POLINA HRISTOVA IGNATOVA v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 268/2025, 14/10/2025
print
Τίτλος:
POLINA HRISTOVA IGNATOVA v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 268/2025, 14/10/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 268/2025)

 

14 Οκτωβρίου 2025

 

[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

POLINA HRISTOVA IGNATOVA,

Εφεσείουσα,

 

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

______________________________

 

Π. Ανδρονίκου για Χ. Κ. Φελλά, για την Εφεσείουσα.

Α. Γιάλλουρου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Αυθημερόν)

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Με βάση κατηγορητήριο, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, η εφεσείουσα, αρχικά αντιμετώπιζε τέσσερεις κατηγορίες. Τις πρώτες δύο, μαζί με μία συγκατηγορούμενη της, ενώ τις άλλες δύο, μαζί με άλλο συγκατηγορούμενο της. Στο παρόν στάδιο, μετά από αναστολή της δίωξης που αφορά τις τελευταίες δύο κατηγορίες, ώστε, ως δηλώθηκε, να καταχωρηθεί νέο κατηγορητήριο, η εφεσείουσα αντιμετωπίζει, με βάση το εν λόγω κατηγορητήριο, δύο κατηγορίες, αυτήν της συνωμοσίας προς διάπραξη του κακουργήματος της κλοπής και αυτήν της κλοπής ενός οχήματος και χρηματικού ποσού €9.300 κατά την 22.9.2025. Αυτές είναι οι κατηγορίες που η εφεσείουσα αντιμετώπιζε όταν αποφασίστηκε το επίδικο στην παρούσα θέμα, αφού η αναστολή της δίωξης των έτερων δύο κατηγοριών που την αφορούσαν είχε προηγηθεί της πρωτόδικης απόφασης.

 

Κατά την ημερομηνία εμφάνισης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ζητήθηκε χρόνος ώστε η εφεσείουσα να απαντήσει στις κατηγορίες μετά που ο συνήγορός της θα μελετούσε το μαρτυρικό υλικό. Αίτημα το οποίο έγινε αποδεκτό. Ζητήθηκε δε, από την Κατηγορούσα Αρχή, η κράτηση της εφεσείουσας στη βάση της πιθανότητας διάπραξης άλλων αδικημάτων στο μεσοδιάστημα.

 

Προς υποστήριξη του αιτήματος αυτού, τέθηκε, από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής, ότι η εφεσείουσα αντιμετωπίζει τρεις εκκρεμούσες υποθέσεις οι οποίες αφορούν όμοια, συναφή αλλά και άλλα αδικήματα. Συγκεκριμένα, η μία αφορά υπόθεση, ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας, για αδικήματα ληστείας, τα οποία διαπράχθηκαν στις 3.4.2025, και συνωμοσία για τη διάπραξη αυτή, η δεύτερη αφορά υπόθεση, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, για αδικήματα επίθεσης, πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, αντίστασης κατά οργάνου τήρησης της τάξης, απειλής, δημόσιας εξύβρισης, ανησυχίας και διασάλευσης της ειρήνης, τα οποία διαπράχθηκαν στις 24.6.2025, και η τρίτη αφορά υπόθεση, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, για αδικήματα συνωμοσίας προς διάπραξη και κλοπή, τα οποία φέρεται να διαπράχθηκαν στις 17.11.2024. Η εφεσείουσα δεν έχει οποιανδήποτε προηγούμενη καταδίκη. Αναφέρθηκε, επίσης, ότι στην πρώτη, ως άνω, υπόθεση είχαν τεθεί όροι εγγύησης, πριν τη φερόμενη ημερομηνία τέλεσης των αδικημάτων που αφορά η υπό κρίση υπόθεση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε τη σχετική με το θέμα νομολογία, εξέτασε τα ενώπιόν του στοιχεία, ως είχαν τεθεί προς υποστήριξη του αιτήματος, και κατέληξε ότι δικαιολογείτο το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής. Διέταξε, συναφώς, την κράτηση της εφεσείουσας.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με έξι λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβάλλεται σφάλμα αρχής, από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε σχέση με τις νομολογιακές αρχές, οι οποίες διέπουν το θέμα της κράτησης μέχρι τη δίκη και τον κίνδυνο επαναδιάπραξης αδικήματος. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρχε πιθανότητα η εφεσείουσα να καταδικαστεί είναι λανθασμένο και ότι παραβιάστηκε το τεκμήριο αθωότητάς της κατά την εξέταση του κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων. Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προβάλλεται πλημμελής προσέγγιση του Δικαστηρίου σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας σε ό,τι αφορά το ως άνω θέμα. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αναιτιολόγητη, ενώ με τον πέμπτο λόγο έφεσης αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένη κατάληξη ως προς τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων. Με τον έκτο λόγο έφεσης, τίθεται ότι εσφαλμένα εφαρμόστηκαν οι σχετικές με το θέμα αρχές σε σχέση με τον κίνδυνο επαναδιάπραξης αδικημάτων και ότι δεν εξετάστηκαν καθόλου εναλλακτικοί όροι οι οποίοι προτάθηκαν από την υπεράσπιση. Η συνάφεια των όσων τίθενται με τους λόγους έφεσης είναι τέτοια που επιτρέπει την παράλληλη εξέταση όλων των λόγων έφεσης με ενιαίο τρόπο. 

  

Έχουμε με μεγάλη προσοχή ακούσει και εξετάσει τα όσα οι δύο συνήγοροι έχουν θέσει ενώπιόν μας με την επιχειρηματολογία τους. Μας έχει, επίσης, απασχολήσει καθετί σχετικό με την υπό κρίση διαδικασία. Είναι προφανές ότι το τι αποτελεί αντικείμενο εξέτασης από το Εφετείο είναι η ορθότητα της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος στη βάση των όσων είχαν τεθεί ενώπιόν του.

 

Για σκοπούς πληρότητας, παραθέτουμε το κάτωθι απόσπασμα από την A.A.S. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 193/2022, ημερομηνίας 14.9.2022:

«Υπενθυμίζουμε ότι η κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη ή η επιβολή όρων για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του στο Δικαστήριο, εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου με αφετηρία, βεβαίως, την ατομική ελευθερία και ότι η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ' εξαίρεση (Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, 134). Επέμβαση του Εφετείου χωρεί αν διαπιστωθεί ότι αυτή η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία, είτε γιατί παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα (Dydi v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 103/2020 [σχ. Με 104/2020], ημερ. 3/9/2020 και Γεωργίου v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 131/2021, ημερ. 1/9/2021). Στην Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997)2 Α.Α.Δ. 109 λέχθηκε ότι «το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στα πρωτόδικα Δικαστήρια εκτός για πολύ σοβαρούς λόγους και σε εξαιρετικές περιπτώσεις». (Βλ. Επίσης Μαυρομιχάλης ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 256, ECLI:CY:AD:2014:B251 και Suleyman v. Αστυνομίας, ποιν. Εφ. 120/20, 11.8.20), ECLI:CY:AD:2020:B286, ECLI:CY:AD:2020:B286

  

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού κατέγραψε τις εκκρεμούσες υποθέσεις τις οποίες η εφεσείουσα έχει να αντιμετωπίσει, εξήγησε την κρίση του ότι, αξιολογώντας τα στοιχεία αυτά, υπό το πρίσμα της νομολογίας, ο κίνδυνος διάπραξης νέων αδικημάτων είναι εμφανής και βάσιμος, ενώ εμφανής είναι η ροπή της στην παρανομία σε συναφή, μάλιστα, αδικήματα. Υπέδειξε ότι οι υποθέσεις που αντιμετωπίζει η εφεσείουσα έχουν ως ημερομηνία διάπραξης τους τελευταίους δώδεκα μήνες και κατέληξε ότι, χωρίς να παραγνωρίζει το νεαρό της ηλικίας της και το ιστορικό της, οι εγγενείς ενδείξεις, δημιουργούν ισχυρή εντύπωση για ύπαρξη πιθανότητας διάπραξης νέων αδικημάτων.

 

Στην ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ v. ΚΙΤΣΙΟΥ, Ποινική Έφεση 111/2025, ημερομηνίας 29.5.2025 λέχθηκαν τα εξής, αναφορικά με τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων:

 

«Οι αρχές που έχουν καθιερωθεί από τη Νομολογία για εξέταση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων συνοψίστηκαν στην Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 47/24, ημερ. 11.3.2024 ως εξής:

«(1) Για την κατάληξη σε συμπέρασμα περί ύπαρξης πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος δεν απαιτείται ακριβής μαρτυρία. Αρκεί αν με βάση όλα τα στοιχεία τα οποία τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει τέτοια πιθανότητα.

(2) Η πιθανολόγηση αναφέρεται σε ροπή προς το έγκλημα ή τάση για συγκεκριμένη συμπεριφορά του κατηγορούμενου στο μέλλον, για την οποία το Δικαστήριο δύναται να καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα, βασιζόμενο, μεταξύ άλλων, είτε στο ιστορικό του είτε στον χαρακτήρα του είτε στα περιστατικά της υπόθεσης ή σε εγγενείς ενδείξεις που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη υφή της ή και σε διάφορες άλλες περιστάσεις.

(3) Τέτοια πιθανολόγηση δύναται μεταξύ άλλων να στοιχειοθετηθεί: (Α) Από το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου ή από εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις ή ποινικές υποθέσεις των οποίων αναμένεται η καταχώριση, νοουμένου ότι αφορούν αδικήματα ίδιας ή παρόμοιας φύσης ή ανάλογης σοβαρότητας, (β) Από το μαρτυρικό υλικό και από τα περιστατικά της υπό εκδίκαση υπόθεσης, κρινόμενα στην όψη τους (όπως έγινε στην υπόθεση Matznetter v. Austria, Appl. 2178/64, ημερ. 10.11.69 και στις υποθέσεις Κωνσταντινίδη και Χριστούδια, ανωτέρω)».»

 

Δεν εντοπίζουμε σφάλμα στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε και αποφάσισε το υπό κρίση ζήτημα. Ο κίνδυνος διάπραξης νέων αδικημάτων αποτελεί αυτοτελή λόγο κράτησης ενός κατηγορουμένου. Τα δεδομένα που είχε ενώπιόν του το πρωτόδικο Δικαστήριο του επέτρεπαν να καταλήξει στις ως άνω διαπιστώσεις, αποφασίζοντας, στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας, υπέρ της κράτησης της εφεσείουσας. Δεν υφίσταται πεδίο παρέμβασής μας στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία κρίνεται πλήρως αιτιολογημένη, απόρροια των ενώπιον του στοιχείων. Ορθά, κρίνουμε, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ικανοποιείτο η συγκεκριμένη βάση κράτησης, ενώ, προς τούτο, ουδόλως παρέλειψε να λάβει υπ’ όψιν σχετικά με το υπό εξέταση θέμα στοιχεία.

 

Αν είναι κάτι που θα μπορούσε να λεχθεί, επί του προκειμένου, είναι ότι επιπρόσθετο στοιχείο, στην παρούσα, προς υποστήριξη του δικαιολογημένου διαταγής κράτησης, αποτελεί το ότι η εφεσείουσα, ως προκύπτει από τα πρακτικά της διαδικασίας, φέρεται να τέλεσε τα υπό κρίση αδικήματα ενόσω τελούσε υπό όρους εγγύησης για άλλη σοβαρή υπόθεση συναφών αδικημάτων (βλ. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ v. ΝΤΕΜΛΟΖ, Ποινική Έφεση 100/25, ημερομηνίας 24.4.2025, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ v. ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ, Ποινική Έφεση 84/24, ημερομηνίας 16.4.2024, ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ v. MOHAMMAD SERAQ κ.ά, Ποινική Έφεση 269/24, ημερομηνίας 23.1.2025).

 

Οι λόγοι έφεσης κρίνονται ως στερούμενοι ερείσματος και απορρίπτονται.

 

Η παρούσα έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

                                               

 Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                           ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.           

                                                           

                                                            Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο