Κακουργιοδικείου την 3.11.2025, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε διάταγμα κράτησής του, την 12.9.2025.
Ο εφεσείων, κατηγορούμενος 1 στην πρωτόδικη διαδικασία, αντιμετωπίζει κατηγορίες για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β, με αναφορά σε 595 γραμμάρια φυτού κάνναβης, από το οποίο δεν έχει εξαχθεί η ρητίνη χωρίς άδεια του Υπουργού Υγείας, κατοχή εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αδικήματα που φέρονται να διαπράχθηκαν την 25.05.2025.
Το αίτημα κράτησης βασίστηκε στον κίνδυνο φυγοδικίας και στον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων μέχρι τη δίκη. To πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ενέκρινε το αίτημα στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας, αλλά το ενέκρινε στη βάση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων μέχρι τη δίκη.
Κατέληξε, στην παράγραφο 33 της απόφασης, ότι ο εφεσείων είναι μεν λευκού ποινικού μητρώου, αλλά η υπό εκδίκαση υπόθεση και η μία επιπλέον εκκρεμούσα ποινική υπόθεση εναντίον του, για αδικήματα που σχετίζονται με τα ναρκωτικά, επαρκούν για να μπορεί να εκτιμηθεί πως υπάρχει κίνδυνος διάπραξης και άλλων αδικημάτων που σχετίζονται με τα ναρκωτικά, λόγω και του στοιχείου της χρήσης και της έξης, που στην όψη των πραγμάτων φαίνεται να υπάρχει.
Πρόσθεσε δε τα εξής:
«34. Προβλημάτισε το γεγονός πως υπάρχει εύλογη υποψία εμπλοκής των Κατηγορουμένων 1 και 2 στα υπό εκδίκαση αδικήματα, εκ του τρόπου που έγινε η γενετική ταυτοποίηση και της υπόλοιπης περιστατικής μαρτυρίας, που δίδει έστω «ισχνή» πιθανότητα καταδίκης, που δεν είναι σε τέτοιο επίπεδο που θα επέτρεπε περιορισμό της ελευθερίας τους στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας· κατά πόσο χρήζει ο περιορισμός της ελευθερίας τους καθότι υπάρχει ο κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων μέχρι τη δίκη και συγκεκριμένα αδικημάτων που σχετίζονται με τα ναρκωτικά, λόγω του ότι η χρήση ουσιών είναι ισχυρός εγκληματογόνος παράγοντας, ή εάν θα ήταν ως να χρησιμοποιείτο αυτή η εκκρεμοδικία, με την «ισχνή» πιθανότητα καταδίκης, για τον προληπτικό σκοπό καθαυτόν ή για γενική πρόληψη.
35. Καταλήγω στο ότι υπάρχει η εύλογη υποψία ότι οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 ενέχονται στη διάπραξη των υπό εκδίκαση αδικημάτων στη βάση γενετικής και περιστατικής μαρτυρίας, λόγος για τον οποίον δικαιολογημένα καταχωρίστηκε και η εναντίον τους υπόθεση, η οποία παραπέμφθηκε για να εκδικαστεί από το Κακουργιοδικείο. Αυτή η συνθήκη επαρκεί για την εξέταση αυτού του σκέλους του αιτήματος. Υπάρχει ο κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων μέχρι τη δίκη λόγω της εξακολουθούμενης κατοχής και χρήσης ουσιών (μεγάλων ποσοτήτων) που αναπόφευκτα οδηγεί και σε περαιτέρω αδικηματικές πράξεις. Είχαν τεθεί όροι σε άλλες υποθέσεις που δεν λειτούργησαν αποτρεπτικά ως προς το να μην απασχολήσουν οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 ξανά τη δικαιοσύνη και δεν φαίνεται να υπάρχει τέτοια δυνατότητα, με τη θέση όρων να ελεγχθεί ο κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων μέχρι τη δίκη, ιδίως αδικημάτων σχετικών με τα ναρκωτικά.»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλεται με τρείς λόγους έφεσης.
Στην ΜΕΜΕΤ ΙΜΠΡΑΜ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 260/2025, 2/10/2025, αναφέρθηκαν τα εξής αναφορικά με το πεδίο επέμβασης του Εφετείου σε αποφάσεις, ως η υπό κρίση:
«Είναι προφανές ότι το τι αποτελεί αντικείμενο εξέτασης από το Εφετείο είναι η ορθότητα της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος. Συγκεκριμένα δε, σε ό,τι αφορά τη συνεκτίμηση όσων πρέπει να συνεκτιμούνται κατά την άσκηση αυτής της διακριτικής ευχέρειας.
Για σκοπούς πληρότητας, παραθέτουμε το κάτωθι απόσπασμα από την A.A.S. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 193/2022, ημερομηνίας 14.9.2022:
«Υπενθυμίζουμε ότι η κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη ή η επιβολή όρων για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του στο Δικαστήριο, εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου με αφετηρία, βεβαίως, την ατομική ελευθερία και ότι η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ' εξαίρεση (Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, 134). Επέμβαση του Εφετείου χωρεί αν διαπιστωθεί ότι αυτή η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία, είτε γιατί παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα (Dydi v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 103/2020 [σχ. Με 104/2020], ημερ. 3/9/2020 και Γεωργίου v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 131/2021, ημερ. 1/9/2021). Στην Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997)2 Α.Α.Δ. 109 λέχθηκε ότι «το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στα πρωτόδικα Δικαστήρια εκτός για πολύ σοβαρούς λόγους και σε εξαιρετικές περιπτώσεις». (Βλ. Επίσης Μαυρομιχάλης ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 256, ECLI:CY:AD:2014:B251 και Suleyman v. Αστυνομίας, ποιν. Εφ. 120/20, 11.8.20), ECLI:CY:AD:2020:B286, ECLI:CY:AD:2020:B286, ECLI:CY:AD:2020:B286.»»
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, παραγνωρίζοντας τις νομολογιακές αρχές επί του θέματος, αποφάσισε ότι υπάρχουν στοιχεία που δημιουργούν ισχυρή εντύπωση για την ύπαρξη κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων από τον εφεσείοντα.
Στην αιτιολογία εξειδικεύεται το επιχείρημα ότι, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε, όπως φαίνεται από το πιο πάνω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, περί ισχνούς μαρτυρίας σε σχέση με την κατάληξη του να μην εγκρίνει το αίτημα στη βάση του λόγου της φυγοδικίας, δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα περί κίνδυνου διάπραξης άλλων αδικημάτων, με βάση τα περιστατικά της υπόθεσης. Υποστήριξε συναφώς ότι το μόνο άλλο στοιχείο που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων, είναι η εκκρεμούσα υπόθεση εναντίον του, η οποία από μόνη της δεν συνιστούσε ροπή διάπραξης άλλων αδικημάτων.
Στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ v. MOHAMMAD SERAQ κ.α., Ποινική Έφεση Αρ.: 269/2024, 23/1/2025, συνοψίσθηκαν οι αρχές που εφαρμόζονται:
«Στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 47/24, ημερ. 11.3.2024 συνοψίστηκαν οι βασικές αρχές που προκύπτουν από τη Νομολογία όσον αφορά στην εξέταση του κινδύνου διάπραξης άλλου αδικήματος ως εξής:
«(1) Για την κατάληξη σε συμπέρασμα περί ύπαρξης πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος δεν απαιτείται ακριβής μαρτυρία. Αρκεί αν με βάση όλα τα στοιχεία τα οποία τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει τέτοια πιθανότητα.
(2) Η πιθανολόγηση αναφέρεται σε ροπή προς το έγκλημα ή τάση για συγκεκριμένη συμπεριφορά του κατηγορούμενου στο μέλλον, για την οποία το Δικαστήριο δύναται να καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα, βασιζόμενο, μεταξύ άλλων, είτε στο ιστορικό του είτε στον χαρακτήρα του είτε στα περιστατικά της υπόθεσης ή σε εγγενείς ενδείξεις που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη υφή της ή και σε διάφορες άλλες περιστάσεις.
(3) Τέτοια πιθανολόγηση δύναται μεταξύ άλλων να στοιχειοθετηθεί: (α) Από το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου ή από εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις ή ποινικές υποθέσεις των οποίων αναμένεται η καταχώριση, νοουμένου ότι αφορούν αδικήματα ίδιας ή παρόμοιας φύσης ή ανάλογης σοβαρότητας, (β) Από το μαρτυρικό υλικό και από τα περιστατικά της υπό εκδίκαση υπόθεσης, κρινόμενα στην όψη τους (όπως έγινε στην υπόθεση Matznetter v. Austria, Appl. 2178/64, ημερ. 10.11.69 και στις υποθέσεις Κωνσταντινίδη και Χριστούδια, ανωτέρω)».
Ως προς το ότι επιτρέπεται η εξαγωγή συμπερασμάτων περί ροπής του κατηγορούμενου από το μαρτυρικό υλικό, προσθέτουμε ότι και στην Ε.Α.Β.Ο. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 133/24, ημερ. 11.7.2024 είχαν λεχθεί τα εξής:
«Ωσαύτως, πέραν των εκκρεμουσών ποινικών υποθέσεων στην εκτίμηση του υπό αναφορά κινδύνου μπορούν να ληφθούν υπόψη στοιχεία προερχόμενα από την ίδια την υπόθεση την οποία ο υπόδικος αντιμετωπίζει (βλ. Matznetter v. Austria (1969) Αίτηση 2178/66, ημερ. 1011.1969, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 689, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 271/23, ημερ. 24.1.2023, Παναγή ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 152/24, ημερ. 25.6.2024)».
To ουσιώδες είναι να εξετάζεται κατά πόσο, στη βάση όλων των υφιστάμενων ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχείων, δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει πιθανότητα διάπραξης νέων αδικημάτων στο ενδιάμεσο διάστημα (βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 290/24, ημερ. 9.12.2024, Θεοχάρους ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 217/24, ημερ. 22.10.2024). Για κατάληξη σε τέτοιο συμπέρασμα δεν απαιτείται ακριβής μαρτυρία [βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας, (ανωτέρω)]».
Επίσης, εντοπίζουμε ότι στην παλαιότερη Σιακαλλή Χαράλαμπος Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 130, το συγκεκριμένο, υπό εξέταση παράπονο του εφεσείοντα, έτυχε εξέτασης ως ακολούθως:
«Η σημασία που δίδεται στον παράγοντα της πιθανολόγησης διάπραξης νέου αδικήματος ουσιαστικά αντανακλά την προσπάθεια προστασίας του κοινωνικού συνόλου στις περιπτώσεις όπου η διάπραξη νέου αδικήματος από κατηγορούμενο είναι πιθανή…Η πιθανολόγηση αναφέρεται σε τάση για συγκεκριμένη συμπεριφορά του κατηγορούμενου στο μέλλον, για την οποία το δικαστήριο μπορεί να καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα βασιζόμενο μεταξύ άλλων, στο ιστορικό του ή σε διάφορες άλλες περιστάσεις.»
Έχοντας κατά νου την πιο πάνω νομολογία, με κάθε σεβασμό, απορρίπτουμε τη θέση του εφεσείοντα για δύο λόγους:
Πρώτον, όπως προκύπτει από τη νομολογία, στην περίπτωση που εξετάζεται ως λόγος κράτησης ο κίνδυνος διάπραξης άλλου αδικήματος, το μαρτυρικό υλικό και τα περιστατικά της υπό εκδίκαση υπόθεσης, κρινόμενα στην όψη τους, αποτελούν ένα εκ των διαφόρων εναλλακτικών παραγόντων, δυνάμενων να αποτελέσουν έρεισμα για την κατάληξη του Δικαστηρίου για την ύπαρξη τέτοιου κινδύνου. Επομένως, η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου, ότι στην απουσία, εν προκειμένω, διαπίστωσης για την ύπαρξη του πιο πάνω στοιχείου, δεν μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα περί κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων, δεν ευσταθεί, εν όψει του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε άλλα σχετικά στοιχεία.
Δεύτερον, λανθασμένα υποστηρίζεται ότι το μόνο στοιχείο ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν η εκκρεμούσα υπόθεση εναντίον του εφεσείοντα. Ουσιωδώς, λήφθηκε υπόψη, επιπλέον της εκκρεμούσης υπόθεσης εναντίον του εφεσείοντα, και το ότι είχαν τεθεί όροι οι οποίοι δεν λειτούργησαν αποτρεπτικά, ως προς το να μην απασχολήσει ξανά τη δικαιοσύνη.
Στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου POLINA HRISTOVA IGNATOVA v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ.:268/2025, ημερομηνίας 14/10/2025, λέχθηκαν τα εξής σχετικά:
«Αν είναι κάτι που θα μπορούσε να λεχθεί, επί του προκειμένου, είναι ότι επιπρόσθετο στοιχείο, στην παρούσα, προς υποστήριξη του δικαιολογημένου διαταγής κράτησης, αποτελεί το ότι η εφεσείουσα, ως προκύπτει από τα πρακτικά της διαδικασίας, φέρεται να τέλεσε τα υπό κρίση αδικήματα ενόσω τελούσε υπό όρους εγγύησης για άλλη σοβαρή υπόθεση συναφών αδικημάτων (βλ. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ v. ΝΤΕΜΛΟΖ, Ποινική Έφεση 100/25, ημερομηνίας 24.4.2025, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ v. ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ, Ποινική Έφεση 84/24, ημερομηνίας 16.4.2024, ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ v. MOHAMMAD SERAQ κ.ά, Ποινική Έφεση 269/24, ημερομηνίας 23.1.2025).»
Εν όψει όλων των πιο πάνω, με βάση τη νομολογία, κρίνουμε ότι οι παράγοντες που έλαβε υπόψη το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν αρκούντως ικανοί να οδηγήσουν στην κατάληξή του περί κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων.
Ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε αντικρουόμενα συμπεράσματα με αποτέλεσμα αυτά να αυτοαναιρούνται. Υποδείχθηκε, συναφώς, ότι το Δικαστήριο, κατά την πιθανολόγηση καταδίκης στο πλαίσιο της εξέτασης του κινδύνου φυγοδικίας, αποφάσισε ότι αυτή είναι ισχνή, και κατά την εξέταση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων ανέφερε:
«32. Όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως σχετικά με τη σοβαρότητα των αδικημάτων και τις πιθανότητες καταδίκης μέσα από την όψη του μαρτυρικού υλικού ισχύουν και όσον αφορά αυτό το σκέλος του αιτήματος.»
Υποστήριξε ότι, εφόσον το Δικαστήριο διαπίστωσε αδυναμία στη μαρτυρία αναφορικά με τη διάπραξη των αδικημάτων της παρούσας υπόθεσης, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για κίνδυνο διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων.
Η επισήμανσή μας, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου έφεσης, περί της ύπαρξης πρόσθετων στοιχειών, τα οποία ορθά λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, πέραν δηλαδή της πιο πάνω αναφοράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην πιθανότητα καταδίκης, σφραγίζει και την αποτυχία του δεύτερου λόγου έφεσης, ο οποίος ουσιαστικά, παρουσιάζει, υπό άλλη σκοπιά, τις ίδιες θέσεις που προωθήθηκαν με τον πρώτο λόγο έφεσης. Επομένως, ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αντιλήφθηκε ορθά και/ή τελούσε υπό πλάνη αναφορικά με τα ενώπιόν του δεδομένα, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε αυθαίρετα συμπεράσματα.
Υποδείχθηκε συναφώς από τον εφεσείοντα, ότι στην παράγραφο 33 της απόφασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, συμπέρανε και συνεκτίμησε, το στοιχείο της «χρήσης και της έξης», το οποίο ως ανέφερε, «στην όψη των πραγμάτων φαίνεται να υπάρχει». Περαιτέρω, υποδείχθηκε ότι στην παράγραφο 35 της απόφασης, (ανωτέρω), το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε σε συμπέρασμα «εξακολουθουμένης κατοχής και χρήσης ουσιών (μεγάλων ποσοτήτων)».
Υποστηρίζεται ότι παρά το ότι η εκκρεμούσα υπόθεση αφορά κατηγορίες κατοχής και χρήσης ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, τις οποίες έχει παραδεχθεί ο εφεσείοντας, δεν υπάρχει οποιοδήποτε στοιχείο που να καταδεικνύει ότι ο εφεσείων είναι χρήστης και μάλιστα εθισμένος.
Ως προς το ζήτημα της χρήσης, τονίζουμε ότι η θέση που προωθείται από τον συνήγορο αντιστρατεύεται τα όσα ο ίδιος δήλωσε, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της ακρόασης της υπόθεσης, ήτοι ότι ο εφεσείων «ήδη έχει παραδεχτεί τη χρήση, ήταν χρήστης…». Ακόμα και στη βάση της σημερινής αναφοράς του συνηγόρου περί χρήσης κατά τον χρόνο τέλεσης του αδικήματος και όχι μετέπειτα, η θέση αυτή είναι απορριπτέα, αφού δεν τέθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι έπαυσε να είναι χρήστης.
Ως προς το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, περί του στοιχείου της έξης, πράγματι δεν εντοπίζουμε έρεισμα. Εσφαλμένα προέβη σε αυτό. Εντούτοις, δεν θεωρούμε το σφάλμα του αυτό, ουσιαστικό σημείο, που να δύναται να ανατρέψει την ορθότητα της συνολικής εκτίμησης των υπόλοιπων ενώπιόν του στοιχείων και την ορθότητα της κατάληξής του, (βλ. Θεοφάνους Θεόδωρος Κώστας ν. Δημοκρατίας (2015) 2 ΑΑΔ 161).
Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο