ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΝΔΡΕΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 273/2025, 16/10/2025
print
Τίτλος:
ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΝΔΡΕΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 273/2025, 16/10/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 273/2025)

 

16 Οκτωβρίου 2025

 

[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΝΔΡΕΟΥ,

Εφεσείων,

 

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

__________________________

 

Β. Ακάμας, για τον Εφεσείοντα.

Π. Ευριπίδου για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Αυθημερόν)

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται πρωτόδικη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία διέταξε την παραπομπή του εφεσείοντα σε αστυνομική κράτηση για περίοδο οκτώ ημερών, προς διευκόλυνση του ανακριτικού έργου της Αστυνομίας.

 

Ο εφεσείων θεωρήθηκε ύποπτος για το αδίκημα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, της παράνομης κατοχής και μεταφοράς εκρηκτικών υλών, της παράνομης κατοχής και μεταφοράς πυροβόλου όπλου τύπου Α', της απόπειρας καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες και της παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία.

 

Συνοψίζοντας τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν του, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι:

 

«[...] την 03/07/2025 και περί ώρα 03:20 σημειώθηκε έκρηξη στην προθήκη των γραφείων της εργοληπτικής εταιρείας ARCHMADE στη Λεωφ. Αμαθούντος αρ. 124, στον Άγιο Τύχωνα Λεμεσού, ιδιοκτησία του Λάμπρου Χριστοφή.

Στη σκηνή, η οποία αποκλείστηκε και τέθηκε υπό φρούρηση, έγιναν εξετάσεις και εξασφαλίστηκε μαρτυρία σύμφωνα με την οποία άγνωστο πρόσωπο, το οποίο επέβαινε σε μοτοσικλέτα μαύρου χρώματος τύπου scooter, στάθμευσε πλησίον του εν λόγω γραφείου, περπάτησε και τοποθέτησε τον εκρηκτικό μηχανισμό στην γυάλινη προθήκη του γραφείου. Το πρόσωπο έγινε αντιληπτό από άλλο παρευρισκόμενο πρόσωπο, το οποίο προσπάθησε να τον ανακόψει, όμως κατάφερε να απομακρυνθεί και να διαφύγει πεζός λόγω της έκρηξης, η δε ζημιά υπολογίστηκε σε €800=. Στα πλαίσια της υπόθεσης εκείνης έγινε έλεγχος και διαπιστώθηκε ότι, η έκρηξη οφείλετο σε πυροδότηση αυτοσχέδιου πλαστικού εκρηκτικού αντικειμένου, το οποίο πληρείτο με εκρηκτική ύλη χαμηλής ισχύος και τοποθετήθηκε στη βάση της γυάλινης προθήκης του καταστήματος. Η μοτοσικλέτα που χρησιμοποιήθηκε για το εν λόγω περιστατικό είχε δηλωθεί ως κλοπιμαία.

Στις 07/10/2025 και περί ώρα 03:50 ρίχθηκαν πυροβολισμοί εναντίον των γραφείων της ίδιας εταιρείας επί της ίδιας διεύθυνσης, ιδιοκτησίας του ίδιου προσώπου. Από μαρτυρία που εξασφαλίστηκε, δύο πρόσωπα που επέβαιναν σε μοτοσικλέτα μαύρου χρώματος τύπου scooter με τη χρήση πυροβόλου όπλου τύπου Α (αυτόματο στρατιωτικό τυφέκιο) πυροβόλησαν εναντίον της πρόσοψης των γραφείων της εταιρείας με αποτέλεσμα να πλήξουν την γαλήνη προθήκη και το εσωτερικό του χώρου, ενώ θρυμμάτισαν την γυάλινη είσοδο του γραφείου.

Στις 08/10/2025 λήφθηκε κατάθεση από τον ιδιοκτήτη των γραφείων όπου εκτυλίχθηκαν τα δύο πιο πάνω περιστατικά και ο ίδιος εξέφρασε υποψίες αποκλειστικά εναντίον του υπόπτου, με τον οποίο έχει οικονομικές διαφορές. Σύμφωνα με την μαρτυρία, ο ύποπτος δανείστηκε χρηματικό ποσό εκ €400.000= από τον ύποπτο περί των ετών 2021‑2022, για το οποίο θα έπρεπε να αποπληρώσει με τόκους μέχρι 31/12/2023. Ο παραπονούμενος κατέβαλε €600.000= προς τον ύποπτο, σύμφωνα με τον ίδιο, και λόγω δυσκολιών, ζήτησε παράταση στην αποπληρωμή του υπολοίπου ποσού (τόκων), με αποτέλεσμα ο ύποπτος να ζητά επιπρόσθετο ποσό (τόκο) επί του υπολοίπου. Για τις εν λόγω οικονομικές διαφορές, φέρεται να προέκυψε ένα περιστατικό στις 29/12/2023 στη Λευκωσία μεταξύ του υπόπτου και του παραπονούμενου, το οποίο καταγγέλθηκε στο ΤΑΕ Λευκωσίας, και στα πλαίσια του οποίου καταχωρήθηκε ποινική υπόθεση ενώπιον του E.Δ. Λευκωσίας που αφορά μεταξύ άλλων αδικήματα απαίτησης χρημάτων με απειλές με σκοπό την κλοπή, απειλή, εκβίαση και τοκογλυφία και η υπόθεση είναι ορισμένη στις 24/10/2025.

Με βάση την κατάθεση και θέση του παραπονούμενου που έχει στα χέρια της η Αστυνομία, ο ύποπτος ζήτησε από συνεργάτες του παραπονούμενου να τον πιέσουν για να του δώσει τα χρήματα, διαφορετικά θα έκανε ζημιά στις δικές τους επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τον παραπονούμενο, ο ύποπτος υπερηφανεύτηκε σε πρόσωπα ότι, αυτός ήταν πίσω που τους υπό κρίση πυροβολισμούς, πρόσωπα από τα οποία θα γίνουν προσπάθειες για εξασφάλιση κατάθεσης.»

 

Έχοντας αναφερθεί στις νομολογιακές αρχές που αφορούν το υπό κρίση θέμα, το πρωτόδικο Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι πληρούνταν ο προϋποθέσεις για έκδοση του ζητούμενου διατάγματος προσωποκράτησης του εφεσείοντα και, κρίνοντας, επίσης, δικαιολογημένο το χρονικό διάστημα των οκτώ ημερών, εξέτασε ανάλογο διάταγμα.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με δύο λόγους έφεσης.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης αποδίδει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, κατ' αντίθεση με τον νόμο και τις νομολογιακές αρχές και/ή προϋποθέσεις που διέπουν την έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης, εξέδωσε το προσβαλλόμενο διάταγμα και/ή απόφαση προσωποκράτησης εναντίον του εφεσείοντα, αφού εσφαλμένα απεφάνθη ότι συνέτρεχε η προϋπόθεση της εύλογης υποψίας σύνδεσης του εφεσείοντα με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Αιτιολογικά, προβάλλεται ότι παραβιάστηκε η αρχή ότι δεν πρέπει να δίνεται αβασάνιστη πίστη σε πληροφορίες μη θεμελιωμένες σε ενοχοποιητικά γεγονότα. Η όποια κατ' ισχυρισμόν πληροφορία δόθηκε από τον παραπονούμενο, ενώ πληροφορίες, κατ' ισχυρισμόν δόθηκαν από τρίτα πρόσωπα προς τον παραπονούμενο. Δεν λήφθηκε οποιαδήποτε κατάθεση από οποιονδήποτε πρόσωπο, ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να κρίνει το εύλογο της υπόνοιας για σύνδεση του εφεσείοντα με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντίθετα με τις νομολογιακές αρχές που διέπουν τη διαδικασία προσωποκράτησης υπόπτου προσώπου, υπέπεσε σε σφάλμα αρχής, αφού εσφαλμένα προχώρησε στην αξιολόγηση μαρτυρίας και συγκεκριμένα προέβηκε σε σχολιασμό περί σταθερότητας των θέσεων και/ή αξιοπιστίας του ενόρκως δηλούντα, μάρτυρα της Αστυνομίας, προδικάζοντας και προαποφασίζοντας στη βάση της αξιολόγησης του μάρτυρα και το αποτέλεσμα του αιτήματος της Αστυνομίας. Προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τα αναφερόμενα από τον μάρτυρα αντί να αναζητήσει μαρτυρία διασύνδεσης του εφεσείοντα με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.

 

Διαπιστώνεται συνάφεια στο τι οι δύο λόγοι έφεσης προβάλλουν, ώστε να καθίσταται ευχερές να εξεταστούν παράλληλα μέσα από μία ενιαία εξέταση της πρωτόδικης κρίσης.

 

Είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι σκοπός ενός διατάγματος, ως το υπό κρίση, είναι η διευκόλυνση των Αστυνομικών Αρχών στη διερεύνηση  αδικήματος. Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου να διατάσσει την κράτηση ατόμου χάριν των αστυνομικών ανακρίσεων συγκεφαλαιώνονται στην υπόθεση STAMATARIS v. POLICE (1983) 2 C.L.R. 107 και αντανακλώνται σε πληθώρα μεταγενέστερων αποφάσεων. Οι αρχές αυτές, ως ορθά διατυπώθηκαν και από το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι ότι το βάρος είναι στην Αστυνομία να αποδείξει ότι, πρώτον, έχει διαπραχθεί το αδίκημα ή τα αδικήματα για τα οποία ζητείται η κράτηση, δεύτερον, ότι υπάρχει μαρτυρία που να δημιουργεί εύλογες υποψίες ότι ο ύποπτος συνδέεται με αυτήν τη διάπραξη, τρίτον, ότι υπάρχει ανακριτικό έργο που δεν συμπληρώθηκε και τέταρτον, ότι η απόλυση του υπόπτου είναι δυνατόν να επηρεάσει τις ανακρίσεις, όπως μαρτυρία ή την εξαφάνιση τεκμηρίων. Το ενδεχόμενο εξαφάνισης του υπόπτου αποτελεί, επίσης, στοιχείο που εξετάζεται. Εφόσον δε, τέτοια διατάγματα επηρεάζουν την ελευθερία του ατόμου, αυτά πρέπει να αιτιολογούνται δικαστικά.

 

Το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί ότι οι υπόνοιες της Αστυνομίας είναι ειλικρινείς και ότι η κράτηση του υπόπτου δεν επιδιώκεται για αλλότριους λόγους. Πρέπει να ικανοποιηθεί, επίσης, ότι οι υποψίες είναι εύλογες, έχοντας υπ' όψιν τα στοιχεία που βρίσκονται στην κατοχή των αστυνομικών αρχών. Το ευρύτερο πλαίσιο, στο οποίο εντάσσεται η άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου να διατάξει την κράτηση ατόμων για σκοπούς ανακρίσεων, στοιχειοθετείται από την εξισορρόπηση της ανάγκης για προστασία της ελευθερίας του ατόμου αφενός, και την παροχή λογικής ευκαιρίας στις ανακριτικές αρχές για τη διερεύνηση του εγκλήματος, αφετέρου.

 

Δεν μας βρίσκουν σύμφωνους όσα προβάλλονται από την πλευρά του εφεσείοντα στους λόγους έφεσης. Σε καμία περίπτωση δεν προκύπτει το πρωτόδικο Δικαστήριο να προέβηκε σε ανεπίτρεπτη αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιόν του. Αντιθέτως, το τι κατέγραψε ήταν, αφενός την αποδοχή της παράθεσης από τον μάρτυρα του ιστορικού της υπόθεσης και των ενεργειών της Αστυνομίας, και, αφετέρου, τα όσα τέθηκαν ενώπιόν του, από τα οποία, εξετάζοντας αυτά σφαιρικά, κατέληξε στα συμπεράσματά του. Ως ορθά υπέδειξε, δεν επρόκειτο για μία απογυμνωμένη ή αστήρικτη πληροφορία αλλά, αντιθέτως, παρέπεμπε σε εύλογες υπόνοιες, χωρίς να αξιολογείτο, στο στάδιο εκείνο, η αποδεικτική αξία της μαρτυρίας.

 

Δεν εντοπίζουμε σφάλμα στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε και αποφάσισε το υπό κρίση θέμα. Άλλωστε, ως λέχθηκε στην ΣΥΜΙΛΛΙΔΗΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, (1997) 2 Α.Α.Δ. 160:

 

«Περί υπονοιών ο λόγος. Ό,τι αποτιμάται, στο στάδιο της αίτησης για προσωποκράτηση, δεν είναι η αποδεικτική αξία των στοιχείων ή η δραστικότητά τους και αν αυτά συνθέτουν εκ πρώτης όψεως υπόθεση ενοχής. Όπως καθορίζει η Νομολογία, κριτήριο είναι το εύλογο της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα.»

 

Η πληροφορία για ανάμειξη του εφεσείοντα στο έγκλημα δεν ήταν απογυμνωμένη από κάθε ίχνος μαρτυρίας, ώστε να μην μπορούσε να αποτελέσει βάθρο για την κράτησή του (ΙΩΑΝΝΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, (1998) 2 ΑΑΔ 495). Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν καθ' όλα επιτρεπτά με βάση τα ενώπιόν του στοιχεία και η ανάλυση αυτών κρίνεται ορθή.

 

Αβάσιμοι κρίνονται αμφότεροι οι λόγοι έφεσης και απορρίπτονται.

 

Η παρούσα έφεση απορρίπτεται, η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

                                                          Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

                                                         

                                                          ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.   

         


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο