ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 267/2025)
13 Οκτωβρίου 2025
[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
MAHER ALJUMAA,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
___________________________
Χ. Κ. Φελλάς, για τον Εφεσείοντα.
Α. Γιάλλουρου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Αυθημερόν)
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Με βάση κατηγορητήριο, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ο εφεσείων αντιμετωπίζει τρεις κατηγορίες για διάρρηξη κτηρίου και κλοπή, κατά παράβαση των Άρθρων 291, 294, 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και μία κατηγορία άρνησης λήψης δακτυλικών αποτυπωμάτων, κατά παράβαση του Άρθρου 25 (1) (α) (3) του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004, Ν.73(I)/2004. Το τι αποδίδεται στον εφεσείοντα στις πρώτες τρεις κατηγορίες είναι διάρρηξη και κλοπή τριών ξεχωριστών υποστατικών, ήτοι μίας υπεραγοράς, από την οποία έκλεψε ένα κινητό τηλέφωνο αξίας €100, ενός καταστήματος, από το οποίο έκλεψε χρηματικό ποσό €500 και ένα κινητό τηλέφωνο, και μίας καφετερίας, από την οποία έκλεψε το ποσό των €1.500.
Κατά την ημερομηνία εμφάνισης του εφεσείοντα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στις 24.9.2025, ζητήθηκε από τον συνήγορό του χρόνος για να απαντήσει στις κατηγορίες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όρισε την υπόθεση στις 15.10.2025 για απάντηση στις κατηγορίες. Από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής, ζητήθηκε η κράτηση του εφεσείοντα στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας αλλά και του κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων.
Προς υποστήριξη του αιτήματος αυτού, τέθηκε, από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής, το μαρτυρικό υλικό το οποίο περιλάμβανε μαρτυρία αναφορικά με ανεύρεση γενετικού υλικού του εφεσείοντα στους χώρους διάπραξης των αδικημάτων. Περαιτέρω, τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το ποινικό μητρώο του εφεσείοντα καθώς και στοιχεία άλλων υποθέσεων που αντιμετωπίζει για όμοια αδικήματα αλλά και άλλα. Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τέθηκαν, επίσης, οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού προέβηκε σε ανάλυση της σχετικής νομολογίας, όσον αφορά το θέμα κράτησης, εξέτασε τα σχετικά με τη συγκεκριμένη περίπτωση στοιχεία και κατέληξε, στη βάση και των δύο ως άνω πυλώνων κράτησης, ότι η παρούσα περίπτωση είναι μια εξ εκείνων που θα έπρεπε να διαταχθεί η κράτηση του εφεσείοντα.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με έξι λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβάλλεται σφάλμα αρχής, από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε σχέση με τις νομολογιακές αρχές, οι οποίες διέπουν το θέμα της κράτησης σε σχέση με τον κίνδυνο φυγοδικίας και τον κίνδυνο επαναδιάπραξης αδικήματος. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρχε πιθανότητα καταδίκης είναι λανθασμένο και ότι παραβιάστηκε το τεκμήριο αθωότητας του εφεσείοντα. Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προβάλλεται πλημμελής προσέγγιση του Δικαστηρίου σε σχέση με τη μαρτυρία που υπήρχε ενώπιόν του, χωρίς να υπεισέλθει, το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε αξιολόγηση της μαρτυρίας ώστε να καταδείξει κίνδυνο φυγοδικίας και επαναδιάπραξης αδικημάτων. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αναιτιολόγητη, ενώ με τον πέμπτο λόγο έφεσης αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένη κατάληξη ως προς τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων. Με τον έκτο λόγο έφεσης, τίθεται ότι εσφαλμένα εφαρμόστηκαν οι σχετικές με το θέμα αρχές σε σχέση με τον κίνδυνο επαναδιάπραξης αδικημάτων και ότι δεν εξετάστηκαν καθόλου εναλλακτικοί όροι οι οποίοι προτάθηκαν από την υπεράσπιση. Η συνάφεια των όσων τίθενται με τους λόγους έφεσης είναι τέτοια που επιτρέπει την παράλληλη εξέταση όλων των λόγων έφεσης με ενιαίο τρόπο.
Έχουμε με μεγάλη προσοχή ακούσει και εξετάσει τα όσα οι δύο ευπαίδευτοι συνήγοροι έχουν θέσει ενώπιόν μας με την επιχειρηματολογία τους. Μας έχει, επίσης, απασχολήσει καθετί σχετικό με την υπό κρίση διαδικασία. Είναι προφανές ότι το τι αποτελεί αντικείμενο εξέτασης από το Εφετείο είναι η ορθότητα της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος στη βάση των όσων είχαν τεθεί ενώπιόν του. Συγκεκριμένα δε, σε ό,τι αφορά τη συνεκτίμηση όσων θα πρέπει να συνεκτιμούνται κατά την άσκηση αυτής της διακριτικής ευχέρειας.
Για σκοπούς πληρότητας, παραθέτουμε το κάτωθι απόσπασμα από την A.A.S. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 193/2022, ημερομηνίας 14.9.2022:
«Υπενθυμίζουμε ότι η κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη ή η επιβολή όρων για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του στο Δικαστήριο, εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου με αφετηρία, βεβαίως, την ατομική ελευθερία και ότι η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ' εξαίρεση (Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, 134). Επέμβαση του Εφετείου χωρεί αν διαπιστωθεί ότι αυτή η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία, είτε γιατί παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα (Dydi v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 103/2020 [σχ. Με 104/2020], ημερ. 3/9/2020 και Γεωργίου v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 131/2021, ημερ. 1/9/2021). Στην Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997)2 Α.Α.Δ. 109 λέχθηκε ότι «το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στα πρωτόδικα Δικαστήρια εκτός για πολύ σοβαρούς λόγους και σε εξαιρετικές περιπτώσεις». (Βλ. Επίσης Μαυρομιχάλης ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 256, ECLI:CY:AD:2014:B251 και Suleyman v. Αστυνομίας, ποιν. Εφ. 120/20, 11.8.20), ECLI:CY:AD:2020:B286, ECLI:CY:AD:2020:B286.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την εξέταση του υπό κρίση θέματος, ανέλυσε, με αναφορά σε σχετική νομολογία, καθετί σχετικό με τόσο τον κίνδυνο φυγοδικίας όσο και τον κίνδυνο διάπραξης νέων αδικημάτων. Δεν παρέλειψε δε, να αναδείξει τη σημασία τήρησης του τεκμηρίου αθωότητας αλλά και της αρχής ότι η κράτηση αποτελεί επιλογή στην περίπτωση μόνο όπου δεν μπορεί να εξασφαλιστεί η παρουσία του κατηγορουμένου με κατάλληλους όρους εγγύησης. Είναι με λεπτομέρεια που κατέγραψε και εξέτασε το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιόν του και είναι ορθή η κατάληξή του ότι, στην όψη του, το μαρτυρικό υλικό ικανοποιούσε την προϋπόθεση της ύπαρξης πιθανότητας καταδίκης. Έχοντας ήδη επισημάνει τη σοβαρότητα των αδικημάτων αλλά και τις ποινές που επιβάλλονται σε περίπτωση καταδίκης, προχώρησε με την εξέταση των προσωπικών περιστάσεων του εφεσείοντα ώστε να συνεκτιμήσει αυτές με τα αντικειμενικά δεδομένα για τα οποία είχε ικανοποιηθεί. Κατέγραψε, συναφώς, ότι ο εφεσείων κατάγεται από τη Συρία και βρίσκεται στην Κύπρο ως αιτητής πολιτικού ασύλου, με την αίτησή του να εκκρεμεί, ενώ είναι άνεργος. Παρέπεμψε στην SHOAIB v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση 35/20, ημερομηνίας 14.4.20, ECLI:CY:AD:2020:B142 και στην IVANOUS v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση 72/19, ημερομηνίας 11.7.19, ECLI:CY:AD:2019:B301, για να επισημάνει ότι το γεγονός ότι ένας κατηγορούμενος είναι αιτητής πολιτικού ασύλου δεν αναιρεί τον κίνδυνο διαφυγής του, και κατέληξε ότι δεν είχε τεθεί οτιδήποτε ενώπιόν του που θα μπορούσε να συνηγορήσει στο ότι ο εφεσείων έχει αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς με την Κυπριακή Δημοκρατία. Συνεκτιμώντας τα ενώπιόν του αντικειμενικά και υποκειμενικά δεδομένα, ικανοποιήθηκε ότι είχε στοιχειοθετηθεί κίνδυνος φυγοδικίας στην προκειμένη περίπτωση και ότι θα πρέπει να διαταχθεί η κράτηση του εφεσείοντα.
Δεν εντοπίζουμε σφάλμα ούτε στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ούτε στην ως άνω κατάληξη. Με σφαιρικό και ακριβοδίκαιο τρόπο, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε και εξέτασε τα ενώπιόν του δεδομένα και δεν υπάρχει οτιδήποτε ενώπιόν μας που να παραπέμπει σε οποιαδήποτε παράλειψη από μέρους του, είτε αναφορικά με την εξέταση από μέρους του του θέματος, είτε αναφορικά με την αιτιολόγηση της απόφασής του. Δεν υφίσταται οποιοδήποτε πεδίο παρέμβασής μας στην πρωτόδικη απόφαση όσον αφορά αυτό το μέρος της.
Ούτε όμως υφίσταται πεδίο παρέμβασής μας όσον αφορά το υπόλοιπο σκέλος της πρωτόδικης απόφασης. Στην ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ v. ΚΙΤΣΙΟΥ, Ποινική Έφεση 111/2025, ημερομηνίας 29.5.2025 λέχθηκαν τα εξής, αναφορικά με τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων:
«Οι αρχές που έχουν καθιερωθεί από τη Νομολογία για εξέταση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων συνοψίστηκαν στην Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 47/24, ημερ. 11.3.2024 ως εξής:
«(1) Για την κατάληξη σε συμπέρασμα περί ύπαρξης πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος δεν απαιτείται ακριβής μαρτυρία. Αρκεί αν με βάση όλα τα στοιχεία τα οποία τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει τέτοια πιθανότητα.
(2) Η πιθανολόγηση αναφέρεται σε ροπή προς το έγκλημα ή τάση για συγκεκριμένη συμπεριφορά του κατηγορούμενου στο μέλλον, για την οποία το Δικαστήριο δύναται να καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα, βασιζόμενο, μεταξύ άλλων, είτε στο ιστορικό του είτε στον χαρακτήρα του είτε στα περιστατικά της υπόθεσης ή σε εγγενείς ενδείξεις που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη υφή της ή και σε διάφορες άλλες περιστάσεις.
(3) Τέτοια πιθανολόγηση δύναται μεταξύ άλλων να στοιχειοθετηθεί: (Α) Από το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου ή από εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις ή ποινικές υποθέσεις των οποίων αναμένεται η καταχώριση, νοουμένου ότι αφορούν αδικήματα ίδιας ή παρόμοιας φύσης ή ανάλογης σοβαρότητας, (β) Από το μαρτυρικό υλικό και από τα περιστατικά της υπό εκδίκαση υπόθεσης, κρινόμενα στην όψη τους (όπως έγινε στην υπόθεση Matznetter v. Austria, Appl. 2178/64, ημερ. 10.11.69 και στις υποθέσεις Κωνσταντινίδη και Χριστούδια, ανωτέρω)».»
Έχοντας επαρκώς παραθέσει τις νομολογιακές αρχές επί του θέματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στα στοιχεία που αφορούσαν το συγκεκριμένο σημείο. Προκύπτει, από την πρωτόδικη απόφαση, ότι ο εφεσείων έχει καταδικαστεί, την 1.9.2025, για αδικήματα τα οποία έλαβαν χώρα στις 11.11.2024 και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 12 μηνών με τριετή αναστολή και στο πλαίσιο της υπόθεσης εκείνης λήφθηκε υπ' όψιν ακόμα μία υπόθεση. Περαιτέρω, ο εφεσείων αντιμετωπίζει έξι υποθέσεις, δύο εκ των οποίων αφορούν το αδίκημα της συμπλοκής, ενώ οι άλλες τέσσερεις αφορούν όμοια ή συναφή αδικήματα με τα υπό κρίση.
Με αυτά τα δεδομένα, και χωρίς η ημερομηνία τέλεσης των αδικημάτων που αφορούν οι περιπτώσεις αυτές να ανατρέπουν τη θεώρηση, δεν εντοπίζουμε σφάλμα στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου σαφώς αναδεικνύουν τάση και ροπή του κατηγορουμένου στην παρανομία σε τέτοιο βαθμό που σταθμίζοντας την ελευθερία του κατηγορουμένου από τη μια με την ανάγκη προστασίας του κοινωνικού συνόλου γενικά από την άλλη, κρίνω πως η πλάστιγγα κλίνει προς την προστασία του κοινωνικού συνόλου (Βλ. Σάρρου v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 81/23, 10.5.23)».
Συνεπώς, ορθά έκρινε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι ικανοποιείτο και αυτή η βάση κράτησης του εφεσείοντα.
Καταλήγουμε ότι όλοι οι λόγοι έφεσης στερούνται ερείσματος και απορρίπτονται.
Η παρούσα έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο